Βλέπετε τις εγγραφές : 51 - 100, σε σύνολο 268
Έκθεση σε χημικό παράγοντα
Ορισμός 1: Το ατομικό επίπεδο έκθεσης του εργαζομένου σε χημικό παράγοντα που υπάρχει στον αέρα του χώρου εργασίας.
Έκθεση τεχνικού ελέγχου
Ορισμός 1: Επίσημο έγγραφο, που εκδίδει ο αναγνωρισμένος φορέας ελέγχου, με το οποίο βεβαιώνεται η συμμόρφωση ή η αποτυχία συμμόρφωσης της διάταξης ψυχαγωγίας με τις τεχνικές απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.
Εκμετάλλευση
Ορισμός 1: Το μέρος των εργασιών του έργου από την προσπέλαση του κοιτάσματος μέχρι την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων.
Εκμεταλλευτής
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινοπραξία προσώπων που έχει, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, το δικαίωμα έρευνας ή και εκμετάλλευσης στο μεταλλευτικό ή λατομικό χώρο που βρίσκεται το έργο.
Έκπλυμα
Ορισμός 1: Το διάλυμα που λαμβάνεται κατά την εργαστηριακή δοκιμή της απόπλυσης.
Εκπομπές
Ορισμός 1: Οι εκπομπές στην ατμόσφαιρα ανθρωπογενών αερίων του θερμοκηπίου από πηγές.
Εκπομπή
Ορισμός 1: Η ελευθέρωση ουσίας από σημειακή ή διάχυτη πηγή στην ατμόσφαιρα.
Ορισμός 2: Η απελευθέρωση στο περιβάλλον ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών, συνεπεία ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ορισμός 3: Η έκλυση μιας ουσίας στην ατμόσφαιρα από ένα σημείο ή μια πηγή διάχυσης.
Εκπρόσωποι των εργαζομένων
Ορισμός 1: Κατά σειρά προτεραιότητας:
i) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων,
ii) τα συμβούλια των εργαζομένων που έχουν αναδειχθεί και λειτουργούν σε αυτές σύμφωνα με το ν. 1767/1988 «Συμβούλια Εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις - Κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας» (63/Α), και
iii) οι εκπρόσωποι που εκλέγονται από τους εργαζόμενους με άμεση εκλογή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (79/Α) και του άρθρου 4 του ν. 1767/1988.
Ορισμός 2: Αυτοί που ορίζονται στις διατάξεις του π.δ. 240/2006 (Α’ 252) και του ν. 1767/1988 . Προκειμένου για επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις που απασχολούν κάτω των πενήντα (50) εργαζομένων, εφόσον σ’ αυτές δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται από τριμελή επιτροπή που εκλέγεται από αυτούς κατά ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 1767/1988 . Σε περίπτωση μεταβίβασης θαλασσοπλοούντος πλοίου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 348 του παρόντος Κώδικα, εκπρόσωποι των εργαζομένων νοούνται αυτοί που ορίζονται στην περ. δ) του άρθρου 2 του π.δ. 190/2008 (Α’ 248) .
Εκπρόσωπος ιδιωτικού δικτύου Μέσης Τάσης
Ορισμός 1: Το νόμιμα εξουσιοδοτημένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ορίζεται από παραγωγούς σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης ή ομάδα παραγωγών, οι οποίοι ενδιαφέρονται να κατασκευάσουν Δίκτυα Μέσης Τάσης για τη σύνδεση σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης σε Υποσταθμούς Μέσης προς Υψηλής Τάσης, σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 4843/2021 (Α΄ 193).
Εκπρόσωπος κοινού αιτήματος
Ορισμός 1: Το νόμιμα εξουσιοδοτημένο από τους ενδιαφερόμενους φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ των ενδιαφερομένων και του αρμόδιου Διαχειριστή στην υποβολή του κοινού αιτήματος, την κατασκευή, τη διαχείριση, την παροχή στοιχείων στον Διαχειριστή του Συστήματος, τη συντήρηση και τη λειτουργία των κοινών έργων σύνδεσης στα κατάντη του ορίου του Συστήματος, αποκλειστικής αρμοδιότητας των ενδιαφερομένων.
Εκπρόσωπος των εργαζομένων
Ορισμός 1: Κάθε εκλεγμένο άτομο, με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με τα άρθρα 4 (σύσταση επιτροπής υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων- εκπρόσωποι των εργαζομένων), 5 (αρμοδιότητες ΕΥΑΕ και εκπροσώπου εργαζομένων), 6 (αριθμός μελών ΕΥΑΕ - υποχρεώσεις εργοδοτών) και 7 (εκλογή μελών ΕΥΑΕ - προστασία) του παρόντος και τα άρθρα 1 (σκοπός - πεδίο εφαρμογής), 2 (όργανα εκπροσώπησης εργαζομένων), 3 (γενική συνέλευση εργαζομένων), 4 (εκλογές) και 5 (εφορευτικές επιτροπές) του Ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63/Α`/6.4.1988) «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις - Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας».
Ορισμός 2: Κάθε εκλεγμένο άτομο, με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του Ν. 1568/1985 (ΦΕΚ 177/Α`/18.10.1985), το Π.Δ. 315/1987 (ΦΕΚ 149/Α`/25.8.1987) «Σύσταση ΕΥΑΕ σε εργοτάξια οικοδομών και εν γένει τεχνικών έργων», τα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 5 του Ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63/Α`/6.4.1988) «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις-κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας», και τα άρθρα 2 §4 και 3 του Π.Δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11/Α`/18.1.1996) «Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ», για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους, όσον αφορά τα ζητήματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία.
Ορισμός 3: Κάθε πρόσωπο που εκλέγεται, επιλέγεται ή ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 18, κεφ. Β΄, ν. 1767/1988 «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις – Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας» (63/Α) για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους.
Εκρηκτικά ή εκρηκτικές ύλες
Ορισμός 1: Οι ύλες και τα αντικείμενα που θεωρούνται ως εκρηκτικά στις συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων και περιλαμβάνονται στην κλάση 1 των εν λόγω συστάσεων.
Ορισμός 2: Τα επικίνδυνα είδη της κλάσης «1». Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται και τα πυρομαχικά.
Ορισμός 3: Τα στερεά ή υγρά σώματα, τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χημική μεταβολή και μετατρέπονται σε αέριες μάζες µε συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων, µε αποτελέσματα βλητικά ή ρηκτικά.
Εκρηκτική ατμόσφαιρα
Ορισμός 1: Μείγμα με τον αέρα, σε ατμοσφαιρικές συνθήκες, εύφλεκτων ουσιών, υπό μορφή αερίων, ατμών, συγκεντρώσεων σταγονιδίων ή σκόνης, στο οποίο, μετά από ανάφλεξη, η καύση μεταδίδεται στο σύνολο του μη καιόμενου μείγματος.
Εκρηκτικός μηχανισµός
Ορισμός 1: Κάθε συσκευή, που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη οποιασδήποτε εκρηκτικής ύλης.
Εκρήξιμη ατμόσφαιρα
Ορισμός 1: Ατμόσφαιρα, η οποία θα μπορούσε να καταστεί εκρηκτική λόγω των τοπικών και επιχειρησιακών συνθηκών.
Εκσκαφέας χανδάκων
Ορισμός 1: Αυτοπροωθούμενο μηχάνημα, με επιβαίνοντα ή πεζό χειριστή, ερπυστριοφόρο ή τροχοφόρο, στο εμπρός ή το όπισθεν μέρος του οποίου είναι προσαρμοσμένος βραχίονας ζεύξης πτύου εκσκαφής και εξάρτηση, σχεδιασμένο καταρχήν για την ανόρυξη χανδάκων σε συνεχή λειτουργία, μέσω της κίνησης του μηχανήματος.
Εκσκαφέας, υδραυλικός ή με συρματόσχοινα
Ορισμός 1: Αυτοπροωθούμενο ερπυστριοφόρο ή τροχοφόρο μηχάνημα με υπερδομή (σκάφος) δυνάμενη να περιστρέφεται κατά τουλάχιστον 360°, το οποίο σκάβει, περιστρέφεται και απορρίπτει υλικό με χρήση πτύου (κάδου) ανηρτημένου σε πρόβολο (μπούμα) με στρεφόμενο βραχίονα ή σε τηλεσκοπική κεραία, χωρίς να κινείται το πλαίσιο ή το φορείο κίνησης κατά τη διάρκεια κάθε κύκλου του μηχανήματος.
Εκσκαφέας-φορτωτής
Ορισμός 1: Αυτοπροωθούμενο τροχοφόρο ή ερπυστριοφόρο μηχάνημα που διαθέτει βασική φέρουσα δομή σχεδιασμένη να φέρει ταυτοχρόνως, εμπρός μηχανισμό μετωπικού πτύου (κάδου) φόρτωσης και όπισθεν ανεστραμμένο πτύο (κάδο). Όταν χρησιμοποιείται ανεστραμμένο πτύο, το μηχάνημα σκάβει κανονικά κάτω από τη στάθμη έδρα-σης στο έδαφος και το πτύο κινείται προς τον εκσκαφέα-φορτωτή. Ο ανεστραμμένος κάδος ανυψώνεται, περιστρέφεται και απορρίπτει το υλικό ενώ το μηχάνημα παραμένει ακίνητο. Όταν χρησιμοποιείται ως φορτωτής, το μηχάνημα φορτώνει ή σκάβει με την προς τα εμπρός μετακίνηση, και ανυψώνει, μεταφέρει και εκφορτώνει το υλικό.
Έκτακτη ανάγκη
Ορισμός 1: Η ξαφνική και απρόβλεπτη απειλητική κατάσταση που απαιτεί την άμεση λήψη μέτρων για την ελαχιστοποίηση των δυσμενών συνεπειών της.
Έκτακτη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση
Ορισμός 1: Η συνάθροιση της παρ. 1 (Δημόσια υπαίθρια συνάθροιση), όταν πραγματοποιείται ένεκα απρόβλεπτου, τρέχοντος ή επικείμενου γεγονότος, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η τήρηση των υποχρεώσεων που ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 (Υποχρέωση γνωστοποίησης).
Έκτακτος τεχνικός έλεγχος
Ορισμός 1: Ο έλεγχος που διενεργείται από αναγνωρισμένο φορέα ελέγχου κατόπιν αιτήματος του υπεύθυνου εκμετάλλευσης, των δικαστικών αρχών και των αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο διερεύνησης έκτακτου συμβάντος (όπως βλάβη, καταγγελία, ατύχημα, εισαγγελική έρευνα κ.ά.).
Εκτιθέμενος εργαζόμενος
Ορισμός 1: Κάθε εργαζόμενος που βρίσκεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε επικίνδυνη ζώνη.
Εκτίμηση
Ορισμός 1: Οιαδήποτε μέθοδος χρησιμοποιείται για τη μέτρηση, τον υπολογισμό, την πρόβλεψη ή την κατά προσέγγιση εκτίμηση επιπέδων.
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Ορισμός 1: Γραπτή έκθεση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 43 του Κώδικα νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 όπως ισχύει (εφεξής Κ.Ν.Υ.Α.Ε.), στο πλαίσιο της οποίας εξετάζονται συστηματικά όλες οι πλευρές κάθε διεξαγόμενης εργασίας και καταγράφονται όλες οι πηγές του επαγγελματικού κινδύνου, καθώς και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να εξαλειφθούν ή να αποφευχθούν οι κίνδυνοι.
Εκτίμηση κινδύνου
Ορισμός 1: Η διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στους χώρους εργασίας. Πρόκειται για μια συστηματική εξέταση/μελέτη όλων των πτυχών της εργασίας που εξετάζει:
- τι θα μπορούσε να προκαλέσει τραυματισμό ή βλάβη και σε ποιους,
- αν οι κίνδυνοι μπορούν να εξαλειφθούν και, αν όχι,
- ποια είναι τα μέτρα πρόληψης και προστασίας που θα πρέπει να ληφθούν για τον έλεγχο των κινδύνων.
Ορισμός 2: H διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων κατά την εργασία που απορρέουν από τις συνθήκες εμφάνισης μιας πηγής κινδύνου στο χώρο εργασίας.
Εκτίναξη πετρώματος ή εκτόξευση πετρώματος ή εκτόξευση τεμαχίων πετρώματος
Ορισμός 1: Η εκτίναξη του πετρώματος σε αποστάσεις μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες.
Ελαφρά εργασία
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε εργασία που εκ της φύσεως των λειτουργιών τις οποίες περιέχει και των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες αυτή εκτελείται:
- δεν είναι ικανή να βλάψει την ασφάλεια, την υγεία ή την ανάπτυξη των παιδιών, και
- ως εκ της φύσεως της, δεν αποβαίνει σε βάρος της τακτικής σχολικής φοίτησης τους, της συμμετοχής τους σε προγράμματα επαγγελματικού προσανατολισμού ή επαγγελματικής κατάρτισης εγκεκριμένα από την αρμόδια αρχή, ή της ικανότητας τους να ωφελούνται από την εκπαίδευση που τους παρέχεται.
Ελαφρό πετρέλαιο (ντίζελ – Gas oil)
Ορισμός 1: Ένα απόσταγμα πετρελαιοειδούς κατηγορίας ΙΙΙ που έχει ιδεώδες και σημείο απόσταξης μεταξύ αυτών που έχουν η κεροζίνη και το βαρύ πετρελαιοειδές και που χρησιμοποιείται σαν καύσιμο ταχύστροφων μηχανών ντίζελ, όπως και καυστήρων, στις εγκαταστάσεις θέρμανσης και για τον εμπλουτισμό αερίου κατά την παραγωγή καύσιμων αερίων.
Ελεγκτές
Ορισμός 1: Τα πυροσβεστικά όργανα, αρμόδια για τον έλεγχο εφαρμογής των πυροσβεστικών διατάξεων, των κανονισμών πυροπροστασίας και γενικά της νομοθεσίας πυρασφάλειας, καθώς και της επιβολής των κυρώσεων και εν γένει διοικητικών μέτρων. Ως ελεγκτές νοούνται οι Πυροσβέστες που προσλήφθηκαν στο Πυροσβεστικό Σώμα με τις διατάξεις του π.δ. 44/2016 (Α ́ 68) και οι βαθμοφόροι του Πυροσβεστικού Σώματος από τον βαθμό του Αρχιπυροσβέστη παραγωγικής σχολής και άνω. Οι ελεγκτές ασκούν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 153 και 154 του ν. 4512/2018 (Α ́ 8), όπως ισχύει.
Ελεγχόμενο στοιχείο
Ορισμός 1: Το υποκείμενο της μελέτης.
Έλεγχος
Ορισμός 1: Κάθε ενέργεια που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εποπτείας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης μιας οικονομικής δραστηριότητας, εγκατάστασης και περιλαμβάνει την εξέταση ή αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την κείμενη νομοθεσία πυροπροστασίας κτιρίων - εγκαταστάσεων, καθώς και αυτή που αφορά στην πρόληψη και αντιμετώπιση πυρκαγιών σε οικοπεδικούς και ακάλυπτους χώρους, αγροτικές και δασικές εκτάσεις.
Έλεγχος ΕΟΚ
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία ο αναγνωρισμένος για το σκοπό αυτό από Κράτος μέλος Οργανισμός βεβαιώνεται, μετά την έκδοση βεβαίωσης για την εξέταση τύπου ΕΟΚ σύμφωνα με την παρούσα και στις ισχύουσες ειδικές διατάξεις, ότι τα μηχανήματα ή/και τα στοιχεία κατασκευής κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τους εγκεκριμένους τύπους.
Ορισμός 2: Η διαδικασία με την οποία ο αναγνωρισμένος για το σκοπό αυτό από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας οργανισμός εξασφαλίζει ότι, μετά από τη χορήγηση βεβαίωσης εξετάσεως τύπου ΕΟΚ σύμφωνα με την παρούσα απόφαση οι συσκευές κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τους εγκεκριμένους τύπους.
Έλεγχος ηλεκτρικών εγκαταστάσεων
Ορισμός 1: Έλεγχος που διενεργείται με σκοπό τη διαπίστωση της ασφαλούς και ορθής λειτουργίας των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων.
Ελέγχουσα επιχείρηση
Ορισμός 1: Η επιχείρηση ενός ομίλου επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να ασκεί δεσπόζουσα επιρροή σε μια άλλη επιχείρηση (ελεγχόμενη επιχείρηση), όπως στις περιπτώσεις δικαιωμάτων κυριότητας, χρηματοοικονομικής συμμετοχής ή άλλων δικαιωμάτων που προβλέπονται από το καταστατικό τους.
Ελεύθεροι επαγγελματίες
Ορισμός 1: Τα πρόσωπα που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα για το οποίο υπάγονται βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων στην ασφάλιση του πρώην ΟΑΕΕ.
Ελληνικό πρότυπο ΕΛΟΤ 60364 «Απαιτήσεις για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις»
Ορισμός 1: Πρότυπο του ΕΛΟΤ που έχει συνταχθεί με βάση τα έγγραφα εναρμόνισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (C ENELEC), τα οποία προέρχονται κυρίως από τη σειρά HD 60364 αλλά και από τη σειρά HD 384 και το οποίο έχει δημοσιευθεί ως ΕΛΟΤ 60364:2020.
Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης (Ε.Ο.ΑΝ.)
Ορισμός 1: Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο ιδρύθηκε με το άρθρο 24 του ν. 2939/2001 (Α’ 179) με την επωνυμία Εθνικός Οργανισμός Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων (Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π.) και μετονομάστηκε σε Ε.Ο.ΑΝ. με την παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 4042/2012 (Α’ 24) με σκοπό την εποπτεία των ΣΕΔ.
Εμβρυοτοξικότητα
Ορισμός 1: Επιβλαβής επίδραση στη φυσιολογική δομή, ανάπτυξη, αύξηση και/ή βιωσιμότητα ενός εμβρύου.
ΕΜΕΡ
Ορισμός 1: Tο συντονισμένο πρόγραμμα συνεχούς επίβλεψης και αξιολόγησης της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη.
Έμμεσες επιπτώσεις
Ορισμός 1: Οι επιπτώσεις που προκαλούνται από την παρουσία αντικειμένου σε ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, οι οποίες ενδέχεται να αποτελέσουν αιτία κινδύνου για την ασφάλεια ή την υγεία, όπως:
α) παρεμβολές στη λειτουργία ιατρικών ηλεκτρονικών εξοπλισμών και συσκευών συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών βηματοδοτών και άλλων εμφυτευμένων ή σωματικώς φερομένων ιατροτεχνολογικών βοηθημάτων,
β) κίνδυνο εκσφενδόνισης σιδηρομαγνητικών αντικειμένων εντός στατικών μαγνητικών πεδίων,
γ) πυροδότηση ηλεκτροεκρηκτικών συσκευών (πυροκροτητών),
δ) πυρκαγιές και εκρήξεις οφειλόμενες στην ανάφλεξη εύφλεκτων υλικών λόγω σπινθήρων προκαλούμενων από επαγόμενα πεδία, ρεύματα επαφής ή εκκενώσεις σπινθήρων και
ε) ρεύματα επαφής.
Έμμεση διάκριση
Ορισμός 1: Νοείται όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα.
Ορισμός 2: Κάθε πράξη ή παράλειψη που θέτει σε μειονεκτική θέση τα πρόσωπα λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, δυνάμει μιας ουδέτερης εκ πρώτης όψης διάταξης, κριτηρίου ή πρακτικής, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογούνται αντικειμενικά από νόμιμο σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Ορισμός 3: Όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να θέσει σε μειονεκτική θέση πρόσωπα του ενός φύλου σε σχέση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός εάν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Έμμεσος εργοδότης
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο και υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση του οποίου εργάζεται προσωρινά ο προσωρινά απασχολούμενος.
Εμπειρογνώμονες Πολιτικής Προστασίας
Ορισμός 1: ο ειδικός επιστήμονας ή το πιστοποιημένο στέλεχος σε θέματα που αφορούν στη διαχείριση και αντιμετώπιση καταστροφών και στον υπολογισμό κρίσιμων παραγόντων, όπως, η εκτίμηση της επικινδυνότητας, των εν γένει κινδύνων, της τρωτότητας, της έκθεσης στον κίνδυνο.
Έμπορος
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή επιχείρηση λιανικού εμπορίου, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρονικού εμπορίου που, στο πλαίσιο της άσκησης της εμπορικής του δραστηριότητας, παρέχει στους καταναλωτές, κατά την πώληση εμπορευμάτων ή προϊόντων, πλαστικές σακούλες μεταφοράς. Στην έννοια του εμπόρου περιλαμβάνονται και οι επαγγελματίες πωλητές που δραστηριοποιούνται σε ακάλυπτους δημόσιους, δημοτικούς, ιδιωτικούς ή εκκλησιαστικούς χώρους και γενικά χώρους που δεν αποτελούν επαγγελματική στέγη, αλλά επιτρέπεται σε αυτούς η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας (υπαίθριο εμπόριο).
Έμφυλη βία και παρενόχληση
Ορισμός 1: Βία και παρενόχληση που απευθύνονται σε άτομα λόγω του φύλου τους, ή επηρεάζει δυσανάλογα άτομα συγκεκριμένου φύλου και περιλαμβάνει τη σεξουαλική παρενόχληση.
Έμφυλη διάκριση
Ορισμός 1: Σωματική, ψυχολογική ή λεκτική συμπεριφορά, μέσω της οποίας υποβαθμίζονται τα άτομα με βάση το φύλο τους, το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα του φύλου τους.
Εναέρια εξέδρα με κινητήρα εσωτερικής καύσης
Ορισμός 1: Εξοπλισμός που συνίσταται κατ' ελάχιστον από μία εξέδρα εργασίας, εκτεινόμενη κατασκευή και πλαίσιο. Η εκτεινόμενη κατασκευή συνίσταται σε περιφραγμένη εξέδρα ή κλωβό που μπορεί να κινείται υπό φορτίο μέχρι την επιθυμητή θέση εργασίας. Η εκτεινόμενη κατασκευή συνδέεται με το πλαίσιο και φέρει την εξέδρα εργασίας επιτρέπει την κίνηση της εξέδρας εργασίας μέχρι την επιθυμητή θέση.
Εναλλακτικά καύσιμα
Ορισμός 1: Τα καύσιμα ή οι πηγές ενέργειας που χρησιμεύουν, έστω και εν μέρει, ως υποκατάστατο του ορυκτού πετρελαίου στον ενεργειακό εφοδιασμό στις μεταφορές και έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν στην απαλλαγή των μεταφορών από τις εκπομπές άνθρακα, ενισχύοντας τις περιβαλλοντικές επιδόσεις του εν λόγω τομέα. Σε αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων:
i) η ηλεκτρική ενέργεια,
ii) το υδρογόνο,
iii) τα βιοκαύσιμα, όπως ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 4062/2012 (Α ́ 70) και εξειδικεύονται στην παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 3468/2006 (Α ́ 129),
iv) τα συνθετικά και παραφινικά καύσιμα,
v) το φυσικό αέριο, συμπεριλαμβανομένου του βιομεθανίου, σε αέρια μορφή (συμπιεσμένο φυσικό αέριο) και σε υγροποιημένη μορφή (υγροποιημένο φυσικό αέριο) και το υγροποιημένο πετρελαϊκό αέριο (υγραέριο).
Εναλλακτική διαχείριση αποβλήτων
Ορισμός 1: Οι εργασίες συλλογής, στις οποίες περιλαμβάνεται και η εγγυοδοσία, καθώς και οι εργασίες μεταφοράς, μεταφόρτωσης, αποθήκευσης, προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωσης και κάθε άλλο είδος ανάκτησης των χρησιμοποιημένων συσκευασιών πολλαπλής χρήσης ή των αποβλήτων των συσκευασιών και προϊόντων για τα οποία έχει θεσπιστεί ΠΔΕΠ.
Εναλλάξιμος εξοπλισμός
Ορισμός 1: Εξοπλισμός ο οποίος, μετά την έναρξη χρήσης μηχανήματος ή ελκυστήρα, συναρμολογείται επ’ αυτών από τον ίδιο τον χειριστή προκειμένου να τροποποιηθεί η λειτουργία τους ή να προστεθεί νέα λειτουργία, εφόσον ο εν λόγω εξοπλισμός δεν αποτελεί εργαλείο.