Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 851 - 900, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Audiometric testing
Μετάφραση:
Ακοομέτρηση
Όρος:
Audiometry
Μετάφραση:
Ακοομετρία
Όρος:
audit
Μετάφραση:
Επιθεώρησης
Όρος:
Audit
Μετάφραση:
Επιθεώρηση, έλεγχος
Όρος:
Audit (auditor's) report
Μετάφραση:
Έκθεση ελέγχου
Όρος:
Audit evidence
Μετάφραση:
Ελεγκτική μαρτυρία
Όρος:
Audit firm
Μετάφραση:
Ελεγκτικός οίκος
Όρος:
Audit program
Μετάφραση:
Πρόγραμμα ελέγχου
Όρος:
Audit risk
Μετάφραση:
Ελεγκτικός κίνδυνος
Όρος:
Audit samples
Μετάφραση:
Εξωτερική δειγματοληψία ελέγχου
Όρος:
Audit sampling
Μετάφραση:
Ελεγκτική δειγματοληψία
Όρος:
Audit test
Μετάφραση:
Έλεγχος επιθεωρήσεως
Όρος:
Auditee
Μετάφραση:
Επιθεωρούμενος
Όρος:
Auditor
Μετάφραση:
Ελεγκτής, επιθεωρητής
Όρος:
Auditory danger signal
Μετάφραση:
Ακουστικό σήμα κινδύνου
Όρος:
Authorisation
Μετάφραση:
Αδειοδότηση
Όρος:
Authorisation application
Μετάφραση:
Αίτηση αδειοδότησης
Όρος:
Authorisation List
Μετάφραση:
Κατάλογος αδειοδότησης
Όρος:
Authorised representative
Μετάφραση:
Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος
Όρος:
Authoritarian
Μετάφραση:
αυταρχικό εργαζόμενο
Όρος:
Authority
Μετάφραση:
Αρμοδιότητα / εξουσία, αρχή
Όρος:
Authorization
Μετάφραση:
Άδεια, αδειοδότηση, εξουσιοδότηση
Όρος:
Auto-ignition
Μετάφραση:
Αυτανάφλεξη
Όρος:
Autoclaved aerated concrete
Μετάφραση:
Αυτόκλειστο κυψελωτό σκυρόδεμα
Όρος:
Autocontrol
Μετάφραση:
Αυτοέλεγχος
Όρος:
Autogenous welding machine
Μετάφραση:
Μηχανή αυτογενούς συγκόλλησης
Όρος:
Autoimmune disease
Μετάφραση:
Αυτοάνοσο νόσημα
Όρος:
Automated assembly lines
Μετάφραση:
Αυτόματες γραμμές συναρμολόγησης
Όρος:
Automated function
Μετάφραση:
Αυτοματοποιημένη λειτουργία
Όρος:
Automatic circuit breaker
Μετάφραση:
Αυτόματος διακόπτης
Όρος:
Automatic follow up
Μετάφραση:
Αυτόματη παρακολούθηση
Όρος:
Automation
Μετάφραση:
Αυτοματισμοί (-ος)
Όρος:
Automotive diesel
Μετάφραση:
Πετρέλαιο κίνησης
Όρος:
Auxiliary blowing agents
Μετάφραση:
Βοηθητικά διογκωτικών
Όρος:
Auxiliary contact
Μετάφραση:
Επαφή βοηθητική
Όρος:
Availability of a substance
Μετάφραση:
Διαθεσιμότητα μιας ουσίας
Όρος:
Average
Μετάφραση:
Μέσος όρος
Όρος:
Average deviation
Μετάφραση:
Μέση απόκλιση
Όρος:
Average dose
Μετάφραση:
Μέση δόση
Όρος:
Average molecular weight
Μετάφραση:
Μέσο μοριακό βάρος
Όρος:
Average value
Μετάφραση:
Μέση τιμή
Όρος:
Averaging
Μετάφραση:
Μεσοτίμηση
Συντομογραφία:
ATF
Όρος:
aviation turbine fuel
Μετάφραση:
Κηροζίνη
Όρος:
Avoid
Μετάφραση:
Αποφεύγω
Όρος:
Avoid breathing dust/fume/gas/mist/vapours/spray
Μετάφραση:
Aποφεύγετε να αναπνέετε σκόνη/ αναθυμιάσεις/αέρια/ συγκεντρώσεις σταγονιδίων / ατμούς/ εκνεφώματα
Όρος:
Avoid contact during pregnancy/while nursing
Μετάφραση:
Aποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας
Όρος:
Avoid contact during pregnancy/while nursing
Μετάφραση:
Aποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας
Όρος:
Avoid contact with eyes
Μετάφραση:
Αποφεύγετε την επαφή με τα μάτια.
Όρος:
Avoid contact with eyes
Μετάφραση:
Αποφεύγετε την επαφή με τα μάτια
Όρος:
Avoid contact with skin
Μετάφραση:
Αποφεύγετε την επαφή με το δέρμα.
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
14
Page
15
Page
16
Page
17
Current page
18
Page
19
Page
20
Page
21
Page
22
…
Next page
››
Last page
τελευταία »