Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 51 - 100, σε σύνολο 914
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Acceptance criteria
Μετάφραση:
Κριτήρια αποδοχής
Όρος:
Accepted methods
Μετάφραση:
Αποδεκτές μέθοδοι
Όρος:
Access control
Μετάφραση:
Έλεγχος πρόσβασης
Όρος:
Access to employment
Μετάφραση:
Πρόσβαση στην απασχόληση
Όρος:
Access to justice
Μετάφραση:
Πρόσβαση στη δικαιοσύνη
Όρος:
Accident
Μετάφραση:
Ατύχημα
Όρος:
Accident at work
Μετάφραση:
Εργατικό ατύχημα
Όρος:
Accident gravity scales
Μετάφραση:
Κλίμακες σοβαρότητας ατυχημάτων
Όρος:
Accident investigation
Μετάφραση:
Διερεύνηση ατυχήματος
Όρος:
Accident models
Μετάφραση:
Τύποι ατυχημάτων, μοντέλα ατυχημάτων
Όρος:
Accident prevention
Μετάφραση:
Πρόληψη ατυχημάτος
Όρος:
Accident proneness
Μετάφραση:
Ροπή προς ατυχήματα
Όρος:
Accident statistics
Μετάφραση:
Στατιστικές ατυχημάτων
Όρος:
Accidental discharges
Μετάφραση:
Ατυχηματικές απορρίψεις
Όρος:
Accidental release measures
Μετάφραση:
Μέτρα για την αντιμετώπιση τυχαίας έκλυσης
Συντομογραφία:
ADR
Όρος:
Accord Dangerous Routier
Μετάφραση:
Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τις διεθνείς οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων
Όρος:
Accounting estimate
Μετάφραση:
Λογιστική εκτίμηση
Όρος:
Accounting system
Μετάφραση:
Λογιστικό σύστημα
Όρος:
Accreditation
Μετάφραση:
Διαπίστευση
Όρος:
Accreditation body
Μετάφραση:
Φορέας διαπίστευσης
Όρος:
Accredited body
Μετάφραση:
Διαπιστευμένος φορέας
Όρος:
Accumulation
Μετάφραση:
Συσσώρευση
Όρος:
Accumulator
Μετάφραση:
Συσσωρευτής
Όρος:
Accuracy
Μετάφραση:
Ορθότητα Ακρίβεια
Όρος:
Acentric chromosome fragments
Μετάφραση:
Άκεντρα τμήματα χρωμοσώματος
Όρος:
Acetal
Μετάφραση:
Ακετάλη
Όρος:
Acetaldehyde oxime or acetaldoxime
Μετάφραση:
Οξίμη της ακεταλδεΰδης ή ακεταλδοξίμη
Όρος:
Acetaldehyde, ethanal, acetic aldehyde
Μετάφραση:
Ακεταλδεΰδη
Όρος:
Acetaldol or 3-hydroxybutanal
Μετάφραση:
Ακεταλδόλη ή 3-υδροξυβουτανάλη
Όρος:
Acetaldoxime see acetaldehyde oxime
Μετάφραση:
Όρος:
Acetamide see ethanamide
Μετάφραση:
Ακεταμίδιο
Όρος:
acetaminophenol 4- see paracetamol
Μετάφραση:
Όρος:
Acetanilide
Μετάφραση:
Ακετανιλίδιο
Όρος:
acetate, ethanoate
Μετάφραση:
Οξικό, αιθανοϊκό
Όρος:
Acetic acid glacial
Μετάφραση:
Πυκνό οξικό οξύ
Όρος:
Acetic acid see ethanoic acid
Μετάφραση:
Οξικό οξύ
Όρος:
Acetic anhydride
Μετάφραση:
Οξικός ανυδρίτης
Όρος:
Acetic ester see ethyl ethanoate
Μετάφραση:
Όρος:
Acetoacetanilide
Μετάφραση:
Ακετοακετανιλίδιο
Όρος:
Acetoacetic ester see ethyl acetoacetate
Μετάφραση:
Όρος:
Acetol
Μετάφραση:
Ακετόλη
Συντομογραφία:
AOO
Όρος:
Acetone - olive oil
Μετάφραση:
Μείγμα ακετόνης-ελαιολάδου
Όρος:
Acetone cyanohydrin or 2-cyano-2-propanol or 2-methylacetonitrile
Μετάφραση:
Ακετονοκυανοϋδρίνη ή 2-κυανο-2-προπανόλη ή 2-μεθυλοακετονιτρίλιο ή κυανοϋδρινική ακετόνη
Όρος:
Acetone or propanone
Μετάφραση:
Ακετόνη ή προπανόνη
Όρος:
Acetonic acid see lactic acid
Μετάφραση:
Όρος:
Acetonitrile, cyanomethane Ethanenitrile, Ethyl nitrile, Methanecarbonitrile, Methyl cyanide
Μετάφραση:
Αιθανονιτρίλιο ή ακετονιτρίλιο ή μεθυλοκυανίδιο ή οξικό νιτρίλιο
Όρος:
Acetonylacetone see hexanedione
Μετάφραση:
Όρος:
Acetophenone or methyl phenyl ketone
Μετάφραση:
Ακετοφαινόνη ή μεθυλοφαινυλοκετόνη
Όρος:
Acetotoluidine
Μετάφραση:
Ακετοτολουιδίνη
Όρος:
Acetoxylation
Μετάφραση:
Ακετοξυλίωση
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Current page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Next page
››
Last page
τελευταία »