Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 51 - 100, σε σύνολο 1246
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Calibration graph
Μετάφραση:
Διάγραμμα βαθμονόμησης
Όρος:
Calibration laboratory
Μετάφραση:
Εργαστήριο διακριβώσεων
Όρος:
Calibration procedure
Μετάφραση:
Διαδικασία βαθμονόμησης
Όρος:
Calibration result
Μετάφραση:
Αποτελέσμα διακρίβωσης
Όρος:
Californium
Μετάφραση:
Καλιφόρνιο
Όρος:
Call a POISON CENTER or doctor/physician
Μετάφραση:
Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό
Όρος:
Call a POISON CENTER or doctor/physician if you feel unwell.
Μετάφραση:
Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό, εάν αισθανθείτε αδιαθεσία
Όρος:
Call centres
Μετάφραση:
Τηλεφωνικά κέντρα, κέντρα κλήσεων
Όρος:
Camphechlor
Μετάφραση:
Όρος:
camphechlor
Μετάφραση:
Χλωριωμένο καμφαίνιο ή τοξαφαίνιο
Όρος:
Camphene
Μετάφραση:
Καμφένιο
Όρος:
Camphor (synthetic)
Μετάφραση:
Καμφορά (συνθετική)
Όρος:
Camphor oil
Μετάφραση:
Έλαιο καμφοράς
Όρος:
Can become highly flammable in use
Μετάφραση:
Κατά τη χρήση γίνεται πολύ εύφλεκτο
Όρος:
Can become highly flammable in use
Μετάφραση:
Κατά τη χρήση γίνεται πολύ εύφλεκτο.
Όρος:
Can become highly flammable in use, Can become flammable in use
Μετάφραση:
Μπορεί να γίνει πολύ εύφλεκτο κατά τη χρήση.
Μπορεί να γίνει εύφλεκτο κατά τη χρήση.
Συντομογραφία:
CCOHS
Όρος:
Canadian Centre for Occupational Health and Safety
Μετάφραση:
Καναδικό Κέντρο για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία
Όρος:
Canal construction
Μετάφραση:
Διοχετεύσεις
Όρος:
Cancer
Μετάφραση:
Καρκίνος
Όρος:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Καρκίνος του λάρυγγα από εισπνοή σκόνης αμιάντου
Όρος:
Cancerogen
Μετάφραση:
Καρκινογόνο
Όρος:
Cancerogenic effect
Μετάφραση:
Επακόλουθο καρκινογένεσης
Όρος:
Cancerous diseases of the upper respiratory tract caused by dust from wood
Μετάφραση:
Νεοπλασματικές παθήσεις των ανώτερων αναπνευστικών οδών προκαλούμενες από σκόνη ξύλου
Όρος:
Candela
Μετάφραση:
Καντέλα
Όρος:
Candidate list
Μετάφραση:
Κατάλογος υποψηφίων ουσιών
Όρος:
Candidate List for Authorisation
Μετάφραση:
Κατάλογος υποψήφιων ουσιών για αδειοδότηση
Όρος:
Cannabis
Μετάφραση:
Κάνναβις
Όρος:
Capacitance
Μετάφραση:
Ηλεκτρική χωρητικότητα
Όρος:
Capacitor
Μετάφραση:
Πυκνωτής
Όρος:
Capacity
Μετάφραση:
Χωρητικότητα
Όρος:
Capacity buffer
Μετάφραση:
Ρυθμιστική χωρητικότητα ή ικανότητα
Όρος:
Capacity factor
Μετάφραση:
Παράγοντας χωρητικότητας
Όρος:
Capacity of shell
Μετάφραση:
Χωρητικότητα κελύφους, διαμέρισμα κελύφους, Χωρητικότητα δεξαμενής
Όρος:
Capacity of the package
Μετάφραση:
Χωρητικότητα της συσκευασίας
Όρος:
Capital cost
Μετάφραση:
Κόστος κεφαλαίου
Όρος:
Capric acid
Μετάφραση:
Καπρικό οξύ, δεκανοϊκό οξύ
Όρος:
Caproaldehyde
Μετάφραση:
Καπροναλδεΰδη
Όρος:
Caproamide
Μετάφραση:
Καπροναμίδιο, εξαναμίδιο
Όρος:
Caproic acid
Μετάφραση:
Καπρονικό οξύ, Καπροϊκό οξύ, εξανοϊκό οξύ
Όρος:
Caprolactam
Μετάφραση:
Καπρολακτάμη
Όρος:
Caprolactone
Μετάφραση:
Καπρολακτόνη
Όρος:
Caprolactone, substituted
Μετάφραση:
Καπρολακτόνη υποκατεστημένη
Όρος:
Caproyl chloride
Μετάφραση:
Καπροϋλοχλωρίδιο
Όρος:
Caprylic acid
Μετάφραση:
Καπρυλικό οξύ, οκτανοϊκό οξύ
Όρος:
Capsule
Μετάφραση:
Κάψουλα
Όρος:
Captafol
Μετάφραση:
Καπταφόλη
Όρος:
Captan
Μετάφραση:
Καπτάνη
Όρος:
Carbamates
Μετάφραση:
Καβαρμιδικά άλατα /καρβαμιδικοί εστέρες
Όρος:
Carbamic acid
Μετάφραση:
Καρβαμιδικό οξύ
Όρος:
Carbamide
Μετάφραση:
Καρβαμίδιο
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Current page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Next page
››
Last page
τελευταία »