Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 109 - 144 of 150
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Θερμοχωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Heat capacity
Μετάφραση:
Heat capacity
Ελληνικός όρος:
Θερμοψεκασμός
Αγγλικός όρος:
Thermospray
Μετάφραση:
Thermospray
Ελληνικός όρος:
Θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work position, work station
Μετάφραση:
Work position, work station
Ελληνικός όρος:
Θεωρητική τιμή
Αγγλικός όρος:
Theoretical value
Μετάφραση:
Theoretical value
Ελληνικός όρος:
Θεωρητικό υπόβαθρο
Αγγλικός όρος:
Theoretical background
Μετάφραση:
Theoretical background
Ελληνικός όρος:
Θεωρία πολλαπλών αιτιών
Αγγλικός όρος:
Multiple causation theory
Μετάφραση:
Multiple causation theory
Ελληνικός όρος:
Θεωρία της ανισομερούς αρχικής προδιάθεσης
Αγγλικός όρος:
Unequal initial liability theory
Μετάφραση:
Unequal initial liability theory
Ελληνικός όρος:
Θεωρία των πλακών
Αγγλικός όρος:
Plate theory
Μετάφραση:
Plate theory
Ελληνικός όρος:
Θηλάζουσες μητέρες
Αγγλικός όρος:
Nursing mothers
Μετάφραση:
Nursing mothers
Ελληνικός όρος:
Θηλυκός
Αγγλικός όρος:
Female
Μετάφραση:
Female
Ελληνικός όρος:
Θλιπτική αντοχή
Αγγλικός όρος:
Compressive strength
Μετάφραση:
Compressive strength
Ελληνικός όρος:
Θλιπτικός ερπυσμός
Αγγλικός όρος:
Compressive creep
Μετάφραση:
Compressive creep
Ελληνικός όρος:
Θνησιμότητα
Αγγλικός όρος:
Mortality
Μετάφραση:
Mortality
Ελληνικός όρος:
Θνητότητα
Αγγλικός όρος:
Fatality
Μετάφραση:
Fatality
Ελληνικός όρος:
Θολότητα
Αγγλικός όρος:
Turbidity
Μετάφραση:
Turbidity
Ελληνικός όρος:
Θόριο
Αγγλικός όρος:
Thorium (Th)
Μετάφραση:
Thorium (Th)
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Noise
Μετάφραση:
Noise
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος βάθους
Αγγλικός όρος:
Background noise
Μετάφραση:
Background noise
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος επικάλυψης περιορισμένου φάσματος
Αγγλικός όρος:
Narrow-band masking noise
Μετάφραση:
Narrow-band masking noise
Ελληνικός όρος:
Θούλιο
Αγγλικός όρος:
Thulium (Tm)
Μετάφραση:
Thulium (Tm)
Ελληνικός όρος:
Θραύση
Αγγλικός όρος:
Rupture, crushing
Μετάφραση:
Rupture, crushing
Ελληνικός όρος:
Θραύση οδών σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Crushing of concrete roadway
Μετάφραση:
Crushing of concrete roadway
Ελληνικός όρος:
Θραύσμα
Αγγλικός όρος:
Fragment chip
Μετάφραση:
Fragment chip
Ελληνικός όρος:
Θραύσματα
Αγγλικός όρος:
Fragments
Μετάφραση:
Fragments
Ελληνικός όρος:
Θραύστες πεζοδρομίου
Αγγλικός όρος:
Pavement breakers
Μετάφραση:
Pavement breakers
Ελληνικός όρος:
Θραυστήρες σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Concrete breakers
Μετάφραση:
Concrete breakers
Ελληνικός όρος:
Θρεόζη
Αγγλικός όρος:
Threose (C4H8O4)
Μετάφραση:
Threose (C4H8O4)
Ελληνικός όρος:
Θρεονίνη
Αγγλικός όρος:
Threonine (Thr, T)
Μετάφραση:
Threonine (Thr, T)
Ελληνικός όρος:
Θρεπτικό άγαρ
Αγγλικός όρος:
Nutrient agar
Μετάφραση:
Nutrient agar
Ελληνικός όρος:
Θρόμβος (π.χ. αίμα)
Αγγλικός όρος:
Clot
Μετάφραση:
Clot
Ελληνικός όρος:
Θρόμβωση
Αγγλικός όρος:
Thrombosis
Μετάφραση:
Thrombosis
Ελληνικός όρος:
Θρυπτοφάνη
Αγγλικός όρος:
Tryptophane (Trp, W)
Μετάφραση:
Tryptophane (Trp, W)
Ελληνικός όρος:
Θυγατρική εταιρεία
Αγγλικός όρος:
Daughter company or subsidiary
Μετάφραση:
Daughter company or subsidiary
Ελληνικός όρος:
Θυλακίτιδα του ώμου
Αγγλικός όρος:
Shoulder bursitis
Μετάφραση:
Shoulder bursitis
Ελληνικός όρος:
Θύμα
Αγγλικός όρος:
Victim
Μετάφραση:
Victim
Ελληνικός όρος:
Θυμίνη
Αγγλικός όρος:
Thymine (Thy, T)
Μετάφραση:
Thymine (Thy, T)
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Current page
4
Page
5
Next page
››
Last page
τελευταία »