Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 207
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ινώσεις του υπεζωκότος, με περιορισμό της αναπνευστικής λειτουργίας, προκαλούμενες από τον αμίαντο
Αγγλικός όρος:
Fibrotic diseases of the pleura, with respiratory restriction, caused by asbestos
Μετάφραση:
Fibrotic diseases of the pleura, with respiratory restriction, caused by asbestos
Ελληνικός όρος:
Ιογενής ηπατίτιδα
Αγγλικός όρος:
Viral hepatitis
Μετάφραση:
Viral hepatitis
Ελληνικός όρος:
Ιστιδίνη
Αγγλικός όρος:
Histidine
Μετάφραση:
Histidine
Ελληνικός όρος:
Ισολευκίνη
Αγγλικός όρος:
Isoleucine
Μετάφραση:
Isoleucine
Ελληνικός όρος:
Ιονισμός (μορίου) με σύγκρουση με ηλεκτρόνιο
Αγγλικός όρος:
Electronic impact ionisation
Μετάφραση:
Electronic impact ionisation
Ελληνικός όρος:
Ιοντική χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Ion chromatography
Μετάφραση:
Ion chromatography
Ελληνικός όρος:
Ιαπωνική Βιομηχανική Επιτροπή Προτύπων
Αγγλικός όρος:
Japanese Industrial Standards Committee
Μετάφραση:
Japanese Industrial Standards Committee
Ελληνικός όρος:
Ιατρικά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Medical wastes
Μετάφραση:
Medical wastes
Ελληνικός όρος:
Ιατρικά γάντια
Αγγλικός όρος:
Medical gloves
Μετάφραση:
Medical gloves
Ελληνικός όρος:
Ιατρική
Αγγλικός όρος:
Medicine
Μετάφραση:
Medicine
Ελληνικός όρος:
Ιατρική διάγνωση
Αγγλικός όρος:
Medical diagnosis
Μετάφραση:
Medical diagnosis
Ελληνικός όρος:
Ιατρική διαδικασία
Αγγλικός όρος:
Medical procedure
Μετάφραση:
Medical procedure
Ελληνικός όρος:
Ιατρική εξέταση
Αγγλικός όρος:
Medical examination
Μετάφραση:
Medical examination
Ελληνικός όρος:
Ιατρική επίσκεψη
Αγγλικός όρος:
Medical consultation
Μετάφραση:
Medical consultation
Ελληνικός όρος:
Ιατρική έρευνα
Αγγλικός όρος:
Medical survey
Μετάφραση:
Medical survey
Ελληνικός όρος:
Ιατρική περίθαλψη
Αγγλικός όρος:
Medical treatment
Μετάφραση:
Medical treatment
Ελληνικός όρος:
Ιατρική συμβουλή
Αγγλικός όρος:
Medical advice
Μετάφραση:
Medical advice
Ελληνικός όρος:
Ιατρική της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational medicine
Μετάφραση:
Occupational medicine
Ελληνικός όρος:
Ιατρική υπηρεσία
Αγγλικός όρος:
Medical service
Μετάφραση:
Medical service
Ελληνικός όρος:
Ιατρικός έλεγχος
Αγγλικός όρος:
Health screening, medical examination, check up
Μετάφραση:
Health screening, medical examination, check up
Ελληνικός όρος:
Ιατρικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Medical equipment
Μετάφραση:
Medical equipment
Ελληνικός όρος:
Ιατρικός οδηγός πρώτων βοηθειών (του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού)
Αγγλικός όρος:
Medical First Aid Guide, MFAG
Μετάφραση:
Medical First Aid Guide, MFAG
Ελληνικός όρος:
Ιατρός επιχείρησης
Αγγλικός όρος:
Company physician
Μετάφραση:
Company physician
Ελληνικός όρος:
Ιατρός εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational physician
Μετάφραση:
Occupational physician
Ελληνικός όρος:
Ιατροτεχνολογικό προϊόν
Αγγλικός όρος:
Medical device
Μετάφραση:
Medical device
Ελληνικός όρος:
Ιδία χρήση του καταχωρούντος
Αγγλικός όρος:
Registrant's own use
Μετάφραση:
Registrant's own use
Ελληνικός όρος:
Ιδιότητες που επηρεάζουν την υγεία
Αγγλικός όρος:
Health properties
Μετάφραση:
Health properties
Ελληνικός όρος:
Ιδιότητες που επηρεάζουν το περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Environmental properties
Μετάφραση:
Environmental properties
Ελληνικός όρος:
Ιδιωτικός τομέας
Αγγλικός όρος:
Private sector
Μετάφραση:
Private sector
Ελληνικός όρος:
Ιδόζη
Αγγλικός όρος:
Idose
Μετάφραση:
Idose
Ελληνικός όρος:
Ιδοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Idopyranose
Μετάφραση:
Idopyranose
Ελληνικός όρος:
Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Αγγλικός όρος:
Social Insurance Institute
Μετάφραση:
Social Insurance Institute
Ελληνικός όρος:
Ιεραρχία
Αγγλικός όρος:
Lines of authority
Μετάφραση:
Lines of authority
Ελληνικός όρος:
Ιεραρχική δομή
Αγγλικός όρος:
Reporting structure
Μετάφραση:
Reporting structure
Ελληνικός όρος:
Ίζημα
Αγγλικός όρος:
Sendiment, precipitate
Μετάφραση:
Sendiment, precipitate
Ελληνικός όρος:
Ικανοποίηση ασθενών
Αγγλικός όρος:
Patient satisfaction
Μετάφραση:
Patient satisfaction
Pagination
Current page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Next page
››
Last page
τελευταία »