Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 207
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ίνωση
Αγγλικός όρος:
Fibrosis
Μετάφραση:
Fibrosis
Ελληνικός όρος:
Ιξώδες
Αγγλικός όρος:
Viscosity
Μετάφραση:
Viscosity
Ελληνικός όρος:
Ιογενής αιμορραγικός πυρετός
Αγγλικός όρος:
Viral haemorrhagic fever
Μετάφραση:
Viral haemorrhagic fever
Ελληνικός όρος:
Ιογενής ηπατίτιδα
Αγγλικός όρος:
Viral hepatitis
Μετάφραση:
Viral hepatitis
Ελληνικός όρος:
Ιον ακυλίου
Αγγλικός όρος:
Acylium ion
Μετάφραση:
Acylium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν ιμινίου
Αγγλικός όρος:
Iminium ion
Μετάφραση:
Iminium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν οξωνίου
Αγγλικός όρος:
Oxonium ion
Μετάφραση:
Oxonium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδρονίου
Αγγλικός όρος:
Hydronium ion
Μετάφραση:
Hydronium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδροξυλίου
Αγγλικός όρος:
Hydroxide ion
Μετάφραση:
Hydroxide ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδροξωνίου
Αγγλικός όρος:
Hydronium ion
Μετάφραση:
Hydronium ion
Ελληνικός όρος:
Ιονισμός
Αγγλικός όρος:
Ionisation, ionization
Μετάφραση:
Ionisation, ionization
Ελληνικός όρος:
Ιονισμός (μορίου) με σύγκρουση με ηλεκτρόνιο
Αγγλικός όρος:
Electronic impact ionisation
Μετάφραση:
Electronic impact ionisation
Ελληνικός όρος:
Ιοντίζουσα ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Ionizing radiation
Μετάφραση:
Ionizing radiation
Ελληνικός όρος:
Ιοντική χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Ion chromatography (IC)
Μετάφραση:
Ion chromatography (IC)
Ελληνικός όρος:
Ιοντισμός
Αγγλικός όρος:
Ionisation, ionization
Μετάφραση:
Ionisation, ionization
Ελληνικός όρος:
Ιοντοανταλλάκτες
Αγγλικός όρος:
Ion exchangers
Μετάφραση:
Ion exchangers
Ελληνικός όρος:
Ιός
Αγγλικός όρος:
Virus
Μετάφραση:
Virus
Ελληνικός όρος:
Ιπποδύναμη
Αγγλικός όρος:
Horsepower
Μετάφραση:
Horsepower
Ελληνικός όρος:
Ιππουρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hippuric acid, N-benzoylglycine
Μετάφραση:
Hippuric acid, N-benzoylglycine
Ελληνικός όρος:
Ιπτάμενη τέφρα
Αγγλικός όρος:
Flyash
Μετάφραση:
Flyash
Ελληνικός όρος:
Ιρίδιο
Αγγλικός όρος:
Iridium (Ir)
Μετάφραση:
Iridium (Ir)
Ελληνικός όρος:
Ίσες ευκαιρίες
Αγγλικός όρος:
Equal opportunities
Μετάφραση:
Equal opportunities
Ελληνικός όρος:
Ισοαμυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Isoamyl alcohol
Μετάφραση:
Isoamyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Ισοβαλεραλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Isovaleraldehyde
Μετάφραση:
Isovaleraldehyde
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Isobutene, methylpropane
Μετάφραση:
Isobutene, methylpropane
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Isobutylamine
Μετάφραση:
Isobutylamine
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλένιο
Αγγλικός όρος:
Isobutylene
Μετάφραση:
Isobutylene
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλική αλκοόλη ή 2-μεθυλο-1-προπανόλη ή ισοβουτανόλη
Αγγλικός όρος:
Isobutyl alcohol, 2-methyl-1-propanol, iobutanol
Μετάφραση:
Isobutyl alcohol, 2-methyl-1-propanol, iobutanol
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Isobutyl
Μετάφραση:
Isobutyl
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλοακετοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl isobutylacetoacetate
Μετάφραση:
Ethyl isobutylacetoacetate
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Isobutyl bromide
Μετάφραση:
Isobutyl bromide
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Isobutylmalonate
Μετάφραση:
Isobutylmalonate
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυλοχλωρίδιο ή 1-χλωρο-2-μεθυλοπροπάνιο ή χλωριούχο ισοβουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Isobutyl chloride, 1-chloro-2-methylpropane
Μετάφραση:
Isobutyl chloride, 1-chloro-2-methylpropane
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυρική αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Isobutyraldehyde
Μετάφραση:
Isobutyraldehyde
Ελληνικός όρος:
Ισοβουτυρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Isobutyric acid
Μετάφραση:
Isobutyric acid
Ελληνικός όρος:
Ισοδουρόλιο
Αγγλικός όρος:
Isodurene
Μετάφραση:
Isodurene
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Page
2
Current page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Next page
››
Last page
τελευταία »