Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 181 - 216 of 220
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Νιτρωδοένωσεις
Αγγλικός όρος:
Nitroso compounds
Μετάφραση:
Nitroso compounds
Ελληνικός όρος:
Νιτρωενώσεις
Αγγλικός όρος:
Nitro compounds
Μετάφραση:
Nitro compounds
Ελληνικός όρος:
Νιτρωμένα παράγωγα
Αγγλικός όρος:
Nitrated derivatives
Μετάφραση:
Nitrated derivatives
Ελληνικός όρος:
Νίτρωση
Αγγλικός όρος:
Nitration
Μετάφραση:
Nitration
Ελληνικός όρος:
Νομαρχιακή Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Prefectoral Hygiene and Safety at Work Committee, PHSWC
Μετάφραση:
Prefectoral Hygiene and Safety at Work Committee, PHSWC
Ελληνικός όρος:
Νομικές απαιτήσεις
Αγγλικός όρος:
Legal requirements
Μετάφραση:
Legal requirements
Ελληνικός όρος:
Νομικές συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Legal circumstances
Μετάφραση:
Legal circumstances
Ελληνικός όρος:
Νομική ευθύνη
Αγγλικός όρος:
Liability
Μετάφραση:
Liability
Ελληνικός όρος:
Νομική οντότητα
Αγγλικός όρος:
Legal entity
Μετάφραση:
Legal entity
Ελληνικός όρος:
Νομική υπόσταση
Αγγλικός όρος:
Legal status
Μετάφραση:
Legal status
Ελληνικός όρος:
Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου
Αγγλικός όρος:
Legal Entity under Public Law
Μετάφραση:
Legal Entity under Public Law
Ελληνικός όρος:
Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου
Αγγλικός όρος:
Legal Entity under Private Law
Μετάφραση:
Legal Entity under Private Law
Ελληνικός όρος:
Νομικό πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Legal person
Μετάφραση:
Legal person
Ελληνικός όρος:
Νόμιμο ωράριο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Legal working hours
Μετάφραση:
Legal working hours
Ελληνικός όρος:
Νόμος
Αγγλικός όρος:
Law
Μετάφραση:
Law
Ελληνικός όρος:
Νόμος κατανομής του Boltzmann
Αγγλικός όρος:
Boltzmann distribution law
Μετάφραση:
Boltzmann distribution law
Ελληνικός όρος:
Νομπέλιο
Αγγλικός όρος:
Nobelium
Μετάφραση:
Nobelium
Ελληνικός όρος:
Νονυλοαλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Nonyl alcohol
Μετάφραση:
Nonyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Νονυλοφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Nonyl phenol
Μετάφραση:
Nonyl phenol
Ελληνικός όρος:
Νορβηγικός Οργανισμός Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Norges Standardiserind Forbund
Μετάφραση:
Norges Standardiserind Forbund
Ελληνικός όρος:
Νορβορνένιο
Αγγλικός όρος:
Norbornene
Μετάφραση:
Norbornene
Ελληνικός όρος:
Νορβορνεόλη
Αγγλικός όρος:
Norborneol
Μετάφραση:
Norborneol
Ελληνικός όρος:
Νορκαράνιο
Αγγλικός όρος:
Norcarane
Μετάφραση:
Norcarane
Ελληνικός όρος:
Νοσηρότητα
Αγγλικός όρος:
Morbidity
Μετάφραση:
Morbidity
Ελληνικός όρος:
Νοσοκομειακές λοιμώξεις
Αγγλικός όρος:
Hospital acquired infections
Μετάφραση:
Hospital acquired infections
Ελληνικός όρος:
Νοσοκομείο
Αγγλικός όρος:
Hospital
Μετάφραση:
Hospital
Ελληνικός όρος:
Νοσοκόμος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational health nurse
Μετάφραση:
Occupational health nurse
Ελληνικός όρος:
Νόσος του Weil ή λεπτοσπείρωση
Αγγλικός όρος:
Weils disease
Μετάφραση:
Weils disease
Ελληνικός όρος:
Νόσος των λεγεωναρίων
Αγγλικός όρος:
Legionnaires' disease
Μετάφραση:
Legionnaires' disease
Ελληνικός όρος:
Νουκλεϊνικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Nucleic acid
Μετάφραση:
Nucleic acid
Ελληνικός όρος:
Νουκλεοπρωτεΐνη
Αγγλικός όρος:
Nucleoprotein
Μετάφραση:
Nucleoprotein
Ελληνικός όρος:
Νουκλεοτιδική εκτομή
Αγγλικός όρος:
Nucleotide-excision repair
Μετάφραση:
Nucleotide-excision repair
Ελληνικός όρος:
Νταλαπόν
Αγγλικός όρος:
Dalapon, 2,2- dichloropropionic acid
Μετάφραση:
Dalapon, 2,2- dichloropropionic acid
Ελληνικός όρος:
Ντεσιμπέλ
Αγγλικός όρος:
Decibel
Μετάφραση:
Decibel
Ελληνικός όρος:
Ντίζελ πλοίων
Αγγλικός όρος:
Marine gas oil
Μετάφραση:
Marine gas oil
Ελληνικός όρος:
Ντους για την ασφάλεια του προσωπικού
Αγγλικός όρος:
Emergency showers
Μετάφραση:
Emergency showers
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Current page
6
Page
7
Next page
››
Last page
τελευταία »