Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 181 - 216 of 367
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Οξικός ισοβουτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Isobutyl acetate
Μετάφραση:
Isobutyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός ισοπροπυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Isopropyl acetate
Μετάφραση:
Isopropyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός κρεζυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Cresyl acetate
Μετάφραση:
Cresyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός κυκλοεξυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Cyclohexyl acetate
Μετάφραση:
Cyclohexyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός μεθυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol methyl ether acetate
Μετάφραση:
Ethylene glycol methyl ether acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl acetate, methyl acetic ester, methyl ethanoate
Μετάφραση:
Methyl acetate, methyl acetic ester, methyl ethanoate
Ελληνικός όρος:
Οξικός νονυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Nonyl acetate
Μετάφραση:
Nonyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός προπυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Propyl acetate
Μετάφραση:
Propyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός υδράργυρος
Αγγλικός όρος:
Mercuric acetate
Μετάφραση:
Mercuric acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός φαινυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Phenyl acetate
Μετάφραση:
Phenyl acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper acetate
Μετάφραση:
Copper acetate
Ελληνικός όρος:
Οξικός ψευδάργυρος
Αγγλικός όρος:
Zinc acetate
Μετάφραση:
Zinc acetate
Ελληνικός όρος:
Οξίμη
Αγγλικός όρος:
Oxime
Μετάφραση:
Oxime
Ελληνικός όρος:
Οξίμη της ακεταλδεΰδης
Αγγλικός όρος:
Acetaldehyde oxime, acetaldoxime
Μετάφραση:
Acetaldehyde oxime, acetaldoxime
Ελληνικός όρος:
Όξινα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Acid wastes
Μετάφραση:
Acid wastes
Ελληνικός όρος:
Όξινες πίσσες
Αγγλικός όρος:
Acid tars
Μετάφραση:
Acid tars
Ελληνικός όρος:
Όξινη βροχή
Αγγλικός όρος:
Acid rain
Μετάφραση:
Acid rain
Ελληνικός όρος:
Όξινη θειική ανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Anilinium hydrogen sulfate
Μετάφραση:
Anilinium hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Οξίνιση
Αγγλικός όρος:
Acidification
Μετάφραση:
Acidification
Ελληνικός όρος:
Όξινο ανθρακικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium bicarbonate
Μετάφραση:
Potassium bicarbonate
Ελληνικός όρος:
Όξινο θειικό αιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl hydrogen sulfate
Μετάφραση:
Ethyl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Όξινο θειικό αλκύλιο
Αγγλικός όρος:
Alkyl hydrogen sulfate
Μετάφραση:
Alkyl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Όξινο θειικό βουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl hydrogen sulfate
Μετάφραση:
Butyl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Όξινο θειικό ισοπροπύλιο
Αγγλικός όρος:
Isopropyl hydrogen sulfate
Μετάφραση:
Isopropyl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Όξινο φωσφορώδες διμεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl hydrogen phosphite
Μετάφραση:
Dimethyl hydrogen phosphite
Ελληνικός όρος:
Οξινοαλκυλικές λάσπες
Αγγλικός όρος:
Acid alkyl sludges
Μετάφραση:
Acid alkyl sludges
Ελληνικός όρος:
Όξινος θειικός λαυρυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Lauryl hydrogen sulfate
Μετάφραση:
Lauryl hydrogen sulfate
Ελληνικός όρος:
Οξιράνιο
Αγγλικός όρος:
Oxirane, ethylene oxide
Μετάφραση:
Oxirane, ethylene oxide
Ελληνικός όρος:
Οξο-2-μεθυλοπεντανοϊκός αιθυλεστέρας 3-
Αγγλικός όρος:
Ethyl 3-oxo-2-methylpentanoate, ethyl α-methyl-β-ketovalerate
Μετάφραση:
Ethyl 3-oxo-2-methylpentanoate, ethyl α-methyl-β-ketovalerate
Ελληνικός όρος:
Οξο-4-αμινοπυριμιδίνη 2-
Αγγλικός όρος:
Cytosine, 2-oxo-4-aminopyrimidine
Μετάφραση:
Cytosine, 2-oxo-4-aminopyrimidine
Ελληνικός όρος:
Οξο-7-μεθυλοοκτανοϊκός μεθυλεστέρας 4-
Αγγλικός όρος:
Methyl-4-oxo-7-methyloctanoate
Μετάφραση:
Methyl-4-oxo-7-methyloctanoate
Ελληνικός όρος:
Οξοπροπανοϊκό οξύ 2-
Αγγλικός όρος:
2-oxopropanoic acid, Pyruvic acid
Μετάφραση:
2-oxopropanoic acid, Pyruvic acid
Ελληνικός όρος:
Οξύ νίτρωσης (μίγμα θειικών και νιτρικών αλάτων)
Αγγλικός όρος:
Nitrating acid (mixture of sulphuric and nitric acids)
Μετάφραση:
Nitrating acid (mixture of sulphuric and nitric acids)
Ελληνικός όρος:
Οξύ τραύμα
Αγγλικός όρος:
Acute trauma
Μετάφραση:
Acute trauma
Ελληνικός όρος:
Οξυά
Αγγλικός όρος:
Beech
Μετάφραση:
Beech
Ελληνικός όρος:
Οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Oxygen
Μετάφραση:
Oxygen
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Current page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
…
Next page
››
Last page
τελευταία »