Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 98 of 98
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ροτενόνη
Αγγλικός όρος:
Rotenone
Μετάφραση:
Rotenone
Ελληνικός όρος:
Ρουβερυθρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ruberythric acid
Μετάφραση:
Ruberythric acid
Ελληνικός όρος:
Ρουβίδιο
Αγγλικός όρος:
Rubidium (Rb)
Μετάφραση:
Rubidium (Rb)
Ελληνικός όρος:
Ρούζ
Αγγλικός όρος:
Rouge
Μετάφραση:
Rouge
Ελληνικός όρος:
Ρουθήνιο
Αγγλικός όρος:
Routhenium (Ru)
Μετάφραση:
Routhenium (Ru)
Ελληνικός όρος:
Ρουμπίνιο
Αγγλικός όρος:
Ruby
Μετάφραση:
Ruby
Ελληνικός όρος:
Ρουτίλιο
Αγγλικός όρος:
Rutile
Μετάφραση:
Rutile
Ελληνικός όρος:
Ρούχο
Αγγλικός όρος:
Garment
Μετάφραση:
Garment
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής
Αγγλικός όρος:
Regulator
Μετάφραση:
Regulator
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής ιξώδους
Αγγλικός όρος:
Viscosity modifier
Μετάφραση:
Viscosity modifier
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής ροής
Αγγλικός όρος:
Flow modifier
Μετάφραση:
Flow modifier
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής στροφών
Αγγλικός όρος:
Governor
Μετάφραση:
Governor
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστής τάσης
Αγγλικός όρος:
Voltage regulator
Μετάφραση:
Voltage regulator
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Regulatory committee
Μετάφραση:
Regulatory committee
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική ικανότητα
Αγγλικός όρος:
Capacity buffer
Μετάφραση:
Capacity buffer
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστική χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Capacity buffer
Μετάφραση:
Capacity buffer
Ελληνικός όρος:
Ρυθμιστικό διάλυμα
Αγγλικός όρος:
Buffer solution
Μετάφραση:
Buffer solution
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός ειδικής απορρόφησης ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Specific energy absorption rate (SAR)
Μετάφραση:
Specific energy absorption rate (SAR)
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός εξαερισμού
Αγγλικός όρος:
Ventilation rate
Μετάφραση:
Ventilation rate
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός επαναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reset rate
Μετάφραση:
Reset rate
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός εργασίας καθοριζόμενος από τη μηχανή
Αγγλικός όρος:
Machine dictated work pace
Μετάφραση:
Machine dictated work pace
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός καύσης
Αγγλικός όρος:
Burning rate
Μετάφραση:
Burning rate
Ελληνικός όρος:
Ρυμουλκούμενα οχήματα
Αγγλικός όρος:
Trailers
Μετάφραση:
Trailers
Ελληνικός όρος:
Ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Pollution
Μετάφραση:
Pollution
Ελληνικός όρος:
Ρύπανση του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental pollution
Μετάφραση:
Environmental pollution
Ελληνικός όρος:
Ρύποι/ρυπογόνες ουσίες του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Pollutants, environmental pollutants
Μετάφραση:
Pollutants, environmental pollutants
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Page
2
Current page
3