Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 361 - 396 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Άθροιση των ταξινομημένων συστατικών
Αγγλικός όρος:
Summation of classified components
Μετάφραση:
Summation of classified components
Ελληνικός όρος:
Άθροισμα ρευμάτων
Αγγλικός όρος:
Summation of currents
Μετάφραση:
Summation of currents
Ελληνικός όρος:
Αθροιστής
Αγγλικός όρος:
Summer
Μετάφραση:
Summer
Ελληνικός όρος:
Αθροιστικά αποτελέσματα
Αγγλικός όρος:
Additive effects
Μετάφραση:
Additive effects
Ελληνικός όρος:
Αθροιστικές επιδράσεις
Αγγλικός όρος:
Cumulative effects
Μετάφραση:
Cumulative effects
Ελληνικός όρος:
Αθροιστική έκθεση
Αγγλικός όρος:
Cumulative exposure
Μετάφραση:
Cumulative exposure
Ελληνικός όρος:
Αθροιστική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Summation method
Μετάφραση:
Summation method
Ελληνικός όρος:
Αιθάλη
Αγγλικός όρος:
Carbon black, shoot
Μετάφραση:
Carbon black, shoot
Ελληνικός όρος:
Αιθανάλη
Αγγλικός όρος:
Ethanal, acetaldehyde
Μετάφραση:
Ethanal, acetaldehyde
Ελληνικός όρος:
Αιθαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Ethanamide, acetamide
Μετάφραση:
Ethanamide, acetamide
Ελληνικός όρος:
Αιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethane
Μετάφραση:
Ethane
Ελληνικός όρος:
Αιθανοδιοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethanedioic acid, dicarboxylic acid, oxalic acid
Μετάφραση:
Ethanedioic acid, dicarboxylic acid, oxalic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθανοδιόλη
Αγγλικός όρος:
Ethanediol
Μετάφραση:
Ethanediol
Ελληνικός όρος:
Αιθανοθειόλη
Αγγλικός όρος:
Ethanethiol, ethyl mercaptan
Μετάφραση:
Ethanethiol, ethyl mercaptan
Ελληνικός όρος:
Αιθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ethanoic acid, acetic acid
Μετάφραση:
Ethanoic acid, acetic acid
Ελληνικός όρος:
Αιθανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethanolamine, 2- aminoethanol
Μετάφραση:
Ethanolamine, 2- aminoethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθανόλη
Αγγλικός όρος:
Ethyl alcohol, ethanol
Μετάφραση:
Ethyl alcohol, ethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθανονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Ethanenitrile
Μετάφραση:
Ethanenitrile
Ελληνικός όρος:
Αιθανοΰλιο
Αγγλικός όρος:
Ethanoyl
Μετάφραση:
Ethanoyl
Ελληνικός όρος:
Αιθένιο
Αγγλικός όρος:
Ethene, ethylene
Μετάφραση:
Ethene, ethylene
Ελληνικός όρος:
Αιθέρες
Αγγλικός όρος:
Ethers
Μετάφραση:
Ethers
Ελληνικός όρος:
Αιθέρες στέμματος
Αγγλικός όρος:
Crown ethers
Μετάφραση:
Crown ethers
Ελληνικός όρος:
Αιθίνιο
Αγγλικός όρος:
Ethyne, acetylene
Μετάφραση:
Ethyne, acetylene
Ελληνικός όρος:
Αιθινυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Ethynylithium
Μετάφραση:
Ethynylithium
Ελληνικός όρος:
Αιθιόν
Αγγλικός όρος:
Ethion
Μετάφραση:
Ethion
Ελληνικός όρος:
Αιθοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Ethoxide
Μετάφραση:
Ethoxide
Ελληνικός όρος:
Αιθοξείδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium ethoxide
Μετάφραση:
Sodium ethoxide
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυλιωμένες εννεϋλοφαινόλες
Αγγλικός όρος:
Nonylphenol ethoxylates
Μετάφραση:
Nonylphenol ethoxylates
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυμεθανόλη
Αγγλικός όρος:
Ethoxymethanol
Μετάφραση:
Ethoxymethanol
Ελληνικός όρος:
Αιθοξυπροπιονικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl ethoxypropionate
Μετάφραση:
Ethyl ethoxypropionate
Ελληνικός όρος:
Αιθυλo προπυλακρολεΐνη
Αγγλικός όρος:
Ethyl propylacrolein
Μετάφραση:
Ethyl propylacrolein
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl ether
Μετάφραση:
Ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Ethyl ether of ethylene glycol
Μετάφραση:
Ethyl ether of ethylene glycol
Ελληνικός όρος:
Αιθυλακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethylacetylene, butyne
Μετάφραση:
Ethylacetylene, butyne
Ελληνικός όρος:
Αιθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Ethylamine
Μετάφραση:
Ethylamine
Ελληνικός όρος:
Αιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Ethene, ethylene
Μετάφραση:
Ethene, ethylene
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
Current page
11
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
…
Next page
››
Last page
τελευταία »