Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 541 - 576 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός βουτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl acrylate
Μετάφραση:
Butyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός δεκυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Decyl acrylate
Μετάφραση:
Decyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl acrylate
Μετάφραση:
Methyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός υδροξυαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Hydroxyethyl acrylate
Μετάφραση:
Hydroxyethyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλικός υδροξυπροπυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Hydroxypropyl acrylate
Μετάφραση:
Hydroxypropyl acrylate
Ελληνικός όρος:
Ακρυλονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Acrylonitrile, propenenitrile
Μετάφραση:
Acrylonitrile, propenenitrile
Ελληνικός όρος:
Άκρως ανθεκτικές και άκρως βιοσυσσωρεύσιμες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Very persistent and very accumulative substances, vPvB
Μετάφραση:
Very persistent and very accumulative substances, vPvB
Ελληνικός όρος:
Άκρως βιοσυσσωρεύσιμος
Αγγλικός όρος:
Very bio-accumulative
Μετάφραση:
Very bio-accumulative
Ελληνικός όρος:
Ακρωτηριασμένος
Αγγλικός όρος:
Amputee
Μετάφραση:
Amputee
Ελληνικός όρος:
Ακρωτηριασμός
Αγγλικός όρος:
Loss of limb, amputation
Μετάφραση:
Loss of limb, amputation
Ελληνικός όρος:
Ακτίνες γ
Αγγλικός όρος:
γ–rays
Μετάφραση:
γ–rays
Ελληνικός όρος:
Ακτίνες Χ
Αγγλικός όρος:
X-rays
Μετάφραση:
X-rays
Ελληνικός όρος:
Ακτινίδες
Αγγλικός όρος:
Actinoids
Μετάφραση:
Actinoids
Ελληνικός όρος:
Ακτινική χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Radial Paper Chromatography
Μετάφραση:
Radial Paper Chromatography
Ελληνικός όρος:
Ακτίνιο
Αγγλικός όρος:
Radian, actinium, Ac
Μετάφραση:
Radian, actinium, Ac
Ελληνικός όρος:
Ακτινοβόληση
Αγγλικός όρος:
Irradiation
Μετάφραση:
Irradiation
Ελληνικός όρος:
Ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Radiation
Μετάφραση:
Radiation
Ελληνικός όρος:
Ακτινοβολία λέιζερ
Αγγλικός όρος:
Laser radiation
Μετάφραση:
Laser radiation
Ελληνικός όρος:
Ακτινοβολισμός
Αγγλικός όρος:
Ε - irradiance
Μετάφραση:
Ε - irradiance
Ελληνικός όρος:
Ακτινογραφία
Αγγλικός όρος:
Radiography
Μετάφραση:
Radiography
Ελληνικός όρος:
Ακτινόλιθος
Αγγλικός όρος:
Actinolite
Μετάφραση:
Actinolite
Ελληνικός όρος:
Ακτινοπροστασία
Αγγλικός όρος:
Radiation protection
Μετάφραση:
Radiation protection
Ελληνικός όρος:
Ακυλίωση
Αγγλικός όρος:
Acylation
Μετάφραση:
Acylation
Ελληνικός όρος:
Ακυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Acyl chloride
Μετάφραση:
Acyl chloride
Ελληνικός όρος:
Άκυρη υπόθεση
Αγγλικός όρος:
Null hypothesis
Μετάφραση:
Null hypothesis
Ελληνικός όρος:
Αλανίνη
Αγγλικός όρος:
Alanine, α-aminopropionic acid, Ala, A
Μετάφραση:
Alanine, α-aminopropionic acid, Ala, A
Ελληνικός όρος:
Άλας ή αλάτι
Αγγλικός όρος:
Salt
Μετάφραση:
Salt
Ελληνικός όρος:
Άλας καλίου NTA
Αγγλικός όρος:
Potassium salt of NTA
Μετάφραση:
Potassium salt of NTA
Ελληνικός όρος:
Άλατα του κυανίου
Αγγλικός όρος:
Cyanide salts
Μετάφραση:
Cyanide salts
Ελληνικός όρος:
Αλατότητα
Αγγλικός όρος:
Salinity
Μετάφραση:
Salinity
Ελληνικός όρος:
Αλατόφιλα
Αγγλικός όρος:
Halophiles
Μετάφραση:
Halophiles
Ελληνικός όρος:
Αλατώδεις σκωρίες
Αγγλικός όρος:
salt slags
Μετάφραση:
salt slags
Ελληνικός όρος:
Αλβουμίνη
Αγγλικός όρος:
Albumin
Μετάφραση:
Albumin
Ελληνικός όρος:
Αλγίνη
Αγγλικός όρος:
Algin
Μετάφραση:
Algin
Ελληνικός όρος:
Αλγινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Alginic acid
Μετάφραση:
Alginic acid
Ελληνικός όρος:
Αλδαρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aldaric acid
Μετάφραση:
Aldaric acid
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Current page
16
Page
17
Page
18
Page
19
Page
20
…
Next page
››
Last page
τελευταία »