Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 1001 - 1050, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Battery –vehicle
Μετάφραση:
Ηλεκτροκίνητο όχημα με συσσωρευτή, Όχημα μεταφοράς συστοιχίας δοχείων
Όρος:
Battery-wagon
Μετάφραση:
Φορτάμαξα συστοιχίας δεξαμενών
Όρος:
Bauxite
Μετάφραση:
Βωξίτης
Όρος:
Beaker
Μετάφραση:
Ποτήρι ζέσης
Όρος:
Beaker squat form
Μετάφραση:
Ποτήρια ζέσεως χαμηλά
Όρος:
Becquerel
Μετάφραση:
Μπεκερέλ (Bq)
Όρος:
Beech
Μετάφραση:
Οξυά
Όρος:
Beehive shelf
Μετάφραση:
Κυψελίδα ραφάκι
Όρος:
Beet redness
Μετάφραση:
Ερυθρότητα τεύτλων
Όρος:
Behavioural toxicology
Μετάφραση:
Τοξικολογία της συμπεριφοράς
Όρος:
Behenic Acid
Μετάφραση:
Βεχενικό οξύ, Εικοσιδιανοϊκό οξύ
Συντομογραφία:
BMD10
Όρος:
Benchmark dose associated with a 10% response
Μετάφραση:
Δόση αναφοράς που σχετίζεται με αντίδραση 10%
Συντομογραφία:
BMDL
Όρος:
Benchmark dose level
Μετάφραση:
Συντομογραφία:
BMD
Όρος:
Benchmark dose
Μετάφραση:
Δόση αναφοράς
Όρος:
Benchmark substance
Μετάφραση:
Ουσία συγκριτικής αξιολόγησης
Όρος:
Benchmarking
Μετάφραση:
Συγκριτική αξιολόγηση
Όρος:
Bending
Μετάφραση:
Κάμψη
Όρος:
Bending load
Μετάφραση:
Αντοχή σε κάμψη
Όρος:
Bending load at break
Μετάφραση:
Φορτίο κάμψης σε θραύση
Όρος:
Bending press
Μετάφραση:
Μηχανήματα κάμψης
Όρος:
Bending strength
Μετάφραση:
Καμπτική αντοχή
Όρος:
Bending tensile strength
Μετάφραση:
Αντοχή σε εφελκυσμό με κάμψη
Όρος:
Benefit
Μετάφραση:
Παροχή, Όφελος
Όρος:
Benomyl, methyl 1-(butylcarbamoyl)benzimidazol-2-ylcarbamate
Μετάφραση:
Βενομύλιο
Όρος:
Bentonite
Μετάφραση:
Μπεντονίτης
Όρος:
Benzal chloride
Μετάφραση:
Βενζαλοχλωρίδιο
Όρος:
Benzal halide
Μετάφραση:
Βενζαλαλογονίδιο
Όρος:
Benzalacetone or 4-phenyl-3-buten-2-one
Μετάφραση:
Βενζαλακετόνη ή 4-φαινυλο-3-βουτεν-2-όνη
Όρος:
benzalacetophenone 2-
Μετάφραση:
Καλκόνη ή 2-βενζαλακετοφαινόνη ή 1,3-διφαινυλο-1-προπεν-3-όνη
Όρος:
benzalacetophenone 2- see chalcone
Μετάφραση:
Όρος:
Benzaldehyde or benzenecarbaldehyde or benzoic aldehyde or phenylmethanal
Μετάφραση:
Βενζαλδεΰδη ή βενζοκαρβαλδεΰδη ή βενζοϊκή αλδεΰδη ή φαινυλομεθανάλη
Όρος:
Benzamide
Μετάφραση:
Βενζαμίδιο
Όρος:
Benzanilide
Μετάφραση:
Βενζανιλίδιο
Όρος:
Benzene
Μετάφραση:
Βενζόλιο
Συντομογραφία:
BTEX
Όρος:
benzene, toluene, ethylbenzene and xylenes
Μετάφραση:
βενζόλιο, τολουόλιο, αιθυλοβενζόλιο, ξυλένια
Όρος:
benzene-1,3-dicarbonitrile,
Μετάφραση:
Όρος:
Benzenecarbaldehyde see benzaldehyde
Μετάφραση:
Όρος:
Benzenecarbonyl chloride see benzoyl chloride
Μετάφραση:
Όρος:
Benzenecarboxylic acid see benzoic acid
Μετάφραση:
Όρος:
Benzenedicarbonate see terephthalic acid
Μετάφραση:
Όρος:
Benzenedimethanaminebe
Μετάφραση:
Βενζολοδιμεθαναμίνη
Όρος:
benzenediol 1,3- see resorcinol
Μετάφραση:
Όρος:
Benzeneformic acid see benzoic acid
Μετάφραση:
Όρος:
Benzenemethanoic acid see benzoic acid
Μετάφραση:
Όρος:
Benzenesulfonic acid
Μετάφραση:
Βενζοσουλφονικό οξύ Βενζολοσουλφονικό οξύ
Όρος:
benzenethiol, 5-(1,1-dimethylethyl)-2-methyl
Μετάφραση:
5-(1,1-διμεθυλαιθυλο)-2- μεθυλο-βενζολοθειόλη
Όρος:
Benzenyl fluoride see benzotrifluoride
Μετάφραση:
Όρος:
Benzidine or p-diaminodiphenyl, 1,1'-biphenyl-4,4'-diamine, 4,4'-diaminobiphenyl, biphenyl-4,4'-ylenediamine
Μετάφραση:
Βενζιδίνη ή p-διαμινοδιφαινύλιο
Όρος:
Benzimidazole
Μετάφραση:
Βενζιμιδαζόλη
Όρος:
Benzocaine or ethyl-4-aminobenzoate
Μετάφραση:
Βενζοκαΐνη ή αιθυλο-4-αμινοβενζοϊκός εστέρας
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
17
Page
18
Page
19
Page
20
Current page
21
Page
22
Page
23
Page
24
Page
25
…
Next page
››
Last page
τελευταία »