Attachment | Size |
---|---|
ΦΕΚ 293Α_1966 | 475.38 KB |
1) Το άρθρον 2 του Α. Ν. 1672/1951 «περί τροποποιήσεως και συµπληρώσεως των διατάξεων του Νόµου 1468/1950 «περί ιδρύσεως ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού κ.λπ.», κυρωθέντος δια του Ν. 2033/1952, 2) την από 27 Ιανουαρίου 1966 απόφασιν του παρ’ ηµίν Συµβουλίου Ενεργείας, δι’ ης τούτο γνωµατεύει υπέρ της εγκρίσεως της υπό της ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού ∆ΕΗ εκπονηθείσης τροποποιήσεως και συµπληρώσεως των Κανονισµών Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων του έτους 1954 ως αύτη ανεµορφώθη και διετυπώθη τελικώς υπό της Υπηρεσίας του καθ’ ηµάς Υπουργείου και του παρ’ ηµίν Συµβουλίου Ενεργείας, της τελικής ταύτης διατυπώσεως γενοµένης αποδεκτής υπό της ∆ΕΗ, αποφασίζοµεν:
Εγκρίνοµεν την υπό της ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού εκπονηθείσαν τροποποίησιν και συµπλήρωσιν των Κανονισµών Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων του έτους 1954, ως αύτη ανεµορφώθη και τελικώς διετυπώθη υπό της Υπηρεσίας του καθ’ ηµάς Υπουργείου και του παρ’ ηµίν Συµβουλίου Ενεργείας, έχουσαν ούτω:
1. Σκοπός των παρόντων Κανονισµών είναι η εξασφάλισις εν τη πράξει προστασίας εις πρόσωπα, κτίρια και τα εντός αυτών διαλαµβανόµενα, έναντι των εκ της χρήσεως της ηλεκτρικής ενεργείας δια φωτισµόν, θέρµανσιν, κίνησιν, σήµανσιν κλπ. Προκυπτόντων κινδύνων.
2. Οι Κανονισµοί ούτοι εφαρµόζονται επί των εγκαταστάσεων (µονίµων ή προσωρινών, βλέπε άρθρον 292) ηλεκτρικών αγωγών, µηχανηµάτων και εξαρτηµάτων των εγκατεστηµένων εντός ή επί δηµοσίων ή ιδιωτικών κτιρίων ή άλλων χώρων συµπεριλαµβανοµένων των περιφραγµένων γηπέδων, των ακαλύπτων χώρων διασκεδάσεως και των ζωνών σταθµεύσεως’ εκτείνονται ωσαύτως επί των αγωγών συνδέσεως των ακινήτων προς το δίκτυον ηλεκτρικής ενεργείας. Προκειµένου δι’ ηλεκτρικάς εναερίους γραµµάς ελευθέρως διατεταγµένας επί µονωτήρων, υπαγοµένας εις τας ανωτέρω περιπτώσεις, οι παρόντες Κανονισµοί έχουν εφαρµογήν, εφ’ όσον τα ανοίγµατα των γραµµών τούτων είναι κατά µέγιστον ίσα προς 20 µ.
Εις περιπτώσεις δια τας οποίας, λόγω της υπάρξεως ασυνήθων κινδύνων, έχουν θεσπισθεί ειδικοί Κανονισµοί, δέον, πλην των εις τους παρόντας Κανονισµούς οριζοµένων, να εφαρµόζονται και οι ειδικοί ούτοι Κανονισµοί.
3. Οι Κανονισµοί ούτοι δεν εκτείνονται επί:
α) Εγκαταστάσεων εντός πλοίων, σιδηροδροµικών οχηµάτων και αυτοκινήτων µέσων.
β) Εγκαταστάσεων ή εξοπλισµών χρησιµοποιουµένων υπό ηλεκτρικών επιχειρήσεων παραγωγής, µετασχηµατισµού, µεταφοράς και διανοµής κοινοχρήστου ηλεκτρικής ενεργείας ή τηλεπικοινωνιακών επιχειρήσεων, ώς και χρήσεων σιδηροδρόµων ή τροχιοδρόµων δια την εκπλήρωσιν του προορισµού των, είτε αι εγκαταστάσεις αύται είναι υπαίθριοι είτε εντός κτιρίων χηρσιµοποιουµένων αποκλειστικώς δια τον ως άνω προορισµόν, ενώ εκτείνονται επί εγκαταστάσεων ή εξοπλισµών χρησιµποιουµένων υπό των ως άνω επιχειρήσεων δια σκοπούς ξένους προς τον προορισµόν των, ως είναι π.χ. αι εγκαταστάσεις εις φωτισµούς.
γ) Εναερίων γραµµών φωτισµού ή διανοµής ελευθέρως διατεταγµένων επί µονωτήρων ανοίγµατος µεγαλυτέρου των 20 µ. έστω και αν υπάγωνται, από απόψεως χρησιµοποιήσεως, εις τας περιπτώσεις της παρ. 2 (∆ια ταύτας ισχύουν έτεροι Κανονισµοί).
δ) Υπογείων, εκτός κτιρίου, γραµµών φωτισµού ή διανοµής, έστω και αν υπάγωνται, από απόψεως χρησιµοποιήσεως, εις τας περιπτώσεις της παραγρ. 2 (∆ια ταύτας ισχύουν έτεροι Κανονισµοί).
4. Οι παρόντες Κανονισµοί δεν πρέπει να εκληφθούν ως διαλαµβάνοντες προδιαγραφάς κατασκευής, ουδέ και ως εκπαιδευτικόν εγχειρίδιον δια πρόσωπα στερούµενα πείρας. Αι διατάξεις αυτών αφορούν µόνον την επίτευξιν του απαιτουµένου βαθµού ασφαλείας των εγκαταστάσεων. ∆ια της εφαρµογής των διατάξεων των Κανονισµών θα προκύψη κυρίως µία εγκατάστασις ουσιαστικώς απηλλαγµένη κινδύνων, ουχί όµως και κατ’ ανάγκην καλής αποδόσεως ή πρόσφορος και κατάλληλος δι’ ικανοποιητικήν λειτουργίαν, ανεξαρτήτως βεβαίως του βαθµού ασφαλείας αυτής.
5. Αι εις το τέλος διαφόρων άρθρων αφερόµεναι επεξηγήσεις έχουν σκοπόν να αποσαφηνίσουν τα υπό των άρθρων τούτων εννοούµενα αποτελούσαι ενιαίον σύνολον µετ’ αυτών.
6. Συνιστάται, όπως τόσον οι Αρχιτέκτονες όσον και τα λοιπά πρόσωπα, άτινα επιµελούντα της κατασκευής των σχεδίων κτιρίων, µεριµνούν, ίνα αφίεται επαρκής χώρος δια την διαδροµήν των ηλεκτρικών καλωδίων ή την εκατάστασιν των ηλεκτριών µηχανηµάτων ή εξαρτηµάτων. Ούτοι θα έδει επί πλέον να προβλέπουν και την ενδεχοµένην µελλοντικήν επέκτασιν των εφαρµογών της ηλεκτρικής ενεργείας. Κατά την σχεδίασιν των ηλεκτρικών κυκλωµάτων, τα κέντρα διανοµής δέον να τοποθετούνται εις ευπροσίτους θέσεις ότι τόσον δια λόγους ευκολίας όσον και δια λόγους ασφαλείας χειρισµού.
1. Οι παρόντες Κανονισµοί δέον όπως εφαρµόζονται :
α) Εις τας νέας εγκαταστάσεις.
β) Εις τας εγκαταστάσεις εκείνας, αίτινες δεν παρουσιάζουν πλέον αρκετήν ασφάλειαν δια τα πρόσωπα και τα πράγµατα.
γ) Εις τας εγκαταστάσεις, αι οποίαι µετατρέπονται καθ’ ολοκληρίαν.
δ) Εις τας εγκαταστάσεις, αίτινες συµπληρούνται, µετατρέπονται µερικώς,
αναθεωρούνται ή επισκευάζονται, εφ’ όσον τούτο είναι δυνατόν άνευ σηµαντικής τροποποιήσεως των τµηµάτων της εγκαταστάσεως τα οποία δεν θίγονται από τας εργασίας ταύτας.
2. Οι παρόντες Κανονισµοί αφορούν κυρίως εις τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς
εγκαταστάσεις τας τροφοδοτούµενας υπό ισχυρών ρευµάτων Χ.Τ. µη υπερβαινούσης τα 250 βόλτ έναντι της γης και συχνότητος 50 περιόδων. ∆ια τας εγκαταστάσεις υπό υψηλοτέραν τάσιν έναντι της γής ή υπό υποβιβασθείσαν τάσιν, οι παρόντες Κανονισµοί περιλαµβάνουν ειδικές διατάξεις.
3. Εις ότι αφορά τας εγκαταστάσεις αίτινες χρησιµοποιούν ετέρας συχνότητας ή συνεχές ρεύµα, οι παρόντες Κανονισµοί εφαρµόζονται κατ’ αναλογίαν, ερωτωµένης εν προκειµένω της αρµοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Βιοµηχανίας.
1. Μόνον εγκρεκιµενα υλικά, εξαρτήµατα, συσκευαί και µηχανήµατα δύνανται να χρησιµοποιηθούν εις τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις.
2. Επισήµανσις:
Το όνοµα του κατασκευαστού, το εµπορικόν αυτού σήµα ή έτερον σύµβολον αναγνωρίσεως, ως και τα τυχόν απαιτούµενα χαρακτηριστικά λειτουργίας δέον να τίθενται επί των υλικών, εξαρτηµάτων, συσκευών και µηχανηµάτων. Η τοιαύτη επισήµανσις δέον να είναι ορατή και µετά την εγκατάστασιν.
3. Παν εγκεκριµένον υλικόν, συσκευή, εξάρτηµα και µηχάνηµα δέον, όπως γίνεται δεκτόν υπό του διανοµέως ηλεκτρικής ενεργείας, εκτός εάν η επίδρασις αυτού επί της εκµεταλλεύσεως, η ασφάλεια λειτουργίας, η εξασφάλισις τους παροχής του ρεύµατος, η εφαρµογή των τιµολογίων ή αι ανάγκαι συντηρήσεων έχον καταστήσει αναγκαίαν την ύπαρξιν περιοριστικών διατάξεων.
Επεξήγησις : Εις περίπτωσιν εξαρτηµένων εντοιχισµένων ή καλυπτοµένων
υπό πλακός, αι επισηµάνσεις αύται δέον να ευρίσκωνται όπισθεν αφαιρετού καλύµµατος.
Η διέπουσα την επιλογή αρχή είναι ότι πάντα τα τµήµατα µιας εγκαταστάσεως δέον να έχουν σχεδιασθή και κατασκευασθή εις τρόπον, ώστε να αντέχουν όχι µόνον εις τας κανονικάς συνθήκας λειτουργίας αλλά και εις τας ανωµάλους τούτο δε µέχρι της στιγµής αποζεύξεως αυτών παρά των προστατευτικών διατάξεων, να µην αποτελούν δε, εν ουδεµία περιπτώσει, κίνδυνον για τους ανθρώπους, το περιβάλλον και την όλην εγκατάστασιν.
1. Η επιλογή των αγωγών διέπεται υπό των άρθρων 125 έως 135.
Τα εξαρτήµατα των γραµµών δέον να είναι ανάλογα των χρησιµοποιουµένων αγωγών και σύµφωνα προς τους όρους του κεφαλαίου ΙΧ.
2. Αι συσκευαί, επί πλέον των ειδικών διακριτικών λειτουργίας αυτών, δέον γενικώς να πληρούν τους κάτωθι όρους:
α) Να είναι κατάλληλοι για το είδος, την τάσιν και την συχνότητα του ρεύµατος.
β) Να µην χρησιµοποιούνται δια έντασιν υπερβαίνουσαν την ονοµαστική αυτών έντασιν.
γ) Να είναι κατάλληλη για το είδος του χώρου (ξηρού, υγρού) εγκαταστάσεων αυτών.
Περί των απαιτήσεων των διαφόρων χώρων πραγµατεύεται το Κεφάλαιο Χ.
1. Κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις, δέον να ληφθούν πάσα αι προφυλάξεις προς αποφυγήν δυστυχηµάτων και πυργκαγιών.
2. Εις τας εγκαταστάσεις εις ας εφαρµόζεται η ουδετέρωσις, δεν επιτρέπεται η απόζευξις του ουδετέρου αγωγού, προς της τοιαύτης των αντιστοίχων ενεργών αγωγών και δεν επιτρέπεται η επανάζευξις τούτων, προ της ζεύξεως του ουδετέρου αγωγού.
3. Γενικώς, αι γραµµαί και αι συσκευαί, εφ’ ων εκτελούνται εργασίαι, δέον να έχουν τεθεί προηγουµένως εκτός τάσεως. Η εργασία εις εγκαταστάσεις ευρισκόµενας υπό τάσιν επιτρέπεται, µόνον όταν πληρούνται αι ακόλουθοι συνθήκαι:
α) Η ονοµαστική τάσις να µην υπερβαίνει τα 250 βόλτ έναντι της γής.
β) Τα εργαλεία να φέρουν µονωτικάς λαβάς, εκτός εάν το προσωπικόν φέρει µονωτικά χειρόκτια.
γ) Η θέσις εκ της οποίας γίνεται η εργασία να είναι µεµονωµένη.
δ) Εις περίπτωσιν ειδικού κινδύνου να χρησιµοποιήται προσωπικόν ιδιαζόντως κατάλληλον.
Εις τους χώρους τους παρουσιάζοντας κινδύνους εκρήξεως ως και τους βεβρεγµένους χώρους ή εµπεποτισµένους δια αγώγιµον υγρόν, δέον άνευ εξαιρέσεως να προηγηθεί της εκτελέσεως των εργασιών απόζευξις επί πάντων των πόλων της εγκαταστάσεως.
1. Η διάταξις και η εκτέλεσις της εγκταστάσεως δέον όπως γίνεται κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να µη δύναται να διέλθη δια του ανθρωπίνου σώµατος επικίνδυνον ρεύµα. ∆ια τα υφιστάµενα χειρισµούς στοιχεία της εγκαταστάσεως η συνθήκη αυτή δέον όπως πληρούται ακόµη και εις περίπτωσιν σφάλµατος της µονώσεως λειτουργίας.
2. Η απαίτησις της παραγράφου 1 θεωρείται ότι πληρούται εάν η τάσις λειτουργίας δεν υπερβαίνει τα 50 βόλτ. ∆ια τας εγκαταστάσεις υπό τάσιν µεγαλυτέραν των 50 βόλτ αυτή θεωρείται ότι πληρούται εάν πάσα τυχαία επαφή µετά των υπό τάσιν στοιχείων εµφανίζεται αποκλειοµένη και εάν επί πλέον µία εκ των κάτωθι συνθηκών πληρούται.
α) Το δια του ανθρωπίνου σώµατος δυνάµενον να διέλθη ρεύµα λόγω τάσεως εξ επαφής συχνότητος 50 περιόδων να µη υπερβαίνη τα 0.5 µιλλιαµπέρ.
β) Η τάσις σφάλµατος να µη δύναται να υπερβή τα 50 βόλτ.
γ) Η τάσις σφάλµατος, µεγαλυτέρα των 50 βόλτ, να µη δύναται να διατηρηθή πέραν των 5 δευτερολέπτων.
1. Άπαντα τα µεταλλικά στοιχεία των ηλεκτρικών συσκευών ή µηχανηµάτων, ως και τα µεταλλικά περιβλήµατα των ηλεκτρικών γραµµών, άτινα υπό κανονικάς συνθήκας δέχεται, λόγω βλάβης της µονώσεως αυτών, να ευρεθούν υπό επικίνδυνον τάσιν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, εάν ταύτα είναι προσιτά, κείνται δε εντός χώρων ένθα υφίστανται ωρισµέναι συνθήκαι αγωγιµότητος των δαπέδων ή των τοιχωµάτων, ήθελε προκύψει κίνδυνος δια τα πρόσωπα, άτινα ήθελον έλθει εις επαφήν προς αυτά και των οποίων το σώµα ήθελεν ούτω αποτελέσει γέφυραν µεταξύ των υπό τάσιν στοιχείων και των αγωγίµων επιφανειών.
2. Η τοιαύτη ύπαρξις κινδύνου, εις περίπτωσιν επαφής, είναι συνάρτησις αφ’ ενός µεν της χρησιµοποιηµένης τάσεως εις τας εγκαταστάσεις, αφ’ ετέρου δε των συνθήκων αγωγιµότητος του χώρου των εγκαταστάσεων. Απλή αφ’ ετέρου επαφή προς τα µεταλλικά στοιχεία είναι γενικώς ολιγώτερον επικίνδυνος της δράσεως αυτών δια της χειρός, καθ’ ήν αποκαθίσταται καλυτέρα επαφή.
3. Εις τους παρόντας Κανονισµούς, θεωρείται ότι συντρέχει τοιούτος κίνδυνος εις µίαν των κάτωθι περιπτώσεων:
Ι. Επαφή προς µεταλλικά στοιχεία σταθερών συσκευών ή µηχανηµάτων.
α) ∆ια τάσιν έναντι της γης υπερβαίνουσαν τα 250 βόλτ: εντός οιουδήποτε χώρου.
β) ∆ια τάσιν έναντι της γης µεταξύ 50 και 252 βόλτ: εντός οιουδήποτε χώρου, πλην των ξηρών χώρων κατοικιών και γραφείων µετά µονωτικού δαπέδου, όπου δεν είναι δυνατή οιαδήποτε τυχία επαφή µε προσιτάς εγκαταστάσεις υδραυλικάς, φωταερίου και θερµάνσεως, αι οποίαι είναι συνδεδεµέναι προς την γην.
ΙΙ. Επαφή προς µεταλλικά στοιχεία φορητών συσκευών ή µηχανηµάτων.
∆ια τάσιν έναντι της γης υπερβαίνουσαν τα 50 βόλτ εντός οιουδήποτε χώρου.
ΙΙΙ. Επαφή προς τα µεταλλικά περιβλήµατα των γραµµών.
α) ∆ια τάσιν έναντι της γης µεταξύ 50 και 250 εντός οιουδήποτε χώρου, πλην των ξηρών χώρων κατοικιών και γραφείων ακόµη και άνευ µονωτικού δαπέδου.
β) ∆ια τάσιν αγωγών έναντι της γης υπερβαίνουσαν τα 250 βόλτ εντός οιουδήποτε χώρου.
4. Η διπλή µόνωσις των ηλεκτρικών συσκευών ή µηχανηµάτων, ως και των ηλεκτρικών γραµµών θεωρείται ως αποκλείουσα το ενδεχόµενον βλάβης της µονώσεως ήτοι εµφανίσεως επικινδύνου τάσεως επί των δια ταύτης προστατευοµένης µεταλλικών στοιχείων (βλέπε ορισµόν υπ’ αριθ. 39).
5. Εξαιρουµένων των µετά διπλής µονώσεως συσκευών, µηχανηµάτων και γραµµών, δια πάσας τας λοιπάς, εφ’ όσον συντρέχουν αι περιπτώσεις της παρ. 3, δέον να προβλέπωνται µέτρα προστασίας ατόµων, εφαρµοζοµένης της καταλλήλου εκ των άρθρω 10 αναφεροµένων µεθόδων.
6. ∆εν υφίσταται το ενδεχόµενον εµφανίσεως επικινδύνου τάσεως δια τας συσκευάς ή µηχανήµατα, άτινα δεν παρουσιάζουν προσιτά µεταλλικά στοιχεία (συσκευαί ή µηχανήµατα εξ ολοκλήρου κεκαλυµένα δια µονωτικού περιβλήµατος).
Επεξήγησις : Η διάκρισις µεταξύ χώρων ξηρών, υγρών, βεβρεγµένων, κλπ., καθορίζεται εις το Κεφάλαιον Χ.
Θεωρούνται ως µονωτικά δάπεδα: Το ξηρόν ξύλον άνευ µεταλλικής στερεώσεως εξουδετερούσης την µόνωσιν του ξύλου, το λινόλαιον, η άσφαλτος, ως και λοιπαί ανάλογοι επενδύσεις.
Θεωρούνται ως µη µονωτικά δάπεδα: Το έδαφος (χώµα), η άργιλλος, η άµµος, το τσιµέντον, η σκυροκονία, αι πέτριναι πλάκες, ως και ανάλογοι επενδύσεις ή µεταλλικαί τοιαύται.
1. Γενικώς, αι κάτωθι µέθοδοι προστασίας δύνανται να εφαρµοσθούν, καθ’ ας περιπτώσεις υφίσταται κίνδυνος συµφώνως τη παραγράφω 3 του άρθρου 9.
α) Χρήσις υλικών, εξαρτηµάτων, συσκευών και µηχανηµάτων µετά διπλής µονώσεως ή πρόβλεψις σταθεράς µεµονωµένης θέσεως, προς περιορισµόν του διερχοµένου ρεύµατος δια του ανθρωπίνου σώµατος εις επαρκώς µικράν τιµή.
β) Άµεσος γείωσις ή έµµεσος γείωσις επί του ουδετέρου, προς περιορισµόν της τάσεως σφάλµατος εις επαρκώς µικράν τιµήν.
γ) Άµεσος γείωσις, έµµεσος γείωσις επί του ουδετέρου ή γείωσις επί του ουδετέρου ή γείωσις µέσω αποζεύκτου διαφυγής, προς περιορισµόν της διαρκείας της απαραδέκτου τάσεως σφάλµατος.
δ) Εις ωρισµένα τµήµατα της εγκαταστάσεως, προστασία δι’ αποµονώσεως, προς περιορισµόν του ρεύµατος του διερχοµένου δια του ανθρωπίνου σώµατος.
ε) Να καταστούν τα µεταλλικά στοιχεία απρόσιτα δια καταλλήλου τοποθετήσεως, περιφράξεως ή επενδύσεως αυτών.
2. Εναπόκειται εις τον διανοµέα της ηλεκτρικής ενεργείας να αποφασίση ποία µέθοδος προστασίας θα εφαρµόζεται κατ’ αρχήν εις τα δίκτυά του, εκτός των ειδικών περιπτώσεων εις τας οποίας οι Κανονισµοί απαιτούν µίαν προσδιωρισµένην µέθοδον προστασίας.
1. Γενικώς, αι κάτωθι µέθοδοι προστασίας δύνανται να εφαρµοσθούν, καθ’ ας περιπτώσεις υφίσταται κίνδυνος συµφώνως τη παραγράφω 3 του άρθρου 9.
α) Χρήσις υλικών, εξαρτηµάτων, συσκευών και µηχανηµάτων µετά διπλής µονώσεως ή πρόβλεψις σταθεράς µεµονωµένης θέσεως, προς περιορισµόν του διερχοµένου ρεύµατος δια του ανθρωπίνου σώµατος εις επαρκώς µικράν τιµήν.
β) Άµεσος γείωσις ή έµµεσος γείωσις επί του ουδετέρου, προς περιορισµόν της τάσεως σφάλµατος εις επαρκώς µικράν τιµήν.
γ) Άµεσος γείωσις, έµµεσος γείωσις επί του ουδετέρου ή γείωσις µέσω αποζεύκτου διαφυγής, προς περιορισµόν της διαρκείας της απαραδέκτου τάσεως σφάλµατος.
δ) Εις ορισµένα τµήµατα της εγκαταστάσεως, προστασία δι’ αποµονώσεως, προς περιορισµόν του ρεύµατος του διερχοµένου δια του ανθρωπίνου σώµατος.
ε) Να καταστούν τα µεταλλικά στοιχεία απρόσιτα δια καταλλήλου τοποθετήσεως, περιφράξεως ή επενδύσεως αυτών.
2. Εναπόκειται εις τον διανοµέα της ηλεκτρικής ενεργείας να αποφασίση ποία µέθοδος προστασίας θα εφαρµόζεται κατ’ αρχήν εις τα δίκτυά του, εκτός των ειδικών περιπτώσεων εις τας οποίας οι Κανονισµοί απαιτούν µίαν προσδιωρισµένην µέθοδον προστασίας.
Η διάταξις, η εκτέλεσις και η χρησιµοποίησις των εγκαταστάσεων δέον όπως είναι τοιαύτη, ώστε προβλεπόµεναι θερµάνσεις, φλόγες και τόξα άτινα δύνανται να δηµιουργηθούν, να µη προκαλούν πυρκαϊάν ή εκρήξεις εις το περιβάλλον. Ο κίνδυνος ούτος πρέπει να αποκλείεται ακόµη και εις περίπτωσιν προβλεποµένου σφάλµατος του υλικού, εξαρτηµάτων, συσκευών και µηχανηµάτων, ως επίσης και εις περίπτωσιν χειρισµού εκ σφάλµατος ή εξ αµελείας, του οποίου δύνανται να γίνη πρόβλεψις.
Εις χώρους ένθα η πλήρης διακοπή του φωτισµού δύναται να καταστή αφορµή σοβαρών δυστυχηµάτων, αι λυχνίαι δέον να κατανέµωνται επί δύο ή περισσοτέρων χωριστών κυκλωµάτων. Εις χώρους ιδιαζούσης σηµασίας, η τροφοδότησις του φωτισµού ασφαλείας δέον να γίνεται από ετέραν πηγήν ενεργείας, ανεξάρτητον της τροφοδοτούσης τον συνήθη φωτισµόν ή και εκ του αυτού δικτύου του τροφοδοτούντος τον συνήθη φωτισµόν, εξ άλλου όµως σηµείου τούτου και µέσω χωριστής παροχετεύσεως.
Επεξήγησις: Φωτισµός ασφαλείας επιβάλλεται εις αιθούσας συγκεντρώσεων, εις αιθούσας πωλήσεων µεγάλων καταστηµάτων κλπ. Εάν δεν διατίθεται πηγή ρεύµατος ανεξάρτητος και δεν πρόκειται περί χώρων λίαν σηµαντικών, είναι δυνατή η τροφοδότησις των λαµπτήρων ασφαλείας δια µιας γραµµής διακλαδιζοµένης εκ σηµείου προ των γενετικών ασφαλειών. Εις µερικάς περιπτώσεις, η ανάγκη χρησιµοποιήσεως φωτισµού ασφαλείας επιβάλλεται επίσης και εις ολίγον συχναζοµένους χώρους, αλλά όπου η έλλειψις φωτισµού θα επέφερε σοβαρούς κινδύνους (π.χ. εις αιθούσας εγχειρήσεων).
Πρέπει τότε να υπάρχη εν διαρκή εφεδρεία βοηθητική πηγή ρεύµατος φωτισµού (συσσωρευταί). Η επιβολή φωτισµού ασφαλείας εις κτίριον είναι της αρµοδιότητος των διεπόντων το κτίριον κανονισµών ή ετέρου τινός νοµοθετικού θεσπίσµατος, το οποίον ήθελεν ενδεχοµένως επιτρέψει και άλλας πηγάς ενεργείας, διαφόρους της ηλεκτρικής, δια τον φωτισµόν.
1. Οδηγίαι δια την παροχήν των πρώτων βοηθειών εις περίπτωσιν ηλεκτρικών ατυχηµάτων δέον όπως τοιχοκολούνται κατά τρόπον εµφανή εις τους κάτωθι χώρους:
α) Εις τους χώρους ηλεκτρικής υπηρεσίας.
β) Εις τους χώρους τους περικλείοντας µηχανήµατα ανελκυστήρων και ανυψωτάς βαρών.
γ) Εις εργοστάσια βιοµηχανιών και βιοτεχνιών όπου η ονοµαστική τάσις υπερβαίνει τα 250 βόλτ έναντι της γης.
2. Οδηγίαι λειτουργίας δέον όπως τοιχοκολλούνται εις πολυπλόκους εγκαταστάσεις, όπου λαµβάνουν χώραν συχνοί χειρισµοί ζεύξεως.
3. Το σχεδιάγραµµα της ηλεκτρικής εγκαταστάσεως δεόν όπως τοιχοκολλάται κατά µόνιµον τρόπον παντού, όπου υφίσταται µία εκτεταµένη ή πολύπλοκος εγκατάστασις. Το σχεδιάγραµµα τούτο πρέπει, εγκαίρως ενηµερούµενον, να αντιστοιχή πάντοτε εις την πραγµατικήν κατάστασιν της εγκαταστάσεως.
1. Προειδοποιητικαί πινακίδες ελκύουσαι την προσοχήν επί του κινδύνου όστις υφίσταται εις περίπτωσιν επαφής µε τα υπό τάσιν στοιχεία, π.χ. «ΠΡΟΣΟΧΗ, 750 βόλτ» ή «ΠΡΟΣΟΧΗ, µη εγγίζετε τους αγωγούς» δέον όπως τοποθετούνται.
α) Εγγύς των υπό τάσιν γυµνών αγωγών των ευρισκοµένων εις χώρους προσιτούς τοις πάσιν.
β) Εις απάσας τας εγκαταστάσεις, των οποίων η ονοµαστική τάσις υπερβαίνει τα 250 βόλτ έναντι γής. Εις τους χώρους υπηρεσίας και εις τας θέσεις όπου ηλεκτρικά αντικείµενα είναι συνδεδεµένα.
2. Εις τα ηλεκτρικά αντικείµενα τα τροφοδοτούµενα ή υφιστάµενα χειρισµούς δια περισσοτέρων του ενός αποζευξίµων ή αποσυνδεσίµων κυκλωµάτων δέον όπως τοποθετήται µία προειδοποιητική πινακίς ελκύουσα την προσοχήν επί του γεγονότος τούτου, π.χ. «ΠΡΟΣΟΧΗ, γραµµή χειρισµού µε ανεξάρτητον τροφοδότησιν».
3. Εγγύτατα παντός κινητήρος, του οποίου η λειτουργία δεν δύναται να επιθεωρήται ούτε εκ της θέσεως εξ ης ούτος τίθεται εις λειτουργίαν ούτε εκ της θέσεως ένθα ευρίσκονται τα υπ’ αυτού κινούµενα όργανα, δέον όπως τοποθετήται µία προειδοποιητική πινακίς ελκύουσα την προσοχήν επί του γεγονότος τούτου, π.χ. «ΠΡΟΣΟΧΗ κινητήρ τηλεχειριζόµενος».
1. Γείωσις είναι η αγώγιµος σύνδεσις µεταξύ των προς γείωσιν αγωγίµων στοιχείων και της γης, µέσω εγκαταστάσεως γειώσεως. Αύτη ονοµάζεται ανοικτή, όταν εις την γραµµήν γειώσεως έχουν παρεµβληθή διάκενα σπινθήρων ή ασφάλεια διασπάσεως. ∆ιακρίνοµεν τα κάτωθι είδη γειώσεως :
α) Την γείωσιν λειτουργίας, ήτις είναι η γείωσις ενός τµήµατος εγκαταστάσεως, όπερ ανήκει εις το κύκλωµα λειτουργίας, ως είναι ο κεντρικός κόµβος ή κόµβος αστέρος πηγής ρεύµατος, ο µεσαίος αγωγός ή ο αγωγός κόµβου αστέρος πηγής ρεύµατος, ο µεσαίος αγωγός ή ο αγωγός ή ο αγωγός κόµβου αστέρος τυχόντος σηµείου του δικτύου. Αύτη δύναται είτε να µη περιλαµβάνη προσθέτους ωµικάς, επαγωγικάς ή χωρητικάς αντιστάσεις. Ανοικταί γειώσεις δεν θεωρούνται ως γειώσεις λειτουργίας.
β) Την γείωσιν προστασίας, ήτις είναι η άνευ παρεµβολής ετέρων αντιστάσεων (πλην της αντιστάσεως γειώσεως και της αντιστάσεως του αγωγού γειώσεως) γείωσις ενός αγωγίµου τµήµατος της εγκαταστάσεως µη ανήκοντος εις το κύκλωµα λειτουργίας δια την προστασίαν ανθρώπων έναντι υπερβολικώς υψηλών τάσεων επαφής.
γ) Την γείωσιν ασφαλείας έναντι κεραυνών, ήτις είναι η άνευ παρεµβολής ετέρων αντιστάσεων (πλην της αντιστάσεως του αγωγού γειώσεως) γείωσις ή η ανοικτή τοιαύτη των έναντι κεραυνών προστατευτικών διατάξεων κτιρίων ή µεµονωµένων µεταλλικών τµηµάτων κατασκευών προς διοχέτευσιν των ρευµάτων εκ κεραυνών προς την γην.
1. Μεταλλικά τµήµατα µη χρησιµοποιούµενα ως αγωγοί, δυνάµενα δε να ευρεθούν υπό τάσιν λόγω βλάβης της µονώσεως, δέον να γειούνται συµφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 19 και 20 ή να προστατεύονται άλλως πως (άρθρον 10) έναντι της εµφανίσεως υψηλών τάσεων εξ επαφής εις ας περιπτώσεις συντρέχει κίνδυνος κατά το άρθρον 9.
2. Τα συµφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου γειωτέα σώµατα µηχανών, περιβλήµατα οργάνων και λοιπά τµήµατα του αυτού είδους δεν δύνανται να αποτελέσουν µέρος του κυκλώµατος προς την γην. ∆ια την γείωσιν περισσοτέρων του ενός εξαρτηµάτων της αυτής εγκαταστάσεως, ταύτα θα συνδέονται προς κοινόν αγωγόν γειώσεως.
1. Το µεταλλικόν περίβληµα των αγωγών εναλλασσοµένου ρεύµατος πρέπει να γειούται εις τας περιπτώσεις, καθ’ ας συντρέχει κίνδυνος κατά το άρθρον 9.
2. Το µεταλλικόν περίβληµα των αγωγών τούτων δεν δύναται να χρησιµοποιηθή ως αγωγός γειώσεως των συσκευών και µηχανηµάτων.
Επεξήγησις: Η εις την παράγραφον 1 αναφεροµένη γείωσις δεν απαιτείται εις περίπτωσιν χρησιµοποιήσεως ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων µετά καταλλήλου µονώσεως, αρµοδίως εγκεκριµένων προς τούτο, διότι η µόνωσις των σωλήνων τούτων µε την µόνωσιν των εγκαθιστωµένων εντός των σωλήνων αγωγών αποτελούν διπλήν µόνωσιν, δια την οποίαν δεν συντρέχει κίνδυνος κατά το άρθρον 9.
Α΄. Μέθοδοι Γειώσεως Προστασίας.
1. Οσάκις εις τους παρόντας Κανονισµούς ορίζεται ως µέσον προστασίας η κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου γείωσις των µεταλλικών µαζών, δέον γενικώς να εξυπακούεται και πάσα ετέρα µέθοδος προστασίας εκ των εις το άρθρον 10 αναφεροµένων µεθόδων.
Προκειµένου, κατά τα ανωτέρω, να επιλεγή η δια γειώσεως προστασία αποβλέπουσα εις την αποφυγή ή περιορισµόν των επικινδύνων τάσεων, αίτινες δύναται να εµφανισθούν επί του σώµατος των µηχανηµάτων των µεταλλικών περιβληµάτων των αγωγών κλπ., κατά τας παρά των άρθρων 17 και 18 προβλεποµένας περιπτώσεις, αι κάτωθι µέθοδοι γειώσεως δύναται να εφαρµοσθούν:
α) Η γείωσις επί του ουδετέρου, τουτέστιν η αγώγιµος σύνδεσις των γειωτέων σωµάτων προς τον ουδέτερον αγωγόν ή έτερον γειωµένον αγωγόν φάσεως του δικτύου.
β) Η άµεσος γείωσις, τουτέστιν η αγώγιµος σύνδεσις των γειωτέων σωµάτων προς γραµµήν γειώσεως απολήγουσαν εις ηλεκτρόδιον γείωσις.
γ) Η γείωσις µέσω αποζεύκτου διαφυγής, τουτέστιν η αγώγιµος σύνδεσις των προστατευοµένων σωµάτων προς ηλεκτρόδιον γειώσεως µέσω του πηνίου αυτοµάτου διακόπτου αποζευγνύοντος το βλαβέν µέρος της εγκαταστάσεως, ευθύς ως ήθελε προκύψει επικίνδυνος τάσις µεταξύ των προστατευµοµένων σωµάτων και της γης (βλέπε Παράρτηµα ΙΙ, δια τον τρόπον επιτελέσεως γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής).
2. Κατά την εφαρµογήν των µεθόδων α΄, β΄ και γ΄, πρέπει πάντοτε να αποβλέπωµεν εις την εξασφάλισιν της αυτοµάτου αποζεύξεως του τµήµατος της εγκαταστάσεως εις το οποίον ήθελε παρουσιασθή βλάβη της µονώσεως. Η τοιαύτη απόζευξις δέον ανυπερθέτως να συντελήται το πολύ εντός πέντε δευτερολέπτων αφ’ ότου η τάσις µεταξύ του περιβλήµατος του βλαβέντος τµήµατος και της γης ήθελε διατηρηθή υπέρ τα 50 βόλτ.
3. Της γειώσεως επί του ουδετέρου δύνανται να απαλλαγούν ωρισµέναι συσκευαί ισχυρών ρευµάτων των τηλεφωνικών κέντρων ή των αυτοµάτων σταθµών συνδροµητών του Οργανισµού Τηλεπικοινωνιών, ως οι ενισχυταί των µεταβιβάσεων, ωρισµένα µικρά όργανα διακλαφιζόµενα εκ του δικτύου εντός πλαισίων ασθενών ρευµάτων, οι υπηρετικοί κινητήρες των επιλογέων των τηλεφωνικών κέντρων κλπ. εφ’ όσον αι συσκευαί αύται ισχυρών ρευµάτων θα ασφαλίζωνται εις το προτεύον δια κανονικών ασφαλειών µη υπερβαινουσών τα 6 αµπέρ. Η εξαίρεσις ωρισµένων συσκευών τηλεπικοινωνιών της γειώσεως επί του ουδετέρου οφείλεται αφ’ ενός µεν εις το ενδεοχόµεον προκλήσεως παρασίτων εις το κύκλωµα αφ’ ετέρου δε εις την υπό ειδικών επιτήρησιν των εγκαταστάσεων αυτών.
4. Εκ των µεθόδων προστασίας των προβλεποµένων υπό του παρόντος άρθρου, µόνον αι µέθοδοι της αµέσου γειώσεως ή της γειώσεως επί του ουδετέρου (ουδετερώσεως) δύνανται να καθιερωθούν ως γενικόν µέσον προστασίας των καταναλωτών ηλεκτρικής ενεργείας εις εκάστην περιοχήν. Αρµόδιος δια την εκλογήν της εκάστοτε ακολουθητέας µεθόδου, εκ των ως άνω δύο γενικών µεθόδων, δια την προστασίαν των τροφοδοτουµένων καταναλωτών είναι ο εκάστοτε ∆ιανοµεύς της Ηλεκτρικής Ενεργείας. Εις περιοχάς στερουµένας µεταλλικού δικτύου υδρεύσεως ηλεκτρικώς συνεχούς και καταλλήλου δια την επ’ αυτού εκτέλεσιν αποτελεσµατικών αµέσων γειώσεων υπό την έννοιαν της παραγράφου 2, επιβάλλεται η εφαρµογή, ως γενικού µέσου προστασίας, της γειώσεως επί του ουδετέρου (ουδετερώσεως), του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενεργείας υποχρεουµένου όπως παράσχη ουδέτερον αγωγόν κατάλληλον προς τούτο, εν τη εννοία των σχετικών άρθρων των παρόντων Κανονισµών.
Γενικώς, εις ηλεκτρικά δίκτυα διαθέτοντα ένα αµέσως γειωµένον ουδέτερον αγωγόν, συνιστάται η κατά το δυνατόν εφαρµογή της ουδετερώσεως. Χρησιµοποίησις αµφοτέρων των ως άνω µεθόδων γειώσεως εις την περιοχήν του αυτού δικτύου διανοµής χαµηλής τάσεως δεν είναι επιτρεπτή. (Ως δίκτυον διανοµής χαµηλής τάσεως νοείται το σύνολον γραµµών, αίτινες κανονικώς ευρίσκονται εν αγωγίµω συνδέσει ή ενδέχεται να συνδεθούν αγωγίµως δια λόγους λειτουργίας).
Οσάκις, εκ καταλλήλου εξετάσεως, ήθελε προκύψει ότι η άµεσος γείωσις, όταν αποκλείεται η ουδετέρωσις, δεν παρέχει επαρκή προστασίαν ή και ότι η επίτευξις γειώσεων επαρκούς µικράς αντιστάσεως θα συνεπήγετο δυσαναλόγως µεγάλας δαπάνας, δύναται να γίνη χρήσις, µετά σύµφωνον γνώµην του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενεργείας, της γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής (τάσεως ή εντάσεως), ήτις παρουσιάζει το πλεονέκτηµα της αµέσου αποζεύξεως της συσκευής, πριν ή η τάσις φθάσει τα 50 βόλτ (έστω και αν η τιµή της αντιστάσεως της βοηθητικής γειώσεως είναι υψηλή). Εν τη περιπτώσει αποζευκτών διαφυγής τάσεως, δέον βεβαίως να ληφθή µέριµνα, όπως το ηλεκτρόδιον όπερ χρησιµοποιείται ως βοηθητική γή, µη ευρίσκεται εν µεταλλική συνδέσει (εξαιρέσει της µέσω του αποζεύκτου διαφυγής) προς την αποζευκτέαν συσκευήν, δοθέντος ότι η λειτουργία του αποζεύκτου διαφυγής και η απόζευξις συσκευής εις περίπτωσιν βλάβης της µονώσεως αυτής βασίζεται επί της προκυπτούσης διαφοράς δυναµικού µεταξύ του ηλεκτροδίου τούτου και του περιβλήµατος της προστατευοµένης συσκευής. Αφ’ ετέρου, εις την περίπτωσιν ταύτην, η χρήσις του ουδετέρου του δικτύου ως βοηθητικής γης είναι απολύτως απαράδεκτος, έστω και αν η γείωσις αυτού είναι αρίστη.Τα διάφορα όργανα της γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής δέον να ρυθµίζωνται εις τρόπον, ώστε η απόζευξις να λαµβάνη χώραν δι’ όσον το δυνατόν µικροτέραν τάσιν έναντι της γης, οπωσδήποτε δε µη υπερβαίνουσαν τα 50 βόλτ.
Οδηγίαι εκτελέσεως της γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής τάσεως δίδονται εις το Παράρτηµα ΙΙ.
Β΄. Γείωσις επί του Ουδετέρου (Ουδετέρωσις).
Οι αναγκαίοι όροι, τους οποίους δέον να πληροί το εξωτερικόν δίκτυον και η εσωτερική εγκατάστασις των καταναλωτών, ίνα δύναται να γίνη χρήσις της γειώσεως επί του ουδετέρου (ουδετερώσεως) των γραµµών αυτής, είναι οι ακόλουθοι:
α) Αι διατοµαί των αγωγών µεταξύ του υποσταθµού χαµηλής τάσεως και των καταναλωτών δέον να είναι τοιαύται, ώστε, εις περίπτωσιν στερεού βραχυκυκλώµατος µεταξύ αγωγών φάσεως και ουδετέρου µιας γραµµής, η έντασις του ρεύµατος βραχυκυκλώσεως να µη είναι µικρότερα της ονοµαστικής εντάσεως πολλαπλασιασθείσης επί 3 της αµέσως προτεταγµένης ασφαλείας, ήτις προστατεύει την γραµµήν ταύτην.
β) Η αγωγιµότης και η µηχανική αντοχή του ουδετέρου δέον να είναι τουλάχιστον ίσαι προς εκείνας των αγωγών φάσεων τόσον δια το εξωτερικόν δίκτυον όσον και δια την εσωτερικήν εγκατάστασιν.
Εξαίρεσις επιτρέπεται συµφώνως τω εποµένω πίνακι:
γ) Ο ουδέτερος αγωγός δέον να γειούται εις όσον το δυνατόν περισσότερα σηµεία, απαραιτήτως δε παρά τω υποσταθµώ και παρ’ εκάστω καταναλωτή, τόσον επί εναερίων όσον και επί υπογείων δικτύων διανοµής. Ειδικώς επί εναερίων δικτύων, ο ουδέτερος αγωγός δέον απαραιτήτως να γειούται και κατά τα άκρα των διακλαδώσεων αυτών. Το αυτό ισχύει και επί υπαιθρίων εγκαταστάσεων µε κεχωρισµένως, ήτοι άνευ κοινού περιβλήµατος, εγκατεστηµένους αγωγούς επί των γραµµών εφ’ ών χρησιµοποιείται η ουδετέρωσις ως µέσον προστασίας.
Εις πάσαν περίπτωσιν, η προκύπτουσα γενική αντίστασις όλων των γειώσεων λειτουργίας περιλαµβανοµένων και των γειώσεων των παροχετεύσεων, ήτοι η αντίστασις γειώσεως του ουδετέρου αγωγού δεν πρέπει να υπερβαίνη τα 2 ωµ.
Η τοιαύτη γενική αντίστασις γειώσεως του ουδετέρου νοείται µετρουµένη εις την θέσιν του υποσταθµού διανοµής.
Γείωσις παρά τω υποσταθµώ διανοµής: Η αντίστασις της γειώσεως ή του συνόλου των γειώσεων του ουδετέρου κόµβου παρά τον υποσταθµόν διανοµής και εντός ακτίνος 200 µέτρων πέριξ αυτού (περιλαµβανοµένων και των γειώσεων των παροχετεύσεων) δέον να είναι όσον το δυνατόν µικροτέρα µη υπερβαίνουσα, ει δυνατόν, τα 5 ωµ. Εάν τούτο δεν είναι δυνατόν να επιτευχθή, θεωρείται επαρκής η γείωσις του ουδετέρου αγωγού εις έκαστον στύλον γραµµής εντός της ως ανωτέρω περιοχής ακτίνος 200 µ. πέριξ του υποσταθµού διανοµής, µέσω τεχνητού ηλεκτροδίου.
Γείωσις εναερίων δικτύων: Ο ουδέτερος αγωγός των εναερίων γραµµών χαµηλής τάσεως δέον να γειούται τουλάχιστον ανά 400 µ. επί πλέον της γειώσεως αυτού καθ’ εκάστην παροχέτευσιν εσωτερικής εγκαταστάσεως.
Ωσαύτως δέον να γειούται εις εκάστην διακλάδωσιν και δη κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η γενική αντίστασις γειώσεως του συνόλου των επί της διακλαδώσεως γειώσεων (περιλαµβανοµένων και των γειώσεων των παροχετεύσεων) να µη υπερβαίνη, ει δυνατόν, τα 5 ωµ. Εάν τούτο δεν είναι δυνατόν να επιτευχθή, θεωρείται επαρκής η γείωσις του ουδετέρου αγωγού εις έκαστον στύλον της διακλαδώσεως, µέσω τεχνητού ηλεκτροδίου.
Προκειµένου περί διακλαδώσεων µήκους µεγαλυτέρου των 400 µ., τα ανωτέρω νοούνται εφαρµοζόµενα επί των τελευταίων 400 µ. των διακλαδώσεων, εν τη εννοία των οποίων περιλαµβάνεται και το τελευταίον τµήµα της κυρίας γραµµής.
Γείωσις παρ’ εκάστω καταναλωτή: Ο ουδέτερος αγωγός δέον να γειούται εις εκάστην παροχέτευσιν εγγύτατα της εισαγωγής εις την οικοδοµήν και δη προ της πρώτης απαντωµένης διατάξεως αποζεύξεως της εγκαταστάεως εκ της εισαγωγής της παροχετεύσεως, τόσον επί εναερίων, όσον και επί υπογείων δικτύων διανοµής.
Η τοιαύτη γείωσις δέον να εκτελήται δια συνδέσεως του ουδετέρου προς το δίκτυον των σωλήνων υδρεύσεως, εφ’ όσον υπάρχει τοιούτον εις την περιοχήν της οικοδοµής και εν εναντία περιπτώσει προς εγκατασταθησόµενον τεχνητόν ηλεκτρόδιον γειώσεως, το οποίον είτε θα αποτελήται εκ γαλβανισµένου σιδηροσωλήνος διαµέτρου 25,4 χιλ. (1 ίντσας) και µήκους 2,5 µ. είτε θα είναι έτερον ισοδύναµον ηλεκτρόδιον.
∆ια την διατοµήν του αγωγού συνδέσεως του ουδετέρου προς το δίκτυον των σωλήνων υδρεύσεως ή προς το τεχνητόν ηλεκτρόδιο, ισχύουν τα εν τη παραγράφω 2 του άρθρου 21 αναφερόµενα δια τον αγωγόν γειώσεως.
Συνιστάται η σύνδεσις προς την γραµµήν γειώσεως του ουδετέρου πάντων των φυσικώς µεταλλικών αντικειµένων εις την περιοχήν της εγκαταστάσεως, ως ο σιδηρούς οπλισµός της οικοδοµής, αι µεταλλικαί σωληνώσεις και τα τυχόν υπάρχοντα µεταλλικά δάπεδα ή µεταλλικαί βάσεις.
δ) Εις την περιοχήν δικτύων γραµµών και εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, ένθα χρησιµοποιείται η ουδετέρωσις ως µέσον προστασίας, απαγορεύεται η εκτέλεσις και γενικώς η ύπαρξις γειώσεως προστασίας άνευ συνδέσεως προς τον ουδέτερον αγωγόν.
Συνιστάται επίσης, όπως, εις περιοχήν του τοπικού δικτύου, µη υφίσταται καλώς φυσικώς γειωµένον αντικείµενον όπερ να µη είναι συνδεδεµένον προς ουδέτερον αγωγόν.
Επίσης επιβάλλεται η σύνδεσις προς τον ουδέτερον αγωγόν και γείωσις παρ’ εκάστω καταναλωτή, κατά τα οριζόµενα εις το οικείο κεφάλαιον, του µεταλλικού µανδύου των υπογείων καλωδίων διανοµής.
ε) Απαγορεύεται η παρεµβολή ασφαλείας ή διακόπτου (αυτοµάτου ή µη) εις τον ουδέτερον αγωγόν εις σηµεία πέραν των οποίων, προς την πλευράν του φορτίου, χρησιµοποιείται ούτος προς ουδετέρωσιν. Πέραν του σηµείυ συνδέσεως του αγωγού γειώσεως µε τον ουδέτερον αγωγόν, προς την πλευράν του φορτίου, είναι δυνατή, εις ειδικάς περιπτώσεις και µόνον κατόπιν εγκρίσεως του εκάστοτε ∆ιανοµέως της ηλεκτρικής ενεργείας, ή παρεµβολή ασφαλείας εις τον ουδέτερον αγωγόν κυκλωµάτων µετά δύο αγωγών και µόνον.
Γ΄. Άµεσος Γείωσις.
Ίνα µεµονωµένη γείωσις προστασίας είναι αποτελεσµατική δέον όπως η τιµή της αντιστάσεως αυτής R εις ωµ µη υπερβαίνη την τιµήν: R = 50 βόλτ, όπου Ι είναι το ρεύµα το Ι προκαλούν αυτόµατον διακοπήν του κυκλώµατος εντός 5 δευτερολέπτων. Ο ανωτέρω τύπος αποτελεί άµεσον έκφρασιν του θεµελιώδους όρου δια την εξασφάλισιν προστασίας δια της γειώσεως. (Βλέπε παράγραφον 2 του άρθρου 19).
∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ ΓΕΙΩΣΕΩΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΥ∆ΕΤΕΡΟΥ – (ΑΡΘΡΟΥ 20)
ΣΧΗΜΑ
ΣΥΜΒΟΛΑ
∆ιάταξις προστασίας κατά υπερεντάσεων
Άτηκτος σύνδεσις (γεφυροσύνδεσις)
Αγωγός φάσεως ή ουδέτερος
Τµήµα του ουδετέρου χρηισµοποιύµενον δια την γείωσιν επ’ αυτού Ειδικός αγωγός γειώσεως
Σηµείον συνδέσεως του Αγωγού γειώσεως επί του ουδετέρου
1 Ασφάλεια εισαγωγής
2 Λήψις ρεύµατος
3 Ηλεκτρικήη συσκευή
4 Γειωτέον σώµα συσκευής
5 Κινητήρ
6 Εις την ουδετέρωσιν, πέραν του σηµείου συνδέσεως του αγωγού γειώσεως µε τον ουδέτερον αγωγόν, προς την πλευράν του φορτίου, είναι δυνατή εις ειδικάς περιπτώσεις και µόνον κατόπιν εγκρίσεως του εκάστοτε ∆ιανοµέως της ηλεκτρικής ενεργείας, η παρεµβολή ασφαλείας εις τον ουδετέρον αγωγόν κυκλωµάτων µετά δύο αγωγών και µόνον.
Η απαιτουµένη χαµηλή αντίστασις της τοιαύτης γειώσεως προστασίας δια την πλήρωσιν της ανωτέρω συνθήκης δύναται να εξασφαλισθή µονίµως και οικονοµικώς µόνον δια συνδέσεως προς δίκτυον υδρύσεως. Εάν διατίθενται µόνον µεµονωµένα ηλεκτρόδια γειώσεως, δέον τότε να εφαρµόζωνται, ως επί το πλείστον έτερα µέτρα προστασίας. Εάν εις περιοχήν, ένθα ως γενικόν µέσον προστασίας εφαρµόζεται η άµεσος γείωσις, δεν είναι δυνατή, εις τινας περιπτώσεις, η επίτευξις της απαιτουµένης δια την γείωσιν προστασίας χαµηλής αντιστάσεως, τότε δύναται π.χ. η τάσις του αγωγού προστασίας να επιτηρήται µέσω αποζεύκτου διαφυγής.
Η επιτέλεσις της γειώσεως των γειωτέων µεταλλικών µαζών, συµφώνως προς τας εις άρθρον 19 αναφεροµένας µεθόδους γειώσεως αυτών, δύναται να επιτευχθή δια της συνδέσεως αυτών προς µίαν των κάτωθι γραµµών γειώσεως:
1. Προκειµένου περί γειώσεως επί του ουδετέρου (προϋποθετούσης την εκπλήρωσιν των σχετικών όρων του άρθρου 19), δια της συνδέσεως αυτών προς τον ουδέτερον, της συνδέσεως ταύτης επιτελουµένης µέσω ειδικής κοινής γραµµής γειώσεως όλων των συσκευών, ρευµατοδοτών κλπ., αρχοµένης εκ σηµείου του ουδετέρου της εισαγωγής της παροχετεύσεως κειµένου αµέσως προ του ατήκτου συνδέσµου (γεφυροσυνδέσµου) ή του διακόπτου (αυτοµάτου ή µη) αυτού, και εκτεινοµένης, απ’ ευθείας ή δια των διακλαδώσεων αυτής, µέχρι των ακροδεκτών γειώσεως των συσκευών ή των επαφών γειώσεως των ρευµατοδοτών κλπ., (βλέπε διάγραµµα). Ειδικώς, προκειµένου περί των γραµµών των εδαφίων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 1, επιτρέπεται η απ’ ευθείας σύνδεσις επί του ουδετέρου αγωγού των γειωτέων µεταλλικών µαζών, ήτοι άνευ ειδικής κοινής γραµµής γειώσεως.
2. Προκειµένου περί αµέσου γειώσεως ή και περί γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής (εφαρµοσίµου τόσον εις δίκτυα άνευ ουδετέρου όσον και εις τοιαύτα µετά παγίως γειωµένου ουδετέρου) δια της συνδέσεως των γειωτέων συσκευών, ρευµατοδοτών κλπ., προς µίαν εκ των ακολούθων γραµµών γειώσεως:
α) Προς ειδικήν κοινήν γραµµήν γειώσεως αρχοµένην εκ του ηλεκτροδίου γειώσεως και εκτεινοµένην – απ’ ευθείας ή δια των διακλαδώσεως αυτής – µέχρι των ακροδεκτών γειώσεως των γειωτέων συσκευών ή των επαφών γειώσεως των ρευµατοδοτών κλπ.
β) Προς τας υδροσωληνώσεις του κτιρίου υπό τον όρον της ικανοποιήσεως των άρθρων 24 και 26, προκειµένου δε περί γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής, λαµβανοµένων επιπροσθέτων υπ’όψιν και των σχολίων της επεξηγήσεως του άρθρου 10.
Επεξήγησις : Η χρησιµοποίσις διαφορετικών συστηµάτων γειώσεως εν τη αυτή εγκαταστάσει είναι απαραδέκτος.
1. Γείωσις επί του ουδετέρου του Αγωγού Γειώσεως.
Ο δια την γείωσιν επί του ουδετέρου χρησιµοποιούµενος αγωγός γειώσεως δέον να είναι µεµονωµένος καθ’ όν τρόπον οι αντίστοιχοι ρευµατοφόροι αγωγοί και εγκαταστεστηµένος µετά της αυτής προσοχής, εν περιπτώσει δε χρησιµοποιήσεως προστατευτικών σωληνώσεων να φέρεται εντός του κοινού περιβλήµατος αυτών. Κατά την εκ των υστέρων εγκατάστασιν ιδιαιτέρου αγωγού γειώσεως εις υφισταµένας εγκαταστάσεις, δύναταί τις να παραιτηθή της απαιτήσεως του κοινού περιβλήµατος ουχί όµως και της µονώσεως και της προσεκτικής εγκαταστάσεως τούτου. Ο ιδιαίτερος ούτος αγωγός γειώσεως δέον να είναι αναγνωρίσιµος καθ’ όλον αυτού το µήκος δια του κιτρίνου χρωµατισµού αυτού.
∆ια την διατοµήν του αγωγού τούτου ισχύουν τα εν τω εδαφίω β΄ της παρ. Β του άρθρου του άρθρου 19 αναφερόµενα δια τον ουδέτερον αγωγόν (περίπτωσις ουδετερώσεως).
Εν ουδεµία περιπτώσει ο αγωγός γειώσεως θα αποζευγνύεται δι’ ασφαλείας ή διακόπτου (αυτοµάτου ή µη). Η διακοπήν του αγωγού γειώσεως επιτρέπεται µόνον εις την περίπτωσιν των ρευµατοδοτών.
2. Άµεσος γείωσις.
Οσάκις ο δια την άµεσον γείωσιν χρησιµοποιούµενος αγωγός γειώσεως τοποθετείται ανεξαρτήτως των τροφοδοτικών αγωγών, η διατοµή αυτού δεν δύναται να είναι µικροτέρα των 2,5 τετρ. χιλ., εφ’ όσον είναι µεµονωµένος.
Οσάκις γίνεται χρήσις γυµνού χαλκίνου αγωγού γειώσεως ούτος δέον να έχη τουλάχιστον 6 τετρ. χιλ. εγκαθίσταται δε κατά τρόπον µη εκθέτοντα αυτόν ούτε εις µηχανικάς βλάβας ούτε εις διαβρώσεις. Ο γυµνός αγωγός γειώσεως δέον ωσαύτως να µη εφάπτεται ουδαµού ευφλέκτων τµηµάτων της οικοδοµής. Τα απρόσιτα ή υπόγεια τµήµατα του αγωγού γειώσεως δέον να παρουσιάζουν αγωγιµότητα ίσην προς την αγωγιµότητα ισοµήκους χαλκίνου αγωγού διατοµής 25 τετρ. χιλ.
Προκειµένου περί διατοµών µικροτέρων των 6 τετρ. χιλ. ο αγωγός γειώσεως πρέπει να είναι µεµονωµένος και εγκατεστηµένος ως οι ενεργοί αγωγοί. Ούτος δέον να είναι ευκόλως αναγνωρίσιµος και ως αγωγός της όλης εγκαταστάσεως και ειδικώτερον ως αγωγός γειώσεως.
Εντός ξηρών χώρων, ο αγωγός γειώσεως δύναται να τοποθετήται εντός µεταλλικών σωλήνων ή ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων. Εις τους υγρούς ή βεβρεγµένους χώρους οικιακής χρήσεως, δύναται να τοποθετήται εντός µεταλλικών σωλήνων ή µονωτικών µετά χαλυβδίνου οπλισµού υπό τον όρον να φέρη µονωτικόν περίβληµα. Εις τους λιπούς βεβρεγµένους χώρους, ο αγωγός γειώσεως δέον να εγκαθίσταται επί µονωτικών στηριγµάτων και να προστατεύεται δια µεταλλικών σωλήνων κατά τας διελεύσεις µέσω τοίχων ή δαπέδων.
Ο αγωγός γειώσεως δύναται να εγκαθίσταται εντός του αυτού σωλήνος µετά των ενεργών αγωγών υπό τον όρον να είναι της αυτής µε αυτούς µονώσεως και να είναι αναγνωρίσιµος καθ’ όλον αυτού το µήκος εκ του κιτρίνου αυτού χρώµατος. Εις τας κυρίας γραµµάς ως και εις τας διακλαδώσεις, ο αγωγός γειώσεως δέον να έχη την αυτήν µε τους ενεργούς αγωγούς διατοµήν µέχρι 16 τετρ. χιλ. Εάν η διατοµή των ενεργών αγωγών υπερβαίνει τα 16 τετρ. χιλ., η διατοµή του αγωγού γειώσεως δύναται να ελαττωθή µέχρι τα 50% της τοιαύτης των ενεργών αγωγών, χωρίς εν τούτοις να κατέρχεται κάτω των 16 τετρ. χιλ.
Όσον αφορά την απόζευξιν του αγωγού γειώσεως, εις την προκειµένην περίπτωσιν (άµεσος γείωσις) ισχύουν τα εις το τέλος της παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου αναφερόµενα.
3. Γείωσις µέσω αποζεύκτου διαφυγής.
Προκειµένου περί γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής, το µέγεθος του αγωγού γειώσεως επί της βοηθητικής γης διέπεται υπό ειδικών διατάξεων (βλέπε Παράρτηµα ΙΙ).
Επεξήγησις : Οσάκις αγωγός γειώσεως, µικροτέρας διατοµής των 2,5 τετρ. χιλ., είναι εγκατεστηµένος οµού µετά των ενεργών αγωγών, από τινος δε σηµείου και πέραν ακολουθεί ιδίαν διαδροµήν, τουτέστιν δεν περικλείεται πλέον εντός του αυτού σωλήνος ή περιβλήµατος, η διατοµή αυτού καθ’ όλην την ανεξάρτητην ταύτην διαδροµήν πρέπει να είναι τουλάχιστον 2,5 τετρ. χιλ.
Ως βεβρεγµένοι χώροι οικιακής χρήσεως, κατά την έννοιαν της παραγρ. 2, νοούνται, επί παραδείγµατι, τα ιδιωτικά πλυντήρια, ως και άλλοι χώροι του αυτού είδους, οίτινες είναι βεβρεγµένοι επί βραχύ µόνον διάστηµα δυνάµενοι ακολούθως να ξηρανθούν εις τρόπον, ώστε ο αγωγός να µη διατρέχη τον κίνδυνον καταστροφής εκ διαβρώσεων.
Η εντός σωλήνος εγκατάστασις του αγωγού γειώσεως, αντί τοποθετήσως αυτού επί µονωτήριον, δύναται να προβλεφθή εις τους ανωτέρω χώρους παντού όπου υπάρχει κίνδυνος µηχανικής αυτού φθοράς.
Η γείωσις µετασχηµατιστών, των οποίων το κύκλωµα υψηλής τάσεως είναι γειωµένον, δέον να πληροί τους όρους του άρθρου 116.
Το κίτρινον χρώµα δέον να µη χρησιµοποιήται δι’ ουδένα έτερον αγωγόν των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων πλην του αγωγού γειώσεως.
1. ∆ια την διατοµήν του ουδετέρου αγωγού, πλην της περιπτώσεως της ουδετερώσεως, ισχύουν τα εν τω άρθρω 159 αναφερόµενα, ενώ εις περίπτωσιν εφαρµογής της ουδετερώσεως ισχύουν τα εν τω εδαφίω β΄ της παραγρ. Β΄ του άρθρου 19 αναφερόµενα. ∆ια την µόνωσιν του ουδετέρου και τον τρόπον εγκαταστάσεως αυτού εις περίπτωσιν ουδετερώσεως, ισχύουν τα εν τη παραγρ. 1 του άρθρου 21 αναφερόµενα δια τον αγωγόν γειώσεως. Εις τας λοιπάν περιπτώσεις, ο δεύτερος αγωγός, εφ’ όσον χρησιµοποιείται δια την διέλευσιν ρεύµατος, δέον να παρουσιάζη την αυτήν µόνωσιν προς τους ενεργούς αγωγούς του κυκλώµατος αυτού.
Ειδικώτερον, δια πολυφασικάς γραµµάς, βλέπε άρθρον 136. Οι µεµονωµένοι ουδέτεροι αγωγοί οι εγκατεστηµένοι κεχωρισµένως είτε οµού µετά των ενεργών αγωγών δέον να είναι χρώµατος τεφρόχρου καθ’ όλον αυτών το µήκος. (Το κυανούν χρώµα δέον να µη χρησιµοποιήται δι’ οιονδήποτε αγωγόν εσωτερικών ηλ. εγκαταστάσεων).
2. ∆ια την απόζευξιν του ουδετέρου αγωγού βλέπε εδάφιον ε΄ της παραγρ. Β΄ του άρθρου 19 και άρθρα 43 και 44.
Επεξήγησις : Το τεφρόχρουν χρώµα δέον να µη χρησιµοποιήται δι’ ουδένα έτερον αγωγόν των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων πλην του ουδετέρου.
1. Η άµεσος γείωσις ή και η γείωσις επί του ουδετέρου των φορητών ή κινητών συσκευών καταναλώσεως δέον να επιτελήται µέσω του ειδικού βοηθητικού αγωγού, ενσωµατουµένου εις την σειρίδα διατοµης και µονώσεως τουλάχιστον ίσης προς την των ενεργών αγωγών. Ο αγωγός ούτος θα φέρη το διακρτιτικόν χρώµα του αγωγού γειώσεως (βλ. άρθρον 21).
Αντιθέτως, προκειµένου περί συσκευών µονίµως εγκατεστηµένων εις σταθεράν θέσιν, και των οποίων µόνον η προς το δίκτυον σύνδεσις είναι κινητή ή φορητή, η άµεσος γείωσις ή η γείωσις αυτών επί του ουδετέρου δύναται να γίνη µέσω σταθερού αγωγού γειώσεως ανεξαρτήτου της τροφοδοτικής σειρίδος.
2. Η σύνδεσις του αγωγού γειώσεως της φορητής ή κινητής σειρίδος προς την σταθεράν γραµµήν γειώσεως, δέον να επιτελήται µέσω ειδικών επαφών του ρευµατολήπτου και ρευµατοδότου. Η κατασκευή του ρευµατοδότου και ρευµατολήπτου δέον να είναι τοιαύτη, ώστε η άµεσος γείωσις ή η µέσω του ουδετέρου τοιαύτη, να συντελήται υποχρεωτικώς προ της θέσεως υπό τάσιν της συσκευής, να είναι δε αδύνατος πάσα εναλλαγή της θέσεως του ρευµατολήπτου κατά την εισαγωγήν αυτού εντός του ρευµατοδότου.
3. Αι διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 δέον να πληρούνται δια του εφοδιασµού απάντων των γειώσεων (λόγω υπάρξεως κινδύνου κατά το άρθρον 9) φορητών ή κινητών συσκευών καταναλώσεως των πωλουµένων εις το εµπόριον δια ρευµατοληπτών µετ’ ειδικής επαφής γειώσεως.
Επεξήγησις: Άµεσος συνέπεια της απαιτήσεως της παραγρ. 3, ήτοι της διαθέσεως εν τω εµπορίω πασών των γειωτέων φορητών ή κινητών συσκευών καταναλώσεως µετά ρευµατοληπτών µετ’ επαφής γειώσεως, είναι η ανάγκη προβλέψεως εις τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις πάντων των ρευµατοδοτών ωσαύτως µετ’ επαφής γειώσεως και καταλλήλων προς υποδοχήν των ως άνω ρευµατοληπτών, αλλά και των διπολικών τοιούτων των µη γειωτέων (λόγω µη υπάρξεως κινδύνου κατά το άρθρον 9) συσκευών. Όσον αφορά τας λήψεις ρεύµατος βλέπε και τα άρθρα 62 και 63.
1. Εις τας εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις έναντι της γης δεν υπερβαίνει τα 250 βολτ, εξαιρέσει των περιπτώσεων της παραγρ. 2, επιτρέπεται η σύνδεσις της γραµµής γειώσεως επί των υδροσωλήνων και δη προ του σηµείου εισόδου αυτών εις τον µετρητήν ύδατος και όσον το δυνατόν πλησιέστερον της εισαγωγής εντός του κτιρίου. Εν τοσούτω, η συγκατάθεσις της υπηρεσίας υδρεύσεως τυγχάνει απαραίτητος προς τούτο.
2. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, εφ’ όσον και η υπηρεσία υδρεύσεως συγκατατίθεται εις τούτο, δύναται να επιτραπή η σύνδεσις της γραµµής γειώσεως επί των υδροσωλήνων και εις σηµείον κείµενον µετά τον µετρητήν. Εν τοιαύτη όµως περιπτώσει απαιτείται επί πλέον, όπως τα εκατέρωθεν των διαφόρων συνδέσµων τµήµατα των σωληνώσεων, από του σηµείου προσαγωγής εις τον µετρητήν, γεφυρωθούν αγωγίµως, εφ’ όσον ενδέχεται να παρουσιάσουν απαραδέκτως µεγάλην αντίστασιν εις την δίοδον του ρεύµατος, να εξασφαλισθή δε η κατά τρόπον µόνιµον πλήρωσις των όρων του άρθρου 21. Επί πλέον των ανωτέρω, απαιτείται και η γεφύρωσις του µετρητού ύδατος µέσω χαλκίνου σύρµατος ή ταινίας διατοµής τουλάχιστον 16 τετρ. χιλ., εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η ηλεκτρική συνέχεια εις περίπτωσιν αφαιρέσεως του µετρητού. Αφ’ ετέρου, η τοιαύτη γεφύρωσις του µετρητού ύδατος είναι εξ ίσου αναγκαία και δια την περίπτωσιν, καθ’ ήν συσκευαί καταναλώσεως γειωθείσαι επί του ουδετέρου ευρίσκονται, ως εκ του προορισµού των, εν επαφή µετά της σωληνώσεως ύδατος (π.χ. η περίπτωσις θερµοσιφώνων γειωµένων επί του ουδετέρου).
3. Το σηµείον συνδέσεως του αγωγού γειώσεως µετά της σωληνώσεως ύδατος δέον να εκλεγή καταλλήλως, ώστε να είναι ευδιάκριτον και ευκόλως προσιτόν προς έλεγχον.
Επεξήγησις : Οσάκις εις το εσωτερικόν κτιρίου, τµήµα του υδροσωληνώσεως χρησιµοποιείτε ως αγωγός γειώσεως, η βραχυκύκλωσις των διαφόρων συνδέσµων, γωνιών και επιστοµίων τυγχάνει απαραίτητος, εκτός εάν, δια τινος αυστηράς µεθόδου, εξηκριβώθη η πλήρωσις των διατάξεων του άρθρου 21.
Της συνδέσεως του αγωγού γειώσεως επί υδροσωλήνων δέον να προηγήται συνεννόησις µετά της υπηρεσίας υδρεύσεως.
Αι τοιαύται ιδιωτικαί συνεννοήσεις δύνανται να υποκατασταθούν από γενικωτέραν συµφωνίαν µεταξύ ηλεκτρικών εταιρειών και της υπηρεσίας υδρεύσεως της υπ’ αυτών εξυπηρετουµένης περιοχής.
1. Ως ηλεκτρόδια γειώσεως δύνανται να χρησιµοποιηθούν τα ακόλουθα:
α) Υδροσωλήνες καθ’ ολοκληρίαν µεταλλικοί, εγκατεστηµένοι εντός του εδάφους, των οποίων όλαι αι συνδέσεις να είναι αγώγιµοι.
β) Μεταλλικαί πλάκες, ταινίαι, ράβδοι ή σωλήνες κεχωρισµένοι εντός του εδάφους, συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 27. Συνιστάται, κατά προτίµησιν, η χρησιµοποίησις ράβδων ή σωλήνων.
2. Η σύνδεσις του αγωγού γειώσεως µετά του ηλεκτροδίου γειώσεως θέλει εκτελεσθή µέσω ειδικού συνδετήρος (π.χ., εις περίπτωσιν γειώσεως επί υδροσωλήνος, δι’ ειδικού περιλαιµίου) εξασφαλίζοντος ικανοποιητικήν σύσφιγξιν.
Επεξήγησις: Η γείωσις επί γειτνιαζούσης υπογείου υδροσωληνώσεως είναι κατ’ αρχήν η προτιµοτέρα και ασφαλεστέρα γείωσις. Το σηµείον συνδέσεως του αγωγού γειώσεως επί του υδροσωλήνος δέον να εκλέγεται όσον το δυνατόν πλησιέστερον της εισαγωγής του υδροσωλήνος εις το κτίριον.
Η σύνδεσις του αγωγού γειώσεως προς τον υδροσωλήνα θα εκτελήται δια περιλαιµίου συσφίγξεως απαρτιζοµένου εξ ορειχαλκίνου ελάσµατος ή χαλυβδίνου επιψευδαργυρωµένου, προκειµένου περί συνδέσεως επί σιδηροσωλήνων. Προκειµένου περί συνδέσεως επί χαλκίνων σωλήνων, το υλικόν του ελάσµατος θα πρέπει να είναι µόνον ο ορείχαλκος. Αι ελάχισται διαστάσεις των περιλαιµίων, εις αµφοτέρας τας περιπτώσεις, θα είναι πλάτους ελάσµατος 25 χιλ. και πάχους 1 χοιλ., εφ’ όσον δεν υφίσταται κίνδυνος διαβρώσεως. Εάν υφίσταται κίνδυνος διαβρώσεως, το πλάτος θα είναι 50 χιλ. και το πάχος 2 χιλ. κατ’ ελάχιστον. Η σύσφιγξις δια µεν τα περιλαίµια πλάτους 25 χιλ. θα επιτυγχάνεται δια 2 τουλάχιστον κοχλιών, δια δε τα περιλαίµια πλάτους 50 χιλ. θα επιτυγχάνεται δια 4 τουλάχιστον κοχλιών. Το περιλαίµιον θα προσαρµόζεται εις ευκόλως προσιτόν µέρος της σωληνώσεως κατόπιν επιµελούς καθαρισµού.
Πάσα εντός του εδάφους σύνδεσις, ευθύς µετά την εκτέλεσιν αυτής, δέον να επιχρίεται αντιδιαβρωτικώς και να επικαλύπτεται δια πισσωµένης ή ασφαλτωµένης ιούτης κατά τρόπον αποκλείοντα την οξείδωσιν.
1. Κατά την εκλογήν και διάταξιν των ηλεκτροδίων γειώσεως δέον όπως λαµβάνωνται υπ’ όψιν αι τοπικαί συνθήκαι, η σύστασις του εδάφους και η επιτρεποµένη αντίστασις γειώσεως.
Η αντίστασις γειώσεως των ηλεκτροδίων εξαρτάται εκ του είδους και της συστάσεως του εδάφους (ειδική αντίστασις εδάφους) και ειδικώς εκ των γραµµικών διαστάσεων (µήκος ταινίας, ράβδου, σωλήνος, διαγώνιος πλακός) και της διατάξεως των ηλεκτοδίων.
Η ειδική αντίστασις του εδάφους υφίσταται ισχυράς διακυµάνσεις. Ο επόµενος πίναξ περιέχει µέσας τιµάς αυτής, δια διάφορα είδη εδαφών.
2. α) Ο επόµενος πίναξ περιέχει εµπειρικάς τιµάς αντιστάσεων γειώσεως δια διάφορα ηλεκτρόδια. Αι τιµαί του εποµένου πίνακος, στήλαι 2 έως 5, αναφέρονται εις εκτεταµένην διάταξιν γειωτών ταινίας, ότε επιτυγχάνεται η µικροτέρα αντίστασις γειώσεως. Έτεροι τρόποι τοποθετήσεως, π.χ. κυµατοειδώς ή κατά διαγώνιον (Ζίγκ-Ζάγκ) έχουν, δια το αυτό µήκος ταινίας, µίαν υψηλοτέραν αντίστασιν γειώσεως.
Ηλεκτρόδια ταινίας είναι ηλεκτρόδια αποτελούµενα εκ ταινίας, εκ κυλινδρικής ράβδου ή συρµατοσχοίνου, άτινα τοποθετούνται εις µικρόν βάθος εντός του εδάφους. Ταύτα είναι δυνατόβν να τοποθετηθούν εκτεταµένα ή και εν ακτινωτή, δακτυλοειδεί ή βροχοειδεί διατάξει ή κατά συνδυασµόν τούτων.
Τα ηλεκτρόδια εκ ταινίας δέον όπως τοποθετούνται εν γένει εις βάθος 0,5 έως 1 µ., όταν αι συνθήκαι του εδάφους το επιτρέπουν. ∆έον να λαµβάνετα υπ’ όψιν η εξάρτησις της αντιστάσεως γειώσεως εκ της περιεκτικότητος του ανωτέρου στρώµατος του εδάφους εις υγρασίαν και εκ του παγετού.
Εις τα ακτινωτώς τοποθετηµένα ηλεκτρόδια δέον όπως η γωνία µεταξύ γειτονικών ακτίνων µη υπερβαίνη τας 600.
β) Τα ραβδοειδή ηλεκτρόδια είναι σωλήνες ή ράβδοι εκ χάλυβος τυποποιηµένης διατοµής, άτινα εµπήγνυνται εντός του εδάφους.
Τα ραβδοειδή ηλεκτρόδια δέον, όπως εµπήγνυνται κατά το δυνατόν κατακορύφως εντός της γης. Το µήκος των εξαρτάται εκ της απαιτουµένης αντιστάσεως γειώσεως.
Εάν απαιτούνται περισσότερα ραβδοειδή ηλεκτρόδια προς επίτευξιν της απαιτουµένης χαµηλής αντιστάσεως γειώσεως, τότε δέον να επιζητήται µία ελαχίστη αµοιβαία απόστασις, ίση προς το διπλάσιον µήκος ενός µεµονωµένου ηλεκτροδίου.
Εάν τα παραλληλισµένα ραβδοειδή ηλεκτρόδια δεν είναι ενεργά καθ’ όλον αυτών το µήκος (π.χ. εις την περίπτωσιν απεξηραµένης ή παγωµένης άνω επιφανείας του εδάφους), τότε δέον να εκλέγεται ως ελαχίστη απόστασις το διπλάσιον ενεργόν µήκος.
(γ) Ηλεκτρόδια εν είδει πλακός είναι ηλεκτρόδια εκ φύλλων µετάλλων (πλήρων, διατρήτων ή εξελασθέντων).
Τα ηλεκτρόδια εν είδει πλακός δέον να τοποθετούνται κατακορύφως εντός του εδάφους.
Αι διαστάσεις των εξαρτώνται εκ της απαιτουµένης αντιστάσεως γειώσεως. Εν γένει, πλάκες 1000 χιλ. Χ 500 χιλ. είναι συνήθεις. Η άνω πλευρά της πλακός δέον όπως ευρίσκεται τουλάχιστον 1 µ. κάτωθεν της επιφανείας της γης.
Εάν εγκατασταθούν πλείονα ηλεκτρόδια εκ πλακών, προς επίτευξιν µιας χαµηλής αντιστάσεως γειώσεως, τότε συνιστάται µία αµοιβαία απόστασις αραιώσεως εκ τουλάχιστον 3µ.
3. (α) Ως υλικόν ηλεκτροδίων είναι σκόπιµον να χρησιµοποιείται γαλβανισµένος ή κεχαλκωµένος χάλυψ ή χαλκός, εφ’ όσον αι τοπικαί συνθήκαι (π.χ. εις χηµικάς εκµεταλλεύσεις) δεν επιβάλλουν έτερον υλικόν. Αι ελάχισται διαστάσεις ηλεκτροδίων δέον να λαµβάνωνται εκ του εποµένου πίνακος. Αύται δεν πρέπει να είναι µικρότεραι, λαµβανοµένων υπ’ όψιν της διαβρώσεως και της ικανότητος φορτίσεως δια ρεύµατος.
(*) Αι διαστάσεις των τυποποιηµένων διατοµών θα καθωρίζωνται υπό του διανοµέως της ηλεκτρικής ενεργείας.
(β) Όταν αναµένεται µία ισχυροτέρα διάβρωσις εντός του εδάφους ή χρησιµοποιούνται ως ηλεκτρόδια αγαλβάνιστοι χαλυβδοσωλήνες, ελάσµατα ή συρµατόσχοινα, τότε συνιστάται η χρησιµοποίησις µιας διατοµής κατά 1,5 φοράς µεγαλυτέρας της διδοµένης υπό του πίνακος της παραγρ. 3.
(γ) Ελαφρά µέταλλα δύνανται να τοποθετηθούν εντός του εδάφους µόνον όταν ταύτα αποδεικνύονται ως πολύ ανθεκτικώτερα του χάλυβος ή του χαλκού, εντός ωρισµένου εδάφους.
1. Απαγορεύεται η δια την γείωσιν προστασίας των εσωτερικών εγκαταστάσεων χρησιµοποίησις των σωληνώσεων θερµάνσεως και θερµού ύδατος, των σωληνώσεων αεριόφωτος, των γραµµών γειώσεως των κυκλωµάτων ασθενών ρευµάτων και των γραµµών γειώσεως των αλιξικεραύνων.
Επεξήγησις : Αι γραµµαί γειώσεως λειτουργίας των ραδιοφωνικών εγκαταστάσεων υπάγονται εις τας των ασθενών ρευµάτων, µη δυνάµεναι να χρησιµοποιηθούν προς γείωσιν εγκαταστάσεων ισχυρών ρευµάτων.
Παράγραφος 1: αµετάβλητος.
Παράγραφος 2:
2. Οι επί της οπισθίας πλευράς του πίνακος ακροδέκται και κοχλίαι συνδέσεως των οργάνων και αγωγών δέον να δύνανται να επιθεωρηθούν και εν ανάγκη να συσφιγχθούν χωρίς προς τούτο να παραστή ανάγκη µετατοπίσεως του πίνακος (εάν ούτος είναι σταθερός).
Παράγραφος 3 : αµετάβλητος.
Επεξήγησις: Ο βασικός όρος, τον οποίον δέον να πληρούν αι εγκαταστάσεις
ζεύξεως δεν είναι η συµµετρική διάταξις των οργάνων, αλλά η εύληπτος τοποθέτησις αυτών. Αι περιτταί διασταυρώσεις πρέπει να αποφεύγωνται.
Ίνα οι εις την οπισθίαν πλευράν του πίνακος (εάν είναι σταθερός και άνευ αφαιρετών εµπροσθίων πλαισίων) κείµεναι ακροδέκται και κοχλίαι συνδέσεως δύνανται να επιθεωρηθούν ευκόλως και εν ανάγκη να συσφιχθούν, θα απαιτηθή γενικώς όπως η απόστασις της οπισθίας πλευράς του πίνακος από του τοίχου είναι ίση προς το 1/3 της µικροτέρας πλευράς του πίνακος, οπωσδήποτε δε ουχί µικροτέρα των 10 εκ.
Εκ τοσούτω, επιτρέπεται και µικροτέρα απόστασις, εν η περιπτώσει ειδικαί διατάξεις επιτρέπουν τον εύκολον έλεγχον των συνδέσεων (βλέπε άρθρον 32 παρ. 4).
Παράγραφοι 1 και 2: αµετάβλητοι.
Παράγραφος 3:
3. Οι πίνακες δέον να εγκαθίστανται εις επαρκή από του τοίχου απόστασιν, ώστε να πληρούνται τα υπό των παραγράφων 1 και 2 οριζόµενα, εκτός εάν ειδικός τρόπος εγκαταστάσεως επιτρέπει την εύκολον επιθεώρησιν και σύσφιγξιν των συνδέσεων.
Παράγραφος 4:
4. Πλην των σταθερών, επιτρέπονται και ετέρων τύπων πίνακες (π.χ. περιστερφόµενοι, ανατρεπόµενοι, µετ’ αφαιρετών εµπροσθίων πλαισίων, κ.λπ.) εφ’ όσον ούτοι είναι αρµοδίως εγκεκριµένοι δια την προβλεποµένην χρήσιν, οίτινες, λόγω πληρώσεως των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2, δύνανται να εγκαθίστανται εις οσονδήποτε µικράν από του τοίχου απόστασιν ή και χωνευτοί εντός αυτού.
Επεξήγησις: Οσάκις όπισθεν των σταθερών και άνευ αφαιρετών εµπροσθίων πλαισίων πινάκων ευρίσκονται µόνον αγωγοί, ουχί δε και ακροδε΄κετια ή εν΄ώσες, µία απόστασιις από του τοίχου ήσισιη προς το 1/5 της µικροτέρας αυτών πλευράς είανι υνήθως επαρκής.
Εν τοσούτω, δια τους εν λόγω πίνακας, οσονδήποτε µικροί και αν είναι ούτοι, η απόστασις αύτην δεν δύναται να είναι µικροτέρα των 4 εκατ. Όσον αφορά τους πίνακας, εις το οπίσθιον µέρος των οποίων δεν υπάρχουν ούτε αγωγός ούτε ακροδέκτης, ούτοι δύνανται και να εφάπτωνται τοιχοποιίας ή τοιχωµάτων εξ ετέρου ακαύστου υλικού. ∆ια ξύλινα τοιχώµατα, απόστασις 1 εκ. από της ακαύστου αυτών επανδρώσεως (της παρ. 2 του άρθρου 29) είναι επαρκής.
Όπως αποφευχθούν τα όπισθεν του πίνακος βραχυκυκλώµατα προς την γην, η µεταλλική επένδυσις των ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων δέον να αφαιρήται ή να µονούται. Αφ’ ετέρου, δέον, όπως καταβάλλεται η µεγαλυτέρα δυνατή προσοχή εις την διατήρησιν της µεταξύ των αγωγών αποστάσεως, ως και της µεταξύ αγωγών και των µετά της γης αγωγίµως συνδεδεµένων στοιχείων (τοιχοποιίας, πλαισίων, εξαρτηµάτων, κ.λπ.).
Παράγραφος 1:
1. Πάντες οι υπό τάσιν αγωγοί των πινάκων ζεύξεως ή διανοµής αναχωρουσών γραµµών πρέπει να προστατεύωνται δι’ ασφαλειών και να είναι αποσυνδέσιµοι εφ’ όλων των πόλων, χωρίς να παρίσταται προς τούτο ανάγκη αποκοπής ή αποκολλήσεως των αγωγών ή µετατοπίσεως του πίνακος (εάν ούτος είναι σταθερός).
Παράγραφος 2:
2. ∆ια την παρεµβολήν προστατευτικών διατάξεων έναντι υπερεντάσεων εις τον ουδέτερον αγωγόν και εις τον αγωγόν γειώσεως, βλέπε άρθρα 21 και 22.
Παράγραφος 1:
1. Ο ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός εκάστης αναχωρούσης γραµµής, εάν δεν είναι εφωδιασµένος µε ασφάλειαν ή αυτόµατον διακόπτην, δέον να είναι εφωδιασµένος µε άτηκτον σύνδεσµον (γεφυροσύνδεσµον) ευκόλως αναγνωρίσιµον και εγκατεστηµένον εις την εµπροσθίαν όψιν του πίνακος, όσον το δυνατόν πλησιέστερον προς τα λοιπά όργανα της αναχωρούσης γραµµής.
Παράγραφος 2: Αµετάβλητος.
Παράγραφος 3: Καταργείται.
Επεξήγησις : Απλή σύνδεσις δια κοχλίου ή περικοχλίου δεν είναι δεκτή, ίνα υποκαταστήση γεφυροσύνδεσµον,. «Πωµατοσύνδεσµοι» δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιούνται εις ασφαλειοθήκας, ειµή µόνον εις παλαιάς εγκαταστάσεις και δη εφ’ όσον είναι κατασκευασµένοι εις τρόπον, ώστε η αφαίρεσις αυτών να απαιτή την χρήσιν εργαλείου (κοχλιοστροφίου, κλειδός, κ.λπ.). Επί πλέον, ούτοι δέον να µη αποχλιώνται υπό των κραδασµών. Απλά πλακίδια στρεφόµενα ή αφαιρετικά εγκατεστηµένα εις την οπίσθιαν όψιν του πίνακος µεταξύ δύο περικοχλίων δύνανται κατ’ εξαίρεσιν να γίνουν δεκτά ως γεφυροσύνδεσµοι του ουδετέρου, εφ’ όσον ο µέσω αυτών διαχωρισµός θα συντελήται χωρίς να λαµβάνη χώραν αποσύνδεσις των αγωγών εκ των περικοχλίων και υπό τον όρον ότι αλλεπάλληλοι συνδέσεις και αποσυνδέσεις δεν θα είναι δυνατόν να προκαλέσουν φθοράν των άκρων των αγωγών.
Η κατά λάθος αποσύνδεσις γειωµένου ουδετέρου ή µεσαίου αγωγού δύναται, εις ωρισµένας περιπτώσεις, να δηµιουργήση σοβαρούς κινδύνους. Ούτος είναι ο λόγος δια τον οποίον οι γεφυροσύνδεσµοι των αγωγών τούτων πρέπει να διαστέλλωνται ευκόλως από τους των λοιπών αγωγών.
Ακροδέκται Γειώσεως.
Παράγραφοι 1, 2: αµετάβλητοι.
Παράγραφος 3:
3. Αι µετά µεταλλικού περιβλήµατος συσκευαί δέον να είναι εφωδιασµέναι δι’ ειδικού ακροδέκτου γειώσεως, εφ’ όσον τούτο απαιτείται υπό των διατάξεων του άρθρου 17.
Επεξήγησις: Η προστασία κατά της ακουσίας επαφής δύναται να επιτευχθή είτε δια ακαταλλήλου τρόπου κατασκευής είτε δια περικαλύψεως. ∆ια µικράς συσκευάς συνιστάται η χρήσις µονωτικών περικαλυµµάτων. Αι θέσεις συνδέσεως του αγωγού γειώσεως πρέπει να είναι χρώµατος κιτρίνου ή να χαρακτηρίζωνται δια του συµβόλου γειώσεως. Οι ακροδέκται γειώσεως δύνανται να είναι κατασκευασµένοι εκ στιβωλµένου ορειχάλκου, εφ’ όσον οι ακροδέκται των ενεργών αγωγών διακρίνονται σαφώς δι’ επινικελώσεως, χρωµατισιµου, κ.λπ.
Οι ουδέτεροι ή µεσαίοι αγωγοί, εάν χρησιµοποιώνται δια την προστασίαν, δέον να µη δύνανται να διακόπτωνται εκτός εάν χρησιµοποιούνται ρευµατοδόται.
Εις δίκτυα όπου εφαρµόζεται η ουδετέρωσις, οι ουδέτεροι ή µεσαίαι αγωγοί, ακόµη και αν δεν χρησιµοποιούνται προς προστασίαν, δέον να µη δύνανται να διακόπτωνται, πλην της µέσω ρευµατοδοτών διακοπής και της κατωτέρω αναφεροµένης περιπτώσεως.
Εις χώρους παρουσιάζοντας κινδύνους εκρήξεων, οι ουδέτεροι ή µεσαίοι αγωγοί οίτινες δεν χρησιµοποιούνται προς προστασίαν, δέον να δύνανται να διακόπτωνται.
Οι ουδέτεροι ή µεσαίοι αγωγοί εις δίκτυα όπου εφαρµόζεται άµεσος γείωσις ή αποζεύκτης διαφυγής, δέον να δύνανται να διακόπτωνται, εκτός εάν πρόκειται δι’ εγκαταστάσεις φωτισµού εντός χώρων άνευ κινδύνων διαβρώσεως.
Επεξήγησις: ∆εν είναι πάντοτε κατορθωτή ή µέσω διακοπών τινων πεδήσεως, ρυθµίσεως ή εκκινήσεως διακοπή πάντων των πόλεων (περίπτωσις διακοπών συσκευών τινών εψήσεως ή θερµάνσεως, θερµοσιφώνων, κινητήρων µεταβλητής ταχύτητος, ανυψωτικών µηχανηµάτων, κ.λπ.). Εις τας περιπτώσεις όµως ταύτας, είναι δυνατήν η εγκατάστασις εγγύτατα προς τον εν λόγω διακόπτην, ετέρου βοηθητικού διακόπτου ή λήψεως ρεύµατος εξασφαλιζούσης την επί πάντων των πόλεων διακοπήν.
Οσάκις ο ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός διακόπτεται υπό διακόπτου (αυτοµάτου ή µη), η λειτουργία του διακόπτου τούτου δέον να είναι τοιαύτη, ώστε να συνεπάγεται ασφαλώς και την σύγχρονον διακοπήν πάντων των ενεργών αγωγών του κυκλώµατος, εις το οποίον ανήκει ο ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός.
Παράγραφοι: 1 και 2: αµετάβλητοι.
Παράγραφος 3:
3. Του αυτοµάτου πάσης διακλαδώσεως, ονοµαστικής εντάσεως µέχρις 25 αµπέρ, δέον, γενικώς, να προηγήται ασφάλεια µετά συντηκτικού ταχείας τήξεως, ονοµαστικής εντάσεως ουχί ανωτέρας των 60 αµπέρ ή µετά συντηκτικού βραδείας τήξεως ονοµαστικής εντάσεως ουχί ανωτέρας των 40 αµπέρ.
Επεξήγησις: Αι διατάξεις της παραγρ. 1 ισχύουν επίσης και δια τα βοηθητικά κυκλώµατα. Αντιθέτως, δι’ εγκαταστάσεις θερµού ύδατος ή παραγωγής ατµού, τα βοηθητικά κυκλώµατα πρέπει να πληρούν τους όρους του άρθρου 101.
Αι διατάξεις της παραγρ. 2 δέον να τηρούνται απαρεγκλίτως προκειµένου περί των κυρίων ασφαλειών εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων τροφοδοτουµένων παρά κοινοχρήστων δικτύων. Αντιθέτως, προκειµένου περί βιοµηχανικών εγκαταστάσεων, των οποίων οι ίδιοι υποσταθµοί µετασχηµατισµού περιλαµβάνονται εις την αυτήν οµάδα κτιρίων, η τοποθέτησις κυρίων ασφαλειών προ των κυρίων πινάκων διανοµής δεν είναι αναγκαία, εά και εφ’ όσον αι προσαγωγαί της χαµηλής τάσεως προστατεύωνται δι’ αυτοµάτων µεγίστου εγκατεστηµένων εντός των υποσταθµών µετασχηµατισµού.
Τον ρόλον της εις παραγρ. 3 προβλεποµένης ασφαλείας, ήτις προτάσσεται του αυτοµάτου προστασίας της γραµµής, δύναται, επί παραδείγµατι, να επιτελέση η κυρία ασφάλεια της εγκαταστάσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην, η ονοµαστική έντασις του συντηκτικού της ασφαλείας ταύτης δεν δύναται να υπερβή τα 60 αµπέρ, ει µή µόνον εάν ο αυτόµατος προστασίας της γραµµής είναι ικανός να επιτελή ικανοποιητικώς και την διακοπήν του ρεύµατος βραχυκυκλώσεως. Ο κατασκευαστής του αυτοµάτου πρέπει να αποδείξη δι’ ειδικής δοκιµής ότι του αυτοµάτου τούτου δύναται να προταχθή ασφάλεια µεγαλυτέρα των 60 αµπέρ.
Εν τοιαύτη περιπτώσει ο αυτόµατος δέον να φέρη ως επισήµανσιν την ονοµαστικήν έντασιν της µεγίστης δυναµένης να προσαχθή αυτού ασφαλείας.
Το τµήµα της γραµµής το συνδέον αυτόµατον διακόπτην διακλαδώσεως προς την προτασσοµένην αυτού ασφάλειαν δέον να κέκτηνται διατοµήν κατάλληλον δια την ονοµαστικήν έντασιν των συντηκτικών της ασφαλείας ταύτης (άρθρ. 126). Εν τοσούτω θέλει επιτραπή, όπως η διατοµή αύτη αντιστοιχή µόνον εις την ονοµαστικήν έντασιν του διακόπτου, εν η περιπτώσει το τµήµα της εν λόγω γραµµής είναι σταθερόν, µακράν παντός καυσίµου αντικειµένου, το δε µήκος του δεν υπερβαίνει το 1 µ. (παράγρ. 2, άρθρ. 59).
∆ια την επιλογήν της ονοµαστικής εντάσεως συντηρητικών άτινα προτάσσοντι των εντός κιβωτίων εγκατεστηµένων διακοπτών, ως π.χ. αυτοµάτων διακοπτών κινητήρων, βλέπε εξήγησιν άρθρου 107.
Οι αυτόµατοι διακόπται διακρίνονται, γενικώς, εις δύο κατηγορίας, ήτοι εις αυτοµάτους προστασίας γραµµών και εις αυτοµάτους προστασίας κινητήρων.
1) Αυτόµατοι διακόπται προστασίας γραµµών.
Εάν οι αυτόµατοι προστασίας γραµµών έχουν την απαιτουµένην, δια την θέσιν εγκαταστάσεως αυτών, ισχύν διακοπής, δεν είναι απαραίτητος η πρόταξις ασφαλειών, εάν οι αυτόµατοι προστασίας γραµµών δεν έχουν την απαιτουµένην, δια την θέσιν εγκαταστάσεως αυτών, ισχύν διακοπής τότε:
α) Εις αυτοµάτους ονοµαστικής εντάσεως µέχρις 25 αµπέρ, θα πρέπει να προστάσσωνται ασφάλειαι µετά συντηκτικού ταχείας τήξεως, ονοµαστικής εντάσεως ουχί ανωτέρας των 60 αµπέρ ή µετά συντηκτικού βραδείας τήξεως, ονοµαστικής εντάσεως ουχί ανωτέρας των 40 αµπέρ, έχουσαι την απαιτουµένην ισχύν διακοπής.
β) Εις αυτοµάτους ονοµαστικής εντάσεως µεγαλυτέρας των 25 αµπέρ, θα πρέπει να προτάσσωνται ασφάλειαι έχουσαι την απαιτουµένην ισχύν διακοπής, αι οποίαι θα λειτουργούν προ της λειτουργίας των αυτοµάτων διακοπτών δι’ εντάσεις βραχυκυκλώµατος υπερβαινούσας την ισχύν διακοπής των αυτοµάτων διακοπτών.
2) Αυτόµατοι διακόπται προστασίας κινητήρων.
Εάν δια την προστασίαν των κινητήρων, χρησιµοποιηθούν αυτόµατοι έχοντες την απαιτουµένην ισχύν διακοπής ισχύν διακοπής εις βραχυκύκλωµα, θα προτάσσωνται ασφάλειαι ονοµαστικής εντάσεως µη υπερβαινούσης το τριπλάσιον της ονοµαστικής εντάσεως του αυτοµάτου διακόπτου.
Εάν οι αυτόµατοι κινητήρων δεν έχουν την απαιτουµένην ισχύν διακοπής εις βραχυκύκλωµα, τότε αι προτασσόµεναι αυτών ασφάλειαι θα πρέπει να έχουν την απαιτουµένην ισχύν διακοπής και να λειτουργούν προ των αυτοµάτων διακοπτών, δι’ εντάσεις βραχυκυκλώµατος υπερβαινούσας την ικανότητα των αυτοµάτων. Αι µέγισται τιµαί των προτασσοµένων ασφαλειών ορίζονται εκάστοτε υπό των κατασκευαστών των αυτοµάτων διακοπτών, αλλά, εν πάση περιπτώσει, αύται δεν πρέπει να υπερβαίνουν το τριπλάσιον της ονοµαστικής εντάσεως των αυτοµάτων.
Και εις τας δύο ανωτέρω περιπτώσεις, θα γίνωνται δεκτά είτε αυτόµατοι γραµµών ή ασφάλειαι εγκατεστηµένα εις την αναχώρησιν της γραµµής εις την οποίαν είναι συνδεδεµένος ο αυτόµατος του κινητήρος, είτε ασφάλειαι εγκατεστηµέναι προ και πλησίον του αυτοµάτου του κινητήρος.
Παράγραφος 1:
1. Επί παντός αγωγοού φάσεως δέον να τοποθετήται ασφάλεια ή αυτόµατος µεγίστου:
∆ια τους µεσαίους ή ουδετέρους αγωγούς, βλέπε άρθρα 22, 36 και 44.
Παράγραφος 2: καταργείται.
Παράγραφοι: 1, 2, 3, 4, 5, 6 : αµετάβλητοι.
Επεξήγησις : Εις τινας περιπτώσεις συνιστάται η χρήσις ρευµατοδοτών φερόντων εξάρτηµα αναρτήσεως του ρευµατολήπτου, οσάκις ο τελευταίος δεν χρησιµοποιείται.
Παράγραφος 1:
1. Εις τας εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 50 βόλτ, οι ρευµατοδόται δέον να είναι εφβδιασµενοι δι’ ειδικής επαφής γειώσεως.
2. Άπασαι αι γειωτέαι (λόγω υπάρξεως κινδύνου κατά το άρθρον 9) συσκευαί αι διατιθέµεναι εν τω εµπορίω δέον να είναι εφωδιασµένοι δια σειρίδοςν, ήτις, πλην των αγωγών φάσεως ή και του ουδετέρου, θα φέρη αγωγόν γειώσεως, ως και δια ρευµατολήπτου µετ’ επαφής γειώσεως, συµφώνως προς το άρθρον 23.
3. Η ειδική επαφή γειώσεως των ρευµατοδοτών και ρευµατοληπτών δέον να είναι διατεταγµένη κατά τρόπον, ώστε ο αγωγός γειώσεως να µη δύναται εν ουδεµιά περιπτώσει να έλθη εις επαφήν προς τα υπό τάσιν στοιχεία, ακόµη και αν ούτος απεσυνδέετο εκ του εντός του ρευµατοδότου ή ρευµατολήπτου ακροδέκτου αυτού.
Επεξήγησις : αµετάβλητος.
Μανδάλωσις των Λήψεων Ρεύµατος Χρήσις ∆ιακόπτων.
Παράγραφος 1: αµετάβλητος.
Παράγραφος 2:
2. Εις εγκαταστάσεις εναλλασσοµένου ρεύµατος, δια την επί πάντων των πόλεων απόζευξιν φορητών συσκευών καταναλώσεως, δύνανται να χρησιµοποιηθούν οι εγκεκριµένου τύπου διπολικοί ρευµατοδόται και ρευµατολήπται 250 βόλτ, 6 αµπέρ ή 380 βόλτ, 10 αµπέρ µετ’ επαφής γειώσεως. ∆ι’ ενστάσεις υπερβαινούσας τα 10 αµπέρ, δέον να προστίθενται διακόπται διακοπής επί πάντων των πόλων, τοποθετούµενοι είτε επί της σταθεράς γραµµής προσαγωγής είτει επί της συσκευής καταναλώσεως.
Εις εγκαταστάσεις συνεχούς ρεύµατος, οι ρευµατοδόται και ρευµατολήπται δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν δια την επί πάντων των πόλων απόζευξιν συσκευών καταναλώσεως, των οποίων η ισχύς υπερβαίνει τα 1500 βάττ. Η ονοµαστική έντασις της συσκευής καταναλώσεως δεν πρέπει να υπερβαίνη την της λήψεως ρεύµατος.
Εις περίπτωσιν µακρών γραµµών προσαγωγής εις φορητούς κινητήρας, δέον να προβλέπεται και διακόπτης επί του κινητήρος.
Επεξήγησις: Ως ευκίνητοι συσκευαί καταναλώσεως θεωρούνται αι λυχνίαι χειρός, αι φορηταί λυχνίαι, τα σίδηρα σιδηρώµατος, οι ηλεκτρικοί βραστήρες, τα ηλεκτρικά εργαλεία χειρός, κ.λπ. Ως δυσκίνητοι συσκευαί καταναλώσεως θεωρούνται οι κινητήρες, αι µεγάλαι συσκευαί θερµάνσεως, κ.λπ. Η απαγόρευσις της µανδαλώσεως των ρευµατοληπτών των ευκινήτων συσκευών αποσκοπεί εις την εξασφάλησιν, εις τον χειριζόµενον ταύτην, της δυνατότητος εξαγωγής του ρευµατολήπτου δι’ απλής έλξεως της σειρίδος, εις περίπτωσιν καθ’ ην ήθελεν προσβληθή τις υπό του ηλεκτρικού ρεύµατος, λόγω βλάβης της µονώσεως της συσκευής καταναλώσεως ή της σειρίδος. Όσον αφορά τους µανδαλωµένους ρευµατολήπτας, τους προβλεποµένους δια χώρους υποκειµένους εις εκρήξεις, βλέπε άρθρον 246.
Παράγραφος 1:
1. Ο καλύτερος τρόπος προστασίας προσώπων χρησιµοποιούντων εντός µη ξηρών και άνευ µονωτικού δαπέδου χώρων φορητάς συσκευάς καταναλώσεως µετά µεταλλικού σκελετού, τας οποίας κατά την χρήσιν δράττοµεν, έγκειται εις την χρησιµοποίησιν υποβιβασθείσης τάσεως. Εν τοσούτω, οσάκις θα είµεθα υποχρεωµένοι να τροφοδοτούµεν τοιαύτην συσκευήν καταναλώσεως υπό τάσιν µεγαλυτέραν των 50 βολτ, ο σκελετός αυτής δέον να γειούται συµφώνως τω άρθρω 17, επί πλέον δε αύτη να εφωδιάζηται, κατά το δυνατόν, και δια µονωτικών λαβών.
Παράγραφος 2, 3: αµετάβλητοι.
Επεξήγησις : αµετάβλητος.
Άρθρον: αµετάβλητον.
Επεξήγησις: Συγκαταλέγονται µεταξύ των προσκαίρως υγρών χώρων και οι κάτωθι:
τα µαγειρεία των διαµερισµάτων, τα σιδηρωτήρια, αι βεράντες, κ.λπ.
Εντός χώρων µετά βεβρεγµένου δαπέδου, η χρήσις λυχνιών δι’ αναρτήσεως ή µετ’ αντιβάρου απαγορεύεται.
1. Γενικώς, η απ’ ευθείας ζεύξις των αθυρµάτων προς τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις απαγορεύεται. Εξαιρέσει των θερµικών αθυµάτων, ταύτα δέον να λειτουργούν υπό τάσιν µέχρι 36 βόλτ το πολύ.
2. Τα θερµικά αθύρµατα ισχυράς κατασκευής δύνανται να ζευχθούν απ’ ευθείας προς εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις τάσεως µέχρι 250 βολτ, εάν και εφ’ όσον έχη προηγηθή κατάλληλος δοκιµή των υλικών αυτών, εκ της οποίας να έχη προκύψει ότι ταύτα πληρούν τους απαιτουµένους όρους.
3. Τα αθύρµατα δύνανται να τροφοδοτηθούν µέσω µετασχηµατιστών µικράς ισχύος των οποίων η δευτερεύουσα τάσις εν κενώ να µη υπερβαίνη τα 36 βόλτ, και υπό τον όρον όπως οι µετασχηµατισταί ούτοι είναι εγκεκριµένου τύπου καθ’ ό,τι αφορα την τυχαίαν επαφήν.
Επεξήγησις : Η άµεσος ζεύξις των αθυρµάτων προς τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις δύνανται, προκειµένου περί ευαρίθµων τύπων παιγνιδίων συνήθους κατασκευής να παρουσιάση πραγµατικόν κίνδυνον δια τα παιδιά, ιδίως εντός χώρων των οποίων το δάπεδον δεν είναι µονωτικόν. Ως εκ τούτου, η τροφοδότησις των αθυρµάτων δέον κατά το δυνατόν, να λαµβάνη χώραν µέσω στοιχείων, συσσωρευτών ή ανορθωτών τροφοδοτουµένων παρά µετασχηµατιστών µετά κεχωρισµένων τυλιγµάτων, µετασχηµατιστών µικράς ισχύος, κ.λπ.
∆οθείσης της µεγάλης εντάσεως ρεύµατος, ήτις ήθελεν απαιτηθή, δια την τροφοδότησιν των θερµικών αθυρµάτων, οίον τα µαγειρεία, παιδικά σίδηρα σιδηρώµατος κλπ., υπό την ηλαττωµένην τάσιν των 36 βόλτ, παρέστη ανάγκη εξαιρέσεως προς περιορισµόν ταύτης.
Η προβλεποµένη δοκιµή των θερµικών αθυρµάτων δια την άµεσον αυτών ζεύξεων επί των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, δεν αφορά µόνον την ποιότητα της µονώσεως και το απρόσιτον των υπό τάσιν στοιχείων, αλλ’ επίσης και την ανθεκτικήν κατασκευήν, ήτις δέον να αποκλείη την εξάρµωσιν των διαφόρων τµηµάτων µέσω εργαλείων δυναµένων να χρησιµοποιηθούν παρά των παιδίων (κολιοστροφίων, λαβίδων, κλπ). Επί πλέον τα αθύρµατα ταύτα, δια τάσεις υπερβαινούσας τα 36 βόλτ, δέον να πωλούνται µετά ρευµατολήπτου µετ’ ειδικής επαφής γειώσεως.
Παράγραφοι: 1 και 2: αµετάβλητοι.
Επεξήγησις : Ο εγκιβωτισµένος διακόπτης δεν προστατεύεται παρά των εν τω κιβωτίω εγκατεστηµένων µετά από αυτόν (προς την πλευράν του φορτίου συντηκτικών, αλλά µόνον παρά των συντηκτικών της τροφοδοτούσης αυτόν γραµµής. ∆ια τον λόγον τούτον, οσάκις η ονοµαστική έντασις των τελευταίων υπερβαίνει την ικανότητα του διακόπτου, µία βλάβη του τελευταίου δύναται να δώση γένεσιν εις διατηρούµενον τόξον, ικανόν να προκαλέση την έκρηξιν του κιβωτίου. ∆ια τον λόγον τούτον, δεν επιτρέπεται η ζεύξις υπερβολικού αριθµού κινητήρων επί της αυτής δευτερευούσης γραµµής. Παντός εγκιβωτισµένου διακόπτου ή αυτοµάτου δέον να προτάσσεται συντηκτικόν ονοµαστικής εντάσεως το πολύ ίσης προς το τριπλάσιον της εντάσεως ήτις προώρισται να διαρρέει συνεχώς ή να διακόπτεται παρά του διακόπτου. Καθ’ ότι αφορά τους αυτοµάτους υπερφορτίσεως κινητήρων, ούτοι δέον να είναι εγκεκριµένου τύπου.
Το τµήµα της γραµµής, το περιλαµβανοµένον µεταξύ ενός αυτοµάτου κινητήρος και των προτασσοµένων τούτου ασφαλειών, υπόκειται εις τους αυτούς όρους προς το τµήµα γραµµής παραγωγής προς αυτόµατον εγκαταστάσεως (βλέπε άρθρον 51).
Παράγραφος πρώτη: Να αριθµηθεί
Παράγραφος 2 : ∆ια τους άνω κινητήρας, οι αυτόµατοι δέον, όπως είναι εφωδιασµένοι και δια συµπληρωµατικής διατάξεως αυτοµάτου αποζεύξεως στιγµιαίας λειτουργίας, εν περιπτώσει πτώσεως της τάσεως ή της ταχύτητος κάτω ωρισµένου ορίου. Η διάταξις αυτοµάτου αποζεύξεως δύναται να είναι µετά χρονικής καθυστερήσεως, κατόπιν προηγουµένης όµως εγκρίσεως του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενεργείας.
Πρώτη παράγραφος:
Η τροφοδότησις των φορητών ή επί αµαξιδίων εγκατεστηµένων κινητήρων δέον να επιτελήται µέσω ισχυροτάτης σειρίδος άνευ οιουδήποτε οπλισµού. Η σειρίς αύτη δέον να περικλείη πρόσθετον αγωγόν γειώσεως της βάσεως του κινητήρος, διατοµής ίσης προς την των λοιπών αγωγών. Ο αγωγός γειώσεως δέον να είναι εφωδιασµένος δια κιτρίνης δύσεως επιτρεπούσης την εύκολον αναγνώρισιν.
Επεξήγησις : αµετάβλητον.
Το σώµα και ο πυρήν των µετασχηµατιστών δέον να γειούται κατά τας διατάξεις του άρθρου 17.
Παράγραφοι: 1, 2 και 3: αµετάβλητοι.
Παράγραφος 4:
4. Ο πίναξ έχει υπολογισθή δια θερµοκρασίαν περιβάλλοντος 300 Κελσίου. ∆ια θερµοκρασίαν περιβάλλοντος υπερβαίνουσαν τους 300 Κελσίου, η επιτρεποµένη έντασις των αγωγών περιορίζεται εις το εν τω Πίνακι ΙΙ ποσοστόν επί τοις εκατόν της εις τον πίνακα Ι οριζοµένης εντάσεως.
Προκειµένω περί αγωγών εξ αργιλίου (αλουµινίου), η επιτρεποµένη έντασις συνεχούς ροής θα λαµβάνεται εις χάλκινον αγωγόν της αυτής διατοµής.
Προκειµένου περί καλωδίων παροχετεύσεων αι επιτρεπόµεναι εντάσεις συνεχούς ροής δύνανται να λαµβάνωνται µεγαλύτεραι των εις τον πίνακα Ι περιεχοµένων, εφ’ όσον το υλικόν των καλωδίων επιτρέπει τούτο.
Επεξήγησις : Αι εις τον Πίνακα Ι καθοριζόµεναι εντάσεις συνεχούς ροής των µεµονωµένων αγωγών έχουσιν ως βάσιν την µη θέρµανσιν των αγωγών υπεράνω της θερµοκρασίας των 600 Κελσίου, ήτις είναι η οριακή θερµοκρασία δια συνήθη µόνωσιν εξ ελαστικού. ∆ια θερµοκρασίαν περιβάλλοντος ίσην προς 300 Κελσίου, η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις συνεχούς ροής είναι κατά συνέπειαν εκείνη, ήτις θα προκαλέση ανύψωσιν της θερµοκρασίας του αγωγού, υπέρ την του περιβάλλοντος, κατά 300 Κελσίου. Εν περιπτώσει η θερµοκρασία του περιβάλλοντος υπερβαίνει τους 300 Κελσίου, η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις συνεχούς ροής είναι µικροτέρα, εις τρόπον, ώστε οπωσδήποτε η θερµοκρασία των αγωγών να µη υπερβή τους 600 Κελσίου.
∆ευτέρα, τρίτη, τετάρτη, πέµπτη, έκτη, εβδόµη και ογδόη Παράγραφοι: αµετάβλητοι.
Πίναξ 1: αµετάβλητος.
Η ονοµαστική έντασις των δια την προστασίαν των αγωγών χρησιµοποιουµένων συντηκτικών ή αυτοµάτων µεγίστου, δέον να µη υπερβαίνη την κατά το άρθρον 126 µεγίστην επιτρεποµένην έντασιν συνεχούς ροής των προστατευοµένων αγωγών.
Ειδικώτερον προκειµένου περί της προστασίας σειρίδων τροφοδοτουσών φωτιστικάς συσκευάς, πολύφωτα ή ετέρας µικράς φορητάς συσκευάς, η ονοµαστική έντασις των προστασσοµένων συντηκτικών ή η έντασις ρυθµίσεως των προτασσοµένων αυτοµάτων µεγίστου δύναται να είναι 10 αµπέρ δια σειρίδας 1 τετρ. χιλ. και 20 αµπέρ δια σειρίδας διατοµής 1,5 τετρ. χιλ. Εννοείται βεβαίως ότι η διατοµή των σειρίδων εκλέγεται επί τη βάσει της απορροφωµένης εντάσεως υπό των εις τας σειρίδας συνδεδεµένων συσκευών.
Εις τους παρόντας Κανονισµούς εξετάζονται οι κάτωθι σωλήνες:
Παράγραφοι: 1, 2, 3, 4 και 5 : αµετάβλητοι.
Παράγραφος 6:
6. Οι Μεταλλικοί Σωλήνες, τουτέστιν κλειστοί (άνευ σχισµής) µεταλλικοί σωλήνες, των οποίων η µηχανική αντοχή ισοδυναµεί προς την αντοχήν σιδηρού σωλήνος πάχους 1 χιλ. τουλάχιστον, δυνάµενοι να συνδεθούν προς αλλήλους δια κοχλιοτµήτων στορέων, ως επίσης και χαλύβδινοι σωλήνες µετ’ επικαλυφθείσης σχισµής, ισοδυνάµου πάχους, συνδεόµενοι προς αλλήλους δια στορέων εφαρµοζόντων δι’ ισχυράς τριβής.
Εις ορατήν εγκατάστασιν, πάντες οι µεταλλικοί σωλήνες δύνανται να χρησιµοποιηθούν όπως και οι σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού (χαλυβδοσωλήνες). Εις χωνευτήν εγκατάστασιν, η χρησιµοποίησις µεταλλικών σωλήνων µετά σχισµής, επικαλυφθείσης ή µη, απαγορεύεται.
Οι µονωτικοί σωλήνες εκ πλαστικής ύλης, σκληροί ή εύκαµπτοι, µετά ή άνευ εγκαρσίων ραβδώσεων, δια χρήσιν επί, εντός ή υπό το επίχρισµα, επιτρέπονται, εφ’ όσον είναι αρµοδίως εγκεκριµένοι.
Επεξήγησις : Εις χώρους όπου οι εκλυόµενοι ατµοί προσβάλλουν τον µόλυβδον,ως επίσης, όλως κατ’ εξαίρεσιν, δια περιωρισµένης εκτάσεως εγκαταστάσεις εντός υγρών χώρων, η χρήσις σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού εγκαθισταµένων εις ορατήν εγκατάστασιν θέλει επιτραπή υπό τον όρον ότι όλη η εγκατάστασις θέλει εκτελεσθή µετ’ ιδιαιτέρας επιµελείας χρησιµοποιουµένων στεγανών εξαρτηµάτων, οι δε σωλήνες προστατευθούν δια στρώµατος βερνικίου διαρκείας.
Εντός υγρών χώρων, οι σωλήνες δέον να τηρούνται εις απόστασιν από των τοίχων και της οροφής µέσω καταλλήλων στηριγµάτων (βλέπε και άρθρον 220).
Παράγραφοι: 1, 2, 3 και 4 : αµετάβλητοι.
Σηµείωσις: καταργείται.
Επεξήγησις: αµετάβλητος.
Παράγραφος 1:
1. Το τµήµα της παροχετεύσεως µεταξύ του µονωτήρος τέρµατος αυτής (πρώτου µονωτήρος στηρίξεως επί της οικοδοµής ή της εξόδου του στυλίσκου και της κυρίας ασφαλείας δέον να είναι όσον το δυνατόν βραχύ, µη δυνάµενον πάντως να υπερβή εν ουδεµιά περιπτώσει τα 6 µ. Αναλόγως των τοπικών συνθήκων, το τµήµα τούτο δέον να απαρτίζεται εξ αγωγών εγκατεστηµένων επί κωδωνοειδών ή τροχιλοειδών µονωτήρων µεγάλης επιφανείας, εξ αγωγών τοποθετηµένων χωριστά εντός ωπλισµένον µονωτικών σωλήνων ή µονωτικών σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού επαρκώς αφισταµένων αλλήλων, εκ πολυπολικών καλωδίων εξ ελαστικού, πλαστικής ή θερµοπλαστικής ύλης, καταλλήλου κατασκευής δια την χρήσιν δι’ ην προορίζονται.
Εάν το εν λόγω τµήµα δεν είναι επαρκώς βραχύ κατά τα ανωτέρω, δέον οι µονοπολικοί αγωγοί να εγκαθίστανται, δια το υπ’ όψιν τµήµα, χωριστά εντός µονωτικών σωλήνων ως άνω, οι δε πολυπολικοί αγωγοί µετά προστατευτικής αγωγίµου επενδύσεως να εγκαθίστανται εις απόστασιν 1 εκ. τουλάχιστον εκ των ευφλέκτων τµηµάτων της οικοδοµής.
Παράγραφος 2 :
2. Το εν τη ανωτέρω παραγράφω 1 τµήµα της παροχετεύσεως δύναται να παρουσιάζη διακλαδώσεις εις τας ακολούθους περιπτώσεις:
Παροχετεύσεις δι’ επιτοιχίων καλωδίων, συγκεντρικών ή πεπλατυσµένων, διακλαδιζόµενοι προς τροφοδότησιν γειτονικών κτιρίων. Εις την περίπτωσιν ταύτην, αι παροχετεύσεις δεν θα προστατεύωνται προ της διακλαδώσεως, διότι θα θεωρούνται ως επιτοίχια δίκτυα και συνεπώς ο ουδέτερος αγωγός θα γειούται πάντοτε εις το πέρας της γραµµής και ενδιαµέσως, ως απαιτείται εις τα δίκτυα, έστω και προκειµένου περί επιτοιχίου καλωδίου µετά δύο διακλαδώσεων. Όσον αφορά την απαιτουµένην µηχανικήν αντοχήν των ως άνω καλωδίων παροχετεύσεως, αύτη θα πληροί τους όρους της µηχανικής αντοχής δικτύων και συνεπώς η ελαχίστη διατοµή των διπολικών καλωδίων θα ανέρχεται εις 6 τετρ. χιλ.
Παροχετεύσεις δικλαδιζόµενοι προς τροφοδότησιν πολλών κατοικιών εν τω αυτώ κτιρίω.
Εις την περίπτωσιν ταύτην θα τοποθετούνται ασφάλειαι προ της διακλαδώσεως.
Αι απαραίτητοι, κατά τα ανωτέρω, διακλαδώσεως δέον να κολλώνται, αι δε κολλήσεις αυτών να αποχωρίζονται προσεκτικώς απ’ αλλήλων εις τρόπον ώστε να παραµένουν µονίµως εις την θέσιν των, εάν επρόκειτο περί ορατών γραµµών.
Επεξήγησις : Τα περιλαίµια στηρίξεως δέον να µη αποτελούν ηλεκτρικήν σύνδεσιν των σωλήνων προς αλλήλους. Αι εισαγωγαί µέσω στηλίσκων δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 152.
Παράγραφος 1:
1. Η εισαγωγή δια της προσόψεως δέον να διατάσσεται κατά τρόπον, ώστε να µη δύναται να εισδύση εντός των σωλήνων εισαγωγής ούτε βροχή, ούτε χιών, ουδέ το εκ της συµπυκνώσεως ατµών προκύπτουν ύδωρ να δύναται να σταθµεύση εντός αυτών. Τα εις το εξωτερικόν της οικοδοµής ευρισκόµενα άκρα των σωλήνων εισαγωγής δέον να εφωδιάζονται δια κυρτών ακροσωληνίων (τσιµπουκίων) εκ µονωτικής ουσίας.
Προκειµένου περί συγκεντρωτικών καλωδίων παροχετεύσεως, δεν απαιτείται κυρτόν ακροσωλήνιον, αλλ’ αντ’ αυτού δύναται να τοποθετήται σωλήν ελαφρώς κεκλιµένος προς τα κάτω και εξωτερικώς της οικοδοµής, προεξέχων κατά τι εξωτερικού τοίχου.
Παράγραφοι: 2, 3, 4 και 5 : Αµετάβλητοι.
Επεξήγησις: Αµετάβλητος.
Παράγραφος 1:
1. Οι στυλίσκοι δέον να είναι κατεσκευασµένοι εκ γαλβανισµένων σωλήνων εσωτερικής διαµέτρου 50 χιλ. τουλάχιστον, να είναι δε ισχυράς κατασκευής όπως αντέχουν εις τας µηχανικάς κοπώσεις. Η απαίτησις της ελαχίστης διαµέτρου του στυλίσκου, των 50 χιλ. δεν ισχύει, εφ’ όσον δεν διέρχωνται δι’ αυτού αγωγοί. Οι σωλήνες ούτοι, εφ’ όσον διέρχονται διαυτών αγωγοί, δέον να φέρουν καλύµµατα κορυφής (καπέλλα) εµποδίζονται την είσοδον βροχής. Τα άκρα αυτών δέον να διαµορφούνται εις τρόπον ώστε να µη προκύπτη κίνδυνος φθοράς των αγωγών κατά την εισαγωγήν αυτών εντός των στυλίσκων. Όταν η εγκατάστασις των αγωγών συµπληρωθή, ούτοι δέον να µη εφάπτωνται επί του κατωτέρου άκρου του σωλήνος ουδέ επί των κοχλιών υποστηρίξεως αυτού.
Παράγραφος 2:
2. Η διάταξις και αι διαστάσεις των στυλίσκων δέον να είναι τοιαύται, ώστε η απόστασις των εναερίων γυµνών αγωγών, µεµονωµένων αγωγών ή καλωδίων υπέρ την στέγην να είναι 2,5 µ. τουλάχιστον.
Η απόστασις των συγκεντρωτικών καλωδίων, εις τα οποία ο περιβάλων τους αγωγούς φάσεως ουδέτερος είναι γειωµένος, δύναται να είναι 90 εκ. κατ’ ελάχιστον, από την στέγην άνωθεν της οποίας ταύτα διέρχονται, εφ’ όσον η στέγη δεν είναι ευκόλως βατή (π.χ. στέγη κεραµοσκεπής) και η τάσις µεταξύ αγωγών δεν υπερβαίνει τα 400 V.
Παράγραφοι: 3, 4 και 5 : αµετάβλητοι.
Επεξήγησις: αµετάβλητος.
Παράγραφοι: 1, 2, 3, 4 και 5 : αµετάβλητοι.
Παράγραφος 6:
6. Εν η περιπτώσει η παροχέτευσις µέσω στυλίσκου εκτελείται δια συγκεντρωτικού καλωδίου, δεν απαιτείται η υπό της διατάξεως της ανωτέρω παραγράφου 4 επιβαλλοµένη γείωσις του στυλίσκου.
Επεξήγησις : Αι προηγούµεναι διατάξεις αφορούν αποκλειστικώς τους στυλίσκους οίτινες κατά συνέπειαν αποτελούν τµήµα των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων. Κατά την επιλογήν της θέσεως ενός στυλίσκου δέον να επιδιώκωµεν την αποµάκρυνσιν αυτού από παντός τµήµατος εγκαταστάσεως αλεξικεραύνου ή ετέρου γειωµένου µεταλλικού εξαρτήµατος, ώστε να αποφεύγεται η άµεσος αυού γείωσις ή η επί του ουδετέρου έµµεσος τοιαύτης. Εν ανάγκη, θα µετατοπίσωµεν και οιανδήποτε ενοχλητικήν γραµµήν αλεξικεραύνου. Οσάκις δεν δυνάµεθα να αποφύγωµεν την σύνδεσιν του στυλίσκου προς το αλεξικέραυνον, µόνον ο ∆ιανοµεύς ηλεκτρικής ενεργείας ή πρόσωπα σαφώς οριζόµενα παρά τούτου δύνανται να προβούν εις τας οριζοµένας συνδέσεις του στυλίσκου προς το αλεξικέραυνον, κλπ.
Εφ’ όσον οι στυλίσκοι είναι ευπρόσιτοι από επιπέδων στεγών, ταρατσών, κλ.π., δέον πάντοτε να γειούνται αµέσως ή εµµέσως επί του ουδετέρου.
Κατά την διάρκειαν των εργασιών επί δικτύων µετά γειωµένου ουδετέρου, καθίσταται αναγκαία η πρόσκαιρος γείωσις των στυλίσκων επί του ουδετέρου.
∆ια του όρου Συγκεντρικόν Καλώδιον νοείται καλώδιον αποτελούµενον εξ ενός ή περισσοτέρων µεµονωµένων ενεργών αγωγών (αγωγών φάσεως) και εξ ενός αγωγού αποτελουµένου εξ επικασσιτεροµένων µαλακών χαλκίνων συρµατιδίων τοποθετουµένων συγκεντρικώς υπό µορφήν πλέγµατος ή ελικοειδώς πέριξ του ή των µεµονωµένων ενεργών αγωγών, χρησιµοποιουµένου ως ουδετέρου αγωγού. Ο αγωγός ούτος καλύπτεται υπό προστατευτικού µανδύου µηχανικής αντοχής, βραδυφεγούς και ανθεκτικού εις τας εξωτερικάς καιρικάς συνθήκας.
∆ια τας περιπτώσεις καθ’ ας απαιτείται τοιαύτη γείωσις, βλέπε άρθρον 19, Β, γ.
Παράγραφος 1:
1. ∆ια την παρεµβολήν ασφαλειών εις το ουδέτερον και εις τον αγωγόν γειώσεως, βλέπε άρθρ. 21 και 22.
Παράγραφος 2: καταργείται.
Παράγραφος 3:
2. Οι γειωµένοι αγωγοί οίτινες δεν προστατεύονται υπό ασφαλείας ή αυτοµάτου διακόπτου δέον να εφοδιάζωνται δια γεφυροσυνδέσµου. Τα γυµνά µεταλλικά τµήµατα του γεφυροσυνδέσµου τούτου δέον να προστατεύωνται κατά πάσης ακουσίας επαφής καθ’ α σηµεία είναι προσιτά και εις µη αρµόδια πρόσωπα (βλέπε και άρθρον 36).
Παράγραφος 4 : καταργείται.
Επεξήγησις : Οι εν τη παραγράφω 2 αναφερόµενοι γεφυροσύνδεσµοι δέον να διαστέλλωνται εξ όψεως από των φυσιγγίων των ασφαλειών (βλέπε και επεξήγησιν άρθ. 36).
Τα καλύµµατα (καπάκια) των ασφαλειοθηκών µετ’ ενσωµατωµένου γεφυροσυνδέσµου του ουδετέρου δέον να έχουν τοιούτον σχήµα, ώστε να καθίσταται αδύνατος η τοποθέτησις αυτών εις την θέσιν των, εφ’ όσον ο γεφυροσύνδεσµος ούτος είναι ανοικτός. Ο κανών δέον να τηρήται και δια τα καλύµµατα ανεξαρτήτων γεφυροσυνδέσµων του ουδετέρου. Αντιθέτως δεν είναι εφαρµόσιµος ούτε εις τους εγκιβωτισµένους διακόπτας ούτε εις τα κιβώτια των ασφαλειών, αίτινες είναι προσιταί αποκλειστικώς εις το προσωπικόν του ∆ιανοµέως της ηλεκτρικής ενεργείας. Ίνα τούτο εξασφαλίζεται, δέον να εξασφαλίζεται, δέον είτε τα κιβώτια ταύτα σφραγίζωνται παρά του ∆ιανοµέως της ηλεκτρικής ενεργείας είτε το άνοιγµα αυτών να επιτελήται µόνον τη βοηθεία ειδικών κλειδών, τας οποίας να διαθέτη µόνον το προσωπικόν του ∆ιανοµέως τούτου. Καθ’ ότι αφορά τους εγκιβωτισµένους διακόπτας, βλέπε τας διατάξεις του άρθρου 48.
Παράγραφος 1 : αµετάβλητος.
Παράγραφος 2 :
2. Εις περίπτωσιν µη εφαρµογής της γειώσεως επί του ουδετέρου, ο ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός των κυρίων αγραµµών και των διακλαδώσεων, των οποίων οι ενεργοί αγωγοί έχουν διατοµήν µικροτέραν των 16 τετρ. χιλ., δέον να έχη την αυτήν διατοµήν µε τους αγωγούς τούτους. Εάν η διατοµή των ενεργών αγωγών υπερβαίνη τα 16 τετρ. χιλ., η διατοµή του ουδετέρου ή µεσαίου αγωγού δύναται να είναι µικροτέρα της διατοµής των ενεργών αγωγών συµφώνως προς τον κατωτέρω πίνακα:
Εις περίπτωσιν γειώσεως επί του ουδετέρου, βλέπε εδάφια β΄ παρ. Β΄ του άρθρου 19.
Παράγραφος 3 : καταργείται.
Επεξήγησις : αµετάβλητος.
Παράγραφοι 1 και 2: αµετάβλητοι.
Παράγραφος 3:
3. Προκειµένου περί αγωγών µετά θερµοπλαστικής µονώσεως διατοµής το πολύ µέχτι 4 τετρ. χιλ., δύναται να γίνη χρήσις σωλήνων της αµέσως κατωτέρας διαµέτρου της εν παρ. 1 (πίναξ IV) οριζοµένης δι’ αγωγούς µετά µονώσεως ελαστικού. Αντιθέτως, δια µεγαλυτέρας διατοµάς αγωγών, δέον να χρησιµοποιούνται διάµετροι σωλήνων συµφώνως προς τον πίνακα IV. Η ελαχίστη επιτρεποµένη εσωτερική διάµετρος σωλήνων είναι 9 χιλ., δι’ ορατήν εγκατάστασιν και 11 χιλ. δια χωνευτήν.
Επεξήγησις : αµετάβλητος.
Τα εντός του εδάφους τοποθετούµενα, κατάλληλα δια τοιαύτην εγκατάστασιν, καλώδια δέον να φέρουν µεταλλικόν προστατευτικόν περίβληµα, εφ’ όσον υφίσταται κίνδυνος µηχανικής βλάβης τούτων µετά την εγκατάστασίν των. Το περίβληµα τούτο δυνατόν να είναι είτε συγκεντρωτικός αγωγός εν είδει πλέγµατος. Υπόγεια καλώδια άνευ προστατευτικού περιβλήµατος, ως ανωτέρω, δέον να εγκαθίστανται εντός καταλλήλων σωλήνων. Εις την κρίσιν του ∆ιανοµέως της ηλεκτρικής ενεργείας επαφίεται ο καθορισµός των εις εκάστην των ανωτέρω περιπτώσεων απαιτουµένων υλικών και του τρόπου εγκαταστάσεως αυτών δια την προστασίαν των υπογείων καλωδίων. Επίσης εις την κρίσιν του ∆ιανοµέως της ηλεκτρικής ενεργείας επαφίεται και ο καθορισµός των περιπτώσεων εις τας οποίας υφίσταται κίνδυνος µηχανικής βλάβης των καλωδίων µετά την εγκατάστασιν τούτων.
Θεωρούνται ως προσκαίρως υγροί οι χώροι οίτινες, ως εκ του συνήθους αυτών προορισµού, είναι υγροί κατά την διάρκειαν βραχέων περιόδων, αποξηραινόµενοι ευκόλως χάρις εις καλόν αερισµόν.
Επεξήγησις : Χώροι προσκαίρως υγροί είναι επί παραδείγµατι οι εξής: εντός των οικείων ή κατοικιών, τα στεγνωτήρια, τα αποχωρητήρια (εφ’ όσον διαθέτουν απαγωγήν του ύδατος και αερίζονται κανονικώς), τα µαγειρεία (εφ’ όσον δεν χρησιµοποιούνται ως πλυντήρια), επί πλέον δε οι κεκαλυµµένοι εξώσται, βεράντες, τα καλώς αεριζόµενα υπόγεια κ.λπ.).
Επί πλέον των κατωτέρω θεσπιζοµένων διατάξεων δια τους χώρους τούτους, δέον να γίνεται χρήσις δι’ αυτούς και των διατάξεων του άρθρου 10.
Παράγραφος 1: αµετάβλητος.
Παράγραφος 2, 3 και 4: καταργούνται.
Επεξήγησις: καταργείται.
Θεωρούνται ως υγροί χώροι εκείνοι, εντός των οποίων, ως εκ της προσκαίρου ή µονίµου παρουσίας υδρατµών, η υγρασία του αέρος φθάνει εις ασυνήθη βαθµόν, εκδηλουµένη υπό την µορφήν πάχνης επί των τοιχωµάτων, της οροφής ή αλλαχού, χωρίς εν τούτοις να σχηµατίζωνται µεγάλαι σταγόνες ύδατος ουδέ τα τοιχώµατα και η οροφή να εµποτίζωνται δι’ ύδατος.
Επεξήγησις : Συναντώνται υγροί χώροι εντός των τυροκοµείων, σφαγείων,
ζυθοποιείων, σαγχαροποιείων, εντός των ψυκτικών θαλάµων, εργοστασίων κλωστοποιίας και εργοστασίων φωταερίου, εργοστασίων κόλλας ή λιπασµάτων, κεραµουργείων, καµινίων ασβέστου, κλπ. Τα κακώς αεριζόµενα υπόγεια, ως και τα αφοδευτήρια τα στερούµενα απαγωγής ύδατος, δέον να θεωρηθούν ως υγροί χώροι. Επίσης ως υγροί χώροι δέον να θεωρούνται και τα δωµάτια λουτρού των κατοικιών.
Επί πλέον των κατωτέρω θεσπιζοµένων διατάξεων, δια τους χώρους τούτους δέον να εφαρµόζωνται και αι διατάξεις του άρθρου 10.
∆ια την γείωσιν των οπλισµών των σωλήνων ή καλωδίων, βλέπε άρθρον 18.
Επεξήγησις : αµετάβλητος.
Παράγραφος 1:
1. Αι ασφάλειαι, οι ρευµατοδόται και οι διακόπται δέον να εγκαθίστανται, εν τω µέτρω του δυνατού, εκτός των υγρών χώρων. Εφ’ όσον τούτο δεν είναι δυνατόν, δέον να γίνεται χρήσις καταλλήλων τύπων εκ µη υδροφίλου ουσίας, διατεταγµένων κατά τρόπον, ώστε η υγρασία να µη δύναται να φθάση µέχρι των υπό τάσιν στοιχείων.
Παράγραφος 2:
2. Ειδικώτερον, εντός των δωµατίων λουτρού των κατοικιών, αι λήψεις ρεύµατος και οι διακόπται (εφ’ όσον δεν είναι δυνατόν να αποφευχθή µία τοιαύτη εγκατάστασις κατά τας διατάξεις της παρ. 1), δέον να εγκαθίστανται εις τοιαύτας θέσεις ώστε να µη είναι δυνατή η εκ της θέσεως του λουτήρος χρησιµοποίησις αυτών.
Παράγραφος 3:
3. Κατά την εγκατάστασιν των γραµµών εντός υγρών χώρων, δέον να αποφεύγεται, όσον το δυνατόν, η εκτέλεσις διακλαδώσεων εντός των χώρων τούτων.
Επεξήγησις: Εντός των δωµατίων λουτρού, δια τα οποία προβλέπεται ηλεκτρική θέρµανσις µόνον αι σταθεραί θερµικαί συσκευαί επιτρέπονται. Αύται δέον να µη είναι προσιταί από της θέσεως του λουτήρος.
Παράγραφοι 1, 2: αµετάβλητοι.
Επεξήγησις : Καθ’ ότι αφορά τους σωλήνας προστασίας των αγωγών γειώσεως,
βλέπε παραγρ. 2 του άρθρ. 21.
∆ια την γείωσιν του οπλισµού σωλήνων και καλωδίων, βλέπε άρθρον 18.
Επεξήγησις: αµετάβλητος.
Παράγραφοι 1, 2: αµετάβλητοι.
Επεξήγησις : Αι συσκευαί καταναλώσεως µετά µεταλλικού περιβλήµατος, τας οποίας είµεθα υποχρεωµένοι να δράξωµεν κατά την λειτουργίαν αυτών, δέον, κατά το δυνατόν, να εφοδιάζωνται (ανεξαρτήτως γειώσεως) δια µονωτικών λαβών.
Ως εγκαταστάσεις υπαίθρου θεωρούνται αι εγκαταστάσεις αι εξυπηρετούσαι ασκεπείς χώρους, ων οι αγωγοί και τα εξαρτήµατα είναι εκτεθειµένα εις τας καιρικάς συνθήκας και την εξωτερικήν θερµοκρασίαν. Τοιαύται εγκαταστάσεις είναι αι εξυπηρετούσαι τον φωτισµόν κήπων, αυλών, κλπ., την λειτουργίαν βιοµηχανικών ή γεωργικών υπαιθρίων εγκαταστάσεων, κλπ. αι εγκαταστάσεις αι κείµεναι εις το εξωτερικόν των οικοδοµικών, κλπ. (βλ. σχετικώς και άρθρ. 1).
Προκειµένου περί γραµµών εκτός σωλήνων, εφ’ όσον οι αγωγοί αυτών δεν είναι ανηρτηµένοι από χαλυβδίνων συρµάτων αναρτήσεως, οι αγωγοί αυτών δέον να παρουσιάζουν αντοχήν εις θραύσιν ουχί µικροτέραν της αντιστοιχούσης εις αγωγούς εξ ηµισκλήρου χαλκού διαταµής 10 τετρ. χιλ. δι’ απο-των άνω των 20 µ., βλέπε Κανονισµούς δια την Εγκατάστασιν Συντήρησιν Υπαιθρίων Γραµµών Ηλεκτρικής Ενεργείας. Προκειµένου περί χαλυβδίνων συρµάτων αναρτήσεως εναερίων γραµµών, ταύτα δέον να δύνανται να φέρουν το βάρος των γραµµών µε συντελεστήν ασφαλείας τουλάχιστον 5.
1. Εγκαταστάσεις Προσωριναί :
α) Ως προσωρινή εγκατάστασις θεωρείται πάσα εγκατάστασις η οποία θα καταργηθή ή θα αντικατασταθή οπωσδήποτε µετά παρέλευσιν µικρού χρονικού διαστήµατος δι’ ετέρας οριστικής εγκαταστάσεως, ως π.χ. µία εγκατάστασις δοκιµής.
β) Αι προσωριναί εγκαταστάσεις δύνανται, εν τω µέτρω της βραχύτητος χρησιµοποιήσεώς των, να κατασκευάζωνται κατά τρόπον απλούστερον των οριστικών εγκαταστάσεων, καταβαλλοµένης εν πάση περιπτώσει φροντίδος, όπως εξασφαλισθή η ασφάλεια των προσώπων και πραγµάτων. ∆εν πρέπει να χρησιµοποιούνται παρά µόνον υλικά, εξαρτήµατα, συσκευαί και µηχανήµατα εν καλή καταστάσει και εγκεκριµένα αρµοδίως.
γ) Πάσα προσωρινή εγκατάστασις θα καταργήται ευθύς ως παύσει να είναι αναγκαία.
2. Πρόσκαιροι Εγκαταστάσεις :
α) Αι πρόσκαιροι εγκαταστάσεις, ήτοι αι εγκαταστάσεις αι οποίαι συχνά αποσυναρµολογούνται και συναρµολογούνται εκ νέου (ως αι ηλεκτρικαί εγκαταστάσεις των λυοµένων οικίσκων, των κινητών εγκαταστάσεων διασκεδάσεως (LUNA PARK των γερανών εργοταξίων, κ.λπ.) δέον, όπως αποτελούνται εξ υλικών, ειδικώς καταλλήλων δια τας επανειληµµένας ταύτας συναρµολογήσεις και αποσυναρµολογήσεις.
β) Αι πρόσκαιροι εγκαταστάσεις πρέπει να εγκαθίστανται ως και αι οριστικαί εγκαταστάσεις, όταν αυτό δεν αυξάνει ση
Πρώτη παράγραφος :
Ο βοηθητικός αγωγός γειώσεως δέον να εγκαθίσταται συµφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 21 των παρόντων Κανονισµών. Εν τοσούτω, εάν ο αγωγός ούτος τοποθετήται ανεξαρτήτως των ενεργών αγωγών µιας εσωτερικής ηλεκτρικής εγκαταστάσεως, δεν είναι αναγκαίο όπως η διατοµή του υπερβαίνη τα 2,5 τετρ. χιλ. Αντιθέτως, το υπόγειον αυτού τµήµα δέον να έχη διατοµήν αντιστοιχούσαν εις την αγωγιµότητα χαλκίνου αγωγού τουλάχιστον 25 τετρ. χιλ.
∆ευτέρα παράγραφος : αµετάβλητος.
5. Βοηθητικόν Ηλεκτρόδιον Γειώσεως.
Πρώτη παράγραφος : αµετάβλητος.
∆ευτέρα παράγραφος :
Εν πάση περιπτώσει, επαρκής ασφάλεια παρέχεται µόνον δια χωριστού ηλεκτροδίου γειώσεως εγκαθισταµένου όσον το δυνατόν εις ουδέτερον χώρον (ηλεκτρόδιον υπό µορφήν πλακός ή σωλήνος). ∆ια το ηλεκτρόδιον τούτο γειώσεως δέον όπως, λαµβανοµένου υπ’ όψιν του άρθρου 27, τηρούνται αι ακόλουθοι ελάχισται διαστάσεις:
α) ∆ια σωληνοειδή ηλεκτρόδια : σωλήν 1/2 ίντσας, βάθους 1,5 µ.
β) ∆ια ηλεκτρόδια εν είδει πλακός: 50 εκ. Χ 50 εκ.
γ) ∆ι’ ηλεκτρόδια εν έδει ταινίας: µήκος 10 µ. ∆ια της τηρήσεως των ανωτέρω διαστάσεων επιτυγχάνεται, κατά κανόνα, µία αντίστασις γειώσεως κάτω των 200 ωµ. Εν πάση περιπτώσει, η αντίστασις γειώσεως δέον να µη υπερβαίνη τα 500 ωµ.
Εν Αθήναις τη 26 Φεβρουαρίου 1966
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ι. ΤΟΥΜΠΑΣ
The social partners body for health and safety at work