Αντικαταστάθηκε από:
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 59Β_1955 | 5.64 MB |
1. Το άρθρον 2 του Αν. Νόµου 1672/1951 «περί τροποποιήσεως και συµπληρώσεως των διατάξεων του Νόµου 1468/1950 περί ιδρύσεως ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού, κλπ.», κυρωθέντος δια του Νόµου 2133/1952.
2. Την από 4 Οκτωβρίου 1954 υπ’ αριθ. 60 πράξιν του παρ’ ηµίν Συµβουλίου Ενεργείας, δι’ ης τούτο γνωµατεύει υπέρ της εγκρίσεως των υπό της ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού εκπονηθέντων Κανονισµών Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων, ως ούτοι ετροποποιήθησαν υπό της υπηρεσίας του καθ’ ηµάς Υπουργείου, των τροποποιήσεων γενοµένων αποδεκτών υπό της ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού δια της από 30 Ιουνίου 1954 επιστολής αυτής, αποφασίζοµεν.
Εγκρίνοµεν τους υπό της ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού εκπονηθέντας Κανονισµούς Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων µετά των τροποποιήσεων αυτών έχοντας ως κάτωθι:
1. Σκοπός των παρόντων Κανονισµών είναι η εξασφάλισις επαρκούς εν τη πράξει προστασίας εις πρόσωπα, κτίρια και τα εντός αυτών διαλαµβανόµενα έναντι των εκ της χρήσεως της ηλεκτρικής ενεργείας δια φωτισµόν, θέρµανσιν, κίνησιν, σήµανσιν, κλπ. προκυπτόντων κινδύνων. Οι Κανονισµοί ούτοι εκτείνονται επί των ηλεκτρικών αγωγών, µηχανηµάτων και εξαρτηµάτων των εγκατεστηµένων εντός ή επί δηµοσίων ή ιδιωτικών κτιρίων ή άλλων ακινήτων συµπεριλαµβανοµένων των περιβόλων αυτών, των ακαλύπτων χώρων διασκεδάσεως και των ζωνών σταθµεύσεως.
Εκτείνονται ωσαύτως επί των αγωγών συνδέσεως των ακινήτων προς το δίκτυον ηλεκτρικής ενεργείας, ως και επί των εξωτερικών αγωγών των κειµένων επί των κτιρίων.
∆εν καλύπτουν εγκαταστάσεις εντός ορυχείων, πλοίων, σιδηροδροµικών οχηµάτων και αυτοκινήτων µέσων. ∆εν καλύπτουν ωσαύτως τας εγκαταστάσεις παραγωγής και µεταφοράς κοινοχρήστου ηλεκτρικής ενεργείας, τας εγκαταστάσεις των κοινοχρήστων σιδηροδρόµων ή τροχιοδρόµων και τας εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών, είτε αύται είναι υπαίθριοι είτε εντός κτιρίων χρησιµοποιουµένων αποκλειστικώς δι’ εαυτάς.
Εις περιοχάς όπου υφίστανται ασυνήθεις κίνδυνοι, ως π.χ. εις πυριτιδοποιεία, ήθελε παραστή ανάγκη εφαρµογής επιπροσθέτων περιοριστικών ή προστατευτικών µέτρων, επί πλέον των εις τους παρόντας Κανονισµούς οριζοµένων.
2. Οι παρόντες Κανονισµοί δεν πρέπει να εκληφθούν ως διαλαµβάνοντες προδιαγραφάς κατασκευής, ουδέ και ως εκπαιδευτικόν εγχειρίδιον δια πρόσωπα στερούµενα πείρας. Αι διατάξεις αυτών αφορούν µόνον την επίτευξιν του απαιτουµένου βαθµού ασφαλείας των εγκαταστάσεων. ∆ια της εφαρµογής των διατάξεων των Κανονισµών θα προκύψη κυρίως µία εγκατάστασις ουσιαστικώς απηλλαγµένη κινδύνων, ουχί όµως και κατ’ ανάγκην καλής αποδόσεως ή πρόσφορος και κατάλληλος δι’ ικανοποιητικήν λειτουργίαν, ανεξαρτήτως βεβαίως του βαθµού ασφαλείας αυτής.
3. Αι εις το τέλος εκάστου άρθρου αναφερόµεναι επεξηγήσεις είναι γενικώς πληροφοριακής φύσεως, µη αποσκοπούσαι να καταστήσουν τας διατάξεις του άρθρου αυστηροτέρας.
4. Συνιστάται όπως τόσον οι Αρχιτέκτονες όσον και τα λοιπά πρόσωπα άτινα επιµελούνται της κατασκευής των σχεδίων κτιρίων, µεριµνούν ίνα αφίεται επαρκής χώρος δια την διαδροµήν των ηλεκτρικών καλωδίων ή την εγκατάστασιν των ηλεκτρικών µηχανηµάτων ή εξαρτηµάτων. Ούτοι θα έδει επί πλέον να προβλέπουν και την ενδεχοµένην µελλοντικήν επέκτασιν των εφαρµογών της ηλεκτρικής ενεργείας. Κατά την σχεδίασιν των ηλεκτρικών κυκλωµάτων τα κέντρα διανοµής δέον να τοποθετώνται εις ευπροσίτους θέσεις τόσον δια λόγους ευκολίας όσον και δια λόγους ασφαλείας χειρισµού.
Εις τους εν παραρτήµατι Ι των παρόντων Κανονισµών ορισµούς καθορίζεται η αποδοτέα έννοια εις όρους τινάς απαντωµένους εις τους Κανονισµούς τούτους.
Εν τοσούτω, εις τινα άρθρα των Κανονισµών ενδέχεται να γίνη ελαφρά τροποποίησις της ως άνω καθιερωθείσης εννοίας όρου, ήτις ισχύει µόνον καθ’ ό,τι αφορά τας διατάξεις.
Οι παρόντες Κανονισµοί εφαρµόζονται εις τας κάτωθι περιπτώσεις:
1. Επί των καθ’ ολοκληρίαν νέων εγκαταστάσεων.
2. Κατά την πλήρη µετατροπήν των υπαρχουσών εγκαταστάσεων.
3. Κατά την επέκτασιν ή µερικήν µεταρρύθµισιν υπαρχούσης εγκαταστάσεως.
Εις την περίπτωσιν ταύτην προσαρµογή των παλαιών εγκαταστάσεων εις τας διατάξεις των Κανονισµών δεν είναι αναγκαία ειµή µόνον καθ’ ό,τι αφορά την επίτευξιν του απαιτουµένου βαθµού ασφαλείας εν συνδιασµώ προς την νέαν εγκατάστασιν.
1. Γενικώς οι παρόντες Κανονισµοί ισχύουν δι’ εγκαταστάσεις, των οποίων η µεταξύ αγωγών τάσις δεν υπερβαίνει τα 500 βολτ. 2. Εις ειδικάς περιπτώσεις δύνανται να επιτραπούν και υψηλότεραι τάσεις µέχρι 1000 βολτ, υπό τον όρον όπως πάντα τα υπό τάσιν στοιχεία προστατευθούν καταλλήλως έναντι βλάβης ή τυχαίας επαφής, συµφώνως δε προς τας διατάξεις τας διεπούσας τας υψηλοτέρας ταύτας τάσεις και τας ειδικάς συνθήκας χρήσεως αυτών. 3. ∆ια τινάς ειδικάς εφαρµογάς, οίον αι συσκευαί ακτίνων Χ, φωτιστικοί σωλήνες αδρανών αερίων, πετρελαιοκαυστήρες, κλπ., δύνατια να επιτραπή και ανωτέρα τάσις λαµβανοµένη από µετασχηµατιστήν ανυψωτήν της τάσεως, τροφοδοτούµενον παρά του δικτύου διανοµής, υπό την προϋπόθεσιν βεβαίως να ληφθούν αι κατάλληλοι προφυλάξεις δια την χρήσιν της ανωτέρας ταύτης τάσεως. 4. Προκειµένου περί κυκλωµάτων φωτισµού ή τροφοδοτικών κυκλωµάτων µικρών φορητών συσκευών, η έναντι της γης τάσις των αγωγών αυτών δέον να µη υπερβαίνη τα 250 βολτ.
1. Μόνον εγκεκριµένα υλικά, εξαρτήµατα, συσκευαί και µηχανήµατα δύνανται να χρησιµοποιηθούν εις τας εσωτερικάς εγκαταστάσεις.
2. Επισήµανσις: Το όνοµα του κατασκευαστού, το εµπορικόν αυτού σήµα ή έτερον σύµβολον αναγνωρίσεως δέον να επιτίθεται επί των ηλεκτρικών συσκευών, µηχανηµάτων και εξαρτηµάτων. Η τοιαύτη επισήµανσις δέον να είναι ορατή και µετά την εγκατάστασιν.
Επεξήγησις: Εις περίπτωσιν εξαρτηµάτων εγκεχωσµένων εντός τοιχοποιίας ή καλυπτοµένων υπό πλακός, αι επισηµάνσεις αύται δέον να ευρίσκωνται όπισθεν αφαιρετού καλύµµατος.
Η διέπουσα την επιλογήν αρχή είναι ότι πάντα τα τµήµατα µιας εγκαταστάσεως δέον να έχωσι σχεδιασθή και κατασκευασθή εις τρόπον ώστε να αντέχουν όχι µόνον εις τας κανονικάς συνθήκας λειτουργίας αλλά και εις τας ανωµάλους, τούτο δε µέχρι της στιγµής αποζεύξεως αυτών παρά των προστατευτικών διατάξεων, να µη αποτελούν δε, εν ουδεµία περιπτώσει κίνδυνον δια τους ανθρώπους, το περιβάλλον και την όλην εγκατάστασιν.
1. Η επιλογή των αγωγών διέπεται υπό των άρθρων 125 έως 135.
Τα εξαρτήµατα των γραµµών δέον να είναι ανάλογα των χρησιµοποιουµένων αγωγών και σύµφωνα προς τους όρους του κεφαλαίου ΙΧ.
2. Αι συσκευαί, επί πλέον των ειδικών διακριτικών λειτουργίας αυτών, δέον γενικώς να πληρούν και τους κάτωθι όρους:
α) Να είναι κατάλληλοι δια το είδος και την συχνότητα του ρεύµατος.
β) Να µη χρησιµοποιώνται δι’ έντασιν υπερβαίνουσαν την ονοµαστικήν αυτών έντασιν.
γ) Να είναι κατάλληλοι δια το είδος του χώρου (ξηρού, υγρού, κλπ.) εγκαταστάσεως αυτών.
Περί των απαιτήσεων των διαφόρων χώρων πραγµατεύεται το κεφάλαιον Χ.
1. Κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις δέον να ληφθώσι πάσαι αι προφυλάξεις προς αποφυγήν δυστυχηµάτων και πυρκαιών. Αι γραµµαί και αι συσκευαί εφ’ ων εκτελούνται εργασίαι δέον να έχωσιν αποζευχθή προηγουµένως επί πάντων των πόλων, εάν δε τούτο δεν είναι πραγµατοποιήσιµον, δέον να γίνη προσφυγή εις άλλα µέτρα ασφαλείας (π.χ. µονωτικόν οικόπεδον, χρησιµοποίησις εργαλείων µετά µονωτικής λαβής, χειρόκτια ελαστικού κόµµεως, κλπ.).
2. Εις τους χώρους τους παρουσιάζοντας κινδύνους εκρήξεως ως και εις τους βεβρεγµένους χώρους ή τους εµπεποτισµένους δι’ αγωγίµων υγρών, η απόζευξις επί πάντων των πόλων της εγκαταστάσεως δέον άνευ εξαιρέσεως να προηγηθή της εκτελέσεως των εργασιών.
1. Οσάκις αι συσκευαί είναι προσιταί και εις µη αρµό δια πρόσωπα, τα υπό τάσιν στοιχεία αυτών δέον να προστατεύωνται κατά τοιούτον τρόπον ώστε να αποκλείεται η προς αυτά τυχαία επαφή προσώπων ή αντικειµένων.
2. Κατά το δυνατόν δέον να εκλέγωνται τοιούτοι τύποι συσκευών ώστε τα τµήµατα, άτινα εγγίζοµεν κατά την εκτέλεσιν των χειρισµών, να µη δύνανται, λόγω βλάβης, να ευρεθώσιν υπό τάσιν.
3. Εφ’ όσον παρίσταται ανάγκη χρησιµοποιήσεως συσκευής µη πληρούσης τους όρους της παρ. 2, αι δε συνθήκαι χρήσεως είναι τοιαύται ώστε να δύναται να προκύψη αξιόλογος κίνδυνος δι’ άτοµα, αι διατάξεις ζεύξεως της συσκευής δέον να είναι τοιαύται ώστε αύτη να δύναται ανά πάσαν στιγµήν να αποζευχθή ταχέως και ασφαλώς.
4. Οσάκις η απόστασις µεταξύ των µεταλλικών περιβληµάτων των συσκευών και των υπό τάσιν στοιχείων αυτών δεν είναι επαρκής ώστε να καταστήση αδύνατον, εν περιπτώσει βλάβης, την επαφήν οιουδήποτε των υπό τάσιν στοιχείων προς το περίβληµα, δέον να προβλέπεται η επένδυσις του περιβλήµατος δια µονωτικού υλικού.
Επεξήγησις: Τα προστατευτικά µέτρα κατά της ακουσίας επαφής προς τα υπό τάσιν στοιχεία των ηλεκτικών θερµαστρών αναφέρονται εις άρθρον 92. Η µονωτική επένδυσις της παραγρ. 4 ενδέχεται να αναγκαιή π.χ. εις περιστροφικούς διακόπτας, όταν η θραύσις του ελατηρίου δύναται να έχη ως αποτέλεσµα την θέσιν υπό τάσιν του µεταλλικού περιβλήµατος.
1. Ανεξαρτήτως των περιπτώσεων του άρθρου 8, και άπαντα τα µεταλλικά στοιχεία των ηλεκτρικών συσκευών ή µηχανηµάτων, ως και τα µεταλλικά περιβλήµατα των ηλεκτρικών γραµµών άτινα υπό κανονικάς συνθήκας ευρίσκονται µεµονωµένα έναντι των υπό τάσιν στοιχείων, ενδέχεται, λόγω βλάβης της µονώσεως αυτών να ευρεθούν υπό επικίνδυνον τάσιν·εν τοιαύτη περιπτώσει, εάν ταύτα είναι προσιτά, κείνται δε εντός χώρων ένθα υφίστανται ωρισµέναι συνθήκαι αγωγιµότητος των δαπέδων ή των τοιχωµάτων, ήθελε προκύψει κίνδυνος δια τα πρόσωπα άτινα ήθελον έλθει εις επαφήν προς αυτά και των οποίων το σώµα ήθελεν ούτω αποτελέσει γέφυραν µεταξύ των υπό τάσιν στοιχείων και των αγωγίµων επιφανειών του περιβάλλοντος.
2. Η τοιαύτη ύπαρξις κινδύνου, εις περίπτωσιν επαφής, είναι συνάρτησις αφ’ ενός µεν της χρησιµοποιουµένης τάσεως εις τας εγκαταστάσεις, αφ’ ετέρου δε των συνθηκών αγωγιµότητος του χώρου των εγκαταστάσεων. Απλή αφ’ ετέρου επαφή προς τα µεταλλικά στοιχεία είναι γενικώς ολιγώτερον επικίνδυνος της δράξεως αυτών δια της χειρός καθ’ ην αποκαθίσταται ισχυροτέρα επαφή.
3. Εις τους παρόντας Κανονισµούς θεωρείται ότι συντρέχει τοιούτος κίνδυνος εις µίαν των κάτωθι περιπτώσεων:
Ι. Επαφή προς Μεταλλικά Στοιχεία Συσκευών ή Μηχανηµάτων
α) ∆ια τάσιν έναντι της γης υπερβαίνουσαν τα 250 βολτ:
Εντός οιουδήποτε χώρου και δι’ απλήν έτι επαφήν προς τα µεταλλικά στοιχεία των συσκευών.
β) ∆ια τάσιν έναντι της γης µεταξύ 50 και 250 βολτ:
Εντός υγρών, βεβρεγµένων ή εµπεποτισµένων χώρων και δι’ απλήν έτι επαφήν.
γ) ∆ια τάσιν έναντι της γης µεταξύ 125 και 250 βολτ:
Εντός ξηρών χώρων µετ’ αγωγίµου ή προσκαίρως υγρού δαπέδου και δη µόνον εις περίπτωσιν δράξεως των µεταλλικών στοιχείων.
ΙΙ. Επαφή προς τα Μεταλλικά Περιβλήµατα των Γραµµών
δ) ∆ια τάσιν µεταξύ αγωγών υπερβαίνουσαν τα 500 βολτ:
Εντός οιουδήποτε χώρου.
ε) ∆ια τάσιν αγωγών έναντι γης υπερβαίνουσαν τα 250 βολτ:
Εντός υγρών, βεβρεγµένων ή διαπεποτισµένων χώρων.
4. Η διπλή µόνωσις των ηλεκτρικών συσκευών ή µηχανηµάτων, ως και των ηλεκτρικών γραµµών θεωρείται ως αποκλείουσα το ενδεχόµενον βλάβης της µονώσεως, ήτοι εµφανίσεως επικινδύνου τάσεως επί των δια ταύτης προστατευοµένων µεταλλικών στοιχείων.
5. Εξαιρουµένων των συσκευών, µηχανηµάτων και γραµµών των µετά διπλής µονώσεως, δια πάσας τας λοιπάς, εφ’ όσον συντρέχουσιν αι περιπτώσεις της παραγρ. 3, δέον να προσβλέπωνται
µέτρα προστασίας ατόµων, εφαρµοζοµένης της καταλλήλου εκ των εν άρθρω 10 αναφεροµένων µεθόδων.
Σηµείωσις: Αι περιπτώσεις καθ’ ας, συµφώνως τη παραγρ. 3, συντρέχει λόγος λήψεως µέτρων προστασίας, εµφαίνονται και εις το διάγραµµα των άρθρων 17 και 18, αναφερόµεναι ως περιπτώσεις γειώσεως.
Γενικώς αι κάτωθι µέθοδοι προστασίας δύνανται να εφαρµοσθούν καθ’ ας περιπτώσεις υφίσταται κίνδυνος συµφώνως τη παραγρ. 3 του άρθρου 9.
α) Να καταστήσωµεν τα µεταλλικά στοιχεία απρόσιτα, δια καταλλήλου τοποθετήσεως, περιφράξεως ή επενδύσεως αυτών.
β) Να µονώσωµεν καταλλήλως τας θέσεις αφ’ ων τα επικίνδυνα στοιχεία είναι προσιτά (εφ’ όσον η τοποθεσία αυτών εµπίπτει εις την περίπτωσιν του εδαφίου (β) της παραγρ. 3 του άρθρου 9).
γ) Να χρησιµοποιήσωµεν τάσιν τροφοδοτήσεως µικροτέραν των 50 βολτ.
δ) Να γειώσωµεν καταλλήλως πάντα τα εκτεθειµένα µεταλλικά στοιχεία.
Εντός υγρών ή και προσκαίρως υγρών χώρων των κατοικιών, η δια γειώσεως προστασία δέον να συµπληρούται δια µεταλλικής συνδέσεως των γειωθέντων στοιχείων (ισοδυναµική σύνδεσις) προς τα µετά του εδάφους συνδεόµενα µεταλλικά αντικείµενα, προς τα οποία εν άτοµον δύναται να έλθη εις επαφήν καθ’ ην στιγµήν άπτεται συγχρόνως ενός των γειωθέντων στοιχείων.
1. Η κατασκευή και εγκατάστασις των συσκευών δέον να είναι τοιαύτη ώστε τόξα ή σπινθήρες, προκύπτοντες κατά τον χειρισµόν ή λειτουργίαν αυτών, να µη δύνανται να αποβούν επικίνδυνοι δια πρόσωπα ή να προκαλέσουν πυρκαιάς ή εκρήξεις.
2. Κανονικώς και βλάβη των ανωτέρω συσκευών, δέον όπως µη καθίσταται αιτία κινδύνου δια το περιβάλλον.
Εις χώροςυ ένθα η πλήρης διακοπή του φωτισµού δύναται να καταστή αφορµή σοβαρών δυστυχηµάτων, αι λυχνίαι δέον να κατανέµωνται επί δύο ή περισσοτέρων χωριστών κυκλωµάτων. Εις χώρους ιδιαζούσης σηµασίας η τροφότησις του φωτισµού ασφαλείας δέον να γίνεται από ετέραν πηγήν ενεργείας ανεξάρτητον της τροφοδοτούσης τον συνήθη φωτισµόν ή και εκ του αυτού δικτύου του τροφοδοτούντος των συνήθη φωτισµόν εξ άλλου όµως σηµείου τούτου και µέσω χωριστής παροχετεύσεως.
Επεξήγησις: Η επιβολή φωτισµού ασφαλείας εις κτίριον είναι της αρµοδιότητος των διεπόντων το κτίριον κανονισµών ή ετέρου τινός νοµοθετικού θεσπίσµατος, το οποίον ήθελεν ενδεχοµένως επιτρέψει και άλλας πηγάς φωτεινής ενεργείας διαφόρους της ηλεκτρικής
1. Οδηγίαι δια την παροχήν των πρώτων βοηθειών εις περίπτωσιν ηλεκτρικών ατυχηµάτων δέον να τοιχοκολλώνται εις πάντα χώρον περικλείοντα εγκατεστηµένας γεννητρίας, κινητήρας, µετασχηµατιστάς, συστοιχίας συσσωρευτών και πίνακας ζεύξεως ή διανοµής λειτουργούντας υπό τάσιν έναντι της γης υπερβαίνουσαν τα 250 βολτ.
2. Επί πλέον των ανωτέρω, εις κτίρια στεγάζοντα ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις τελούσας υπό διαρκή επιτήρησιν ή εις τα οποία λαµβάνουν χώραν συχνοί χειρισµοί ζεύξεως, δέον να τοιχοκολλώνται και τα ακόλουθα:
α) Αι σχετικαί προς τας εγκαταστάσεις οδηγίαι υπηρεσίας.
β) ∆ιαγράµµατα των κυκλωµάτων και των συνδέσεων.
Εις εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ έναντι της γης, προειδοποιητικαί πινακίδες δια την εν χρήσει τάσιν πρέπει να τοποθετώνται εις τους θαλάµους χειρισµών καθώς και παρά τας διαφόρους συσκευάς ή µηχανήµατα.
Αι ηλεκτρικαί εγκαταστάσεις υπαίθρου ως και αι εντός κτιρίων ευρισκόµεναι αίτινες χρησιµοποιούνται κατά τινάς µόνον εποχάς, δέον να είναι αποξεύξιµοι επί πάντων των πόλων.
Επεξήγησις: Οσάκις τοιαύται εγκαταστάσεις δεν χρησιµοποιούνται πρέπει να αποσυνδέωνται εξ όλων των τροφοδοτικών γραµµών. Η τοιαύτη αποσύνδεσις δέον να εκτελήται µέσω διακόπτου ευκόλως προσιτού. Εάν τοιούτοι διακόπται δεν ευρίσκονται εγκατεστηµένοι, τότε η
αποσύνδεσις δέον να επιτελήται είτε δι’ εξαγωγής των φυσιγγίων των ασφαλειών είτε δια της λήψεως ετέρων µέτρων αποσυνδέσεως. Τα ανωτέρω δεν αφορούν µεµονωµένας λυχνίας υπαίθρου διακλαδιζοµένας εκ των εσωτερικών εγκαταστάσεων κλπ., αλλ’ οπωσδήποτε σηµαντικάς εγκαταστάσεις φωτισµού προσόψεων, διαφηµίσεων, φωταγωγήσεων, κλπ.
1. Η γείωσις των ηλεκτρικών κυκλωµάτων, των µεταλλικών σωληνώσεων ή περιβληµάτων των αγωγών και των µεταλλικών τµηµάτων των µηχανηµάτων ή οργάνων είναι µία των εις άρθρον 10 αναφεροµένων µεθόδων προστασίας προσώπων και ακινήτων.
2. Τα κυκλώµατα γειούνται επί τω σκοπώ αφ’ ενός µεν του περιορισµού των υπερτάσεων αίτινες δύνανται να προκύψουν εφ’ όσον ταύτα είναι εκτεθειµένα εις ατµοσφαιρικάς εκκενώσεις ή έτερα αίτια, αφ’ ετέρου δε του περιορισµού της υπό κανονικάς συνθήκας λειτουργίας τάσεως των
αγωγών αυτών έναντι της γης. Η τοιαύτη γείωσις καλείται «γείωσις λειτουργίας».
3. Αι µεταλλικαί σωληνώσεις ή τα περιβλήµατα των αγωγών, ως και τα µεταλλικά τµήµατα των µηχανηµάτων ή οργάνων, γειούνται επί τω σκοπώ όπως, εν περιπτώσει βλάβης της µονώσεως αυτών, αι έναντι της γης εµφανισθησόµεναι επ’ αυτών τάσεις διαφυγής:
α) µη είναι επικίνδυνοι δια πρόσωπα άτινα ήθελον γεφυρώσει ταύτας προς την γην.
β) να προκαλέσουν (δια των µέσω του αγωγού γειώσεως ρευµάτων διαφυγής) την ταχείαν απόζευξιν του κυκλώµατος της βλαβείσης συσκευής, αφ’ ης αι τάσεις αύται (διαφυγής) ήθελον υπερβή ωρισµένον όριον.
Η τοιαύτη γείωσις καλείται «γείωσις προστασίας».
4. Η γείωσις προστασίας, ως λεπτοµερέστερον ορίζεται εις αρθρ. 19 αναλόγως της µεθόδου επιτελέσεως αυτής, διακρίνεται εις άµεσον γείωσιν, έµµεσον γείωσιν επί του ουδετέρου και γείωσιν µέσω ηλεκτρονόµου (ρελαί) διαφυγής.
5. Οσάκις εν τοις παρούσι Κανονισµοίς ορίζεται ως µέσον προστασίας η γείωσις, δέον να εξυπακούεται ότι αντί της γειώσεως δύναται να χρησιµοποιηθή προς προστασίαν και πάσα άλλη των εις άρθρον 10 αναφεροµένων µεθόδων προστασίας, η εφαρµογή των οποίων ήθελε καταστήσει την γείωσιν µη αναγκαίαν. Το αυτό ισχύει και δια την εν παραγρ. 4 του άρθρου 9 διπλήν µόνωσιν.
Επεξήγησις: Υπό το πνεύµα του ανωτέρω άρθρου, η γείωσις δέον να παρέχη µίαν διακλάδωσιν επαρκώς µικράς αντιστάσεως µεταξύ των µεταλλικών σωµάτων και της γης, υποβιβάζουσαν ούτω την έναντι της γης τάσιν αυτών κάτωθεν του ορίου των 50 βολτ, όπερ το ανώτατον όριον δια τους παρόντας Κανονισµούς. Η απόζευξις αφ’ ετέρου του κυκλώµατος της βλαβείσης συσκευής δύναται να γίνη και µέσω των διατάξεων προστασίας τούτου κατά των υπερεντάσεων. Προς τούτο δέον η έντασις του προς την γην διαρρέοντος ρεύµατος να είναι επαρκής ίνα προκαλέση την σύντοµον λειτουργίαν, συνήθως εντός 5 δευτερολ., των διατάξεων προστασίας κατά υπερεντάσεων. Ούτω αµφότεραι αι απαιτήσεις της διατηρήσεως χαµηλής έναντι της γης τάσεως αφ’ ενός και επαρκούς εντάσεως του ρεύµατος προς την γην αφ’ ετέρου, δύνανται να εκπληρωθούν δια της επιλογής επαρκώς µικράς αντιστάσεως δια το µέσω της γης κύκλωµα. Κατά ταύτα η αντίστασις του µέσω της γης κυκλώµατος δέον να είναι ίση ή µικροτέρα εκείνης, ήτις δια την οριακήν τάσιν των 50 βολτ έναντι της γης θα επιτρέψη την διέλευσιν του απαιτουµένου ρεύµατος δια την εντός 5 δευτερολέπτων λειτουργίαν (συµφώνως προς τα χαρακτηριστικά αυτών) των διατάξεων προστασίας κατά υπερεντάσης της τροφοδοτικής γραµµής της βλαβείσης συσκευής. Το ούτω πως παρουσιαζόµενον πρόβληµα της επιτεύξεως επαρκώς χαµηλής αντιστάσεως γειώσεως, καταλλήλου από τα χαρακτηριστικά λειτουργίας των διατάξεων προστασίας της γραµµής, δύναται εν τη πράξει – προκειµένου περί σκευών µεγάλης ισχύος - να συναντήση σηµαντικάς δυσευρείας οδηγούσας είτε εις την χρήσιν πολλών ηλεκτροδίων ενώσεως συνδεδεµένων εν παραλλήλω, είτε εις την γείωσιν του αποζεύκτου (ρελαί) διαφυγής περί ου η επεξήγησις του άρθρου 19. Τέλος, προκειµένου περί γειώσεων απαγουσών προς την ρεύµατα ισχυρών εντάσεων, δέον εκ παραλλήλου να ληφθούν τα κατάλληλα µέτρα ίνα η περί το ηλεκτρόδιον γειώσεως επιφάνεια του εδάφους µη καταστή επικίνδυνος δια τους επ’ αυτού βαδίζοντας ανθρώπους ή ζώα. Πράγµατι η κατανοµή των δυναµικών περί το ηλεκτρόδιον γειώσεως δέον είναι τοιαύτη ώστε η τάσις βήµατος (τάσις µεταξύ των ειδών ανδρός βαδίζοντος εκ του ηλεκτροδίου ακτινοειδώς προς την περιφέρειαν) να µη υπερβαίνει το ανεκτόν όριον είτε δια τους ανθρώπους ή τα ζώα.
1. Μεταλλικά τµήµατα µη χρησιµοποιούµενα ως αγωγοί, δυνάµενα δε να ευρεθούν υπό τάσιν λόγω βλάβης της µονώσεως, δέον να γειώνται συµφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 19 και 20 ή να προστατεύωνται άλλως πως (άρθρον ) έναντι της εµφανίσεως υψηλών τάσεων εξ επαφής, κατά τας ακολούθους περιπτώσεις:
α) ∆ια τάσεις έναντι της γης υπερβαινούσας τα 250 βολτ, τα εκτεθειµένα εις τυχαίαν επαφήν.
β) ∆ια τάσεις έναντι της γης µεταξύ 50 και 250 βολτ, τα εκτεθειµένα εις επαφήν και ευρισκόµενα εντός υγρών χώρων, βεβρεγµένων ή κεκορεσµένων δια διαβρωτικών ατµών.
γ) ∆ια τάσεις έναντι της γης µεταξύ 125 και 250 βολτ, εφ’ όσον ευρίσκονται εντός ξηρών χώρων µετ’ αγωγίµου ή προσκαίρως υγρού δαπέδου, εφ’ όσον δια τον χειρισµόν αυτών απαιτείται δράξις αυτών δια της χειρός.
2. Τα συµφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος γειωµένου σώµατα µηχανών, περιβλήµατα οργάνων και λοιπά τµήµατα του αυτού είδους δεν δύνανται ν’ αποτελέσουν µέρος του κυκλώµατος προς την γην. ∆ια την γείωσιν περισσοτέρων του ενός εξαρτηµάτων της αυτής εγκαταστάσεως, ήτα θα συνδέωνται προς κοινόν αγωγόν γειώσεως.
Επεξήγησις: Η διάκρισις µεταξύ χώρων ξηρών, υγρών, βεβρεγµένων, κλπ., καθορίζεται εις το κεφάλαιον Χ. Καθ’ ό,τι αφορά την γείωσιν, οι προσκαίρως υγροί χώροι αρµοιούνται προς ξηρούς χώρους µετά µη µονωτικών δαπέδων.
Θεωρούνται ως µονωτικά δάπεδα: το ξηρόν ξύλον άνευ µεταλλικής στερεώσεως εξουδετερούσης την µόνωσιν του συνόλου, το λινόλαιον, η άσφαλτος, ως και λοιπαί ανάλογοι επενδύσεις.
Θεωρούνται ως µη µονωτικά δάπεδα: το έδαφος (χώµα), ο άργιλος, η άµµος, το τσιµέντον, η σκυροκονία, το ξυλόκαµα, αι πέτριναι πλάκες, ως και ανάλογοι επενδύσεις µεταλλικαί τοιαύται.
∆άπεδον δύναται εισέτι να θεωρηθή ως µονωτικόν, έστω κι αν η συνέχεια της µονώσεως αυτού διακόπτεται από ορισµένα αγώγιµα αντικείµενα (κλίβανοι, ηλεκτρικαί θερµάστραι, κινηταί γραµµαί γειώσεως τηλεφώνων ή ραδιοφώνων, κλπ.), εφ’ όσον δεν είναι αναγκαίον να τα εγγίζωµεν κατά τον χειρισµόν συσκευής αποτελούσης µέρος της εγκαταστάσεως ισχυρών ρευµάτων. Αντιθέτως, µία θέσις (δάπεδον) δεν δύναται πλέον να θεωρηθή ως µονωτική οσάκις µόνωσις αυτής διακόπτεται από σωληνώσεις ύδατος ή υγραερίου, τας οποίας δύναται τις να εγγίση καθ’ ον χρόνον ορίζεται φορητάς συσκευάς καταναλώσεως µετά µεταλλικών επιφανειών (η περίπτωσις αύτη απαντάται εις αιθούσας κουρείων, εργαστήρια, κλπ.).
Μεταλλικόν όργανον (λαβή, άλυσις, κλπ.) θεωρείται ως «δραττόµενον» όταν, προς χειρισµόν αυτού, τούτο δέον να κρατηθή δια της χειρός.
Μεταλλικόν όργανον (σκελετός µηχανών, περιβλήµατα συσκευών, κλπ.) θεωρείται ως απλώς «εγγιζόµενον» όταν, λόγω του σχήµατος ή των διαστάσεων αυτού, δεν δυνάµεθα να δράξωµεν τούτο δια της χειρός.
1. Το µεταλλικόν περίβληµα των αγωγών εναλλασσοµένου ρεύµατος πρέπει να γειούται εις τας ακολούθους περιπτώσεις:
α) Εις τους µη ξηρούς ή τουλάχιστον προσκαίρως υγρούς χώρους (ως ούτοι ορίζονται εις τα άρθρα 186 και 198) εφ’ όσον η τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ έναντι της γης.
β) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ’ ην η τάσις µεταξύ αγωγών υπερβαίνει τα 500 βολτ.
2. Το µεταλλικόν περίβληµα των αγωγών τούτων δεν δύναται να χρησιµοποιηθή ως αγωγός γειώσεως.
Επεξήγησις: ∆ια του όρου «µεταλλικόν περίβληµα» υπό την έννοιαν του παρόντος άρθρου, εννοούµεν τον περικλείοντα τους αγωγούς µεταλλικόν σωλήνα, ως και παν µεταλλικόν περίβληµα µονωτικού σωλήνος, ωπλισµένου καλωδίου, σωληνοσύρµατος ή καλωδίου µε µολυβδίνην επένδυσιν, ως και τους διαφόρους συνδέσµους και τα κυτία των καλωδίων. Καθ’ ό,τι αφορά την χρήσιν µονωτικών σωληνώσεων δια τµήµατα γειωθέντα επί του ουδετέρου, αύτη δέον να πληροί τους όρους του άρθρου 39 παράγραφος 4.
1. Οσάκις εν τοις παρούσι Κανονισµοίς ορίζεται ως µέσον προστασίας η κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου γείωσις των µεταλλικών µαζών, δέον γενικώς να εξυπακούεται και πάσα ετέρα µέθοδος προστασίας εκ των εις το άρθρον 10 αναφεροµένων µεθόδων (βλέπει και παράγρ. 5 του άρθρου 16).
Προκειµένου κατά τα ανωτέρω να επιλεγή η δια γειώσεως προστασία αποβλέπουσα εις την αποφυγήν ή περιορισµόν των επικινδύνων τάσεων, αίτινες δύνανται να εµφανισθούν επί του σώµατος των µηχανηµάτων, των µεταλλικών περιβληµάτων των αγωγών, κλπ., κατά τας παρά των άρθρων 17 και 18 προλεποµένας περιπτώσεις, αι κάτωθι µέθοδοι γειώσεως δύνανται να εφαρµοσθούν:
α) Η γείωσις επί του ουδετέρου, τουτέστιν η αγώγιµος σύνδεσις των γειωτέων σωµάτων προς τον ουδέτερον αγωγόν ή έτερον γειωµένον αγωγόν φάσεως του δικτύου.
β) Η άµεσος γείωσις, τουτέστιν η αγώγιµος σύνδεσις των γειωτέων σωµάτων προς γραµµήν γειώσεως απολήγουσαν εις ηλεκτρόδιον γειώσεως.
γ) Η γείωσις µέσω αποζεύκτου (ρελαί) διαφυγής, τουτέστιν η αγώγιµος σύνδεσις των προστατευοµένων σωµάτων προς ηλεκτρόδιον γειώσεως µέσω του πηνίου αυτοµάτου διακόπτου αποζευγνύοντος το βλαβέν µέρος της εγκαταστάσεως, ευθύς ως ήθελε προκύψη επικίνδυνος τάσις
µεταξύ των προστατευοµένων σωµάτων και της γης.
2. Κατά την εφαρµογήν των µεθόδων (α), (β) και (γ) πρέπει πάντοτε να αποβλέπωµεν εις την εξασφάλισιν της αυτοµάτου αποζεύξεως του τµήµατος της εγκαταστάσεως εις το οποίον ήθελε παρουσιασθή βλάβη της µονώσεως·η τοιαύτη απόζευξις δέον ανυπερθέτως να συντελήται το πολύ εντός ολίγων δευτερολέπτων αφ’ ότου η τάσις µεταξύ του περιβλήµατος του βλαβέντος τµήµατος και της γης ήθελε διατηρηθή υπέρ τα 50 βολτ.
3. Της γειώσεως επί του ουδετέρου δύνανται ν’ απαλλαγούν ωρισµέναι συσκευαί ισχυρών ρευµάτων των τηλεφωνικών κέντρων ή των αυτοµάτων σταθµών συνδροµητών του Οργανισµού
Τηλεπικοινωνιών, ως οι ενισχυταί των µεταβιβάσεων, ωρισµένα µικρά όργανα διακλαδιζόµενα εκ του δικτύου εντός πλαισίων ασθενών ρευµάτων, οι υπηρετικοί κινητήρες των επιλογέων των τηλεφωνικών κέντρων, κλπ., εφ’ όσον αι συσκευαί αύται ισχυρών ρευµάτων θα ασφαλίζωνται εις το πρωτεύον δια κανονικών ασφαλειών µη υπερβαινουσών τα 6 αµπέρ.
4. Οι αναγκαίοι όροι, τους οποίους δέον να πληροί µία εγκατάστασις ίνα δύναται να γίνη χρήσις της γειώσεως επί του ουδετέρου των γραµµών αυτής, είναι αι ακόλουθοι:
α) Αι διατοµαί των αγωγών αυτής να είναι τοιαύται ώστε εις περίπτωσιν βραχυκυκλώµατος µεταξύ αγωγού φάσεως και ουδετέρου µιας γραµµής, η έντασις του ρεύµατος βραχυκυκλώσεως να µη είναι µικροτέρα της ονοµαστικής εντάσεως πολλαπλασιασθείσης επί 2,5 της πλησιεστέρας ασφαλείας, ήτις προστατεύει την γραµµήν ταύτην.
β) Ο ουδέτερος της παροχετεύσεως να έχη γειωθή εγγύτατα της εισαγωγής εις το κτίριον και δη προ της πρώτης διατάξεως αποζεύξεως της εγκαταστάσεως εκ της εισαγωγής της παροχερεύσεως· η γείωσις αύτη δέον να είναι ικανή όπως και µόνη, εν περιπτώσει διακοπής ή βλάβης του ουδετέρου του δικτύου, προστατεύη επαρκώς τας επί του ουδετέρου γειωµένας συσκευάς ή µηχανήµατα της εγκαταστάσεως.
γ) Ο ουδέτερος των γραµµών της εγκαταστάσεως·να είναι εξ ίσου επιµελώς εγκατεστηµένος και µεµονωµένος προς τους αγωγούς φάσεων, συµφώνως δε προς τας διατάξεις των παρόντων Κανονισµών τας αντιστοιχούσας εις την εγκατάστασιν ουδετέρου εφ’ ου προβλέπεται η επιτέλεσις γειώσεως προστασίας (βλέπε και άρθρον 136).
Επεξήγησις: Εις ηλεκτρικά δίκτυα µε µονίµως γειωµένον ουδέτερον δέον να επιδιώκεται η γείωσις επί του ουδετέρου.
Εν τοσούτω τόσον η γείωσις επί του ουδετέρου όσον και η άµεσος µέσω ηλεκτροδίου, ίνα εκπληρούν ικανοποιητικώς τον προορισµόν των, πρέπει να πληρούν τους όρους της παραγρ. 2, τουτέστιν να τείνουν να προκαλέσουν την απόζευξιν της βλαβείσης συσκευής και να εµποδίσουν την πέραν των 5 δευτερολέπτων διατήρησιν τάσεως έναντι της γης υπερβαινούσης τα 50 βολτ. Τα ανωτέρω µας οδηγούν εις την εξέτασιν, προ πάσης γειώσεως είτε αµέσου είτε επί του ουδετέρου, της αποτελεσµατικότητος αυτής δια την έγκαιρον απόζευξιν βλαβείσης συσκευής και µη διατήρησιν επικινδύνων τάσεων. Τα συµπεράσµατά µας θα καθορίζουν την απαιτουµένην επαρκώς µικράν αντίστασιν ή αντιστάσεις γειώσεως της εγκαταστάσεως ή των συσκευών, προς εκπλήρωσιν του προστατευτικού σκοπού.
Οσάκις εκ της τοιαύτης εξετάσεως ήθελε προκύψη ότι η άµεσος γείωσις δεν παρέχει επαρκή προστασίαν ή και ότι η επίτευξις γειώσεων επαρκώς µικράς αντιστάσεως θα συνεπήγετο δυσαναλόγως µεγάλας δαπάνας, δυνάµεθα να καταφύγωµεν εις την γείωσιν µέσω αποζεύκτου διαφυγής, ήτις παρουσιάζει το πλεονέκτηµα της αµέσου αποζεύξεως της συσκευής, πριν ή η τάσις φθάση τα 50 βολτ, (έστω και δια βοηθητικήν γην υψηλής αντιστάσεως). Εν τη περιπτώση όµως ταύτη δέον βεβαίως να ληφθή µέριµνα όπως το ηλεκτρόδιον όπερ χρησιµοποιείται ως βοηθητική γη, µη ευρίσκεται εν µεταλλική συνδέσει (εξαιρέσει της µέσω του ηλεκτρονόµου διαφυγής) προς την αποζευκτέαν συσκευήν, δοθέντος ότι η λειτουργία του ηλεκτρονόµου διαφυγής και η απόζευξις συσκευής εις περίπτωσιν βλάβης της µονώσεως αυτής βασίζεται επί της προκυπτούσης διαφοράς δυναµικού µεταξύ του ηλεκτροδίου τούτου και του περιβλήµατος της προστατευοµένης συσκευής.
Αφ’ ετέρου, εις την περίπτωση ταύτην, η χρήσις του ουδετέρου του δικτύου ως βοηθητικής γης είναι απολύτως απαράδεκτος έστω και αν η γείωσις αυτού είναι αρίστη. Τα διάφορα όργανα της γειώσεως µέσω ηλεκτρονόµου διαφυγής δέον να ρυθµίζωονται εις τρόπον ώστε η απόζευξις να λαµβάνη χώραν δι’ όσον το δυνατόν µικροτέραν τάσιν έναντι της γης, οπωσδήποτε δε µη υπερβαίνουσαν τα 50 βολτ.
Οδηγίαι εκτελέσεως της γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής δίδονται εις το Παράρτηµα ΙΙ.
Η εν παραγρ. 3 εξαίρεσις ωρισµένων συσκευών τηλεπικοινωνιών από της γειώσεως επί του ουδετέρου οφείλεται αφ’ ενός µεν εις το ενδεχόµενον προκλήσεως παρασίτων εις το κύκλωµα, αφ’ ετέρου δε εις την υπό ειδικών επιτήρησιν των εγκαταστάσεων αυτών.
Η επιτέλεσις της γειώσεως των γειωτέων µεταλλικών µαζών, συµφώνως προς τας εις άρθρον 19 αναφεροµένας µεθόδου γειώσεως αυτών, δύναται να επιτευχθή δια της συνδέσεως αυτών προς µίαν των κάτωθι γραµµών γειώσεως.
1. Προκειµένου περί γειώσεως επί του ουδετέρου (προϋποθέτουσαν την εκπλήρωσιν των σχετικών όρων του άρθρου 19) δια της συνδέσεως αυτών προς τον ουδέτερον, της συνδέσεως ταύτης δυναµένης να επιτελεσθή κατά ένα των ακολούθων τριών τρόπων:
α) Μέσω ειδικής κοινής γραµµής γειώσεως όλων των συσκευών, ρευµατοδοτών, κλπ., αρχοµένης εκ σηµείου του ουδετέρου της εισαγωγής της παροχετεύσεως, κειµένου αµέσως προ του ατήκτου συνδέσµου (γεφυροσυνδέσµου) αυτού, και εκτεινοµένης – απ’ ευθείας ή δια των διακλαδώσεων αυτής – µέχρι των ακροδεκτών γειώσεως των συσκευών ή των επαφών γειώσεως των ρευµατοδοτών, κλπ. (βλέπε διάγραµµα Ι).
β) Μέσω ιδιαιτέρου αγωγού γειώσεως δι’ εκάστην συσκευήν ή ρευµατοδότην, κλπ., διακλαδιζοµένου εκ του ουδετέρου της κυρίας γραµµής κατά τινά διακλάδωσιν αυτής και εκ σηµείου κειµένου αµέσως προ του ατήκτου συνδέσµου (γεφυροσυνδέσµου) του ουδετέρου της διακλαδώσεως, απολήγοντος δε εις τον ακροδέκτην γειώσεως της συσκευής ή την επαφήν γειώσεως του ρευµατοδότου (βλέπε διάγραµµα ΙΙ).
γ) Μέσω ιδιαιτέρου βραχέος αγωγού γειώσεως δι’ εκάστην συσκευήν ή ρευµατοδότην, κλπ., διακλαδιζοµένου εκ του ουδετέρου της προσαγωγής εις την γειωτέαν συσκευήν ή τον ρευµατοδότην, απολήγοντος δε εις τον ακροδέκτην γειώσεως της συσκευής ή την επαφήν γειώσεως του ρευµατοδότου (βλέπε διάγραµµα ΙΙΙ).
2. Προκειµένου περί αµέσου γειώσεως ή και περί γειώσεως µέσω αποζεύκτου (ρελαί) διαφυγής (εφαρµοσίµου τόσον εις δίκτυα άνευ ουδετέρου όσον και εις τα µετά παγίως γειωµένου τοιαύτα) δια της συνδέσεως των γειωτέων συσκευών, ρευµατοδοτών, κλπ. προς µίαν εκ των ακολούθων γραµµών γειώσεως:
α) Προς ειδικήν κοινήν γραµµήν γειώσεως αρχοµένην εκ του ηλεκτροδίου γειώσεως και εκτεινοµένην – απ’ ευθείας ή δια των διακλαδώσεων αυτής – µέχρι των ακροδεκτών γειώσεως των γειωτέων συσκευών ή των επαφών γειώσεως των ρευµατοδοτών, κλπ.
β) Προς τας υδροσωληνώσεις του κτιρίου, υπό τον όρον της ικανοποιήσεως των άρθρων 24 έως 26, προκειµένου δε περί γειώσεως µέσω αποζεύκτου διαφυγής, λαµβανοµένων επιπροσθέτως υπ’ όψιν και των σχολίων της επεξηγήσεως του άρθρου 19.
Επεξήγησις: Προκειµένου περί εγκαταστάσεων εκτελεσθεισών συµφώνως προς τα διαγράµµατα Ι ή ΙΙ, επιτρέπεται η εις τα διπολικά κυκλώµατα αντικατάστασις της ασφαλείας του ουδετέρου δια γεφυροσυνδέσµου κατά τας διατάξεις του διαγράµµατος ΙΙΙ. Συνιστάται, οπωσδήποτε, η συµφώνως προς εν και το αυτό διάγραµµα εκτέλεσις πασών των εγκαταστάσεων των διακλαδιζοµένων εκ του αυτού δικτύου διανοµής. Εν τοσούτω η χρησιµοποίησις διαφορετικών συστηµάτων γειώσεως εν τη αυτή εγκαταστάσει είναι απαράδεκτος.
1. Ο δια την άµεσον γείωσιν ή την γείωσιν επί του ουδετέρου χρησιµοποιούµενος αγωγός, δια διατοµάς µέχρι 16 τετρ. χιλ., πρέπει να έχη αγωγιµότητα τουλάχιστον ίσην προς την των αντιστοίχων ενεργών αγωγών. Οσάκις ο αγωγός γειώσεως τοποθετείται ανεξαρτήτως των τροφοδοτικών αγωγών, η διατοµή αυτού δεν δύναται να είναι µικροτέρα των 2,5 τετρ. χιλ. Προκειµένου περί γειώσεως µέσω ηλεκτρονόµου διαφυγής, το µέγεθος του αγωγού γειώσεως επί της βοηθητικής γης διέπεται υπό ειδικών διατάξεων (βλέπε Παράρτηµα ΙΙ).
2. Οσάκις γίνεται χρήσις γυµνού χαλκίνου αγωγού γειώσεως, ούτος δέον να έχη διατοµήν τουλάχιστον 6 τετρ. χιλ., να εγκαθίσταται δε κατά τρόπον µη εκθέτοντα αυτόν ούτε εις µηχανικάς βλάβας ούτε εις διαβρώσεις. Ο γυµνός αγωγός γειώσεως δέον ωσαύτως να µη εφάπτεται ουδαµού ευφλέκτων τµηµάτων της οικοδοµής.
3. Προκειµένου περί διατοµών µικροτέρων των 6 τετρ. χιλ., ο αγωγός γειώσεως πρέπει να είναι µεµονωµένος και εγκατεστηµένος ως ενεργός αγωγός. Ούτος δέον να είναι ευκόλως αναγνωρίσιµος και ως αγωγός της όλης εγκαταστάσεως και ειδικώτερον ως αγωγός γειώσεως.
4. Εντός ξηρών χώρων ο αγωγός γειώσεως δύναται να τοπθοετήται εντός µεταλλικών σωλήνων ή ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων. Εις τους υγρούς ή βεβρεγµένους χώρους οικιακής χρήσεως, δύναται να τοπθετήται εντός µεταλλικών σωλήνων ή µονωτικών µετά χαλυβδίνου οπλισµού υπό τον όρον να φέρη µονωτικόν περίβληµα. Εις τους λοιπούς βεβρεγµένους χώρους ο αγωγός γειώσεως δέον να εγκαθίσταται επί µονωτικών στηριγµάτων και να προστατεύηται δια µεταλλικών σωλήνων κατά τας διελεύσεις µέσω τοίχων ή δαπέδων.
5. Ο αγωγός γειώσεως δύναται να εγκαθίσταται εντός του αυτού σωλήνος µε τους ενεργούς αγωγούς, υπό τον όρον να είναι της αυτής µε τούτους µονώσεως και να είναι αναγνωρίσιµος, καθ’ όλον αυτού το µήκος, εκ του κιτρίνου αυτού χρώµατος. Επί πλέον ο αγωγός γειώσεως κυρίας γραµµής δεν δύναται να είναι µικροτέρας διατοµής των λοιπών αγωγών. Το αυτό ισχύει και δια δευτερευούσας γραµµάς ή διακλαδώσεις οσάκις ως αγωγός γειώσεως χρησιµοποιείται ο ουδέτερος. Οσάκις δευτερεύουσα γραµµή ή διακλάδωσις περιλαµβάνει και µεµονωµένον αγωγόν χρησιµοποιούµενον αποκλειστικώς και µόνον δια γείωσιν, η διατοµή τούτου θα πρέπη να είναι τουλάχιστον ίση προς την των ενεργών αγωγών µέχρι της διατοµής των 16 τετρ. χιλ., τουλάχιστον δε 16 τετρ. χιλ. δια διατοµάς ενεργών αγωγών υπερβαινούσας τα 16 τετρ. χιλ.
Επεξήγησις: Ο ουδέτερος εγκαθιστάµενος ανεξαρτήτως των ενεργών αγωγών θεωρείται ωσαύτως ως αγωγός, οδηγών εις την γείωσιν προστασίας.
Οσάκις αγωγός γειώσεως µικροτέρας διατοµής των 2,5 τετρ. χιλ. είναι εγκατεστηµένος οµού µετά των ενεργών αγωγών, από τίνος δε σηµείου και εφεξής ακολουθεί ιδίαν διαδροµήν – τουτέστιν δεν περικλείεται πλέον εντός του αυτού σωλήνος ή περιβλήµατος – η διατοµή αυτού καθ’ όλην την ανεξάρτητον ταύτην διαδροµήν πρέπει να είναι τουλάχιστον 2,5 τετρ. χιλ. Μεµονωµένοι ουδέτεροι ή και αγωγοί γειώσεως, εγκατεστηµένοι χωριστά είτε οµού µετά των ενεργών αγωγών, δέον να είναι χρώµατος κιτρίνου καθ’ όλον αυτών το µήκος. Αντιθέτως οσάκις µεµονωµένος αγωγός χρησιµοποιούµενος αποκλειστικώς προς γείωσιν προστασίας ευρίσκεται εντός του αυτού σωλήνος ή περιβλήµατος µε γειωµένον αγωγόν (συνήθως τον ουδέτερον), είναι απαραίτητος ο διαφορετικός χρωµατιστός αυτού, έστω και αν η γειτνίασις προς τον γειωµένον ενεργόν αγωγόν εκτείνεται επί µικρού µόνον µήκους.
Εν τοιαύτη περιπτώσει ο αγωγός γειώσεως θα χρωµατίζεται εναλλάξ κίτρινος και ερυθρός, ενώ ο γειωµένος ενεργός αγωγός θα χρωµατίζεται κίτρινος καθ’ όλον αυτού το µήκος.
Ως βεβρεγµένοι χώροι οικιακής χρήσεως, κατά την έννοιαν της παραγρ. 4, νοούνται επί παραδείγµατι τα ιδιωτικά πλυντήρια, ως και άλλοι χώροι του αυτού είδους, οίτινες είναι βεβρεγµένοι επί βραχύ µόνον διάστηµα δυνάµενοι ακολούθως να ξηρανθούν, εις τρόπον ώστε ο αγωγός να µη διατρέχη τον κίνδυνον καταστροφής εκ διαβρώσεων.
Η εντός σωλήνως εγκατάστασις του αγωγού γειώσεως, αντί τοποθετήσεως αυτού επί µονωτήρων, δύναται να προβλεφθή εις τους ανωτέρω χώρους παντού όπου υπάρχει κίνδυνος µηχανικής αυτού φθοράς.
Η γείωσις µετασχηµατιστών, των οποίων το κύκλωµα υψηλής τάσεως είναι γειωµένον, δέον να πληροί τους όρους του άρθρου 116.
1. Οι σταθερώς εγκατεστηµένοι γειωµένοι αγωγοί εγκαταστάσεως δέον να είναι χρωµατισµένοι κίτρινοι προς ευχερή αυτών διάκρισιν από των λοιπών. Εις σειρίδας µετά τριών ή περισσοτέρων αγωγών, ο δια γείωσιν χρησιµοποιούµενος ουδέτερος αγωγός δέον να είναι ωσαύτως χρώµατος κιτρίνου. Εν τοσούτω, προκειµένου περί σειρίδων αποτελουµένων από δύο ή τρεις αγωγούς φάσεων, ενός ουδετέρου αγωγού (διαρρεοµένου ενδεχοµένως από ρεύµα) και ετέρου αγωγού χρησιµοποιουµένου αποκλειστικώς ως αγωγού γειώσεως, ο ουδέτερος δέον να είναι χρώµατος κιτρίνου, ο δε αγωγός γειώσεως κιτρίνου και ερυθρού.
2. Οι γειωµένοι αγωγοί, οίτινες επί πλέον άγουν και προς τα ηλεκτρόδια γειώσεως, δέον, επιπροσθέτως, να πληρούν και τους εξής όρους:
α) Η απόζευξις του αγωγού γειώσεως µέσω ρευµατοληπτών, διακοπτών, αποζευκτών, κλπ., να µη είναι δυνατή παρά µόνον εφ’ όσον συντελείται οµού µετά της των ενεργών αγωγών.
β) Αι διατάξεις διακοπής των γειωµένων αγωγών να αποτελώνται εξ ατήκτων στοιχείων (γεφυροσυνδέσµων) ευκόλως προσιτών και µη δυναµένων να αφαιρεθούν παρά δια της χρήσεως εργαλείων.
3. Οι γειωµένοι ουδέτεροι ή µέσοι αγωγοί, εφ’ όσον χρησιµοποιούνται και δια την διέλευσιν ρεύµατος, δέον να παρουσιάζουν την αυτήν µόνωσιν προς τους ενεργούς αγωγούς του κυκλώµατος αυτών.
Επεξήγησις: Οι πληρωτέοι όροι παρά των γεφυροσυνδέσµων των γειωµένων ουδετέρων ή µέσων αγωγών αναφέρονται εις άρθρα 36 και 156.
Το κίτρινον χρώµα χρησιµοποιείται αποκλειστικώς ως διακριτικόν των γειωµένων αγωγών.
Προς αποφυγήν συγχύσεως, το χρώµα τούτο δέον να µη χρησιµοποιήται δι’ ουδένα έτερον αγωγόν των εσωτερικών εγκαταστάσεων.
1. Η άµεσος γείωσις ή και η γείωσις επί του ουδετέρου των φορητών ή κινητών συσκευών καταναλώσεως δέον να επιτελήται µέσω ειδικού βοηθητικού αγωγού, ενσωµατουµένου εις την σειρίδα, διατοµής και µονώσεως τουλάχιστον ίσης προς την των ενεργών αγωγών.
Αντιθέτως, προκειµένου περί συσκευών µονίµως εγκατεστηµένων εις σταθεράν θέσιν, και των οποίων µόνον η προς το δίκτυον σύνδεσις είναι κινητή ή φορητή, η άµεσος γείωσις ή η γείωσις αυτών επί του ουδετέρου δύναται να γίνη µέσω σταθερού αγωγού γειώσεως ανεξαρτήτου της τροφοδοτικής σειρίδος.
2. Η σύνδεσις του αγωγού γειώσεως της φορητής ή κινητής σειρίδος προς τον ουδέτερον ή την σταθεράν γραµµήν γειώσεως, δέον να επιτελήται µέσω ειδικών επαφών του ρευµατολήπτου και ρευµατοδότου. Εις περίπτωσιν γειώσεως επί του ουδετέρου, η ένωσις µεταξύ του ουδετέρου του δικτύου και της επαφής γης, δέον να συντελήται απαραιτήτως εντός του ρευµατοδότου (και ουχί του ρευµατολήπτου). Η κατασκευή του ρευµατολήπτου (φις) δέον να είναι τοιαύτη ώστε η άµεσος γείωσις ή η µέσω του ουδετέρου τοιαύτη, να συντελήται υποχρεωτικώς προ της θέσεως υπό τάσιν της συσκευής, να είναι δε αδύνατος πάσα εναλλαγή της θέσεως του ρευµατολήπτου κατά την εισαγωγήν αυτού εντός του ρευµατοδότου.
Επεξήγησις: Εις τας σειρίδας ων ο ουδέτερος ή µέσος αγωγός αυτών διαρρέεται υπό ρεύµατος, ούτος δέον να µη χρησιµοποιήται συγχρόνως και ως αγωγός γειώσεως. Όσον αφορά τας λήψεις ρεύµατος βλέπε και το άρθρον 62.
1. Εις τας εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις έναντι της γης δεν υπερβαίνει τα 250 βολτ, εξαιρέσει των περιπτώσεων της παραγρ. 2, επιτρέπεται η σύνδεσις της γραµµής γειώσεως επί των υδροσωλήνων και δη προ του σηµείου εισόδου αυτών εις τον µετρητήν και όσον το δυνατόν πλησιέστερον της εισαγωγής εντός του κτιρίου. Εν τοσούτω η συγκατάθεσις της υπηρεσίας υδρεύσεως τυγχάνει απαραίτητος προς τούτο.
2. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, εφ’ όσον και η υπηρεσία υδρεύσεως συγκατατίθεται εις τούτο, δύνατια να επιτραπή η σύνδεσις της γραµµής γειώσεως επί των υδροσωλήνων και εις σηµείον κείµενον µετά τον µετρητήν. Εν τοιαύτη όµως περιπτώσει απαιτείται επί πλέον όπως τα εκατέρωθεν των διαφόρων συνδέσµων τµήµατα των σωληνώσεων – από του σηµείου συνδέσεως της γραµµής γειώσεως µέχρι του σηµείου προσαγωγής εις τον µετρητήν – γεφυρωθώσιν αγωγίµως εις τρόπον ώστε να αποκλείηται η εµφάνισις απαραδέκτου ηλεκτρικής αντιστάσεως ή διακοπής, να εξασφαλισθή δε η κατά τρόπον µόνιµον πλήρωσις των όρων του άρθρου 21. Επί πλέον των ανωτέρω απαιτείται και η γεφύρωσις του µετρητού ύδατος µέσω χαλκίνου σύρµατος ή ταινίας διατοµής τουλάχιστον 16 τετρ. χιλ., εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η ηλεκτρική συνέχεια εις περίπτωσιν αφαιρέσεως του µετρητού. Αφ’ ετέρου, η τοιαύτη γεφύρωσις του µετρητού ύδατος είναι εξ ίσου αναγκαία και δια την περίπτωσιν καθ’ ην συσκευαί καταναλώσεως γειωθείσαι επί του ουδετέρου, ευρίσκονται – ως εκ του προορισµού των – εν επαφή µετά της σωληνώσεως ύδατος (π.χ. η περίπτωσις θερµοσιφώνων γειωµένων επί του ουδετέρου).
3. Το σηµείον συνδέσεως του αγωγού γειώσεως µετά της σωληνώσεως ύδατος δέον να εκλεγή καταλλήλως ώστε να είναι ευδιάκριτον και ευκόλως προσιτόν προς έλεγχον.
Επεξήγησις: Οσάκις εις το εσωτερικόν κτιρίου, τµήµα της υδροσωληνώσεως χρησιµοποιείται ως αγωγός γειώσεως, η βραχυκύκλωσις των διαφόρων συνδέσµων, γωνιών και επιστοµίων τυγχάνει απαραίτητος εκτός εάν, δια τινός αυστηράς µεθόδου, εξηκριβώθη η πλήρωσις των όρων της παραγρ. 1 του άρθρου 21.
Της συνδέσεως του αγωγού γειώσεως επί υδροσωλήνων, δέον να προηγήται συνεννόησις µετά της υπηρεσίας υδρεύσεως.
Αι τοιαύται ιδιωτικαί συνεννοήσεις δύνανται να υποκατασταθούν από γενικωτέραν συµφωνίαν µεταξύ ηλεκτρικών εταιριών και της υπηρεσίας υδρεύσεως της υπ’ αυτών εξυπηρετουµένης περιοχής.
Η σύνδεσις του αγωγού γειώσεως επί των υδροσωλήνων δι’ εγκαταστάσεις ων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 βολτ, δύναται να γίνει µόνον κατόπιν ειδικής συγκαταθέσεως της υπηρεσίας υδρεύσεως.
1. Ως ηλεκτρόδια γειώσεως δύναται να χρησιµοποιηθούν τα ακόλουθα:
α) Υδροσωλήνες καθ’ ολοκληρίαν µεταλλικοί, εγκατεστηµένοι εντός του εδάφους, των οποίων όλαι αι συνδέσεις να είναι αγώγιµοι.
β) Μεταλλικαί πλάκες, ταινίαι ή σωλήνες κατεχωσµέναι εντός του εδάφους, συµφώνως προς
τας διατάξεις του άρθρου 27.
2. Η σύνδεσις προς τον σωλήνα υδρεύσεως, όστις θέλει χρησιµεύσει ως ηλεκτρόδιον γης, θέλει εκτελεσθή µέσω ειδικού περιλαιµίου εξασφαλίζοντος ικανοποιητικήν σύσφιγξιν.
Επεξήγησις: Η γείωσις επί γειτνιαζούσης υπογείου υδροσωληνώσεως είναι κατ’ αρχήν η προτιµωτέρα και ασφαλεστέρα γείωσις. Το σηµείον συνδέσεως του αγωγού γειώσεως επί του υδροσωλήνος δέον να εκλέγηται όσον το δυνατόν πλησιέστερον της εισαγωγής του υδροσωλήνος εις το κτίριον.
Τα δια την γείωσιν επί των υδροσωλήνων χρησιµοποιούµενα περιλαίµια συσφίγξεως δέον να απαρτίζωνται εκ χαλκίνης επικασσιτερωµένης ταινίας πλάτους 25 χιλ. Το πάχος της ταινίας ταύτης δι’ απλούν στρώµα περιελίξεως (επί του σωλήνος) δέον να είναι 1 χιλ. τουλάχιστον, δια περισσότερα δε στρώµατα τουλάχιστον 0,5 χιλ. Το περιλαίµιον θα προσαρµώζηται εις ευκόλως προσιτόν µέρος της σωληνώσεως, κατόπιν επιµελούς καθαρισµού. Εφ’ όσον υφίσταται κίνδυνος διαβρώσεως λόγω
χηµικών δράσεων, το περιλαίµιον και ο συνδετήρ (ακροδέκτης) αυτού πρέπει να προστατευθούν καταλλήλως.
Πάσα εντός του εδάφους σύνδεσις, ευθύς µετά την εκτέλεσιν αυτής, δέον να επιχρίηται αντιδιαβρωτικώς και να επικαλύπτεται δια πισσωµένης ή ασφαλτωµένης ιούτης κατά τρόπον αποκλείοντα την οξείδωσιν.
1. Οσάκις ο αγωγός γειώσεως δεν δύναται να συνδεθή προς υδροσωλήνα, η γείωσις θα γίνεται (συνήθως) µέσω πλακός, ταινίας ή σωλήνος, εξ ανθεκτικού µετάλλου, εγκαθισταµένων εντός συνεχώς υγρού, κατά το δυνατόν, εδάφους, προς το οποίον δέον να παρουσιάζουν επιφάνειαν 0,5 τετρ. µέτρων τουλάχιστον. Εις την περίπτωσιν της γειώσεως µέσω ηλεκτρονόµου διαφυγής, η θέσις της βοηθητικής γης πρέπει να πληροί τους όρους του Παραρτήµατος ΙΙ.
2. Τα απρόσιτα ή υπόγεια τµήµατα του αγωγού γειώσεως δέον να παρουσιάζουν αγωγιµότητα ίσην προς την αγωγιµότητα ισοµήκους χαλκίνου αγωγού διατοµής 25 τετρ. χιλ. Επεξήγησις: Ως ανθεκτικά µέταλλα είναι παραδεκτά ο χαλκός ή ο χυτοσίδηρος ενδεχοµένως δε και ο εν θερµώ επιψευδαργυρωµένος σίδηρος. Πλάκες εκ καθαρού ψευδαργύρου, ορειχάλκου ή αργιλίου και των κραµάτων αυτού είναι απαράδεκτοι. Αι χάλκιναι πλάκες πρέπει να έχουν πάχος 1 χιλ. τουλάχιστον, αι δε σιδηρελασµάτιναι 2,5 χιλ. τουλάχιστον. Αι χάλκιναι ταινίαι πρέπει να είναι διατοµής 90 τετρ. χιλ. τουλάχιστον µε πάχος ουχί κατώτερον των 3 χιλ. Αι αντίστοιχοι διαστάσεις σιδηρών ταινιών είναι 150 τετρ. χιλ. και 5 χιλ. Μεταξύ των διαφόρων ειδών τεχνητών ηλεκτροδίων αι χάλκιναι ταινίαι είναι αι προτιµώτεραι. Συνιστάται η επέκτασις της ταινίας εκτός της γης και η σύνδεσις του αγωγού γειώσεως ε’ αυτής εις ευκόλως προσιτόν µέρος.
Η µεγίστη επιτρεποµένη αντίστασις γειώσεως, δια γειώσεις προστασίας, υπολογίζεται κατά τας διατάξεις της παρ. 2 και της επεξεγήσεως του άρθρου 19. Εις τας πλείστας των περιπτώσεων, ο τοιούτος υπολογισµός οδηγεί εις αντιστα΄σεις αισθητώς µικροτέρας των 20 Ωµ, ήτις είναι η συνήθως απαιτουµένη δια γειώσεις.
1. Απαγορεύεται η δια την γείωσιν προστασίας των εσωτερικών εγκαταστάσεων χρησιµοποίησις των σωληνώσεων θερµάνσεως και θερµού ύδατος, σωληνώσεων αεριόφωτος, των γραµµών γειώσεως των κυκλωµάτων ασθενών ρευµάτων και των γραµµών γειώσεως των αλεξικεραύνων.
Σχετικώς µε την γείωσιν των στυλίσκων των παροχετεύσεων, βλέπε άρθρον 153.
Επεξήγησις: Αι γραµµαί γειώσεως λειτουργίας των ραδιοφωνικών εγκαταστάσεων υπάγονται εις τας των ασθενών ρευµάτων µη δυνάµεναι να χρησιµοποιηθούν προς γείωσιν εγκαταστάσεων ισχυρών ρευµάτων.
1. Αι εγκαταστάσεις ζεύξεως και οι πίνακες διανοµής δέον να εγκαθίστανται εις θέσεις ευκόλως προσιτάς και όσον το δυνατόν µη κονιζοµένας, ξηράς και µη υποκειµένας εις κινδύνους πυρκαϊάς ή εκρήξεων.
2. Οσάκις οι πίνακες κατ’ ανάγκην εγκαθίστανται επί σανιδώσεως, αύτη δέον να επενδύεται από πλάκα εξ ακαύστου υλικού, άνευ αρµώσεων, εξέχουσαν δε του πίνακος καθ’ όλας τας πλευράς αυτού. Αι σωληνώσεις των προσαγοµένων και αναχωρουσών γραµµών δέον να απολήγουν έµπροσθεν της ακαύστου πλακός. Ουδέποτε ελεύθερος αγωγός θέλει εγκατασταθή όπισθεν της πλακός ταύτης.
3. Πίνακες εγκατεστηµένοι εις θέσεις εκτεθειµένας ή υποκειµένας εις κινδύνους πυρκαιάς πρέπει να προφυλάσσωνται εντός κιβωτίων κλειόντων καλώς.
Επεξήγησις: Οσάκις χρησιµοποιείται έλασµα ως άκαυστος επένδυσις των τοιχωµάτων, η µόνωσις των αγωγών δεν πρέπει ουδαµού να εφάπτεται του ελάσµατος τούτου.
Αναφορικώς µε το διάκενον µεταξύ της οπισθίας επιφανείας του πίνακος και της επιφανείας στηρίξεως αυτού, βλέπε επεξηγήσεις των άρθρων 31 και 32. Καθ’ ό,τι αφορά την εγκατάστασιν ασφαλειών, αυτοµάτων και συσκευών, εντός χώρων υποκειµένων εις κινδύνους πυρκαιάς, βλέπε άρθρον 239.
Πας πίναξ παρουσιάζων κατά την οπισθίαν αυτού όψιν γυµνά εξαρτήµατα υπό τάσιν, δέον να περιβάλλεται δια προστατευτικών πλαισίων εµποδιζόντων την τυχαίαν επαφήν προς τα υπό τάσιν εξαρτήµατα. Τα πλαίσια ταύτα δέον να είναι ευκόλως αφαιρετά ώστε να µη εµποδίζουν τον έλεγχον.
Επεξήγησις: Τα πλαίσια ταύτα δέον να κατασκευάζωνται κατά προτίµησιν εξ ακαύστου και µη αγωγίµου υλικού επαρκούς πάχους. Εάν είναι µεταλλικής κατασκευής, η τοποθέτησις αυτών δέον να είναι τοιαύτη ώστε η αφαίρεσις αυτών να γίνεται άνευ φόβου επαφής προς τα υπό τάσιν εξαρτήµατα. Πλαίσια τοποθετούµενα εν αµέσω γειτνιάσει προς τα υπό τάσιν εξαρτήµατα, δέον να κατασκευάζωνται εξ ακαύστου υλικού.
1. Η διάταξις των οργάνων και των ακροδεκτών αυτών δέον να είναι ευκρινής και κατά τρόπον ευκολύνοντα την επιθεώρησιν αυτών.
2. Οι επί της οπισθίας πλευράς του πίνακος ακροδέκται και κοχλίαι συνδέσεως των οργάνων και αγωγών, δέον να δύνανται να επιθεωρηθούν και εν ανάγκη να συσφιγχθούν χωρίς προς τούτο να παραστή ανάγκη µετατοπίσεως του πίνακος.
3. Ο χειρισµός των οργάνων δέον να δύνανται να εκτελήται ακινδύνως.
Επεξήγησις: Ο βασικός όρος τον οποίον δέον να πληρούν αι εγκαταστάσεις ζεύξεως δεν είναι η συµµετρική διάταξις των οργάνων, αλλά η εύληπτος τοποθέτησις αυτών. Αι περιτταί διασταυρώσεις πρέπει να αποφεύγωνται.
Ίνα οι εις την οπισθίαν πλευράν του πίνακος κείµενοι ακροδέκται και κοχλίαι συνδέσεως δύνανται να επιθεωρηθούν ευκόλως και εν ανάγκη να συσφιγχθούν, θα απιτηθή γενικώς όπως η απόστασις της οπισθίας πλευράς του πίνακος από του τοίχου είναι ίση προς το 1/3 της µικροτέρας πλευράς του πίνακος, οπωσδήποτε δε ουχί µικροτέρα των 10 εκ. Εν τοσούτω επιτρέπεται και µικροτέρα απόστασις εν η περιπτώσει ειδικαί διατάξεις επιτρέπουν τον εύκολον έλεγχον των συνδέσεων.
1. Η διάταξις των αγωγών των πινάκων ή των οπωσδήποτε διακλαδιζοµένων εξ αυτών, δέον να είναι εύληπτος και τοιαύτη ώστε, υπό κανονικάς συνθήκας, πάσα βραχυκύκλωσις (µεταξύ αυτών ή προς την γην) να είναι αδύνατος. Τυχόν θερµάνσεις, οφειλόµεναι εις κακήν επαφήν, δέον να παραµένουν εντετοπισµέναι.
2. Οι όπισθεν των πινάκων εγκατεστηµένοι αγωγοί δέον να εγκαθίστανται και στερεώνται κατά τρόπον καθιστώντα αδύνατον την µετατόπισιν αυτών. Κατά τας διασταυρώσεις θα τηρήται επαρκής απόστασις µεταξύ των αγωγών, εφ’ όσον δε τούτο είναι αναγκαίον, θα ενισχύεται και η µόνωσις.
3. Οι πίνακες δέον να εγκαθίστανται εις επαρκή από του τοίχου απόστασιν, ώστε να πληρώνται αι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.
Επεξήγησις: Οσάκις όπισθεν των πινάκων ευρίσκονται µόνον αγωγοί, ουχί δε και ακροδέκται ή ενώσεις, µία απόστασις από του τοίχου ίση προς το 1/5 της µικροτέρας αυτού πλευράς είναι συνήθως επαρκής.
Εν τοσούτω, δι’ οσονδήποτε µικρούς πίνακας η απόστασις αύτη δεν δύναται να είναι µικροτέρα των 4 εκ. Όσον αφορά τους πίνακας, εις το οπίσθιον µέρος των οποίων δεν υπάρχει ούτε αγωγός ούτε ακροδέκτης, ούτοι δύνανται και να εφάπτωνται τοιχοποιίας ή τοιχωµάτων εξ ετέρου ακαύστου υλικού. ∆ια ξύλινα τοιχώµατα απόστασις 1 εκ. από της ακαύστου αυτών επενδύσεως (της παρ. 2 του άρθρ. 29) είναι επαρκής.
Όπως αποφευχθούν τα όπισθεν του πίνακος βραχυκυκλώµατα προς την γην, η µεταλλική επένδυσις των ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων δέον να αφαιρήται ή να µονούται. Αφ’ ετέρου δέον όπως καταβάλλεται η µεγαλυτέρα δυνατή προσοχή εις την διατήρησιν της µεταξύ των αγωγών αποστάσεως, ως και της µεταξύ αγωγών και µεταλλικών τµηµάτων.
Οσάκις εν τη αυτή εγκαταστάσει ζεύξεως ή τω αυτώ πίνακι περιλαµβάνονται όργανα ή κυκλώµατα διαρρεόµενα υπό ρευµάτων φύσεως ή τάσεως διαφορετικής, ταύτα θα διατίθενται κεχωρισµένως και θα κατανέµωνται ευκρινώς καθ’ οµάδας εις τρόπον ώστε να προκύπτουν αι ολιγώτεραι δυναταί διασταυρώσεις ετεροειδών κυκλωµάτων.
Επεξήγησις: Όργανα και αγωγοί διαρρεόµενοι υπό ρευµάτων φύσεως ή τάσεως διαφορετικής, θα διαστέλλονται δια διαφορετικών ενδείξεων ή χρωµατισµών. Οσάκις είναι αδύνατον να αποφευχθούν αι διασταυρώσεις, θα εξασφαλίζεται επαρκής απόστασις µεταξύ των αγωγών π.χ. δια µονωτικών χιτωνίων.
1. Πίνακες φέροντες αυτοµάτους, ασφαλείας, διακόπτας, µετασχηµατιστάς, αντιστάτας και λοιπά ανάλογα όργανα πρέπει, γενικώς, να είναι κατεσκευασµένοι εξ ακαύστου υλικού. Πίνακες εκ χυτού µονωτικού υλικού είναι δεκτοί µόνον εφ’ όσον πληρούν τας διατάξεις της παραγράφου 3.
2. ∆ια την εγκατάστασιν γνωµόνων και των ωρολογιακών αυτών µηχανισµών ελέγχου ή διακοπής επιτρέπεται η χρήσις πινάκων εκ χυτού µονωτικού υλικού. Ξύλινοι πίνακες επιτρέπονται µόνον επί ακαύστων τοιχωµάτων προς στήριξιν γνωµόνων και των ωρολογιακών αυτών µηχανισµών ελέγχου ή διακοπής, ως και προησπισµένων έναντι πυρκαιάς ασφαλειών ή αυτοµάτων. Όργανα µετά διατρήτων προφυλακτήρων δεν δύνανται να εγκαθίστανται επί ξυλίνων πινάκων.
3. Το χυτόν µονωτικόν υλικόν κατασκευής πινάκων, κατά τας διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, πρέπει να παρουσιάζη εις 100º C. Πρέπει επίσης να ανθίσταται εις την υγρασίαν.
Επεξήγησις: Τοιχοποιία µε επίστρωσιν χάρτου ή υφάσµατος θεωρείται ως άκαυστος.
Ξύλινοι πίνακες κατ’ αρχήν απαγορεύονται. Μόνον κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπονται οι εκ κόντραπλακέ προστατευόµενοι κατ’ αµφοτέρας τας όψεις δι’ ελαφρών µεταλλικών ελασµάτων (ωπλισµένη ξυλεία) υπό τους αυτούς όρους προς τους πίνακας εξ ακαύστων υλικών. Οι επί των πινάκων τούτων εγκαθιστάµενοι αγωγοί πρέπει να τοποθετώνται κατά τρόπον ώστε η µόνωσις αυτών να µη έρχεται εις επαφήν προς τους πίνακας.
1. Πάντες οι υπό τάσιν αγωγοί των εκ των πινάκων ζεύξεως ή διανοµής αναχωρουσών γραµµών πρέπει να προστατεύωνται δι’ ασφαλειών και να είναι αποζεύξιµοι εφ’ όλων των πόλων, χωρίς να παρίσταται προς τούτο ανάγκη αποκοπής ή αποκολλήσεως των αγωγών ή µετατοπίσεως του πίνακος.
2. Γενικώς η παρεµβολή προστατευτικών διατάξεων εις το γειωµένον ουδέτερον ή µεσαίον αγωγόν, δυναµένων να προκαλέσουν την απόζευξιν αυτού, απαγορεύεται, εξαιρέσει της περιπτώσεως καθ’ ην αύτη πληροί τους όρους της παραγράφου 3 του άρθρου 36.
1. Ο ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός εκάστης αναχωρούσης γραµµής δέον να είναι εφοδιασµένος µε άτηκτον σύνδεσµον (γεφυροσύνδεσµον) ευκόλως αναγνωρίσιµον και εγκατεστηµένον εις την εµπροσθίαν όψιν του πίνακος, όσον το δυνατόν πλησιέστερον προς τα λοιπά όργανα της
αναχωρούσης γραµµής.
2. Οι τοιούτοι άτηκτοι σύνδεσµοι (γεφυροσύνδεσµοι) δέον να περιέχουν αφαιρετόν αγώγιµον στοιχείον ή ετέραν ανάλογον διάταξιν και να µη δύνανται να αποσυνδεθώσιν άνευ της χρήσεως εργαλείων. Επί πλέον, οσάκις είναι προσιτά και εις µη αρµόδια πρόσωπα, τα υπό τάσιν τµήµατα αυτών πρέπει να προστατεύωνται κατά πάσης τυχαίας επαφής.
3. Εν ουδεµία περιπτώσει ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός θα αποζεύγνυται δι’ ασφαλείας ή διακόπτου (αυτοµάτου ή µη), εκτός εάν η λειτουργία της τοιαύτης ασφαλείας ή διακόπτου θα συνεπάγεται την σύγχρονων απόζευξιν εφ’ όλων των πόλων του κυκλώµατος εις ο ανήκει ο ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός.
Επεξήγησις: Απλή σύνδεσις δια κοχλίου ή περικοχλίου δεν είναι δεκτή ίνα υποκαταστήση γεφυροσύνδεσµον. «Πωµατοσύνδεσµοι» δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιώνται εις ασφαλειοθήκας, ειµή µόνον εις παλαιάς εγκαταστάσεις και δη εφ’ όσον είναι κατασκευασµένοι εις τρόπον ώστε η αφαίρεσις αυτών να απαιτή την χρήσιν εργαλείου (κοχλιοστροφίου, κλειδός, κλπ.). Επί πλέον ούτοι δέον να µη αποκοχλιώνται υπό των κραδασµών. Απλά πλακίδια στρεφόµενα ή φαιρετά εγκατεστηµένα εις την οπισθίαν όψιν του πίνακος µεταξύ δύο περικοχλίων, δύναται κατ’ εξαίρεσιν να γίνουν δεκτά ως γεφυροσύνδεσµοι του ουδετέρου, εφ’ όσον ο µέσω αυτών διαχωρισµός θα συντελήται χωρίς να λαµβάνη χώραν αποσύνδεσις των αγωγών εκ των περικοχλίων και υπό τον όρον ότι αλλεπάλληλοι συνδέσεις και αποσυνδέσεις δεν θα είναι δυνατόν να προκαλέσουν φθοράν των άκρων των αγωγών.
Ή κατά λάθος αποσύνδεσις γειωµένου ουδετέρου ή µεσαίου αγωγού δύναται, εις ωρισµένας περιπτώσεις, να δηµιουργήση σοβαρούς κινδύνους. Ούτος είναι ο λόγος δια τον οποίον οι γεφυροσύνδεσµοι των αγωγών τούτων πρέπει να διαστέλλωνται ευκόλως από τους των λοιπών αγωγών, ως τούτο ορίζεται παρά του άρθρου 22 (βλέπε και επεξήγησιν άρθρου 156).
1. Εις εγκαταστάσεις, των οποίων η τάσις έναντι της γης δεν υπερβαίνει τα 250 βολτ, οσάκις εις πίναξ φέρει συσκευάς ή όργανα, των οποίων προβλέπεται ο χειρισµός ή η ανάγνωσις κατά την διεξαγωγήν της συνήθους υπηρεσίας, θα πρέπει να αφίεται έµπροσθεν αυτών (ακόµη και αν τα όργανα ή αι συσκευαί αύται είναι εγκατεστηµέναι επί της οπισθίας όψεως του πίνακος) ελευθέρα διάβασις πλάτους 0,8 µέτρων τουλάχιστον. Εν τοσούτω, ωρισµένα τµήµατα της εγκαταστάσεως ουδέποτε ευρισκόµενα υπό τάσιν ή και µέρη του κτιρίου δύνανται να προεξέχουν εντός των διαβάσεων τούτων, υπό τον όρον όπως αποµένη έναντι αυτώνα πολύτως ελεύθερον τµήµα της διαβάσεως πλάτους ουχί µικροτέρου των 0,65 µέτρων. Αφ’ ετέρου, οσάκις εις αµφοτέρας τας πλευράς της αυτής διαβάσεως ευρίσκονται γυµνά υπό τάσιν στοιχεία, συσκευαί χρήζουσαι χειρισµού ή ενδεικτικά όργανα, το πλάτος της απολύτως ελευθέρας διαβάσεως πρέπει να είναι 1,2 µετρ. τουλάχιστον.
2. Το ελεύθερον ύψος των διαβάσεων τούτων πρέπει, εν πάση περιπτώσει να είναι 1,9 µετρ. τουλάχιστον, εν η δε περιπτώσει εις την οροφήν αυτού ευρίσκονται τοποθετηµένα γυµνά και απροστάτευτα υπό τάσιν στοιχεία, το ελεύθερον ύψος πρέπει να είναι 2,3 µετρ. τουλάχιστον.
3. Αι θύραι και οι διάδροµοι εισόδου εις τας αίθουσας διανοµής πρέπει επίσης να παρουσιάζουν ελεύθερον ύψος τουλάχιστον 1,9 µετρ. και πλάτος 0,65 µετρ. τουλάχιστον. Αι θύραι δέον να ανοίγωσι προς τα έξω.
4. Εις τας διαβάσεις υπηρεσίας απαγορεύεται η αποθήκευσις άλλων αντικειµένων, εκτός των απολύτως απαραιτήτων προς χειρισµόν των εις αυτάς ευρισκοµένων συσκευών.
1. Τα υπό τάσιν στοιχεία των συσκευών δέον να εγκαθίστανται επί µη αναφλεξίµων µονωτικών σωµάτων µη υδροφίλων.
2. Ταύτα δέον να είναι µεµονωµένα τόσον έναντι αλλήλων όσον και έναντι της γης κατά τρόπον πάγιον και ανάλογον της τάσεως λειτουργίας και των συνθηκών χρησιµοποιήσεως αυτών.
1. Τα στόµια εισαγωγής των αγωγών εν ταις συσκευαίς δέον να είναι διαµορφωµένα κατά τρόπον εξασφαλίζοντα εις τους αγωγούς τούτους επαρκή και ανάλογον των συνθηκών χρησιµοποιήσεως αυτών µόνωσιν, τόσον έναντι αλλήλων όσον και έναντι του σώµατος της συσκευής ή ετέρου σώµατος µη µεµονωµένου έναντι της γης.
2. Αι σειρίδες των βαρειών φορητών συσκευών καταναλώσεως δέον να είναι εστερεωµέναι επί των συσκευών τούτων κατά τοιούτον τρόπον ώστε οιαδήποτε δύναµις έλξεως, συµπιέσεως ή στρέψεως, ασκουµένη επί της σειρίδος, να µη µεταδίδεται εις τους ακροδέκτας ή τα άκρα των
αγωγών.
3. Οσάκις συσκευή πρόκειται να συνδεθή προς µίαν ή περισσοτέρας γραµµάς τοποθετηµένας εντός σωλήνων, πρέπει να είναι δυνατή η εισαγωγή των σωλήνων εντός της συσκευής ή τουλάχιστον ούτοι να καταλήγουν ακριβώς έναντι των στοµίων εισόδου των αγωγών.
4. Κατά την είσοδον αυτών εντός συσκευών γειωµένων επί του ουδετέρου, οι οπλισµοί των µονωτικών σωλήνων δέον να αφαιρώνται επί επαρκούς µήκους ή να µονώνται από των συσκευών.
Επεξήγησις: Ως βαρείαι φορηταί συσκευαί καταναλώσεως θεωρούνται οι γεωργικοί κινητήρες, κινητήρες συνεργείων, συσκευαί συγκολλήσεως, κλπ. Αφ’ ετέρου, αι ανωτέρω διατάξεις, αίτινες επιβάλλονται προκειµένου περί βαρειών φορητών συσκευών καταναλώσεως, συνιστώνται προκειµένου και περί ελαφροτέρων τοιούτων. Κατά κανόνα, η στερέωσις της σειρίδος πρέπει να είναι τοιαύτη ώστε να µη µεταδίδωνται δι’ αυτής προς τους ακροδέκτας των συσκευών οιαιδήποτε δυνάµεις έλξεως, συµπιέσεως ή στρέψεως, αίτινες ήθελον ενδεχοµένως ασκηθή επί της σειρίδος.
Αι διατάξεις της παραγρ. 3 αφορούν ιδιαιτέρως τους διακόπτας, ασφαλείας, κυτία διακλαδώσεων, κλπ. Οσάκις οι σωλήνες δεν δύνανται να εισαχθούν εντός των ανωτέρω συσκευών θα φέρωµεν οπωσδήποτε τα πέρατα αυτών όσον το δυνατόν πλησιέστερον, εις τρόπον ώστε να
αποκλείεται η επαφή προς οιονδήποτε υπό τάσιν στοιχείον.
Αι προφυλάξεις της παραγρ. 4 απαιτούνται ίνα αποφευχθή πάσα ενδεχοµένη διαφυγή ρεύµατος προς την γην, µέσω των γειωµένων περιβληµάτων των συσκευών και του οπλισµού των ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων.
1. Αι συσκευαί και αι συνδέσεις αυτών δέον να µη θερµαίνωνται µέχρις επιβλαβούς σηµείου, έστω και εν συνεχή λειτουργία υπό την µεγίστην έντασιν δι’ ην προορίζονται.
2. Αι διατάξεις της παραγρ. 1 δεν ισχύουν δια θερµικάς συσκευάς αίτινες υπερθερµαίνονται ως εκ της εν κενώ λειτουργίας των. Αι συσκευαί αύται δέον να εγκαθίστανται επί ακαύστου υποστηρίγµατος, σχήµατος και διαστάσεων τοιούτων ώστε κατά την υπερθέρµανσιν αυτών να µη καθίστανται πηγαί κινδύνου δια το άµεσον αυτών περιβάλλον.
3. Συσκευαί προοριζόµεναι να στερεώνται επί υποστηριγµάτων, άτινα κατά την λειτουργίαν των φθάνουν εις υψηλάς θερµοκρασίας, δέον να είναι κατασκευασµέναι εξ υλικού αντέχοντος εις τας θερµοκρασίας ταύτας.
Επεξήγησις: Τα σίδηρα σιδηρώµατος, οι βραστήρες, κλπ., υπάγονται εις τας διατάξεις της παραγρ. 2. Τα υποστηρίγµατα δέον να αποτελώνται εκ τρίποδος επαρκούς ύψους ή άλλης αναλόγου διατάξεως.
Αι διατάξεις της παραγρ. 3 αφορούν, επί παραδείγµατι, τους ρευµατοδότας και διακόπτας τους εγκατεστηµένους επί θερµικών συσκευών, κλπ.
1. Σταθεραί συσκευαί, ως ασφάλειαι, διακόπται, ρευµατοδόται, γνώµονες, αντιστάται, όργανα µετρήσεως ή ελέγχου, κλπ., άτινα, εν κανονική λειτουργία είτε εις περίπτωσιν βλάβης ή κακού χειρισµού, δύνανται να φθάσουν εις υψηλάς θερµοκρασίας, επικινδύνους δια το περιβάλλον, δέον να εγκαθίστανται κατά τρόπον ώστε η θέρµανσις αυτών να µη αποβαίνει επικινδύνος δια γειτνιάζοντα αντικείµενα ή τµήµατα του κτιρίου.
2. Εις θέσεις συγκεντρώσεως ευφλέκτων υλών, οι διακόπται, ασφάλειαι, ρευµατοδόται και τα όργανα µετρήσεως πρέπει να τοποθετώνται εις τρόπον ώστε να µη δύνανται να έλθουν εις επαφήν µετά των υλών τούτων.
3. Οσάκις η επί ξύλου στερέωσις των οργάνων µετρήσεως καθίσταται αναπόφευκτος, δέον να ληφθούν υπ’ όψιν αι διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 29.
Επεξήγησις: Τα εντοιχισµένα ξύλινα κιβώτια, τα ανήκοντα εις χωνευτάς εγκαταστάσεις, οσάκις δεν ευρίσκονται εν επαφή µετά ευφλέκτων σωµάτων (δοκοί, σανιδώσεις, κλπ.) θεωρούνται ως άκαυστα, άλλως δέον να επενδύωνται δι’ ακαύστου επενδύσεως. Τα ξύλινα κιβώτια δέον, δια καταλλήλου εµποτισµού, να καθίστανται µη υδρόφιλα, να χρησιµοποιώνται δε µόνον εις ξηράν τοιχοποιίαν. Κιβώτια εκ χυτών µονωτικών ουσιών δεν έχουν ανάγκην ιδιαιτέρας πυριµάχου επενδύσεως, έστω και αν ευρίσκωνται εν επαφή προς εύφλεκτα τµήµατα της οικοδοµής (δοκοί, επενδύσεις, πλαίσια, κλπ.).
1. Τα υπό τάσιν στοιχεία συσκευών εγκατεστηµένων εις θέσεις προσιτάς εις τους πάντας πρέπει, υπό συνθήκας κανονικής λειτουργίας, να προστατεύωνται κατά ακουσίας επαφής προς αυτά.
2. Εις ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις, ων η έναντι της γης τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ, τα ηλεκτρικά στοιχεία των συσκευών, οσάκις ταύτα ευρίσκονται υπό τάσιν, δέον να είναι απρόσιτα εις το προσωπικόν µη ηλεκτρολόγων.
3. Αι µετά µεταλλικού περιβλήµατος συσκευαί δέον να είναι εφωδιασµέναι δι’ ειδικού ακροδέκτου γειώσεως δια την κατά τον άρθρον 17 γείωσιν αυτών, εάν:
(α) πρόκειται να εγκατασταθούν εις υγρούς ή βεβρεγµένους χώρους.
(β) προορίζωνται δια τάσεις έναντι της γης υπέρ τα 250 βολτ.
Επεξήγησις: Η προστασία κατά της ακουσίας επαφής δύναται να επιτευχθή είτε δια καταλλήλου τρόπου κατασκευής, είτε δια περικαλύψεως. ∆ια µικράς συσκευάς συνιστάται η χρήσις µονωτικών περικαλυµµάτων. ∆ια τάσιν έναντι της γης µη υπερβαίνουσαν τα 250 βολτ, η γείωσις των µεταλλικών περιβληµάτων δεν αναγκαιοί παρά εις τας παρά του άρθρου 17 οριζοµένας περιπτώσεις.
∆ι’ ανωτέρας τάσεις αύτη είναι υποχρεωτική εις όλας τας περιπτώσεις. Εξαίρεσις δύναται να γίνη δια τους γνώµονας, ωρολογιακούς διακόπτας και όργανα µετρήσεως, υπό τον όρον όπως αι συσκευαί αυταί είναι εντεθειµέναι εντός ειδικών κιβωτίων µεµονωµένων ηλεκτρικώς έναντι των περιβληµάτων των συσκευών και των λοιπών εν αυτοίς οργάνων. Αι θέσεις συνδέσεως του αγωγού γειώσεως πρέπει να είναι χρώµατος κιτρίνου ή να χαρακτηρίζωνται δια του γραφικού συµβόλου γειώσεως. Οι ακροδέκται γειώσεως δύνανται να είναι κατασκευασµένοι εκ στιλβωµένου ορειχάλκου εφ’ όσον οι ακροδέκται των ενεργών αγωγών διακρίνονται σαφώς δι’ επινικελώσεως, χρωµατισµού, κλπ.
Πας διακόπτης κυκλώµατος ισχύος ανωτέρας των 1500 βαττ ή τάσεως έναντι της γης υπερβαινούσης τα 250 βολτ δέον να διακόπτη όλους τους πόλους του κυκλώµατος.
Επεξήγησις: ∆εν είναι πάντοτε κατορθωτή η µέσω διακοπτών τινών πεδήσεως, ρυθµίσεως ή εκκινήσεως, διακοπή όλων των πόλων (περίπτωσις διακοπτών συσκευών τινών εψήσεως ή θερµάνσεως, θερµοσιφώνων, κινητήρων µεταβλητής ταχύτητος, ανυψωτικών µηχανηµάτων, κλπ.).
Εις τας περιπτώσεις όµως ταύτας είναι δυνατή η εγκατάστασις εγγύτατα προς τον εν λόγω διακόπτην, ετέρου βοηθητικού διακόπτου ή λήψεως ρεύµατος εξασφαλιζούσης την εφ’ όλων των πόλων διακοπήν. Ο όρος «διακοπή επί πάντων των πόλων» σηµαίνει διακοπήν πάντων των ενεργών αγωγών, µη απαιτουµένης και της συγχρόνου διακοπής των αγωγών οίτινες έχουσιν ως αποκλειστικόν προορισµόν την γείωσιν.
Η παρεµβολή διακόπτου εις τους κανονικώς γειωµένους αγωγούς (περίπτωσις γειώσεως λειτουργίας του ουδετέρου, κλπ.) επιτρέπεται µόνον εφ’ όσον ο χειρισµός του διακόπτου τούτου ήθελεν εκτελεσθή υπό του αρµοδίου ή εξ ηλεκτρολόγων προσωπικού ή ακόµη εφ’ όσον η λειτουργία του διακόπτου τούτου θα συνεπήγετο και την σύγχρονον διακοπήν πάντων των πόλων του κυκλώµατος εις το οποίον ανήκει ο γειώµενος αγωγός (βλέπε και αρθρ. 36, παρ. 3).
Εις διακλαδώσεις δια δύο αγωγών των πολυφασικών εγκαταστάσεων ή των µετά πολλαπλών αγωγών εγκαταστάσεων, οι µονοπολικοί διακόπται δέον να παρεµβάλλωνται εις τον αγωγόν φάσεως ή τον εξωτερικόν (ενεργόν) αγωγόν.
Απαγορεύεται η εγκατάστασις διακοπτών εις τα άκρα κινητών σειρίδων λυχνιών. Εν τοσούτω, εάν η τοποθέτησις διακοπτών εις τα άκρα κινητών σειρίδων είναι αναπόφευκτος δι’ ετέρας συσκευάς καταναλώσεως (εξαιρέσει των λυχνιών), αι σειρίδες αύται δέον να είναι όσον το δυνατόν βραχείαι, εις τρόπον ώστε να µη δύνανται να µεταδώσουν το πυρ, έστω και εις περίπτωσιν βλάβης των, εις καύσιµα γειτνιάζοντα αντικείµενα.
Επεξήγησις: Σειρίδες, φέρουσαι διακόπτην εις το άκρον αυτών, δύνανται να προκαλέσουν πυρκαϊάς εις περίτπωσιν βλάβης της µονώσεως λόγω της γενέσεως διατηρουµένου τόξου µεταξύ των εν επαφή αγωγών. Λόγω του ότι η έντασις του ρεύµατος του τόξου τούτου περιορίζεται από την αντίστασιν των συσκευών καταναλώσεως του κυκλώµατος, δεν προκύπτει βραχυκύκλωµα όπερ ήθελε προκαλέση την τήξιν της ασφαλείας. Το ούτω λαµβάνον γένεσιν τόξον θέλει όθεν διατηρηθή δυνάµενον να θέση υπέρ εις τα µονωτικά περιβλήµατα των αγωγών της σειρίδος ως και τα λοιπά καύσιµα αντικείµενα του περιβάλλοντος. Εις τας εγκαταστάσεις φωτισµού έχει πλέον απαγορευθή η χρήσις των παλαιών απεινοειδών διακοπτών, των οποίων αι κινηταί σειρίδες συχνά υπήρξαν το αίτιον πυρκαιών. Ήδη υπάρχουν άριστοι διακόπται δια τον εξ αποστάσεως χειρισµόν (τραβηκτοί διακόπται) κατάλληλοι όπως αντικαταστήσουν τους ανωτέρω. ∆ια τας λοιπάς συσκευάς καταναλώσεως η εγκατάστασις διακόπτου εις άκρον κινητής σειρίδος δεν επιτρέπεται ειµή µόνον οσάκις είναι αδύνατος η εγκατάστασις του διακόπτου επί της κινητής γραµµής προσαγωγής άνευ υπερβολικής επιπλοκής εις τον τρόπον χρήσεως της συσκευής.
1. Οι διακόπται δέον να κατασκευάζωνται και διατάσσωνται κατά τρόπον αποκλείοντα την εκ µέρους των σπινθήρων διακοπής πρόκλησιν βραχυκυκλωµάτων ή ενώσεων προς την γην µέσω των αγωγίµων µερών των εγκαταστάσεων ή των οικοδοµών. Τα υπό τάσιν στοιχεία δέον να ευρίσκωνται εις επαρκή απόστασιν από τον άξονα του διακόπτου και καταλλήλως µεµονωµένα.
2. Οι διακόπται δέον να κατασκευάζωνται και εγκαθίστανται κατά τρόπον ώστε, ακόµη και εις περίπτωσιν κακού χειρισµού, να µη αποτελούν κίνδυνον δια τα πρόσωπα.
Επεξήγησις: Ο κακός χειρισµός διακοπτών ισχυρών κινητήρων ή συσκευών υψηλής τάσεως δύναται να θέση το προσωπικόν εις κίνδυνον. Τα καλύµµατα µετά ανοίγµατος δια την διέλευσιν της λαβής του διακόπτου δεν αποτελούν εν τοιαύτη περιπτώσει αποτελεσµατικήν προστασίαν, λόγω του ότι το τόξον εκτοξεύεται προς την χείρα του χειριστού.
1. Πας διακόπτης προβλεπόµενος δια την υπό φορτίον διακοπήν κυκλώµατος δέον να δύναται να εκτελή την διακοπήν ταύτην ασφαλώς µέχρι της µεγίστης εντάσεως και τάσεως δι’ ας έχει κατασκευασθή. Όταν ο διακόπτης είναι ανοικτός, η διακοπή του κυκλώµατος δέον να είναι τελεία και ασφαλής.
2. Η κατασκευή και διάταξις των διακοπτών δέον να είναι τοιαύτη ώστε ούτοι, κανονικώς χειριζόµενοι, να µη δύνανται να παραµείνωσιν εις ενδιάµεσον θέσιν, εκτός εάν τούτο είναι απολύτως επιθυµητόν. Οι διακόπται αστήρ – τρίγωνον των κινητήρων, µετ’ ανασταλτικής διατάξεως εις την κατ’ αστέρα θέσιν, είναι παραδεκτοί υπό τον όρον να είναι εφωδιασµένοι και δια διατάξεως θερµικής αποζεύξεως προστατευούσης τον κινητήρα κατά πάσης απαραδέκτου θερµάνσεως, τόσον κατά την κατ’ αστέρα όσον και κατά την κατά τρίγωνον συνδεσµολογίαν. Προκειµένου περί ειδικών περιπτώσεων (βλέπε επεξήγησιν άρθρου 109), δυνάµεθα να χρησιµοποιήσωµεν διακόπτας αστήρ –τρίγωνον µετ’ αναστλατικής διατάξεως εις την κατ’ αστέρα θέσιν και ενσωµατωµένης ή κεχωρισµένης διατάξεως προστασίας κατά υπερεντάσεων, υπο΄τον όρον όπως ούτοι προστατεύουν την γραµµήν προσαγωγής εις τον κινητήρα κατά πάσης απαραδέκτου θερµάνσεως, τόσον κατά την κατ’ αστέρα όσον και κατά την κατά τρίγωνον συνδεσµολογίαν.
Οι αυτόµατοι µεγίστου δέον να είναι ελευθέρας αποπλοκής. Οι πωµατοαυτόµατοι µεγίστου, δια την προστασία των γραµµών, δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν και δια την συνήθη ζεύξιν και απόζευξιν των κυκλωµάτων ειµή µόνον αν πληρούν επιπροσθέτους όρους δοκιµών προβλεποµένους δια την περίπτωσιν της τοιαύτης επιπροσθέτου χρησιµοποιήσεως αυτών.
3. Οι διακόπται κυκλωµάτων, ων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 βολτ, ή οι προοριζόµενοι να διακόπτουν ισχείς µεγαλυτέρας των 5000 βαττ, δέον να εγκαθίστανται εντός ισχυρών κιβωτίων κλειόντων καλώς. Ο όρος ούτος δέον να πληρούται και από πάντα διακόπτην µικροτέρας τάσεως ή ισχύος, εφ’ όσον ούτος προβλέπεται δια βίαιον χειρισµόν ή είναι εγκατεστηµένος εις κονιζόµενον ή υποκείµενον εις κίνδυνον πυρκαϊάς χώρον. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν το κιβώτιον δέον να προστατεύη όχι µόνον τον διακόπτην αλλά και τους ακροδέκτας.
4. Εφ’ όσον οι διακόπται είναι εγκατεστηµένοι εντός κιβωτίων δυναµένων να ανοιγώσιν άνευ εργαλείων, τα υπό τάσιν αυτών στοιχεία δέον να προστατεύωνται έναντι τυχαίας επαφής οσάκις το κιβώτιον αυτών είναι ανοικτόν.
5. Οσάκις το κιβώτιον διακόπτου περικλείει επιπροσθέτως και ασφαλείας ή έτερα εξαρτήµατα, των οποίων ο χειρισµός ενδέχεται να είναι αναγκαίος, ο διακόπτης δέον να µανδαλούται δια της θύρας ή του καλύµµατος του κιβωτίου εις τρόπον ώστε το κιβώτιον να µη δύναται να ανοίξη εφ’ όσον ο διακόπτης είναι κλειστός, ο δε διακόπτης να µη δύναται να κλείση, άνευ τεχνάσµατος, εφ’ όσον το κιβώτιον είναι ανοικτόν. Επί πλέον, τα στοιχεία άτινα παραµένουν υπό τάσιν όταν το κιβώτιον και ο διακόπτης είναι αµφότερα ανοικτά, δέον να προστατεύωνται έναντι ακουσίας επαφής δι’ ειδικών προφυλακτήρων. Η κατασκευή της µανδαλώσεως δέον να είναι τοιαύτη ώστε εις περίπτωσιν βλάβης να µη δύναται να προκληθή επικίνδυνος ηλεκτρική σύνδεσις. Η έλλειψις της µανδαλώσεως δεν είναι δεκτή ειµή προκειµένου περί κιβωτίων σχεδιασθέντων κατά τρόπον αποκλείοντα, ακόµη και όταν ο διακόπτης είναι κλειστός και το κιβώτιον ανοικτόν, οιανδήποτε ακουσίαν επαφήν προς τα υπό τάσιν στοιχεία.
6. Το τµήµα του διακόπτου, το οποίον δέον τις να δράξη ή εγγίση δια τον χειρισµόν αυτού (χειρολαβή, µοχλός, κοµβίον) δέον κατά γενικόν κανόνα, να είναι εκ µονωτικού υλικού. Το ξύλον δεν είναι παραδεκτόν ειµή εις τους ξηρούς χώρους.
7. Οι άξονες των περιστροφικών διακοπτών δέον να είναι παγίως µεµονωµένοι από των υπό τάσιν στοιχείων.
Επεξήγησις: Η διάταξις καθ’ ην, εις την ανοικτήν θέσιν του διακόπτου, η διακοπή του κυκλώµατος δέον να είναι τελεία και ασφαλής, αφορά όχι µόνον την κατασκευήν αλλά και την εγκατάστασιν. Ούτω π.χ. οι διακόπται µετά µοχλού πρέπει να διατάσσωνται κατά τρόπον ώστε να µη δύνανται να κλείσουν αφ’ εαυτών υπό την ενέργειαν του βάρους της λαβής των.
Πωµατοαυτόµατοι είναι µικροί αυτόµατοι διακόπται κοχλιούµενοι επί των ασφαλειοθηκών και υποκαθιστώντες τα φυσίγγια των ασφαλειών.
Οι θερµικοί ή ηλεκτροµαγνητικοί αποζεύκται, ως και αι λοιπαί διατάξεις, τας οποίας ρυθµίζοµεν κατ’ εξαίρεσιν µόνον και δη τη βοηθεία εργαλείων, δεν συµπεριλαµβάνονται µεταξύ των εξαρτηµάτων προς την εν παραγρ. 5 διδοµένην έννοιαν εις την φράσιν ταύτην. Κατά ταύτα, η παρουσία αυτών εντός κιβωτίου δεν συνεπάγεται την ανάγκην µανδαλώσεως του κιβωτίου. Οσάκις ο χειρισµός διακόπτου αποτελείται µέσω αλύσεως, αύτη πρέπει να µονούται συµφώνως τω πνεύµατι της παραγρ. 6.
1. Πάντες οι διακόπται, εξαιρέσει των χρησιµοποιουµένων δια τον φωτισµόν, δέον, κατά το δυνατόν, να φέρουν ενδείξεις επιτρεπούσας την ασφαλή διαπίστωσιν της θέσεων αυτών (ανοικτός ή κλειστός), χωρίς προς τούτο να παρίσταται ανάγκη αφαιρέσεως του καλύµµατος αυτών.
2. Οσάκις πλείονες όµοιοι διακόπται είναι εγκατεστηµένοι επί του αυτού πίνακος, δέον κατά την ανοικτήν αυτών θέσιν να συµπίπτη, κατά το δυνατόν, και ο προσανατολισµός των λαβών των.
Επεξήγησις: Οι µικροί διακόπται χρησιµοποιούνται ως επί το πλείστον εις τον φωτισµόν, κατασκευάζονται δε συνήθως άνευ ενδείξεων θέσεως αυτών (ανοικτός ή κλειστός). Εν τοσούτω, οσάκις χρησιµοποιούνται δι’ άλλους σκοπούς, είναι συχνάκις χρήσιµον να γνωρίζη τις αν ευρίσκωνται εις την ανοικτήν ή κλειστήν θέσιν, οπότε και συνιστάται η προσθήκη ενδείξεων θέσεως.
Εις τινάς περιπτώσεις εν τούτοις, η διαπίστωσις της θέσεως του διακόπτου, ως εκ της φύσεως αυτού, καθίσταται αδύνατος, ως π.χ. εις µεταγωγείς, διακόπτας επιστροφής (αλλέ – ρετούρ), διακόπτας µεθ’ αλύσεως, κλπ.
1. Αι διατάξεις προστασίας κατά υπερεντάσεων δέον, εις περίπτωσιν οιασδήποτε υπερεντάσεως ή και βραχυκυκλώµατος, να επιτελούν την έγκαιρον απόζευξιν των υπ’ αυτών προστατευοµένων γραµµών, µηχανηµάτων και συσκευών, εις τρόπον ώστε να αποκλείεται οιοσδήποτε κίνδυνος δια τους ανθρώπους ή το περιβάλλον, ως και οιαδήποτε βλάβη των προστατευοµένων εγκαταστάσεων ή τµηµάτων αυτών.
Προς εκπλήρωσιν του ως άνω σκοπού, τα όργανα προστασίας κατά υπερεντάσεων και βραχυκυκλωµάτων δέον να επιλέγωνται βάσει των εν άρθρω 6 πληρωτέων κυρίων όρων (ιδία της ονοµαστικής εντάσεως), επί πλέον δε των ακολούθων ειδικών διακριτικών λειτουργίας:
(α) Της ικανότητος διακοπής, ήτοι του µεγίστου ρεύµατος όπερ δύνανται να διακόψουν υπό ωρισµένην τάσιν άνευ βλάβης ή εξωτερικής τινός εκδηλώσεως.
(β) Των χαρακτηριστικών λειτουργίας, δηλαδή της εντάσεως διακοπής
προκειµένου περί αυτοµάτου στιγµιαίας λειτουργίας και της ζώνης διακοπής προκειµένου περί ασφαλείας µετά συντηκτικών ή ασφαλείας µηχανικής λειτουργίας ή αυτοµάτου µετ’ επιβραδύνσεως.
2. Η ικανότης διακοπής των οργάνων προστασίας δέον να µη είναι µικροτέρα της εντάσεως του ρεύµατος βραχυκυκλώσεως κατά το σηµείον εγκαταστάσεως των οργάνων τούτων, εκτός εάν είναι εγκατεστηµένον εν σειρά και έτερον όργανον διαθέτοντ ην απαιτουµένην ικανότητα διακοπής και λειτουργούν προ τούτων (ενωρίτερον).
Ελλείψει όθεν οργάνου έχοντος αφ’ ενός µεν την απαιτουµένην ικανότητα διακοπής, αφ’ ετέρου δε τα απαιτούµενα χαρακτηριστικά λειτουργίας, η ικανοποιητική προστασία δύναται να επιτευχθή δια δύο οργάνων τοποθετουµένων εν σειρά του ενός τούτων επιτελούντος την διακοπήν εις περίπτωσιν υπερφορτίσεως και του ετέρου προτασσοµένου του πρώτου και λειτουργούντος προ αυτού, εις περίπτωσιν βραχυκυκλώµατος, διαθέτοντος δε την απαιτουµένην ικανότητα διακοπής.
3. Τα χαρακτηριστικά λειτουργίας των οργάνων προστασίας κατά υπερεντάσεων, δέον να είναι τοιαύτα ώστε να διακόπτουν το κύκλωµα πριν ή αι προστατευόµεναι γραµµαί ή συσκευαί υποστούν βλάβην.
Επεξήγησις: Γίνεται συνήθως δεκτόν ότι αι εγκεκριµέναι ασφάλειαι έχουσι την απαιτουµένην ικανότητα διακοπής. Το αυτό ισχύει και δια τους εγκεκριµένους αυτοµάτους µεγίστου των διακλαδώσεων.
Εν τοσούτω προκειµένου περί υποκαταστάσεως της κυρίας ασφαλείας εγκαταστάσεως δι’ αυτοµάτου µεγίστου, είναι δικαίωµα της Ηλεκτρικής Εταιρίας ∆ιανοµής (ερωτωµένης αρµοδίως) να καθορίση τα διακριτικά λειτουργίας του χρησιµοποιητέου αυτοµάτου.
Η περίπτωσις προτάξεως ασφαλείας εις αυτόµατον δίδει µίαν λύσιν σύµφωνον προς την παραγρ. 2, εν η περιπτώσει ο αυτόµατος δεν δύναται να διακόπτη την έντασιν βραχυκυκλώσεως.
1. Πάσα γραµµή ή συσκευή πρέπει να προστατεύηται µέσω ασφαλειών ή αυτοµάτων κατά υπερεντάσεων δυναµένων να προκαλέσουν επικινδύνους θερµάνσεις είτε δι’ εαυτήν είτε δια το περιβάλλον.
2. Οι αυτόµατοι µεγίστου δεν δύνανται να υποκαταστήσουν τας κυρίας ασφαλείας µιας εγκαταστάσεως, εκτός εάν έχωσιν εγκριθή προς τον σκοπόν τούτον συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 52.
3. Του αυτοµάτου πάσης διακλαδώσεως δέον, γενικώς, να προηγήται ασφάλεια µετά τυποποιηµένων συντηκτικών, ων η ονοµαστική έντασις ορίζεται υπό του κάτωθι πίνακος:
Επεξήγησις: Αι διατάξεις της παραγρ. 1 ισχύουν επίσης και δια τα βοηθητικά κυκλώµατα.
Αντιθέτως, δι’ εγκαταστάσεις θερµού ύδατος ή παραγωγής ατµού, τα βοηθητικά κυκλώµατα πρέπει να πληρούν τους όρους του άρθρου 101.
Αι διατάξεις της παρ. 2 δέον να τηρώνται απαρεγκλήτως προκειµένου περί των κυρίων ασφαλειών εσωτερικών εγκαταστάσεων τροφοδοτουµένων παρά κοινοχρήστων δικτύων. Αντιθέτως, προκειµένου περί βιοµηχανικών εγκαταστάσεων, των οποίων οι ίδιοι υποσταθµοί µετασχηµατισµού περιλαµβάνονται εις την αυτήν οµάδα κτιρίων, η τοποθέτησις κυρίων ασφαλειών προ των κυρίων πινάκων διανοµής δεν είναι αναγκαία, εάν και εφ’ όσον αι προσαγωγαί της χαµηλής τάσεως προστατεύωνται δι’ αυτοµάτων µεγίστου εγκατεστηµένων εντός των υποσταθµών µετασχηµατισµού.
Τον ρόλον της εις παραγρ. 3 προβλεποµένης ασφαλείας, ήτις προτάσσεται του αυτοµάτου προστασίας της γραµµής, δύναται επί παραδείγµατι να επιτελέση η κυρία ασφάλεια της εγκαταστάσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην η ονοµαστική έντασις του συντηκτικού της ασφαλείας ταύτης δεν δύναται να υπερβή τα 60 αµπέρ, ειµή µόνον εάν ο αυτόµατος προστασίας της γραµµής είναι ικανός να επιτελή ικανοποιητικώς και την διακοπήν του ρεύµατος βραχυκυκλώσεως. Ο κατασκευαστής του αυτοµάτου πρέπει να αποδείξη δι’ ειδικής δοκιµής, ότι του αυτοµάτου τούτου δύναται να προταχθή ασφάλεια µεγαλυτέρα των 60 αµπέρ. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο αυτόµατος δέον να φέρη ως επισήµανσιν την ονοµαστικήν έντασιν της µεγίστης δυναµένης να προταχθή αυτού ασφαλείας.
Το τµήµα της γραµµής, το συνδέον αυτόµατον διακόπτην διακλαδώσεως προς την προτασσοµένην αυτού ασφάλειαν, δέον να κέκτηται διατοµήν κατάλληλον δια την ονοµαστικήν έντασιν των συντηκτικών της ασφαλείας ταύτης (αρθρ. 126). Εν τοσούτω θέλει επιτραπή όπως η διατοµή αύτη αντιστοιχή µόνον εις την ονοµαστικήν έντασιν του διακόπτου εν ή περιπτώσει το τµήµα της εν λόγω γραµµής είναι σταθερόν, µακράν παντός καυσίµου αντικειµένου, το δε µήκος του δεν υπερβαίνει το 1 µ. (παραγρ. 2, άρθρ. 59).
∆ια την επιλογήν της ονοµαστικής εντάσεως των συντηκτικών άτινα προτάσσονται των εντός κιβωτίων εγκατεστηµένων διακοπών, ως π.χ. αυτοµάτων διακοπτών κινητήρων, βλέπε επεξήγησιν άρθρου 107.
Πας αυτόµατος διακόπτης µεγίστου καταλλήλων διακριτικών λειτουργίας, συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 50, δύναται να υποκαταστήση ασφάλειαν καθ’ ας περιπτώσεις η χρήσις ταύτης επιβάλλεται υπό των παρόντων Κανονισµών.
Επεξήγησις: Η κατά τα άρθρα 51 και 53 πρόταξις ασφαλειών εις αυτοµάτους µεγίστου, διαθέτοντας τα δια τον προορισµόν και θέσιν αυτών εν τη εγκαταστάσει απαιτούµενα διακριτικά λειτουργίας, περιττεύει.
1. Αι ασφάλειαι και αυτόµατοι µεγίστου δέον, καθ’ ό,τι αφορά την κατασκευήν και εγκατάστασιν αυτών, να πληρούν τους όρους τους σχετικούς προς την εγκατάστασιν των συσκευών εν γένει.
2. Τα συντηκτικά των ασφαλειών των προσιτών ουχί αποκλειστικώς εις προσωπικόν ηλεκτρολόγων, δέον να δύνανται να νατικαθίστανται, έστω και υπό τάσιν, άνευ κινδύνου και άνευ ειδικών εργαλείων.
3. Αι ασφάλειαι και αυτόµατοι µεγίστου πρέπει να εγκαθίστανται επί ακαύστου, κατά το δυνατόν, βάσεως, π.χ. επί τοιχοποιίας. Οσάκις η εγκατάστασις αυτών επί ξύλου είναι αναπόφευκτος, δέον να προηγηθή η επένδυσις του ξύλου δι’ ακαύστου πλακός, να ακολουθήση δε η στερέωσις των οργάνων εις τρόπον ώστε να παραµένη µεταξύ της οπισθίας αυτών πλευράς και της επενδύσεως επαρκές διάκενον. Η επένδυσις δέον να εξέχη των οργάνων καθ’ όλας τας πλευράς κατά 5 εκ. τουλάχιστον.
Οι σωλήνες οι περικλείοντες τους αγωγούς προσαγωγής και αναχωρήσεως δέον να απολήγουν έµπροσθεν της ακαύστου επενδύσεως. Είναι απαράδεκτον όπως ελεύθεροι αγωγοί διέρχωνται όπισθεν της επενδύσεως ταύτης.
Επεξήγησις: Η χρησιµοποίησις πωµατοαυτοµάτων εγκατεστηµένων εντός ασφαλειοθηκών, αντί φυσιγγίων ή συνήθων διακοπτών, διέπεται ωσαύτως υπό των διατάξεων της παραγρ. 2 του άρθρου 48.
Προς εκπλήρωσιν των απαιτήσεων ης παρ. 2, η συνδεσµολόγησις των ασφαλειών πρέπει να είναι τοιαύτη ώστε, µετά την αφαίρεσιν των φυσιγγίων, µόνον τα ολιγώτερα εκτεθειµένα εις τυχαίαν επαφήν τµήµατα αυτών να παραµένουν υπό τάσιν. ∆ια τας κοχλιωτάς ασφαλείας ο αγωγός προσαγωγής δέον να συνδέεται προς την εις το βάθος κείµενην επαφήν, ο δε αναχωρών αγωγός προς τον κοχλιότµητον δακτύλιον. Ο τρόπος της συνδέσεως είναι αδιάφορος µόνον προκειµένου περί ασφαλειών εγκατεστηµένων εντός κιβωτίων µετά µανδαλώσεως, εφ’ όσον αύται τίθενται ολοκληρωτικώς εκτός τάσεως ευθύς ως ανοίξη το κιβώτιον.
Καθ’ ό,τι αφορά το υλικόν της ακαύστου επενδύσεως, βλέπε επεξήγησιν άρθρου 29.
Οσάκις η οπισθία όψις των οργάνων δεν περιλαµβάνει συνδέσεις, η απόστασις των οργάνων από της σανιδώσεως κρίνεται επαρκής εφ’ όσον αφίεται διάκενον 1 εκ. µεταξύ επενδύσεως και οργάνων. Οσάκις τα όργανα ταύτα συγκεντρώνονται επί πίνακος, δέον να τηρώνται αι διατάξεις των άρθρων 29 έως 32.
1. Ασφάλειαι εντάσεων 6-60 αµπέρ, η αντικατάστασις των φυσιγγίων των οποίων προβλέπεται να είναι εκτελέσιµος παρά µη εξειδικευµένου προσώπου, δέον να είναι κατεσκευασµέναι κατά τρόπον αποκλείοντα την αντικατάστασιν των φυσιγγίων αυτών δι’ άλλων πολύ µεγαλυτέρας εντάσεως ή πολύ µικροτέρας τάσεως.
2. Οι αυτόµατοι µεγίστου των διακλαδώσεων δέον να φέρουν προστατευτικόν κάλυµµα του µηχανισµού των, στερεώς εσφραγισµένον παρά του κατασκευαστού, να δύνανται δε να συνδεθούν χωρίς η σφράγισις αύτη να θιγή. Οσάκις η έντασις αποζεύξεως ενός αυτοµάτου µεγίστου, προστατεύοντος κινητήρα, είναι ρυθµίσιµος, η ρύθµισης αύτη δέον να µη είναι δυνατή ειµή τη βοηθεία εργαλείου.
Επεξήγησις: Η εγκατάστασις ασφαλειών εντός των ρευµατοδοτών και ροδάκων αναρτήσεως δια σειρίδος διέπεται υπό των άρθρων 64 και 89. Εις πίνακας µη προσιτούς εις τους πάντας, εξυπηρετουµένους δε µόνον υπό αρµοδίων προσώπων, τουλάχιστον προκειµένου περί εντάσεων µικροτέρων των 60 αµπέρ, επιτρέπεται η χρήσις ασφαλειών µη πληρουσών τους όρους της παραγρ. 1, ως επί παραδείγµατι ασφαλειών µετά λαβής.
Η κατά την παράγρ. 2 σφράγισις δύναται να έγκειται εις την τοποθέτησιν µολυβδίνης σφραγίδος επισηµασµένης υπό του κατασκευαστού εµποδιζούσης, εν τίνι µέτρω, την αποκοχλίωσιν ενός εκ των κοχλιών στερεώσεως του προστατευτικού καλύµµατος του µηχανισµού του αυτοµάτου.
Απαγορεύεται η γεφύρωσις (βραχυκύκλωσις) συντηκτικών µέσω µεταλλικών ή άλλων εξαρτηµάτων, ως και η χρήσις επισκευασµένων κλειστών συντηκτικών.
Επεξήγησις: Εκ της ποιότητος και της καλής λειτουργίας των συντηκτικών εξαρτάται, κατά µέγα µέρος, η ασφάλεια των εγκαταστάσεων έναντι πυρκαϊάς και η κανονικότης της εκµεταλλεύσεως.
Τα επισκευασµένα συντηκτικά, έστω και αν παρουσιάζουν άµεµπτον όψιν, δεν παρέχουν γενικώς την ασφάλειαν καλώς κατεσκευασµένου υλικού. Τούτο επιβεβαιώθη συχνάκις κατά διαφόρους δοκιµάς επισκευασθέντων συντηκτικών. Αντιθέτως, συντηκτικά µεγάλης εντάσεως, επισκευασθέντα παρ’ αυτών τούτων των κατασκευαστών των, δύνανται να χρησιµοποιηθούν εκ νέου.
Η εκλογή των συντηκτικών και η ρύθµισις των αυτοµάτων δέον να είναι τοιαύτη ώστε να αποζεύγνυται µόνον το υπερφορτιζόµενον κύκλωµα (γραµµή).
Επεξήγησις: Εις τους παρόντας Κανονισµούς, δια λόγους απλουστεύσεως, γίνεται δεκτόν όπως η ονοµαστική έντασις των συντηκτικών λαµβάνηται το πολύ ίση προς την µεγίστην επιτρεποµένην έντασιν του προστατευοµένου αγωγού (άρθρον 131).
Κατά την µετατροπήν εγκαταστάσεως εις εγκατάστασιν 220/380 βολτ, δέον όπως τα παλαιά συντηκτικά των 250 βολτ αντικαθίστανται δια συντηκτικών 500 βολτ επί παντός κυκλώµατος τροφοδοτούντος συσκευάς καταναλώσεως δια πολικής τάσεως 380 βολτ. Τούτο απαιτεί ωσαύτως και την αντικατάστασιν των ασφαλειοθηκών των 250 βολτ.
1. Επί παντός αγωγού φάσεως δέον να τοποθετήται ασφάλεια ή αυτόµατος µεγίστου. Οι µεσαίοι ή ουδέτεροι αγωγοί των πολυπολικών ή πολυφασικών εγκαταστάσεων θα εφοδιάζωνται, αναλόγως των περιπτώσεων, δια γεφυροσυνδέσµων άνευ ασφαλείας.
2. Αι ασφάλειαι αι ενδεχοµένως παρεµβεβληµέναι εις κανονικώς γειωµένους αγωγούς (γείωσις λειτουργίας) δεν επιτρέπεται να περικλείουν συντηκτικόν. Εξαίρεσις γίνεται υπέρ των διπολικών διακλαδώσεων των διαγραµµάτων Ι και ΙΙ του άρθρου 20, εις τας οποίας επιτρέπεται η προστασία του γειωµένου αγωγού. Η παρεµβολή αυτοµάτων µεγίστου εις γειωµένους αγωγούς επιτρέπεται µόνον εφ’ όσον η λειτουργία των αυτοµάτων τούτων συνεπάγεται απαραιτήτως την σύγχρονον απόζευξιν των ενεργών αγωγών του αντιστοίχου κυκλώµατος (βλέπε και παραγρ. 3 άρθρου 36).
1. Αι κύριαι ασφάλειαι πάσης εσωτερικής εγκαταστάσεως δέον να εγκαθίστανται εις ευκόλως προσιτάς θέσεις, πλησίον δε του σηµείου εισαγωγής της γραµµής εις την οικοδοµήν.
2. Οσάκις η κυρία ασφάλεια µιας εγκαταστάσεως είναι εσφραγισµένη παρά του χορηγητού της ηλεκτρικής ενεργείας, ούτος δε επεφύλαξε δι’ εαυτόν τον αποκλειστικόν έλεγχον αυτής, η εγκατάστασις δέον να εφοδιάζηται και δια δευτέρας διατάξεως, ευκόλως προσιτής (ασφαλείας ή γεφορυσυνδέσµου) επιτελούσης την επί πάντων των πόλων απόζευξιν.
Επεξήγησις: ∆εν είναι αναγκαία η ύπαρξις ασφαλείας εισαγωγής δια γραµµήν τροφοδοτήσεως παραρτήµατος ή εξαρτήµατος της οικοδοµής, εφ’ όσον η γραµµή αυτή προστατεύεται δεόντως υπό ασφαλείας της κυρίας οικοδοµής, δεν διασταυρώνει δε ουδεµίαν άλλην εναέριον γραµµήν. Εν τοσούτω η εγκατάστασις ασφαλείας κατά την εισαγωγήν των γραµµών εις το παράρτηµα ενδείκνυται δια την περίπτωσιν καθ’ ην αι ασφάλειαι του κυρίου οικοδοµήµατος δεν είναι ανά πάσαν στιγµήν προσιταί εις τους κατοίκους του παραρτήµατος.
Εάν και εφ’ όσον ο χορηγητής της ηλεκτρικής ενεργείας συµφωνή εις την αποσφράγισιν των συντηκτικών των ασφαλειών κατόπιν προειδοποιήσεως αυτού (επί τω σκοπώ της εκτελέσεως µετρήσεων µονώσεως ή άλλων εργασιών παρά του προσωπικού ελέγχου ή των εγκαταστατών), η τοποθέτησις ιδιαιτέρων ασφαλειών ή γεφυροσυνδέσµων δύναται να παραλειφθή. Εάν δι’ ειδικούς λόγους, η προειδοποίησις του χορηγητού της ηλεκτρικής ενεργείας δεν είναι δυνατή προ της αποσφραγίσεως των συντηκτικών, ούτος δέον οπωσδήποτε να ειδοποιήται ευθύς αµέσως µετά την αποσφράγισιν. Εις τας εγκαταστάσεις δια τας οποίας η τοποθέτησις γεφυροσυνδέσµων, συµφώνως τη παρ. 2 είναι αναγκαία, οι γεφυροσύνδεσµοι ούτοι δύνανται να παρεµβληθούν εις το κύκλωµα και µετά τα όργανα µετρήσεως.
Κατά την µετατροπήν εγκαταστάσεως ίνα καταστή κατάλληλος δια την καθιερωµένην τάσιν 220/380 βολτ, εφ’ όσον αι κύριαι ασφάλειαι προεβλέποντο δια 250 βολτ, αύται δέον ν’ αντικατασταθούν δι’ ασφαλειών (ασφαλειοθήκη και φυσίγγιον) καταλλήλων δια 500 βολτ. Η διάταξις αύτη ισχύει επίσης και δια µονοφασικά κυκλώµατα 220 βολτ περιλαµβάνοντα ένα αγωγόν φάσεως και τον ουδέτερον.
1. Οσάκις κατά την διαδροµήν γραµµής η διατοµή αυτής ελαττούται από τινός σηµείου και εφεξής, εις το σηµείον τούτο δέον να παρεµβάλληται ασφάλεια, της οποίας το συντηκτικόν δέον να έχη ονοµαστικήν έντασιν αντιστοιχούσαν εις την νέαν διατοµήν των αγωγών.
Αι µόναι επ ιτρεπόµεναι εξαιρέσεις του κανόνος τούτου είναι αι αναφερόµεναι εις τας ακολουθούσας παραγρ. 2 και 3. Ασφάλειαι επίσης δέον να τοποθετώνται και εις τα σηµεία συνδέσεως των διακλαδώσεων προς την κυρίαν γραµµήν.
2. Εάν, ως εκ των τοπικών συνθηκών, η τοποθέτησις ασφαλείας εις αυτό τούτο το σηµείον διακλαδώσεως δεν είναι δυνατή, οι αγωγοί του µη προστατευοµένου τµήµατος πρέπει να έχουν την αυτήν διατοµήν προς τους αγωγούς της κυρίας γραµµής. Ελάττωσις της διατοµής, άνευ αντιστοίχου προστασίας, θέλει επιτραπή, κατ’ εξαίρεσιν, µόνον οσάκις η διακλάδωσις είναι καλώς στερεωµένη και ευρίσκεται επαρκώς µακράν παντός καυσίµου σώµατος εις τρόπον ώστε να µη υφίσταται κίνδυνος πυρκαϊάς. Επί πλέον, οι αγωγοί µιας τοιαύτης διακλαδώσεως δέον να κέκτηνται διατοµήν κατάλληλον δια το σύνολον των διατοµών των γραµµών αίτινες αναχωρούν εκ των αµέσως εποµένων ασφαλειών, αίτινες και δεν πρέπει να αφίστανται του σηµείου διακλαδώσεως περισσότερον του 1 µέτρου.
3. Επιτρέπεται η παράλειψις της προστασίας µιας διακλαδιζοµένης γραµµής εφ’ όσον η ασφάλεια της κυρίας γραµµής προστατεύει επαρκώς και τους αγωγούς της διακλαδώσεως ταύτης, εκτός εάν αι ανάγκαι της υπηρεσίας ή η ασφάλεια προσώπων επιβάλλουν ειδικάς προφυλάξεις.
Κατ’ αρχήν δέον να αποφεύγηται η εγκατάστασις ασφαλειών εντός χώρων περιεχόντων ευφλέκτους ύλας, εντός χώρων βεβρεγµένων ή εµποποτισµένων δι’ αγωγίµων υγρών, ως και εντός χώρων ένθα αύται θα ήσαν λίαν εκτεθειµέναι εις κόνιν ή ρυπαράς ουσίας. Εάν παρά ταύτα, η εγκατάστασις ασφαλειών εντός τοιούτων χώρων καθίσταται αναπόφευκτος, αύται δέον να εγκαθίστανται εντός ανθεκτικών, ακαύστων και ερµητικώς κλειόντων κιβωτίων.
Επεξήγησις: Τα κιβώτια των ασφαλειών δέον κανονικώς να ανθίστανται εις τας κρούσεις, να είναι δε ευπρόσιτα ανά πάσαν στιγµήν.
Η διάταξις των εγκαταστάσεων δέον να είναι τοιαύτη ώστε, κατά το δυνατόν, αι ασφάλειαι να είναι συγκεντρωµέναι καθ’ οµάδας, να είναι δε ευκόλως οραταί και ευπρόσιτοι χωρίς να είναι εκτεθειµέναι εις φθοράν.
Επεξήγησις: Ως κανονικόν ύψος των ασφαλειών υπέρ το δάπεδον συνιστάται το ύψος των 2 µ. Οσάκις αι ασφάλειαι είναι εκτεθειµέναι εις φθοράν δέον να εγκλείονται εντός κιβωτίου.
1. Οι ρευµατολήπται των φορητών συσκευών καταναλώσεως δέον να είναι κατεσκευασµένοι κατά τρόπον αποκλείοντα την εισαγωγήν αυτών εντός ρευµατοδοτών µεγαλυτέρας τάσεως ή εντάσεως. Εάν εις την αυτήν εγκατάστασιν γίνεται χρήσις ρευµάτων διαφόρων τάσεων ή εντάσεων, επιβάλλεται η κατάλληλος επιλογή λήψεων ρεύµατος ετεροειδών τύπων.
2. Οι διπολικοί ρευµατολήπται δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν δια την γείωσιν κινητών ή φορητών συσκευών καταναλώσεως. Μία τρίτη επαφή είναι απαραίτητος προς τον σκοπόν τούτον. Οι τριπολικοί ή πολυπολικοί ρευµατοδόται και ρευµατολήπται δέον να είναι κατεσκευασµένοι κατά τρόπον αποκλείοντα την, δι’ εναλλαγής των επαφών, θέσιν υπό τάσιν ενός τµήµατος της εγκαταστάσεως, το οποίον κανονικώς δεν θα έδει να ευρευθή υπό τάσιν.
3. Κατά την εισαγωγήν του ρευµατολήπτου, η αποκατάστασις της επαφής γειώσεως δέον να συντελήται προ της των ενεργών αγωγών.
4. Τα υπό τάσιν στοιχεία, τα όπισθεν των οπών του ρευµατοδότου, δέον να εισέχουν επαρκώς ώστε να αποκλείηται πάσα τυχαία επαφή. Όταν ο ρευµατολήπτης είναι τοποθετηµένος εις την θέσιν του, δέον όπως αποκλείηται πάσα επαφή προς τας περόνας του.
5. Κατά γενικόν κανόνα, οι ρευµατολήπται δέον να είναι κατεσκευασµένοι κατά τρόπον καθιστώντα αδύνατον την επαφήν προς τας περόνας αυτών αφ’ ης στιγµής αύται ήθελον έλθει εις επαφήν προς τα υπό τάσιν στοιχεία του ρευµατοδότου. Παρέκκλισις από του κανόνος τούτου δύναται να γίνη παραδεκτή εις µικρούς ρευµατοδότας και ρευµατολήπτας, εντάσεως µέχρις 6 αµπέρ, χρησιµοποιουµένους εντός ξηρών ή προσκαίρως υγρών χώρων, υπό τάσεις δε µη υπερβαινούσας τα 250 βολτ έναντι της γης, ως και εις ρευµατοδότας και ρευµατολήπτας χρησιµοποιουµένους εντός οιουδήποτε χώρου και δι’ οιανδήποτε έντασιν εφ’ όσον η τάσις δεν υπερβαίνει τα 50 βολτ.
6. Εντός των ρευµατοληπτών, των κινητών ρεµατοδοτών και ρεµατοληπτών και των ρευµατοδοτών των συσκευών, οι αγωγοί δέον να συγκρατώνται καλώς και κατά τρόπον αποκλείοντα την χαλάρωσιν της συνδέσεως αυτών.
Επεξήγησις: Το αµετάλλακτον των επαφών δεν απαιτείται προκειµένου περί διπολικών ρευµατοδοτών και ρευµατοληπτών δοθέντος ότι ακόµη και αν µία των επαφών διπολικού ρευµατοδότου συνδέεται προς µονίµως γειωµένον αγωγόν, η χρήσις αυτού ως και του αντιστοίχου αγωγού της σειρίδος προς γείωσιν της συσκευής καταναλώσεως απαγορεύεται. Αντιθέτως, απαγορεύεται απολύτως η χρήσις ρευµατοδοτών και ρευµατοληπτών µετά εναλλακτών επαφών καθ’ ην περίπτωσιν η µία τούτων χρησιµοποιείται δια την γείωσιν συσκευής καταναλώσεως.
Εις τινάς περιπτώσεις συνιστάται η χρήσις ρευµατοδοτών φερόντων εξάρτηµα αναρτήσεως του ρευµατολήπτου, οσάκις ο τελευταίος δεν χρησιµοποιείται.
Εις τας εγκαταστάσεις, των οποίων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 Βολτ, οι ρευµατοδόται και ρευµατολήπται δέον να είναι εφωδιασµένοι δι’ ειδικής επαφής γειώσεως. Η ειδική αύτη επαφή, ακόµη και δια µικροτέρας τάσεις, δέον να είναι διατεταγµένη κατά τρόπον ώστε ο αγωγός γειώσεως να µη δύναται, εν ουδεµία περιπτώσει, να έλθη εις επαφήν προς τα υπό τάσιν στοιχεία, ακόµη και αν ούτος αποσυνεδέετο εκ του εντός του ρευµατοδότου ή ρευµατολήπτου ακροδέκτου αυτού.
Επεξήγησις: Πολλά θανατηφόρα ατυχήµατα οφείλονται εις την παρέκκλισιν από του κανόνος τούτου, τον οποίον δέον να πληρούν τόσον οι ρευµατολήπται όσον και οι ρευµατοδόται. Το σηµείον συνδέσεως του αγωγού γειώσεως δέον να φέρη κίτρινον χρωµατισµόν ή το ειδικόν γραφικόν σύµβολον της γειώσεως. Οι ακροδέκται γειώσεως δύνανται να είναι εκ στιλβωµένου ορειχάλκου εφ’ όσον οι ακροδέκται των πόλων διαστέλλονται ευκρινώς δι’ επινικελώσεως, χρωµατισµού, κλπ.
1. Κατά γενικόν κανόνα, οι ρευµατοδόται και ρευµατολήπται δέον να µη περικλείουν συντηκτικά. Εις τας ειδικάς περιπτώσεις, καθ’ ας επιβάλλεται η ύπαρξις συντηκτικών, ταύτα δέον να είναι κλειστού τύπου και να δύνανται να αντικατασταθούν ακινδύνως και εις πάσαν περίπτωσιν.
2. Οι ρευµατοδόται και ρευµατολήπται δέον να είναι υπολογισµένοι κατά τρόπον ώστε να προστατεύωνται επαρκώς από την ασφάλειαν της τροφοδοτούσης αυτούς γραµµής.
Επεξήγησις: Ως προκύπτει εκ της παραγρ. 1, οι ρευµατοδόται µετά γυµνού συντηκτικού εκ σύρµατος ή ταινίας κασσιτέρου απαγορεύονται. Όσον αφορά τους ρευµατοδότας µετ’ εγκεκλεισµένων συντηκτικών, ούτοι δύνανται να γίνουν δεκτοί, εφ’ όσον παρίσταται ανάγκη, µόνον εις ειδικάς περιπτώσεις (π.χ. εργαστήρια τινα) δια την προστασίαν σειρίδων, των οποίων η διατοµή είναι µικροτέρα της γραµµής προσαγωγής εις τον ρευµατοδότην. Τα συντηκτικά άτινα προτάσσονται των εντός των ρευµατοδοτών εγκατεστηµένων συντηκτικών δεν δύνανται να είναι µεγαλυτέρας εντάσεως των 25 αµπέρ.
Γενικώς οι ρευµατοδόται και ρευµατολήπται δέον να είναι κατεσκευασµένοι δια τοιαύτην έντασιν ρεύµατος ώστε να προστατεύωνται υπό των προτασσοµένων τούτων συντηκτικών. Εν τοσούτω, είναι ανεκτή παρέκκλισις εκ του κανόνος τούτου, προκειµένου περί ρευµατοδοτών τροφοδοτήσεως κινητήρων ή άλλων φορητών συσκευών καταναλώσεως, αίτινες δια τι βραχύτατον διάστηµα απορροφούν ρεύµα µεγαλύτερον της κανονικής αυτών εντάσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην ο ρευµατοδότης δύναται κανονικώς να επιλεγή βάσει της ονοµαστικής ή κανονικής εντάσεως λειτουργίας της συσκευής καταναλώσεως, υπό τον όρον όµως όπως ούτος είναι κατάλληλος δι’ αδιάλειπτον ροήν ρεύµατος ίσου προς το 1/3 τουλάχιστον της ονοµαστικής εντάσεως του προτασσοµένου τούτου συντηκτικού, να µη χρησιµοποιήται δε ούτε δια την εκκίνησιν ούτε δια την κράτησιν (σταµάτηµα) της συσκευής καταναλώσεως.
1. Οι ρευµατοδόται δέον, κατά το δυνατόν, να µη τοποθετώνται εις θέσεις οπόθεν να δύνανται να έλθουν εις επαφήν µετ’ ευφλέκτων υλών.
2. Προκειµένου περί ρευµατοδοτών µεγαλυτέρων των 6 αµπέρ, άνευ δε µεταλλικού κυτίου, εφ’ όσον ούτοι ήθελον εγκατασταθή επί ξύλου εντός χώρων υποκειµένων εις πυρκαϊάν, δέον όπως υπό τούτους εγκαθίστανται πλάκες εξ ακαύστου και µη αγωγίµου ουσίας.
Επεξήγησις: Αι τοιαύται πλάκες δέον να εξέχουν των ρευµατοδοτών κατά 5 εκ. τουλάχιστον προς όλας τας διευθύνσεις. Εν τη περιπτώσει ταύτη δεν συντρέχει λόγος προβλέψεως διακένου µεταξύ ρευµατοδότου και ξύλου.
1. Οι ρευµατολήπται των ευκινήτων συσκευών καταναλώσεως δέον να µη µανδαλώνται εντός των ρευµατοδοτών. Η τοιαύτη µανδάλωσις επιτρέπεται µόνον εις ρευµατολήπτας δυσκινήτων συσκευών καταναλώσεως.
2. Εις εγκαταστάσεις εναλλασσοµένου ρεύµατος, δια την επί πάντων των πόλων απόζευξιν φορητών συσκευών καταλώσεως, δύνανται να χρησιµοποιηθούν οι εγκεκριµένου τόπου διπολικοί ρευµατοδόται και ρευµατολήπται 250 βολτ, 6 αµπέρ ή 380 βολτ, 10 αµπέρ µετά ή άνευ επαφής γειώσεως. ∆ι’ εντάσεις υπερβαινούσας τα 10 αµπέρ, δέον να προστίθενται διακόπται διακοπής επί πάντων των πόλων, τοποθετούµενοι είτε επί της σταθεράς γραµµής προσαγωγής είτε επί της συσκευής καταναλώσεως.
Εις εγκαταστάσεις συνεχούς ρεύµατος, αι ρευµατοδόται και ρευµατολήπται δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν, δια την επί πάντων των πόλων απόζευξιν συσκευών καταναλώσεως, των οποίων η ισχύς υπερβαίνει τα 1500 Βάττ. Η ονοµαστική έντασις της συσκευής καταναλώσεως δεν πρέπει να υπερβαίνη την της λήψεως ρεύµατος.
Εις περίπτωσιν µακρών γραµµών προσαγωγής εις φορητούς κινητήρας, δέον να προβλέπεται και διακόπτης επί του κινητήρος.
Επεξήγησις: Ως ευκίνητοι συσκευαί καταναλώσεως θεωρούνται αι λυχνίαι χειρός, αι φορηταί λυχνίαι, τα σίδηρα σιδηρώµατος, οι ηλεκτρικοί βραστήρες, τα ηλεκτρικά εργαλεία χειρός, κλπ. Ως δυσκίνητοι συσκευαί καταναλώσεως θεωρούνται οι κινητήρες, αι µεγάλαι συσκευαί θερµάνσεως, κλπ. Η απαγόρευσις της µανδαλώσεως των ρευµατοληπτών των ευκινήτων συσκευών αποσκοπεί εις την εξασφάλισιν, εις τον χειριζόµενον ταύτην, της δυνατότητος εξαγωγής του ρευµατολήπτου δι’ απλής έλξεως της σειρίδος, εις περίπτωσιν καθ’ ην ήθελε προσβληθή τις υπό του ηλεκτρικού ρεύµατος λόγω βλάβης της µονώσεως της συσκευής καταναλώσεως ή της σειρίδος. Όσον αφορά τους µανδαλουµένους ρευµατολήπτας, τας προβλεποµένους δια χώρους υποκειµένους εις εκρήξεις, βλέπε άρθρον 246.
1. Η χρήσις αυτών επιτρέπεται υπό τον όρον να πληρούν τους γενικούς όρους περί λυχνολαβών και ρευµατοδοτών. Εν τοσούτω, η τοιαύτη αυτών χρήσις περιορίζεται δι’ εντάσεις µη υπερβαινούσας τα 6 αµπέρ και δια τάσεις µεταξύ αγωγών ή έναντι της γης µη υπερβαινούσας τα 250 βολτ.
2. Προκειµένου περί λυχνολαβών-ρευµατοδοτών µετά διακόπτου, ούτος δέον να είναι διατεταγµένος κατά τρόπον επιτρέποντα την διακοπήν της κεντρικής µόνον επαφής της λυχνολαβής, ουχί δε και των πόλων του ρευµατοδότου οίτινες δέον να παραµένουν υπό τάσιν.
Επεξήγησις: Αι λυχνολαβαί – ρευµατοδόται δέον να χρησιµοποιώνται όλως εκτάκτως και δη εις χώρους ξηρούς ή προσκαίρως υγρούς. Εν τοσούτω, η χρήσις αυτών δέον να είναι όσον το δυνατόν περιορισµένη, να επιδιώκεται δε η αντικατάστασις αυτών δια σταθερών ρευµατοδοτών ιδία οσάκις είναι συχνή η προς αυτούς ζεύξις φορητών συσκευών καταναλώσεως.
Οι ρευµατοδόται δέον να φέρουν κάλυµµα ή να εγκαθίστανται εντός προστατευτικού κιβωτίου οσάκις χρησιµοποιούνται:
(α) εις βεβρεγµένους χώρους ή κεκορεσµένους δια διαβρωτικών ατµών, ή εµπεποτισµένους δι’ αγωγίµων υγρών, ως και επί σκηνών θεάτρων.
(β) εις εγκαταστάσεις ων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 βολτ., εφ’ όσον οι ρευµατοδόται είναι προσιτοί τοις πάσιν και δεν δύνανται να αποζευχθούν επί πάντων των πόλων µέσω πλησιεστάτου διακόπτου.
Οσάκις φορητή συσκευή καταναλώσεως τροφοδοτείται µέσω λήψεως ρεύµατος, ο µεν ρευµατοδότης δέον να προσαρτάται εις την σειρίδα προσαγωγής, ο δε ρευµατολήπτης εις την συσκευήν καταναλώσεως.
Επεξήγησις: Η διάταξις αύτη εφαρµόζεται συν τοις άλλοις, εις λήψεις ρεύµατος σιδήρων σιδηρώµατος, απορροφητήρων κόνεως, συσκευών εψήσεως, κινητήρας, κλπ., αίτινες εγκαθίστανται δια την εύκολον απόζευξιν της σειρίδος εκ της συσκευής καταναλώσεως.
Φορηταί συσκευαί καταναλώσεως εντάσεως υπερβαινούσης τα 10 αµπέρ ή λειτουργούσαι υπό τάσιν µεγαλυτέραν των 250 βολτ έναντι της γης δέον να τροφοδοτώνται µόνον µέσω σταθερών ρευµατοδοτών. Η κατασκευή των ρευµατοδοτών τούτων δέον να είναι τοιαύτη ώστε να αποκλείηται η εντός αυτών εισαγωγή των συνήθων ρευµατοληπτών δια φορητάς λυχνίας.
Επεξήγησις: Οι κινητοί ρευµατοδόται ισχυράς κατασκευής θεωρούνται ως σταθεροί ρευµατοδόται δια τας απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.
1. Απαγορεύεται η µέσω αγγίστρων ή σφιγκτήρων διακλάδωσις γραµµών εξ εναερίων τοιούτων προς τροφοδότησιν αγροτικών κινητήρων, προβολέων, ή άλλων συσκευών καταναλώσεως.
Επιτρέπεται µόνον η χρήσις ρευµατοδοτών σταθερώς στερεωµένων επί στύλων ή οικοδοµών. ∆ια την προστασίαν της φορητής γραµµής προσαγωγής δέον να εγκαθίστανται ασφάλειαι αµέσως προ ή µετά τον ρευµατοδότην.
2. Οι υπαίθριοι σταθεροί ρευµατοδόται δέον να προστατεύωνται κατά πάσης επεµβάσεως αναρµοδίου, είτε δι’ εγκαταστάσεως αυτών εις επαρκές ύψος, είτε δια προστατευτικής διατάξεως µετά κλείθρου.
Επεξήγησις: Η εν παραγρ. 1 απαγόρευσις δεν αφορά τας προσωρινάς παροχετεύσεις τας εκτελουµένας παρά της Ηλεκτρικής Εταιρίας ∆ιανοµής υπό την άµεσον αυτής ευθύνην. Αι παροχετεύσεις αύται δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 292.
1. Οσάκις ροοστάτης ή αντιστάτης περιλαµβάνουν διάταξιν διακοπής του ρεύµατος, η διάταξις αύτη δέον να εξασφλαίζη την πλήρη και ασφαλή διακοπήν άνευ διατηρήσεως τόξου.
2. Το ιδιαίτερον κύκλωµα παντός ροοστάτου εκκινήσεως ή ρυθµίσεως, ως και παντός εν σειρά αντιστάτου, δέον να φέρη και διάταξιν διακοπής, εξαιρέσει της περιπτώσεως καθ’ ην ο γενικός διακόπτης της εξυπηρετουµένης συσκευής καταναλώσεως επιτελεί την επί πάντων των πόλων απόζευξιν του κυκλώµατος ή τουλάχιστον την απόζευξιν πάντων των µη µονίµως γειωµένων πόλων.
Επεξήγησις: Εις την περίπτωσιν ροοστάτου κινητήρος, η διάταξις της παρ. 2 θεωρείται πληρουµένη εάν και εφ’ όσον η ζεύξις του κινητήρος επιτελείται µέσω διακόπτου επί πάντων των πόλων.
Οι ροοστάται ή οι αντιστάται των οποίων τα αγώγιµα στοιχεία δύνανται, υπό κανονικήν λειτουργίαν, να φθάσουν εις επικινδύνους δια τα αντικείµενα του περιβάλλοντος θερµοκρασίας, δέον να είναι κατασκευασµένοι και εγκατεστηµένοι κατά τρόπον αποκλείοντα πάσαν επικίνδυνον θέρµανσιν των καυσίµων υλικών του περιβάλλοντος.
Επεξήγησις: Κατά ταύτα, οι ροοστάται και οι αντιστάται δέον να εγκαθίστανται επί ακαύστων στηριγµάτων απεχόντων επαρκώς παντός ευφλέκτου αντικειµένου, ώστε να αποκλείεται η λόγω ακτινοβολουµένης θερµότητος ή ενδεχοµένης πτώσεως θερµού στοιχείου µετάδοσις του πυρός.
Τα γειτνιάζοντα αντικείµενα δέον να προστατευθούν εν ανάγκη δι’ αµιάντου ή ετέρας πυριµάχου ουσίας.
∆εν πρέπει να λησµονώµεν επίσης ότι λόγω κακού χειρισµού (κακή εκτέλεσις της εκκινήσεως κινητήρος, κλπ.) ενδέχεται οι επιπρόσθετοι αντιστάται να παραµείνουν µονίµως υπό ρεύµα. Τούτο δέον να ληφθή όθεν υπ’ όψιν κατά την σύνδεσιν των αντιστατών τούτων.
Ο τύπος και εγκατάστασις των συσκευών καταναλώσεως δέον να αποκλείη, υπό την κανονικήν τάσιν και τας κανονικάς συνθήκας χρησιµοποιήσεως αυτών, πάντα κίνδυνον δια πρόσωπα ή αντικείµενα.
Εις πάσαν συσκευήν καταναλώσεως παν κανονικώς µη υπό τάσιν µεταλλικόν στοιχείον δέον να µονούται ως προς τα υπό τάσιν στοιχεία κατά τρόπον πάγιον και κατάλληλον δια την τάσιν και τας συνθήκας χρησιµοποιήσεως.
1. Πάσα γραµµή προσαγωγής εις συσκευήν καταναλώσεως, εξαιρέσει των τροφοδοτουσών ανεξαρτήτους λυχνίας ή συσκευάς ασθενεστάτης ισχύος, ως οι µετασχηµατισταί κωδώνων, κλπ., δέον να δύναται να διακόπτηται υπό φορτίον και επί πάντων των πόλων. Προκειµένου περί κινητής ή φορητής συσκευής καταναλώσεως τροφοδοτουµένης εκ ρευµατοδότου, η εξαγωγή του ρευµατολήπτου δέον να συνεπάγηται και την απόζευξιν του αγωγού γειώσεως.
2. Η σύνδεσις των φορητών συσκευών καταναλώσεως προς τας σταθεράς γραµµάς δέον να επιτελήται µέσω λήψεων ρεύµατος.
Επεξήγησις: Μία γραµµή τροφοδοτούσα συσκευήν καταναλώσεως µικροτέραν των 1500 βαττ είναι αποζεύξιµος επί πάντων των πόλων µέσω ασφαλείας, αυτοµάτου διακόπτου ή λήψεως ρεύµατος, δύναται να θεωρηθή ως πληρούσα τους όρους της παραγρ. 1 µη αναγκαιούσης της
προσθήκης διακόπτου. ∆ύναται έτι να γίνη αποδεκτόν, προκειµένου περί οµάδος περισσοτέρων γραµµών προσαγωγής, όπως η εν φορτίω απόζευξις επί πάντων των πόλων, συµφώνως τη παραγρ. 1, επιτελήται δι’ αφαιρέσεως των ασφαλειών και του γεφυροσυνδέσµου του ουδετέρου, εάν και εφ’ όσον αι ασφάλειαι αύται δεν υπερβαίνουν τα 6 αµπέρ.
Επί πάσης συσκευής καταναλώσεως δέον να επιτίθηται το σήµα του εργοστασίου, ως και η τάσις και έντασις ή ισχύς δια την οποίαν η συσκευή είναι κατεσκευασµένη.
1. Ο καλύτερος τρόπος προστασίας προσώπων χρησιµοποιούντων, εντός µη ξηρών και µετά µονωτικού δαπέδου χώρων, φορητάς συσκευάς καταναλώσεως µετά µεταλλικού σκελετού, των οποίων η χρήσις απαιτεί την δράξιν δια της χειρός, έγκειται εις την χρησιµοποίησιν υποβιβασθείσης τάσεως. Εν τοσούτω, οσάκις θα είµεθα υποχρεωµένοι να τροφοδοτώµεν τοιαύτην συσκευήν καταναλώσεως υπό τάσιν µεγαλυτέραν των 125 βολτ δια τους µετά προσκαίρως υγρού δαπέδου χώρους και µεγαλυτέραν των 50 βολτ δια τους υγρούς, ο σκελετός αυτής δέον να γειούται, συµφώνως τω άρθρω 12, επί πλέον δε αύτη να εφοδιάζηται, κατά το δυνατόν και δια µονωτικών λαβών. 2. Εντός προσκαίρως υγρών χώρων µετά µη µονωτικού δαπέδου, εντός υγρών τοιούτων, ως και εντός χώρων υποκειµένων εις κινδύνους πυρκαϊάς ή εκρήξεως, η χρήσις φορητών συσκευών καταναλώσεως πρέπει να περιορίζηται εις το ελάχιστο δυνατόν. 3. Εντός βεβρεγµένων, διαπεποτισµένων ή χώρων µετά διαβρωτικών ατµών, µόνον σταθεραί συσκευαί καταναλώσεως θέλουσι γενικώς επιτραπή, και τούτο υπό τον όρον να έχωσι γειωθή µονίµως και ασφαλώς, κατά τας διατάξεις του άρθρου 17. Η χρήσις φορητών συσκευών καταναλώσεως εντός των χώρων τούτων, θέλει επιτραπή µόνον εις περίπτσιν αναποτρέπου ανάγκης. Επεξήγησις: Μεταξύ των φορητών συσκευών καταναλώσεως, αίτινες δέον να τροφοδοτώνται δι’ υποβιβασθείσης τάσεως, περιλαµβάνονται, επί παραδείγµατι, αι λυχνίαι χειρός εντός βεβρεγµένων χώρων, τα ηλεκτροµηχανικά εργαλεία (εργαλεία καθαρισµού λεβήτων, φορητοί δράπανοι, κλπ.), τα θερµικά στοιχεία συσκευών βοστρυχώσεως, συσκευαί κατσαρώµατος, κλπ. Καθ’ ό,τι αφορά τας φορητάς συσκευάς καταναλώσεως των οποίων η τροφοδότησις δεν δύναται να γίνη δι’ υποβιβασθείσης τάσεως (κινητήρες, οµάδες ηλεκτροσυγκολλήσεως, βαρεά ηλεκτροµηχανικά εργαλεία, κλπ.), δια ταύτας θα χρησιµοποιώνται τα λοιπά µέσα προστασίας της παραγρ. 1. ∆ια τας φορητάς συσκευάς οικιακής χρήσεως, βλέπε άρθρον 113.
∆έον να λαµβάνωνται µέτρα προς αποφυγήν επικινδύνου θερµάνσεως των γειτνιαζουσών προς τας λυχνίας ευφλέκτων υλών.
Η προς κατασκευήν των λυχνολαβών χρησιµοποιουµένη µονωτική ουσία δέον να µη είναι υδρόφιλος και να µη υφίσταται αλλοίωσιν υπό της θερµότητος. Προκειµένου περί λυχνολαβών µετά διακόπτου, οι κατά την λειτουργίαν τούτου προκύπτοντες σπινθήρες δέον να µη προκαλούν βλάβην εις τας λυχνολαβάς.
1. Η κατασκευή των λυχνολαβών δέον να είναι τοιαύτη ώστε να καθίσταται αδύνατος η µετά την τοποθέτησιν της λυχνίας επαφή προς τα υπό τάσιν αυτών στοιχεία.
2. Το εξωτερικόν περίβληµα των εντός προσκαίρως υγρών και άνευ µονωτικού δαπέδου χώρων, ή των εντός υγρών χώρων χρησιµοποιουµένων λυχνολαβών, δέον να σύγκειται εκ µονωτικής και µη υδροφίλου ουσίας.
3. Εντός χώρων βεβρεγµένων ή εκκορεσµένων δια διαβρωτικών ατµών, ή εµπεποτισµένων δι’ αγωγίµων υγρών, αι λυχνίαι δέον να εγκλείωνται εντός στεγανών οπλισµών εκ µονωτικής και µη υδροφίλου ουσίας.
Επεξήγησις: Η παραγρ. 1 απαιτεί όπως, όταν η λυχνία είναι τοποθετηµένη εις την θέσιν της, ο µεταλλικός αυτής κάλυξ επικαλύπτηται υπό της λυχνολαβής εις τρόπον ώστε να είναι αδύνατος η ακουσία επαφή προς οιονδήποτε υπό τάσιν στοιχείον.
Η χρήσις λυχνολαβών εκ µονωτικής ουσίας αντί µεταλλικών τοιούτων συνιστάται ακόµη και δια ξηρούς χώρους, οσάκις το δάπεδον είναι αγώγιµον.
1. Η λαβή του διακόπτου, των µετά διακόπτου λυχνολαβών, δέον να συνίστανται εκ µονωτικής ουσίας. Ο άξων της λαβής ταύτης δέον να µονούται έναντι µεταλλικού περιβλήµατος και των υπό τάσιν στοιχείων.
2. Η άλυσις των µεθ’ αλύσεως λυχνολαβών δέον να εφοδιάζηται δια µονωτικών στοιχείων, εν των οποίων να ευρίσκεται παρά την λυχνολαβήν.
3. Γενικώς η χρήσις λυχνολαβών µετά διακόπτου επιτρέπεται µόνον εις ξηρούς ή προσκαίρως υγρούς χώρους.
Εντός υγρών χώρων η χρήσις τοιούτων λυχνολαβών δέον να είναι όσον το δυνατόν περιωρισµένη, επιτρεποµένη µόνον εφ’ όσον το περίβληµα της λυχνολαβής αποτελείται εκ µονωτικής και µη υδροφίλου ουσίας.
Επεξήγησις: Πολλάκις αι λυχνολαβαί µετά διακόπτου, χειριζοµένου µέσω αλύσεως, δεν πληρούν τας διατάξεις της παραγρ. 2, καίτοι τούτο δεν είναι δύσκολον, ενώ αφ’ ετέρου έχει σοβαρωτάτην σηµασίαν από της πλευράς της ασφαλείας.
1. Αι εξ αγωγίµου υλικού φωτιστικαί συσκευαί δέον, κατά κανόνα, να είναι µεµονωµέναι έναντι της γης. Εντός ξηρών χώρων, η επί σανιδώσεως στερέωσις αυτών θεωρείται ως παρέχουσα επαρκή µόνωσιν.
2. Όταν η ανωτέρω µόνωσις καθίσταται αδύνατος ή δυσχερεστάτη, αύτη δύναται να παραλειφθή, υπό τον όρον όπως πάσαι αι λυχνολαβαί της φωτιστικής συσκευής συνίστανται εκ µονωτικής ουσίας. Εντός µη µεµονωµένων έναντι της γης φωτιστικών συσκευών, η χρήσις αγωγών φωτιστικών συσκευών απαγορεύεται.
Επεξήγησις: Αι διατάξεις της παραγρ. 1 εφαρµόζονται προ παντός εις φωτιστικάς συσκευάς εγκατεστηµένας εντός κτιρίων και µη προσιτάς εις πρόσωπα ιστάµενα επί του δαπέδου, ως επίσης και εις λυχνίας δι’ αναρτήσεως. Αι διατάξεις της παραγρ. 2 αντιθέτως αφορούν κυρίως τας συσκευάς φωτισµού, τας προσιτάς εις πρόσωπα ιστάµενα επί του δαπέδου, τας υπαιθρίους συσκευάς, τας φορητάς λυχνίας εργαστηρίων, ως και τας λυχνίας τας µονίµως στερεωµένας επί µηχανηµάτων.
Οσάκις η αποτελεσµατική προστασία προσώπων δεν είναι εφικτή δια µονώσεως των συσκευών τούτων, αι δε λυχνίαι χρησιµοποιούνται εν υπαίθρω ή άνωθεν αγωγίµου δαπέδου, αύται δέον να γειώνται κατά τας διατάξεις του άρθρου 17.
1. Οι δια τας φωτιστικάς συσκευάς χρησιµοποιούµενοι αγωγοί δέον να παρουσιάζουν λείαν και ανθεκτικήν επιφάνειαν.
2. Αι δια τους αγωγούς προοριζόµεναι είσοδοι των φωτιστικών συσκευών δέον να έχουν τοιούτον σχήµα και διαστάσεις, ώστε κατά την προσεκτικήν εισαγωγήν των αγωγών, να µη υπάρχη φόβος φθοράς της µονώσεως αυτών. Προς τούτο, τα στόµια των εισόδων δέον να είναι καλώς εστρογγυλευµένα ή να εφοδιάζωνται δια καταλλήλων επιστοµίων στερεώς προσηρµοσµένων.
3. Αι εντός των σωµάτων των πολυφώτων διακλαδώσεις δέον να συγκεντρώνται εντός προσιτών διανοιγµάτων.
4. Εις τους αρθρωτούς λυχνοφορείς και τους µετ’ αντιβάρου τοιούτους, επιβάλλεται η λήψις όλων ειδικών διατάξεων αποκλειουσών πάσαν ενδεχοµένην βλάβην των αγωγών.
Επεξήγησις: Η χρήσις ελαφρών σειρίδων µε επικάλυψιν ελαστικού δεν είναι αποδεκτή προκειµένου περί συνδέσεων εις το εσωτερικόν ή επί των φωτιστικών συσκευών.
Οι αγωγοί δέον να εγκαθίστανται εντός των πολυφώτων, εις τρόπον ώστε αι συνδέσεις και αι διακλαδώσεις αυτών να είναι προσιταί και ευκόλως ανευρέσιµοι. Τοιαύται συνδέσεις ή διακλαδώσεις ουδέποτε δέον να τοποθετώνται εις το εσωτερικόν σωλήνος. Οι αγωγοί επί ή εντός των πολυφώτων δέον να συνδέωνται προς τας γραµµάς προσαγωγής δια συνδέσµων µετά σφιγκτήρων δια κοχλιώσεως.
Εξαίρεσις γίνεται χάριν των απλών λυχνολαβών ή των απλών οπλισµών (αρµατουρών) εις τους οποίους αι γραµµαί προσαγωγής δύνανται να εισαχθούν απ’ ευθείας.
Ειδική όλως µέριµνα δέον να ληφθή δια την ικανοποιητικήν στερέωσιν των µονωτικών επιστοµίων εισόδου των αγωγών εις τας φορητάς λυχνίας. Εν η περιπτώσει τα επιστόµια ταύτα στερεώνται επί µετάλλου, ταύτα δέον να κοχλιώνται προσεκτικώς ή να συγκρατώνται δια κοχλίου.
1. Προκειµένου περί πολυφώτων µικτών δ’ ηλεκτρικόν ρεύµα και φωταέριον, αι λυχνολαβαί δέον να µονώνται έναντι του ρεύµατος της συσκευής, η δε συσκευή να µονούται έναντι του σωλήνος προσαγωγής του φωταερίου.
2. Οι αγωγοί των πολυφώτων τούτων δέον να εγκαθίστανται κατά τρόπον αποκλείοντα αφ’ ενός µεν την µετατόπησιν αυτών, αφ’ ετέρου δε την φθοράν αυτών από αιχµηράς γωνίας ή υπό της θερµότητος της φλογός.
Κατά γενικόν κανόνα, η εισαγωγή εντός της αυτής φωτιστικής συσκευής αγωγών τροφοδοτουµένων παρά διαφορετικών πηγών ρεύµατος, απαγορεύεται.
Επεξήγησις: Αι εγκαταστάσεις φωτισµού ασφαλείας δέον, κατά το δυνατόν, να είναι ανεξάρτητοι των λοιπών κυκλωµάτων καθ’ όλην αυτών την έκτασιν. Ως εκ τούτου δέον να αποφεύγηται η γειτνίασις των κυκλωµάτων των εγκαταστάσεων αυτών προς τα λοιπά κυκλώµατα, ως θα προέκυπτε δια της εισαγωγής αυτών εντός κοινών φωτιστικών συσκευών (δια συνήθη φωτισµόν και φωτισµόν ασφαλείας). Οσάκις µέγα πολύφωτον πρόκειται να εφοδιασθή δια λυχνίας φωτισµού ασφαλείας, οι τροφοδοτικοί αγωγοί του λαµπτήρος τούτου δέον να µη εφάπτωνται ουδαµού προς τους λοιπούς αγωγούς, εκτός εάν οι µεν ή οι δε φέρουν ενισχυµένας επενδύσεις.
∆έον, επί πλέον όπως η λυχνολαβή της λυχνίας ασφαλείας, εφ’ όσον δεν είναι εκ µονωτικής ουσίας, εφοδιάζηται δια µονωτικού συνδέσµου (ρακόρ).
1. Αι φωτιστικαί συσκευαί, αι χρησιµοποιούµεναι εν υπαίθρω, εντός βεβρεγµένων ή διαπεποτισµένων δι’ αγωγίµων υγρών χώρων, ή κεκορεσµένων δια διαβρωτικών ατµών, δέον να συνίστανται εξ αναλλοιώτου µετάλλου ή µονωτικής µη υδροφίλου ουσίας, εάν και εφ’ όσον δεν προστατεύωνται κατά των χηµικών δράσεων υπό καταλλήλου επιχρίσµατος ή επενδύσεως.
Επεξήγησις: Ως αναλλοίωτα µέταλλα δύνανται, αναλόγως της περιπτώσεως, να θεωρηθούν ο ορείχαλκος, ο χαλκός και τα τοιαύτα µέταλλα. Η επιµολύβωσις, επιψευδαργύρωσις, επιπίσσωσις ή επάλειψις δι’ ειδικού βερνικίου, κλπ., αποτελούν προστατευτικήν επίχρισιν.
Αναρτήσεις µέσω σειρίδος, απλαί ή µετ’ αντιβάρου, είναι γενικώς παραδεκταί µόνον εντός ξηρών χώρων. Κατ’ εξαίρεσιν, δύνανται να γίνουν αποδεκταί και εντός προσκαίρως υγρών χώρων, υπό τον όρον όπως αι λυχνολαβαί αυτών συνίστανται εκ µονωτικής µη υδροφίλου ουσίας.
Επεξήγησις: Συγκαταλέγονται µεταξύ των προσκαίρως υγρών χώρων και οι κάτωθι: τα µαγειρεία των διαµερισµάτων, τα λουτρά, τα σιδηρωτήρια, αι βεράντες, κλπ.
Εντός χώρων µετά βεβρεγµένου δαπέδου η χρήσις λυχνιών δι’ αναρτήσεως ή µετ’ αντιβάρου απαγορεύεται.
1. Εις πάσαν ανάρτησιν δια σειρίδος, είτε απλήν είτε µετ’ αντιβάρου, αι συνδέσεις των άκρων της σειρίδος δέον να είναι απηλλαγµέναι των διαφόρων δυνάµεων εφελκυσµού.
2. Συντηκτικά εγκατεστηµένα εντός ροδάκων αναρτήσεως, γίνονται παραδεκτά µόνον εις περίπτωσιν ουσιαστικής ανάγκης. Εν τοιαύτη περιπτώσει, δέον να είναι κλειστού τύπου και να δύνανται να αντικαθίστανται άνευ κινδύνου και καθ’ οιανδήποτε περίπτωσιν.
Επεξήγησις: Κατά την είσοδον της σειρίδος εν τη λυχνολαβή, το άκρον αυτής θα ακινητοποιήται είτε µέσω σφικτήρος µετά λαβίδος, είτε συνδέσµου µετά περιλαιµίου συσφίγξεως. Το µήκος της σειρίδος δέον να είναι τοιούτον ώστε η λυχνία αυτής να µη δύνατια να χρησιµοποιηθή ούτε ως φορητή τοιαύτη, ούτε έξω του χώρου εγκαταστάσεως αυτής. Η επιλογή των σειρίδων αναρτήσεως θα γίνεται, λαµβανοµένου υπ’ όψιν του βάρους των φωτιστικών συσκευών αίτινες ήθελον αναρτηθή δι’ αυτών. Σειρίδες διατοµής 0,75 ή 1 τετρ. χιλ. χαλκού δεν δύνανται να επιφορσισθώσι πέραν του 1 χιλιογρ. Εις βαρυτέρας συσκευάς δέον να γίνη χρήσις ισχυροτέρων σειρίδων.
Ουσιαστική ανάγκη εγκαταστάσεως ασφαλειών εντός των ραδάκων των δια σειρίδος αναρτήσεων, δύναται να προκύψη, επί παραδείγµατι, εις µέγα εργαστήριον. Εις την περίπτωσιν ταύτην αι ασφάλειαι δέον να είναι εγκεκριµένου τύπου. Επί πλέον, τα συντηκτικά των προτασσοµένων εις τας ασφαλείας ταύτας ασφαλειών του κυκλώµατος, δέον να µη υπερβαίνουν, εν τη περιπτώσει ταύτη, τα 25 αµπέρ.
1. Το σώµα και η λαβή των λυχνιών χειρός, τόσον εις υγρούς όσον και εις ξηρούς χώρους, δέον να συνίσταται εκ µονωτικής ουσίας µη υδροφίλου και ανθεκτικής εις θερµότητα. Αι λυχνίαι αύται δέον να είναι εφωδιασµέναι δι’ ισχυρού δικτυωτού προφυλακτήρος επιµελώς στερεωµένου εις την λαβήν. Η λυχνολαβή δέον να κείται εντός εσοχής καλυπτούσης αυτήν επαρκώς εις τρόπον ώστε, όταν ο λαµπτήρ είναι τοποθετηµένος, να αποκλείηται πάσα επαφή προς τα µεταλλικά τµήµατα της λυχνολαβής.
2. Κατά την χρησιµοποίησιν λυχνιών χειρός εντός βεβρεγµένων ή διαπεποτισµένων χώρων δέον, κατά γενικόν κανόνα, να λαµβάνη χώραν υποβιβασµός της τάσεως εις 36 βολτ και κάτω, προκειµένου περί εναλλασσοµένου ρεύµατος τουλάχιστον.
Επεξήγησις: Η συχνότης των ατυχηµάτων των οφειλοµένων εις λυχνίας χειρός επιβάλλει την µεθ’ όλως ιδιαιτέρας προσοχής κατασκευήν των λυχνιών τούτων. Πράγµατι έχει αποδειχθή ότι λυχνίαι χειρός, προοριζόµεναι αποκλειστικώς δια ξηρούς χώρους, έχουσι πολλάκις χρησιµοποιηθή και δι’ υγρούς ή βεβρεγµένους τοιούτους (βλέπε άρθρον 227).
Προκειµένου περί εργοστασίων, των οποίων τα εργαστήρια είναι ξηρά, ως και καθ’ ας περιπτώσεις υπάρχει η βεβαιότης ότι αι λυχνίαι χειρός δεν ήθελον αποτεθή ή χρησιµοποιηθή εντός υγρών χώρων, θέλει, κατ’ εξαίρεσιν, επιτραπή και η χρήσις ξύλου δια την λαβήν αυτών. Αλλά, και εις τας εξαιρετικάς ταύτας περιπτώσεις, απαιτείται η πλήρης επικάλυψις της λυχνολαβής κατά τρόπον αποκλείοντα την επαφήν προς τα µεταλλικά αυτής στοιχεία. Τα υπό τάσιν στοιχεία δέον να µη έρχωνται εις επαφήν προς το ξύλον, ο δε δικτυωτός προφυλακτήρ να µη εφάπτηται των µεταλλικών στοιχείων της λυχνολαβής.
1. Κατά γενικόν κανόνα, αι φορηταί λυχνίαι δεν δύνανται να είναι µεταλλικαί ειµή µόνον όταν προορίζωνται δια ξηρούς χώρους. Εις τα εργαστήρια και τους λοιπούς χώρους ένθα αύται είναι λίαν εκτεθειµέναι ει φθοράν, η κατασκευή των δέον να είναι τοιαύτη ώστε τα στοιχεία άτινα, εις περίπτωσιν βλάβης της µονώσεως, ήθελον ευρευθή υπό τάσιν, µη υπόκεινται εις ακουσίαν επαφήν.
2. Αι φορηταί λυχνίαι δέον να µη παρουσιάοζυν ουδεµίαν αιχµηράν γωνίαν δυναµένην να προξενήση βλάβην των αγωγών. Η εισαγωγή αυτών δέον να λαµβάνη χώραν µέσω µονωτικού προστοµίου καλώς εστρογγυλευµένου και καλώς στερεωµένου.
Επεξήγησις: Κατά τας απαιτήσεις της παραγρ. 1, αι φορηταί λυχνίαι εργαστηρίων δέον να φέρουν λυχνολαβάς εκ µονωτικής ουσίας ή λυχνολαβάς µετ’ ισχυρού µονωτικού συνδέσµου. Η προσαγωγή του ρεύµατος δέον να επιτελήται µέσω σειρίδος µετά περιβλήµατος εξ ελαστικού. Ο καταυγαστήρ δέον να στερεούται επί του υποστηρίγµατος της λυχνολαβής και ουχί επ’ αυτής ταύτης της λυχνολαβής.
Υπεράνω ξηρών αλλά µη µονωτικών δαπέδων συνιστάται η χρησιµοποίησις φορητών λυχνιών εκ µονωτικής ουσίας (π.χ. ξύλου) αποκλειστικώς.
1. Πάσα θερµική συσκευή δέον να είναι κατεσκευασµένη κατά τρόπον αποκλείοντα την ακουσίαν επαφήν προς τα θερµικά στοιχεία αυτής ή τας γυµνάς συνδέσεις.
2. Οι ηλεκτρικοί κλίβανοι και τα ηλεκτρικά µαγειρεία δέον να δύνανται να τίθενται εκτός τάσεως δια τον καθαρισµόν αυτών.
3. Οι επί των µαγειρείων και εψητήρων τοποθετηµένοι διακόπται δέον, κατά την θέσιν διακοπής αυτών, να αποζευγνύουν, επί πάντων των πόλων, το κύκλωµα θερµάνσεως αυτών. Ούτοι δέον να εφοδιάζωνται δια λίαν εµφανούς ενδείξεως της θέσεως ζεύξεως. ∆ια τους φορητούς εψητήρας µετά µιας µόνον πλακός, η επί πάντων των πόλων απόζευξις δύναται να γίνη δια του ρευµατολήπτου.
Επεξήγησις: Η προς τα θερµικά ή τα υπό τάσιν στοιχεία ακουσία επαφή δύναται να εµποδισθή κατά πολλούς τρόπους λ.χ. δι’ εσχαρών, προστατευτικών κιγκλίδων, χρησιµοποιήσεως εγκεχωσµένων στοιχείων, κλπ.
Αι µη προστατευόµεναι περιελίξεις των εψητήρων, κλπ. δέον να στερεώνται κατά τρόπον αποκλείντα την µετατόπισιν αυτών. Αύται δέον να εγκαθίστανται εντός βαθέων αυλακώσεων αποκλειουσών την τυχαίαν επαφήν.
Τα µαγειρεία, κλίβανοι και πλάκες εψήσεως, ως και τα περιβλήµατα ή υποστηρίγµατα αυτών, δέον να γειούνται. Τα µεταλλικά περιβλήµατα των φορητών σειρίδων δέον να γειούνται επί των αγωγών γειώσεως των ανωτέρω συσκευών, χωρίς όµως να αποτελούν τµήµα του προς την γην κυκλώµατος.
Οι βραστήρες δέον να είναι κατασκευασµένοι κατά τοιούτον τρόπον ώστε να µη δύνανται να προκαλέσουν βλάβην εις καύσιµον βάσιν κατά την εν ξηρώ λειτουργίαν των. Εν η περιπτώσει το κατώτερον τµήµα του βραστήρος δεν θα ηµπόδιζε την µετάδοσιν επικινδύνου θερµότητος κατά την θέσιν αυτού εν λειτουργία, ο βραστήρ ούτος δέον να επιτίθεται επί ακαύστου βάσεως, καταλλήλου σχήµατος και διαστάσεων ίνα εξασφαλισθή το ανωτέρω.
Επεξήγησις: Ως ηλεκτρικοί βραστήρες νοούνται δοχεία περιεκτηκότητος το πολύ µέχρι 5 λιτρών. Πολλάκις βραστήρες άνευ στηριγµάτων αποτεθειµένοι επί καυσίµων βάσεων και παραµείναντες εζευγµένοι κατά την εν ξηρώ (άνευ υγρού περιεχοµένου) λειτουργίαν των, απέβησαν το αίτιον ενάρξεως πυρκαϊάς. Τοποθέτησις αυτών επί δίσκων εκ χυτών ουσιών, κλπ., πάχους εκατοστών τινών, απεδείχθη ανεπαρκής. Αντιθέτως, βραστήρες µετά στηριγµάτων ύψους 4 εκ. και άνω ή κατεσκευασµένοι ώστε να αφήνουν κάτωθεν αυτών καλώς αεριζόµενον διάκενον ύψους 4 εκ. τουλάχιστον, δύνανται να θεωρηθούν ως µη δηµιουργούντες κινδύνους πυρκαϊάς, κατά την εν ξηρώ λειτουργίαν των. Βραστήρες, µη πληρούντες τους ανωτέρους όρους, δέον, κατά την χρησιµοποίησιν αυτών, να τοποθετώνται επί σταθερού και στερεού υποστηρίγµατος µετά διακένου αέρος 4 εκ. τουλάχιστον, εκτός εάν ο βραστήρ είναι εφωδιασµένος δι’ ετέρας παγίας προστατευτικής διατάξεως.
Η διαπίστωσις του ότι οι βραστήρες πληρούν τους ανωτέρω όρους δέον να λάβη χώραν εις εργαστήριον δοκιµής.
1. Η χρήσις καυσίµων υλών δια τας θερµικάς συσκευάς δύναται να επιτραπή µόνον εφ’ όσον η εκ των θερµικών στοιχείων προερχοµένη θερµότης δεν δύναται να αποτελέση κίνδυνον δια τας καυσίµους ταύτας ύλας, ακόµη και αν ο χειρισµός της συσκευής ήθελεν εκτελεσθή αδεξίως ή και αν η συσκευή ήθελεν υποστή βλάβην.
2. Αι σταθεραί θερµικαί συσκευαί θα εγκαθίστανται εις τρόπον ώστε η αναδιδοµένη θερµότης να µη αποτελή κίνδυνον δια τας καυσίµους ύλας του περιβάλλοντος, ακόµη και εις περίπτωσιν αδεξίας χρήσεως της συσκευής ή και βλάβης αυτής.
3. Συσκευαί µετά γυµνών θερµικών στοιχείων δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν εντός χώρων υποκειµένων εις κινδύνους πυρκαϊάς ή εκρήξεως.
Επεξήγησις: Αδέξιοι χειρισµοί κατά την έννοιαν των παραγρ. 1 και 2 είναι, επί παραδείγµατι, η υπό ρεύµα παραµονή ενός βραστήρος εν ξηρώ ή µιας θερµικής συσκευής εναποθηκεύσεως θερµότητος πέραν της κανονικής διαρκείας θερµάνσεως. Αντιθέτως, θα θεωρηθή ως αµέλεια η επικάλυψις, επί παραδείγµατι, θερµάστρας δι’ ουσιών δυναµένων να προκαλέσουν επικίνδυνον αποταµίευσιν θερµότητος.
Ως βλάβην της συσκευής εννοούµεν, επί παραδείγµατι, βραχυκύκλωµα ή κακήν επαφήν εντός των θερµικών στοιχείων της συσκευής ή βλάβην των αντιστοίχων οργάνων ζεύξεως.
Τα µη καλυπτόµενα θερµικά στοιχεία των συσκευών τούτων δέον να προστατεύωνται δίκην ακαλύπτου πυράς εντός των χώρων ένθα ευρίσκονται.
Εν τω µέτρω του δυνατού, αι φορηταί θερµικαί συσκευαί δέον να εφοδιάζωνται δια µονωτικών ακαύστων λαβών.
Επεξήγησις: Αι εκ πορσελάνης ή ετέρας κεραµευτικής ουσίας λαβαί, ως και ει εκ συµπεπιεσµένης καταλλήλου ουσίας, αι αντέχουσαι εις υψηλάς θερµοκρασίας, θεωρούνται ως µονωτικαί. Το ξύλον επιτρέπεται µόνον εφ’ όσον αποκλείεται η έντονος θέρµανσις αυτού.
1. Τα θερµαντικά προσκέφαλα, οι κλινοθερµαντήρες και έταιραι συσκευαί παροµοίου είδους αι οποίαι, εν παρατεταµένη λειτουργία, θα ηδύναντο να προκαλέσουν, ως εκ της κατασκευής των, επικινδύνους τοπικάς υπερθερµάνσεις, δέον να εφοδιάζωνται δια θερµοστατικών διατάξεων.
2. Θερµαντικά προσκέφαλα και ηλεκτρικαί θερµοφόροι δέον να προστατεύωνται κατά της υγρασίας δι’ αδιαβρόχου περιβλήµατος καλώς εφαρµόζοντος επ’ αυτών. Η παράλειψις του περιβλήµατος τούτου θέλει επιτραπή µόνον προκειµένου περί θερµαντικών κλινοσκεπασµάτων και ηλεκτρικών ταπήτων, οίτινες, ως εκ των µεγάλων αυτών διαστάσεων και της σχετικώς µικράς απορροφωµένης ενεργείας, δεν δύναται να φθάσουν εις υψηλάς θερµοκρασίας. Αλλά και εις την περίπτωσιν ταύτην απαιτείται ανεξίτηλος επιγραφή υπενθυµίζουσα εις τους χρησιµοποιούντας την συσκευήν τας ληπτέας προφυλάξεις.
Επεξήγησις: Αι θερµοστατικαί διατάξεις είναι όργανα αυτοµάτου διακοπής του κυκλώµατος εις ωρισµένην θερµοκρασίαν. Καίτοι οι κατασκευαζόµενοι θερµοστάται δια θερµαντικά προσκέφαλα είναι γενικώς κατάλληλοι δια την τοιαύτην χρήσιν των, θα ήτο σκόπιµον όπως µη βασιζώµεθα αποκλειστικώς επί της ασφαλούς αυτών λειτουργίας, αλλ’ εκ παραλλήλου να τηρώµεν επακριβώς και τας εις τας συσκευάς ταύτας συναπτοµένας οδηγίας.
Θερµαντικά κλινοσκεπάσµατα µη εφωδιασµένα δι’ αδιαβρόχου περιβλήµατος, δέον, κατά την χρήσιν αυτών, να διατίθενται πάντοτε ανοικτά και να µη χρησιµοποιώνται προκειµένου περί θεραπείας δι’ εφιδρώσεως. Η απαιτουµένη επ’ αυτών επιγραφή δέον, συν τοις άλλοις, να εφιστά την προσοχήν και επί τούτου. Τα πλυνόµενα περιβλήµατα των θερµαντικών κλινοσκεπασµάτων δέον να φέρουν ωσαύτως τας τοιούτας επιγραφάς. Αντί του αδιαβρόχου περιβλήµατος, του αναφεροµένου εις παραγρ. 2 προς προστασίαν κατά της υγρασίας, θα ηδύναντο αυτά ταύτα τα θερµαντικά σύρµατα να προστατευθούν κατ’ αυτής δια παγίας και ανθεκτικής εις την θερµότητα και την υγρασίαν µονώσεως.
Τα σίδηρα σιδηρώµατος δέον να αποτίθενται επί στερεών µόνον βάσεων εξ ακαύστου ύλης, εχούσης κατάλληλον σχήµα ώστε να µη υπάρχη φόβος µεταδόσεως επικινδύνου θερµάνσεως.
Επεξήγησις: Η στήριξης των σιδήρων σιδηρώµατος, οσάκις ταύτα αποτίθενται κατά την διάρκειαν της χρήσεως αυτών, δέον να είναι τοιαύτη ώστε, έστω και αν το σίδηρον παραµείνη εζευγµένον, να µη δύνανται να µεταδώση εις το περιβάλλον επικινδύνους θερµάνσεις. Αφ’ ετέρου, η στήριξις αύτη δέον να είναι ευσταθής και κατάλληλος ακόµη και δια περίπτωσιν κραδασµών.
Η πιθανότης παραµονής σιδήρου σιδηρώµατος εζευγµένου και µετά την χρήσιν αυτού, είναι µεγαλυτέρα εις την περίπτωσιν καθ’ ην τούτο αποζεύγνυται µέσω διακόπτου παρά εάν η απόζευξις εκτελήται µέσω ρευµατολήπτου. Προς τον σκοπόν τούτον, ιδίως προκειµένου περί διαµερισµάτων, δέον να αποφεύγηται η παρεµβολή διακοπτών εις τους ρευµατοδότας. Η ύπαρξις τοιαύτης διατάξεως εγένετο συχνά αφορµή λαθών και ενάρξεως πυρκαϊάς. Εις σιδηρωτήρια χρησιµοποιούντα περισσότερα του ενός σιδήρου σιδηρώµατος τροφοδοτούµενα µέσω κινητών λήψεων ρεύµατος και εφωδιασµένα δι’ ιδίων διακοπτών, οι διακόπται ούτοι δέον να είναι τύπου µετά σαφών ενδείξεων της θέσεως αυτών (ανοικτός ή κλειστός). ∆έον, επί πλέον, να υπάρχη εν τη περιπτώσει ταύτη και γενικός διακόπτης δι’ όλα τα σίδηρα σιδηρώµατος οµού.
Η χρήσις λυχνολαβών – ρευµατοδοτών δια την ζεύξιν σιδήρων σιδηρώµατος δέον να είναι όσον το δυνατόν περιωρισµένη. Οσάκις παρίσταται ανάγκη συχνής χρήσεως σιδήρου σιδηρώµατος, δέον να εγκαθίσταται σταθερά ή ανηρτηµένη λήψις ρεύµατος.
Η µεγίστη επιτρεποµένη τάσις δια µικράς φορητάς συσκευάς ισχύος κατωτέρας των 1500 βαττ είναι τα 250 βολτ.
Επεξήγησις: Ως µικραί φορηταί συσκευαί θεωρούνται οι βραστήρες, τα σίδηρα σιδηρώµατος, τα θερµαντικά προσκέφαλα, αι συσκευαί συγκολλήσεως ή επισηµάνσεως, ως και ανάλογοι βιοµηχανικαί συσκευαί χρησιµοποιούσαι τας θερµικάς ιδιότητας του ηλεκτρικού ρεύµατος.
Πάσα συσκευή θερµάνσεως ύδατος δέον να είναι εφωδιασµένη δια διακόπτου ή αυτοµάτου του οποίου ο χειρισµός να δύναται να εκτελεσθή και δια της χειρός, ή και δια λήψεως ρεύµατος επιτρεπούσης την επί πάντων των πόλων απόζευξιν. Εφ’ όσον ο διακόπτης δεν δύναται να τοποθετηθή προ του κυτίου διακλαδώσεως του κυκλώµατος ρυθµίσεως, τούτο δέον να σηµειωθή εν είδει προειδοποιήσεως επί του ρυθµιστού της θερµοκρασίας.
Επεξήγησις: εις αποζεύκτης δια συσκευήν θερµάνσεως ύδατος, ίνα πληροί τους ανωτέρω όρους, δέον να είναι ούτω πως κατεσκευασµένος ώστε να αποκλείηται η εξ αποστάσεως εκ νέου ζεύξις (µέσω πρεσσοστάτου, θερµοστάτου, κλπ.), άπαξ ούτος ήθελεν αποζευχθή δια της χειρός.
Οι αγωγοί του κυκλώµατος ρυθµίσεως δύνανται, εν περιπτώσει επισκευών, να αποβούν το αίτιον βραχυκυκλώσεως ή κινδύνου, εφ’ όσον το κυτίον διακλαδώσεως ήθελε τοποθετηθή προ του διακόπτου, ήθελε δε τις αρκεσθή εις την διακοπήν µέσω του διακόπτου, χωρίς συγχρόνως να φροντίση δια την επί πάντων των πόλων απόζευξιν του κυκλώµατος ρυθµίσεως.
1. Εις τας εγκαταστάσεις παραγωγής θερµού ύδατος ή ατµού, δέον να αποφεύγηται η παρεµβολή συντηκτικών εις τα βοηθητικά κυκλώµατα, οία τα των ηλεκτροµαγνητών αποζεύξεως, ηλεκτρονόµων, οπτικών ενδεικτικών οργάνων, κλπ. Εν η περιπτώσει, δια λόγους εκµεταλλεύσεως, τούτο καθίσταται αναγκαίον, πρέπει τα εν λόγω συντηκτικά να δύνανται να υφίστανται την συνεχή ροήν πολλαπλασίου ρεύµατος του κανονικού δια το βοηθητικόν κύκλωµα ρεύµατος και να µη αποβλέπουν ειµή εις την προστασίαν των οργάνων κατά της βραχυκυκλώσεως.
2. Πάντα τα υπό τάσιν γυµνά στοιχεία δέον να προφυλάσσωνται κατά της ακουσίας επαφής δι’ εγκλωβισµού ή καταλλήλου περιφράξεως αυτών.
Επεξήγησις: Οσάκις τα όργανα ζεύξεως δεν ευρίσκονται εν αµέσω γειτνιάσει προς τους λέβητας, θα ήτο σκόπιµον να εξετάζηται η παρά τους λέβητας τοποθέτησις ενδεικτικών σηµάτων της θέσεως λειτουργίας των διακοπτών. Προς τον σκοπόν τούτον δύνανται να χρησιµοποιηθούν αµπερόµετρα, ενδεικτικαί λυχνίαι, κλπ.
Αι εγκαταστάσεις ηλεκτρικών λεβήτων παραγωγής ατµού δέον να πληρούν επί πλέον και τους όρους τους σχετικούς µε τους ατµολέβητας και τα ατµοδοχεία.
Τα υπό τάσιν στοιχεία των ιατρικών συσκευών τα τροφοδοτούµενα υπό εγκαταστάσεων ισχυρών ρευµάτων, των οποίων η έναντι της γης τάσις υπερβαίνει τα 125 Βολτ, δέον, εφ’ όσον η µόνωσις αυτών είναι ανέφικτος, να διατάσσωνται κατά τρόπον καθιστώντα αυτά προσιτά µόνον από µεµονωµένων θέσεων. Τοιαύται συσκευαί δέον να χρησιµοποιώνται παρ’ ειδικών µόνον προσώπων.
Επεξήγησις: Το άρθρον 17 παρέχει πάσας τας απαιτουµένας πληροφορίας καθ’ ό,τι αφορά τας µεµονωµένας θέσεις. Εφ’ όσον το δάπεδον δεν παρουσιάζει επαρκή µόνωσιν, ανάλογον της χρησιµοποιουµένης τάσεως, τούτο δέον να εφοδιάζηται δια καταλλήλου µονωτικής επιστρώσεως επαρκούς εκτάσεως.
Προκειµένου περί συσκευών των οποίων ο χειρισµός εκτελείται υπό µη εµπείρων προσώπων, πάντα τα στοιχεία τα διαρρεόµενα υπό ισχυρών ρευµάτων δέον είτε να µονώνται είτε να προστατεύωνται καταλλήλως κατά τρόπον αποκλείοντα πάσαν ακουσίαν επαφήν. Εις εγκαταστάσεις υψηλής συχνότητος, επί παραδείγµατι, εις τας οποίας προστασία των υπό τάσιν στοιχείων κατά της ακουσίας επαφής δεν ήθελε καταστή δυνατή, ο χειρισµός των συσκευών δέον να εκτελήται µόνον παρ’ επαγγελµατιών ή προσώπων επαρκώς εκπαιδευθέντων.
1. Γενικώς η απ’ ευθείας ζεύξις των αθυρµάτων προς τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις απαγορεύεται. Εξαιρέσει των θερµικών αθυρµάτων, ταύτα δέον να λειτουργούν υπό τάσιν µέχρι 36 βολτ το πολύ.
2. Τα θερµικά αθύρµατα ισχυράς κατασκευής δύνανται να ζευχθούν απ’ ευθείας προς εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις τάσεως µέχρι 250 βολτ, εάν και εφ’ όσον έχη προηγηθή κατάλληλος δοκιµή των υλικών αυτών, εκ της οποίας να έχη προκύψη ότι ταύτα πληρούν τους απαιτουµένους όρους.
3. Τα αθύρµατα δύναται να τροφοδοτηθούν µέσω µετασχηµατιστών µικράς ισχύος των οποίων η δευτερεύουσα τάσις εν κενώ να µη υπερβαίνη τα 36 βολτ, και υπό τον όρον όπως οι µετασχηµατισταί ούτοι είναι εγκεκριµένου τύπου καθ’ ό,τι αφορά την τυχαίαν επαφήν.
Επεξήγησις: Η άµεσος ζεύξις των αθυρµάτων προς τας εσωτερικάς ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις δύναται, προκειµένου περί ευαρίθµων τύπων παιγνιδίων συνήθους κατασεκυής, να παρουσιάση πραγµατικόν κίνδυνον δια τα παιδία ιδίως εντός χώρων των οποίων το δάπεδον δεν είναι µονωτικόν. Ως εκ τούτου, η τροφοδότησις των αθυρµάτων δέον, κατά το δυνατόν, να λαµβάνη χώραν µέσω στοιχείων, συσσωρευτών ή ανορθωτών τροφοδοτουµένων παρά µετασχηµατιστών µετά κεχωρισµένων τυλιγµάτων, µετασχηµατιστών µικράς ισχύος, κλπ. ∆οθείσης της µεγάλης εντάσεως ρεύµατος, ήτις ήθελεν απαιτηθή δια την τροφοδότησιν των θερµικών αθυρµάτων, οίον τα µαγειρεία, παιδικά σίδηρα σιδηρώµατος, κλπ., υπό την ηλαττωµένην τάσιν των 36 βολτ, παρέστη ανάγκη εξαιρέσεως προς περιορισµόν ταύτης.
Η προβλεποµένη δοκιµή των θερµικών αθυρµάτων δια την άµεσον αυτών ζεύξιν επί των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, δεν αφορά µόνον την ποιότητα της µονώσεως και το απρόσιτον των υπό τάσιν στοιχείων, αλλ’ επίσης και την ανθεκτικήν κατασκευήν ήτις δέον να αποκλείη την εξάρµωσιν των διαφόρων τµηµάτων µέσω εργαλείων δυναµένων να χρησιµοποιηθούν παρά των παιδίων (κοχλιοστροφίων, λαβίδων, κλπ.). Επί πλέον τα αθύρµατα ταύτα δια τάσεις υπερβαινούσας τα 36 βολτ δέον να πωλώνται συνοδευόµενα από οδηγίας χρήσεως εφιστώσας την προσοχήν επί του γενόντος ότι αθύρµατα τροφοδοτούµενα µέσω ρευµατοδότου και ρευµατολήπτου στερουµένων επαφών γειώσεως εντός χώρων µετά µονωτικού δαπέδου, δέον να τοποθετώνται µακράν αντικειµένων αγωγίµως συνδεοµένων µετά της γης, ως επί παραδείγµατι εγκαταστάσεων κεντρικής θερµάνσεως, αγωγών γειώσεως των ραδιοφώνων, κλπ. Εν η περιπτώσει ήθελε καταστή αναγκαία, συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 17, η γείωσις θερµικού αθύρµατος, τούτο δεν δύναται να τροφοδοτηθή παρά µόνον µέσω ρευµατοδότου και ρευµατολήπτου φερόντων επαφάς γειώσεως και αγωγόν γειώσεως.
∆ια του όρου «µηχανή» εννοούµεν τους στρεφοµένους µετατροπείς ή οµάδας µετατροπής, τους κινητήρας, τας µηχανάς οικιακής χρήσεως, ως και τας γεννητρίας δια τάσεις παραδεκτάς δι’ εσωτερικάς εγκαταστάσεις, εφ’ όσον δεν τροφοδοτούν δηµόσιον δίκτυον.
Επεξήγησις: Το παρόν κεφάλαιον περιλαµβάνει µόνον τας διεπούσας τας εσωτερικάς εγκαταστάσεις διατάξεις.
1. Αι γεννήτριαι και τα εξαρτήµατα αυτών δέον, κατά το δυνατόν, να εγκαθίστανται εις ειδικά διαµερίσµατα. Ωσάκις τούτο δεν συµβαίνει αύται δέον τουλάχιστον να περιφράσσωνται δια κιγκλιδώµατος.
2. Εγκαταστάσεις παραγωγής µη τελούσαι υπό επιτήρησιν δέον να είναι εφωδιασµέναι δι’ αυτοµάτου διατάξεως ρυθµίσεως, δρώσης είτε επί του κινητήρος είτε επί της γεννητρίας, εις τρόπον ώστε να αποκλείηται πάσα επικίνδυνος µεταβολή της τάσεως ή της εντάσεως.
3. Πάσα γεννήτρια δέον να είναι εφωδιασµένη δια διατάξεως εξασφαλιζούσης την επί πάντων των πόλων απόζευξιν και την προστασίαν εκάστου πόλου έναντι υπερφορτίσεως. Οσάκις ο διακόπτης γεννητρίας διακόπτει συν τοις άλλοις αγωγοίς και µονίµως γειωµένον ουδέτερον, δεν είναι ανάγκη όπως ο τελευταίος ούτος εφοδιασθή δι’ ειδικής διατάξεως αποσυνδέσεως.
1. Οι µονίµως εγκατεστηµένοι κινητήρες δέον να είναι διατεταγµένοι κατά τρόπον αποκλείοντα πάσαν τυχαίαν επαφήν προς τα στρεφόµενα αυτών τµήµατα.
2. Τα όργανα ζεύξεως και εκκινήσεως δέον να κατασκευάζωνται και εγκαθίστανται κατά τρόπον ώστε ο χειρισµός αυτών να είναι ακίνδυνος.
Επεξήγησις: Οσάκις εγκατάστασις κινητήρος δεν πληροί την διάταξιν της παραγρ. 1 είναι αρκετόν να τοποθετηθή προ ή περί τον κινητήρα φράκτης ή προφυλακτήρ ο οποίος πάντως δεν θα εµποδίζη την ευχερή αυτού επιτήρησιν και συντήρησιν.
1. Οι εγκιβωτισµένοι διακόπται δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 48.
2. Τα χαρακτηριστικά παντός εγκιβωτισµένου διακόπτου ή αυτοµάτου µεγίστου δέον να είναι τοιαύτα ώστε ούτος να προστατεύηται πλήρως παρά της ασφαλείας της τροφοδοτικής αυτού γραµµής.
Επεξήγησις: Ο εγκατεστηµένος διακόπτης δεν προστατεύεται παρά των εν τω κιβωτίω εγκατεστηµένων µετ’ αυτόν συντηκτικών, αλλά µόνον παρά των συντηκτικών της τροφοδοτούσης αυτόν γραµµής. ∆ια τον λόγον τούτον, οσάκις η ονοµαστική έντασις των τελευταίων υπερβαίνει την ικανότητα του διακόπτου, µία βλάβη του τελευταίου δύναται να δώση γένεσιν εις διατηρούµενον τόξον, ικανόν να προκαλέση την έκρηξιν του κιβωτίου. ∆ια τον λόγον τούτον δεν επιτρέπεται η ζεύξις υπερβολικού αριθµού κινητήρων επί της αυτής δευτερευούσης γραµµής. Παντός εγκιβωτισµένου διακόπτου ή αυτοµάτου δέον να προτάσσηται συντηκτικόν ονοµαστικής εντάσεως το πολύ ίσης προς το τριπλάσιον της εντάσεως ήτις προώρισται να διαρρέη συνεχώς ή να διακόπτηται παρά του διακόπτου. Καθ’ ό,τι αφορά τους αυτοµάτους υπερφορτίσεως κινητήρων, ούτοι δέον να είναι εγκεκριµένου τύπου.
Το τµήµα της γραµµής, το περιλαµβανόµενον µεταξύ ενός αυτοµάτου κινητήρος και των προτασσοµένων τούτου ασφαλειών, υπόκειται εις τους αυτούς όρους προς το τµήµα γραµµής προσαγωγής προς αυτόµατον εγκαταστάσεως (βλέπε άρθρον 51).
1. Τα κιβώτια χειρισµού τα περικλείοντα ασφαλείας δέον να είναι εφωδιασµένα δια µανδαλουµένων θυρίδων ή καλυµµάτων, των οποίων το άνοιγµα να µη είναι δυνατόν ειµή µόνον όταν ο διακόπτης είναι ανοικτός (αποζευγµένος). Το µέτρον τούτο περιττεύει µόνον οσάκις η εσωτερική διάταξις του κιβωτίου εµποδίζει αφ’ εαυτής την ακουσίαν επαφήν προς τα υπό τάσιν στοιχεία.
2. Τα κιβώτια χειρισµού δέον να είναι µεταλλικά ή εξ οιασδήποτε άλλης λίαν ανθεκτικής ουσίας. Ταύτα δέον να µη παρουσιάζουν σχισµάς δια την διέλευσιν της χειρολαβής. Αι χειρολαβαί δέον να είναι εκ µονωτικής ουσίας.
∆ια κινητήρας ισχύος 0,736 χιλιοβάττ και άνω, εξαιρέσει των φορητών κινητήρων των χειριζοµένων δια της χειρός, επιβάλλεται η χρήσις αυτοµάτων υπερφορτίσεως (αυτόµατοι µεγίστου) διακοπής επί πάντων των πόλων. Οι αυτόµατοι ούτοι δέον να επιλέγωνται και ρυθµίζωνται βάσει της ονοµαστικής εντάσεως του κινητήρος, λαµβανοµένου υπ’ όψιν του τρόπου συνδεσµολογίας αυτών εντός των κατ’ αστέρα – τρίγωνον διακοπτών.
Επεξήγησις: ∆οθέντος ότι οι κινητήρες δεν δύνανται να προστατευθούν µέσω ασφαλειών έναντι απαραδέκτου θερµάνσεως, δέον, προς τον σκοπόν τούτον, να χρησιµοποιώνται αυτόµατοι διακόπται προστασίας, εξαιρέσει ειδικών τινών περιπτώσεων, ως επί παραδείγµατι προκειµένου περί κινητήρων µετ’ εναλλακτικών πόλων (βηµατιστικοί κινητήρες ήε παναλήπται, κλπ.) κινητήρων µακράς διαρκείας εκκινήσεως (χειρισµοί φυγοκεντρικών εγκαταστάσεων), κινητήρων ασυνεχούς λειτουργίας ή µετά πεδήσεως δι’ αντιστροφής του ρεύµατος. Η Ηλεκτρική Εταιρία ∆ιανοµής δύναται επί πλέον να επιτρέψη και άλλας παρεκκλίσεις εις την περίπτωσιν καθ’ ην η χρήσις αυτοµάτων υπερφορτίσεως κινητήρων συναντά µεγάλας δυσκολίας. Εις τας περιπτώσεις ταύτας είναι δυνατή η χρήσις διακοπτών άνευ αυτοµάτου διακόπτου µεγίστου, αλλά µετ’ ενσωµατωµένων ή κεχωρισµένων ασφαλειών. Αι ασφαλείαι δύνανται να γεφυρώνται κατά την θέσιν εκκινήσεως του διακόπτου, υπό τον όρον όπως ούτος µη δύναται να παραµείνη εις την θέσιν ταύτην ή εφ’ όσον αι προτασσόµεναι του διακόπτου ασφάλειαι προστατεύουν επαρκώς την γραµµήν προσαγωγής εις τον κινητήρα. Οι διακόπται κατ’ αστέρα-τρίγωνον µετ’ ενδιαµέσου θέσεως δια την συνδεσµολογίαν κατ’ αστέρα, υπάγονται εις τας διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 2.
Μεταξύ των φορητών κινητήρων χειρισµού δια της χειρός περιλαµβάνονται και αι φορηταί διατρητικαί µηχανία, οι πρίονες, αι µύλαι, αι λειαντικαί µηχαναί, κλπ.
Κατά την θέσιν εν λειτουργία δέον να ελέγχηται και η κανονική λειτουργία των αυτοµάτων υπερφορτίσεως των κινητήρων δια της διακοπής µιας των φάσεων του κινητήρος καθ’ ον χρόνον ούτος λειτουργεί υπό φορτίον.
1. Η εγκατάστασις, συντήρησις και χρησιµοποίησις κινητήρος δέον να είναι τοιαύτη ώστε ενδεχοµένη ανάφλεξις τµηµάτων αυτού να µη δύναται να µεταδοθή προς τα γειτνιάζοντα σώµατα.
2. Κινητήρες εγκατεστηµένοι εντός χώρων υποκειµένων εις κινδύνους πυρκαϊάς, ων ο χειρισµός εκτελείται εξ αποστάσεως ή αυτοµάτως, δέον να είναι εφωδιασµένοι δια προστατευτικής διατάξεως εµποδιζούσης πάσαν επικίνδυνον αύξησιν της εντάσεως του ρεύµατος εντός των τυλιγµάτων αυτών.
3. Κατά γενικόν κανόνα, δια τους κινητήρας ων ο χειρισµός εκτελείται εξ αποστάσεως ή αυτοµάτως, δέον να είναι δυνατή η ανά πάσαν στιγµήν κράτησις αυτών, είτε µέσω διακόπτου χειρός παρεµβαλλοµένου εις την γραµµήν εγγύς του κινητήρος, είτε µέσω ειδικής διατάξεως διακοπτούσης επί πάντων των πόλων το κύκλωµα χειρισµού του διακόπτου της εξ αποστάσεως ή αυτοµάτου λειτουργίας του κινητήρος. Ο διακόπτης ούτος χειρός ή και η ειδική αύτη διάταξις αποζεύξεως δεν είναι απαραίτητος οσάκις αποκλείεται η ακουσία επαφή προς τα στρεφόµενα µέρη της κινητήρος. Εν πάση περιπτώσεικατάλληλος προειδοποιητική πινακίς δέον να τοποθετηθή πλησιέστατα προς τον κινητήρα και λίαν εµφανώς, εφιστώσα την προσοχήν επί του ειδικού τρόπου εκκινήσεως αυτού.
4. Η διάταξις ζεύξεως παντός κινητήρος του οποίου ο χειρισµός εκτελείται εξ αποστάσεως ή αυτοµάτως δέον να είναι ούτω πως σχεδιασµένη, ώστε, οσάκις ο κινητήρ αποζεύγνυται µέσω της τοιαύτης διατάξεως, πάντα τα πηνία αµέσου χειρισµού του κινητήρος να αποζευγνύωνται επίσης εκ του δικτύου.
Εάν, δια τας ανάγκας της υπηρεσίας, πολλοί κινητήρες µε ίδιον (ανεξάρτητον) εξ αποστάσεως ή αυτόµατον χειρισµόν δέον να συνδεθούν προς κοινούς πλοηγούς αγωγούς ή προς κοινά βοηθητικά κυκλώµατα, δέον να εγκαθίσταται και κεντρικός διακόπτης ή ετέρα διάταξις αποζεύξεως επιτρέπουσα την απόζευξιν ουχί µόνον των γραµµών προσαγωγής εις τους κινητήρας αλλά και των βοηθητικών κυκλωµάτων αµέσου χειρισµού των κινητήρων.
Επεξήγησις: ∆ια την πλήρωσιν των εν παραγρ. 1 όρων δέον να λαµβάνωνται αι κάτωθι προφυλάξεις: Να µη τοποθετώνται καύσιµα υλικά εις την περιοχήν των κινητήρων. Να καθαρίζηται τακτικά και επιµελώς πας κινητήρ επί ή εντός του οποίου επικάθηνται εύφλεκτοι ουσίαι. Να αποφεύγηται όσον το δυνατόν η εγκατάστασις κινητήρος αµέσως υπό τα καύσιµα τµήµατα της οικοδοµής (ξυλίνη οροφή, ξυλοδοκοί, κλπ.). Εφ’ όσον η απόστασις µεταξύ των τµηµάτων τούτων της οικοδοµής και του σώµατος του κινητήρος είναι µικροτέρα του 0,5µ. δια κινητήρας µέχρις 1 χιλιοβάττ, ή µικροτέρα του 1 µ. δια κινητήρας µεγαλυτέρους του 1 χιλιοβάττ, τα τµήµατα ταύτα δέον να επενδύωνται δι’ αλεξιπύρου και δυσθερµαγωγού επενδύσεως εκ γυψοσανίδων, ελασµάτων µετά διακένων αέρος, κλπ. Ξυλίνη επικάλυψις των κινητήρων δεν είναι παραδεκτή ειµή µόνον εφ’ όσον το κτίριον δεν θα υπέκειτο εις ουδένα κίνδυνον εν περιπτώσει αναφλέξεως της επικαλύψεως ταύτης. Τα κιβώτια επικαλύψεως των κινητήρων τα µη αποκλειστικώς συνιστάµενα εξ ακαύστων υλών δέον να εφοδιάζωνται άνωθεν και κάτωθεν δι’ οπών αερισµού εξασφαλιζουσών την επαρκή ανανέωσιν του αέρος προς αποφυγήν οιασδήποτε απαραδέκτου θερµάνσεως του κιβωτίου. Οσάκις µικροί κινητήρες είναι εγκατεστηµένοι εντός κιβωτίων εκ καυσίµου ύλης (µεγάλα µουσικά όργανα, ωρολόγια, ψυγεία κλπ.), τα κιβώτια ταύτα δέον να επενδύωνται δι’ αλεξιπύρου ουσίας και να εφοδιάζωνται δι’ οπών αερισµού.
Προς πλήρωσιν των διατάξεων της παραγρ. 2, δέον, επί πλέον της κεντρικής ασφαλείας ή των ασφαλειών οµάδος, να τοποθετώνται και αυτόµατοι υπερφορτίσεως κινητήρων κατά τας διατάξεις του άρθρου 109. Εν ανάγκη, οι αυτόµατοι ούτοι δύνανται να εφοδιασθούν και δια συµπληρωµατικής διατάξεως αυτοµάτου αποζεύξεως εν περιπτώσει πτώσεως της τάσεως (αυτόµατοι υποτάσεως) ή της ταχύτητος κάτω ωρισµένου ορίου.
Αι διατάξεις της παραγρ. 3 αφορούν ωσαύτως και τους κινητήρας τους µη ορατούς εκ της θέσεως εις την οποίαν είναι εγκατεστηµένος ο διακόπτης, ή των οποίων η λειτουργία δεν δύναται να παρακολουθηθή εµµέσως ή µέσω οιουδήποτε κινουµένου οργάνου. Αι εγκαταστάσεις ανελκυστήρων διέπονται υπό των διατάξεων του κεφαλαίου ΧΙ των παρόντων Κανονισµών.
∆ια του όρου «βοηθητικά κυκλώµατα αµέσου χειρισµού των κινητήρων», υπό την έννοιαν της παραγρ. 4, εννοούµεν, επί παραδείγµατι, τα πηνία των ηλεκτρονόµων ή των ηλεκτροµαγνητών. Η εν λειτουργία απόζευξις των βοηθητικών τούτων κυκλωµάτων δύναται να είναι και µονοπολική οσάκις η όλη διάταξις δύναται να τεθή εκτός τάσεως ή οσάκις ο διακόπτης δια τον εξ αποστάσεως χειρισµόν ή ο αυτοµάτως λειτουργών διακόπτης είναι εφωδιασµένος δια διατάξεως αποζεύξεως συµφώνου προς τας διατάξεις της παραγρ. 3, επιτρεπούσης την επί πάντων των πόλων διακοπήν του πλοηγού κυκλώµατος. Προκειµένου περί µικρών εγκαταστάσεων κινητήρων, ο κεντρικός διακόπτης ή η διάταξις αποζεύξεως του πλοηγού κυκλώµατος δύναται κατ’ εξαίρεσιν να αντικατασταθή υπό οµάδος ασφαλειών επί πάντων των πόλων, χρησιµευούσης ως διατάξεως αποζεύξεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην µία λίαν εµφανώς εγκατεστηµένη ειδοποίησις θα εφιστά την προσοχήν επί του γεγονότος ότι η εγκατάστασις δεν δύναται να αποζευχθή επί πάντων των πόλων ε µη δια της αφαιρέσεως όλων των συντηκτικών.
Η τροφοδότησις των φορητών ή επί αµαξιδίων εγκατεστηµένων κινητήρων δέον να επιτελήται µέσω ισχυροτάτης σειρίδος άνευ οιουδήποτε οπλισµού. Εν περιπτώσει προσφυγής εις γείωσιν προστασίας, η σειρίς αύτη δέον να περικλείη πρόσθετον αγωγόν γειώσεως της βάσεως του κινητήρος, διατοµής ίσης προς την των λοιπών αγωγών. Ο αγωγός ούτος γειώσεως δέον να είναι εφωδιασµένος
δια κιτρίνης επενδύσεως επιτρεπούσης την εύκολον αναγνώρισιν.
Επεξήγησις: Η ζεύξις των κινητήρων τούτων επί των σταθερών γραµµών διέπεται υπό των διατάξεων του άρθρου 71.
Αι γραµµαί προσαγωγής εις τους φορητούς ή επί αµαξιδίων κινητήρας τους χρησιµοποιουµένους εις την βιοτεχνίαν ή γεωργίαν δέον να απαρτίζωνται εξ ενισχυµένων σειρίδων (Εδι) ή (Εδε) συσκευών, ενώ προκειµένου περί µικρών συσκευών µετά κινητήρος, οίον τα ηλεκτρικά εργαλεία χειρός, κλπ., δύνανται να απαρτίζωνται εκ σειρίδων µετά διπλού µονωτικού περιβλήµατος (Εδ).
Ο αγωγός γειώσεως δύναται να καταστή αναγνωρίσιµος δια του κιτρίνου χρωµατισµού της ελαστικής αυτού επενδύσεως ή ακόµη και δια κιτρίνης ταινίας περιβαλλούσης την επένδυσιν ταύτην.
1. Η γραµµή προσαγωγής των ανυψωτικών µηχανηµάτων δέον να είναι αποζεύξιµος επί πάντων των πόλων, από θέσεως καταλλήλου και ευκόλως προσιτής εις άτοµον ιστάµενον επί του εδάφους. Ο προς τον σκοπόν τούτον χρησιµοποιούµενος διακόπτης δέον να επισηµαίνηται ευκρινώς δια καταλλήλου επιγραφής.
2. Οι αγωγοί επαφής (αγωγός επαφής τροχίλου) δέον να διατάσσωνται κατά τρόπον αποκλείοντα την άµεσον επαφήν εκ των θαλάµων χειρισµού ή εκ των κλιµάκων.
3. Οι προσιτοί αγωγοί επαφής οι εγκατεστηµένοι εις συχναζοµένας περιοχάς δέον να προστατεύωνται δια καλυµµάτων και να επισύρουν την προσοχήν δια καταλλήλων πινακίδων.
4. Εις τας αλύσεις χειρισµού των διακοπτών των κινητήρων δέον να παρεµβάλλωνται µονωτικά τεµάχια.
5. Οσάκις ανυψωτική µηχανή είναι εγκατεστηµένη εις µέρος ένθα είναι πιθανή η κατά την διάρκειαν των διακοπών λειτουργίας επικάλυψις των σιδηροτροχιών δια στρώµατος µονωτικής ουσίας, ως και οσάκις το άγκιστρον ή αι αλύσεις χειρισµού του µηχανήµατος συνδέονται µεταλλικώς προς το φορείον αυτού δύνανται δε να δράττωνται από του εδάφους, δέον να εξασφαλίζηται η ανά πάσαν στιγµήν καλή επαφή µεταξύ των κινητών τµηµάτων και των σιδηροτροχιών. Του κανόντος τούτου εξαιρούνται µόνον τα ανυψωτικά µηχανήµατα των οποίων οι κινητήρες τροφοδοτούνται υπό τάσιν µη υπερβαίνουσαν τα 36 βολτ έναντι της γης.
Επεξήγησις: Αι διατάξεις της παραγρ. 5 αφορούν όλως ιδιαιτέρως τα ανυψωτικά µηχανήµατα τα χρησιµοποιούµενα εις χυτήρια, εργοστάσια χαρτοποιίας, κλπ., ένθα χαλαζούχος άµµος ή ετέρα µονωτική κόνις δύναται να εναποτεθή επί των σιδηροτροχιών. Μεταξύ των µέτρων άτινα δύνανται να ληφθούν επί τω σκοπώ βελτιώσεως της αγωγιµότητος µεταξύ του κινητού φορείου και των σιδηροτροχιών, αναφέροµεν τα ακόλουθα: την εγκατάστασιν ειδικού αγωγού επαφής δια την γείωσιν του φορείου, την εγκατάστασιν µεταλλικών ψηκτρών επαφής προς τας σιδηροτροχιάς προ των τροχών, τον καθαρισµόν των σιδηροτροχιών προ πάσης ζεύξεως κατά την επανάληψιν εργασίας.
Εις τας σχετικάς µε την χρήσιν των µηχανηµάτων τούτων οδηγίας συντρέχει λόγος να επιµείνωµεν όλως ιδιαιτέρως επί της ανάγκης του καθαρισµού ούτου των σιδηροτροχιών, εκτός εάν η καλή συντήρησις της αγωγίµου επαφής µεταξύ φορείου και σιδηροτροχιών εξασφαλίζηται κατ’ άλλον τρόπον.
1. Φορηταί ηλεκτρικαί µηχαναί οικιακής χρήσεως δια τάσεις υπερβαινούσας τα 250 βολτ απαγορεύονται.
2. Φορηταί µηχαναί, αι οποίαι ενδέχεται να χρησιµοποιηθούν άνωθεν µη µονωτικού δαπέδου, δέον να εφοδιάζωνται, κατά το δυνατόν, δια µονωτικών χειρολαβών ή επικαλύψεων. Εφ’ όσον η τοιαύτη µόνωσις ή επικάλυψις δεν παρέχεται, υπάρχουν δε µεταλλικά τµήµατα δραττόµενα κατά την χρήσιν των µηχανών, δυνάµενα δε να ευρεθούν υπό τάσιν εις περίπτωσιν βλάβης της µονώσεως, η κατά το άρθρον 17 γείωσις είναι υποχρεωτική.
3. Εις σταθεράς µηχανάς επιτρέπεται η χρήσις υψηλοτέρων τάσεων υπό τον όρον όπως η εγκατάστασις εκτελεσθή κατά τρόπον κατάλληλον δια την τάσιν ταύτην.
Επεξήγησις: Μεταξύ των φορητών µηχανών οικιακής χρήσεως της παραγρ. 1 περιλαµβάνονται και οι απορροφητήρες κόνεως, ραπτοµηχαναί, µηχαναί προετοιµασίας χορταρικών, µικροί κινητήρες οικιακής χρήσεως, κλπ.
1. Οι µετασχηµατισταί οι αποτελούντες τµήµα µιας εσωτερικής εγκαταστάσεως δέον να εγκαθίστανται κατά τρόπον προφυλάσσονται αυτούς από το πυρ, µη εκθέτοντα εις κίνδυνον τα πρόσωπα και αποκλείοντα την µετάδοσιν πυρκαϊάς εις το περιβάλλον, εις περίπτωσιν βλάβης αυτών.
2. Τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα τυλίγµατα αυτών δέον να είναι απολύτως κεχωρισµένα κατά τας ακολούθους τρεις περιπτώσεις:
α) Κατά τον υποβιβασµόν της τάσεως, από χαµηλής εις υποβιβασθείσαν, δια την τροφοδότησιν εγκαταστάσεων ασθενών ρευµάτων.
β) Κατά τον υποβιβασµόν της τάσεως, από χαµηλής εις υποβιβασθείσαν, εις εγκαταστάσεις ισχυρών ρευµάτων (µετασχηµατισταί προστασίας).
γ) ∆ια την τροφοδότησιν ηλεκτρικών αθυρµάτων και συσκευών µη εφωδιασµένων δια διατάξεων επαρκούς προστασίας των υπό τάσιν στοιχείων των έναντι τυχαίων επαφών.
3. Αυτοµετασχηµατισταί επιτρέπονται µόνον εφ’ όσον η εν κενώ πρωτεύουσα ή δευτερεύουσα τάσις δεν υπερβαίνει τα 50 βολτ, ή εφ’ όσον αµφότεραι αι τάσεις υπερβαίνουν τα 50 βολτ. Εις την δευτέραν περίπτωσιν η χαµηλή τάσις του αυτοµετασχηµατιστού δεν δύναται να είναι κατωτέρα της υψηλής αυτού τάσεως πλέον του 25% ειµή µόνον εάν αµφότεραι η πρωτεύουσα τάσις και η δευτερεύουσα δεν υπερβαίνουν τα 250 βολτ έναντι της γης.
4. Το ουδέτερον σηµείον των πολυφασικών αυτοµετασχηµατιστών των συνδεσµολογηµένων κατ’ αστέρα ή τεθλασµένον αστέρα (ζιγκ-ζαγκ) δέον να είναι προσιτόν εκ των έξω καθ’ ον τρόπον ακριβώς προκειµένου περί των κυρίων ακροδεκτών. Προκειµένου περί αυτοµετασχηµατιστών εζευγµένων επί δικτύων µετά πλειόνων αωγών ή επί πολυφασικών δικτύων, ο κοινός ακροδέκτης του τυλίγµατος υψηλής και χαµηλής (µονφασική ζεύξις), ή το ουδέτερον σηµείον του συστήµατος περιελίξεων του µετασχηµατιστού (ζεύξις δια πλειόνων αγωγών ή πολυφασική), δέον να συνδέηται προς τον ουδέτερον του δικτύου. Ο κοινός αυτός ακροδέκτης ή το ουδέτερον σηµείον του µετασχηµατιστού δέον να επισηµαίνεται δια του αριθµού 0.
5. Το δευτερεύον τύλιγµα του µετασχηµατιστού προστασίας δεν δύναται να συνδεθή ηλεκτρικώς ούτε προς τον πυρήνα ούτε προς το περίβληµα αυτού. Οσάκις το πρωτεύον είναι εζευγµένον επί κανονικώς γειωµένου δικτύου, το δευτερεύον δέον να µη γειούται.
6. Αι χειρολαβαί των φορητών µετασχηµατιστών δέον να συνίστανται εκ στερεάς µονωτικής ουσίας ή να µονώνται ασφαλώς έναντι των µεταλλικών τµηµάτων άτινα εις περίπτωσιν βλάβης της µονώσεως ενδέχεται να ευρεθούν υπό τάσιν. Αύται δέον επί πλέον να κατασκευάζωνται και να τοποθετώνται κατά τρόπον ώστε κατά την κανονικήν δράξιν αυτών, η πιθανότης επαφής προς τα µεταλλικά τµήµατα του µετασχηµατιστού να περιορίζηται εις το ελάχιστον. Μικροί φορητοί µετασχηµατισταί υπαγόµενοι εις την κατηγορίαν (3) της παραγρ. 2, οι οποίοι προβλέπεται να χρησιµοποιηθούν παρά βιοτεχνών είτε και εντός υγρών ή βεβρεγµένων χώρων, δέον να εφοδιάζωνται είτε δια µονωτικού περιβλήµατος είτε δια µονωτικών χειρολαβών.
Επεξήγησις: Μετασχηµατισταί αποτελούντες τµήµα εσωτερικής εγκαταστάσεως δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 4.
Οσάκις µετασχηµατισταί πρόκειται να εγκατασταθούν επί ξυλίνου τοιχώµατος, τούτο δέον να επενδυθή δια πλακός εξ ακαύστου ουσίας επαρκούς πάχους και άνευ ενώσεων, εκτεινοµένης πέραν των µετασχηµατιστών και καθ’ όλας τας πλευράς κατά 5 εκ. τουλάχιστον. Αι προσαγωγαί και αναχωρήσεις των γραµµών δέον να καταλήγουν έµπροσθεν (άνωθεν) της ακαύστου πλακός. Οι µετασχηµατισταί δέον να εγκαθίστανται κατά τρόπον ώστε να αφίηται διάκενον 1 εκ. τουλάχιστον µεταξύ της επιφανείας στηρίξεως και του σώµατος αυτών (ή της δάσεως αυτών). Η τοιαύτη απόστασις θέλει επιτευχθή µέσω υποστηριγµάτων, εκτός εάν η κατασκευή του µετασχηµατιστού λαµβάνει τούτο υπ’ όψιν (δια της υπάρξεως στηριγµάτων επαρκούς ύψους).
Τα βοηθητικά εξαρτήµατα λυχνιών φθορισµού, τα εγκατεστηµένα επί ή εντός ξυλίνων υποδοχών, δέον να πληρούν τους ακολούθους όρους: άκαυστος πλαξ πάχους 2 χιλ. τουλάχιστον δέον να τοποθετήται µεταξύ ξύλου και εξαρτήµατος, επί πλέον δέον να αφίεται διάκενον 1 εκ. τουλάχιστον µεταξύ της πλακός ταύτης και του εξαρτήµατος. Η διάταξις αυτή δηλ. εφαρµόζεται επί εξαρτηµάτων µετ’ εγκεκριµένης θερµικής διατάξεως αποζεύξεως, των οργάνων τούτων δυναµένων να εγκατασταθούν επί ή εντός των ξυλίνων υποδοχών.
∆ια του όρου «Μετασχηµατισταί Προστασίας» της παραγρ. 2 (β) εννοούµεν µετασχηµατιστάς υποβιβασµού της τάσεως µέχρι τιµής µη υπερβαινούσης τα 50 βολτ, προς χρήσιν εις χώρους όπου η άµεσος χρήσις υψηλοτέρας τάσεως θα ήτο επικίνδυνος. Τοιούτοι µετασχηµατισταί χρησιµοποιούνται επί παραδείγµατι δια την τροφοδότησιν φορητών συσκευών καταναλώσεως. Οι µετασχηµατισταί τροφοδοτήσεως συσκευών καταναλώσεως στερουµένων επαρκούς προστασίας έναντι τυχαίων επαφών, π.χ. συσκευών προβολής, εργαλείων συγκολλήσεως, κλπ., δεν δύνανται να είναι µετά µοναδικού τυλίγµατος ειµή µόνον εάν αµφότεραι αι τάσεις, πρωτεύουσα και δευτερεύουσα, δεν υπερβαίνουν τα 50 βολτ. Μικροί φορητοί µετασχηµατισταί µε δευτερεύουσαν τάσιν υπερβαίνουσαν τα 1000 βολτ (κατηγορίαι Ηα και Ηβ του άρθρου 118) δέον να µη τροφοδοτώνται υπό τάσεων υπερβαινουσών τα 250 βολτ, ουδέ να ζευγνύηνται επί δικτύων των οποίων η έναντι της γης τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ.
Μετασχηµατισταί προσιτοί και εις µη αρµόδια πρόσωπα δέον να προστατεύωνται κατά τοιούτον τρόπον ώστε και τα τυλίγµατα αυτών και οι ακροδέκται αυτών να µη υπόκεινται εις επαφήν άνευ της χρήσεως ειδικών οργάνων.
Επεξήγησις: Οι πλήρως προησπισµένοι µετασχηµατισταί, των οποίων οι ακροδέκται καλύπτονται δεν έχουσιν ανάγκην ετέρου προστατευτικού περιβλήµατος.
1. Οι µετασχηµατισταί ανυψώσεως τάσεως δέον απαραιτήτως να είναι εγκεκλεισµένοι εντός ερµαρίων ή ειδικών δια τούτους χώρων, µετά θυρών των οποίων το άνοιγµα να προκαλή αναποτρέπτως την διακοπήν του πρωτεύοντος κυκλώµατος.
2. Εις παν δίκτυον, εις το οποίον εφαρµόζεται η γείωσις επί του ουδετέρου και του οποίου εις πόλος του κυκλώµατος υψηλής τάσεως είναι συνδεδεµένος προς τα προσιτά µεταλλικά τµήµατα των κιβωτίων των µετασχηµατιστών, τα µεταλλικά ταύτα τµήµατα δέον να συνδέωνται επιµελώς µετά του ουδετέρου, ο οποίος δέον επί πλέον να γειωθή επί της σωληνώσεως υδρεύσεως κατά το σηµείον εισαγωγής αυτής εντός της οικοδοµής. Η σύνδεσις, ως και η εγκατάστασις του ουδετέρου αγωγού δέον να πληροί τους όρους του άρθρου 21. Εφ’ όσον η ισχύς τροφοδοτήσεως του µετασχηµατιστού δεν υπερβαίνει τα 2000 βαττ, είναι αρκετόν όπως η σύνδεσις του ουδετέρου προς την σωλήνωσιν ύδατος εκτελήται µέσω χαλκίνου αγωγού διατοµής ίσης προς την των ενεργών αγωγών προσαγωγής εις τον µετασχηµατιστήν, εν πάση δε περιπτώσει ουχί µικροτέρας των 6 τετρ. χιλ. Εις περίπτωσιν
φορητών µετασχηµατιστών, η γείωσις επί του ουδετέρου δέον να εκτελήται µέσω ρευµατοδότου µετ’ επαφής γειώσεως. Οσάκις η ισχύς τροφοδοτήσεως υπερβαίνει τα 2000 βαττ, ο ουδέτερος αγωγός, ως και ο αγωγός γειώσεως τούτου επί της σωληνώσεως ύδατος δέον, καθ’ όλον αυτών το µήκος, να κέκτηνται διατοµήν τουλάχιστον 16 τετρ. χιλ. χαλκού. Αι γραµµαί αύται γειώσεως δέον να συγκροτώνται και εγκαθίστανται καθ’ ον τρόπον και αι γραµµαί των συσκευών µικροτέρας ισχύος.
3. Προκειµένου περί εγκαταστάσεων εις τας οποίας εφαρµόζεται η άµεσος γείωσις, δέον να εγκαθίσταται ειδικός αγωγός γειώσεως από του µετασχηµατιστού µέχρι του σηµείου εισόδου της σωληνώσεως ύδατος εν τω κτιρίω. Εφ’ όσον η ισχύς τροφοδοτήσεως δεν υπερβαίνει τα 2000 βαττ, ο αγωγός γειώσεως δέον να πληροί τους όρους του άρθρου 21. Οσάκις η ισχύς αύτη υπερβαίνει τα 2000 βαττ, ο αγωγός γειώσεως δέον να κέκτηται διατοµήν τουλάχιστον 16 τετρ. χιλ. χαλκού και να εγκαθίστανται ανεξαρτήτως των γραµµών χαµηλής τάσεως.
4. Προκειµένου περί εγκαταστάσεων κεντρικής θερµάνσεως δια πετρελαίου, µετά µετασχηµατιστών εναύσεως υψηλής τάσεως, η κατά γράµµα εφαρµογή των ανωτέρω διατάξεων θα ήτο υπερβολική. Οι σταθεροί ή κινητοί πετρελαιοκαυστήρες δέον να γειώνται συµφώνως προς τας κατωτέρω διατάξεις:
Ι. ∆ίκτυα εις τα Οποία Εφαρµόζεται η Γείωσις επί του Ουδετέρου.
α) Ο ουδέτερος αγωγός, ο συνδεόµενος προς τον µετασχηµατιστήν εναύσεως, χρησιµοποιούµενος και ως αγωγός ρεύµατος και ως αγωγός γειώσεως επί του ουδετέρου, δέον να κέκτηται την αυτήν τουλάχιστον διατοµήν προς την του αντιστοίχου αγωγού φάσεως (άρθρον 21).
β) Ο ουδέτερος ούτος αγωγός δέον να συνδέηται µέσω χαλκίνου αγωγού διατοµής τουλάχιστον 6 τετρ. χιλ. προς την πλησιεστέραν σωλήνωσιν ύδατος, της οποίας η αγωγιµότης έχει εξασφαλισθή κατά τρόπον πάγιον.
ΙΙ. ∆ίκτυα εις τα Οποία Εφαρµόζεται η Άµεσος Γείωσις.
γ) Ο αγωγός γειώσεως προστασίας των κιβωτίων των συσκευών δέον να πληροί τους όρους του άρθρου 21. Ούτος δύναται επίσης να συνδεθή προς την πλησιεστέραν σωλήνωσιν ύδατος, υπό τον όρον όπως η αγωγιµότης αυτής εξασφαλισθή κατά τρόπον πάγιον.
ΙΙΙ. ∆ίκτυα εις τα Οποία Εφαρµόζονται η Άµεσος Γείωσις και η Γείωσις επί του Ουδετέρου.
δ) Οι µετρηταί ύδατος οι παρεµβεβληµένοι εις την σωλήνωσιν ύδατος ήτις χρησιµοποιείται δια την γείωσιν, δέον να γεφυρώνται συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 24.
Επεξήγησις: Οι µετασχηµατισταί δια συσκευάς ακτίνων Χ, παρασκευής όζοντος, κλπ., υπάγονται εις τας διατάξεις των παραγρ. 1, 2 και 3. Εις τινας ειδικάς περιπτώσεις δυνάµεθα να παραιτηθώµεν της µανδαλώσεως του πρωτεύοντος κυκλώµατος των φορητών ηλεκτρικών συσκευών εφ’ όσον το κιβώτιον αυτού δύναται να ανοιχθή µόνον τη βοηθεία ειδικών εργαλείων.
Κατά την εγκατάστασιν συσκευών απορροφωσών πλέον των 2000 βαττ, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεσιν η εγκατάστασις του αγωγού γειώσεως εντός του αυτού µετά των λοιπών αγωγών σωλήνος, εάν και εφ’ όσον πρόκειται περί προσθήκης νέων συσκευών εις παλαιάν εγκατάστασιν. Αντιθέτως, προκειµένου περί νέων εγκαταστάσεων, ο αγωγός γειώσεως δέον να εγκαθίσταται ανεξαρτήτως.
Η παραγρ. 4 παρέχει διευκολύνσεις και διατάξεις αφορώσας ειδικώς την γείωσιν των µετασχηµατιστών εναύσεως των πετρελαιοκαυστήρων.
Το σώµα και ο πυρήν των µετασχηµατιστών, των οποίων η τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ έναντι της γης, δέον να γειώνται κατά τας διατάξεις του άρθρου 17.
1. Ούτοι κατατάσσονται εις τας ακολούθους κατηγορίας:
Κατηγορία 1 α : Σταθεροί ή φορητοί µετασχηµατισταί αντέχοντες εις βραχυκυκλώσεις, µετά διαχωρισµένων πρωτευόντων και δευτερευόντων τυλιγµάτων, ονοµαστικής ισχύος µη υπερβαινούσης τα 30 βολταµπέρ, των οποίων η πρωτεύουσα τάσις και η δευτερεύουσα τάσις εν κενώ δεν υπερβαίνουν αντιστοίχως τα 250 και 50 βολτ.
Κατηγορίαι 2 α και 2 β : Σταθεροί ή φορητοί µετασχηµατισταί αντέχοντες (κατηγορία 2α) ή µη αντέχοντες (κατηγορία 2β) εις βραχυκυκλώσεις, µετά διαχωρισµένων πρωτευόντων και δευτερευόντων τυλιγµάτων, ονοµαστικής ισχύος µη υπερβαινούσης τα 3000 βολταµπέρ και δια τας εν τω ακολούθω πίνακι µεγίστας τάσεις:
Κατηγορίαι 3 α και 3 β : Σταθεροί ή φορητοί µετασχηµατισταί αντέχοντες (κατηγορία 3α) ή µη αντέχοντες (κατηγορία 3α) ή µη αντέχοντες (κατηγορία 3β) εις βραχυκυκλώσεις, µετά συνδεδεµένου πρωτεύοντος και δευτερεύοντος τυλίγµατος (αυτοµετασχηµατισταί), ονοµαστικής ισχύος µη υπερβαινούσης τα 3000 βολταµπέρ και δια τας εν τω κάτωθι πίνακι µεγίστας τάσεις:
Κατηγορίαι Η α και Η β : Σταθεροί ή Φορητοί µετασχηµατισταί ασθενούς ισχύος αλλά υψηλής τάσεως αντέχοντες (κατηγορία Ηα) ή µη αντέχοντες (κατηγορία Ηβ) εις βραχυκυκλώσεις, δι’ ονοµαστικήν ισχύν µη υπερβαίνουσαν τα 3000 βολταµπέρ και δια τας εν τω κάτωθι πίνακι µεγίστας τάσεις:
2. Το δευτερεύον κύκλωµα των µετασχηµατιστών της κατηγορίας 1α δέον να θεωρήται ως εγκατάστασις ασθενών ρευµάτων.
3. Το δευτερεύον κύκλωµα των µετασχηµατιστών της κατηγορίας 2α ή 2β δέον γενικώς να θεωρήται ως εγκατάστασις ισχυρών ρευµάτων. ∆ια την κατάταξιν των δευτερευόντων τούτων κυκλωµάτων δέον να βασιζόµεθα επί των ακολούθων απόψεων:
α) Τα δευτερεύοντα κυκλώµατα των µετασχηµατιστών των ανηκόντων εις τον Οργανισµόν Τηλεφώνων και Τηλεγράφων θεωρούνται ως εγκαταστάσεις ασθενών ρευµάτων εάν και εφ’ όσον οι µετασχηµατισταί ούτοι τροφοδοτούν απ’ ευθείας το δηµόσιον δίκτυον των ασθενών ρευµάτων και έχουν εφοδιασθή δι’ ειδικής διατάξεως προστασίας παρά των οργάνων του Οργανισµού τούτου παρά των οποίων και ελέγχονται.
β) ∆ια τα δευτερεύοντα κυκλώµατα των ιδιωτικών εγκαταστάσεων υποβιβασθείσης τάσεως ή ασθενών ρευµάτων, τα τροφοδοτούµενα παρά των µετασχηµατιστών της κατηγορίας ταύτης, δέον να λαµβάνωνται υπ’ όψιν αι σχετικαί διατάξεις δι’ εγκαταστάσεις υποβιβασθείσης τάσεως, αι οποίαι παρέχουν ωρισµένας διευκολύνσεις.
γ) Τα δευτερεύοντα κυκλώµατα των µετασχηµατιστών των κατηγοριών τούτων, άτινα τροφοδοτούν αθύρµατα, θεωρούνται ως εγκαταστάσεις ασθενών ρευµάτων. Εν τοσούτω, η δευτερεύουσα τάσις δέον να µη υπερβαίνη τα 36 βολτ εν κενώ, η δε ισχύς τα 200 βολταµπέρ.
Μετασχηµατισταί αθυρµάτων δεν δύνανται να ζευχθώσιν επί γραµµών των οποίων η µεταξύ των αγωγών τάσις (πολική) υπερβαίνει τα 250 βολτ.
δ) Οι µετασχηµατισταί της κατηγορίας 2α ή 2β, οίτινες ήθελον χρησιµοποιηθή δια την τροφοδότησιν εγκαταστάσεων υποβιβασθείσης τάσεως ή δηµοσίων εγκαταστάσεων διεθνών ρευµάτων, δύνανται να τροφοδοτηθούν µόνον παρά δικτύων των οποίων η τάσις δεν υπερβαίνει τα 380 βολτ µεταξύ αγωγών (πολική) ή τα 250 βολτ µεταξύ αγωγών και γης (φασική). Προκειµένου περί µετασχηµατιστών τροφοδοτούντων ηλεκτροακουστικάς συσκευάς, το ανώτατον όριον της πρωτευούσης τάσεως µεταξύ αγωγών υποβιβάζεται εις 250 βολτ.
4. Οι µη αντέχοντες εις βραχυκυκλώσεις µετασχηµατισταί δέον να προστατεύωνται κατά πάσης υπερθερµάνσεως, εις τρόπον ώστε οιαδήποτε υπερφόρτισις αυτών να µη αποτελή κίνδυνον δια πρόσωπα ή αντικείµενα. Εις περίπτωσιν µετασχηαµτιστών προστατευοµένων υπό συνήθων ασφαλειών, η ονοµαστική έντασις των συντηκτικών, ως και η πλευρά προς ήν ήθελον εγκατασταθή (υψηλή ή χαµηλή τάσις), δέον να σηµειώνται επί των µετασχηµατιστών.
5. Εις τας εσωτερικάς εγκαταστάσεις δέον όπως προτάσσωνται των µετασχηµατιστών ασφάλειαι ή συνήθεις αυτόµατοι µεγίστου διακλαδώσεων, οίτινες δύνανται να είναι και αυτοί ούτοι οι αυτόµατοι ή αι ασφάλειαι των διακλαδώσεων ή της οµάδος διακλαδώσεων. Κατά κανόνα, η ονοµαστική έντασις των συντηκτικών των ασφαλειών τούτων ή αυτοµάτων διακλαδώσεων δέον να µη υπερβαίνη το 5πλάσιον του πρωτεύοντος ρεύµατος του αντιστοιχούντος εις την ονοµαστικήν ισχύν των µετασχηµατιστών, οπωσδήποτε όµως να µη είναι κατωτέρα των 6 αµπέρ. Η διάταξις αύτη ισχύει ωσαύτως και δια µετασχηµατιστάς διακλαδιζοµένους εκ των κυρίων γραµµών ή και ζυγών, εφ’ όσον το µήκος των γραµµών ζεύξεως αυτών είναι κατώτερον του 1 µέτρου.
Επεξήγησις: Μετασχηµατιστής της κατηγορίας 1α µόνον εµµέσως δύναται να τροφοδοτήται εκ δικτύου του οποίου η τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ, ήτοι µέσω βοηθητικού µετασχηµατιστού υποβιβαστού της τάσεως του δικτύου εις 250 βολτ και κάτω, π.χ. µετασχηµατιστής 500/220 βολτ.
Οι κανονισµοί εκτελέσεως εγκαταστάσεων υποβιβασθείσης τάσεως, οίτινες αναφέρονται εις παραγρ. 3β, αφορούν τας ειδικάς εγκαταστάσεις αίτινες ενδέχεται να εκτελεσθούν εις το εσωτερικόν κτιρίων, π.χ. εγκαταστάσεις ηλεκτρικών οργάνων αναζητήσεως, κλήσεως ή σηµάνσεως, εγκαταστάσεις µέτρων ασφαλείας, χειρισµού εξ αποστάσεως, αρµονίων, κλπ., αίτινες τροφοδοτούνται παρά µετασχηµατιστών µικράς ισχύος, συστοιχιών συσσωρευτών, ανορθωτών ή µετατροπέων, δια τας οποίας η µεταξύ δύο αγωγών τάσις δεν υπερβαίνει γενικώς τα 50 βολτ. Οι κανονισµοί ούτοι (Παράρτηµα ΙΙΙ) είναι επιεικέστεροι των αφορώντων της συνήθεις ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις, τόσον όσον αφορά την εκτέλεσιν αυτών όσον και το χρησιµοποιούµενον υλικόν ή τας συσκευάς.
Η προστασία κατά πάσης υπερθερµάνσεως (κατά την έννοιαν της παραγρ. 4) των µη ανθισταµένων εις βραχυκυκλώσεις µετασχηµατιστών, δύναται π.χ. να επιτευχθή µέσω ασφαλείας παρεµβαλλοµένης εις το πρωτεύον ή δευτερεύον του µετασχηµατιστού, ή µέσω θερµοστατικών διατάξεων ενσωµατωµένων εντός των µετασχηµατιστών. Οσάκις η κατασκευή µετασχηµατιστού µη ανθισταµένου εις βραχυκυκλώσεις (κατά την έννοιαν των τυποποιήσεων δια µετασχηµατιστάς µικράς ισχύος) είναι τοιαύτη ώστε να αποκλείηται οιοσδήποτε κίνδυνος δια πρόσωπα ή πράγµατα (µετασχηµατισταί µετά σκεδάσεως), η προστασία τούτου µέσω ασφαλειών ή θερµοστατικών διατάξεων δεν είναι αναγκαία.
1. Η κατασκευή των ανορθωτών δέον να είναι τοιαύτη ώστε το ρεύµα να µη δύναται να διέλθη απ’ ευθείας εκ του δικτύου διανοµής εις το δευτερεύον κύκλωµα. Οι αγωγοί ετεροειδών ρευµάτων δέον να διαχωρίζωνται αλλήλων σαφώς.
2. Ανορθωταί ισχύος µέχρι 30 βολταµπέρ ων η δευτερεύουσα τάσις δεν υπερβαίνει τα 50 βολτ δέον να διακλαδίζωνται µόνον από γραµµών των οποίων η τάσις δεν υπερβαίνει τα 250 βολτ. Το δευτερεύον κύκλωµα των τοιούτων ανορθωτών θεωρείται ως εγκατάστασις ασθενών ρευµάτων.
3. Ανορθωταί µεγαλυτέρας τάσεως ή ισχύος δύνανται να διακλαδισθούν εξ οιουδήποτε δικτύου του οποίου η τάσις είναι παραδεκτή δια τας εσωτερικάς εγκαταστάσεις. Το δευτερεύον κύκλωµα των τοιούτων ανορθωτών θεωρείται ως εγκατάστασις ισχυρών ρευµάτων.
Επεξήγησις: Ανορθωταί πληρούντες τους όρους της παραγρ. 2 δύνανται να διακλαδισθούν εκ γραµµών των οποίων η τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ, εάν και εφ’ όσον προτάσσεται τούτων µετασχηµατιστής µε διαχωρισµένα τυλίγµατα υποβιβάζων την τάσιν τροφοδοτήσεως εις 250 βολτ ή ολιγώτερα π.χ. από 500 εις 220 βολτ.
Εάν οι εν παραγρ. 3 αναφερόµενοι ανορθωταί συνδέωνται προς ιδιωτικάς εγκαταστάσεις ασθενών ρευµάτων, τηλεφωνικάς ή άλλας, ολόκληρον το δευτερεύον κύκλωµα της εγκαταστάσεως ταύτης, συµπεριλαµβανοµένου και του πίνακος ζεύξεως, δέον να θεωρήται ως εγκατάστασις ισχυρών ρευµάτων. Εάν όµως οι ανορθωταί ούτοι συνδέωνται προς δηµοσίας εγκαταστάσεις ασθενών ρευµάτων, ως εκ τούτου δε τελούν υπό τον άµεσον έλεγχον του Οργανισµού Τηλεφώνων και Τηλεγράφων, το δευτερεύον αυτών κύκλωµα θεωρείται ως εγκατάστασις ασθενών ρευµάτων. Οι ειδικοί κανονισµοί του Οργανισµού Τηλεφώνων και Τηλεγράφων είναι οι διέποντες τους τοιούτους µετασχηµατιστάς.
∆ιατάξεις (εγκαταστασιακαί) διάφοροι των ως ανωτέρω προβλεποµένων και ως εκ τούτου µη εµπίπτουσαι εις τας εξετασθείσας περιπτώσεις, δέον οπωσδήποτε να διέπωνται από το πνεύµα του παρόντος άρθρου.
1. Τα διαµερίσµατα των συσσωρευτών δέον να έχουν ύψος τουλάχιστον 2,5 µ.
2. ∆έον να διευθετώνται κατά τρόπον ώστε να αντέχουν εις την δράσιν των υγρών και των αναθυµιάσεων οξέων. Το δάπεδον δέον να συνίσταται εξ ουσίας απροσβλήτου υπό των οξέων, επεστρωµένον, εν ανάγκη, δι’ ασφάλτου. Τούτο δέον να πλύνηται και να καθαρίζηται συχνά.
3. Άφθονος αερισµός των διαµερισµάτων τούτων είναι απαραίτητος. Εφ’ όσον ο φυσικός αερισµός δεν είναι επαρκής, δέον να προσφεύγωµεν εις τον τεχνητόν. ∆έον να λαµβάνωνται µέτρα ίνα αποφεύγηται η εις τα παρακείµενα κτίρια διείσδυσις αναθυµιάσεων οξέων, ως και η υπ’ αυτών
πρόκλησις οιασδήποτε άλλης ζηµίας.
4. Ο τεχνητός φωτισµός δέον να εξασφαλίζηται µέσω λαµπτήρων πυρώσεως εγκαταστηµένων εντός προστατευτικών κωδώνων, επιγραφαί δε θα επισύρουν την προσοχήν επί της απαγορεύσεως του καπνίσµατος και της εισαγωγής γυµνών φλογών εντός των αιθουσών.
5. Εναποθήκευσις µεγάλων ποσοτήτων οξέος εις τα διαµερίσµατα ταύτα απαγορεύεται. Επεξήγησις: Κατά την φόρτισιν µικρών συστοιχιών συσσωρευτών (π.χ. συστοιχιών αυτοκινήτων και ηλεκτροκινήτων οχηµάτων) θέλει παραστή ανάγκη εξασφαλίσεως επαρκούς αερισµού λόγω της εκρηκτικότητος των συγκεντρουµένων αερίων.
Τµήµατα των εγκαταστάσεων του κτιρίου, άτινα θα ήτο δυνατόν να υποστούν διαβρώσεις λόγω της δράσεως των υπό των συσσωτευρών εκλυοµένων αερίων, δέον να προστατεύωνται ικανοποιητικώς δια καταλλήλου επιχρίσεως. Κατάλληλοι επιγραφαί δέον να εφιστούν την προσοχήν του προσωπικού επί των κινδύνων τους οποίους συνεπάγεται ο χειρισµός των συσσωρευτών. Τα αναγκαιούντα µέτρα προστασίας δέον να λαµβάνωνται εκ των προτέρων.
Επεξήγησις: Τα τµήµατα των κτιρίων, τα µονωτικά δάπεδα, οι αγωγοί και τα χρησιµοποιούµενα σκεύη ή εργαλεία εντός των διαµερισµάτων των συσσωρευτών δέον να διατηρώνται εις καλήν κατάστασιν.
1. Έκαστον στοιχείον συστοιχίας δέον να είναι µεµονωµένον έναντι του υποστηρίγµατος αυτού, το δε υποστήριγµα αυτού έναντι της γης, µέσω µη υδροφίλων µονωτικών σωµάτων.
2. Αι συστοιχίαι δέον να διατάσσωνται κατά τρόπον επιτρέποντα την επιθεώρησιν και τον εύκολον καθαρισµόν εκάστου στοιχείου.
3. Περί εκάστην συστοιχίαν δέον να εξασφαλίζηται διάδροµος πλάτους τουλάχιστον 60 εκ.
4. Εις εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 βολτ, τα δάπεδα των διαδρόµων τούτων δέον να είναι µεµονωµένα, η δε διάταξις των συσσωρευτών και αγωγών να είναι τοιαύτη ώστε να αποκλείηται πάσα εξ απροσεξίας σύγχρονος επαφή προς δύο σηµεία, η µεταξύ των οποίων υφισταµένη τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ.
Επεξήγησις: Υποδήµατα εξ ελαστικού δέον να ευρίσκωνται έτοιµα και να χρησιµοποιώνται εντός των διαµερισµάτων συσσωρευτών των οποίων το δάπεδον δεν είναι µεµονωµένον.
Αι συστοιχίαι των συσσωρευτών δέον να είναι αποζεύξιµοι της λοιπής εγκαταστάσεως επί πάντων των πόλων.
Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρµόζονται προκειµένου περί συσσωρευτών λειτουργούντων άνευ εκλύσεως αερίων εις την ατµόσφαιραν του περιβάλλοντος ουδέ προκειµένου περί µικρών φορητώνς υστοιχιών τάσεως κατωτέρας των 125 βολτ (π.χ. συστοιχίαι ραδιοφώνων, κωδώνων, λυχνιών χειρός, ιατρικών συσκευών, κλπ.).
1. Αι διαστάσεις, η διάταξις και η προστασία των γραµµών δέον να είναι τοιαύτη ώστε να αποκλείηται, εν κανονική λειτουργία, πάσα επικίνδυνος θέρµανσις ή ελάττωσις της µηχανικής αντοχής των αγωγών.
2. Οι αγωγοί παντός ηλεκτρικού κυκλώµατος δέον να εγκαθίστανται κατά τρόπον αποκλείοντα, κατά το δυνατόν, πάσαν διαταρακτικήν δράσιν αυτών επί ετέρων εγκαταστάσεων.
1. Η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις συνεχούς ροής, δια χαλκίνους αγωγούς εσωτερικών εγκαταστάσεων µε µόνωσιν εξ ελαστικού ή θερµοπλαστικής ουσίας, καθορίζεται εις τον κάτωθι Πίνακα Ι, βάσει της οµάδος εις ην κατατάσσονται οι αγωγοί. Ο αυτός πίναξ δύναται να εφαρµοσθή και δι’ αγωγούς µε µόνωσιν εξ οιασδήποτε ετέρας ουσίας.
2. Αι οµάδες εις ας κατατάσσονται οι αγωγοί βάσει του είδους ή του τρόπου εγκαταστάσεως αυτών είναι αι ακόλουθοι:
α) Ο µ ά ς Ι : Τρεις το πολύ ενεργοί αγωγοί εντός του αυτού σωλήνος, επικαλύψεως ή καλωδίου, εις ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν.
β) Ο µ ά ς Ι Ι : Μονοπολικά καλώδια ή αγωγοί, ορατών εγκαταστάσεων ή γραµµών προσαγωγής εις κινητάς συσκευάς, εφ’ όσον το απ’ αλλήλων διάστηµα δεν είναι µικρότερον της εξωτερικής αυτών διαµέτρου.
γ) Ο µ ά ς ΙΙΙ : Σειρίδες τριών το πολύ ενεργών αγωγών εις ορατήν εγκατάστασιν και γραµµάς προσαγωγής εις κινητάς ή φορητάς συσκευάς.
3. Εις τριφασικάς γραµµάς µετά ουδετέρου, ο ουδέτερος δεν προσµετράται ως ενεργός αγωγός.
Επίσης εις περίπτωσιν υπάρξεως και αγωγού γειώσεως ουδέ ο αγωγός ούτος λογίζεται ως ενεργός αγωγός.
4. Ο πίναξ Ι έχει υπολογισθή δια θερµοκρασίαν περιβάλλοντος 30ºC, η επιτρεποµένη έντασις των αγωγών περιορίζεται εις το εν τω Πίνακι ΙΙ ποσοστόν επί τοις εκατόν της εις τον πίνακα Ι οριζοµένης εντάσεως.
5. Προκειµένου περί αγωγών εξ αργιλίου (αλουµινίου), η επιτρεποµένη έντασις συνεχούς ροής θα λαµβάνηται ίση προς τα 80% της κατά τα ανωτέρω αντιστοιχούσης εις χάλκινον αγωγόν της αυτής διατοµής.
Επεξήγησις. Αι εις τον Πίνακα Ι καθοριζόµεναι εντάσεις συνεχούς ροής των µεµονωµένων αγωγών έχουσιν ως βάσιν την µη θέρµανσιν των αγωγών υπεράνω της θερµοκρασίας των 60ºC, η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις συνεχούς ροής, είναι κατά συνέπειαν εκείνη ήτις θα προκαλέση ανύψωσιν της θερµοκρασίας του αγωγού, υπέρ την του περιβάλλοντος, κατά 30ºC. Εν η περιπτώσει η µέση θερµοκρασία του περιβάλλοντος υπερβαίνει τους 30Cº, η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις συνεχούς ροής είναι µικροτέρα, εις τρόπον ώστε οπωσδήποτε η θερµοκρασία των αγωγών να µη υπερβή τους 60ºC.
Ο Πίναξ ΙΙ παρέχει δια την περίπτωσιν ταύτην, δια της διαφόρους θερµοκρασίας περιβάλλοντος, ποιον ποσοστόν της παρά του πίνακος Ι οριζοµένης εντάσεως δέον να λαµβάνηται ως µεγίστη επιτρεποµένη έντασις δια θερµοκρασίας περιβάλλοντος µεγαλυτέρας των 30ºC.
Η ανύψωσις της θερµοκρασίας των αγωγών εξαρτάται αφ’ ετέρου και εκ των δυνατοτήτων ψύξεως αυτών, αίτινες ελήφθησαν υπ’ όψιν δια της κατατάξεως αυτώνεις τρεις οµάδας, βάσει του είδους αυτών (µονοπολικά ή πολυπολικά καλώδια) ή του τρόπου εγκαταστάσεως αυτών (εντός σωλήνων ή εις τον ελεύθερον αέρα). Εις τριφασικάς γραµµάς, ο ουδέτερος αγωγός, εφ’ όσον είναι εγκατεστηµένος οµού µετά των τριών ενεργών αγωγών των φάσεων, δεν θεωρείται ως επί πλέον αγωγός. Το αυτό ισχύει και δια τον αγωγόν γειώσεως των συσκευών, εφ’ όσον ούτος δεν διαρρέεται παρ’ ουδενός ετέρου ρεύµατος εξαιρέσει, ενδεχοµένως, του ρεύµατος διαφυγής προς την γην.
∆ι’ αγωγούς µε µόνωσιν διάφορον του ελαστικού ή των θερµοπλαστικών ουσιών, δυνάµεθα, προς εύρεσιν της επιτρεποµένης εντάσεως συνεχούς ροής, να χρησιµοποιήσωµεν τον Πίνακα Ι, έχοντες υπόψη ότι αύτη ενδέχεται να µη είναι και η µεγίστη επιτρεποµένη (ως π.χ. δι’ αγωγούς µετά µονώσεως ανθεκτικής εις την θερµότητα).
∆ια χώρους εις τους οποίους η θερµοκρασία διατηρείται εις αισθητώς ανωτέρας τιµάς των 30ºC, δύναται να γίνη χρήσις ανεγνωρισµένων αγωγών µετά µονώσεως αντεχούσης εις υψηλοτέρας από το ελαστικόν θερµοκρασίας, ως π.χ., αγωγών µε µόνωσιν χάρτου, αµιάντου, κλπ., δια τους οποίους επιτρέπεται µεγαλυτέρα ανύψωσις της θερµοκρασίας άρα και µεγαλυτέρα έντασις συνεχούς ροής. Η µεγαλυτέρα αύτη έντασις συνεχούς ροής καθορίζεται κατά την αναγνώρισιν των σχετικών τυποποιήσεων.
∆οθέντος ότι η ειδική αντίστασις του αργιλίου είναι µεγαλυτέρα κατά 56% περίπου της του χαλκού, δια την αυτήν διατοµήν αγωγών εκ χαλκού και αργιλίου και την αυτήν οριακήν θερµοκρασίαν των 60ºC, η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις των εξ αργιλίου αγωγών είναι τα 80% της των χαλκίνων της αυτής διατοµής. Αντιστρόφως χάλκινος αγωγός δύναται να υποκατασταθή υπό αγωγού εξ αργιλίου διατοµής µεγαλυτέρας της του χαλκίνου κατά 56% περίπου.
∆ια πλήθος ενεργών αγωγών εντός του αυτού σωλήνος, περιβλήµατος ή επενδύσεως, υπερβαίνον τους τρεις, η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις περιορίζεται εις ποσοστόν των εν πίνακι Ι τιµών, κατά τας διατάξεις του άρθρου 127.
Αι επιτρεπόµεναι εντάσεις συνεχούς ροής βασιζόµεναι επί της θερµάνσεως των αγωγών δεν λαµβάνουν ποσώς υπ’ όψιν την πτώσιν τάσεως εις τας γραµµάς. Εν τοσούτω συνιστάται όπως η πτώσις τάσεως εν τη γραµµή από του γνώµονος µέχρι της διακλαδώσεως προσαγωγής εις τας συσκευάς µη υπερβαίνη το 1% προκειµένου περί φορτίων φωτισµού ή το 3% προκειµένου περί φορτίου κινήσεως, της τάσεως παροχής.
1. Ο πίναξ Ι καθορίζει την µεγίστην επιτρεποµένην έντασιν δια τρεις το πολύ ενεργούς αγωγούς εν τω αυτώ σωλήνι, περιβλήµατι ή πολυπολικώ καλωδίω.
∆ια 4 έως 6 ενεργούς αγωγούς, η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις εκάστου αγωγού περιορίζεται εις τα 80% των τιµών του πίνακος Ι. ∆ια 7 έως 9 αγωγούς η µεγίστη επιτρεποµένη έντασις εκάστου αγωγού περιορίζεται εις τα 70% των τιµών του πίνακος Ι.
Λαµβανοµένης υπ’ όψιν της συν τω χρόνω φθοράς της µονώσεως των αγωγών, συνιστάται η κατάλληλος περιοδική αυτών επιθεώρησις, επί τω σκοπώ της αντικαταστάσεως αυτών οσάκις ήθελε παραστή ανάγκη.
1. Μέχρι διατοµής 50 τετρ. χιλ. δια τον χαλκόν και 70 τετρ. χιλ. δια το αργίλιον ισχύουν γενικώς αι καθοριζόµεναι τιµαί δια την οµάδα ΙΙ.
2. Εις µικτά συγκροτήµατα µεµονωµένων και γυµνών αγωγών, οι γυµνοί αγωγοί υπάγονται εις την αυτήν µε τους µεµονωµένους οµάδα.
3. ∆ια γυµνούς αγωγούς πολύ µεγάλων διατοµών ως π.χ. δια ζυγούς πινάκων, κλπ., ως µεγίστη επιτρεποµένη έντασις συνεχούς ροής δύναται γενικώς να ληφθή 1,5 αµπέρ κατά τετραγωνικόν χιλιοστόν.
Επεξήγησις: Ο τρόπος και αι συνθήκαι εγκαταστάσεως των γυµνών αγωγών επιδρούν σηµαντικώς επί των δυνατοτήτων ψύξεως αυτών, δι’ ο δέον να λαµβάνωνται σοβαρώς υπ’ όψιν εις τον καθορισµόν της µεγίστης επιτρεποµένης εντάσεως ροής. Ούτω αι διατάξεις της παραγρ. 1 ισχύουν δι’ εγκατάστασιν εις τον ελεύθερον αέρα.
Εις περίπτωσιν εγκαταστάσεως γυµνών αγωγών εντός χαρακωµάτων ή ορυγµάτων αι ως εν παραγράφω 1 οριζόµεναι τιµαί δέον να ελαττώνται κατά 40%.
Γενικώς η θερµοκρασία των γυµνών αγωγών υπό συνεχή ροήν δέον να µη υπερβαίνη τους 80ºC, η δε θερµοκρασία των σηµείων εισαγωγής αυτών εις µηχανάς ή συσκευάς να µη υπερβαίνη τους 65ºC.
Αι διακλαδώσεις τροφοδοτήσεως κινητήρων δέον να υπολογίζωνται ως γραµµαί διαρρεόµεναι υπό ρεύµατος υπερβαίνοντος κατά 25% την κανονικήν έντασιν ρεύµατος του κινητήρος ήτις σηµειούται επί της ενδεικτικής αυτού πλακός, ή της οπωσδήποτε αντιστοιχούσης εις το πλήρες φορτίον του κινητήρος.
Η ονοµαστική έντασις των δια την προστασίαν των αγωγών χρησιµοποιουµένων συντηκτικών ή αυτοµάτων µεγίστου, ως και η έντασις ρυθµίσεως των ρυθµιζοµένων αυτοµάτων µεγίστου, δέον να µη υπερβαίνη την κατά το άρθρον 126 µεγίστην επιτρεποµένην έντασιν συνεχούς ροής των προστατευοµένων αγωγών.
Η µεγίστη επιτρεποµένη διατοµή δια µεµονωµένους µονοκλώνους αγωγούς είναι 16 τετρ. χιλ. Άνω της διατοµής ταύτης δέον να χρησιµοποιώνται πολύκλωνοι συνεστραµµένοι αγωγοί.
1. Η ελαχίστη επιτρεποµένη διατοµή των µεµονωµένων αγωγών εκ χαλκού µεν είναι 1,5 τετρ. χιλ. εξ αργιλίου δε 2,5 τετρ. χιλ.
2. Αγωγοί διατοµής 0,75 τετρ. χιλ. ή 1 τετρ. χιλ. δύνανται να χρησιµοποιηθούν εις φωτιστικάς συσκευάς ή πολύφωτα.
1. Η σύνδεσις των αγωγών προς αλλήλους ή µετά των συσκευών, δέον να είναι τοιαύτη ώστε να εξασφαλίζωνται η αγωγιµότης, η µόνωσις, η ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς και η αντοχή αι επιβαλλόµεναι υπό των Κανονισµών δι’ αυτούς τούτους τους αγωγούς. Εις τινας περιπτώσεις αι συνδέσεις µέσω κοχλιών δύνανται να αντικατασταθούν δι’ επιµεληµένων συγκολλήσεων καλώς προησπισµένων κατά πάσης µετατοπίσεως ή τυχαίας επαφής.
2. Πάσαι αι συνδέσεις δέον να είναι επιθεωρήσιµοι εκτός εάν πρόκειται περί συνδέσεων κειµένων εντός κιβωτίων πεπληρωµένων δια µονωτικής ουσίας ή εσφραγισµένων παρά της Ηλεκτρικής Εταιρίας ∆ιανοµής.
Επεξήγησις: Επί τω σκοπώ επιτεύξεως καλής επαφής, είναι αναγκαίον όπως, οσάκις η διατοµή των αγωγών υπερβαίνει τα 6 τετρ. χιλ., χρησιµοποιώνται ακροδέκται µετά δύο τουλάχιστον κοχλιών συσφίγξεως ή µεθ’ ενός κοχλίου και πέδης συσφίγξεως ή ετέρας ισοδυνάµου διατάξεως. Η δια συγκολλήσεως σύνδεσις δύναται να χρησιµοποιηθή µόνον οσάκις πρόκειται περί συνδέσεως µιας διακλαδώσεως επί κυρίας ορατής γραµµής επιτελουµένης προ των κυρίων αυτής ασφαλειών ή όπισθεν πίνακος διανοµής ή πίνακος ασφαλειών, εάν και εφ’ όσον η τοιαύτη συγκόλλησις είναι ευικόλως ελέγξιµος. Το µήκος, της συγκολλήσεως δέον εις την περίπτωσιν ταύτην να είναι οκταπλάσιον τουλάχιστον της διαµέτρου του λεπτοτέρου των συγκολλουµένων συρµάτων.
Τα κυτία ενώσεων δέον να είναι πάντοτε προσιτά χωρίς προς τούτο να παρίσταται ανάγκη προκαταρκτικής αφαιρέσεως σταθερών αντικειµένων ή αποµακρύνσεως του πίνακος διανοµής εκ του τοίχου.
1. Εις τας εσωτερικάς εγκαταστάσεις δύναται να γίνη χρήσις γυµνών ή µεµονωµένων αγωγών, συµφώνως προς τον εις το τέλος των παρόντων Κανονισµών Πίνακα VI όστις και καθορίζει τας περιπτώσεις χρήσεως εκάστου είδους αγωγού.
Ο πίναξ ΙΙΙ κατατάσσει τους µεµονωµένους εκ των ανωτέρω αγωγών εις κατηγορίας, παρέχων δι’ έκαστον τύπον αγωγού και την αντίστοιχον συµβολικήν αυτού παράστασιν. Εν τέλει του πίνακος τούτου παρέχεται η ερµηνεία των χρησιµοποιουµένων συµβόλων.
2. Η χρησιµοποίησις ετέρου είδους αγωγού αντί των εις Πίνακα ΙΙΙ αναφεροµένων συνήθων αγωγών επιτρέπεται µόνον εάν και εφ’ όσον ούτοι παρέχουν την αυτήν τουλάχιστον ασφάλειαν προς τον αντίστοιχον αγωγόν του Πίνακος ΙΙΙ αναφεροµένων συνήθων αγωγών επιτρέπεται µόνον εάν και εφ’ όσον ούτοι παρέχουν την αυτήν τουλάχιστον ασφάλειαν προς τον αντίστοιχον αγωγόν του Πίνακος ΙΙΙ καθ’ ό,τι αφορά την προβλεποµένην αυτού χρήσιν.
Επεξήγησις: Οι µετά θερµοπλαστικής µονώσεως αγωγοί τίθενται εν τη αυτή µοίρα προς τους µετά µονώσεως εξ ελαστικού, αντιστοίχου δε κατασκευής.
Εξοµοιούνται προς σωληνοσύρµατα µετ’ αδιαβρώτου πλέγµατος και οι πολλαπλοί αγωγοί οι εφωδιασµένοι δι’ ισχυρού θερµοπλαστικού οπλισµού, αντί του µεταλλικού τοιούτου των σωληνοσυρµάτων, εάν και εφ’ όσον οι αγωγοί ούτοι είναι εγκεκριµένου τύπου δια την προβλεποµένην χρήσιν.
Εις χαµηλάς θερµοκρασίας αι θερµοπλαστικαί ουσίαι καθίστανται σκληραί και εύθρυπτοι. Υπό τοιαύτας συνθήκας θερµοκρασίας η εγκατάστασις αγωγών µετά θερµοπλαστικής µονώσεως δεν δύναται να επιτελεσθή, καθόσον θα ηδύναντο να προκύψουν σχισµαί της µονώσεως αυτών. Αι διατάξεις της παραγρ. 2 πληρούνται εφ’ όσον το είδος του αγωγού όστις πρόκειται να υποκαταστήση τον αντίστοιχον του Πίνακος ΙΙΙ, έχει εγκριθή προς τον σκοπόν τούτον.
Σηµείωσις: Εν τέλει του Παραρτήµατος Ι, µετά τους ορισµούς, παρέχονται σκαριφήµατα των ως άνω αναφεροµένων αγωγών δια την επίδειξιν των διαδοχικών µονωτικών ή προστατευτικών περιβληµάτων εκάστου τύπου. Τα σκαριφήµατα ταύτα παρατίθενται απλώς και µόνον ως παράδειγµα συστάσεως των αγωγών µη έχοντα δεσµευτικόν χαρακτήρα δια την καθ’ οιονδήποτε ανάλογον τρόπον κατασκευήν των αγωγών τούτων.
1. Οι αγωγοί δέον να είναι µεµονωµένοι απ’ αλλήλων κατά τρόπον πάγιον και ανάλογον προς την τάσιν λειτουργίας και τας τοπικάς συνθήκας. Οσάκις είναι µεµονωµένοι έναντι της γης, η µόνωσις αυτών έναντι της γης και των αγωγίµων τµηµάτων των κτιρίων δέον ωσαύτως να είναι ανάλογος προς την τάσιν λειτουργίας. Εις περίπτωσιν πολυφασικών γραµµών ή γραµµών δια πλειόνων (των δύο) αγωγών, µετά γειωµένου ουδετέρου ή µεσαίου αγωγού, ο αγωγός ούτος δέον να εγκαθίσταται και να µονούται κατά τον αυτόν απολύτως τρόπον ως και οι ενεργοί αγωγοί, τούτο δε καθ’ όλην την έκτασιν της εσωτερικής εγκαταστάσεως.
2. Εντός χώρων προσιτών τοις πάσιν, η χρήσις µη µεµονωµένων (γυµνών) αγωγών επιτρέπεται µόνον εάν και εφ’ όσον υπάρχουν διαβρωτικοί ατµοί ή ανάλογοι αναθυµιάσεις θέτουσαι εν κινδύνω την µόνωσιν. Εις τας περιπτώσεις ταύτας δέον να λαµβάνωνται κατάλληλα µέτρα επαρκούς προστασίας των γυµνών αγωγών αποκλείοντα τα βραχυκυκλώµατα και την τυχαίαν επαφήν.
1. ∆ια τους µεµονωµένους αγωγούς δέον να χρησιµοποιήται µαλακός χαλκός του οποίου το όριον θραύσεως να πληροί τους αντιστοίχους όρους των εγκεκριµένων τυποποιήσεων, έστω και αν πρόκειται περί αγωγών µη εγκεκριµένου τύπου.
2. Προκειµένου περί σταθερών γραµµών αντί των χαλκίνων αγωγών δύνανται να χρησιµοποιηθούν αγωγοί εξ αργιλίου υπό την µορφήν συµπαγών (µονοκλώνων) αγωγών, ή δυσκάµπτων πολυκλώνων συνεστραµµένων αγωγών ή και υπό την µορφήν καλωδίων. Το όριον θραύσεως του αργιλίου δέον να περιλαµβάνηται µεταξύ 9 και 15 χιλιογρ. ανά τετρ. εκ. γεωµετρικής διατοµής.
Πάσα γραµµή εκτεθειµένη εις µηχανικήν φθοράν, ως και πάσα γραµµή εγκατεστηµένη εις θέσιν προσιτήν τοις πάσιν ή οπωσδήποτε εκτεθειµένη εις τυχαίαν επαφήν, δέον είτε να τοποθετήται εντός σωλήνων είτε να προστατεύηται δι’ επικαλύψεως. Επεξήγησις: Καθ’ ό,τι αφορά τας γραµµάς γίνεται χρήσις σωλήνων εξασφαλιζόντων ικανοποιητικήν προστασίαν (σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού ή µεταλλικοί σωλήνες περιβάλλοντες τους µονωτικούς). Οσάκις η εγκατάστασις σωλήνων καθίσταται ανέφικτος, δέον να εγκαθίσταται προστατευτική επικάλυψις περί τους αγωγούς. Τα καλώδια µετά µολυβδίνης επενδύσεως, εφ’ όσον δεν είναι ωπλισµένα, δέον να τυγχάνουν ειδικής προστασίας.
1. Πάντες οι µεµονωµένοι αγωγοί δέον να φέρουν επένδυσιν προσκεκολληµένην επί της µονωτικής επιστρώσεως αυτών δια την προστασίαν ταύτης κατά πάσης φθοράς. Η επένδυσις αύτη δύναται να συνίσταται εκ νηµατίνου πλέγµατος, παχέως αδιαβρόχου στρώµατος εξ ελαστικού ή θερµοπλαστικής ουσίας, δέρµατος, µετάλλου, κλπ., δέον δε να είναι κατάλληλος δια την προβλεποµένην χρήσιν του αγωγού.
2. Η προστασία των φορητών γραµµών δια µεταλλικού οπλισµού απαγορεύεται. Αντιθέτως η τοιαύτη προστασία είναι παραδεκτή δια κινητάς γραµµάς των οποίων το µήκος δεν υπερβαίνει τα 2 µ.
3. Αι προστατευτικαί και µονωτικαί επενδύσεις δέον να είναι ικαναί να αντέχουν, χωρίς µείωσιν της µονωτικής αυτών ικανότητος, εις τας µηχανικάς κοπώσεις τας προκυπτούσας κατά την εγκατάστασιν εντός σωλήνων ή τον καθαρισµόν, υπό την προϋπόθεσιν ότι αι εργασίαι αύται εκτελούνται κανονικώς.
4. Η εξωτερική επένδυσις των µεµονωµένων αγωγών δέον να µη εµποτίζηται δι’ ουσιών χαµηλού σηµείου αναφλέξεως.
Επεξήγησις: Φορηταί γραµµαί είναι αι γραµµαί αι τροφοδοτούσαι ελαφράς σχετικώς συσκευάς καταναλώσεως των οποίων η θέσις δεν είναι καθωρισµένη (π.χ. φορητάς λυχνίας, σίδηρα σιδηρώµατος, ανεµιστήρας, φορητούς ή επί αµαξιδίων φεροµένους κινητήρας, κλπ.).
Κινηταί γραµµαί είναι εκείναι αίτινες τροφοδοτούν κινητάς µεν αλλά µονίµως εζευγµένας συσκευάς καταναλώσεως ή ακόµη βαρείας συσκευάς καταναλώσεως δυσκόλως µετακινησίµους (αναρτήσεις δια σειρίδος, µαγειρεία, ηλεκτρικαί θερµάστραι, κλπ.).
Οσάκις κινητή γραµµή είναι εκτεθειµένη εις µηχανικήν φθοράν, τροφοδοτεί δε σταθεράν ή δυσκόλως µετακινήσιµον συσκευήν καταναλώσεως (µαγειρεία, κλπ.), δεν υφίσταται αντίρρησις δια τον εφοδιασµόν αυτής δια µεταλλικού οπλισµού επί µήκους µη υπερβαίνοντος τα 2 µέτρα. Εν τοιαύτη όµως περιπτώσει ο οπλισµός αυτής δέον να γειούται κατ’ αµφότερα αυτού τα άκρα.
1. Εις τας εσωτερικάς εγκαταστάσεις οι αγωγοί δέον να εγκαθίστανται είτε επί µονωτήρων υαλίνων ή εκ ποροί αγωγοί προστατεύονται υπό οπλισµού ή ετέρου περιβλήµατος καταλλήλου αντοχής, ούτοι δύνανται να εγκαθίστανται και απ’ ευθείας επί των τοιχωµάτων (τοίχων, κλπ.) ή οροφών µέσω περιλαιµίων στηρίζεως.
Οµοίως, οσάκις οι αγωγοί είναι εφωδιασµένοι δια καταλλήλου περιβλήµατος, δύναται να επιτραπή η χρήσις αυτών και κάτωθεν του επιχρίσµατος ή και εντός αυτού. Ο τύπος εκάστου των ανωτέρω αγωγών και ο τρόπος της χρησιµοποιήσεως αυτών δέον να έχη εγκριθή αρµοδίως.
2. Γενικώς, η µόνιµος εγκατάστασις πολλαπλών κινητών αγωγών απαγορεύεται. Εξαίρεσις γίνεται υπέρ των σειρίδων συνδέσεως φορητών συσκευών καταναλώσεως, των ευρισκοµένων εν τω αυτώ διαµερίσµατι προς το σηµείον διακλαδώσεως της κινητής γραµµής εκ της σταθεράς. Εις την περίπτωσιν ταύτην αι σειρίδες συνδέσεως δέον να τοποθετώνται εντός προστατευτικών σωλήνων. Επί πλέον σταθεραί τροφοδοτικαί γραµµαί φωτιστικών συσκευών, απαρτιζόµεναι εκ συενστραµµένων σειρίδων, επιτρέπονται εντός κατοικισίµων δωµατίων εάν και εφ’ όσον πρόκειται περί ορατών γραµµών εγκατεστηµένων επί µονωτήρων εκ πορσελάνης ή υάλοι. Αντιθέτως, η χρησιµοποίησις σειρίδων εις γραµµάς προσαγωγής διακοπτών απαγορεύεται.
Επεξήγησις: ∆ια του όρου «φορηταί συσκευαί καταναλώσεως», υπό την έννοιαν της παραγρ. 2, νοούνται οι κινητήρες, αι συσκευαί και αι φωτιστικαί τοιαύται εφ’ όσον κείνται επί κινητών τραπεζών, ως και τα ηλεκτροακουστικά µηχανήµατα.
1. Η προσαγωγή εις κινητάς ή φορητάς συσκευάς καταναλώσεως δέον να επιτελήται µέσω σειρίδων µετά µονώσεως καταλλήλου δια την τάσιν λειτουργίας και τας συνθήκας χρησιµοποιήσεως, ακριβώς ως εάν επρόκειτο περί σταθερών γραµµών. Η διατοµή εκάστου αγωγού δέον να µη είναι κατωτέρα των ακολούθων ελαχίστων διατοµών:
(α) 0,75 τετρ. χιλ. δια χαλκίνους αγωγούς συνδεοµένους προς συσκευάς καταναλώσεως ονοµαστικής εντάσεως 6 αµπέρ το πολύ ή προς λήψεις ρεύµατος (δια συσκευάς) των 6 αµπέρ.
(β) 1 τετρ. χιλ. δια πάντας τους λοιπούς αγωγούς.
2. Η χρήσις συνεστραµµένων σειρίδων δεν επιτρέπεται εις χώρους υποκειµένους εις κινδύνους πυρκαϊάς ή εκρήξεως.
3. Αι κινηταί ή φορηταί σειρίδες δέον να φέρουν εξωτερικάς επενδύσεις παρεχούσας ικανοποιητικήν προστασίαν εις πρόσωπα και πράγµατα, αίτινες να προστατεύουν επί πλέον και αυτάς ταύτας τας σειρίδας έναντι µηχανικών ή χηµικών βλαβών.
4. Εντός βεβρεγµένων ή εµπεποτισµένων χώρων δι’ αγωγίµων υγρών, αι φορηταί σειρίδες δέον να επικαλύπτωνται δια κοινής αδιαβρόχου επικαλύψεως (άρθρα 217 ή 231).
5. Κινηταί σειρίδες φέρουσαι διακόπτην εις το άκρον αυτών, µόνον εκτάκτως δύνανται να επιτραπούν. Σχετικώς βλέπε άρθρον 46.
6. Η στερέωσις των σειρίδων επί των ρευµατοληπτών δέον να πληροί τους όρους της παραγρ. 6 του άρθρου 62.
7. Σειρίδες ελαφράς κατασκευής µετά περιβλήµατος εξ ελαστικού επιτρέπονται µόνον δια την σύνδεσιν ελαφρών συσκευών των οποίων ο χειρισµός θα εδυσχεραίνετο δια της χρησιµοποιήσεως σειρίδων συνήθους κατασκευής µετά περιβλήµατος εξ ελαστικού, στρογγύλων σειρίδων, κλπ.
Επεξήγησις: Αι µικραί συσκευαί αίτινες αναφέρονται εις παραγρ. 7 είναι π.χ. συσκευαί λήψεως ραδιοφωνικών εκποµπών, ηλεκτρικαί ξυριστικαί µηχαναί, συσκευαί ηλεκτρικής µαλάξεως, µικραί ιατρικαί συσκευαί, συσκευαί θερµού αέρος, κινητήρες ραπτοµηχανών, επιτραπέζιοι λυχνίαι και ηλεκτρικά ωρολόγια.
Αι κινηταί σειρίδες δέον να διακλαδίζωνται εκ των σταθερών γραµµών µέσω κυτίων µετά συνδέσµων δια κοχλιώσεως ή µέσω λήψεων ρεύµατος κατά τρόπον ώστε να είναι αποσυνδέσιµοι.
Επεξήγησις: Η σύνδεσις θα επιτελήται αναλόγως των περιστάσεων µέσω ροδάκων, κυτίων συνδέσεων ή διακλαδώσεων, κιβωτίων διακλαδώσεως, λήψεων ρεύµατος, κλπ. Όσον αφορά την χρήσιν συνδέσµων δια πολύφωτα (ντόµιµα ή κλέµενς) βλέπε άρθρα 84 και 171.
1. Κατά γενικόν κανόνα το µήκος των σειρίδων των φορητών λυχνιών δέον να µη υπερβαίνη τα 5µ.
2. Προκειµένου περί κινητών ή φορητών θερµικών συσκευών η χρήσις µακροτέρων σειρίδων επιτρέπεται µόνον υπό τον όρον όπως το µη χρησιµοποιούµενον τµήµα αυτών περιελίσσηται επί τυµπάνου.
Οι αγωγοί των σειρίδων τούτων δέον να προστατεύωνται έναντι µηχανικών βλαβών δια κοινού περιβλήµατος ιδιαιτέρως ανθεκτικού.
3. Ο οπλισµός ή η ελικοειδής µεταλλική επένδυσις των φορητών γραµµών απαγορεύεται.
Επεξήγησις: Προκειµένου περί λίαν εκτεθειµένων αγωγών, το περίβληµα δέον να συνίσταται εκ κανναβίνου πλέγµατος, οθονίνης επικαλύψεως, δέρµατος, κλπ. ∆ια τας συσκευάς οικιακής χρήσεως το τύµπανον περιελίξεως δύναται να αντικατασταθή δια διατάξεως εξασφαλιζούσης ισοδύναµον προστασίαν εις το καλώδιον. Αι σειρίδες επιµηκύνσεως (επεκτάσεις) αι εφωδιασµένει δια κινητών λήψεων, δύνανται να επιτραπούν εις τινάς περιπτώσεις (π.χ. δι’ απορροφητήρος κόνεως). Αι κινηταί αύται λήψεις δέον να πληρούν πάντας τους όρους τους σχετικούς µε τους ρευµατολήπτας και ρευµατοδότας εν γένει. Εφ’ όσον η επιµήκυνσις υπερβαίνει τα 5 µ. δέον επί πλέον να προβλέπηται και τύµπανον περιελίξεως ή ανάλογος διατάξις.
1. Αι φορηταί σειρίδες δέον να συνδέωνται προς τας σταθεράς γραµµάς µέσω ρευµατοληπτών ευκόλως αφαιρεσίµων.
2. Εκ του αυτού ρευµατολήπτου δεν δύναται να αναχωρή ειµή µόνον µία σειρίς.
Επεξήγησις: Εις τινάς περιπτώσεις (φωτισµός προθηκών, κλπ.), πλείονες σειρίδες, εκάστη των οποίων είναι εφωδιασµένη δια ρευµατολήπτου, δύνανται να συνδεθούν προς τον αυτόν ρευµατοδότην µέσω πολλαπλής λήψεως (φις πολλαπλού). Αντιθέτως η σύνδεσις των άκρων περισσοτέρων της µιας σειρίδος προς τον αυτόν ρευµατολήπτην απαγορεύεται.
1. Οι τροχιλοειδείς και κωδωνοειδείς µονωτήρες δέον να συνίστανται εκ πορσελάνης ή ετέρας ισοδυνάµου ουσίας.
2. Οι κωδωνοειδείς µονωτήρες δέον να στερεώνται επί υποστηριγµάτων επιψευδαργυρωµένων.
Τα χρησιµοποιούµενα υλικά στερεώσεως δέον να είναι αναλλοίωτα, να αποκλείηται δε η εξ υπαιτιότητος αυτών διάρηξις των µονωτήρων.
3. Η στήριξις των αγωγών επί των µονωτήρων δέον να είναι ανθεκτική και παγία λαµβανοµένων υπ’ όψιν, των τοπικών επιδράσεων.
Επεξήγησις: Η χρήσις του θείου ή των ενώσεων αυτού, δια την στερέωσιν των µονωτήρων επί των υποστηρηγµάτων αυτών, δέον να αποφεύγηται όλως ιδιαιτέρως. Αντιθέτως συνιστάται η χρήσις καννάβεως και µινίου, και πληρώσεων εξ εµπεποτισµένου χάρτου, γλυκερίνης, λιθαργύρου, κλπ.
∆ια την στερέωσιν των µεµονωµένων αγωγών επί των µονωτήρων, συνιστάται η χρήσις εµπεποτισµένου σπάγγου, αν µη γενικώς, τουλάχιστον δια τους υγρούς ή βεβρεγµένους χώρους, ή και µεµονωµένου σύρµατος ή αναλόγων προσδέσεων. Αι προσδέσεις µέσω µεταλλικών γυµνών συρµάτων δέον να επικαλύπτωνται δια µονωτικής ταινίας, εν συνεχεία δε να επαλείφωνται δια πίσσης ή βερνικίου ελαίου.
Εις τους παρόντας Κανονισµούς εξετάζονται οι κάτωθι σωλήνες:
1. Ο ι Μονωτικοί Σωλήνες, τουτέστιν µονωτικοί σωλήνες άνευ µεταλλικού οπλισµού ως οι εξ ελαστικού σκληροί ή µαλακοί τοιούτοι, σωλήνες εκ πορσελάνης ή υάλου, σωλήνες εξ εµπεποτισµένου χάρτου, κλπ.
Οι σωλήνες ούτοι δύνανται να χρησιµοποιώνται κατά τας διαβάσεις (διατρήσεις) χωρισµάτων, εις σηµεία διασταυρώσεως αγωγών προς άλλους αγωγούς ή προς µεταλλικά στοιχεία των οικοδοµών,
ως και όπισθεν πινάκων.
2. Οι Ωπλισµένοι Μονωτικοί Σωλήνες, τουτέστιν µονωτικοί σωλήνες µετά συνεχούς µεταλλικού οπλισµού του οποίου η µηχανική αντοχή ισοδυναµεί προς την αντοχήν σιδηρού περιβλήµατος πάχους 0,15 χιλ. τουλάχιστον δια σωλήνας εσωτερικής διαµέτρου µέχρι και 23 χιλ. και πάχους 0,18 χιλ. τουλάχιστον δια σωλήνας µεγαλυτέρας διαµέτρου. Οι σιδηροί οπλισµοί δέον να προστατεύωνται κατά της σκωριάσεως δι’ επαρκώς ανθεκτικού στρώµατος µολύβδου ή ισοδυνάµου αντιδιαβρωτικής ουσίας.
Οι σωλήνες ούτοι δύνανται να χρησιµοποιώνται εις ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν εντός χώρων ηλεκτρικής υπηρεσίας, ξηρών χώρων, κονιζοµένων ή παροδικώς υγρών χώρων, ως και εις αιθούσας συγκεντρώσεως ή θεάτρων. Κατ’ εξαίρεσιν, επιτρέπεται η ορατή αυτών εγκατάστασις εντός χώρων υποκειµένων εις κινδύνους πυρκαϊάς ή εκρήξεως, υπό τον όρον να προστατεύωνται επαρκώς κατά της φθοράς.
Μονωτικοί σωλήνες µε οπλισµόν εξ αργιλίου δύνανται να χρησιµοποιώνται µόνον εις ορατήν εγκατάστασιν εντός ξηρών χώρων.
3. Οι Εύκαµπτοι Μονωτικοί Σωλήνες µετά Ελικοειδούς Οπλισµού, τουτέστιν µονωτικοί σωλήνες εκ δύο υπερκειµένων ταινιών εµπεποτισµένου χάρτου και ελικοειδούς περιτυλίξεως δι’ επιµολυβδωµένου σιδηρελασµατίνου φλοιού.
Οι σωλήνες ούτοι δύνανται γενικώς να υποκαταστήσουν τους ωπλισµένους µονωτικούς σωλήνας. Εις περίπτωσιν εισαγωγήν αυτών εντός γωνιοσυνδέσµων ή συδνέσµων σχήµατος Τ, τα άκρα των σωλήνων τούτων δέον να εφοδιάζωνται δια µονωτικών προστοµίων.
4. Οι Σωλήνες µετά Χαλυβδίνου Οπλισµού (χαλυβοσωλήνες), τουτέστιν µονωτικοί σωλήνες µετά συνεχούς χαλυβδίνης επικαλύψεως πάχους 1 χιλ. τουλάχιστον, συνδεόµενοι προς αλλήλους µέσω κοχλιοτµήτων στορέων (µούφες), γωνιοσυνδέσµων ή κοχλιοτµήτων κυτίων ή δυναµένων οπωσδήποτε να συνδεθούν ικανοποιητικώς και σταθερώς προς τους σωλήνας µέσω κοχλιώσεως.
Οι σωλήνες ούτοι δύνανται γενικώς να χρησιµοποιώνται εις ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν εντός παντός χώρου µη κεκορεσµένου δια διαβρωτικών ατµών. Εν τοσούτω, η χρήσις αυτών εντός υγρών χώρων ήθελεν επιτραπή µόνον εκτάκτως και υπό τους περιορισµούς του άρθρου 220.
5. Οι Εύκαµπτοι Ωπλισ µ ένοι Μονωτικοί Σωλήνες µετά Ελικοειδούς
Ενισχυµένου Οπλισµού, τουτέσιτν µονωτικοί σωλήνες εκ δύο υπερκειµένων ταινιών εµπεποτισµένου χάρτου και δύο ελικοειδών περιτυλίξεων δια σιδηρελασµατίνου φλοιού, της εξωτερικής περιτυλίξεως, ούσης επιµολυβδωµένης.
Οι σωλήνες ούτοι δύνανται γενικώς να υποκαταστήσουν τους µονωτικούς σωλήνας µετά χαλυβδίνου οπλισµού εις ορατάς ή χωνευτάς εγκαταστάσεις εντός χώρων οι οποίοι δεν είναι υγροί, βεβρεγµένοι ή κεκορεσµένοι δια διαβρωτικών ατµών. Εν τοσούτω δεν επιτρέπονται κατά τας ορατάς διαβάσεις δαπέδων ουδέ εις εγκαταστάσεις επί τοιχωµάτων συχνά πλυνοµένων δι’ ύδατος, ούτε εις περιοχάς ένθα ενδέχεται να υποστούν βλάβην λόγω της ορατής αυτών εγκαταστάσεως.
Η σύνδεσις των σωλήνων τούτων προς αλλήλους ή προς µονωτικούς σωλήνας µετά χαλυβδίνου οπλισµού, δέον να επιτελήται µέσω ειδικών κοχλιωτών στορέων προστατευοµένων κατά της σκωριάσεως. Εις περίπτωσιν εισαγωγής αυτών εντός γωνιοσυνδέσµων ή συνδέσµων σχήµατος Τ, τα άκρα των σωλήνων τούτων δέον να εφοδιάζωνται δια προστοµίων εκ µονωτικής ουσίας.
6. Οι Μεταλλικοί Σωλήνες, τουτέστιν κλειστοί (άνευ σχισµής) µεταλλικοί σωλήνες των οποίων η µηχανική αντοχή ισοδυναµεί προς την αντοχήν σιδηρού σωλήνος πάχους 1 χιλ. τουλάχιστον, δυνάµενοι να συνδεθούν προς αλλήλους δια κοχλιοτµήτων στορέων, ως επίσης και χαλύβδινοι σωλήνες µετ’ επικαλυφθείσης σχισµής, ισοδυνάµου πάχους, συνδεόµενοι προς αλλήλους δια στορέων εφαρµοζόντων δι’ ισχυράς τριβής.
Εις ορατήν εγκατάστασιν πάντες οι µεταλλικοί σωλήνες δύνανται να χρησιµοποιηθούν όπως και οι σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού (χαλυβοσωλήνες). Εις χωνευτήν εγκατάστασιν η χρησιµοποίησις µεταλλικών σωλήνων µετά σχισµής, επικαλυφθείσης ή µη, απαγορεύεται.
Επεξήγησις: Εις χώρους όπου οι εκλυόµενοι ατµοί προσβάλλουν τον µόλυβδον, ως επίσης, όλως κατ’ εξαίρεσιν, δια περιορισµένης εκτάσεως εγκαταστάσεις εντός υγρών χώρων, η χρήσις σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού εγκαθισταµένων εις ορατήν εγκατάστασιν θέλει επιτραπή υπό τον όρον όπως η όλη εγκατάστασις εκτελεσθή µετ’ ιδιαιτέρας επιµελείας χρησιµοποιουµένων στεγανών εξαρτηµάτων, οι δε σωλήνες προστατευθούν δια στρώµατος βερνικίου διαρκείας. Εντός υγρών χώρων οι σωλήνες δέον να τηρώνται εις απόστασιν από των τοίχων και της οροφής µέσω καταλλήλων στηριγµάτων (βλέπε και άρθρον 220).
Οι µονωτικοί και οι µεταλλικοί σωλήνες δέον να είναι κατασκευής και διαστάσεων καταλλήλων ώστε αφ’ ης τοποθετηθούν να είναι ικανοί να αντέχουν εις τας µηχανικάς και διαβρωτικάς δράσεις εις τας οποίας ήθελον ευρεθή εκτεθειµένοι. Το εσωτερικόν και τα άκρα των σωλήνων τούτων πρέπει να είναι απολύτως λεία εις τρόπον ώστε το µονωτικόν περίβληµα των αγωγών να µη υφίσταται φθοράν κατά την έλξιν αυτών εντός των σωλήνων.
Επεξήγησις: Οσάκις ενδέχεται να λάβουν χώραν επαγωγικά φαινόµενα (βόµβος ή θέρµανσις), δέον κατά το δυνατόν να γίνη χρήσις µονωτικών σωλήνων ωπλισµένων δι’ ορειχάλκου ή καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως. Εις περίπτωσιν χρησιµοποιήσεως σιδηρών σωλήνων δέον να τηρηθούν αι διατάξεις του άρθρου 170.
1. Η εισαγωγή της παροχετεύσεως εντός οικοδοµής δύναται να εκτελεσθή είτε απ’ ευθείας δια της προσόψεως, είτε µέσω στυλίσκου. Αύτη δέον να διατάσσηται εις τρόπον ώστε τα γυµνά σύρµατα να µη είναι προσιτά άνευ ιδιαιτέρων µέσων ούτε εκ του εδάφους, ούτε εξ οιασδήποτε άλλης θέσεως της οικοδοµής συνήθως προσιτής εις πρόσωπα. Επί πλέον αι γραµµαί προσαγωγής δέον να είναι όσον το δυνατόν αποµεµακρυσµέναι των εξωτερικών µεταλλικών τµηµάτων της οικοδοµής (ελασµάτιναι στέγαι ή γωνίαι, υδρορόαι, κλπ.), ως και των εγκαταστάσεων των αλεξικεραύνων.
2. Κατά γενικόν κανόνα αι εξωτερικαί εναέριοι παροχετεύσεις δέον να ευρίσκωνται εις ύψος τουλάχιστον 6,0 µ. υπεράνω του εδάφους. Το ύψος τούτο δύναται να ελλαττωθή µόνον εφ’ όσον αποκλείεται η διέλευσις οχηµάτων κάτωθεν της παροχετεύσεως και εφ’ όσον δεν υπάρχει κίνδυνος επαφής προς τους αγωγούς αυτής µέσω εργαλείων ή αναλόγων αντικειµένων.
3. Εις τας δια της προσόψεως εισαγοµένας παροχετεύσεις δια γυµνών αγωγών των οποίων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 βολτ, αι παροχετεύσεις αύται δέον να οδηγώνται όσον το δυνατόν καθέτως επί την πρόσοψιν. Προειδοποιητική πινακίς δέον να τοποθετήται πλησίον της εισαγωγής.
4. Εξαιρέσει της περιπτώσεως καθ’ ην δεν υπάρχει άλλη λύσις, αι εισαγωγαί δέον να µη επιτελώνται µέσω χώρων υποκειµένων εις κινδύνους πυρκαϊάς, ουδέ µέσω κονιζοµένων, βεβρεγµένων ή εκκορεσµένων δια διαβρωτικών ατµών χώρων. Εφ’ όσον καθίσταται αδύνατος η αποφυγή της επιτελέσεως της εισαγωγής µέσω τοιούτων χώρων, αι ασφάλειαι εισόδου δέον να εγκλείωνται εντός αλεξιπύρων κιβωτίων µεγάλης µηχανικής αντοχής.
Σηµείωσις: Το παρόν κεφάλαιον αφορά εναερίους παροχετεύσεις και δη το τµήµα αυτών από του πρώτου µονωτήρος στηρίξεως αυτών επί της οικοδοµής ή του στυλίσκου, µέχρι της κυρίας ασφαλείας της εσωτερικής εγκαταστάσεως.
∆ια τας υπογείους παροχετεύσεις, ως και το υπόλοιπον τµήµα των εναερίων παροχετεύσεων, ίδε σχετικόν κεφάλαιον των «Κανονισµών Εξωτερικών Εγκαταστάσεων».
Επεξήγησις: Συνήθως προσιτά τµήµατα ή θέσεις των οικοδοµών είναι: τα παράθυρα, εξώσται, οριζόντιοι στέγαι, κλπ. Εάν η εισαγωγή δεν δύναται να διαταχθή εις τρόπον ώστε να πληρώνται οι όροι της παρ. 1, δέον να ληφθούν ειδικά µέτρα προστασίας έναντι της τυχαίας επαφής προς τους γυµνούς αγωγούς, ως η εγκατάστασις πλεγµάτων, το µόνιµον κλείσιµον των γειτνιαζόντων παραθύρων, κλπ. Επί πλέον δέον να τοποθετώνται και προειδοποιητικαί πινακίδες. Οσάκις αι συνθήκαι το επιτρέπουν, ο κίνδυνος εισόδου ατµοσφαιρικών εκκενώσεων εντός των εσωτερικών εγκαταστάσεων θέλει µειωθή δι’ αυξήσεως εις 1 τουλάχιστον µέτρον της αποστάσεως των γραµµών παροχετεύσεως από τα αναφερόµενα εν παραγρ. 1 µεταλλικά τµήµατα.
Εις περίπτωσιν εναερίων παροχετεύσεων, αι ατµοσφαιρικαί υπερτάσεις δύνανται ευκόλως να προκαλέσουν την έκρηξιν σπινθήρος µεταξύ των αγωγών και του κιβωτίου της κυρίας ασφαλείας, ιδίως εφ’ όσον τούτο είναι γειωµένον είτε αµέσως είτε εµµέσως επί του ουδετέρου. Συνιστάται όθεν, κυρίως εις περιοχάς ένθα αι καταιγίδες είναι συχναί, όπως, εις την περίπτωσιν εναερίων παροχετεύσεων, τα χρησιµοποιούµενα κιβώτια κυρίων ασφαλειών συνίστανται εκ µονωτικής ουσίας αλεξιπύρου.
1. Το τµήµα της παροχετεύσεως από του µονωτήρος τέρµατος αυτής (πρώτου µονωτήρος στηρίξεως) επί της οικοδοµής ή του στυλίσκου και της κυρίας ασφαλείας δέον να είναι όσον το δυνατόν βραχύ. Αναλόγως των τοπικών συνθηκών, το τµήµα τούτο δέον να απαρτίζηται εξ αγωγών εγκατεστηµένων επί κωδωνοειδών ή τροχιλοειδών µονωτήρων µεγάλης επιφανείας, εξ αγωγών τοποθετηµένων χωριστά εντός ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων ή µονωτικών σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού επαρκώς αφισταµένων αλλήλων, εν ανάγκη δε και εκ πολυπολικών καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως, τούτο δε και εκ πολυπολικών καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως, τούτο δε υπό τον όρον όπως τα καλώδια µη εφάπτωνται προς τα εύφλεκτα τµήµατα της οικοδοµής.
Εάν το µήκος του τµήµατος υπερβαίνη τα 3 µ., οι δε σωλήνες ή τα καλώδια έρχωνται εις επαφήν προς ευφλέκτους ουσίας, η εγκατάστσαις ασφαλειών εγγύς του πρώτου µονωτήρος στηρίξεως της παροχετεύσεως επί της οικοδοµής είναι απαραίτητος.
2. Οσάκις τοιούτον τµήµα παροχετεύσεως δεν προστατεύεται, τούτο δεν δύναται, γενικώς, να παρουσιάζη ούτε ενώσεις ούτε διακλαδώσεις. Αι απαραίτητοι διακλαδώσεις δέον να κολλώνται, αι δε κολλήσεις αυτών να αποχωρίζωνται προσεκτικώς απ’ αλλήλων εις τρόπον ώστε να παραµένουν µονίµως εις την θέσιν των, ως εάν επρόκειτο περί ορατών γραµµών.
Επεξήγησις: Τα περιλαίµια στηρίξεως δέον να µη αποτελούν ηλεκτρικήν σύνδεσιν των σωλήνων προς αλλήλους. Αι εισαγωγαί µέσω στυλίσκων δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 152. Αι ασφάλειαι αίτινς τοποθετούνται εγγύς του µονωτήρος τέρµατος (πρώτου µονωτήρος της γραµµής παροχετεύσεως επί της οικοδοµής) δέον να είναι τύπου αντέχοντος εις τας καιρικάς επιδράσεις. Εφ’ όσον αύται θα ήσαν δυσπρόσιτοι, δέον να εγκαθίστανται πλησίον της εισαγωγής συµπληρωµατικαί ασφάλειαι τα συντηκτικά των οποίων θα ήτο σκόπιµον να επιλέγωνται κατά τι µικροτέρας εντάσεως της των συντηκτικών των προαναφερθεισών ασφαλειών. Η διατοµή της µεταξύ των δύο οµάδων ασφαλειών γραµµής, δέον να ανταποκρίνηται εις την ονοµαστικήν έντασιν των συντηκτικών της πρώτης οµάδος ασφαλειών.
∆ιακλαδώσεις κατά το µη προστατευόµενον τµήµα της γραµµής παροχετεύσεως παρουσιάζονται π.χ. οσάκις η αυτή παροχέτευσις τροφοδοτεί δύο κτίρια ή οσάκις µία ειδική προσαγωγή δέον να διακλαδισθή προ της κυρίας ασφαλείας δια την τροφοδότησιν του δηµοσίου φωτισµού ή σειρήνων συναγερµού.
Η ελαχίστη επιτρεποµένη διατοµή δια τους αγωγούς εισαγωγής είναι 6 τετρ. χιλ.
1. Η εισαγωγή δια της προσόψεως δέον να διατάσσηται κατά τρόπον ώστε να µη δύναται να εισδύση εντός των σωλήνων εισαγωγής ούτε βροχή ούτε χιών, ουδέ το εκ της συµπυκνώσεως ατµών προκύπον ύδωρ να δύναται να σταθµεύσει εντός αυτών. Τα εις το εξωτερικόν της οικοδοµής ευρισκόµενα άκρα των σωλήνων εισαγωγής δέον να εφοδιάζωνται δια κυρτών ακροσωληνίων (τσιµπουκίων) εκ µονωτικής ουσίας.
2. Κατά την εισαγωγήν των εναερίων γραµµών εντός των οικοδοµών, έκαστος αγγός θα τοποθετήται εντός χωριστού µονωτικού σωλήνος αντέχοντος εις την υγρασίαν και διαπερώντος εντελώς τον τοίχον.
3. Κατά τας διαβάσεις µέσω χωρισµάτων (τοίχων), έκαστος µονωτικό σωλήν δέον να εγκαθίσταται εντός µεταλλικού προστατευτικού χιτωνίου.
4. Οσάκις η εισαγωγή επιτελείται µέσω αγωγών µετά µολυβδίνης επενδύσεως µη ωπλισµένων, οι αγωγοί ούτοι δέον να διέρχωνται µετ’ αισθητής ανοχής δια µέσου επαρκώς µεγάλων οπών ή εντός σωλήνων. Επ’ ουδενί λόγω επιτρέπεται η εγκατάστασις αυτών χωνευτών εντός της τοιχοποιίας. Εν τοσούτω, µία ελαφρά επικάλυψις κατά τα σηµεία εισόδου και εξόδου του τοίχου θέλει επιτραπή.
5. Τα µη ωπλισµένα καλώδια δέον να τυγχάνουν µηχανικής προστασίας.
Τα άκρα των δια τας εισαγωγάς χρησιµοποιουµένων καλωδίων δέον να διαµορφώνται κατά τρόπον αποκλείοντα την είσοδον υγρασίας.
Επεξήγησις: Εφ’ όσον η παροχέτευσις προστατεύεται κατά πάσης υπερεντάσεως µέσω ασφαλειών, η χρησιµοποίσις ιδιαιτέρου µονωτικού σωλήνος δι’ έκαστον των αγωγών δεν είναι αναγκαία. Αντιθέτως, οι µη προστατευόµενοι ή ανεπαρκώς προστατευόµενοι αγωγοί, δέον να µη εγκαθίστανται εντός κοινού σωλήνος και τούτο µέχρι της ασφαλείας της εισόδου. Εις τοιαύτας περιπτώσεις επιτρέπεται η απόκλισις από των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 170.
Η χρησιµοποίησις µεταλλικών προστατευτικών σωλήνων δεν είναι υποχρεωτική κατά τας διελεύσεις µέσω λεπτών χωρισµάτων εκ πλινθοδοµής, ξύλου ή τοιχοποιίας εάν και εφ’ όσον αποκλείωνται οι καθιζήσεις.
Οσάκις η παροχέτευσις εις εσωτερικήν εγκατάστασιν εξ εναερίου δικτύου µέσω απλών µεµονωµένων αγωγών διαφερόντων την πρόσοψιν παρουσιάζει δυσκολίας, θα ήτο ίσως προτιµωτέρα η χρησιµοποίησις (δια την εισαγωγήν) ωπλισµένου καλωδίου µολυβδίνης επενδύσεως το οποίον εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα είχεν ανάγκην συµπληρωµατικής προστασίας.
Τα άκρα των καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεως δέον γενικώς να εφοδιάζωνται δια κιβωτίων πεπληρωµένων δια µονωτικής ουσίας. Εξαιρέσεις τινές επιτρέπονται µόνον εις περίπτωσιν καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεως µετά µονώσεως εξ ελαστικού (βλέπε άρθρον 178).
1. Οι στυλίσκοι δέον να είναι κατεσκευασµένοι εκ γαλβανισµένων σωλήνων εσωτερικής διαµέτρου 50 χιλ. τουλάχιστον, να είναι δε ισχυράς κατασκευής όπως αντέχουν εις τας µηχανικάς κοπώσεις. Οι σωλήνες ούτοι δέον να φέρωσιν καλύµµατα κορυφής (καπέλλα) εµποδίζοντα την είσοδον βροχής. Τα άκρα αυτών δέον να διαµορφούνται εις τρόπον ώστε να µη προκύπτη κίνδυνος φθοράς των αγωγών κατά την εισαγωγήν αυτών εντός των στυλίσκων. Όταν η εγκατάστασις των αγωγών συµπληρωθή ούτοι δέον να µη εφάπτωνται επί του κατωτέρου άκρου του σωλήνος ουδέ επί των κοχλιών υποστηρίξεως αυτού.
2. Η διάταξις και αι διαστάσεις των στυλίσκων δέον να είναι τοιαύται ώστε η απόστασις των εναερίων αγωγών υπέρ την στέγην να είναι 2,5 µ. τουλάχιστον. Η απόστασις αύτη προκειµένου περί γειωµένων αγωγών, δύναται να ελαττωθή εις 2,0 µ.
3. Η θέσις των στυλίσκων δέον να επιλεγή κατά τρόπον ώστε το κατώτερον αυτών άκρον να εκβάλη εις καλώς αεριζοµένην περιοχήν. ∆έον να λαµβάνηται µέριµνα όπως το εκ της συµπυκνώσεως ατµών προκύπτον ύδρω, το οποίον θα ηδύνατο να αποστάζη εκ των στυλίσκων, µη πίπτη επί ηλεκτρικών αγωγών ή συσκευών.
4. Εντός των στυλίσκων δύνανται να τοποθετηθούν είτε αγωγοί µετ’ ενισχυµένης επενδύσεως εξ ελαστικού ή θερµοπλαστικής ουσίας ιδιαιτέρως ανθισταµένης εις την θερµότητα, είτε καλώδια µετά µολυβδίνης επενδύσεως. Η εισαγωγή γραµµών των οποίων η τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ έναντι της γης δεν δύναται να γίνη δια του αυτού στυλίσκου δια του οποίου διέρχονται και γραµµαί χαµηλοτέρας τάσεως.
5. Προειδοποίησις απαγορεύουσα την επαφήν προς τους αγωγούς δέον να στερούνται εφ’ εκάστου στυλίσκου.
Επεξήγησις: Η στερέωσις των στυλίσκων επί των οικοδοµών δέον να είναι αναµφισβητήτου αντοχής. Οι χρησιµοποιούµενοι σωλήνες δέον να είναι επαρκούς µήκους ώστε να εξασφαλίζηται η άµεµπτος στερέωσις αυτών, και επαρκώς ισχυροί ώστε να εξασφαλίζηται επαρκής µηχανική αντοχή έναντι των παρά των αγωγών ασκουµένων δυνάµεων. Εν ανάγκη θα γίνεται χρήσις και επιτόνων.
Το κατώτερον άκρον των στυλίσκων δέον να εφοδιάζηται δια µονωτικού προστοµίου ίνα αποφεύγηται η επαφή των αγωγών προς την βάσιν του σωλήνος ή τους κοχλίας υποστηρίξεως.
Ο αυτός στυλίσκος δέον, κατά το δυνατόν, να µη περικλείη γραµµάς η τάσις των οποίων ή µιας εξ αυτών υπερβαίνει τα 250 βολτ έναντι της γης, ουδέ γραµµάς ετεροειδών ρευµάτων ή ανηκούσας εις χωριστάς οµάδας ασφαλειών.
1. Οι στυλίσκοι θα τοποθετώνται κατά το δυνατόν επαρκώς χαµηλά επί των οικοδοµών εις τρόπον ώστε το ανώτερον αυτών άκρον να µη υπερβαίνη την κορυφήν της στέγης.
2. Θα αφίεται κατά το δυνατόν επαρκής απόστασις µεταξύ των στυλίσκων και των στοιχείων αλεξικεραύνου ή γυµνών µεταλλικών τµηµάτων της οικοδοµής, εις τρόπον ώστε να είναι αδύνατος η σύγχρονος επαφή ανθρώπου προς τον στυλίσκον και αυτά. Στυλίσκοι δια τους οποίους ο όρος ούτος πληρούται δεν θα συνδέωνται ηλεκτρικώς προς το αλεξικέραυνον.
3. Οσάκις η πλήρωσις του όρου της παρ. 2 δεν ήθελε καταστή δυνατή, οι στυλίσκοι δέον να γειώνται αµέσως ή εµµέσως επί του ουδετέρου, κατά τας διατάξεις του άρθρου 19, να συνδέωνται δε επί πλέον και προς το αλεξικέραυνο. Αι συνδέσεις αύται δέον να εκτελώνται µόνον παρά του προσωπικού της Ηλεκτρικής Εταιρίας ∆ιανοµής ή παρά των σαφώς υπ’ αυτής καθοριζοµένων προσώπων, υπάγονται δε υπό τον έλεγχον της Εταιρίας ταύτης. Αι συνδέσεις των στυλίσκων προς τα αλεξικέραυνα θα επιτελώνται µέσω περιλαιµίων.
4. Πας στυλίσκος προσιτός τοις πάσιν από θέσεων µη µεµονωµένων, δέον να γειούται αµέσως ή εµµέσως επί του ουδετέρου κατά τας διατάξεις του άρθρου 19.
5. Στυλίσκοι οίτινες κανονικώς δεν συνδέονται µετά του ουδετέρου, δέον να γειώνται προσκαίρως επ’ αυτού κατά την διάρκειαν εργασιών επί της γραµµής.
Επεξήγησις: Αι προηγούµεναι διατάξεις αφορούν αποκλειστικώς τους στυλίσκους οίτινες χρησιµεύουν δια την εισαγωγήν των παροχετεύσεων εις τας οικοδοµάς και οίτινες κατά συνέπειαν αποτελούν τµήµα των εσωτερικών εγκαταστάσεων. Κατά την επιλογήν της θέσεως ενός στυλίσκου δέον να επιδιώκωµεν την αποµάκρυνσιν αυτού από παντός τµήµατος εγκαταστάσεως αλεξικεραύνου ή ετέρου γειωµένου µεταλλικού εξαρτήµατος ούτως ώστε να αποφεύγηται η άµεσος αυτού γείωσις ή η επί του ουδετέρου έµµεσος τοιαύτη. Εν ανάγκη θα µετατοπίσωµεν και οιανδήποτε ενοχλητικήν γραµµήν αλεξικεραύνου. Οσάκις δεν δυνάµεθα να αποφύγωµεν την σύνδεσιν του στυλίσκου προς το αλεξικέραυνον, µόνον η Ηλεκτρική Εταιρία ∆ιανοµής ή πρόσωπα σαφώς οριζόµενα παρά ταύτης δύνανται να προβούν εις τας οριζοµένας συνδέσεις του στυλίσκου προς το αλεξικέραυνον, κλπ.
Επί των επιπέδων στεγών, ταρατσών, κλπ., εφ’ όσον οι στυλίσκοι είναι ευπρόσιτοι, δέον πάντοτε να γειώνται αµέσως ή εµµέσως επί του ουδετέρου.
Κατά την διάρκειαν εργασιών επί δικτύων µετά γειωµένου ουδετέρου, καθίσταται αναγκαία η πρόσκαιρος γείωσις των στυλίσκων επί του ουδετέρου.
Εις παροχετεύσεις εναλλασσοµένου ρεύµατος, ο ουδέτερος ή γειωµένος αγωγός της παροχτεύσεως δέον να γειούται εγγύτατα της εισαγωγής εις την οικοδοµήν και δη προ της πρώτης απαντωµένης διατάξεως αποζεύξεως της εγκαταστάσεως εκ της εισαγωγής της παροχετεύσεως.
Επεξήγησις: Ή ως άνω γείωσις διέπεται υπό των διατάξεων του κεφαλ. ΙΙΙ, ειδικώτερον δε τα ηλεκτρόδια γειώσεως υπό των άρθρων 26 και 27 του κεφαλαίου τούτου.
1. Πάσα εσωτερική εγκατάστασις δέον να εφοδιάζηται δια κυρίας ασφαλείας διακοπής επί πάντων των πόλων. Η ασφάλεια αύτη δέον να είναι ανά πάσαν στιγµήν ευπρόσιτος να εγκαθίσταται δε κατά το δυνατόν πλησίον της εισαγωγής της παροχετεύσεως.
2. Εφ’ όσον αι κύριαι ασφάλειαι εγκαθίστανται πλησίον ευφλέκτων ουσιών, αύται δέον να εγκαθίστανται εντός ακαύστων κιβωτίων ισχυροτάτης κατασκευής.
3. Η ονοµαστική έντασις των συντηκτικών των κυρίων ασφαλειών θα επιλέγηται βάσει της διατοµής της κυρίας γραµµής ήτις άρχεται απ’ αυτών, συµφώνως δε προς τας διατάξεις του άρθρου 126.
Επεξήγησις: Το προτασσόµενον των κυρίων ασφαλειών τµήµα της γραµµής δέον να πληροί τους όρους του άρθρου 149. Καθ’ ό,τι αφορά την κυρίαν ασφάλειαν των βιοµηχανικών εγκαταστάσεων αίτινες διαθέτουν ίδιον υποσταθµόν µετασχηµατισµού, βλέπε την επεξήγησιν του άρθρου 51. Κατά την µεταρρύθµισιν εγκαταστάσεων εις τοιαύτας καταλλήλους δια την κανονικήν τάσιν των 220/380 βολτ, αι κύριαι ασφάλειαι των 250 βολτ δέον να αντικαθίστανται δι’ ασφαλειών (ασφαλειοθήκαι και φυσίγγια) των 500 βολτ. Η διάταξις αύτη ισχύει ωσαύτως και δια διπολικά κυκλώµατα µεθ’ ενός αγωγού φάσεως και ενός ουδετέρου (220 βολτ).
1. Γενικώς η παρεµβολή ασφαλειών εις τους κανονικώς γειωµένους αγωγούς απαγορεύεται κατά τας ακολούθως περιπτώσεις:
(α) Εις κυκλώµατα µετά περισσοτέρων των δύο αγωγών.
(β) Εις κυκλώµατα δια δύο αγωγών εφ’ όσον ο εις τούτων χρησιµοποιείται ως αγωγός γειώσεως.
2. Η παρεµβολή ασφαλειών εις τον ουδέτερον κυκλώµατος µετά δύο αγωγών, επιτρέπεται µόνον εφ’ όσον ο αγωγός ούτος δεν χρησιµοποιείται δια την έµµεσον γείωσιν (γείωσις επί του ουδετέρου) των συσκευών καταναλώσεως.
3. Οι γειωµένοι αγωγοί οίτινες δεν προστατεύονται υπό ασφαλείας δέον να εφοδιάζωνται δια γεφυροσυνδέσµου. Τα γυµνά µεταλλικά τµήµατα του γεφυροσυνδέσµου τούτου δέον να προστατεύωνται κατά πάσης ακουσίας επαφής καθ’ α σηµεία είναι προσιτά και εις µη αρµόδια πρόσωπα.
4. Εξαίρεσις της εν παραγρ. 1 απαγορεύσεως δύναται να γίνη µόνον δια τας περιπτώσεις τας προβλεποµένας παρά του άρθρου 20 και συµφώνως προς τας διατάξεις αυτού.
Επεξήγησις: Η περίπτωσις (β) της παραγρ. 1 αντιστοιχεί εις το διάγραµµα ΙΙΙ του άρθρου 20, ενώ η περίπτωσις της παραγρ. 2 αντιστοιχεί εις το διάγραµµα Ι και ΙΙ του αυτού άρθρου. Ο γεφυροσύνδεσµος δύναται να συνίσταται εκ συσφιγγοµένου σταθερού κοχλίου ευκόλως προσιτού.
Εάν ο ουδέτερος είναι γειωµένος µέσω ασφαλείας, εν συνεχεία δε ήθελε παραστή ανάγκη χρησιµοποιήσεως αυτού ως αγωγού γειώσεως, δέον να προηγηθή η αντικατάστασις του φυσιγγίου της ασφαλείας του δια πωµατοσυνδέσµου µητηκοµένου. Ο πωµατοσύνδεσµος δέον να διαστέλληται των λοιπών φυσιγγίων τόσον εκ του σχήµατος αυτού όσον και εκ του κιτρίνου αυτού χρώµατος, εις τρόπον ώστε να µη υπάρχη φόβος να τον θέση τις, κατά λάθος, εις την θέσιν συνήθους φυσιγγίου.
Ούτος δέον να δύναται να εισάγηται ή εξάγηται µόνον τη βοηθεία εργαλείου, να µη είναι δυνατόν να αποκοχλιωθή αφ’ εαυτού, και να φέρη και µονωτικήν κεφαλήν. Οι πωµατοσύνδεσµοι δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν ειµή εις παλαιάς εγκαταστάσεις. Εις νέας εγκαταστάσεις δέον να χρησιµοποιώνται ειδικοί γεφυροσύνδεσµοι διαστελλόµενοι, εξ όψεως, από των φυσιγγίων.
Τα καλύµµατα (καπάκια) των ασφαλειοθηκών µετ’ ενσωµατωµένου γεφυροσυνδέσµου του ουδετέρου, δέον να έχουν τοιούτον σχήµα ώστε να καθίσταται αδύνατος η τοποθέτησις αυτών εις την θέσιν των εφ’ όσον ο γεφυροσύνδεσµος ούτος είναι ανοικτός. Ο αυτός κανών δέον να τηρήται και δια τα καλύµµατα ανεξαρτήτων γεφυροσυνδέσµων του ουδετέρου. Αντιθέτως δεν είναι εφαρµόσιµος ούτε εις τους εγκιβωτισµένους διακόπτας, ούτε εις τα κιβώτια των ασφαλειών αίτινες είναι προσιταί αποκλειστικώς εις το προσωπικόν της Ηλεκτρικής Εταιρίας ∆ιανοµής. Ίνα τούτο εξασφαλίζηται δέον, είτε τα κιβώτια ταύτα να σφραγίζωνται παρά της Ηλεκτρικής Εταιρίας ∆ιανοµής, είτε το άνοιγµα αυτών να επιτελήται µόνον τη βοηθεία ειδικών κλειδών τας οποίας να διαθέτη µόνον το προσωπικόν της Εταιρίας ταύτης. Καθ’ ό,τι αφορά τους εγκιβωτισµένους διακόπτας βλέπε τας διατάξεις του άρθρου 48.
Οι αγωγοί δέον να διατίθενται κατά τρόπον ώστε να είναι εύκολος ο ανά πάσαν στιγµήν έλεγχος της µονώσεως αυτών, ο δε εντοπισµός και εξάλειψις πάσης βλάβης να δύναται να συντελεσθή ταχέως. Προς τον σκοπόν τούτον, πάσα διακλάδωσις εκ της κυρίας γραµµής δέον να δύναται να αποχωρισθή ταύτης χωρίς να παραστή ανάγκη αποκοπής ή αποκολλήσεως των συρµάτων.
Επεξήγησις: Εις µεγάλας εγκαταστάσεις (εργοστάσια, εστιατόρια, καταστήµατα, κλπ.), καθώς και εις µεγάλας κατοικίας, δέον να εγκαθίστανται όσον το δυνατόν περισσότερα κυκλώµατα λυχνιών, έστω και εάν µικρότερος αριθµός οµάδων ασφαλειών θα ηδύνατο να επαρκέση.
Καθ’ α σηµεία είναι εκτεθειµένοι εις µηχανικάς βλάβας, οι αγωγοί δέον να εγκαθίστανται εντός επαρκώς ισχυρών σωλήνων ή να παρέχηται εις αυτούς ετέρα ισοδύναµος προστασία. Το αυτό ισχύει και δια τους αγωγούς τους λίαν προσιτούς τους ευρισκοµένους εντός διαµερισµάτων προσιτών και εις µη ειδικευµένα πρόσωπα, ως και δια τους αγωγούς οίτινες ευρίσκονται εν γειτνιάσει προς ουσίας ή αντικείµενα εύφλεκτα.
Επεξήγησις: Οι επί κωδωνοειδών ή τροχιλοειδών µονωτήρων εγκαθιστάµενοι αγωγοί ως και τα µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλώδια, δέον να προστατεύωνται δια προφυλακτήρων καθ’ α σηµεία ταύτα είναι εκτεθειµένα. Η τοιαύτη προστασία δέον να µη αποκρύπτη την γραµµήν ουδέ να συντείνη εις την συσσώρευσιν κόνεως. Γενικώς, η τελείως κλειστή επικάλυψις δέον να αποφεύγηται.
1. Η διατοµή των αγωγών της κυρίας γραµµής της αναχωρούσης εκ της κυρίας ασφαλείας δέον να µη είναι µικροιτέρα των 6 τετρ. χιλιοστ. Κατ’ αγωγόν.
2. Ο ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός της κυρίας γραµµής, δέον να κέκτηται την αυτήν τουλάχιστον διατοµήν προς την των λοιπών αυτής αγωγών.
3. Εις τας διακλαδώσεις εφαρµόζονται αι διατάξεις αι αφορώσαι τας κυρίας γραµµάς. Εν τοσούτω, οσάκις ο ουδέτερος ή µεσαίος αγωγός γραµµής διακλαδώσεως χρησιµοποιείται αποκλειστικώς δια σκοπούς γειώσεως, η διατοµή αυτού δύναται να ληφθή συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 21.
Επεξήγησις: Η ελαχίστη διατοµή της κυρίας γραµµής κατά τας διατάξεις της παραγρ. 1 δύναται να υποβιβασθή και µέχρι 4 τετρ. χιλ., εάν και εφ’ όσον αποκλείεται µία µελλοντική επέκτασις της εγκαταστάσεως. Η περίπτωσις αύτη δύναται να προκύψη εις µικρά κτίρια, επί παραδείγµατι.
1. Οι αγωγοί οι διαπερόντες δάπεδα ή χωρίσµατα δέον να προστατεύωνται, δια καταλλήλων σωλήνων, έναντι πάσης µηχανικής φθοράς ή διαβρωτικής δράσεως.
2. Αι διαβάσεις δέον να µη περικλείουν ουδεµίαν σύνδεσιν αγωγών ή σωλήνων.
3. Οσάκις δεν υπάρχει φόβος φθοράς εκ µηχανικών ή διαβρωτικών δράσεων, αι διαβάσεις των χωρισµάτων και οροφών δύνανται να επιτελώνται µέσω ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων εξεχόντων της επιφανείας του χωρίσµατος ή της οροφής κατά 5 χιλ. τουλάχιστον. ∆ια τας διαβάσεις δαπέδων δέον να γίνεται χρήσις µεταλλικών σωλήνων δι’ εξελάσεως άνευ ραφής ή σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού. Όσον αφορά τους ωπλισµένους µονωτικούς σωλήνας ούτοι δέον να διέρχωνται εντός µεταλλικών προστατευτικών χιτωνίων. Ταύτα δέον να εκτείνωνται τουλάχιστον µέχρι της επιφανείας της οροφής, να υπερβαίνουν δε το δάπεδον κατά 20 εκ. τουλάχιστον, εάν και εφ’ όσον βεβαίως ο φόβος µηχανικής φθοράς δεν απαιτή την επαύξησιν του µήκους τούτου. Τα τµήµατα των µετά χαλυβδίνου οπλισµού σωλήνων των διαβάσεων θα συνενώνται µέσω στορέων (σύνδεσµοι σωλήνων, µούφαι, µανσόν), προς τους µονωτικούς σωλήνας δια των οποίων συνεχίζονται.
4. Η χρήσις ενός µόνον σωλήνος διαβάσεως περικλείοντος όλους τους αγωγούς µιας γραµµής επιτρέπεται µόνον αν αµφότεροι οι εκατέρωθεν της διαβάσεως χώροι είναι ξηροί ή και αν ο σωλήν ούτος είναι επέκτασις εγκαταστάσεως οδευούσης αποκλειστικώς εντός σωλήνων, εις ένα τουλάχιστον εκ των δύο χώρων. Κατά τας διαβάσεις προς υγρούς ή βεβρεγµένους χώρους των επί µονωτήρων
γραµµών, έκαστος των αγωγών της γραµµής δέον να διέρχηται δι’ ιδιαιτέρου σωλήνος διαβάσεως.
5. Οι µονωτικοί σωλήνες των διαβάσεων προς βεβρεγµένους χώρους, δέον να διατίθενται κατά τρόπον ώστε να µη δύναται να εισδύση εντός αυτών υγρασία ουδέ και να λιµνάζη εντός αυτών το εκ
της συµπυκνώσεως ατµών προκύπτον ύδωρ.
6. ∆ια τας µέσω µη ωπλισµένων καλωδίων µετ’ επενδύσεως µολύβδου διαβάσεις, δέον να εγκαθίστανται µεταλλικά προστατευτικά χιτώνια επιτρέποντα την ελευθέραν και άνευ προκλήσεως βλάβης διέλευσιν των καλωδίων. Κατά τας διαβάσεις των δαπέδων τα µεταλλικά ταύτα προστατευτικά χιτώνια των καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεως, δέον να πληρούν τους όρους της παραγράφου 3.
Επεξήγησις: Οι µονωτικοί σωλήνες οίτινες χρησιµοποιούνται εις τας διαβάσεις υγρών ή βεβρεγµένων χώρων δέον να συνίστανται εκ µη υδροφίλου ουσίας, να είναι δε κατεσκευασµένοι εξ ενός τεµαχίου (µονοκόµµατοι) εις τρόπον ώστε να µη παρουσιάζουν ενώσεις. Ούτοι δέον να τοποθετώνται µετ’ ελαφράς κλίσεως προς τον υγρόν χώρον.
Εις σταύλους και σιτοβολώνας, αι ηλεκτρικαί γραµµαί δέον να µη διέρχωνται ελευθέρως µέσω ευρειών οπών ανοιγοµένων εις τα τοιχώµατα, καθόσον συχνά συµβαίνει αι οπαί αύται να αποφράσσωνται από διάφορα αντικείµενα (κουρέλια, άχυρα, κλπ.).
Κατά τας διαβάσεις καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως, είναι προτιµώτερον όπως τα προστατευτικά χιτώνια µη εξέχουν του χωρίσµατος, τα δε άκρα αυτών τηρώνται υπό ελαφράν εσοχήν.
Τα άκρα της οπής διελεύσεως δέον να στρογγυλεύωνται ή καλύπτωνται δι’ ελαφρού κονιάµατος µη προσβάλλοντος το καλώδιον.
Αι γραµµαί επί µονωτήρων απαρτίζονται από αγωγούς οίτινες δεν προστατεύονται εντός σωλήνων ουδέ φέρουν µεταλλικόν οπλισµόν.
Εφ’ όσον δεν υπόκεινται εις φθοράς, οι αγωγοί των γραµµών τούτων δύνανται να εγκαθίστανται επί κωδωνοειδών ή τροχιλοειδών µονωτήρων. Τα ευπρόσιτα τµήµατα των γραµµών τούτων ή τα ευρισκόµενα εις µέρη εκτεθειµένα, δέον να προστατεύωνται δια προφυλακτήρων ή καταλλήλων σωλήνων.
Επεξήγησις: Αι επί των µονωτήρων γραµµαί είναι πλέον εκτεθειµέναι εις φθοράν παρά αι εντός σωλήνων γραµµαί, καθόσον ευρίσκονται εις απόστασιν από του τοίχου, ως εκ τούτου δε παρουσιάζουν σχετικήν χαλαρότητα. Αφ’ ετέρου, η προστασία των ευπροσίτων επί µονωτήρων γραµµών µέσω προφυλακτικών επικαλύψεων συντείνει εις την συσσώρευσιν κόνεως και ακαθαρσιών, αποκρύπτει δε τας γραµµάς από ενδεχόµενον έλεγχον. Αι προφυλακτικαί επικαλύψεις δέον να πληρούν τους όρους των άρθρων 158 και 165.
1. Εις χώρους προσιτούς τοις πάσιν, µόνον εκτάκτως δύναται να γίνη χρήσις γυµνών αγωγών, τούτο δε εφ’ όσον η ατµόσφαιρα περιέχει διαβρωτικούς ατµούς οίτινες ήθελον καταστρέψη συντόµως τας µονωτικάς επενδύσεις των µεµονωµένων αγωγών. Εις την περίπτωσιν ταύτην δέον να ληφθούν κατάλληλα µέτρα αποκλείοντα τόσον την τυχαίαν επαφήν όσον και τα βραχυκυκλώµατα.
2. Κατά το µέτρον του δυνατού, οι γυµνοί αγωγοί δέον να εγκαθίστανται επί κωδωνοειδών µονωτήρων τα δε µεταξύ αυτών διαστήµατα να είναι τα ακόλουθα:
(α) 20 εκ. τουλάχιστον, δι’ αποστάσεις µεταξύ διαδοχικών µονωτήρων υπερβαινούσας τα 6 µ.
(β) 15 εκ. τουλάχιστον, δι’ αποστάσεις µεταξύ διαδοχικών µονωτήρων 4 έως 6 µ.
(γ) 10 εκ. τουλάχιστον, δι’ αποστάσεις µικροτέρας των 4 µ.
3. Η απόστασις των γυµνών αγωγών από έτερα αντικείµενα, οίον πλαίσια, χωρίσµατα, οροφάς, κλπ., δέον να είναι 5 εκ. τουλάχιστον.
Επεξήγησις: Αι ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρµόζονται επί των µη µεµονωµένων αγωγών γειώσεως, οίτινες δύνανται να εγκαθίστανται και επί τροχιλοειδών µονωτήρων ή εντός προστατευτικών σωλήνων.
Τα εν παραγρ. 2 διαστήµατα δεν εφαρµόζονται προκειµένου περί δυσκάµπτων αγωγών ή συνδετικών ράβδων εγκαταστάσεων ζεύξεως ή διανοµής. Εν τοσούτω, και εις τας περιπτώσεις ταύτας, τα διαστήµατα δέον να είναι αρκετά µεγάλα ώστε να αποκλείηται οιαδήποτε επαφή µεταξύ των αγωγών.
1. ∆ια τους µεµονωµένους αγωγούς τους εγκατεστηµένους επί κωδωνοειδοών ή τροχιλοειδών µονωτήρων δέον να τηρώνται τα κάτωθι ελάχιστα διαστήµατα:
(α) Εντός ξηρών χώρων, 2 εκ. µεταξύ αγωγών και 1 εκ. µεταξύ αγωγού και γειτνιαζόντων αντικειµένων (τοίχοι, οροφαί, προφυλακτήρες, κλπ.).
(β) Εντός υγρών χώρων, 3 εκ. µεταξύ αγωγών και 2 εκ. µεταξύ αγωγού και γειτνιαζόντων αντικειµένων.
(γ) Εντός βεβρεγµένων χώρων, 4 εκ. µεταξύ αγωγών και 3 εκ. µεταξύ αγωγού και γειτνιαζόντων αντικειµένων.
2. Αι αποστάσεις µεταξύ κωδωνοειδών ή τροχιλοειδών µονωτήρων δεν δύνανται να υπερβαίνουν τας ακολούθους µεγίστας τιµάς:
(α) 1,20 µ. δια τας οριζοντίας γραµµάς µέχρι διατοµής 10 τετρ. χιλ.
(β) 1,50 µ. δια τας κατακορύφους γραµµάς και τας οριζοντίας µε διατοµήν µεγαλυτέραν των 10 τετρ. χιλ.
3. Παρέκκλισις εκ των διατάξεων των παρ. 1 και 2 επιτρέπεται µόνον υπέρ των µεµονωµένων γραµµών των διερχοµένων εντός διαµερισµάτων µεγάλου ύψους οροφής, εφ’ όσον η ύπαρξις βέλους δεν παρουσιάζει εµπόδιον.
1. Επικαλύψεις δύνανται να χρησιµοποιηθούν µόνον εφ’ όσον δεν ενδείκνυται ή δεν επιτρέπεται η εντός σωλήνων εγκατάστασις των αγωγών.
2. Αι επικαλύψεις δέον να µη εφάπτωνται των κωδωνοειδών ή τροχιλοειδών µονωτήρων εφ’ ων είναι εγκατεστηµένοι οι αγωγοί. Αι ελάχισται επιτρεπόµεναι αποστάσεις µεταξύ αγωγών και παρειών των επικαλύψεων καθορίζονται υπό των άρθρων 163 και 164.
3. Κλεισταί επικαλύψεις δέον να αποφεύγωνται όσον το δυνατόν. Αύται θέλουσιν επιτραπή µόνον εις θέσεις όπου οι αγωγοί δεν είναι εκτεθειµένοι εις κόνιν και ακαθαρσίαν. Εις λοιπάς θέσεις η επικάλυψις δέον να επιτρέπη τον οποτεδήποτε εύκολον έλεγχον και καθαρισµόν των αγωγών.
Επεξήγησις: Τα ξύλινα προστατευτικά κιβώτια ως και αι ξύλιναι επικαλύψεις δεν επιτρέπονται ειµή εντός ξηρών χώρων και εφ’ όσον δεν ήθελον περιληφθή εντός αυτών ενώσεις ή συνδέσεις αγωγών. Εν αντιθέτω περιπτώσει µία εσωτερική επένδυσις αυτών εκ µη υδροφίλου και ακαύστου ουσίας είναι απαραίτητος.
Εντός συσκευών ή εγκαταστάσεων εις τας οποίας δεν δύναται να αποφευχθή η συνάθροισις πολλών παρακειµένων αγωγών, είναι απαραίτητον όπως ούτοι µη δύνανται να µετατοπισθούν ο εις ως προς τον έτερον. Εφ’ όσον η δέσµη των αγωγών ήθελεν απαρτισθή εκ παραλλήλων αγωγών δυναµένων µεν να διακόπτωνται κεχωρισµένως, έκαστος όµως των οποίων δεν προστατεύεται δι’ ιδιαιτέρας ασφαλείας, η δέσµη δέον να καλύπτηται δι’ ακαύστου περιβλήµατος.
Επεξήγησις: Μία τοιαύτη συνάθροισις αγωγών δύναται να προκύψη επί παραδείγµατι εις τας διατάξεις χειρισµού και ρυθµίσεως συσκευών.
Κατά τας διασταυρώσεις των επί µονωτήρων αγωγών δέον να τηρώνται, δια καταλλήλου στερεώσεως, αι παρά των άρθρων 163 και 164 οριζόµεναι αποστάσεις, άλλως δέον να παρεµβάλλωνται µεταξύ αγωγών και δη κατά τα σηµεία διασταυρώσεως αυτών κατάλληλα µονωτικά τεµάχια σταθερά και µη υδρόφιλα.
1. Οι πολλαπλοί αγωγοί δεν επιτρέπεται να συνδέωνται προς ετέρας γραµµάς ειµή µόνον µέσω συνδετήρων µετά συσφιγκτικού κοχλίου ή µέσω λήψεων ρεύµατος.
2. Η ζεύξις των κινητών ή φορητών συσκευών καταναλώσεως δέον ωσαύτως να επιτελήται, αναλόγως της περιπτώσεως, µέσω λήψεων ρεύµατος ή συνδετήρων µετά συσφυγκτικών κοχλιών.
Επεξήγησις: εις σταθερός πολλαπλούς αγωγός, επί παραδείγµατι χρησιµεύων δια την τροφοδότησιν φωτιστικής συσκευής, δέον να συνδέηται τόσον προς την σταθεράν γραµµήν όσον και προς την φωτιστικήν συσκευήν µέσω συνδετήρος µετά συσφιγκτικού κοχλίου ή µέσω λήψεως ρεύµατος. Αι συνδέσεις των σειρίδων προς τα ηλεκτρικάς αθύρµατα δέον να επιτελώνται µέσω συνδετήρων µετά συσφιγκτικών κοχλιών. Οι τοιούτοι συνδετήρες δέον εκ κατασκευής να είναι απρόσιτοι εις τα παιδία η δε αποκοχλίωσις αυτών να είναι δύσκολος.
1. Η ελαχίστη επιτρεποµένη εσωτερική διάµετρος των σωλήνων δι’ ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν, δίδεται υπό του κατωρέρω πίνακος ΙV συναρτήσει της διατοµής των αγωγών.
2. Οσάκις πρόκειται να εγκατασταθούν εντός σωλήνων αγωγοί µεγαλύτερας διατοµής της εν τω πίνακι αναφεροµένης, ή περισσότεροι των αντιστοίχως οριζοµένων, οι σωλήνες δέον να παρουσιάζουν επαρκή εσωτερικήν διάµετρον εις τρόπον ώστε η έλξις των αγωγών εντός των σωλήνων να δύναται να επιτελεσθή ευχερώς και άνευ φθοράς των µονωτικών επενδύσεων των αγωγών.
3. Προκειµένου περί αγωγών µετά θερµοπλαστικής µονώσεως, δύναται να γίνη χρήσις σωλήνων της αµέσως κατωτέρας διαµέτρου της εν παραγράφω 1 (πίναξ ΙV) οριζοµένης δι’ αγωγούς µετά µονώσεως ελαστικού. Εν τοσούτω η ελαχίστη επιτρεποµένη εσωτερική διάµετρος διατηρείται εις 9 χιλ. δι’ ορατήν εγκατάστασιν και 11 χιλ. δια χωνευτήν.
Επεξήγησις: Απεδείχθη εκ πείρας ότι αι διάµετροι των σωλήνων εις χωνευτήν εγκατάστασιν πρέπει να είναι, δια τινας διατοµάς αγωγών, µεγαλύτεραι των εις ορατήν εγκατάστασιν χρησιµοποιουµένων.
Προκειµένου περί σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού αντί της εν τω πίνακι IV προβλεποµένης εσωτερικής διαµέτρου 23 χιλ. επιτρέπεται τοιαύτη 21 χιλ.
1. Η τοποθέτησις πολλών αγωγών εντός του αυτού σωλήνος προϋποθέτει ότι ούτοι προστατεύονται υπό της αυτής οµάδος ασφαλειών.
2. Οσάκις γραµµαί εναλλασσοµένου ρεύµατος πρόκειται να εγκατασταθούν εντός σιδηρών σωλήνων, δέον όπως πάντες οι αγωγοί της γραµµής περιληφθούν εντός του αυτού σωλήνος εφ’ όσον
ούτοι προστατεύονται υπό συντηκτικών ονοµαστικής εντάσεως µεγαλυτέρας των 25 αµπέρ.
3. Κατά κανόνα ο αυτός σωλήν δέον να περικλείη µόνον αγωγούς ενός και του αυτού κυκλώµατος.
Επεξήγησις: Γενικώς µία οµάς ασφαλειών προστατεύει τους αγωγούς ενός και του αυτού κυκλώµατος. Η οµάς αύτη, προκειµένου περί µονοφασικού κυκλώµατος, αποτελείται εκ της ασφαλείας της φάσεως και ενδεχοµένως εκ της του ουδετέρου, προκειµένου δε περί τριφασικού κυκλώµατος, η οµάς ασφαλειών αποτελείται εκ των τριών ασφαλειών φάσεων. Εν τοσούτω εις ειδικάς περιπτώσεις, δύναται να συµβή ώστε αγωγοί ανήκοντες εις διάφορα κυκλώµατα να προστατεύωνται υπό µιας και της αυτής οµάδος ασφαλειών. Εις την περίπτωσιν ταύτην πάντες οι αγωγοί ούτοι δύνανται να τοπθοετηθούν εντός ενός και του αυτού σωλήνος υπό τον όρον όµως όπως η ασφάλεια προστατεύεη τον αγωγόν της µικροτέρας των διατοµών.
Εξαίρεσις των εν παραγρ. 2 οριζοµένων γίνεται δια τα τµήµατα γραµµών τα ανεπαρκώς ή ουδόλως προστατευόµενα τα καταλήγοντα εις κυρίαν ασφάλειαν. Εις την περίπτωσιν ταύτην η χρήσις ιδιαιτέρου µονωτικού σωλήνος δι’ έκαστον αγωγόν είναι υποχρεωτική (βλέπε παραγρ. 1 του άρθρου 149 και παραγρ. 2 του άρθρου 151).
Εξαίρεσις των διατάξεων της παραγρ. 3 γίνεται υπέρ των συσκευών καταναλώσεως (µεγάλα πολύφωτα, θερµικαί συσκευαί, συσκευαί ρυθµίσεως, κλπ.) των τροφοδοτουµένων υπό περισσοτέρων γραµµών προερχοµένων εκ διαφόρων οµάδων ασφαλειών της αυτής όµως πηγής ρεύµατος.
Τα πλοηγά σύρµατα δύνανται ωσαύτως να εγκατασταθούν εντός του σωλήνος της κυρίας γραµµής, υπό τον όρον όπως η διατοµή αυτών µη είναι µικροτέρα της εν παραγρ. 1 του άρθρου 133 οριζοµένης ως ελαχίστης, να προστατεύωνται δε υπό ασφαλειών πληρουσών τους όρους του άρθρου 131.
Ο αυτός τρόπος εγκαταστάσεως είναι εφαρµόσιµος και σεως, κλπ., εφ’ όσον η τάσις αυτών είναι µικροτέρα της των γραµµών προσαγωγής εις τας συσκευάς, λαµβανοµένη είτε δια µετασχηµατισµού είτε εκ δικτύου χαµηλοτέρας τάσεως (π.χ. γραµµαί προσαγωγής εις κινητήρας 500 βολτ και πλοηγά σύρµατα τάσεως 220 βολτ). Εν τοσούτω το δίκτυον της χαµηλοτέρας τάσεως δέον είτε να είναι µετά κανονικώς γειωµένου ουδετέρου (ουδέτερος γειωµένος επί υδροσωληνώσεως) είτε να είναι σύστηµα δια τριών αγωγών µε τον µεσαίον γειωµένον επί υδροσωληνώσεως.
Επί πλέον πάσαι αι τροφοδοτικαί γραµµαί των συσκευών και πλοηγών συρµάτων, δέον να συνίστανται εκ συνήθων αγωγών εσωτερικών εγκαταστάσεων (πίναξ ΙΙΙ-1α).
1. Αι συνδέσεις και διακλαδώσεις των εντός σωλήνων εγκατεστηµένων αγωγών δέον να επιτελώνται εντός ευπροσίτων κυτίων καταλλήλως συνδεοµένων προς τους σωλήνας. Ουδεµία σύνδεσις αγωγών επιτρέπεται εντός σωλήνος.
2. Τα πώµατα των κυτίων ενώσεων δέον να εµποδίζουν την είσοδον κόνεως. Οι εντός των κυτίων ακροδέκται δέον να εξασφαλίζουν καλήν επαφήν µη αλλοιουµένην µε την πάροδον του χρόνου. Η αντίστασις µονώσεως µεταξύ των γραµµών και των γραµµών έναντι της γης, δέον να µη ελαττούται λόγω της χρήσεως των κυτίων.
3. Κατά την εγκατάστασιν επί ξύλου κυτίων ενώσεων ανοικτού πυθµένος, δέον να παρεµβάλληται πλαξ εξ ακαύουσίας µεταξύ κυτίου και ξύλου.
4. Η ονοµαστική έντασις ή ονοµαστική διατοµή των κυτίων ενώσεων δια τας κυρίας γραµµάς και τας διακλαδώσεις, δέον να αντιστοιχή εις την διατοµήν του µεγαλυτέρου (µεγαλυτέρας διατοµής) εισαχθησοµένου αγωγού.
Επεξήγησις: Τα κυτία και τα εξαρτήµατα συνδέσεως, δέον να είναι εγκεκριµένου τύπου. Αι άκαυστα πλάκες περί ων η παραγρ. 3 δέον να πληρούν τους όρους της επεξηγήσεως του άρθρου 65.
Επιτρέπεται επίσης και η χρήσις µεταλλικών πλακών.
Η έννοια της παραγρ. 4 είναι ότι απαγορεύεται η επιλογή κυτίου ενώσεων βάσει της ονοµαστικής εντάσεως του συντηκτικού όπερ προηγείται του κυτίου έστω και αν η ονοµαστική αύτη έντασις είναι µικροτέρα της παρά του άρθρου 126 οριζοµένης δια τον µεγαλύτερον των αγωγών.
1. Οι σωλήνες δέον να στερεώνται ασφαλώς επί των τοίχων και των οροφών. Τα µέσα στερεώσεως αυτών δέον να είναι τοιαύτα ώστε η εγκατάστασις αυτών να µη δύναται να προκαλέση βλάβην εις τον σωλήνα.
2. Οι σωλήνες δέον να συνδέωνται προς αλλήλους µέσω στορέων (σύνδεσµοι σωλήνων, µούφαι, µανσόν) ή ετέρων εξαρτηµάτων ενώσεως καλώς εφαρµοζόντων. Αι αλλαγαί διευθύνσεως θα επιτελώνται µέσω καµπύλων τεµαχίων ή γωνιών ή και δι’ επιµεληµένης κυρτώσεως των σωλήνων.
Καθ’ α σηµεία συναθροίζονται πολλοί σωλήνες εκ διαφόρων διευθύνσεων, δέον να γίνεται χρήσις ευρυχώρων κυτίων ενώσεων ή διακλαδώσεων αντί άλλων εξαρτηµάτων ενώσεως, κλπ.
3. Τα ελεύθερα άκρα των µονωτικών σωλήνων δέον να εφοδιάζωνται δια προστοµίων εισόδου.
4. Τα άκρα των ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων τα εισαγόµενα εντός γωνιών ή συνδέσµων σχήµατος Τ, δέον να απογυµνώνται της µεταλλικής αυτών επενδύσεως επί µήκους τουλάχιστον 3 χιλ.
5. Αι γωνίαι ή οι σύνδεσµοι εν σχήµατι Τ, δεν πρέπει να χωνεύωνται εντελώς εντός της τοιχοποιίας.
6. Αι διακλαδώσεις δέον να επιτελώνται εντός κυτίων.
Επεξήγησις: Τα άκρα των µονωτικών σωλήνων, άτινα δεν εισάγονται εις συσκευάς, δέον να εφοδιάζωνται δια στερηθέν της µεταλλικής αυτού επικαλύψεως δύναται να θραυσθή. ∆ια µονωτικούς σωλήνας εσωτερικής διαµέτρου µέχρι και 23 χιλ. συντρέχει λόγος όπως τα ελεύθερα αυτών άκρα εφοδιάζωνται δια µονωτικών προστοµίων. ∆ια µονωτικούς σωλήνας µεγαλυτέρας εσωτερικής διαµέτρου, τα µονωτικά προστόµια δύνανται να υποκατασταθούν υπό µεταλλικών χιτωνίων µετά καλώς εστρογγυλευµένων χειλέων.
Τα ελεύθερα άκρα των µεταλλικών σωλήνων δέον να εφοδιάζωνται δια µονωτικών ή µεταλλικών χιτωνίων. Ο µεταλλικός οπλισµός των µονωτικών σωλήνων δέον να αφαιρήται ή µονούται κατά την εισαγωγήν των σωλήνων εντός συσκευών γειωµένων επί του ουδετέρου, συµφώνως προς τας διατάξεις της παραγρ. 4 του άρθρου 39.
Αι γωνίαι και τα Τ δεν επιτρέπεται να χωνεύωνται πλήρως εντός της τοιχοποιίας. Εν τοσούτω, δια λόγους αισθητικής, ο εις των κλάδων δύναται να είναι χωνευτός υπό τον όρον όπως η έκχωσις αυτού να δύναται να συντελεσθή ευκόλως.
Αι γωνίαι και τα Τ δέον να δύνανται να ανοιχθώσιν επί τόπου. Τα χείλη αυτών δέον να είναι εστρογγυλευµένα προς τα έσω.
Αι ενώσεις των σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού µετά των ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων, δέον να επιτελώνται µέσω καταλλήλων στορέων οίτινες, εις περίπτωσιν ορατής εγκαταστάσεως, δύνανται να είναι του µετά ισχυράς τριβής (άνευ κοχλιώσεως) τύπου.
Τα κατά τας διατάξεις της παραγρ. 6 απαιτούµενα κυτία ενώσεων και διακλαδώσεων δεν δύνανται να αντικατασταθούν δια συγκολλήσεων ειµή προκειµένου περί των εις τα άρθρα 134 και 149 αναφεροµένων εξαιρέσεων.
Αι ακόλουθοι διατάξεις δέον να τηρηθούν κατά την χωνευτήν εγκατάστασιν των εντός σωλήνων γραµµών.
1. Οι αγωγοί δέον να είναι ευκόλως αντικαταστήσιµοι.
2. Το επικαλύπτον τους χωνευτούς σωλήνας κονίαµα να µη προσβάλη το µέταλλον.
3. Οι σωλήνες δέον να διατάσσωνται κατά τρόπον µη δυνάµενον να προκαλέση συσσώρευσιν ύδατος (σχηµατισµός θυλάκων ύδατος).
4. Αι συνδέσεις των µεταλλικών ή µετά χαλυβδίνου οπλισµού σωλήνων δέον να είναι κοχλιωταί. ∆ι’ ωπλισµένους µονωτικούς σωλήνας δέον να χρησιµοποιώνται καλώς εφαρµόζοντες στορείς.
5. Καθ’ ας θέσεις αι γραµµαί δύνανται να υποστούν βλάβην εξ ήλων, κοχλιών, κλπ., δέον όπως οι αγωγοί εισάγωνται εντός µεταλλικών σωλήνων ή σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού. Η χρήσις και ετέρων σωλήνων επιτρέπεται υπό τον όρον όµως όπως ούτοι επικαλυφθούν δια µεταλλικών προφυλακτήρων ή σιµεντοκονίας.
6. Τα κυτία ενώσεων, διακλαδώσεων, κλπ., δέον να εφοδιάζωνται δι’ ανοιγµάτων αερισµού.
7. Τα κυτία ενώσεων δέον να είναι ευπρόσιτα ανά πάσαν στιγµήν.
Επεξήγησις: Εις τας µη ορατάς εγκαταστάσεις οι αγωγοί δέον να σύρωνται εντός των σωλήνων µόνον µετά την οριστικήν εγκατάστασιν των τελευταίων.
Η διαδροµή των µη ορατών γραµµών δέον να δύναται να ανευρεθή ευκόλως. Εις τας µεγάλας εγκαταστάσεις συνιστάται, επί τω σκοπώ τούτω, είτε η επισήµανσις ωρισµένων σηµείων της διαδροµής (ως των σηµείων διακλαδώσεως) επί των τοίχων, οροφών, κλπ., είτε η διατήρησις σχεδιαγραµµάτων σηµειούντων την ακριβή θέσιν των σωλήνων.
Πας σωλήν εγκατεστηµένος όπισθεν της επιφανείας τοίχου ή χωρίσµατος δέον να θεωρήται ως υποκείµενος εις βλάβην κατά το κάρφωµα ήλων. Εξαιρέσις δύναται να γίνη µόνον εφ’ όσον τοιούτον ενδεχόµενον φαίνεται αποκλειόµενον είτε λόγω της σκληρότητος του χωρίσµατος είτε λόγω της µεγάλης αποστάσεως (8 εκ. τουλάχιστον) µεταξύ σωλήνος και της υπ’ όψιν επιφανείας.
Οι επί των οροφών χωνευτοί σωλήνες δεν θεωρούνται ως υποκείµενοι εις φθοράν λόγω κοχλιών ή ήλων.
Οι µεταλλικοί προφυλακτήρες περί ων εν παραγρ. 5, δύνανται να συνίστανται είτε εξ ελασµάτων ή εκ σιδηρογωνιών πάχους 1,3 χιλ. τουλάχιστον, εγκατεστηµένων ώστε να εκτέινωνται κατά 10 χιλ. τουλάχιστον εκατέρωθεν των σωλήνων, είτε εκ σιδηροσωλήνων εντός των οποίων να διέρχονται οι προστατευόµενοι σωλήνες. Η σιµεντοκονία κρίνεται ως επαρκής προστασία εφ’ όσον συνίσταται εξ ενός µέρους τουλάχιστον σιµέντου και 5 µερών άµµου το δε προ των σωλήνων πάχος αυτής είναι 1 εκ. τουλάχιστον.
Το µεταλλικόν περίβληµα των σωληνοσυρµάτων δεν δύναται να χρησιµοποιηθή ούτε ως γραµµή επιστροφής του ρεύµατος ούτε ως αγωγός γειώσεως. Αφ’ ετέρου, η παρουσία γυµνού αγωγού γειώσεως µεταξύ του µεταλλικού περιβλήµατος και της µονώσεως, επιτρέπεται.
1. Η χρησιµοποίησις των σωληνοσυρµάτων εις ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν εντός των χώρων ηλεκτρικής υπηρεσίας και των ξηρών ή κονιζοµένων χώρων, επιτρέπεται.
2. Εντός χώρων προσκαίρως υγρών ή υποκειµένων εις κινδύνους πυρκαϊάς ή εκρήξεως, η χρήσις των σωληνοσυρµάτων επιτρέπεται µόνον εις ορατήν εγκατάστασιν.
Επεξήγησις: Σωληνοσύρµατα µετά προσθέτου ανθεκτικής αντιδιαβρωτικής επικαλύψεως δύνανται ωσαύτως να χρησιµοποιηθούν εις ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν και εντός υγρών, βεβρεγµένων ή εµπεποτισµένων χώρων, εάν και εφ’ όσον είναι τύπου εγκεκριµένου προς τον σκοπόν αυτόν.
Οσάκις τα σωληνοσύρµατα είναι εκτεθειµένα εις µηχανικήν φθοράν ταύτα δέον να προστατεύωνται καθ’ ον τρόπον και οι µονωτικοί σωλήνες.
1. Αι αποστάσεις µεταξύ των σηµείων στηρίξεως των καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως δέον να µη υπερβαίνουν τα κάτωθι όρια:
40 εκ. δι’ αγωγούς διατοµής µέχρι και 1,5 τετρ. χιλ.
50 εκ. δι’ αγωγούς διατοµής υπέρ τα 1,5 τετρ. χιλ., έως και 4 τετρ. χιλ.
60 εκ. δι’ αγωγούς υπέρ τα 4 τετρ. χιλ. έως 10 τετρ. χιλ.
∆ι’ αγωγούς µεγαλυτέρας διατοµής αι αποστάσεις δέον να αυξηθούν καταλλήλως.
2. Κατά τας καµπάς των αλλαγών διευθύνσεως η ακτίς καµπυλότητος δέον κατά το δυνατόν να υπερβαίνη το 10πλάσιον της διαµέτρου του καλωδίου να είναι δε οπωσδήποτε 6 εκ. τουλάχιστον.
3. Κατά την εγκατάστασιν των καλωδίων δέον να λαµβάνηται µέριµνα όπως η µολυβδίνη επένδυσις µη υφίσταται φθοράν. Τα περιλαίµια στηρίξεως δέον να µη φθείρουν την µολυβδίνην επένδυσιν των µετά γυµνής µολυβδίνης επενδύσεως καλωδίων, έν αντιθέτω δε περιπτώσει δέον να χρησιµοποιώνται παρεµβύσµατα εκ µαλακών ουσιών.
4. Καθ’ α σηµεία υπόκεινται εις εύκολον φθοράν, τα καλώδια µετά µολυβδίνης επενδύσεως δέον να προστατεύωνται καταλλήλως.
5. Καλώδια µετά µολυβδίνης επενδύσεως άνευ εξωτερικής επικαλύψεως δια ταινίας ασφαλτωµένης ή ιούτης επιτρέπονται µόνον εντός ξηρών ή προσκαίρως υγρών χώρων.
6. Καλώδια µετά γυµνής µολυβδίνης επενδύσεως, δέον όπως, εις περίπτωσιν χωνευτής αυτών εγκαταστάσεως, να µη επιστρώνωνται δι’ ουσίας ή κονιάµατος προσβάλλοντος τον µόλυβδον.
7. Η µολυβδίνη επένδυσις ή ο οπλισµός των µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλωδίων, δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιήται ως αγωγός επιστροφής του ρεύµατος ουδέ και ως αγωγός γειώσεως.
8. Εντός υγρών ή βεβρεγµένων χώρων, ως και εντός σταύλων ή διαδρόµων νοµής, κλπ., δύναται να γίνη χρήσις αδιαβρώτων καλωδίων µετά θερµοπλαστικής µονώσεως (τύπος Θδα).
∆οθέντος ότι τα καλώδια ταύτα δεν υπόκεινται εις διάβρωσιν, δεν συντρέχει λόγος όπως ταύτα τηρώνται εις απόστασιν από της επιφανείας στηρίξεως αυτών. Προκειµένου όθεν περί χώρων βεβρεγµένων ή κεκορεσµένων δια διαβρωτικών ατµών, τα καλώδια ταύτα δύνανται να εγκαθίστανται εν αµέσω επαφή προς τα τοιχώµατα ή την οροφήν, της στηρίξεως αυτών επιτελουµένης µέσω αδιαβρώτων περιλαιµίων. Εν η περιπτώσει τα καλώδια ταύτα είναι εκτεθειµένα εις φθοράν δέον οπωσδήποτε να τυγχάνουν ειδικής προστασίας. Επί τω σκοπώ αποφυγής κυρτώσεων, τα καλώδια ταύτα θα στηρίζωνται κατ’ αποστάσεις κατά 15 εκ. βραχυτέρας των αντιστοίχως οριζοµένων εν παραγρ. 1 δια τας δια καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως γραµµάς.
Επεξήγησις: Τα περιλαίµια στηρίξεως των µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλωδίων δέον να συνίστανται εξ ουσίας µη ευνοούσης την χηµικήν προσβολήν του µολύβδου. Κατάλληλοι ουσίαι θα είναι, επί παραδείγµατι, ο σκληρός µόλυβδος, εµεποτισµένον σκληρόν ξύλον ή πορσελάνη, παχεία µολυβδίνη ταινία, ως επίσης και χυτή µονωτική ουσία µη υδρόφιλος. Εις ωρισµένας περιπτώσεις δυνάµεθα επωφελώς να χρησιµοποιήσωµεν και πήχεις µετ’ αυλακώσεων µήκους 10 έως 15 εκ., εις καταλλήλους απ’ αλλήλων αποστάσεις, ώστε το καλώδιοννα παραµείνη καλώς ορατόν. Εντός βεβρεγµένων χώρων ή κεκορεσµένων δια διαβρωτικών ατµών, τα περιλαίµια εκ καλώς εµπεποτισµένου ξύλου είναι κατά πολύ προτιµώτερα των µεταλλικών δοθέντος ότι δεν απαιτούν την παρεµβολήν παρεµβυσµάτων. Εις µεταλλικά περιλαίµια δύνανται να χρησιµοποιηθούν ως παρεµβύσµατα η µονωτική ταινία, η ιούτη, το ελαστικόν, κλπ.
Ο µόλυβδος συν τοις άλλοις προσβάλλεται ισχυρώς από την υγράν άσβεστον και το σιµέντον.
Ο γύψος µόνον ασθενέστατα προσβάλλει τον µόλυβδον. Εις ξηράν κατάστασιν τα υλικά ταύτα έχουν όλως αµελητέαν επίδρασιν επί του µολύβδου, ως εκ τούτου δε, εφ’ όσον ήθελον ευρεθή εν επαφή προς τον µόλυβδον, η ξήρανσις αυτών δέον να επιταχύνηται.
1. Τα άκρα των καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεως µετά µονώσεως χάρτου, δέον να προστατεύωνται κατά της διεισδύσεως υγρασίας. Η προστασία αύτη δέον να επιτελήται αποκλειστικώς δια κυτίων ενώσεων ή τέρµατος εξ ανθεκτικού (µηχανικώς) υλικού εξασφαλίζοντος τελείαν ηλεκτρικήν σύνδεσιν.
2. Προκειµένου περί καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεως µετά µονώσεως εξ ελαστικού, ή αεροστεγής πωµάτισις αυτών δύναται να επιτευχθή ουχί µόνον δια κυτίων ενώσεων ή τέρµατος αλλά και δια καταλλήλου περιτυλίξεως δια ταινίας και µονώσεως των άκρων των καλωδίων.
Επεξήγησις: Εις περίπτωσιν καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεως µετά µονώσεως εξ ελαστικού, ή αεροστεγής πωµάτισις αυτών δύναται να επιτευχθή, επί παραδείγµατι, δια προσεκτικής περιελίξεως των άκρων των καλωδίων δια βαµβακερής ταινίας ή και εµπεποτισµένης δι’ ελαίου τοιαύτης και εν συνεχεία επικαλύψεως του όλου δια στρώµατος µονωτικού βερνικίου. Όσον αφορά τα καλώδια µετά µολυβδίνης επενδύσεως τα εγκατεστηµένα εις σταύλους ή διαδρόµους σταύλων, βλέπε το άρθρον 250.
Θεωρούνται ως χώροι ηλεκτρικής υπηρεσίας οι αποκλειστικώς προοριζόµενοι δι’ ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις προσιτάς εις το αρµόδιον µόνον προσωπικόν.
Επεξήγησις: Το διαµέρισµα των µηχανών, οι υποσταθµοί µετασχηµατισµού, τα διαµερίσµατα συσσωρευτών, αι αίθουσαι διανοµής, κλπ., είναι χώροι ηλεκτρικής υπηρεσίας. Κατά γενικόν κανόνα, οι χώροι ούτοι είναι προσιτοί µόνον εις το αρµόδιον προσωπικόν, ξένα δε πρόσωπα προς την υπηρεσίαν δεν δύνανται να εισέλθουν ειµή συνοδευόµενα υπό του προσωπικού τούτου.
Τα όργανα χειρισµού ή µεταβιβάσεως, τα ευρισκόµενα εντός του αυτού χώρου µε τας εγκαταστάσεις παραγωγής ή χρησιµοποιήσεως της ηλεκτρικής ενεργείας, υπόκεινται εις τας αυτάς διατάξεις αίτινες διέπουν τους χώρους ηλεκτρικής υπηρεσίας.
Οι χώροι ηλεκτρικής υπηρεσίας δέον να µη περικλείουν ειµή το αναγκαιούν δια τας ανάγκας εκµεταλλεύσεως και συντηρήσεως υλικόν.
1. Αι οδηγίαι πρώτων βοηθειών δια την περίπτωσιν ηλεκτρικών ατυχηµάτων δέον να αναρτώνται εντός παντός χώρου ηλεκτρικής υπηρεσίας, του οποίου η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 βολτ.
2. Εις χώρους ηλεκτρικής υπηρεσίας τελούντας υπό µόνιµον επιτήρησιν ή εντός των οποίων λαµβάνουν χώραν συχνοί χειρισµοί ζεύξεως, δέον επί πλέον να αναρτώνται πινακίδες περιέχουσαι:
(α) Οδηγίας εξυπηρετήσεως των εγκαταστάσεων.
(β) ∆ιάγραµµα των συνδέσεων.
Επεξήγησις: Εις περίπτωσιν συνεχοµένων διαµερισµάτων δεν αναγκαιοί η τοιχοκόλλησις εντός εκάστου εξ αυτών των οδηγιών πρώτων βοηθειών. Είναι αρκετόν όπως αι οδηγίαι αύται ευρίσκωνται εις εν εκ των πλέον συχναζοµένων υπό του προσωπικού διαµερισµάτων (είσοδος, διάδροµος, κλίµαξ, κλπ.).
Ο ιδιοκτήτης της ηλεκτρικής εγκαταστάσεως ισχυρών ρευµάτων δέον να µεριµνά όπως άπαν το προσωπικόν αυτής λαµβάνει γνώσιν των τοποθετηµένων οδηγιών και όπως παρέχωνται αυτώ πάσαι αι χρήσιµοι οδηγίαι καθ’ ό,τι αφορά τον χειρισµόν των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και την παροχήν πρώτων βοηθειών εις περίπτωσιν ατυχήµατος.
Εντός χώρων ηλεκτρικής υπηρεσίας οι γυµνοί αγωγοί δέον να προστατεύωνται αποτελεσµατικώς κατά της ακου…
Οι εντός των χώρων ηλεκτρικής υπηρεσίας χρησιµοποιήσιµοι χάλκινοι ή εξ αργιλίου µεµονωµένοι αγωγοί παρέχονται εις την αντίστοιχον στήλην του πίνακος VI, του ευρισκοµένου εις το τέλος των παρόντων Κανονισµών.
Πάντα τα είδη σωλήνων επιτρέπονται εντός των χώρων ηλεκτρικής υπηρεσίας, υπό τον όρον να εγκαθίστανται κατά τον κατάλληλον τρόπον. Εν τοσούτω, η χρησιµοποίησις σωλήνων απαγορεύεται εντός των διαµερισµάτων συσσωρευτών.
Τα διαµερίσµατα εντός των οποίων λαµβάνει χώραν συνεχής υπηρεσία δέον να είναι εφωδιασµένα µε φωτισµόν ασφαλείας.
Επεξήγησις: Ο φωτισµός ασφαλείας δέον να παρέχηται είτε υπό ηλεκτρικής εγκαταστάσεως ανεξαρτήτου πηγής (συσσωρευταί), είτε µέσω λυχνιών πετρελαίου, κηρίων, κλπ.
Ως ξηροί χώροι θεωρούνται εκείνοι οίτινες, εξαιρέσει εκτάκτων περιπτώσεων, παραµένουν συνεχώς ξηροί.
Επεξήγησις: Εξαιρέσει ειδικής µνείας, χώροι µη υποκείµενοι εις κινδύνους πυρκαϊάς ή εκρήξεως, χώροι µη περιέχοντες διαβρωτικούς ατµούς και χώροι µη ρυπαροί και µη κονιζόµενοι, υπάγονται εις την κατηγορίαν των ξηρών χώρων.
1. Γενικώς οι γυµνοί αγωγοί δεν επιτρέπονται εντός των ξηρών χώρων. Εν τοσούτω, οι τοιούτοι αγωγοί είναι ανεκτοί µόνον εις περίπτωσιν καθ’ ην οι χώροι ούτοι είναι προσιτοί αποκλειστικώς εις αρµόδιον προσωπικόν, ως και εις περίπτωσιν ανάγκης. Και εν τη τελευταία ταύτη όµως περιπτώσει δέον όπως οι γυµνοί αγωγοί µη είναι αµέσως προσιτοί, προειδοποιητικαί δε πινακίδες να έχουν εγκατασταθή εγγύς αυτών.
2. Οι γυµνοί αγωγοί των ανυψωτικών µηχανηµάτων και των µεταφορικών γραµµών δέον να εγκαθίστανται και προστατεύωνται κατά τοιούτον τρόπον ώστε, εν τω µέτρω του δυνατού, να αποκλείηται πάσα υτχαία επαφή προς αυτούς.
1. Εντός ξηρών χώρων δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων ή εξ αργιλίου µεµονωµένων αγωγών συµφώνως προς την στήλην «ξηροί χώροι» του πίνακος VI, της εγκαταστάσεως αυτών προσαρµοζοµένης εις τας τοπικάς συνθήκας.
2. Η επί µονωτήρων εγκατάστασις των µεµονωµένων αγωγών επιτρέπεται µόνον δι’ εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις έναντι της γης δεν υπερβαίνει τα 250 βολτ.
1. Οι κάτωθι σωλήνες επιτρέπονται δι’ ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν εντός ξηρών χώρων:
(α) Ωπλισµένοι µονωτικοί σωλήνες.
(β) Σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού και µεταλλικοί κλειστοί σωλήνες.
2. Μεταλλικοί σωλήνες µετά ανοικτής ή κεκαλυµµένης σχισµής δεν επιτρέπονται ειµή εις ορατήν εγκατάστασιν.
Επεξήγησις: Μονωτικοί σωλήνες εκτεθειµένοι εις µηχανικάς φθοράς δέον να τυγχάνουν ειδικής προστασίας.
Εντός ξηρών χώρων εντός των οποίων αι γραµµαί είναι εγκατεστηµέναι επί µονωτήρων, αι διαβάσεις των τοίχων και χωρισµάτων δέον να επιτελώνται µέσω ιδιαιτέρου µονωτικού σωλήνος δι’ έκαστον αγωγόν. Η χρήσις µοναδικού σωλήνος δια την διάβασιν επιτρέπεται µόνον εφ’ όσον προς την µίαν ή την ετέραν των πλευρών της διαβάσεως η γραµµή συνεχίζεται εντός σωλήνος και άνευ διακοπής της συνεχείας αυτής.
Αι ακόλουθοι διατάξεις ισχύουν εντός ξηρών χώρων άνευ µονωτικών δαπέδων ή άνευ µεµονωµένων θέσεων χειρισµού των συσκευών καταναλώσεως:
(α) Τα αγώγιµα στοιχεία των φορητών συσκευών, κατά την κανονικήν αυτών χρήσιν, δέον να προστατεύωνται κατά της ακουσίας επαφής.
(β) Αι λυχνολαβαί των λυχνιών εργαστηρίων δέον να είναι ειδικώς µεµονωµέναι έναντι του σώµατος της λυχνίας.
Επεξήγησις: Θεωρούνται ως δάπεδα ή εδάφη µη µονωτικά: η γη (χώµα, άργιλος, άµµος, κλπ.), το σιµέντον, το ωπλισµένον σκυρόδεµα, αι λίθιναι πλάκες, αι µαλτεζόπλακες, οι ξυλόλιθοι και τα παρόµοια υλικά, αι µεταλλικαί επενδύσεις, κλπ.
Θεωρούνται ως µονωτικά εδάφη ή δάπεδα: η ξηρά ξυλεία άνευ µεταλλικής ορατής στερεώσεως, το λινόλαιον, η άσφαλτος, αι επιστρώσεις εκ πλίνθων ή αµµολίθου, κλπ.
Το εδάφιον (β) αφορά ιδιαιτέρως τας λυχνίας δι’ αναρτήσεως, λυχνίας κλιβάνων, λυχνίας τραπέζης κατασκευών, κλπ. (βλέπε επίσης επεξήγησιν άρθρου 91).
Ακόµη και εις τους χώρους µετά µονωτικού δαπέδου η σύγχρονος επαφή προς φορητάς συσκευάς καταναλώσεως ισχυρών ρευµάτων και φορητάς συσκευάς ασθενών ρευµάτων (τηλέφωνα, ραδιόφωνα, κινηταί γραµµαί γειώσεως, κλπ.) ενδέχεται να παρουσιάση κίνδυνον.
Κατά την εκτέλεσιν της εγκαταστάσεως δέον να ερευνάται κατά πόσον η τελευταία αύτη περίπτωσις δέον να αντιµετωπισθή.
Θεωρούνται ως κονιζόµενοι χώροι εκείνοι εντός των οποίων αι γραµµαί ή τα λοιπά τµήµατα της εγκαταστάσεως είναι ιδιαιτέρως εκτεθειµένα εις την κόνιν.
Επεξήγησις: Κονιζόµενοι χώροι συναντώνται εις τα εργαστήρια, χυτήρια, αχυρώνας, κεραµουργεία, κλωστήρια, νηµατουργεία, εις τα εργοστάσια ανθρακασβεστίου, χηµικών λιπασµάτων, κυτταρίνης, κτενών ή πλαστικών ουσιών, εις τας αποθήκας γαιανθράκων, γύψου, σιµέντου, αλεύρων, ρακών, κλπ.
Χώροι επικεκαλυµµένοι δι’ ευφλέκτου κόνεως δέον να θεωρώνται ως υποκείµενοι εις κίνδυνον πυρκαϊάς. Εις τούτους, επί πλέον των παρουσών διατάξεων, θα εφαρµόζωνται και αι διατάξεις του κεφαλαίου Η΄.
Επιτρέπεται η κατά τας διατάξεις του άρθρου 187 χρησιµοποίησις γυµνών αγωγών εντός κονιζοµένων χώρων.
1. Εντός κονιζοµένων χώρων δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων ή εξ αργιλίου µεµονωµένων αγωγών συµφώνως προς την στήλην «κονιζόµενοι χώροι» του πίνακος VI και προς τας διατάξεις του άρθρου 135.
2. Η εγκατάστασις επί µονωτήρων των µεµονωµένων αγωγών επιτρέπεται µόνον εφ’ όσον ούτοι προφυλάσσονται έναντι µηχανικών βλαβών.
1. Οι κάτωθι σωλήνες επιτρέπονται εις ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν εντός κονιζοµένων χώρων:
(α) Ωπλισµένοι µονωτικοί σωλήνες.
(β) Σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού και κλειστοί µεταλλικοί σωλήνες.
2. Μεταλλικοί σωλήνες µετ’ ανοικτής ή κεκαλυµµένης σχισµής επιτρέπονται µόνον προκειµένου περί ορατής εγκαταστάσεως.
3. Τα χρησιµοποιούµενα κυτία ενώσεων ή διακλαδώσεων δέον απαραιτήτως να είναι κατασκευής καταλλήλου δια την χρήσιν αυτών εντός κονιζοµένων χώρων.
Επεξήγησις: Μονωτικοί σωλήνες εκτεθειµένοι εις µηχανικάς βλάβας δέον να τυγχάνουν ειδικής προστασίας.
Υπάρχουν ειδικοί τύποι κυτίων προοριζοµένων δια κονιζοµένους χώρου. Αφ’ ετέρου, εντός των χώρων τούτων δύνανται να χρησιµοποιηθούν και κυτία στεγανά έναντι της υγρασίας ή της βροχής.
1. Εφ’ όσον δεν δύναται να αποφευχθή η εγκατάστασις ασφαλειών εντός των κονιζοµένων χώρων, αύται δέον να εγκαθίστανται εντός ισχυρών κιβωτίων ευπροσίτων, ακαύστων και κλειόντων καλώς.
2. Σταθεροί κινητήρες λίαν εκτεθειµένοι εις ευκόλως αναφλέξιµον κόνιν δέον να λειτουργούν µόνον υπό επιτήρησιν.
Επεξήγησις: Η παραγρ. 2 αφορά ιδιαιτέρως τους σταθερούς κινητήρας των πριονιστικών µηχανηµάτων, των µύλων, των σιτοβολώνων, κλπ. Εφ’ όσον δεν καθίσταται δυνατή η εγκατάστασις των κινητήρων τούτων εις τρόπον ώστε να τελούν υπό συνεχή επίβλεψιν του προσωπικού, δέον είτε να χρησιµοποιηθούν στεγανοί τύποι, είτε οι κινητήρες να εγκατασταθούν εις θέσιν απηλλαγµένην κόνεως, είτε πάλιν να προστατευθούν έναντι της κόνεως δι’ εγκαταστάσεως αυτών εντός ευρυχώρων και ακαύστων κιβωτίων.
Θεωρούνται ως προσκαίρως υγροί οι χώροι οίτινες, ως εκ του συνήθους αυτών προορισµού, είναι υγροί κατά την διάρκειαν βραχέων περιόδων, αποξηραινόµενοι ευκόλως χάρις εις καλόν αερισµόν.
Επεξήγησις: Χώροι προσκαίρως υγροί είναι επί παραδείγµατι οι εξής: εντός των οικιών ή κατοικιών, τα στεγνωτήρια, τα δωµάτια λουτρού, τα αποχωρητήρια (εφ’ όσον διαθέτουν απαγωγήν του ύδατος και αερίζονται κανονικώς), τα µαγειρεία (εφ’ όσον δεν χρησιµοποιούνται ως πλυντήρια), επί πλέον δε οι κεκαλυµµένοι εξώσται, βεράντες, τα καλώς αεριζόµενα υπόγεια, κλπ.
Επί πλέον των κατωτέρω θεσπιζοµένων διατάξεων δια τους χώρους τούτους δέον να γίνηται χρήσις δι’ αυτούς και των διατάξεων του άρθρου 10.
Η χρήσις γυµνών αγωγών εντός προσκαίρων υγρών χώρων των κατοικιών απαγορεύεται. Εντός των λοιπών προσκαίρως υγρών χώρων γίνονται παραδεκτοί µόνον εάν και εφ’ όσον η υποκατάστασις αυτών δια µεµονωµένων αγωγών είναι αδύνατος. Εις την περίπτωσιν ταύτην δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 187.
1. Εντός προσκαίρως υγρών χώρων δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων ή εξ αργιλίου µεµονωµένων αγωγών, συµφώνως προς την στήλην «προσκαίρως υγροί χώροι» του πίνακος VI, της εγκαταστάσεως αυτών προσαρµοζοµένης εις τας τοπικάς συνθήκας.
2. Η επί µονωτήρων εγκατάστασις των µεµονωµένων αγωγών επιτρέπεται µόνον δι’ εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις έναντι της γης δεν υπερβαίνει τα 250 βολτ.
1. Οι κάτωθι σωλήνες επιτρέπονται εις ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν εντός προσκαίρως υγρών χώρων:
(α) Ωπλισµένοι µονωτικοί σωλήνες.
(β) Σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού και κλειστοί µεταλλικοί σωλήνες.
2. Μεταλλικοί σωλήνες µετ’ ανοικτής ή κεκαλυµµένης σχισµής δεν επιτρέπονται ειµή εις ορατήν εγκατάστασιν.
Επεξήγησις: Μονωτικοί σωλήνες εκτεθειµένοι εις µηχανικάς φθοράς δέον να τυγχάνουν ειδικής προστασίας.
Η εκτέλεσις των διαβάσεων µέσω τοίχων ή χωρισµάτων θα επιτελήται κατά τας διατάξεις του άρθρου 210 δια τους υγρούς χώρους.
1. Εντός των προσκαίρως υγρών χώρων δύναται να γίνη χρήσις των αυτών τύπων ασφαλειών, κυτίων διακλαδώσεων, λήψεων ρεύµατος και διακοπτών, των εγκεκριµένων δια ξηρούς χώρους.
2. Οσάκις µία µόνον λήψις ρεύµατος είναι εγκατεστηµένη εντός του δωµατίου λουτρού, είναι απαραίτητον όπως αύτη είναι του τύπου µετ’ επαφής γειώσεως.
3. Προκειµένου περί συσκευών, των οποίων η ισχύς δεν υπερβαίνει τα 100 βαττ και των οποίων δεν απαιτείται η γείωσις (επί παραδείγµατι ηλεκτρικαί ξυριστικαί µηχαναί, µαλακτικαί συσκευαί), αίτινες είναι εφωδιασµέναι δια συνήθους διπολικού ρευµατολήπτου, αύται δύνανται εντός των δωµατίων λουτρού, καλλωπιστηρίων και νιπτήρων, να τροφοδοτώνται µέσω διπολικών ρευµατοδοτών άνευ επαφής γειώσεως, ειδικώς προβλεποµένων προς τον σκοπόν τούτον και φερόντων ενσωµατωµένον ειδικόν συντηκτικόν 0,5 αµπέρ, εάν και εφ’ όσον υφίσταται ήδη εντός του αυτού χώρου ετέρα λήψις ρεύµατος µετ’ επαφής γειώσεως.
4. Εντός των δωµατίων λουτρού αι λήψεις ρεύµατος δέον να είναι εγκατεστηµέναι εις τοιαύτην θέσιν ώστε να µη είναι δυνατή η εκ της θέσεως του λουτήρος χρησιµοποίησις αυτών.
Επεξήγησις: Επί τω σκοπώ όπως αι εις παραγρ. 3 αναφερόµεναι µικραί συσκευαί δύνανται να χρησιµοποιηθούν ελευθέρως, συνιστάται όπως εις τας νέας εγκαταστάσεις ή κατά την µετατροπήν των δωµατίων λουτρού, τοποθετήται µία λήψις ρεύµατος µετ’ ενσωµατωµένης ειδικής ασφαλείας.
Εντός των δωµατίων λουτρού δια τα οποία προβλέπεται ηλεκτρική θέρµανσις, µόνον αι σταθεραί θερµικαί συσκευαί επιτρέπονται. Αύται δέον να µη είναι προσιταί από της θέσεως του λουτήρος.
Αι ξυριστικαί και µαλακτικαί µηχαναί, αι συνδεόµεναι προς διπολικάς λήψεις ρεύµατος, δέον όπως µη παρουσιάζουν µεταλλικά τµήµατα των οποίων να είναι δυνατή η δράξις προς χρήσιν των συσκευών τούτων.
Ο διπολικός ρευµατοδότης µετά µικράς ασφαλείας ενσωµατωµένης, δύναται επί παραδείγµατι να φέρη την επιγραφήν «αποκλειστικώς δι’ ηλεκτρικάς ξυριστικάς µηχανάς».
Εντός των δωµατίων λουτρού των ξενοδοχείων η επιγραφή αύτη δέον να είναι γραµµένη εις τέσσαρας γλώσσας.
Αι δια σειρίδων, µετά ή άνευ αντιβάρου, ανηρτηµέναι λυχνίαι εντός των προσκαίρως υγρών, υποκείµεναι δε εις επαφήν, δέον να είναι εφωδιασµέναι δια λυχνολαβών εκ µονωτικής ουσίας.
Επεξήγησις: Η χρήσις λυχνολαβών µετά µεταλλικού εξωτερικού χιτωνίου εφωδιασµένου εσωτερικώς δια στρώµατος εφαρµόζοντος τελείως εκ µονωτικής και µη υδροφίλου ουσίας, θέλει γίνει επίσης παραδεκτή.
Θεωρούνται ως υγροί χώροι εκείνοι εντός των οποίων, ως εκ της προσκαίρου ή µονίµου παρουσίας υδρατµών, η υγρασία του αέρος φθάνει εις ασυνήθη βαθµόν, εκδηλουµένη υπό την µορφήν πάχνης επί των τοιχωµάτων, της οροφής ή αλλαχού, χωρίς εν τούτοις να σχηµατίζωνται µεγάλαι σταγόνες ύδατος ουδέ τα τοιχώµατα και η οροφή να εµποτίζωνται δι’ ύδατος.
Επεξήγησις: Συναντώνται υγροί χώροι εντός των τυροκοµείων, σφαγείων, ζυθοποιείων, σακχαροποιείων, εντός των ψυκτικών θαλάµων, εργοστασίων κλωστοποιίας και εργοστασίων φωταερίου, εργοστασίων κόλλας ή λιπασµάτων, κεραµουργείων, καµινίων ασβέστου, κλπ. Τα κακώς αεριζόµενα υπόγεια, ως και τα αφοδευτήρια τα στερούµενα απαγωγής ύδατος, δέον να θεωρηθούν ως υγροί χώροι.
Επί πλέον των κατωτέρω θεσπιζοµένων διατάξεων δια τους χώρους τούτους δέον να γίνεται χρήσις δι’ αυτούς και των διατάξεων του άρθρου 10.
Μόνον εις περίπτωσιν καθ’ ην είναι αδύνατος η χρησιµοποίησις µεµονωµένων αγωγών, δύναται να γίνη χρήσις των γυµνών αγωγών εντός των υγρών χώρων. Εν τοιαύτη περιπτώσει ούτοι δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 187.
1. Εντός υγρών χώρων δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων µεµονωµένων αγωγών συµφώνως προς την στήλην «υγροί χώροι» του πίνακος VI και προς τας διατάξεις άρθρου 135.
2. Γραµµαί επί µονωτήρων επιτρέπονται µόνον δια τάσεις έναντι της γης µη υπερβαινούσας τα 250 βολτ.
3. Οι εκ πορσελάνης µονωτήρες και λοιπά παρόµοια υποστηρίγµατα δέον να έχουν όσο το δυνατόν µεγαλυτέραν µονωτικήν επιφάνειαν, να είναι δε τοιούτου σχήµατος ώστε να διευκολύνηται η απόσταξις του µεταξύ των τοιχωµάτων ή οροφών και των αγωγών ύδατος.
4. Η πρόσδεσις των αγωγών επί των µονωτικών υποστηριγµάτων δέον να επιτελήται δια συρµάτων ή σπάγγου ανθισταµένου όσον το δυνατόν καλύτερον εις την υγρασίαν. Μεταλλικά σύρµατα προσδέσεως άνευ αντιδιαβρωτικής προστασίας απαγορεύονται. Σιδηρά σύρµατα απαγορεύονται.
5. Οι ορατώς εγκαθιστάµενοι σωλήνες ως και τα σωληνοσύρµατα δέον να εγκαθίστανται κατά τρόπον αποκλείοντα, όσον το δυνατόν, την συσσώρευσιν υγρασίας µεταξύ των τοιχωµάτων ή οροφής και των σωλήνων ή αγωγών.
1. Οι κάτωθι σωλήνες επιτρέπονται δι’ ορατήν ή χωνευτήν εγκατάστασιν εντός υγρών χώρων:
(α) Σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού.
(β) Κλειστοί µεταλλικοί σωλήνες.
2. Μεταλλικοί σωλήνες µετ’ ανοικτής ή κεκαλυµµένης σχισµής δεν επιτρέπονται ειµή µόνον εις ορατήν εγκατάστασιν.
Επεξήγησις: Η µέχρι τούδε εγκατάστασις των αγωγών εντός σωλήνων δεν υπήρξε πάντοτε ικανοποιητική δια τους υγρούς χώρους. Ως εκ τούτου, θα ήτο σκόπιµον, προ της ενάρξεως των εργασιών, να εξετάζηται κατά πόσον οι θεωρούµενοι χώροι προσφέρονται δια την εντός σωλήνων εγκατάστασιν.
Εις εγκαταστάσεις των οποίων η έναντι της γης τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ, οι οπλισµοί των σωλήνων ή καλωδίων δέον να γειώνται.
Επεξήγησις: Εις περίπτωσιν γειώσεως των σωλήνων µιας εγκαταστάσεως, δέον να εξακριβούται ότι ούτοι είναι επιµελώς συνδεδεµένοι προς αλλήλους µέσω στορέων και ότι είναι καλώς κοχλιωµένοι επί των κυτίων. Εις χώρους όπου απλή κοχλίωσις στορέων δεν εξασφαλίζει ικανοποιητικήν µεταλλικήν επαφήν µεταξύ διαδοχικών µεταλλικών περιβληµάτων (σωλήνων ή κυτίων), δέον όπως εγκαθίσταται ετέρα ισοδύναµος µεταλλική σύνδεσις.
Ο οπλισµός των καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεως δέον να µη χρησιµοποιήται ως γραµµή γειώσεως καθ’ όσον ούτος δύναται να παρουσιάση διακοπήν της συνεχείας κατά τα σηµεία των ενώσεων. Αι µολύβδιναι επενδύσεις των µη ωπλισµένων καλωδίων δέον να συνδέωνται προς τον αγωγόν γειώσεως κατ’ αµφοτέρα αυτών τα άκρα µέσω καλώς εφαρµοζόντων περιλαιµίων.
1. ∆ια τας διαβάσεις των τοίχων ή χωρισµάτων των επί µονωτήρων γραµµών, δέον να χρησιµοποιώνται σωλήνες εκ πορσελάνης, υάλου ή ετέρας µη υδροφίλου ουσίας εξ ενός τεµαχίου.
Έκαστος σωλήν, εντός του οποίου θα τοποθετηθή εις µόνον αγωγός, δέον να εγκαθίστανται υπό κλίσιν τοιαύτην ώστε να µη παραµένη εντός αυτού το εκ της συµπυκνώσεως ατµών προκύπτον ύδωρ.
Οι µονωτικοί σωλήνες οι διαπερόντες παχέα τοιχώµατα ή τοίχους, δέον να προστατεύωνται κατά πάσης βλάβης µέσω µεταλλικού σωλήνος. Οι µονωτικοί σωλήνες δέον να υπερβαίνουν την επιφάνειαν των χωρισµάτων κατά τοσούτον µήκος ώστε η προκύπτουσα µόνωσις να είναι τουλάχιστον ίση προς την µόνωσιν των υποστηριγµάτων επί των οποίων είναι εγκατεστηµένοι οι αγωγοί του παρακειµένου διαµερίσµατος.
2. Εντός υγρών χώρων εις τους οποίους οι αγωγοί εγκαθίστανται εντός σωλήνων, οι σωλήνες ούτοι ξέον να µη παρουσιάζουν ασυνέχειαν καθ’ όλον το µήκος των διαβάσεων.
Επεξήγησις: Αι διαβάσεις µεταξύ χώρων διαφορετικής φύσεως, δέον να εκτελώνται συµφώνως προς τας διατάξεις των αφορώσας τον χώρον τον παρουσιάζοντα τας πλέον δυσµενείς συνθήκας. Επί παραδείγµατι, η διάβασις από ξηρού εις υγρόν χώρον δέον να επιτελήται συµφώνως προς τας διατάξεις αίτινες διέπουν τον υγρόν χώρον.
1. Αι ασφάλειαι και διακόπται δέον να εγκαθίστανται, εν τω µέτρω του δυνατού, εκτός των υγρών χώρων. Εφ’ όσον τούτο δεν είναι δυνατόν, δέον να γίνεται χρήσις καταλλήλων τύπων εκ µη υδροφίλου ουσίας, διατεταγµένων κατά τρόπον ώστε η υγρασία να µη δύναται να φθάση µέχρι των υπό τάσιν στοιχείων.
2. Κατά την εγκατάστασιν των γραµµών εντός υγρών χώρων δέον να αποφεύγηται, όσο το δυνατόν, η εκτέλεσις διακλαδώσεων εντός των χώρων τούτων.
1. Αι δι’ απλής σειρίδος αναρτήσεις εντός υγρών χώρων δεν επιτρέπονται ειµή εάν και εφ’ όσον το εξωτερικόν περίβληµα των λυχνολαβών συνίσταται εκ µονωτικής µη υδροφίλου ουσίας. Αι µετ’ αντιβάρου αναρτήσεις απαγορεύονται.
2. Αι λυχνίαι χειρός δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 90.
Επεξήγησις: Αι δια σειρίδος αναρτήσεις δέον να µη εφοδιάζωνται δια καταυγαστήρων δυσαναλόγου βάρους.
Εφ’ όσον ήθελε παραστή ανάγκη χρησιµοποιήσεως λυχνολαβών µετά διακόπτου εντός των υγρών χώρων, αύται δέον να παρουσιάζουν πάσαν ασφάλειαν τόσον από µηχανικής όσον και από ηλεκτρικής πλευράς.
1. Εξαιρέσει των λυχνοφορέων, το περίβληµα πάσης συσκευής καταναλώσεως εγκατεστηµένης εντός υγρού χώρου, της οποίας η τάσις υπερβαίνει τα 50 βολτ έναντι της γης, δέον είτε να συνίσταται εκ µονωτικής µη υδροφίλου ουσίας είτε να γειούται καταλλήλως.
2. Η χρήσις φορητών συσκευών καταναλώσεως δέον να περιορίζηται εις το ελάχιστον δυνατόν.
3. ∆ια την ζεύξιν φορητών συσκευών δέον να χρησιµοποιώνται είτε σειρίδες µετ’ επενδύσεως εξ ελαστικού είτε ενισχυµέναι σειρίδες δια κινητάς συσκευάς.
4. Η χρήσις ωπλισµένων αγωγών (ωπλισµέναι σειρίδες συσκευών) δεν επιτρέπεται ειµή δια τας σταθεράς ή ολίγον κινητάς συσκευάς (µαγειρεία, ανηρτηµέναι χύτραι) και επί µήκους 2 το πολύ µέτρων. Ο οπλισµός των αγωγών τούτων δέον να γειούται κατ’ αµφότερα τα άκρα.
Θεωρούνται ως βεβρεγµένοι χώροι εκείνοι εντός των οποίων τα τοιχώµατα, οροφαί και δάπεδα είναι εµπεποτισµένα δι’ υγρασίας, εκείνοι εντός των οποίων σχηµατίζονται συνεχώς ή προσκαίρως µεγάλαι σταγόνες ύδατος οφειλόµεναι εις συµπύκνωσιν ατµών ή αναθυµιάσεων επί των τοιχωµάτων, οροφών ή αλλαχού, και τέλος, οι χώροι εκείνοι οίτινες είναι πλήρεις ή επί µακρά διαστήµατα από ατµούς ύδατος ή αναθυµιάσεις.
Επεξήγησις: Τοιούτοι χώροι συναντώνται εντός δηµοσίων λουτρών, τυροκοµείων, ζυθοποιείων, κεραµουργείων, εις σφαγεία, βυρσοδεψεία, βαφεία, πλυντήρια, εργοστάσια χάρτου, χηµικών προϊόντων, χηµικών λιπασµάτων, κυτταρίνης, εργοστάσια υφαντουργίας, κλπ. Θεωρούνται επίσης ως βεβρεγµένοι χώροι τα µη κεκαλυµµένα εργοτάξια, οι ψυκτικοί θάλαµοι, τα πλυντήρια ιδιωτικής χρήσεως και οι διάδροµοι νοµής (δια τους σταύλους βλέπε υποκεφάλαιον Ι). Επίσης το εσωτερικόν λεβήτων, δεξαµενών, κλπ.
Εις υπογείους κατασκευάς, αι ηλεκτρικαί εγκαταστάσεις διέπονται υπό των ειδικών όρων των ισχυόντων δια τας τοιαύτας κατασκευάς (βλέπε Παράρτηµα ΙV).
Πάσαι αι διατάξεις αι ισχύουσαι εντός υγρών χώρων αίτινες επιτείνουν την αυστηρότητα των διατάξεων δια ξηρούς χώρους ισχύουν και δια τους βεβρεγµένους χώρους εάν και εφ’ όσον δια τους τελευταίους τούτους δεν θεσπίζονται έτι αυστηρότεραι διατάξεις.
Εντός βεβρεγµένων χώρων, οι γυµνοί αγωγοί δεν επιτρέπονται ειµή εάν και εφ’ όσον η χρήσις µεµονωµένων αγωγών είναι αδύνατος. Εν τοιαύτη περιπτώσει δέον να εφαρµόζωνται αι διατάξεις του άρθρου 187.
1. Εντός βεβρεγµένων χώρων δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων µεµονωµένων αγωγών συµφώνως προς την στήλην «βεβρεγµένοι χώροι» του πίνακος VI και τας διατάξεις του άρθρου 135.
2. Οι αγωγοί µεθ’ απλής ή ενισχυµένης επενδύσεως εξ ελαστικού, ως και οι µετά θερµοπλαστικής µονώσεως αγωγοί, δεν επιτρέπονται ειµή δια την επί µονωτήρων ή εντός σωλήνων ορατήν εγκατάστασιν. Εντός των βεβρεγµένων χώρων των κατοικιών δύναται ωσαύτως να εγκαθίστανται και εντός χωνευτών σωλήνων (βλέπε άρθρον 220).
Επεξήγησις: ∆ιαφορετικοί τύποι αγωγών των εις παράγρ. 1 αναφεροµένων δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν εκτός εάν ούτοι έχουν εγκριθή δια την χρήσιν εντός υγρών χώρων.
1. Η χρήσις σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού ή µεταλλικών σωλήνων εντός βεβρεγµένων χώρων περιορίζεται εις τας υπό του άρθρου 220 αναφεροµένας περιπτώσεις.
2. Ωπλισµένοι µονωτικοί σωλήνες ως και σωλήνες εξ υδροφίλου µονωτικής ουσίας απαγορεύονται εντός των βεβρεγµένων χώρων.
Επεξήγησις: Καθ’ ό,τι αφορά τους σωλήνας προστασίας των αγωγών γειώσεως εντός των κατοικιών, βλέπε παράγρ. 4 του άρθρου 21.
1. Αι επί µονωτήρων γραµµαί δεν επιτρέπονται εντός βεβρεγµένων χώρων ειµή εάν και εφ’ όσον αποκλείεται πάσα τυχαία προς αυτάς επαφή εκ µη µεµονωµένων θέσεων.
2. Αι γραµµαί δέον να εγκαθίστανται µόνον επί κωδωνοειδών ή τροχιλοειδών µονωτήρων µεγάλης µονωτικής επιφανείας. Αι προσδέσεις δέον να επιτελούνται µέσω εµπεποτισµένου σπάγγου ή ετέρου µέσου προσδέσεως ανθισταµένου εις την υγρασίαν.
1. Σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού δεν επιτρέπονται εντός των βεβρεγµένων χώρων ειµή εις ορατήν εγκατάστασιν. Εντός των βεβρεγµένων χώρων των κατοικιών των µη προοριζοµένων δι’ επαγγελµατικούς σκοπούς, δύνανται ωσαύτως να εγκατασταθούν και εις χωνευτήν εγκατάστασιν εάν και εφ’ όσον πρόκειται περί ιδιαιτέρων προσαγωγών εις σταθεράς συσκευάς. Οι σωλήνες ούτοι δέον να κοχλιώνται υδατοστεγώς επί των συσκευών. Κατά τας διαβάσεις χωρισµάτων, αι διελεύσεως αυτών δέον να φράσσωνται τελείως, ούτοι δε δέον να µη έρχωνται εις επαφήν προς καύσιµα σώµατα.
2. Μεταλλικοί σωλήνες δύνανται να χρησιµοποιηθούν δια βραχείας ορατάς διαδροµάς υπό τον όρον να πληρώνται τελείως και επιµελώς δια µονωτικής ουσίας.
3. Οι σωλήνες δέον, κατά το δυνατόν, να εγκαθίστανται εις απόστασιν 2 έως 3 εκ. από της οροφής ή των τοιχωµάτων, να τυγχάνουν δε ειδικής προστασίας κατά της οξειδώσεως.
Επεξήγησις: Εντός των βεβρεγµένων χώρων αι εγκαταστάσεις δια σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού δέον να είναι όσον το δυνατόν βραχείαι. Εφ’ όσον ήθελον απαιτηθή κυτία διακλαδώσεως, δέον να χρησιµοποιώνται τύποι παρέχοντες µεγάλην στεγανότητα. Εντός µικρών χώρων δέον, κατά το δυνατόν, να προβλέπηται ειδική γραµµή προσαγωγής εκ των έξω προς εκάστην λυχνίαν. Εφ’ όσον η διάταξις ή η σηµασία του χώρου απαιτεί εκτεταµένον δίκτυον, αι γραµµαί δέον
κατά προτίµησιν να εκτελώνται δια καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεως αντί σωλήνων. Καθ’ ό,τι αφορά την χρήσιν γωνιοσυνδέσµων ή συνδέσµων Τ, βλέπε τας διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 172.
Η οριζοµένη µεταξύ σωλήνων και τοιχωµάτων ή οροφής απόστασις, αποσκοπεί την µείωσιν της
οξειδώσεως. Η προστασία κατά της οξειδώσεως εξασφλαίζεται δια βερνικίου, µινίου ή ελαίου, ειδικής επαλείψεως, γαλβανισµού, επιµολυβδώσεως, κλπ.
Τα µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλώδια γίνονται δεκτά εντός βεβρεγµένων χώρων µόνον εφ’ όσον φέρουν εξωτερικόν περίβληµα προστατεύον την µολυβδίνην επένδυσιν. Ταύτα επί πλέον δέον να τυγχάνουν ειδικής προστασίας καθ’ άς θέσεις είναι εκτεθειµένα εις µηχανικήν φθοράν.
Επεξήγησις: Η µέχρι σήµερον υφισταµένη πείρα απέδειξεν ότι τα µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλώδια τα επιµελώς εγκαθιστάµενα και εφοδιαζόµενα δια καταλλήλων εξαρτηµάτων ενώσεως και διακλαδώσεως, παρουσιάζουν την µεγαλυτέραν διάρκειαν εις εγκαταστάσεις εντός βεβρεγµένων χώρων. Αντιθέτως, αι εγκαταστάσεις δια καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως εις τας οποίας δεν ετηρήθησαν οι ανωτέρω όροι, αποτελούν πηγήν ανωµαλιών και κινδύνων. Εκ τούτου συνάγεται ότι είναι απαραίτητον, ιδία προκειµένου περί εγκαταστάσεων δια καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως, όπως, περισσότερον πάσης άλλης εγκαταστάσεως, χρησιµοποιήται υλικόν απολύτως κατάλληλον και προσωπικόν πεπειραµένον και ευσυνείδητον.
Εις τας εγκαταστάσεις των οποίων η έναντι της γης τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ, οι οπλισµοί των σωλήνων και καλωδίων ως και αι µολύβδιναι επενδύσεις των µη ωπλισµένων καλωδίων δέον να γειώνται.
Επεξήγησις: Ο οπλισµός των µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλωδίων δέον όπως µη χρησιµοποιήται ως γραµµή γης καθόσον ούτος δύναται συχνά να παρουσιάση διακοπήν συνεχείας.
∆ια την γείωσιν των µολυβδίνων επενδύσεων δέον να χρησιµοποιώνται καλώς εφαρµόζοντα περιλαίµια.
Αι διαβάσεις των τοίχων και χωρισµάτων εντός βεβρεγµένων χώρων δέον να εκτελώνται καθ’ ον τρόπον και εις τους υγρούς χώρους (άρθρον 210).
1. Αι ασφάλειαι, διακόπται, ρυθµισταί, συσκευαί, κλπ. δέον να εγκαθίστανται, όσον το δυνατόν, εκτός των βεβρεγµένων χώρων. Εν αντιθέτω περιπτώσει, δέον να χρησιµοποιώνται κατάλληλοι τύποι εκ µη υδροφίλου υλικού, κατεσκευασµένοι δε κατά τρόπον ώστε η υγρασία να µη δύναται να διεισδύση µέχρι των υπό τάσιν στοιχείων.
2. Αι διακλαδώσεις δέον να εγκαθίστανται, όσον το δυνατόν, εκτός των βεβρεγµένων χώρων.
1. Αι λυχνίαι πυρώσεως δέον να εγκαθίστανται εντός στεγανών οπλισµών, εκ µονωτικής µη υδροφίλου ουσίας ή και εκ µετάλλου.
2. Οι υπαίθριοι λυχνοφορείς οι εκτεθειµένοι εις την βροχήν δέον να εγκαθίστανται συµφώνως προς τους κανόνας οίτινες διέπουν τους λυχνοφορείς των βεβρεγµένων χώρων.
3. Η χρησιµοποίησις προστατευτικού κώδωνος δια τους λυχνοφορείς του δηµοσίου φωτισµού, δεν είναι υποχρεωτική εάν και εφ’ όσον ούτοι δεν υπόκεινται εις επαφήν δια χειρός.
Επεξήγησις: Οι µεµονωµένοι αγωγοί οίτινες εισάγονται εντός οπλισµού ελευθέρας αναρτήσεως δέον να διατάσσωνται µε επαρκή ανοχήν ώστε αι ταλαντώσεις να µη δύνανται να προκαλέσουν τάνυσιν των συρµάτων µεταδιδοµένην µέχρι των ακροδεκτών. Αντιθέτως, οσάκις ο
οπλισµός είναι σταθερός εγκατεστηµένος, ο σωλήν ή το καλώδιον προσαγωγής δέον να στερεούται επ’ αυτού.
Οι µεταλλικοί οπλισµοί δέον να προστατεύωνται έναντι της υγρασίας δι’ επισµαλτώσεως ή αντιδιαβρωτικής βαφής.
1. Εξαιρέσει των λυχνοφορέων, πάσαι αι λοιπαί συσκευαί αι χρησιµοποιούµεναι εντός βεβρεγµένων χώρων δέον να εφοδιάζωνται δι’ ισχυροτάτου µονωτικού µη υδροφίλου περιβλήµατος ή να γειώνται κατά τρόπον ασφαλή µέσω αγωγού προοριζοµένου δια τον σκοπόν τούτον.
2. Οι εντός βεβρεγµένων χώρων λειτουργούντες κινητήρες δέον να έχουν περιελίξεις καταλλήλως εµπεποτισµένας, να προστατεύωνται δε έναντι των πιτσυλισµάτων ύδατος. Τα εξαρτήµατα αυτών δέον να ανταποκρίνωνται προς τας διατάξεις του άρθρου 224.
Επεξήγησις: Αι συσκευαί καταναλώσεως µετά µεταλλικού περιβλήµατος, τας οποίας είµεθα υποχρεωµένοι να δράξωµεν κατά την λειτουργίαν αυτών, δέον, κατά το δυνατόν, να εφοδιάζωνται (ανεξαρτήτως γειώσεως) δια µονωτικών λαβών (βλέπε άρθρον 78).
1. Η χρήσις φορητών συσκευών εντός βεβρεγµένων χώρων δέον να περιορίζηται εις το ελάχιστο δυνατόν.
2. Εντός των βεβρεγµένων χώρων δέον, κατά το δυνατόν, αι φορηταί λυχνίαι (τουλάχιστον προκειµένου περί εναλλασσοµένου ρεύµατος) να τροφοδοτώνται υπό τάσιν 36 βολτ το πολύ, χρησιµοποιουµένων προς τον σκοπόν τούτων σταθερών µετασχηµατιστών. ∆ια τας λυχνίας χειρός τας χρησιµοποιουµένας εντός λεβήτων, δεξαµενών και λοιπών στενών χώρων εξ αγωγίµου υλικού, η τάσις του εναλλασσόµενου ρεύµατος δέον, εν πάση περιπτώσει, να υποβιβάζηται εις 36 βολτ το πολύ, µέσω ειδικών µετασχηµατιστών προστασίας τοποθετουµένων εκτός των χώρων τούτων.
3. Εν πάση περιπτώσει, αι φορηταί συσκευαί δέον να γειώνται προσεκτικώς και κατά πάγιον τρόπον. Αι λαβαί αυτών δέον να συνίστανται εκ µονωτικής ουσίας ή να µονώνται προσεκτικώς έναντι των µεταλλικών στοιχείων άτινα ενδέχεται να ευρεθούν υπό τάσιν εν περιπτώσει βλάβης της µονώσεως. Φορηταί συσκευαί καταναλώσεως ονοµαστικής ισχύος κατωτέρας των 1500 βάττ, αίτινες δέον να δράττωνται δια της χειρός εκ µεταλλικών τµηµάτων δυναµένων να ευρεθούν υπό τάσιν εις περίπτωσιν βλάβης της µονώσεως, δεν επιτρέπονται εντός βεβρεγµένων χώρων ειµή µέχρι τάσεων µεταξύ αγωγών 250 βολτ το πολύ. Φορηταί συσκευαί καταναλώσεως ονοµαστικής ισχύος 1500 βαττ ή ανωτέρας, δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιώνται εις δίκτυα των οποίων η τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ έναντι της γης.
4. Εάν, επί πλέον των εις παράγρ. 2 αναφεροµένων φορητών συσκευών καταναλώσεως, πρόκειται να χρησιµοποιηθούν και άλλαι τοιαύται εντός των βεβρεγµένων χώρων, αύται δέον να πληρούν τους ακολούθους όρους:
(α) Οι ρευµατολήπται αυτών δέον να προσαρµόζωνται µόνον εις ειδικού τύπου ρευµατοδότας εφωδιασµένους µε κάλυµµα.
(β) Αι σειρίδες αυτών δέον να συνίστανται εκ µεµονωµένων αγωγών επικαλυφθέντων δια κοινής αδιαβρόχου επενδύσεως άνευ µεταλλικής επικαλύψεως.
Επεξήγησις: Κατά το δυνατόν, οι µετασχηµατισταί δέον να εγκαθίστανται σταθερώς, εκτός δε των βεβρεγµένων χώρων. Εάν τούτο δεν είναι εφαρµόσιµον, δέον να λαµβάνωνται υπ’ όψιν, κατά την κατασκευήν των µετασχηµατιστών, οι δυσµενείς όροι της εγκαταστάσεως. Οι αυτοµετασχηµατισταί δεν επιτρέπονται.
Εις βιοµηχανικάς επιχειρήσεις, όπου η χρησιµοποίησις µεγάλου αριθµού λυχνιών χειρός είναι αναπόφευκτος, αύται δύνανται να τροφοδοτηθούν, όλως κατ’ εξαίρεσιν, υπό τάσιν υπερβαίνουσαν τα 36 βολτ, εάν και εφ’ όσον αι λυχνίαι αύται χειρός και αι σειρίδες αυτών τελούν υπό συνεχή επιτήρησιν και συντηρώνται υπό ειδικών προσώπων υπευθύνων και αξίων πάσης εµπιστοσύνης. Εν τοσούτω, η τοιαύτη έκτακτος διάταξις δεν εφαρµόζεται ουδέποτε εις λυχνίας χειρός χρησιµοποιουµένας εις το εσωτερικόν λεβήτων και δεξαµενών εξ αγωγίµου ουσίας.
Εις την κατηγορίαν των φορητών συσκευών καταναλώσεως ονοµαστικής ισχύος κατωτέρας των 1500 βαττ, κατά την έννοιαν της παραγρ. 3, υπάγονται και αι εξής: αι µικραί διατρητικαί µηχαναί, αι φορηταί µύλαι, αι µηχαναί ελικοτοµής, κλπ.
Μεταξύ των φορητών συσκευών καταναλώσεως ονοµαστικής ισχύος άνω των 1500 βαττ περιλαµβάνονται τα βαρέα φορητά εργαλεία ηλεκτρικής λειτουργίας, οίον αι µεγάλαι διατρητικαί µηχαναί, οι πρίονες, διανοίκται οπών, αι µεγάλαι µύλαι, κλπ.
Αι βαρείαι συσκευαί καταναλώσεως των οποίων η θέσις δεν µεταβάλλεται συχνά κατά την διάρκειαν της λειτουργίας των, ως οι µετασχηµατισταί ηλεκτροσυγκολλήσεως, κινητήρες συνεργείων, αγροτικοί κινητήρες, δύνανται ωσαύτως να ζεύγνυνται επί δικτύων των οποίων η τάσις έναντι της γης φθάνει µέχρι 250 βολτ.
Αι σειρίδες µετ’ επενδύσεως εξ ελαστικού ως και ει ενισχυµέναι σειρίδες δια κινητάς συσκευάς, πληρούν τους όρους του εδαφίου β΄ της παραγρ. 4.
Θεωρούνται ως ρυπαροί χώροι, εµπεποτισµένοι δι’ αγωγίµων υγρών ή κεκορεσµένοι δια διαβρωτικών ατµών, οι χώροι των οποίων τα δάπεδα ή τα τοιχώµατα είναι εµπεποτισµένα ή επικεκαλυµµένα δι’ αγωγίµων υγρών µέχρι τοιούτου σηµείου ώστε ακουσία επαφή προς τα υπό τάσιν στοιχεία να παρουσιάζη σοβαρούς κινδύνους δια τους ανθρώπους, ως και οι χώροι οι κεκορεσµένοι δια διαβρωτικών ατµών ισχυρώς προσβαλλόντων τα µέταλλα και λοιπά υλικά, τα χρησιµοποιούµενα εις τας εσωτερικάς εγκαταστάσεις.
Επεξήγησις: Χώροι ρυπαροί, εµπεποτισµένοι δι’ αγωγίµων υγρών ή κεκορεσµένοι δια διαβρωτικών ατµών, απαντώνται, συν τοις άλλοις, και εις τας εξής περιπτώσεις: εις τα τυροκοµεία, αλλαντοποιεία, σφαγεία, βυρσοδεψεία, χυτήρια, ζαχαροποιεία, βαφεία, εργοστάσια νηµάτων και χάρτου, εργοστάσια χηµικών προϊόντων.
Θεωρούνται ωσαύτως ως εµπεποτισµένοι χώροι και οι εξής: τα διαµερίσµατα συσσωρευτών, αι αποθήκαι άλατος, τα υπόγεια εξελίξεως ζυµώσεων, κλπ. Αι εγκαταστάσεις εντός σταύλων και διαδρόµων νοµής διέπονται υπό των διατάξεων του υποκεφαλαίου Ι.
Οι ως άνω αναφερόµενοι χώροι θα αποκαλώνται εφεξής, χάριν συντοµίας, «εµπεποτισµένοι χώροι».
1. Μόνον κατάλληλα πρόσωπα έχοντα ιδιαιτέραν επίγνωσιν των κινδύνων των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων εντός εµπεποτισµένων χώρων θέλει επιτραπή να εργάζωνται εις τας εγκαταστάσεις ταύτας.
2. Ουδεµία εργασία επιτρέπεται να εκτελήται υπό τάσιν.
3. Πάντα τα κανονικώς υπό τάσιν τµήµατα των εγκαταστάσεων τούτων δέον να προστατευθούν κατά τρόπον ώστε να µη είναι δυνατόν να εγγίση τις ταύτα άνευ της βοηθείας ειδικών εργαλείων.
4. Εντός βιοµηχανικών εγκαταστάσεων θέλουσι τοποθετηθή εις θέσεις περιόπτους επιγραφαί προειδοποιούσαι περί του κινδύνου επαφής προς τας ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις. Επί πλέον, θα αναρτώνται επί πινακίδων οδηγίαι αφορώσαι τας πρώτας βοηθείας εν περιπτώσει ηλεκτρικού ατυχήµατος.
Επεξήγησις: Πρόσωπα των οποίων, ως εκ της φύσεως της εργασίας των, αι χείρες, τα υποδήµατα ή τα ενδύµατα είναι εµπεποτισµένα κατά τρόπον ώστε να αυξάνουν τον κίνδυνον εν περιπτώσει ακουσίας επαφής µετά των αγωγίµων στοιχείων, επ’ ουδενί λόγω επιτρέπεται να ασχολώνται µε τας ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις (καθαρισµός κινητήρων, λίπανσις µηχανών, αντικατάστασις λαµπτήρων, κλπ.).
Εν τοσούτω ο χειρισµός των διακοπτών λυχνιών ή συσκευών επιτρέπεται εις αυτούς.
Αι υπό της παραγρ. 4 οριζόµεναι επιγραφαί θα έχουν επί παραδείγµατι την ακόλουθον µορφήν: «Μη εγγίζετε τας ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις! Κίνδυνος!».
Γυµνοί αγωγοί δεν επιτρέπονται εντός των εµπεποτισµένων χώρων ειµή µόνον εφ’ όσον η αφθονία ή το είδος των διαβρωτικών ατµών καθιστά όλως αδύνατον την χρησιµοποίησιν µεµονωµένων αγωγών. Εις την περίπτωσιν ταύτην οι αγωγοί ούτοι θα διατάσσωνται και θα προστατεύωνται κατά τρόπον ώστε να αποκλείηται πάσα ακουσία προς αυτούς επαφή. Ο έλεγχος των αγωγών δέον να είναι δυνατός άνευ µετατοπίσεως των προφυλακτήρων. Προειδοποιητικαί πινακίδες δέον να τοποθετώνται επί των προφυλακτήρων. ∆έον, επί πλέον, να τηρώνται αι διατάξεις του άρθρου 187.
1. Εντός των εµπεποτισµένων χώρων, δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων αγωγών συµφώνως προς την στήλην «εµπεποτισµένοι χώροι» του πίνακος VI και τας διατάξεις του άρθρου 135.
2. Το πλήθος των γραµµών δέον να περιορίζηται εις το ελάχιστον δυνατόν. Αι γραµµαί αύται δέον να πληρούν τας διατάξεις τας ισχυούσας δια βεβρεγµένους χώρους, µε τους ακολούθους περιορισµούς:
(α) Οι αγωγοί µεθ’ απλής ή ενισχυµένης επενδύσεως εξ ελαστικού δεν επιτρέπονται ειµή εις εγκατάστασιν επί µονωτήρων ή εντός ορατών σωλήνων. Εντός σταύλων ή κτηνοστασίων οι αγωγοί ούτοι δεν επιτρέπονται, ειµή µόνον εφ’ όσον επικαλύπτονται υπό αδιαβρώτου πλέγµατος.
(β) Μόνον οι κωδωνοειδείς µονωτήρες επιτρέπονται. Αι προσδέσεις και τα τµήµατα των αγωγών τα εν επαφή προς τους µονωτήρας, δέον να προστατεύωνται έναντι της διαβρώσεως δι’ επιχρίσµατος ή βερνικίου καταλλήλου.
(γ) Μόνον οι µετά χαλυβδίνου οπλισµού σωλήνες επιτρέπονται. Εν τοσούτω, και οι σωλήνες ούτοι επιτρέπονται µόνον εντός ξηρών χώρων µετά διαβρωτικών ατµών και εφ’ όσον είναι εγκατεστηµένοι εις απόστασιν 2 εκ. τουλάχιστον από των τοιχωµάτων ή της οροφής. Οι σωλήνες και τα εξαρτήµατα αυτών δέον να επαλείφωνται συχνάκις δια βερνικίου, ίνα προστατεύωνται κατά της διαβρώσεως.
(δ) Τα µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλώδια επιτρέπονται µόνον εντός χώρων στερουµένων ατµών οίτινες προσβάλλουν τον µόλυβδον.
Επεξήγησις: Αι τροφοδοτικαί γραµµαί των συσκευών δέον να είναι όσον το δυνατόν βραχείαι και να παρουσιάζουν τας ελαχίστας δυνατάς ενώσεις ή διακλαδώσεις.
Τα µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλώδια προσβάλλονται επί παραδείγµατι υπό του νιτρικού οξέος, οξικού οξέος και των αλκαλικών ατµών ή αλκαλικών αλάτων. Εντός χώρων περιεχόντων τοιαύτας ουσίας, τα µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλώδια δέον να προστατεύωνται δια καλώς εφαρµόζοντος περιβλήµατος, επιµελώς εµπεποτισµένου. Οι σωλήνες επιτρέπονται τότε µόνον οσάκις ο βίος αυτών ήθελεν εξασφαλισθή δια της επαλείψεως δια προστατευτικού βερνικίου.
Πάντα τα προσιτά µεταλλικά στοιχεία, άτινα λόγω βλάβης της µονώσεως δύνανται να ευρεθούν υπό τάσιν, δέον να γειώνται συµφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 17 και 18.
Εν τω µέτρω του δυνατού, αι ασφάλειαι και οι διακόπται θα εγκαθίστανται εκτός των εµπεποτισµένων χώρων. Τα κυκλώµατα δέον να είναι αποζεύξιµα επί πάντων των πόλων, είτε οµαδικώς είτε κεχωρισµένως.
1. Εντός των εµπεποτισµένων χώρων, πάσα λυχνία προσιτή εις το προσωπικόν δέον να είναι, οµού µετά της λυχνολαβής της, εγκεκλεισµένη εντός υαλίνου κώδωνος. Εφ’ όσον η λυχνία διαθέτει προστατευτικόν µεταλλικόν περίβληµα, τούτο δέον να µονούται όχι µόνον έναντι των υπό τάσιν στοιχείων αλλά και έναντι παντός µεταλλικού στοιχείου δυναµένου να ευρεθή υπό τάσιν εις περίπτωσιν βλάβης της µονώσεως.
2. Εντός χώρων εις τους οποίους ωρισµέναι µονωτικαί ουσίαι ή µεταλλικά τµήµατα των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων προσβάλλονται ισχυρώς εκ χηµικών αιτίων, δέον όπως το πλήθος των δια τον φωτισµόν χρησιµοποιουµένων λυχνιών και το µήκος των γραµµών προσαγωγής αύτων ελαττωθή εις το ελάχιστον δυνατόν.
3. Εντός των χώρων τούτων, εφ’ όσον δεν δύναται να αποφευχθή η χρήσις φορητών λυχνιών τροφοδοτουµένων δι’ εναλλασσοµένου ρεύµατος, η τροφοδότησις αυτών δέον να επιτελήται υπό τάσιν 36 βολτ.
Επεξήγησις: Οπλισµοί (αρµατούρες) εκ µη µονωτικής ουσίας δέον να εφοδιάζωνται δια λυχνολαβής εκ πορσελάνης ή δια µονωτικού συνδέσµου (ρακόρ). Οι µετασχηµατισταί των φορητών συσκευών δέον να εγκαθίστανται εις σταθεράς θέσεις και να πληρούν τας διατάξεις των άρθρων 114 και 227.
Οσάκις δεν είναι δυνατόν να αποφευχθή η εγκατάστασις κινητήρων εντός ρυπαρών χώρων, κεκορεσµένων δι’ υγρασίας ή εµπεποτισµένων δια διαβρωτικών ατµών, δέον, αναλόγως των περιπτώσεων, να καταφύγωµεν είτε εις τον ειδικόν εµποτισµόν των τυλιγµάτων είτε εις στεγανούς κινητήρας. Τα όργανα ζεύξεως δέον να εγκαθίστανται εντός προησπισµένων ή στεγανών κιβωτίων.
Πάσα ακουσία επαφή προς τα υπό τάσιν στοιχεία δέον να αποκλείηται.
Ως χώροι υποκείµενοι εις πυρκαϊάν θεωρούνται εκείνοι εντός των οποίων εύφλεκτοι ύλαι κατασκευάζονται, επεξεργάζονται ή εναποθηκεύονται εις µεγάλας ποσότητας.
Επεξήγησις: Χώροι υποκείµενοι εις κινδύνους πυρκαϊάς απαντώνται εις πλεκτήρια, εργοστάσια κυτταρίνης, χάρτου, αντικειµένων εκ κυτταρίνης, τας σκηνάς θεάτρων και τους παρακειµένους αυταίς χώρους, κλπ. Ως τοιούτοι χώροι δέον επίσης να θεωρώνται και οι ακόλουθοι:
Οι χώροι εντός των οποίων λαµβάνει χώραν επεξεργασία ξύλου ή ινωδών ουσιών αποδιδουσών κόνιν ευκόλως αναφλέξιµον, αι ξυλαποθήκαι, οι αχυρώνες και σιτοβολώνες, αι σοφίται, ωρισµένα είδη καταστηµάτων, προθήκαι ή αποθήκαι ευφλέκτων υλών, ως και τα διαµερίσµατα των οποίων τα δάπεδα είναι εµπεποτισµένα δι’ ελαίου. Εν τω όρω «ξυλαποθήκαι» περιλαµβάνονται ουχί µόνον αι αποθήκαι ξυλείας αλλά και γενικώς αι αποθήκαι οιωνδήποτε καυσίµων εις αξιόλογον ποσότητα.
Καθ’ ό,τι αφορά τους σιτοβολώνας, βλέπε ωσαύτως και τας ειδικάς διατάξεις του υποκεφαλαίου ΙΑ.
Εντός χώρων υποκειµένων εις πυρκαϊάν, οι γυµνοί αγωγοί απαγορεύονται.
1. Εντός χώρων υποκειµένων εις πυρκαϊάν, δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων αγωγών συµφώνως προς την στήλην «χώροι υποκείµενοι εις πυρκαϊάν» του πίνακος VI και τας διατάξεις του άρθρου 135.
2. Γραµµαί επί µονωτήρων επιτρέπονται µόνον δια τάσεις έναντι της γης µη υπερβαινούσας τα 250 βολτ, τούτο δε µόνον εφ’ όσον µηχανικαί φθοραί αποκλείονται.
3. Εντός χώρων υποκειµένων εις πυρκαϊάν, οι ωπλισµένοι µονωτικοί σωλήνες επιτρέπονται, γενικώς, µόνον εις ορατάς εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις έναντι της γης δεν υπερβαίνει τα 250 βολτ. Εις τας εκτεθειµένας θέσεις, οι σωλήνες ούτοι δέον να προστατεύωνται έναντι µηχανικών βλαβών.
Σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού ως και µεταλλικοί σωλήνες δύνανται να χρησιµοποιηθούν δ’ ορατάς εγκαταστάσεις ων η τάσις λειτουργίας δεν υπερβαίνει τα 500 βολτ.
4. Η χρήσις κυτίων ενώσεων ή διακλαδώσεων εκ πορσελάνης ή ετέρων αναλόγων υλικών, δέον να είναι όσον το δυνατόν περιωρισµένη. Ενδείκνυται η χρησιµοποίησις ισχυρών κυτίων εξασφαλιζόντων ερµητικήν συνένωσιν προς τους σωλήνας και των οποίων αι διαστάσεις να είναι τοιαύται ώστε αι ενώσεις να επιτελώνται ευχερώς και ευδιακρίτως.
Επεξήγησις: Κατά την εγκατάστασιν ωπλισµένων αγωγών, ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων, ή µεταλλικών σωλήνων, δέον να αποφεύγηται όσον το δυνατόν πάσα επαφή µεταξύ τούτων και ετέρων σωλήνων ή µεταλλικών εξαρτηµάτων της οικοδοµής (βλέπε ωσαύτως παραγρ. 2 και επεξήγησιν του άρθρου 256). Εντός των συνεχώς ξηρών χώρων, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεσιν η χρήσις και ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων µέχρι τάσεως λειτουργίας 500 βολτ, υπό τον όρον όπως ούτοι µη είναι εκτεθειµένοι εις φθοράν.
Συχνά απαντώνται κιβώτια ενώσεων ή διακλαδώσεων εντός των οποίων αι συνδέσεις έχουν πληµµελώς συντελεσθή και των οποίων τα πώµατα θραυσθέντα δεν αντικατεστάθησαν. Ούτος είναι ο λόγος δια τον οποίον ο περιορισµός του αριθµού των τοιούτων κυτίων ελαττώνει τους κινδύνους πυρκαϊάς.
Εντός χώρων υποκειµένων εις πυρκαϊάν, δέον όπως αποφεύγηται, εν τω µέτρω του δυνατού, η εγκατάστασις συσκευών ως οι διακόπται, ασφάλειαι, αντιστάται, γνώµονες, κλπ. Εάν η παρουσία αυτών δεν δύναται να αποφευχθή, αύται δέον να εγκαθίστανται εντός ισχυροτάτων κιβωτίων, καλώς κλειόντων, εξ ακαύστου και µη υδροφίλου ουσίας. Οι σωλήνες των γραµµών προσαγωγής δέον να οδηγώνται εις το εσωτερικόν των κιβωτίων τούτων. Εφ’ όσον αι γραµµαί είναι εγκατεστηµέναι επί µονωτήρων, τα κιβώτια δέον να εφοδιάζωνται δια σωληνίσκων εισόδου και εξόδου µήκους 10 εκ. τουλάχιστον.
Επεξήγησις: Οι διακόπται και αι ασφάλειαι αι εγκατεστηµέναι οµού εντός µεταλλικών κιβωτίων µετά µανδαλώσεως πληρούν τας ανωτέρα διατάξεις. Αι µη προστατευόµεναι ασφάλειαι δύνανται να χρησιµοποιηθούν εις σιτοβολώνας ή σοφίτας µη περιεχούσας ευφλέκτους ύλας ουδέ καύσιµα, η εις ξυλαποθήκας εις τας οποίας η συσσώρευσις των καυσίµων υλικών δεν δύναται να φθάση µέχρι του ύψους των ασφαλειών (επί παραδείγµατι υπεράνω των θυρών ή παραθύρων).
Εντός λίαν κονιζοµένων χώρων υποκειµένων επί πλέον εις κινδύνους πυρκαϊάς, αι λυχνίαι πυρώσεως δέον να εφοδιάζωνται δια προστατευτικών κωδώνων.
Επεξήγησις: Μεταξύ των χώρων εντός των οποίων αι λυχνίαι πυρώσεως δέον να εφοδιάζωνται δια προστατευτικών κωδώνων, περιλαµβάνονται και οι σιτοβολώνες, αι αίθουσαι κτυπητηρίων των κλωστηρίων, κλπ.
Τα καλύµµατα και προστατευτικά κιβώτια των συσκευών δέον να εµποδίζουν την διάδοσιν του πυρός προς τα έξω αυτών.
Υπό την έννοιαν του παρόντος κεφαλαίου, θεωρούνται ως υποκείµενοι εις εκρήξεις τα κτίρια και οι χώροι οίτινες χρησιµοποιούνται δια την παραγωγήν, επεξεργασίαν ή εναποθήκευσιν κατά µεγάλας ποσότητας στερεών υγρών ή αερίων σωµάτων, των οποίων η ανάφλεξις δύναται να προκαλέση εκρήξεις ωσαύτως, οσάκις υπάρχει φόβος συσσωρεύσεως επικινδύνων ποσοτήτων αερίων, ατµών ή κόνεων, δυναµένων να σχηµατίσουν µεταξύ των ή µετά του αέρος κροτούντα µίγµατα.
Επεξήγησις: Κίνδυνος εκρήξεως υφίσταται εις:
(α) Κτίρια ή χώρους χρησιµοποιουµένους δια την κατασκευήν, επεξεργασίαν ή εναποθήκευσιν εκρηκτικών και ευφλέκτων υλών.
(β) Κτίρια ή χώρους περιέχοντας αέρια ή ατµούς δυναµένους να εκραγούν τη παρουσία αέρος, οίον: εργοστάσια φωταερίου, εργοστάσια χρωστικών υλών, ως και λοιπά εργοστάσια εν τοις οποίοις παρασκευάζονται, χρησιµοποιούνται, εναποθηκεύονται ή µεταγγίζονται κατά µεγάλας ποσότητας ανθρακασβέστιον, υδρογόνον, αιθήρ, βενζίνη, πετρέλαιον, οινόπνευµα, ακετόνη, ή και άλλαι ανάλογοι ουσίαι. Τοιούτοι χώροι είναι επίσης εκείνοι εντός των οποίων γίνονται βαφαί ντούκου (πιστόλι), εντός των οποίων κονιοποιείται νιτροκυτταρίνη ή και άλλαι εκρηκτικαί ουσίαι.
(γ) Κτίρια ή χώρους οίτινες ενδέχεται να περικλείουν εκρηκτικά µίγµατα κόνεως και αέρος, οίον: µύλοι, ζαχαροποιείαι, εργοστάσια αµύλου και λιπασµάτων, εγκαταστάσεις δια την κονιοποίησιν του άνθρακος, κλπ.
Εφ’ όσον ο κίνδυνος εκρήξεως περιορίζεται εις ωρισµένα µόνον τµήµατα µιας αποθήκης, εργαστηρίου ή άλλου µεγάλου κτιρίου, τα τµήµατα ταύτα δέον να πληρούν άνευ περιορισµού τας διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, έστω και αν ο προκύπτων κίνδυνος είναι πρόσκαιρος.
Λαµβανοµένων υπ’ όψιν των ιδιαιτέρως σοβαρών συνεπειών των εκρήξεων αίτινες δύναται να λάβουν χώραν εντός των χώρων ή κτιρίων των αναφεροµένων εις το εδάφιον (α), οι χώροι ούτοι δέον να θεωρώνται ως άκρως επικίνδυνοι, τούτο δε παρ’ όλον ότι η συνήθης διάταξις των ηλεκτρικών αυτών εγκαταστάσεων αποκλείει εντελώς ή µερικώς τον κίνδυνον σχηµατισµού σπινθήρων (περιπτώσεις αποθηκών πυροµαχικών). Η τελική απόφασις κατά πόσον τοιούτοι χώροι ή κτίρια δέον να θεωρώνται ή όχι ως υποκείµενοι εις κινδύνους εκρήξεως, ανήκει εις την τοπικήν πυροσβεστικήν υπηρεσίαν.
Τα ιδιωτικά αυτοκινητοστάσια (γκαράζ), τα χρησιµοποιούµενα δια την στέγασιν µικρού αριθµού αυτοκινήτων, δεν θεωρούνται, γενικώς, ως υποκείµενα εις κινδύνους εκρήξεων, εκτός εάν χρησιµοποιώνται συγχρόνως και δια την εναποθήκευσιν σηµαντικών ποσοτήτων βενζίνης ή άλλων εκρηκτικών ουσιών, ή και ως σταθµοί φορτίσεως συσσωρευτών ηλεκτρικών οχηµάτων µετ’ εγκεκλεισµένων συσσωρευτών (βλέπε ωσαύτως επεξήγησιν άρθρου 246).
1. Αι διατάξεις αι ισχύουσαι δια τους χώρους τους υποκειµένους εις πυρκαϊάν, εφαρµόζονται ωσαύτως και εις κτίρια ή χώρους υποκειµένους εις εκρήξεις, εάν και εφ’ όσον αι διατάξεις αύται δεν καθίστανται αυστηρότεραι δια των διατάξεων των άρθρων 244, 245 και 246.
2. Μηχανήµατα, συσκευαί και ηλεκτρικαί λυχνίαι, δέον όπως, εν όλω τω µέτρω του δυνατού, εγκαθίστανται εκτός των άκρως επικινδύνων κτιρίων ή χώρων, οίον αι αποθήκαι εκρηκτικών υλών και πυροµαχικών. Οσάκις, παρά ταύτα, εντός κτιρίου της κατηγορίας ταύτης, υφιστάται µία ηλεκτρική εγκατάστασις ήτις τροφοδοτείται υπό εναερίων δικτύων, η παροχέτευσις αυτής εκ του δικτύου τούτου δέον να επιτελήται µέσω υπογείου καλωδίου.
Πάσαι αι τροφοδοτικαί γραµµαί δέον να είναι αποζεύξιµοι εφ’ όλων των πόλων, εκ θέσεων κειµένων εκτός του κτιρίου επί πλέον, αι εντός των κτιρίων εισαγόµεναι δέον να είναι γειώσιµοι και εκ του εξωτερικού τούτων. Η συσκευή αποζεύξεως αυτών δέον να είναι ούτω πως κατεσκευασµένη ώστε, κατά το δυνατόν, να αποκλείηται, δια την ανοικτήν θέσιν ταύτης, η είσοδος εντός του κτιρίου υπερτάσεως προερχοµένης εκ των έξω.
3. Εντός χώρων επικινδύνων λόγω ενδεχοµένης παρουσίας κροτούντων µιγµάτων αέρος και αερίων, ή ατµών και κόνεως, δέον να λαµβάνηται µέριµνα ώστε ουδέν τµήµα της εγκαταστάσεως να µη δύναται να φθάση εις αρκετά υψηλήν θερµοκρασίαν δυναµένην να προκαλέση την ανάφλεξιν των µιγµάτων τούτων. Ο σκοπός ούτος θα επιδιωχθή, δι’ επιλογής ηλεκτρικών οργάνων µετά µεγάλων περιθωρίων ή δια χρησιµοποιήσεως αυτοµάτων διατάξεων περιορισµού της θερµοκρασίας αυτών. παν όργανον δυνάµενον εν κανονική λειτουργία να παραγάγη σπινθήρας δέον να εγκαθίσταται εντός αντιεκρηκτικού κιβωτίου. ∆έον ωσαύτως να λαµβάνωνται µέτρα ασφαλείας καθ’ ας περιπτώσεις δύνανται να προκύψουν σπινθήρες εις περίπτωσιν ανωµαλιών.
Επεξήγησις: Ο καλύτερος τρόπος δια την επίτευξιν της διακοπής µετά συγχρόνου γειώσεως, ήτις απαιτείται εις παραγρ. 2 δια τας εντός των κτιρίων εισερχοµένας γραµµάς, έγκειται εις την χρησιµοποίησιν µαχαιρωτού διακόπτου διπλής ενεργείας καταλλήλων διαστάσεων.
Εντός χώρων επικινδύνων λόγω ενδεχοµένης παρουσίας κροτούντων µιγµάτων υπό αέριον µορφήν ή κόνιν, συνιστάται όπως κατά πρώτον λόγον ληφθώσι τα ακόλουθα µέτρα: εφ’ όσον υπάρχουν πλησίον χωριστά διαµερίσµατα µη παρουσιάζοντα κίνδυνον εκρήξεως, οι µετασχηµατισταί, ασφάλειαι, διατάξεις αποζεύξεως και ει δυνατόν οι κινητήρες, δέον να εγκαθίστανται εντός των διαµερισµάτων τούτων, τουτέστιν εκτός της επικινδύνου περιοχής. Αφ’ ετέρου, δέον να γίνηται χρήσις µηχανηµάτων και οργάνων µη αποδιδόντων εν κανονική λειτουργία σπινθήρας, ή των οποίων οι σπινθήρες ήθελον εξουδετερωθή δια καταλλήλου κατασκευής.
Σπινθήρες δύναται να προκύψουν επί παραδείγµατι εις τας ακολούθους ανωµάλους περιπτώσεις: εισόδον ξένου σώµατος εντός κινητήρος, βλάβην της µονώσεως, πιτσύλισµα των υπό τάσιν αγωγών, κλπ. Ως ληπτέας προφυλάξεις, κατά την έννοιαν της παραγρ. 3, δυνάµεθα να αναφέρωµεν τας εξής: Ειδικά µέτρα προς αποφυγήν βλάβης των µονώσεων και των προστατευτικών περιβληµάτων των υπό τάσιν στοιχείων, διαφράγµατα εµποδίζοντα την είσοδον κόνεως, υγρών και λοιπών ξένων σωµάτων, αύξησιν του διακένου των κινητήρων µετά λείων εδράνων, ενισχυµένην µόνωσιν, υποβιβασµόν του ορίου θερµάνσεως, κλπ.
∆ύναται να συµβή ώστε καύσιµοι κόνεις, διάχυτοι εντός του αέρος ή περιεχόµεναι εντός των περιβληµάτων των κοκκοθραυστών των µύλων, των κοσκίνων, των κοσκινιστικών µηχανών ή άλλων µηχανηµάτων, φορτισθούν δια στατικών ηλεκτρικών φορτίων. Προς αποτροπήν του κινδύνου τούτου, καλόν είναι όπως εντός χώρων µετά καυσίµου κόνεως, εκτός των περιβληµάτων των ηλεκτρικών οργάνων, γειώνται και τα µεταλλικά σώµατα όλων των εν λόγων µηχανηµάτων.
Η χρήσις φορητών µηχανών ή οργάνων δέον να περιορισθή εις το ελάχιστον δυνατόν.
Γυµνοί υπό τάσιν αγωγοί απαγορεύονται εντός χώρων υποκειµένων εις εκρήξεις.
1. Εντός των εις εκρήξεις υποκειµένων χώρων, δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων αγωγών συµφώνως προς την στήλην «χώροι υποκείµενοι εις εκρήξεις» του πίνακος VI και τας διατάξεις του άρθρου 135.
2. Πάσα φορητή σύνδεσις (γραµµή) µέσω ενισχυµένης σειρίδος δέον να εφοδιάζηται δια συµπληρωµατικής προστασίας εναντίον µηχανικών βλαβών.
3. Γραµµαί δι’ ορατών αγωγών δεν επιτρέπονται ειµή εις θέσεις όπου αποκλείεται, οποτεδήποτε, η µηχανική βλάβη.
4. Γραµµαί εντός σωλήνων ή δια σωληνοσυρµάτων επιτρέπονται µόνον εντός ξηρών χώρων και δη εις ορατήν εγκατάστασιν µόνον.
Παντού όπου βλάβη µηχανικής φύσεως είναι ενδεχοµένη, δέον να χρησιµοποιώνται ωπλισµένα καλώδια µεταλλικής επενδύσεως ή αγωγοί εντός σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού. Οσάκις χώρος υποκείµενος εις εκρήξεις είναι επί πλέον και υγρός ή βεβρεγµένος, η τήρησις των καλωδίων µετά χαλυβδίνης επενδύσεως εις απόστασιν από των τοιχωµάτων ή της οροφής είναι υποχρεωτική.
Επεξήγησις: Αι γραµµαί δέον να εγκαθίστανται εν τω µέτρω του δυνατού, εκτός των εις κινδύνους εκρήξεως υποκειµένων χώρων. Προς εξουδετέρωσιν του κινδύνου εξ ατµοσφαιρικών εκκενώσεων, εις περίπτωσιν εγκαταστάσεων τροφοδοτουµένων παρά εναερίων γραµµών, δέον όπως µεριµνώµεν ίνα οι σωλήνες µετά χαλυβδίνου οπλισµού, οι µεταλλικοί οπλισµοί των σωληνοσυρµάτων και οι οπλισµοί των καλωδίων, µη έρχωνται ουδαµού εις άµεοσν επαφήν προς τα µεταλλικά τµήµατα του κτιρίου ή προς µεταλλικά τµήµατα ερχόµενα εις επαφήν προς το κτίριον.
∆ια την προστασίαν των φορητών συνδέσεων έναντι φθοράς δυνάµεθα, επί παραδείγµατι, να χρησιµοποιήσωµεν επένδυσιν εκ καννάβεως, δέρµατος ή ελαστικού.
1. Οσάκις καθίσταται αδύνατος η αποφυγή της εγκαταστάσεως εντός των εις εκρήξεις υποκειµένων χώρων κινητήρων, ηλεκτρικών συσκευών θερµάνσεως και συσκευών εκκινήσεως ή ετέρων συσκευών χειρισµού, ο τύπος των συσκευών τούτων δέον να αποκλείη το ενδεχόµενον προκλήσεως εκρήξεως υπό των συσκευών. Προς αποφυγήν θερµοκρασιών ικανών να προκαλέσουν την έναυσιν κροτούντων µιγµάτων, τα µηχανήµατα δέον να προστατεύωνται δι’ αυτοµάτων προστασίας κινητήρων ή ισοδυνάµων διατάξεων. Η χρήσις ιµάντων µεταδόσεως κινήσεως δέον, κατά το δυνατόν, να αποφεύγηται. Εφ’ όσον οι ιµάντες ούτοι δεν δύνανται να αποκλεισθούν πλήρως, δέον να λαµβάνωνται µέτρα απαγωγής του στατικού ηλεκτρισµού δι’ ου ούτοι φορτίζονται.
2. Αι ασφάλειαι, διακόπται και λήψεις ρεύµατος, δέον να εγκαθίστανται, κατά το δυνατόν, εκτός των εις εκρήξεις υποκειµένων χώρων, αρκετά δε µακράν των θυρών εισόδου εις αυτούς. Εν αντιθέτω περιπτώσει, δέον να γίνηται αποκλειστική χρήσις αντιεκρηκτικού υλικού, οίον:
προησπισµένων διακοπτών ή ασφαλειών και διακοπτών εντός ελαίου. Αι λήψεις ρεύµατος δύνανται να κατασκευάζωνται κατά τοιούτον τρόπον ώστε οι κατά την εισαγωγήν ή εξαγωγήν του ρευµατολήπτου προκύπτοντες σπινθήρες να αποκλείωνται αυστηρώς, ή αι λήψεις να µανδαλώνται δια διακόπτου εις τρόπον ώστε οι τοιούτοι χειρισµοί να εκτελώνται µόνον όταν αι λήψεις ευρίσκωνται εκτός τάσεως. Εντός άκρως επικινδύνων χώρων (εκρηκτικαί ή αναφλέξιµοι ουσίαι), αι λήψεις ρεύµατος απαγορεύονται. Επί τω σκοπώ αποφυγής κακών επαφών και των εξ αυτών προκυπτόντων σπινθήρων, εις περίπτωσιν χρησιµοποιήσεως κυτίων διακλαδώσεως µη αποκλειόντων τον κίνδυνον εκρήξεως, αι συνδέσεις δι’ επιµελούς συγκολλήσεως θέλουσιν επιτραπή.
3. Αι λυχνίαι τόξου ή έτεραι λυχνίαι γυµνής φλογός απαγορεύονται αυστηρώς. Αι λυχνίαι πυρώσεως δέον να εγκλείωνται εντός οπλισµού µετ’ αεροστεγούς κώδωνος. Οσάκις αι γραµµαί εγκαθίστανται εντός σωλήνων, οι σωλήνες δέον να κοχλιώνται επί των οπλισµών των λυχνιών.
Προκειµένου περί λυχνιών εκτεθειµένων εις κρούσεις, ο αεροστεγής κώδων δέον να περιβάλλεται δια προστατευτικού κλωβού. Η κατασκευή των λυχνολαβών δέον να αποκλείη την τυχαίαν αποκοχλίωσιν των λαµπτήρων. Αι λυχνίαι δέον να είναι αποζεύξιµοι επί πάντων των πόλων εξ ευκόλως προσιτής θέσεως. Ιδιαιτέρως θα αποφεύγηται, εντός του µεγίστου δυνατού ορίου, η χρήσις λυχνιών χειρός. Εις περίπτωσιν απολύτου ανάγκης δύναται να γίνη χρήσις µόνον των µετά προστατευτικού κλωβού και ισχυρού αεροστεγούς κώδωνος λυχνιών χειρός. Αι τοιαύται λυχνίαι χειρός δέον να µη είναι δυνατόν να ανοίγωνται άνευ χρήσεως εργαλείων. Εντός άκρως επικινδύνων χώρων αι λυχνίαι χειρός απαγορεύονται.
Επεξήγησις: Πάντες οι στεγανοί (έναντι της κόνεως) κινητήρες, ανεξαρτήτως του τρόπου ψύξεως αυτών, ως και οι µετά ερµητικώς κεκαλυµµένων δακτυλίων, είναι γενικώς κατάλληλοι δια την χρήσιν εντός χώρων µετ’ εκρηκτικών κόνεων. Εις περίπτωσιν καθ’ ην αυστηρότερα µέτρα φαίνονται επιβαλλόµενα, θα χρησιµοποιηθούν στεγανοί κινητήρες (αντιεκρηκτικής διατάξεως). Όσον αφορά τας συσκευάς θερµάνσεως, αύται είναι επικίνδυνοι όχι µόνον λόγω των σπινθήρων οίτινες δύνανται να προκύψουν, αλλ’ ακόµη και λόγω των υψηλών θερµοκρασιών εις τας οποίας τα θερµαντικά αυτών στοιχεία, ενίοτε δε και τα σώµατα αυτών, δύνανται να φθάσουν.
Κατά την έννοιαν της παραγρ. 2 θεωρούνται ως προησπισµέναι ασφάλειαι ή διακόπται εκείνοι οίτινες προστατεύονται δι’ ερµητικών κιβωτίων επαρκώς ισχυρών ώστε να αντέχουν εις ενδεχοµένας εκρήξεις.
Είναι αναγκαίον όπως καταβάλληται µέριµνα δια την καλήν συντήρησιν των λυχνιών χειρός και λοιπών φορητών ηλεκτρικών συσκευών. Αύται, εφ’ όσον δεν χρησιµοποιούνται, δέον να εναποτίθενται εκτός των επικινδύνων χώρων.
Εντός των αυτοκινητοστασίων (γκαράζ), ακόµη και εάν ταύτα δεν θεωρώνται ως υποκείµενα εις έκρηξιν, κατά την έννοιαν του άρθρου 242, δέον να αποφεύγηται, κατά το δυνατόν, η εγκατάστασις ηλεκτρικών συσκευών εις ύψος µικρότερον του 1,5 µ. υπεράνω του εδάφους. Πράγµατι, οι ατµοί της βενζίνης είναι βαρύτεροι του αέρος και συσσωρεύονται υπεράνω του εδάφους. Εις τα ορύγµατα καθαρισµού (λάκκους) των αυτοκινητοστασίων απαγορεύεται η εγκατάστασις οιουδήποτε διακόπτου ή λήψεως ρεύµατος. ∆έον να χρησιµοποιούνται κινητήρες µη αποδίδοντες σπινθήρας εν κανονική λειτουργία. Αι συσκευαί θερµάνσεως µετ’ ακαλύπτου εστίας, απαγορεύονται.
Οι σταύλοι, τα κτηνοστάσια και οι διάδροµοι νοµής δέον γενικώς να θεωρώνται ως βεβρεγµένοι, ρυπαροί και κεκορεσµένοι δια διαβρωτικών ατµών χώροι.
Αι ηλεκτρικαί εγκαταστάσεις δέον να εκτελώνται αναλόγως.
Εις τους χώρους τούτους απαγορεύονται οι γυµνοί αγωγοί.
Εντός των χώρων τούτων, δύναται να γίνη χρήσις χαλκίνων αγωγών, συµφώνως προς την στήλην «σταύλοι» του πίνακος VI και τας διατάξεις του άρθρου 135.
1. Αι επί µονωτήρων γραµµαί δεν επιτρέπονται εντός σταύλων, κτηνοστασίων, και διαδροµών νοµής, ειµή µόνον εφ’ όσον η οροφή ευρίσκεται εις επαρκές ύψος. Εντός των κτηνοστασίων, οι µονωτήρες δέον να είναι του κωδωνοειδούς τύπου, ενώ εντός σταύλων και διαδρόµων νοµής επαρκώς ευρέων, δύνανται να γίνουν δεκτοί και τροχιλοειδείς µονωτήρες µεγάλης επιφανείας.
2. Η χρήσις µεταλλικών σωλήνων δύναται να επιτραπή µόνον δια την παροχήν µηχανικής προστασίας εις βραχύτατα τµήµατα γραµµών. Προ της εγκαταστάσεως αυτών, οι σωλήνες ούτοι δέον να πλρηωθώσι τελείως δια µονωτικής ουσίας.
3. Η χρήσις καλωδίων µολυβδίνης επενδύσεων ενδείκνυται ιδιαιτέρως προκειµένου περί κτηνοστασίων χαµηλής οροφής, ένθα τα καλώδια ταύτα δέον να φέρουν επικάλυψιν αδιαβρώτου πλέγµατος. Καθ’ ό,τι αφορά τας ενώσεις και τα άκρα των καλωδίων, δέον να χρησιµοποιηθούν στορείς ή κιβώτια ενώσεων τελείως πληρούµενα δια µονωτικής ουσίας. Η κατασκευή των κιβωτίων δέον να εµποδίζη απολύτως την εκροήν της µονωτικής ουσίας πληρώσεως αυτών. Τα καλώδια µολυβδίνης επενδύσεως τα εκτεθειµένα εις µηχανικήν φθοράν, δέον να τυγχάνουν ιδιαιτέρας προστασίας. Εν τοσούτω, η ακριβής διαδροµή των καλωδίων δέον να µη αποκρύπτηται υπό της τοιαύτης προστασίας.
Επεξήγησις: Η πείρα απέδειξεν ότι εις χαµηλά κτηνοστάσια, αι επί µονωτήρων γραµµαί καταστρέφονται συντόµως και ότι η µονωτική αυτών επικάλυψις, έστω και αρίστης ποιότητος, είναι βραχείας διαρκείας. ∆ια τούτο συχναί επισκευαί είναι αναπόφευκτοι εντός των χώρων του είδους τούτου.
Η εγκατάστασις των αγωγών εντός σωλήνων µετά χαλυβδίνου οπλισµού ή µεταλλικών σωλήνων πληρωθέντων δια µονωτικής ουσίας επί µεγάλου µήκους, δεν έδωσεν ικανοποιητικά αποτελέσµατα εντός σταύλων και κτηνοστασίων. Καθ’ ό,τι αφορά τα καλώδια µετά µολυβδίνης επενδύσεως ταύτα δέον να εγκαθίστανται µετ’ ιδιαιτέρας προσοχής συµφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 177 και 178. Καλώς χρησιµοποιούµενα, τα καλώδια ταύτα αποδίδουν τα καλύτερα
αποτελέσµατα εντός χαµηλών κτηνοστασίων.
Τα καλώδια δέον να εγκαθίστανται όσον το δυνατόν καλύτερον προφυλαγµένα από την υγρασίαν. Εφ’ όσον ταύτα στηρίζονται µέσω περιλαιµίων στηρίξεως, τα περιλαίµια ταύτα δέον να συνίστανται εξ ακαύστου ουσίας µη αγωγίµου, να έχουν δε τοιούτον σχήµα ώστε το καλώδιον να τηρήται εις τινα απόστασιν από της οροφής ή των τοιχωµάτων. Η εγκατάστασις των καλωδίων δύναται να γίνη ωσαύτως εντός αυλακώσεων εµπεποτισµένων πήχεων. Εν τοσούτω, η τοιαύτη µέθοδος εγκαταστάσεως δεν επιτρέπεται ειµή εις περιοχάς όπου η πείρα απέδειξεν ότι είναι κατάλληλος δια την ακολουθηθείσαν µεθόδων κατασεκυής των κτηνοστασίων.
Η θέσις των καλωδίων δέον να είναι ελέγξιµος ανά πάσαν στιγµή και εφ’ όλου του µήκους αυτών. Η διέλευσις ηλεκτρικών γραµµών υπεράνω των θυρών ή φατνών δέον, όσον το δυνατόν, να αποφεύγηται.
Αι διαβάσεις αίτινες εκβάλλουν εντός σταύλων ή κτηνοστασίων δέον να εκτελώνται συµφώνως προς τας δια τους βεβρεγµένους χώρους ισχυούσας διατάξεις.
Οι αγωγοί δέον να µη διέρχωνται δι’ ελευθέρων ανοιγµάτων εκτελεσθέντων επί των τοιχωµάτων.
Επεξήγησις: ∆έον, κατά το δυνατόν, να αποφεύγωνται αι διελεύσεις µέσω καυσίµων οροφών ή η διέλευσις δια µέσου καυσίµων ουσιών (βλέπε επίσης άρθρον 160). Κατά την διέλευσιν µέσω δοκών ή σανιδώσεων, τα µετά χαλυβδίνης επενδύσεως καλώδια και οι µεταλλικοί σωλήνες δέον να τοποθετώνται εντός χιτωνίων εξ ακαύστου, και µη αγωγίµου ουσίας (ύαλος, πορσελάνη, κλπ.) αποσκοπούντων την έναντι του ξύλου µόνωσιν των καλωδίων.
Τα κυκλώµατα φωτισµού των σταύλων, κτηνοστασίων και διαδρόµων νοµής, δέον να είναι αποζεύξιµα επί πάντων των πόλων.
Επεξήγησις: Ο χειρισµός των λυχνιών σταύλων, κτηνοστασίων και διαδρόµων νοµής δύναται να εκτελήται κεχωρισµένως δι’ εκάστην λυχνίαν µέσω διπολικών διακοπτών. Οι διακόπται ούτοι δέον να εγκαθίστανται εκτός των εν λόγω χώρων, να φέρουν δε ευδιακρίτους ενδείξεις της θέσεως αυτών (ανοικτοί ή κλειστοί). Οσάκις η εγκατάστασις αποτελείται εκ πολλών λυχνιών, εκάστη των οποίων είναι αποζεύξιµος επ’ αµφοτέρων των πόλων, η χρησιµοποίησις του ενός εκ των αγωγών ως κοινής γραµµής επιστροφής προς τους διακόπτας απαγορεύεται.
Αι λυχνίαι των σταύλων, κτηνοστασίων και διαδρόµων νοµής δύνανται ωσαύτως να εφοδιασθούν δι’ ιδιαιτέρου δι’ εκάστην λυχνίαν µονοπολικού διακόπτου, εάν και εφ’ όσον ο χειρισµός του συνόλου των λυχνιών εκτελήται υπό γενικού διακόπτου διακοπής επί πάντων των πόλων, εγκατεστηµένου εκτός των ανωτέρω χώρων. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο χειρισµός µιας των λυχνιών της προσόψεως ή του κεντρικού διαδρόµου του κτιρίου δέον ωσαύτως να εκτελήται µέσω του διακόπτου επί πάντων των πόλων, εκτός εάν ο διακόπτης ούτος είναι εφωδιασµένος δι’ εσωτερικής ενδεικτικής λυχνίας.
Η γραµµή προσαγωγής εις τον διακόπτην επί πάντων των πόλων δέον να µη εγκαθίσταται εντός του αυτού σωλήνος ή να µη αποτελή µέρος του αυτού καλωδίου µε τας αναχωρούσας εκ του διακόπτου γραµµάς. Εις εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις είναι µικροτέρα των 50 βολτ, η επί πάντων των πόλων διακοπή δεν απαιτείται.
1. Οι διακόπται, ασφάλειαι και τα κυτία διακλαδώσεως δέον όπως, εν τω µέτρω του δυνατού, εγκαθίστανται εκτός των σταύλων και κτηνοστασίων.
2. Αι σταθεραί λυχνίαι πυρώσεως δέον να εγκλείωνται εντός στεγανών οπλισµών εκ µονωτικής ουσίας ανθισταµένης εις το πυρ.
3. Εξαιρουµένης της περιπτώσεως των σταθερών λυχνιών, δεν δύνανται να γίνουν παραδεκταί εντός των σταύλων και κτηνοστασίων έτεραι συσκευαί εκτός από εκείνας των οποίων η χρήσις είναι απολύτου ανάγκης. Εν τοιαύτη όµως περιπτώσει αύται δέον να πληρούν τους όρους του άρθρου 227.
Επεξήγησις: Οσάκις, δια λόγους ανωτέρας βίας, προκύπτει ανάγκη χρήσεως εντός σταύλων ή κτηνοστασίων και ετέρων ηλεκτρικών συσκευών, πλην των σταθερών λυχνιών (π.χ. λυχνιών χειρός, µηχανών αµέλξεως, απορροφητήρων κόνεως ή θερµικών συσκευών) δέον όπως, αναλόγως των περιστάσεων, λαµβάνωνται ειδικαί προφυλάξεις ως αι ακόλουθοι: υποβιβασµός της τάσεως, χρήσις αγωγών εξαιρετικής µονώσεως, αρίστη γείωσις παντός µεταλλικού στοιχείου, κλπ. Αι αγροτικαί χύτραι δέον να εγκαθίστανται εντός χώρων χωριζοµένων από των σταύλων. Οι χώροι ούτοι δέον να διαθέτουν φυσικόν ή τεχνητόν αερισµόν, εξασφαλίζοντα καθαρόν αέρα απηλλαγµένον των αναθυµιάσεων των σταύλων.
Οι σιτοβολώνες και αχυρώνες θεωρούνται ως χώροι υποκείµενοι εις κινδύνους πυρκαϊάς, υπαγόµενοι κατά συνέπειαν εις τας διατάξεις του υποκεφαλαίου Η.
1. Εξαιρέσει της περιπτώσεως απολύτου ανάγκης, η γραµµή τροφοδοτήσεως κτιρίου δέον να µη απολήγη εις το εσωτερικόν σιτοβολώνος ή αχυρώνος.
2. Οσάκις ο σιτοβολών συνέχεται προς κατωκηµένα δωµάτια, θα επιδιώκεται η εισαγωγή της γραµµής τροφοδοτήσεως εντός των κατωκηµένων τούτων µερών.
Ο σιτοβολών θα εξυπηρετήται µέσω διακλαδώσεως της οποίας προτάσσεται ασφάλεια.
Επεξήγησις: Οσάκις είναι αδύνατον να αποφευχθή η εισαγωγή της γραµµής τροφοδοτήσεως εντός αποθηκών χόρτου ή αχυρώνων, δέον να λαµβάνηται τουλάχιστον µέριµνα όπως το µη προστατευόµενον τµήµα, το άγον από του στυλίσκου ή των µονωτήρων τέρµατος προς την κυρίαν ασφάλειαν, ευρίσκεται εκτός του κτιρίου, πληροί δε τους όρους των άρθρων 148 έως 152 είναι δε ευκόλως επιθεωρήσιµον εφ’ όλου του µήκους.
1. Εντός των σιτοβολώνων ή αχυρώνων δέον να µη εγκαθίσταται ουδεµία άλλη γραµµή εξαιρέσει εκείνων αίτινες τροφοδοτούν τας εγκατεστηµένας συσκευάς καταναλώσεως. Απαγορεύεται η δια µέσου αποθηκών χόρτου ή αχύρων διέλευσις γραµµών εξυπηρετουσών άλλους χώρους.
2. Εντός ή πέριξ των σιτοβολώνων ή αχυρώνων, πάσα επαφή της µεταλλικής επενδύσεως των αγωγών προς τας σωληνώσεις ύδατος ή άλλα µεταλλικά σώµατα σηµασίας τινός, δέον να αποφεύγηται. Εις εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις έναντι της γης είναι κατωτέρα των 250 βολτ, αι µεταλλικαί αύται επενδύσεις δεν θα συνδέωνται προς την γραµµήν γειώσεως προστασίας.
3. Αι ενώσεις και διακλαδώσεις των γραµµών εντός των σταύλων δέον να περιορίζωνται εις το ελάχιστον αναγκαίον.
Επεξήγησις: Επαφή των ωπλισµένων µονωτικών σωλήνων προς γειωµένας µεταλλικάς µάζας (δοκούς, σωληνώσεις ύδατος, κλπ.) δύναται, εις περίπτωσιν ατµοσφαιρικών εκκενώσεων, να έχη ως επακόλουθον την θέσιν αυτών υπό τάσιν δια της διοχετεύσεως εις αυτάς του ρεύµατος λειτουργίας, να αποτελέση δε ως εκ τούτου κίνδυνον δια πρόσωπα, ζώα και αντικείµενα. ∆ια τον σκοπόν τούτον είναι αναγκαίον όπως εµποδισθή πάσα επαφή της µεταλλικής επενδύσεως των σωλήνων προς τας λοιπάς µεταλλικάς µάζας, χρησιµοποιουµένης προς τούτο είτε καταλλήλου αποστάσεως είτε της παρεµβολής µη αγωγίµων παρεµβυσµάτων. Πάσα µεταλλική επαφή µεταξύ της επενδύσεως των σωλήνων και των γειωµένων ρευµατοδοτών ή διακοπτών δέον να αποφεύγηται. Η τοιαύτη µεταλλική επένδυσις δέον να µονούται έναντι των συσκευών, είτε να αφαιρήται κατά την γειτνίασιν προς αυτάς.
Τα κυτία διακλαδώσεων δέον να επιτρέπουν την όσον το δυνατόν πληρεστέραν ερµητικήν προσαρµογήν µετά των σωλήνων. Αι συνδέσεις δέον να επιτελώνται µετ’ ιδιαιτέρας φροντίδος. Τα πώµατα των κυτίων τούτων δέον να στερεώνται καλώς. Η χρήσις µικρών κυτίων εκ πορσελάνης άτινα συνήθως χρησιµοποιούνται εις τα διαµερίσµατα κατοικιών, απαγορεύεται εντός των σιτοβολώνων και αχυρώνων (βλέπε επίσης άρθρον 238).
1. Εγκατάστασις ασφαλειών ή γνωµόνων εντός αποθηκών χόρτου ή αχυρώνων απαγορεύεται.
2. Οσάκις δεν δύναται να αποφευχθή η εντός των διαδρόµων νοµής ή των εισόδων των σιτοβολώνων εγκατάστασις ασφαλειών ή γνωµόνων, τα όργανα ταύτα δέον να εγκιβωτίζωνται εντός προστατευτικών κιβωτίων ισχυράς κατασκευής ερµητικώς κλειόντων και ακαύστων.
3. Οσάκις όργανον (γνώµων, ασφάλεια, λήψις ρεύµατος ωρολογιακός διακόπτης, κλπ.) δέον να εγκατασταθή επί της προσόψεως σιτοβολώνος, δέον όπως παν ξύλινον αντικείµενον όπισθεν ή άνωθεν του οργάνου τούτου επενδύεται προκαταρκτικώς δι’ ακαύστου επενδύσεως, να λαµβάνηται δε µέριµνα παρεµποδίσεως της συσσωρεύσεως ευφλέκτων υλών επί του οργάνου.
4. Η εγκατάστασις διακοπτών ή λήψεων ρεύµατος εν αµέσω γειτνιάσει προς σανόν ή άχυρον απαγορεύεται.
Επεξήγησις: Αι κατά την παραγρ. 3 απαιτούµεναι άκαυστοι επενδύσεις θα εγκαθίστανται κατά τρόπον ώστε να καλύπτουν τα διάκενα µέσω των οποίων αναφλέξιµοι ουσίαι, εκφεύγουσαι εκ του εσωτερικού των σιτοβολώνων, θα ηδύναντο να φθάσουν µέχρι των οργάνων. Αι προστατευτικαί επενδύσεις των οροφών δέον να εξέχουν των οργάνων κατά 10 εκ. τουλάχιστον. Εις τινας περιπτώσεις θέλει παραστή ανάγκη προφυλάξεως των οργάνων µέσω σκεπών (βλέπε ωσαύτως άρθρον 29).
1. Εντός σιτοβολώνων ή αχυρώνων οι κινητήρες δέον να διατάσσωνται κατά τρόπον ώστε να µη έρχωνται εις επαφήν προς το χόρτον ή το άχυρον.
2. Η εγκατάστασις ηλεκτρικών κινητήρων, αµέσως κάτωθεν των ξυλίνων οροφών, δέον να αποφεύγηται. Επί πλέον, οσάκις κινητήρ εγκαθίσταται πλησιέστατα ξυλίνου χωρίσµατος ή ξυλοδοµής, η τελευταία αύτη δέον να εφοδιάζηται δι’ αλεξιπύρου επενδύσεως.
Επεξήγησις: Η περίπτωσις καθ’ ην οι κινητήρες είναι στερεωµένοι επί βάθρων µεταλλικών ή εξ ωπλισµένου σκυροδέµατος, αφίστανται δε επαρκώς των γειτνιαζόντων καυσίµων τµηµάτων της οικοδοµής, είναι η µοναδική καθ’ ην η αλεξίπυρος επένδυσις των τµηµάτων δεν είναι αναγκαία (βλέπε ωσαύτως επεξήγησιν του άρθρου 197).
Κινητήρες εκτεθειµένοι εις λίαν εύφλεκτον κόνιν δέον να καθαρίζωνται συχνά. Αφ’ ετέρου δέον να αποδίδηται µεγάλη προσοχή εις την συντήρησιν των εντός σιτοβολώνων εγκατεστηµένων κινητήρων.
Εντός λίαν κονιζοµένων χώρων, συνιστάται είτε η προστασία των κινητήρων εντός ακαύστων και ευρυχώρων κιβωτίων, είτε η εγκατάστασις αυτών εντός περιοχών διαρυθµισθεισών εις τρόπον ώστε να µη κονίζωνται. Εάν τούτο δεν είναι δυνατόν, θα προσφύγωµεν εις την χρήσιν προησπισµένων κινητήρων.
Ως εγκαταστάσεις υπαίθρου θεωρούνται αι εγκαταστάσεις αι εξυπηρετούσαι ασκεπείς χώρους ων οι αγωγοί και τα εξαρτήµατα είναι εκτεθειµένα εις τας καιρικάς συνθήκας και την εξωτερικήν θερµοκρασίαν. Τοιαύται, εγκαταστάσεις είναι αι εξυπηρετούσαι τον φωτισµόν κήπων, αυλών, κλπ., την λειτουργίαν βιοµηχανικών ή γεωργικών υπαιθρίων εγκαταστάσεων, κλπ., αι εγκαταστάσεις αι κείµεναι εις το εξωτερικόν των οικοδοµών, κλπ.
Αι εγκαταστάσεις υπαίθρου υπόκεινται γενικώς εις τας διατάξεις τας διεπούσας τους βεβρεγµένους χώρους (κεφ. Χ, ΣΤ).
Επί πλέον τα εξαρτήµατα αυτών δέον να είναι εγκεκριµένα όπως αντέχουν εις τας καιρικάς συνθήκας (ήλιον, βροχήν, ψύχος, υγρασίαν, άνεµον, κλπ.).
Επεξήγησις: Σχετικαί επίσης προς τας εγκαταστάσεις ταύτας είναι και αι διατάξεις των άρθρων 15, 71, 87 και 225.
Προκειµένου περί γραµµών εκτός σωλήνων, εφ’ όσον οι αγωγοί αυτών δεν είναι ανηρτηµένοι από χαλυβδίνων συρµάτων αναρτήσεως, οι αγωγοί αυτών δέον να παρουσιάζουν αντοχήν εις θραύσιν ουχί µικροτέραν της αντιστοιχούσης εις αγωγούς εξ ηµισκλήρου χαλκού διατοµής 14 τετρ. χιλ. δι’ αποστάσεις µεταξύ στηριγµάτων άνω των 20 µ. και 10 τετρ. χιλ. δι’ αποστάσεις στηριγµάτων µέχρις 20 µ. Προκειµένου περί χαλυβδίνων συρµάτων αναρτήσεως εναερίων γραµµών ταύτα δέον να δύνανται να φέρουν το βάρος των γραµµών µε συντελεστήν ασφαλείας τουλάχιστον 5.
Προκειµένου περί γυµνών ή µεµονωµένων αγωγών υπαίθρου, εξαιρέσει των καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως ή των καλωδίων µετ’ ειδικής προστασίας της µονώσεως έναντι καιρικών ή χηµικών επιδράσεων, αι αποστάσεις των αγωγών δέον να πληρούν τας διατάξεις του άρθρου 163.
Προκειµένου περί καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως ή ειδικής προστασίας της µονώσεως έναντι καιρικών συνθηκών, ισχύουν αι διατάξεις του άρθρου 164.
1. ∆ια τους εκτός σωλήνων εγκατεστηµένους εν υπαίθρω αγωγούς τους µεµονωµένους ή µη, εξαιρουµένων των καλωδίων µετά µολυβδίνης επενδύσεως ή επενδύσεως ανθισταµένης εις καιρικάς ή χηµικάς επιδράσεις, η ελαχίστη επιτρεπόµενη απόστασις από του εδάφους ορίζεται ως εξής:
Εις περιοχάς προσιτάς µόνον εις πεζούς 3,5 µ.
Εις περιοχάς προσιτάς εις οχήµατα 6,0 µ.
2. Αι διασταυρώσεις των γραµµών τούτων προς ετέρας εναερίους τοιαύτας, ισχυρών ή ασθενών ρευµάτων, άνωθεν ή κάτωθεν αυτών, απαγορεύονται.
Αι ειδικαί διατάξεις αι διέπουσαι τους χώρους τούτους περιλαµβάνονται εις τους «Ειδικούς Κανονισµούς περί Ηλεκτροµηχανολογικών Εγκαταστάσεων Θεάτρων, Κινηµατογράφων, κλπ.». Κατά τα λοιπά έχουν πλήρη εφαρµογήν οι παρόντες Κανονισµοί.
Αι σκηναί των θεάτρων, οι θαλαµίσκοι κινηµατογράφων, κλπ. δέον να πληρούν τους όρους του προηγουµένου κεφαλαίου ως και τας ακολούθους ειδικάς διατάξεις.
1. Αι διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 72, αι σχετικαί προς τους διακόπτας του πέρατος της διαδροµής των ροοστατών εν γένει, δύνανται να µη εφαρµοσθούν επί των ρυθµιστών φωτισµού σκηνής, υπό τον όρον όπως τα διάφορα ρυθµιζόµενα κυκλώµατα της αυτής σκηνής είναι συγχρόνως αποζεύξιµα εφ’ όλων των πόλων µέσω κεντρικού διακόπτου.
2. Εις συστήµατα διανοµής δια πολλών αγωγών, οι ρυθµισταί φωτισµού σκηνής δέον να παρεµβάλλωνται εις τους ακραίους αγωγούς φάσεων.
Προκειµένου περί πολυχρώµων φωτιστικών συσκευών, η διατοµή του κοινού αγωγού των διαφόρων κυκλωµάτων δέον να υπολογίζηται επί τη προϋποθέσει συγχρόνου λειτουργίας των λυχνιών όλων των χρωµάτων.
Οι γυµνοί αγωγοί απαγορεύονται. Αιωρούµενα σύρµατα, κλπ. δεν δύνανται να χρησιµοποιηθούν ούτε ως αγωγοί ρεύµατος ούτε ως γραµµαί γειώσεως.
1. Ο τρόπος αποζεύξεως των φορητών γραµµών δέον να είναι τοιούτος ώστε αύται ακόµη και βιαίως χειριζόµεναι, να µη υπόκεινται εις θραύσιν κατά τα σηµεία συνδέσεως. Τα στοιχεία των συνδέσεων δέον να στερεώνται προς το προστατευτικόν περίβληµα, εις τρόπον ώστε οι αγωγοί να απαλλάσσωνται πάσης δυνάµεως εφελκυσµού κατά τα σηµεία συνδέσεως.
2. Αι λήψεις ρεύµατος δέον να διατάσσωνται εντός ισχυρών µονωτικών περιβληµάτων, εις τρόπον ώστε να αποφεύγηται οιαδήποτε τυχαία επαφή προς τα µη γειωµένα υπό τάσιν στοιχεία.
Προκειµένου περί προσωρινών εγκαταστάσεων, δύναται κατ’ εξαίρεσιν να επιτραπή η απόκλισις από των γενικών διατάξεων των σχετικών µε την εγκατάστασιν των γραµµών, υπό τον όρον όπως ληφθούν µέτρα προστασίας του µονωτικού περιβλήµατος έναντι πάσης φθοράς, επί πλέον δε η εγκατάστασις να υπόκειται εις ειδικήν επιτήρησιν κατά την διάρκειαν της χρήσεως αυτής. Εις την περίπτωσιν ταύτην έκαστος αγωγός δύναται να στερεούται µέσω περιλαιµίων, τα δε εκ πορσελάνης προστόµια δεν είναι απαιτητά.
Αι ασφάλειαι των γραµµών τροφοδοτήσεως των φωτιστικών συσκευών των σκηνών θεάτρων, δέον να απτοελούν τµήµα της σταθεράς εγκαταστάσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη µία ασφάλεια ανά φωτιστικήν συσκευήν είναι αρκετή δι’ όλας τας λυχνίας του αυτού χρώµατος, εάν και εφ’ όσον αι λυχνολαβαί διακλαδίζωνται απ’ ευθείας εκ της γενικής γραµµής της φωτιστικής συσκευής, άνευ µεσολαβήσεως ασθενεστέρων (µικροτέρας διατοµής) αγωγών. Η διατοµή των φορητών σειρίδων των χρησιµοποιουµένων επί της σκηνής δέον να αντιστοιχή προς την ονοµαστικήν έντασιν των συντηκτικών της ισχυροτέρας φωτιστικής συσκευής. Εφ’ όσον τούτο δεν είναι κατορθωτόν δέον να παρεµβάλλωνται ενδιάµεσοι ασφάλειαι. Αι ασφάλειαι δέον να µη εγκαθίστανται επ’ αυτών τούτων των συσκευών. ∆έον επί πλέον να λαµβάνηται µέριµνα εγκαταστάσεως των ασφαλειών εντός κιβωτίων συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 60.
Επεξήγησις: Εις τον φωτισµόν σκηνής συγκαταλέγονται και τα ακόλουθα: ο φωτισµός προσκηνίου (µπαταρία), αι ανηρτηµέναι φωτιστικαί συσκευαί (µπαλάντζαι), ο φωτισµός οροφής, αι δέσµαι φωτός, οι προβολείς, κλπ.
Εις τους ρυθµιστάς φωτισµού σκηνής, αι επαφαί δέον να ευρίσκωνται εγγύτατα των ρυθµιστικών αντιστατών,τα ου χειρισµού αυτών δυναµένου να επιτελήται εξ αποστάσεως µέσω µηχανικής µεταδόσεως.
Αι σταθερώς εγκατεστηµέναι λυχνίαι πυρώσεως της σκηνής ως και πάσαι αι λυχνίαι πυρώσεως των εργαστηρίων, διαµερισµάτων ηθοποιών, κλιµάκων, διαδρόµων και αποχωρητηρίων δέον να εφοδιάζωνται δια προστατευτικών κωδώνων ή δικτυωτών προστασίας, στερεωµένων ουχί επί της λυχνολαβής αλλ’ επί του υποστηρίγµατος ταύτης.
Αι συσκευαί φωτισµού των σκηνών και οι προβολείς, ως και αι τροφοδοτικαί αυτών γραµµαί, δέον να πληρώσι τους ακολούθους όρους:
1. Οι γυµνοί αγωγοί επιτρέπονται εντός των συσκευών υπό τον όρον όπως ούτοι µη δύνανται να έλθουν εις επαφήν προς άλλα αντικείµενα, να προστατεύωνται δε και κατά πάσης τυχαίας επαφής.
2. Πάσαι αι ανηρτηµέναι φωτιστικαί συσκευαί δέον να είναι µεµονωµέναι έναντι των καλωδίων αναρτήσεως αυτών, τούτο δε ακόµη και εάν είναι γειωµέναι είτε αµέσως είτε επί του ουδετέρου, ή και αν ακόµη έτερα µέτρα έχουν ληφθή ίνα προλαµβάνηται η υπό τάσιν θέσεις των µεταλλικών περιβληµάτων των καλωδίων. Πας φανός διατάξεως φωτισµού του πεδίου ή του βάθους της σκηνής δέον να θεωρήται ως χωριστή συσκευή. Το κοινόν υποστήριγµα πολλών φανών θεωρείται απλώς ως κατασκευαστικόν ικρίωµα.
3. Οι καταυγαστήρες της σκηνής, αι συσκευαί προβολής, αι λυχνίαι µιµήσεως αστραπών, κλπ. δέον να εφοδιάζωντα δια διατάξεως προλαµβανούσης την πτώσιν διαπύρων σωµατιδίων άνθρακος.
4. Το ξύλον δύναται να χρησιµοποιηθή µόνον προκειµένου περί φωτιστικών συσκευών προσωρινής χρήσεως ουχί δε προκειµένου περί υποστηριγµάτων δια τα υπό τάσιν στοιχεία.
5. Α λυχνίαι των φανών του πεδίου της σκηνής και του βάθους δέον να κατανέµωνται εις επαρκή αριθµόν κυκλωµάτων επί τω τέλει όπως οι διακόπται του πέρατος διαδροµής των ροοστατών
µη υπερφορτίζωνται. Τα προστατεύοντα τα κυκλώµατα ταύτα συντηκτικά προκειµένου µεν περί τάσεων µέχρις 125 βολτ, δέον να είναι ονοµαστικής εντάσεως ουχί ανωτέρας των 60 αµπέρ, προκειµένου δε περί τάσεων µεταξύ 125 και 250 βολτ, ονοµαστικής εντάσεως ουχί ανωτέρας των 40 αµπέρ.
Αι ακόλουθοι διατάξεις αφορούν τα ηλεκτρικά µηχανήµατα και εξαρτήµατα των ανελκυστήρων και ανυψωτών βαρών. Επί πλέον των κατωτέρω διατάξεων ισχύουν και οι ειδικοί κανονισµοί «περί κατασκευής και λειτουργίας των εν Ελλάδι εν γένει ηλεκτροκινήτων ανελκυστήρων».
1. Το διαµέρισµα των µηχανών δέον να δύναται να κλειδούται. Τούτο δέον να δύναται να αερίζηται επαρκώς, να πληροί δ’ επίσης και τους όρους ασφαλείας πυρός.
2. Ο προ των µηχανηµάτων διάδροµος υπηρεσίας αυτών δέον κατά κανόνα να έχη καθαρόν ύψος τουλάχιστον 2,0 µ. και πλάτος τουλάχιστον 0,8 µ. ∆ια τας περιπτώσεις καθ’ ας το µηχανοστάσιον ευρίσκεται αµέσως άνωθεν του φρέατος, ο χώρος ο προοριζόµενος δια τον κινητήριον µηχανισµόν δέον να έχη µέσον ύψος τουλάχιστον 1,7 µ. Εφ’ όσον η είσοδος εντός του διαµερίσµατος των µηχανών δεν είναι δυνατή, δέον να προβλέπωνται ανοίγµατα υπηρετήσεως, οσάκις δε η επιφάνεια του διαµερίσµατος υπερβαίνει το 1 τετρ. µ. να εγκαθίστανται και εξωτερικά δάπεδα επιτρέποντα την εκτέλεσιν των απαιτουµένων εργασιών συντηρήσεως και καθαρισµού. Αι κλίµακες αίτινες οδηγούν εις το διαµέρισµα των µηχανών ή τα δάπεδα υπηρεσίας δέον να µη δύνανται να κατολισθήσουν ή να ανατραπούν. Αύται δέον να µη χρησιµοποιώνται δι’ άλλους σκοπούς.
3. Το διαµέρισµα των µηχανών και αι προσβάσεις αυτού δέον να φωτίζωνται επαρκώς.
Πλησίον της εισόδου τούτου, δέον να τοποθετήται λήψις ρεύµατος δια λυχνίαν χειρός, ως και ο διακόπτης του ηλεκτρικού φωτισµού του διαµερίσµατος.
4. Εις γενικός διακόπτης επιτελών την επί πάντων των πόλων διακοπήν της εγκαταστάσεως δέον να εγκαθίσταται εγγύτατα της εισόδου του διαµερίσµατος των µηχανών. Προ του γενικού διακόπτου, δεν δύνανται να διακλαδισθούν ειµή κυκλώµατα διατάξεων σηµάνσεως δια την ένδειξιν της θέσεως «εκτός λειτουργίας», κλπ., άτινα πάλιν δέον να προστατεύωνται δι’ ασφαλειών.
5. Αι οδηγίαι πρώτων βοηθειών, εις περίπτωσιν ηλεκτρικού ατυχήµατος, και διάγραµµα των κυκλωµάτων της εγκαταστάσεως δέον να αναρτώνται επί πινακίδος εντός του διαµερίσµατος των µηχανών. Επί πλέον, προκειµένου περί εγκαταστάσεων ων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 βολτ, δέον να τοποθετώνται εις την εξωτερικήν πλευράν της θύρας του διαµερίσµατος και προειδοποιητικαί πινακίδες (π.χ. Προσοχή 500 βολτ).
6. Το διαµέρισµα των µηχανών δέον να περιέχη µόνον το δια τας ανάγκας της λειτουργίας και συντηρήσεως απαιτούµενον υλικόν. Η χρήσις του διαµερίσµατος τούτου δι’ άλλους σκοπούς απαγορεύεται.
Επεξήγησις: Προς αποφυγήν παντός κινδύνου πυρκαϊάς, το διαµέρισµα των µηχανών δέον, συµφώνως προς τας διατάξεις της παραγρ. 1, να εφοδιάζηται δια πυριµάχου επενδύσεως συνισταµένης π.χ. εκ γυψοσανίδων πάχους τουλάχιστον 25 χιλ. εκτός εάν βεβαίως το διαµέρισµα έχη κατασκευασθή εξ ακαύστων υλικών ως η τοιχοποιία, το ωπλισµένον σκυρόδεµα, ο σίδηρος, η ύαλος, κλπ. άνευ προσθήκης ξυλείας, κλπ.
Εντός µεγάλων διαµερισµάτων µηχανών, των οποίων ο όγκος υπερβαίνει τα 20 κυβικά µέτρα, αι σανιδώσεις δέον να εφοδιάζωνται δια πυριµάχου επενδύσεως εκτεινοµένης µέχρις ύψους 1 µ. τουλάχιστον υπεράνω και 50 εκ πέραν (πλευρικώς) των ηλεκτρικών µηχανηµάτων.
1. Προκειµένου περί εγκαταστάσεων εναλλασσοµένου ρεύµατος, η έναντι της γης τάσις των κυκλωµάτων χειρισµού δέον να µη υπερβαίνη τα 125 βολτ. Εις εγκαταστάσεις συνεχούς ρεύµατος, η τάσις αύτη δέον να µη υπερβαίνη τα 250 βολτ.
2. Εις την περίπτωσιν µεταλλικού θαλαµίσκου, η τάσις έναντι της γης των κυκλωµάτων χειρισµού και φωτισµού δέον να µη υπερβαίνη τα 50 βολτ.
3. Κυκλώµατα χειρισµού τροφοδοτούµενα υπό βοηθητικών µετασχηµατιστών, των οποίων η δευτερεύουσα τάσις υπερβαίνει τα 50 βολτ, δέον να εγκαθίστανται ως κυκλώµατα ισχυρών ρευµάτων.
Τα κυκλώµατα των οποίων η µεταξύ αγωγών τάσις δεν υπερβαίνει γενικώς τα 50 βολτ, θεωρούνται ως κυκλώµατα υποβιβασθείσης τάσεως δυνάµενα να εγκατασταθούν συµφώνως προς τας ηπιωτέρας διατάξεις αίτινες, ως εν Παραρτήµατι ΙΙΙ, διέπουν την τάσιν ταύτην.
Ο τρόπος εγκαταστάσεως και προστασίας, ως και η διατοµή των αγωγών της τροφοδοτικής γραµµής του διαµερίσµατος µηχανών ορίζεται, βάσει του κανονικού µήκους της γραµµής, εις τον ακολουθούντα πίνακα V. Αι ασφάλειαι προστασίας των γραµµών δέον να εγκαθίστανται είτε κατά το σηµείον προσαγωγής είτε πλησιέστατα του σηµείου διακλαδώσεως της γραµµής, εφ’ όσον αύτη διακλαδίζεται εκ κυρίως γραµµής. Η πτώσις τάσεως, µετρουµένη µεταξύ των ασφαλειών τούτων και των ακροδεκτών του κινητήρος, δέον, κατά την εκκίνησιν του κινητήρος, να µη υπερβαίνη το 5% της τάσεως λειτουργίας.
Οσάκις η τάσις των κυκλωµάτων χειρισµού υπερβαίνει τα 50 βολτ, τα υπό τάσιν στοιχεία των ηλεκτρικών επαφών των θυρών δέον να είναι απρόσιτα ή κεκαλυµµένα.
Κατ’ αναλογίαν, αι εγκαταστάσεις των διατάξεων κρατήσεως (σταµατήµατος) αι συνδεόµεναι προς τα κυκλώµατα χειρισµού και ευρισκόµεναι εις το εσωτερικόν του ανελκυστήρος, δέον να εκτελώνται κατά τας διατάξεις του άρθρου 277.
Οι αγωγοί της τροφοδοτικής γραµµής της διατάξεως σήµατος κινδύνου, οι συνδεόµενοι προς ανεξάρτητον δίκτυον ισχυρών ρευµάτων ή προς ιδιαιτέραν πηγήν ασθενών ρευµάτων, δεν επιτρέπεται να εγκαθίστανται εντός του αυτού σωλήνος προς τας γραµµάς χειρισµού ή να ενσωµατώνται οπωσδήποτε εντός καλωδίου ισχυρών ρευµάτων, ειµή µόνον εφ’ όσον η εγκατάστασις του σήµατος κινδύνου έχει κατασκευασθή συµφώνως προς τας διατάξεις αίτινες διέπουν τας εγκαταστάσεις ισχυρών ρευµάτων.
Ο κινητήρ δέον να προστατεύηται µέσω διατάξεων προλαµβανούσης οιανδήποτε επικίνδυνον αυτού θέρµανσιν.
Προκειµένου περί εγκαταστάσεων των οποίων η έναντι της γης τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ, δέον να τηρώνται οι όροι των ακολούθων άρθρων.
Τα πλείστα εξ αυτών ισχύουν δι’ όλας τας εγκαταστάσεις της κατηγορίας ταύτης µέχρι τάσεως 1000 βολτ. Εν τοσούτω όµως, διατάξεις µη ισχύουσαι πέραν των 500 βολτ, θα αναφέρωνται ιδιαιτέρως εις το κείµενον των σχετικών άρθρων.
Οσάκις εν τω αυτώ κτιρίων περιλαµβάνονται ηλεκτρικαί γραµµαί διαφόρων τάσεων, τα κυκλώµατα αυτών δέον να εγκαθίστανται όσον το δυνατόν πλέον ευδιακρίτως και να αποχωρίζωνται όσον το δυνατόν περισσότερον απ’ αλλήλων. Αι γραµµαί και αι συσκευαί της υψηλοτέρας τάσεως δέον να προκαλούν την προσοχήν δια του ανοικτοκυάνου χρωµατισµού αυτών ή δι’ επιγραφών.
Επεξήγησις: Θεωρείται επαρκής ο ανοικτοκύανος χρωµατισµός των συσκευών, των εντός σωλήνος γραµµών και των κιβωτίων ενώσεων ή διακλαδώσεων. Προκειµένου περί εκτεταµένων εγκαταστάσεων, παρίσταται ανάγκη µιας τουλάχιστον οµάδος διακριτικών σηµείων δι’ έκαστον διαµέρισµα.
1. Λαµβανοµένου υπ’ όψιν του κινδύνου ον συνεπάγονται αι εγκαταστάσεις των οποίων η έναντι της γης τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ, δέον όπως αύται εγκαθίστανται, συντηρώνται και χρησιµοποιώνται, µε όλως ειδικάς προφυλάξεις. Από της εποχής της καταστρώσεως των σχεδίων των εγκαταστάσεων, δέον να καταβληθή η µεγαλυτέρα δυνατή φροντίς δια την εξάλειψιν όλων των αιτίων κινδύνου δια πρόσωπα ή πράγµατα.
2. Αι διατάξεις των άρθρων 13 και 14 αι σχετικά µε την ανάρτησιν προειδοποιητικών πινακίδων δέον οπωσδήποτε να τηρώνται.
Επεξήγησις: Αι εγκαταστάσεις αύται δέον να παρουσιάζουν ουχί µόνον επαρκή προστασίαν έναντι των ακουσίων επαφών, αλλ’ επί πλέον να επιτρέπουν την εφαρµογήν προληπτικών µέτρων προς αποφυγήν ατυχηµάτων κατά την διάρκειαν της εκτελέσεως εργασιών ή επισκευών.
Μέτρα προς τον σκοπόν τούτον είναι και τα ακόλουθα: η επί πάντων των πόλων απόζευξις, η χρήσις µονωτικών θέσεων, χωρισµάτων, κιγκλισωµάτων, ενισχυµένης µονώσεως δι’ ωρισµένα όργανα ή εργαλεία, η χρήσις µονωτικών χειροκτίων εξ ελαστικού, κλπ.
1. Εις πάσαν εγκατάστασιν της οποίας η τάσις υπερβαίνει τα 250 βολτ έναντι της γης, η διατοµή οιουδήποτε χαλκίνου αγωγού δεν δύναται να είναι µικροτέρα των 1,5 τετρ. χιλ.
2. Η επί µονωτήρων εγκατάστασις αγωγών µετά µονωτικού περιβλήµατος εξ ελαστικού, εις εγκαταστάσεις τάσεως ανωτέρας 250 βολτ έναντι της γης, επιτρέπεται µόνον εντός χώρων ηλεκτρικής υπηρεσίας. Αγωγοί µετ’ ενισχυµένου µονωτικού περιβλήµατος εξ ελαστικού, εγκατεστηµένοι επί µονωτήρων, δύνανται αντιθέτως να χρησιµοποιηθούν και εντός χώρων υποκειµένων εις έκρηξιν, εάν και εφ’ όσον οιαδήποτε µηχανική αυτών φθορά αποκλείηται.
3. Η εντός σωλήνων εγκατάστασις των αγωγών, καταλλήλως επιτελουµένη και συµφώνως προς τας τοπικάς συνθήκας, επιτρέπεται εντός των ξηρών και προσκαίρως υγρών χώρων, υπό τινας δε περιορισµούς, και εντός υγρών χώρων (βλέπε άρθρον 208).
4. Εις εγκαταστάσεις ων η τάσις έναντι της γης υπερβαίνει τα 250 βολτ, τα σωληνοσύρµατα επιτρέπονται µόνον εντός ξηρών χώρων και δια τάσεις λειτουργίας µέχρι 500 βολτ.
5. Τα καλώδια µολυβδίνης επενδύσεως επιτρέπονται εντός παντός χώρου, υπό τον όρον καταλλήλου εγκαταστάσεως. Εν τοσούτω, ταύτα δέον να είναι εφωδιασµένα δια προστατευτικού περιβλήµατος, καθ’ ας δε θέσεις είναι εκτεθειµένα, δέον να είναι ωπλισµένα ή να φέρουν οιανδήποτε άλλην επιπρόσθετον προστασίαν.
1. Παν µεταλλικόν στοιχείον υποκείµενον εις επαφήν, δυνάµενον δε να ευρεθή υπό τάσιν εν περιπτώσει βλάβης της µονώσεως, δέον να γειούται, ανεξαρτήτως της θέσεως εις ην ευρίσκεται η συσκευή εις την οποίαν ανήκει.
2. Τα µεταλλικά περιβλήµατα των γραµµών εναλλασσοµένου ρεύµατος, συµπεριλαµβανοµένων των εξαρτηµάτων αυτών (κυτία ενώσεων, σύνδεσµοι, κλπ.), δέον να γειούνται εις πάσας τας παρά του άρθρου 18 προβλεποµένας περιπτώσεις. Εν τοσούτω, τα µεταλλικά ταύτα περιβλήµατα δεν δύνανται να αποτελέσουν µέρος γραµµής γειώσεως.
Επεξήγησις: Η γείωσις πάντων των µεταλλικών τµηµάτων των εγκαταστάσεων υψηλής τάσεως, είναι µέτρον απαραίτητον δια την ασφάλειαν των ανθρώπων. ∆έον να µη λησµονώµεν πράγµατι ότι πολλάκις µετατροπαί κτιρίων δεν αναφέρονται εις την αρµοδίαν Αρχήν, ως εκ τούτου δε δεν δύναταί τις να βασισθή επί της υπάρξεως µονωτικών δαπέδων ίνα αποφασίση κατά πόσον συντρέχει περίπτωσις γειώσεως ή µη. ∆ύναται επίσης να συµβή, προκειµένου ακόµη και περί ολιγώτερον υψηλών τάσεων, ώστε η εγκατάστασις δια την οποίαν η γείωσις δεν ήτο αρχικώς απαραίτητος να καταστή, εν συνεχεία, επιβεβληµένη ως εκ της µετατροπής του κτιρίου. Εις την περίπτωσιν όµως ταύτην, εάν η γείωσις παρελείφθη εξ αβλεψίας, ο κίνδυνος δεν είναι τόσο σοβαρός ως εις την περίπτωσιν εγκαταστάσεως της υψηλοτέρας τάσεως.
Η αγωγιµότης του οπλισµού των µετά µολυβδίνης επενδύσεως καλωδίων είναι λίαν αµφισβητήσιµος, καθ’ όσον ο οπλισµός ούτος δεν αποτελείται από ατέρµονα ταινίαν, τα δε άκρα της ταινίας αυτής απλώς παρατίθενται προς άλληλα πολλάκις δε και άνευ ηλεκτρικής επαφής, λόγω παρεµβολής µονωτικής ουσίας. Η χρησιµοποίησις όθεν του οπλισµού τούτου δια την γείωσιν συσκευών είναι απαράδεκτος. Η γείωσις δέον να εξασφαλίζηται µέσω ειδικής γραµµής επί της οποίας θα συνδέωνται τα άκρα των οπλισµών και τα κυτία και εξαρτήµατα των καλωδίων.
Κανονικώς, και τα κιβώτια των γνωµόνων πρέπει να γειούνται. Εξαιρέσις δύναται να γίνη µόνον υπέρ των γνωµόνων µετά µονωτικού κιβωτίου, ή υπέρ των γνωµόνων µετά µεταλλικών κιβωτίων εντεθειµένων εντός µονωτικών τοιούτων µετά µικρού παραθύρου και δη υπό τον όρον ότι τα µονωτικά ταύτα κιβώτια δεν δύνανται να ανοίγωνται παρά µόνον υπό του προσωπικού του χορηγητού της ηλεκτρικής ενεργείας. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν, προειδοποίησις τοποθετηµένη παρά τον γνώµονα θα ειδοποιή ότι το κιβώτιον αυτού δεν είναι γειωµένον.
Τα κιβώτια χειρισµού δέον να πληρούν τας διατάξεις του άρθρου 48.
1. Αι φορηταί συσκευαί δια τάσεις έναντι της γης υπερβαινούσας τα 250 βολτ δέον να αποφεύγωνται εν τω µέτρω του δυνατού. Αύται αποκλείονται προκειµένου περί εναλλασσοµένου ρεύµατος του οποίου η τάσις υπερβαίνει τα 500 βολτ.
2. Πάσα φορητή συσκευή δέον να είναι αποζεύξιµος επί πάντων των πόλων µέσω διακόπτου. Η απόζευξις αύτη δεν επιτρέπεται να εκτετελήται µέσω της λήψεως ρεύµατος.
3. Συσκευαί των οποίων η χρήσις απαιτεί την δράξιν αυτών, δέον, εν τω µέτρω του δυνατού, να εφοδιάζωνται δια χειρολαβών ή επενδύσεων µονωτικών.
4. Αι λήψεις ρεύµατος και αι συσκευαί δέον να εφοδιάζωνται δι’ επιγραφών ή προειδοποιητικών πινακίδων.
Επεξήγησις: Αι φορηταί συσκευαί και αι σειρίδες αυτών, κατά γενικόν κανόνα, φθείρονται αρκετά συντόµως. Ούτος είναι ο λόγος δια τον οποίον η χρήσις αυτών δέον να περιορισθή εις το ελάχιστον δυνατόν.
Συνιστάται όπως ο υπό της παραγρ. 2 επιβαλλόµενος διακόπτης εγκαθίσταται προ εκάστης λήψεως ρεύµατος. Εν τοσούτω, και εις διακόπτης στερεούµενος επί φορητής συσκευής θέλει θεωρηθή ως επαρκής, υπό τον όρον όπως ο ρευµατολήπτης είναι εφωδιασµένος δια περιβλήµατος εκ µονωτικής ουσίας, η δε τάσις µη υπερβαίνη τα 500 βολτ. Είναι απαραίτητον τόσον δια την ασφάλειαν των προσώπων όσον και δια την καλήν διατήρησιν των περονών του ρευµατολήπτου όπως αύτη εισάγηται και εξάγηται µόνον εν ανοικτώ κυκλώµατι.
Αι µονωτικαί χειρολαβαί των συσκευών δύνανται να συνίστανται εκ πορσελάνης, υάλου, εµπεποτισµένου ξύλου, κλπ. Αύται δέον να παρουσιάζουν επαρκή αντοχήν εις τας µηχανικάς δυνάµεις και εις την ανύψωσιν της θερµοκρασίας εις ας ενδέχεται να εκτεθούν.
Αι προστατευτικαί επικαλύψεις των ηλεκτρικών θερµαστρών ή άλλων αναλόγων συσκευών δέον να διατάσσωνται εις τρόπον ώστε τα υπό τάσιν µη µεµονωµένα στοιχεία αυτών, µη είναι προσιτά εκ του εξωτερικού έστω και µέσω µεταλλικών αντικειµένων, ως τα σύρµατα, αι βελόναι πλεξίµατος, κλπ. Τα διάτρητα µεταλλικά καλύµµατα δέον, επί παραδείγµατι, να συνίστανται εκ δύο πλακών αίτινες να έχουν καταλλήλως µετατοπισθή εις τρόπον ώστε αι οπαί εκάστης να σκιάζωνται παρά της ετέρας.
Αι προειδοποιητικαί πινακίδες αίτινες δέον να εγκαθίστανται παρά τας λήψεις ρεύµατος ή τας συσκευάς, δύνανται επί παραδείγµατι να φέρουν την επιγραφήν: «Προσοχή, 500 βολτ» (βλέπε επίσης άρθρον 14).
1. Οσάκις εγκατάστασις εναλλασσοµένου ρεύµατος υπό υψηλήν τάσιν περιλαµβάνει και συσκευάς ή βοηθητικά κυκλώµατα άτινα δεν δύνανται να αποχωρισθούν και εγκατασταθούν επακριβώς ως ορίζουν οι Κανονισµοί δια την υψηλήν ταύτην τάσιν, δέον να τροφοδοτώνται µέσω βοηθητικής τάσεως καταλλήλου δια τον βαθµόν µονώσεως αυτών, λαµβανοµένης µέσω µετασχηµατιστούν υποβιβαστού τάσεως µετά κεχωρισµένων τυλιγµάτων. Η βοηθητική αύτη τάσις δέον να µη υπερβαίνη τα 250 βολτ.
2. Το κύκλωµα χειρισµού, είτε τροφοδοτούµενον αµέσως είτε εµµέσως µέσω µετασχηµατιστού, δέον γενικώς να συνδέηται εις τρόπον ώστε ο χειρισµός του κυρίου διακόπτου της συσκευής καταναλώσεως να προκαλή ωσαύτως και την απόζευξιν του κυκλώµατος τούτου.
3. Εφ όσον δια λόγους λειτουργίας, το κύκλωµα χειρισµού δεν δύναται να διακόπτηται υπό του διακόπτου του κυρίου κυκλώµατος, προειδοποιητική πινακίς εγκαθισταµένη επί της συσκευής καταναλώσεως, κατά τας διατάξεις του άρθρου 100, δέον να προειδοποιή περί τούτου.
Επεξήγησις: Ο υποβιβασµός της τάσεως δικτύου συνεχούς ρεύµατος παρουσιάζει σοβαράς δυσκολίας. ∆οθέντος ότι το συνεχές ρεύµα, υπό τας παραδεκτάς τάσεις εσωτερικών εγκαταστάσεων, παρουσιάζει µικροτέρους κινδύνους από το εναλλασσόµενον, η χάριν αυτού γινοµένη εξαίρεσις δικαιολογείται. Συνιστάται η θέπσισις τάσεως 110 ή 220 βολτ ως κανονικής τάσεως δια τα κυκλώµατα χειρισµού. ∆ια τους ανελκυστήρας και ανυψωτήρας βαρών, βλέπε τας διατάξεις του άρθρου 277.
1. Αι εσωτερικαί εγκαταστάσεις δια τάσεις περιλαµβανοµένας µεταξύ 500 και 1000 βολτ δέον να κατασκευάζωνται, χρησιµοποιουµένων υλικών προσεκτικώς επιλεγέντων και παρουσιαζόντων ανωτέραν ασφάλειαν από το υλικόν των εγκαταστάσεων µικροτέρας τάσεως.
2. Αι εγκαταστάσεις των οποίων η τάσις υπερβαίνει τα 500 βολτ και των οποίων ένια των υπό τάσιν στοιχείων δεν δύνανται, δια λόγους λειτουργίας, να προφυλαχθούν τελείως έναντι της επαφής, δέον να τοποθετώνται εντός χώρων κλειόντων ασφαλώς και προσιτών µόνον εις αρµόδια πρόσωπα.
Προειδοποιητικαί πινακίδες δέον να τοποθετώνται εις τας θύρας των χώρων τούτων. Επί πλέον, δέον όπως τοποθετώνται εις θέσιν περίοπτον και αι οδηγίαι παροχής πρώτων βοηθειών εις περίπτωσιν ατυχηµάτων.
1. Αι προσωριναί εγκαταστάσεις δέον να κατασκευάζωνται και συντηρώνται µετά της αυτής προς τας µονίµους εγκαταστάσεις επιµελείας. Παρεκκλίσεις εκ των Κανονισµών δεν επιτρέπονται,
ειµή µόνον εφ’ όσον, ως εκ του προσωρινού χαρακτήρος των εγκαταστάσεων, αι παρεκκλίσεις αύται δεν µειώνουν