Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Covid-19
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 8893 - 8928 of 9224
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Χαρακτηριστική οσμή
Αγγλικός όρος:
Distinctive odour
Μετάφραση:
Distinctive odour
Ελληνικός όρος:
Χαρακτηριστική τιμή
Αγγλικός όρος:
Characteristic value
Μετάφραση:
Characteristic value
Ελληνικός όρος:
Χαρακτηριστικό
Αγγλικός όρος:
Feature, characteristic
Μετάφραση:
Feature, characteristic
Ελληνικός όρος:
Χαρακτηριστικό επίδοσης
Αγγλικός όρος:
Performance characteristic
Μετάφραση:
Performance characteristic
Ελληνικός όρος:
Χαρτογράφηση
Αγγλικός όρος:
Mapping
Μετάφραση:
Mapping
Ελληνικός όρος:
Χειριζόμενη μεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Manipulated variable
Μετάφραση:
Manipulated variable
Ελληνικός όρος:
Χειρισμός
Αγγλικός όρος:
Handling, operation
Μετάφραση:
Handling, operation
Ελληνικός όρος:
Χειρισμός δείγματος
Αγγλικός όρος:
Handling of sample
Μετάφραση:
Handling of sample
Ελληνικός όρος:
Χειρισμός μαχαιριών
Αγγλικός όρος:
Knife handling
Μετάφραση:
Knife handling
Ελληνικός όρος:
Χειρισμός σε αδρανή ατμόσφαιρα
Αγγλικός όρος:
Handle under inert gas
Μετάφραση:
Handle under inert gas
Ελληνικός όρος:
Χειρισμός του σώματος του ασθενούς
Αγγλικός όρος:
Patient handling
Μετάφραση:
Patient handling
Ελληνικός όρος:
Χειρισμός φορητής δεξαμενής
Αγγλικός όρος:
Portable tank operator
Μετάφραση:
Portable tank operator
Ελληνικός όρος:
Χειριστείτε και ανοίξτε το δοχείο προσεκτικά
Αγγλικός όρος:
Handle and open container with care
Μετάφραση:
Handle and open container with care
Ελληνικός όρος:
Χειριστήριο ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control actuators
Μετάφραση:
Control actuators
Ελληνικός όρος:
Χειριστής εμπορευματοκιβωτίου-δεξαμενής
Αγγλικός όρος:
Tank-container operator
Μετάφραση:
Tank-container operator
Ελληνικός όρος:
Χειριστής φορητής δεξαμενής
Αγγλικός όρος:
Portable tank operator
Μετάφραση:
Portable tank operator
Ελληνικός όρος:
Χειροκατευθυνόμενες μηχανές
Αγγλικός όρος:
Hand-guided machinery
Μετάφραση:
Hand-guided machinery
Ελληνικός όρος:
Χειρολαβή
Αγγλικός όρος:
Handle
Μετάφραση:
Handle
Ελληνικός όρος:
Χειροτερεύω
Αγγλικός όρος:
Aggravate
Μετάφραση:
Aggravate
Ελληνικός όρος:
Χειρουργείο
Αγγλικός όρος:
Surgery
Μετάφραση:
Surgery
Ελληνικός όρος:
Χειρωνακτική διακίνηση φορτίων
Αγγλικός όρος:
Manual handling of loads
Μετάφραση:
Manual handling of loads
Ελληνικός όρος:
Χειρωνακτική εργασία
Αγγλικός όρος:
Manual work
Μετάφραση:
Manual work
Ελληνικός όρος:
Χειρωνακτικός καθαρισμός
Αγγλικός όρος:
Manual clean up
Μετάφραση:
Manual clean up
Ελληνικός όρος:
Χειρωνακτικός χειρισμός
Αγγλικός όρος:
Manual handling
Μετάφραση:
Manual handling
Ελληνικός όρος:
Χέρι
Αγγλικός όρος:
Hand
Μετάφραση:
Hand
Ελληνικός όρος:
Χέρτζ (κύκλοι ανά δευτερόλεπτο)
Αγγλικός όρος:
Herz
Μετάφραση:
Herz
Ελληνικός όρος:
Χηλικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Chelating properties
Μετάφραση:
Chelating properties
Ελληνικός όρος:
Χηλικός παράγοντας
Αγγλικός όρος:
Chelating agents
Μετάφραση:
Chelating agents
Ελληνικός όρος:
Χηλικότητα
Αγγλικός όρος:
Chelation
Μετάφραση:
Chelation
Ελληνικός όρος:
Χημεία
Αγγλικός όρος:
Chemistry
Μετάφραση:
Chemistry
Ελληνικός όρος:
Χημειοθεραπεία
Αγγλικός όρος:
Chemotherapy
Μετάφραση:
Chemotherapy
Ελληνικός όρος:
Χημειομετρία
Αγγλικός όρος:
Chemometrics
Μετάφραση:
Chemometrics
Ελληνικός όρος:
Χημικά σε συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Chemicals in packages
Μετάφραση:
Chemicals in packages
Ελληνικός όρος:
Χημικά υγρά
Αγγλικός όρος:
Liquid chemicals
Μετάφραση:
Liquid chemicals
Ελληνικός όρος:
Χημικά υψηλού όγκου παραγωγής
Αγγλικός όρος:
High Production Volume Chemicals, HPVC
Μετάφραση:
High Production Volume Chemicals, HPVC
Ελληνικός όρος:
Χημικά χαμηλού όγκου παραγωγής
Αγγλικός όρος:
Low Production Volume Chemicals, LPVC
Μετάφραση:
Low Production Volume Chemicals, LPVC
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
244
Page
245
Page
246
Page
247
Τρέχουσα σελίδα
248
Page
249
Page
250
Page
251
Page
252
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »