Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 51 - 100, σε σύνολο 143
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Συντομογραφία:
UIC
Όρος:
Union des Industries Chimique
Μετάφραση:
Ένωση χημικών βιομηχανιών
Συντομογραφία:
UNICE
Όρος:
Union of Industrial and Employers’ Confederation of Europe (Union des Industries de la Communauté Européenne)
Μετάφραση:
Ένωση Βιομηχανικών και Εργοδοτικών Συνδέσµων της. Ευρώπης
Όρος:
Union officials
Μετάφραση:
Συνδικαλιστικά στελέχη
Όρος:
Unirradiated thorium
Μετάφραση:
Μη εκπέμπον θόριο
Όρος:
Unirradiated uranium
Μετάφραση:
Μη εκπέμπον ουράνιο
Όρος:
Unit
Μετάφραση:
Μονάδα
Συντομογραφία:
ULD
Όρος:
Unit Load Device
Μετάφραση:
Αυτοτελής μονάδα μεταφοράς φορτίου
Συντομογραφία:
UKAS
Όρος:
United Kingdom Accreditation Service
Μετάφραση:
Φορέας Διαπίστευσης Ηνωμένου Βασιλείου
Συντομογραφία:
UNCED
Όρος:
United Nations Conference on Environment and Development
Μετάφραση:
Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη
Συντομογραφία:
UN ECOSOC
Όρος:
United Nations Economic and Social Council
Μετάφραση:
Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών
Συντομογραφία:
UNECE
Όρος:
United Nations Economic Commission for Europe
Μετάφραση:
Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών
Συντομογραφία:
UNEP
Όρος:
United Nations Environment Programme
Μετάφραση:
Πρόγραμμα των ηνωμένων εθνών για το περιβάλλον
Συντομογραφία:
UNITAR
Όρος:
United Nations Institute for Training and Research
Μετάφραση:
Ινστιτούτο των Ηνωμένων Εθνών για την Έρευνα και την. Εκπαίδευση
Συντομογραφία:
UN Model Regulations
Όρος:
United Nations Model Regulations on the Transport of Dangerous Goods
Μετάφραση:
Μοντέλο των Ηνωμένων Εθνών για τους κανονισμούς σχετικά με τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
Συντομογραφία:
UN RTDG
Όρος:
United Nations Recommendations on the Transport of Dangerous Goods
Μετάφραση:
Συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
Συντομογραφία:
UNSCETDG
Όρος:
United Nations Sub-Committee of Experts on the Transport of Dangerous Goods
Μετάφραση:
Υποεπιτροπή εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων
Συντομογραφία:
UN
Όρος:
United Nations
Μετάφραση:
Ηνωμένα Έθνη (ΗΕ)
Όρος:
Univariate analysis
Μετάφραση:
Μονοπαραγοντική ανάλυση
Συντομογραφία:
UTC
Όρος:
Universal Time Co-ordinated
Μετάφραση:
Συγχρονισμένος Παγκόσμιος Χρόνος
Συντομογραφία:
UVC
Όρος:
Unknown or variable composition, complex reaction products
Μετάφραση:
Ουσίες άγνωστης ή ασταθούς σύνθεσης, προϊόντα πολύπλοκων αντιδράσεων
Όρος:
Unloader
Μετάφραση:
Εκφορτωτής
Όρος:
Unloading
Μετάφραση:
Εκφόρτωση
Όρος:
Unlocking zone
Μετάφραση:
Ζώνη απελευθέρωσης (π.χ. σε ασανσέρ)
Όρος:
Unpaid work
Μετάφραση:
Μη αμειβόμενη εργασία
Όρος:
unprocessed slag
Μετάφραση:
Ανεπεξέργαστη σκωρία
Όρος:
Unqualified opinion
Μετάφραση:
Σύμφωνη γνώμη
Όρος:
Unreactive
Μετάφραση:
Αδρανές
Όρος:
Unreactive substance
Μετάφραση:
Χημικώς αδρανής ουσία
Όρος:
Unsafe conditions
Μετάφραση:
Επισφαλείς συνθήκες, ανασφαλείς συνθήκες
Όρος:
Unsaturated
Μετάφραση:
Ακόρεστος
Όρος:
Unsaturated fatty acids
Μετάφραση:
Ακόρεστα λιπαρά οξέα
Όρος:
Unsaturated hydrocarbons
Μετάφραση:
Ακόρεστοι υδρογονάνθρακες
Όρος:
Unsaturated monocarboxylic acids
Μετάφραση:
Ακόρεστα µονοκαρβοξυλικά οξέα
Όρος:
Unsaturated solution
Μετάφραση:
Ακόρεστο διάλυμα
Όρος:
Unskilled worker
Μετάφραση:
Ανειδίκευτος εργάτης
Όρος:
Unstable
Μετάφραση:
Ασταθής
Όρος:
Unstable explosive
Μετάφραση:
Ασταθή εκρηκτικά
Όρος:
Unstable explosive
Μετάφραση:
Ασταθές εκρηκτικό
Όρος:
Unstable explosive
Μετάφραση:
Ασταθή εκρηκτικά
Όρος:
Unsuitable alternative
Μετάφραση:
Ακατάλληλη εναλλακτική λύση
Όρος:
Upkeep
Μετάφραση:
Έκτακτη συντήρηση
Όρος:
Uploading platforms
Μετάφραση:
Αποβάθρες εκφόρτωσης
Όρος:
Upper assessment threshold
Μετάφραση:
Ανώτερο όριο εκτίμησης
Όρος:
Upper explosion limit
Μετάφραση:
Ανώτατο όριο εκρηκτικότητας
Όρος:
Upper limb disorders
Μετάφραση:
Διαταραχές των άνω άκρων
Όρος:
Upper limbs
Μετάφραση:
Άνω άκρα
Όρος:
Upper limit
Μετάφραση:
Ανώτερο όριο
Όρος:
Upper-tier establishment
Μετάφραση:
Μονάδα ανώτερης βαθμίδας
Όρος:
Upstream supplier
Μετάφραση:
Προγενέστερος προμηθευτής
Όρος:
Uracil
Μετάφραση:
Ουρακίλη
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
Page
1
Current page
2
Page
3
Next page
››
Last page
τελευταία »