Βλέπετε τις εγγραφές : 351 - 400, σε σύνολο 12265
Όρος: Aliphatic amines
Μετάφραση: Αλειφατικές αμίνες
Όρος: Aliphatic compounds
Μετάφραση: Αλειφατικές ενώσεις
Όρος: Aliphatic hydrocarbons
Μετάφραση: Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες
Όρος: Aliphatic ketones
Μετάφραση: Αλειφατικές κετόνες
Όρος: Aliphatic nitrated derivatives
Μετάφραση: Αλειφατικά νιτροπαράγωγα
Όρος: Aliquot
Μετάφραση: Υποπολλαπλάσιο δείγμα ή κλάσμα διαλύματος
Όρος: Alkaline degreasing
Μετάφραση: Αλκαλική απολίπανση
Όρος: Alkaloids of opium
Μετάφραση: Αλκαλοειδή του οπίου
Όρος: Alkanes or paraffins
Μετάφραση: Αλκάνια, παραφίνες
Συντομογραφία: C12−16−ADBAC
Όρος: Alkyl (C 12-16) dimethylbenzyl ammonium chloride
Μετάφραση: χλωριούχο αλκυλο(C12−16)διμεθυλοβενζυλαμμώνιο
Όρος: Alkyl benzene sulphonic acid
Μετάφραση: Αλκυλοβενζοσουλφονικό οξύ
Όρος: Alkyl bromide see bromoalkane
Όρος: alkyl chloride
Μετάφραση: Χλωροαλκάνιο, αλκυλοχλωρίδιο
Όρος: Alkyl chloride see chloroalkane
Όρος: Alkyl compounds
Μετάφραση: Ενώσεις αλκυλίου
Όρος: Alkyl descriptor
Μετάφραση: Περιγραφική παράμετρο αλκυλικών ομάδων
Όρος: Alkyl dihalide
Μετάφραση: Αλκυλοδιαλογονίδιο
Όρος: Alkyl halide
Μετάφραση: Αλκυλαλογονίδιο
Όρος: Alkyl hydrogen sulfate
Μετάφραση: Όξινο θειικό αλκύλιο
Όρος: Alkyl sulfonate
Μετάφραση: Σουλφονικός αλκυλεστέρας
Όρος: Alkyl tosylate
Μετάφραση: Αλκυλοτοσυλεστέρας
Όρος: alkylating agents
Μετάφραση: αλκυλιωτικοί παράγοντες
Όρος: Alkylbenzene
Μετάφραση: Αλκυλοβενζόλιο
Όρος: Alkylbenzene sulphonic acid
Μετάφραση: Θειώδες οξύ αλκυλοβενζολίου
Όρος: Alkylmalonic ester
Μετάφραση: Αλκυλομηλονικός εστέρας
Όρος: Alkylphenols
Μετάφραση: Αλκυλοφαινόλες
Όρος: All-Greek Congress of Physicians
Μετάφραση: Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος
Όρος: Allergenicity
Μετάφραση: Αλλεργιογένεση
Όρος: Allergic alveolitis
Μετάφραση: Αλλεργική φλεγμονή των πνευμονικών κυψελίδων
Όρος: Allergic and orthoallergic skin ailments not recognised in Annex I
Μετάφραση: Αλλεργικές και ορθοαλεργικές δερματικές παθήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι
Όρος: Allergic asthma
Μετάφραση: Αλλεργικό άσθμα
Όρος: Allergic asthmas caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Μετάφραση: Αλλεργικό άσθμα προκαλούμενο από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο είδος της εργασίας
Συντομογραφία: ACD
Όρος: Allergic Contact dermatitis
Μετάφραση: Αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής
Όρος: Allergic reaction
Μετάφραση: Αλλεργική αντίδραση