Βλέπετε τις εγγραφές : 451 - 500, σε σύνολο 1175
Εξοπλισμός εργασίας
Ορισμός 1: Κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία.
Εξοπλισμός πασσαλόπηξης
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός εγκατάστασης και εξαγωγής των πασσάλων, δηλαδή κρουστικές σφύρες, δονητές ή στατικές συ-σκευές ώθησης/έλξης των πασσάλων ενός συνόλου μηχανημάτων και εξαρτημάτων για την εγκατάσταση ή την αφαίρεση πασσάλων, ο οποίος περιλαμβάνει:
- συγκρότημα πασσαλόπηξης που αποτελείται από φέρον μηχάνημα (ερπυστριοφόρο, επί τροχών ή τροχιών, ελεύθερα κινούμενο εξάρτημα αρχικής τοποθέτησης, σύστημα αρχικής τοποθέτησης ή καθοδήγησης),
- εξαρτήματα, δηλαδή κεφαλές πασσάλων, κράνη, λαμαρίνες, οδηγούς, συστήματα περίσφιξης, συσκευές για την μετακίνηση των πασσάλων, αντιθορυβικά πετάσματα και συσκευές απορρόφησης των κρούσεων και των κραδασμών, μονάδες παροχής ενεργείας/γεννήτριες και συστήματα ανύψωσης του προσωπικού ή εξέδρες.
Εξοπλισμός πλοίων
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 3.
Εξοπλισμός προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους ή εξοπλισμός
Ορισμός 1: Κάθε μηχανή η οποία είτε είναι αυτοκινούμενη είτε είναι δυνατόν να κινηθεί και η οποία, ανεξαρτήτως της(των) κινητήριας(-ων) διάταξης(-εων) της, προορίζεται, ανάλογα με τον τύπο της, να χρησιμοποιείται στο ύπαιθρο και συμβάλλει στην έκθεση σε θορύβους από το περιβάλλον. Η χρήση εξοπλισμού σε χώρο που δεν επηρεάζει ή επηρεάζει αμελητέα τη μετάδοση του ήχου (για παράδειγμα κάτω από τέντες, κάτω από υπόστεγα προστασίας από βροχή ή εντός οικοδομών) θεωρείται ως χρήση στο ύπαιθρο. Στον ανώτερο εξοπλισμό συμπεριλαμβάνεται και ο εξοπλισμός χωρίς κινητήρα, για βιομηχανική ή περιβαλλοντική εφαρμογή, ο οποίος προορίζεται, ανάλογα με τον τύπο του, να χρησιμοποιείται σε εξωτερικούς χώρους και συμβάλλει στην έκθεση σε θορύβους από το περιβάλλον. Όλοι οι ανωτέρω τύποι εξοπλισμού καλούνται στο εξής «εξοπλισμός».
Εξοπλισμός ψυχαγωγίας (amusement ride)
Ορισμός 1: Εξοπλισμός σχεδιασμένος για την ψυχαγωγία των επιβαινόντων κατά τη διάρκεια κίνησης συμπεριλαμβανομένης και της συνέπειας της έμβιο μηχανικής επίδρασης. Σημείωση: Για τις ανάγκες της παρούσας απόφασης χρησιμοποιείται ο όρος «διάταξη ψυχαγωγίας», ο οποίος αφορά και στον εξοπλισμό ψυχαγωγίας.
Εξορυκτικές δια γεωτρήσεων βιομηχανίες
Ορισμός 1: Όλες οι βιομηχανίες οι οποίες,
α. εξορύσσουν ορυκτές ύλες δια γεωτρήσεων ή/και
β. προβαίνουν στην αναζήτηση κοιτασμάτων με σκοπό την εξόρυξη με τη μέθοδο αυτή ή/και
γ. προετοιμάζουν τις εξορυχθείσες ύλες για την πώληση με εξαίρεση τις δραστηριότητες μεταποίησης των πρώτων υλών.
Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων.
Ορισμός 2: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όχι απαραίτητα ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εγκατεστημένο στην Κοινότητα, το οποίο έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να διεκπεραιώνει, εξ ονόματος του, όλες ή ορισμένες από τις υποχρεώσεις και διατυπώσεις που συνδέονται με τις Κοινοτικές Οδηγίες.
Ορισμός 3: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ε.Ε., που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματος του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων σχετικών με τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή υπό την οικεία ενοριακή νομοθεσία.
Ορισμός 4: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων.
Εξουσιοδοτημένος Οργανισμός
Ορισμός 1: Ο Οργανισμός που είναι εξουσιοδοτημένος από την Ελληνική Κυβέρνηση να παρέχει τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, υπηρεσίες σε υπό ελληνική σημαία πλοία και στις διαχειρίστριες εταιρείες αυτών.
Εξωτερική απόσταση ασφαλείας
Ορισμός 1: Η ελάχιστη απόσταση που απαιτείται μεταξύ των τυχόν κτηρίων εκτός του Σταθμού και των επικίνδυνων στοιχείων του Σταθμού για την αποφυγή ατυχημάτων.
Εξωτερικό κλιμακοστάσιο
Ορισμός 1: Κλιμακοστάσιο του οποίου η μία τουλάχιστον πλευρά είναι ανοικτή προς το ύπαιθρο.
Εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης
Ορισμός 1: Σημαίνει την τοπική, εθνική ή περιφερειακή στρατηγική για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων, με αξιοποίηση τόσο όλων των διαθέσιμων στο διαχειριστή πόρων, όπως περιγράφεται στο σχετικό εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όσο και οποιωνδήποτε διαθέσιμων συμπληρωματικών πόρων.
Εξωτερικός διάδρομος διαφυγής
Ορισμός 1: Διάδρομος του οποίου η μία τουλάχιστον κατακόρυφη επιμήκης επιφάνεια είναι ανοικτή προς το ύπαιθρο. (Η επιφάνεια αυτή θεωρείται ανοικτή ακόμα και αν περιέχει στηθαίο).
Εξωτερικός έλεγχος ποιότητας σκυροδέματος
Ορισμός 1: Είναι ο έλεγχος που διενεργείται από τον Κύριο του Εργου ή τον επιβλέποντα, προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση του σκυροδέματος, που παραλαμβάνεται στο έργο με βάση αυτόν τον Κανονισμό. Γίνεται:
α) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου (ταυτοποίησης) του Κεφ. Γ1.2 εφόσον πρόκειται για εργοστασιακό σκυρόδεμα με πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής,
β) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου του Κεφ. Γ1.3, εφόσον πρόκειται για εργοστασιακό σκυρόδεμα χωρίς πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής και
γ) σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης εξωτερικού ελέγχου του Κεφ. Γ1.4, εφόσον πρόκειται για εργοταξιακό σκυρόδεμα, με δοκίμια που λαμβάνονται από τον Κύριο του Εργου ή τον επιβλέποντα σύμφωνα με το Κεφ. Γ1.1.
Επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης
Ορισμός 1: Συστήματα που δεν διέπονται από την Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (EEL 6 της 10.1.1979), και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως του αν η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική.
Επαγγελματική ασθένεια
Ορισμός 1: Η νόσος που σχετίζεται με το είδος των κινδύνων στους οποίους εκτέθηκε ο πάσχων λόγω της εργασίας του. Είναι κάθε νόσος που αποδεδειγμένα, στη βάση ιατρικών κριτηρίων, μπορεί να αποδοθεί στο είδος της εργασίας και τους κινδύνους στους οποίους λόγω της εργασίας έχει εκτεθεί ο εργαζόμενος. (Ορισμό που δίνει η επιστήμη).
Ορισμός 2: Η νόσος που αναγνωρίζεται ως τέτοια από το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα, με τους όρους και τους περιορισμούς που κάθε φορά αυτό θέτει. (Ορισμός που βασίζεται στην ασφαλιστική πραγματικότητα).
Επαγγελματική δραστηριότητα
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο οικονομικής δραστηριότητας ή επιχείρησης, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι ιδιωτική ή δημόσια, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα.
Επαγγελματική εμπειρία
Ορισμός 1: Ο χρόνος πραγματικής και νόμιμης άσκησης του συγκεκριμένου επαγγέλματος.
Επαγγελματική εμπειρία
Ορισμός 1: Η πραγματική και νόμιμη άσκηση πλήρους απασχόλησης ή ισοδύναμης μερικής απασχόλησης του σχετικού επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος.
Επαγγελματική πρακτική άσκηση
Ορισμός 1: Μια περίοδος επαγγελματικής πρακτικής άσκησης υπό επίβλεψη, υπό τον όρο ότι, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση σε νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα, και η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια ή μετά την ολοκλήρωση εκπαίδευσης που οδηγεί στην απόκτηση διπλώματος.
Επαναξιολόγηση της συμμόρφωσης
Ορισμός 1: Η διαδικασία που κινείται, κατόπιν αιτήματος του ιδιοκτήτη ή φορέα εκμετάλλευσης, για την επακόλουθη αξιολόγηση της συμμόρφωσης του μεταφερόμενου εξοπλισμού υπό πίεση που έχει κατασκευαστεί και διατεθεί στην αγορά πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της κοινής υπουργικής απόφασης 14132/618/2001 (Β΄1626)
Επανειλημμένη επιβολή κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις
Ορισμός 1: Η επιβολή στην ίδιο ελεγχόμενο τόπο εργασίας (όπως έδρα, παράρτημα, υποκατάστημα κτλ) τριών (3) τουλάχιστον διοικητικών κυρώσεων που αφορούν διαφορετικούς χρονικά ελέγχους για ίδιες παραβάσεις κατά την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου. Τυχόν αλλαγή του νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης δεν επηρεάζει τον παραπάνω υπολογισμό.
Επαρκής χρόνος ανάπαυσης
Ορισμός 1: Η πραγματική κατάσταση κατά την οποία οι εργαζόμενοι έχουν τακτικές περιόδους ανάπαυσης, των οποίων η διάρκεια εκφράζεται σε μονάδες χρόνου και οι οποίες είναι επαρκώς μακρές και συνεχείς, ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα προκαλούν σωματικές βλάβες στους ίδιους, σε συναδέλφους τους ή σε τρίτους και ότι δεν θα βλάπτουν την υγεία τους, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, λόγω κόπωσης ή άτακτων ρυθμών εργασίας.
Επεξεργασία
Ορισμός 1: Οι φυσικές, θερμικές, χημικές ή βιολογικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της διαλογής, που μεταβάλλουν τα χαρακτηριστικά των αποβλήτων προκειμένου να περιοριστούν ο όγκος ή οι επικίνδυνες ιδιότητές τους, να διευκολυνθεί η διακίνησή τους ή να βελτιωθεί η ανάκτηση χρήσιμων υλών.
Ορισμός 2: Οιαδήποτε δραστηριότητα μετά την παράδοση των ΑΗΗΕ (απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού) σε μονάδα απορρύπανσης, αποσυναρμολόγησης, τεμαχισμού, αξιοποίησης ή προετοιμασίας για διάθεση, καθώς και οιαδήποτε άλλη ενέργεια εκτελείται για την αξιοποίηση και/ή τη διάθεση των ΗΗΕ.
Επεξεργασία λυµάτων ή βιοµηχανικών αποβλήτων
Ορισμός 1: Οιαδήποτε τεχνική επεξεργασία, δια της οποίας επιτυγχάνεται η τροποποίησις των χαρακτηριστικών αυτών, προς τον σκοπόν της εξαλείψεως ή της µειώσεως των εκ της διαθέσεών των δυσµενών συνεπειών.
Επιβλαβείς επιδράσεις
Ορισμός 1: Οι αρνητικές επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία.
Επιβλαβής χημικός παράγοντας
Ορισμός 1: α) κάθε χημικός παράγοντας ο οποίος πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης σε οποιαδήποτε από τις τάξεις κινδύνου ως επικίνδυνος για το περιβάλλον ή την υγεία όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, «Για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1907/2006» (ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1), είτε ο συγκεκριμένος χημικός παράγοντας έχει καταταγεί δυνάμει του εν λόγω κανονισμού είτε όχι,
Ορισμός 2: β) κάθε χημικός παράγοντας που δεν πληροί μεν τα κριτήρια κατάταξης ως επικίνδυνου σύμφωνα με την υποπερίπτωση (βα) του παρόντος άρθρου, ενδέχεται όμως να συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων λόγω των φυσικοχημικών, χημικών ή τοξικολογικών ιδιοτήτων του και του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται ή υπάρχει στο χώρο εργασίας, συμπεριλαμβανομένου κάθε χημικού παράγοντα για τον οποίο έχει καθοριστεί οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης δυνάμει του άρθρου 3».
Επιβλέπων
Ορισμός 1: Είναι το νομικό ή φυσικό πρόσωπο, σύμφωνα με την κείμενη Νομοθεσία και τη Κατηγορία Εκτέλεσης Έργου (ΕΛΟΤ ΕΝ 13670 και ΕΛΟΤ ΕΝ 1990), που συνεπικουρούμενο από τον εργοδηγό, παραλαμβάνει το σκυρόδεμα και ελέγχει τα χαρακτηριστικά του (πυκνότητα ή φαινόμενο βάρος, κάθιση, % περιεκτικότητα αέρα), ελέγχει και υπογράφει το δελτίο αποστολής και το Έντυπο παραλαβής του σκυροδέματος, επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης, την αρτιότητα των ξυλοτύπων και την εκτέλεση της σκυροδέτησης (διάστρωση, συμπύκνωση και συντήρηση) και μεριμνά για την παρασκευή, σήμανση και συντήρηση των συμβατικών δοκιμίων ή των δοκιμίων έργου, μέχρις ότου αποσταλούν στο εργαστήριο.
Επίβλεψη της υγείας
Ορισμός 1: Η εξέταση ενός εργαζομένου προκειμένου να καθοριστεί η κατάσταση της υγείας του σε συσχετισμό προς την έκθεσή του σε συγκεκριμένους χημικούς παράγοντες κατά την εργασία
Επιδόματα και χρηματικές ενισχύσεις προς ανέργους
Ορισμός 1: Το επίδομα ανεργίας των άρθρων 3 έως 10 του ν. 1545/1985 και 14 έως 23 του ν.δ. 2961/1954 (Α΄ 197), το επίδομα ανεργίας ειδικών κατηγοριών επιδοτούμενων ανέργων της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2335/1995 (Α΄ 185), το ειδικό εποχιακό βοήθημα του άρθρου 22 του ν. 1836/1989 (Α΄ 79), το επίδομα μακροχρονίως ανέργου της περ. ΙΙΙ της υποπαρ. 1. της παρ. ΙΑ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και η ενίσχυση της παρ. 2 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152).
Επιθεώρηση
Ορισμός 1: Το σύνολο των δράσεων που αναλαμβάνει η αδειοδοτούσα αρχή σε συνεργασία με τις συναρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 19, καθώς και κάθε επακόλουθη ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επισκέψεων, ελέγχων των εσωτερικών μέτρων, συστημάτων, εκθέσεων και εγγράφων παρακολούθησης, με σκοπό τον έλεγχο και την προαγωγή της συμμόρφωσης των εγκαταστάσεων με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.
Επιθεώρηση κλειστού χώρου
Ορισμός 1: Ο έλεγχος και η πραγματοποίηση μετρήσεων σ' έναν κλειστό χώρο και όχι η εκτέλεση εργασιών σ' αυτόν.
Επιθεωρητές/ελεγκτές
Ορισμός 1: Τα στελέχη των αρμόδιων αρχών, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 20 του ν. 4014/2011.
Επικίνδυνα απόβλητα αμιγώς μολυσματικά (ΕΑΑΜ)
Ορισμός 1: Τα οποία εκδηλώνουν μόνο την επικίνδυνη ιδιότητα Η9 σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 60 του Νόμου 4042/2012.
Ο όρος «Επικίνδυνα Απόβλητα Αμιγώς Μολυσματικά (ΕΑΑΜ)» αντικαθιστά τον όρο «Επικίνδυνα Ιατρικά Απόβλητα αμιγώς μολυσματικού χαρακτήρα (ΕΙΑ – ΜΧ)», ο οποίος προβλέπεται στην κοινή υπουργική απόφαση 37591/2031/2003 (ΦΕΚ Β΄ 1419).
Επικίνδυνα εμπορεύματα σε στερεά χύδην μορφή
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε υλικό, εκτός υγρού ή αερίου, που αποτελείται από ένα συνδυασμό σωματιδίων, κόκκων ή οποιωνδήποτε μεγαλύτερων τεμαχίων υλικού, γενικά ομοιόμορφης σύνθεσης, το οποίο καλύπτεται από τον Κώδικα IMDG και φορτώνεται απευθείας στους χώρους φορτίου ενός πλοίου χωρίς ενδιάμεση μορφή συγκράτησης και περιλαμβάνει τέτοια υλικά φορτωμένα σε φορτηγίδα ή σε πλοίο που μεταφέρει φορτηγίδες.
Επικίνδυνα χημικά προϊόντα
Ορισμός 1: Χημικές ενώσεις, μίγματα ή διαλύματα σε στερεά, υγρά ή αέρια κατάσταση, που μπορεί να είναι επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή (ενδεικτικά αναφέρονται τοξικά, ασφυξιογόνα, καυστικά, εύφλεκτα).
Επικίνδυνη ατμόσφαιρα
Ορισμός 1: Μια ατμόσφαιρα που περιέχει μια σημαντική ποσότητα εύφλεκτου αερίου σε μια περιεκτικότητα ικανή για ανάφλεξη, είναι συνώνυμο με το εκρηκτικό μίγμα αερίου και αέρα, το οποίο ορίζεται σαν μίγμα εύφλεκτων αερίων με αέρα υπό ατμοσφαιρικές συνθήκες και στο οποίο, μετά την ανάφλεξη η καύση απλώνεται διάχυτα στο επόμενο μίγμα. Σημείωση: Ο όρος αναφέρεται αποκλειστικά στον κίνδυνο που προέρχεται από την ανάφλεξη. Όταν ο κίνδυνος μπορεί να προέλθει από άλλες αιτίες όπως είναι η τοξικότητα, η ασφυξία ή η ραδιενέργεια, αυτό πρέπει να αναφέρεται ιδιαίτερα.
Επικίνδυνη ζώνη
Ορισμός 1: Κάθε ζώνη εντός ή και πέριξ του εξοπλισμού εργασίας στην οποία εκτιθέμενος ο εργαζόμενος υπόκειται σε κίνδυνο, όσον αφορά την ασφάλεια ή την υγεία του.
Επικίνδυνη ουσία
Ορισμός 1: Ουσία ή μείγμα που καλύπτεται από το μέρος 1 ή απαριθμείται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι, μεταξύ άλλων υπό μορφή πρώτης ύλης, προϊόντος, παραπροϊόντος, καταλοίπου (residue) ή ενδιάμεσου προϊόντος·
Επικίνδυνη περιοχή
Ορισμός 1: Μια περιοχή στην οποία υπάρχει ή μπορεί να υπάρχει επικίνδυνη ατμόσφαιρα.
Επικίνδυνο είδος
Ορισμός 1: Η συσκευασμένη επικίνδυνη ουσία. Οι επικίνδυνες ουσίες πρέπει να ευρίσκονται σε ένα κατάλληλο είδος συσκευασίας περιλαμβανομένων στον όρο αυτό των διαφόρων καλυμμάτων, περιβλημάτων και των μονάδων.
Επικίνδυνος χώρος
Ορισμός 1: Χώρος υψηλού βαθμού κινδύνου του κτιρίου ή χώρος που λόγω της υψηλής εγκατεστημένης ισχύος έχει αυξημένο κίνδυνο έναρξης φωτιάς.
Επικινδυνότητα (risk)
Ορισμός 1: Πιθανότητα συγκεκριμένης επίδρασης εντός δεδομένης χρονικής περιόδου ή υπό συγκεκριμένες συνθήκες·
Επίπεδα δράσης (AL)
Ορισμός 1: Τα λειτουργικά όρια που καθορίζονται με σκοπό την απλοποίηση της διαδικασίας κατάδειξης της συμμόρφωσης με τις σχετικές ELV ή, όπου απαιτείται, προκειμένου να ληφθούν τα σχετικά μέτρα προστασίας ή πρόληψης κατά το παρόν προεδρικό διάταγμα.
Επισκευή
Ορισμός 1: Η επιδιόρθωση και η αποκατάσταση της κατασκευαστικής ή της λειτουργικής ακεραιότητας μερών, καθώς και των κύριων και βοηθητικών συστημάτων του πλοίου που έχουν υποστεί βλάβη ή φθορά, εφόσον δεν συνεπάγονται ριζικές μεταβολές στην αρχική σχεδίαση και τη λειτουργία του.
Επισκευή – Συντήρηση
Ορισμός 1: Σύνολο συστηματικών ενεργειών που αποσκοπούν στην επιδιόρθωση εξοπλισμού ή στη δημιουργία κατάλληλων τεχνικών συνθηκών, προκειμένου να επιβραδυνθεί ο ρυθμός φθοράς του και να διασφαλιστεί η προβλεπόμενη λειτουργία του.
Επιτήρηση λειτουργίας
Ορισμός 1: Ο έλεγχος προκειμένου η εγκατάσταση να διατηρείται σε ετοιμότητα και να διασφαλίζεται η καλή λειτουργία της, καθώς και ο εντοπισμός αναγκών για τεχνική επέμβαση.
Επιφάνεια Εξαερισμού
Ορισμός 1: Ο εξαερισμός του χώρου πάνω από το φορτίο.
Επιφανειακή εξάπλωση της φλόγας
Ορισμός 1: Η διάδοση του μετώπου της φλόγας από την πηγή ανάφλεξης κατά μήκος της επιφάνειας του δομικού στοιχείου.
Επιχειρήσεις Αφαίρεσης − Κατεδάφισης Αμιάντου (Ε.Α.Κ.)
Ορισμός 1: Οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την εκτέλεση εργασιών διαχείρισης αμιάντου και συγκεκριμένα:
α) Ε.Α.Κ. τύπου Α: νοούνται εκείνες οι Ε.Α.Κ. που ασχολούνται με κάθε είδους εργασίες σε όλα τα είδη αμιαντούχων υλικών (εύθρυπτα και μη εύθρυπτα).
β) Ε.Α.Κ. τύπου Β: νοούνται εκείνες που ασχολούνται με εργασίες μόνο σε μη εύθρυπτα αμιαντούχα υλικά.