Βλέπετε τις εγγραφές : 451 - 500, σε σύνολο 1420
Ειδικό πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης
Ορισμός 1: Το πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης το οποίο δύναται να αντικαταστήσει προϋπηρεσία που απαιτείται για τη λήψη άδειας άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας του Ν. 3982/2011.
Ειδικότητα
Ορισμός 1: Εξειδίκευση αυτοτελούς τεχνικού αντικειμένου και αντίστοιχων απαιτήσεων επαγγελματικών προσόντων, εντός της ρυθμιζόμενης κατηγορίας επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Εισαγωγέας
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση που διαθέτει στην αγορά της Ένωσης εξοπλισμό πλοίων προερχόμενο από τρίτη χώρα.
Ορισμός 2: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ε.Ε. που διαθέτει προϊόν τρίτης χώρας στην ενωσιακή αγορά.
Ορισμός 3: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση που διαθέτει στην ενωσιακή αγορά εκρηκτικό προερχόμενο από τρίτη χώρα.
Ορισμός 4: Kάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που διαθέτει ΗΗΕ τρίτης χώρας στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εισπνεύσιμο κλάσμα αιωρούμενων σωματιδίων
Ορισμός 1: Το σύνολο των αιωρούμενων στερεών σωματιδίων το οποίο μπορεί να προσληφθεί από τον εργαζόμενο με εισπνοή από τη μύτη ή/και το στόμα.
Έκδηλη τοξικότητα
Ορισμός 1: Γενικός όρος που δηλώνει την εμφάνιση σαφών συμπτωμάτων τοξικότητας μετά τη χορήγηση της ελεγχόμενης ουσίας (βλ. παραδείγματα στη δημοσίευση (3)), ώστε να αναμένεται ότι η αμέσως υψηλότερη προκαθορισμένη δόση θα προκαλέσει είτε ισχυρό πόνο και διαρκή σημεία έντονης δυσφορίας ή κατάσταση ετοιμοθάνατου (τα σχετικά κριτήρια παρατίθενται στο καθοδηγητικό έγγραφο για τα τελικά σημεία ευθανασίας (8)) ή πιθανή θνησιμότητα στα περισσότερα ζώα.
Έκθεση
Ορισμός 1: Η διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο εκτίθεται σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες.
Διακρίνεται σε:
- Εξωτερική έκθεση: έκθεση που προκύπτει από πηγές που βρίσκονται έξω από το σώμα.
- Εσωτερική έκθεση: έκθεση που προκύπτει από πηγές που βρίσκονται μέσα στο το σώμα.
- Ολική έκθεση: άθροισμα της εξωτερικής και εσωτερικής έκθεσης.
- Μερική έκθεση: η έκθεση κυρίως ενός μέρους του σώματος ή ενός ή περισσοτέρων οργάνων ή ιστών ή η έκθεση, που δεν θεωρείται ομοιογενής για ολόκληρο το σώμα.
- Ολόσωμη εξωτερική έκθεση: η έκθεση που θεωρείται ομοιογενής για ολόκληρο το σώμα.
Έκθεση λόγω ατυχήματος:
Ορισμός 1: Έκθεση ατόμων ως αποτέλεσμα ατυχήματος. Δεν περιλαμβάνει τη έκθεση την οφειλόμενη σε έκτακτη ανάγκη.
Έκθεση οφειλόμενη σε έκτακτη ανάγκη
Ορισμός 1: Έκθεση ατόμων που προβαίνουν στην απαραίτητη ταχεία δράση προκειμένου να παρασχεθεί βοήθεια σε άτομα που διατρέχουν κίνδυνο, να προληφθεί η έκθεση μεγάλου αριθμού ατόμων ή να διασωθεί πολύτιμη εγκατάσταση ή αγαθά. Κατά την έκθεση αυτή μπορεί να υπάρξει υπέρβαση ενός των ατομικών ορίων δόσης που ισούνται προς εκείνα που έχουν καθοριστεί για τους εκτιθέμενους εργαζόμενους. Μόνον εθελοντές επιτρέπεται να υποβάλλονται στις εκθέσεις που οφείλονται σε έκτακτη ανάγκη.
Έκθεση σε ακτινοβολία (Η - radiant exposure)
Ορισμός 1: Το ολοκλήρωμα χρόνου του ακτινοβολισμού. Εκφράζεται σε τζάουλ ανά τετραγωνικό μέτρο (J∙m-2).
Έκθεση σε χημικό παράγοντα
Ορισμός 1: Το ατομικό επίπεδο έκθεσης του εργαζομένου σε χημικό παράγοντα που υπάρχει στον αέρα του χώρου εργασίας.
Έκθεση τεχνικού ελέγχου
Ορισμός 1: Επίσημο έγγραφο, που εκδίδει ο αναγνωρισμένος φορέας ελέγχου, με το οποίο βεβαιώνεται η συμμόρφωση ή η αποτυχία συμμόρφωσης της διάταξης ψυχαγωγίας με τις τεχνικές απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.
Έκθεση του κοινού
Ορισμός 1: Η έκθεση ατόμων, εκτός της επαγγελματικής έκθεσης ή της ιατρικής έκθεσης.
Έκθετη πηγή (orphan source)
Ορισμός 1: Μια ραδιενεργός πηγή που δεν εξαιρείται του κανονιστικού ελέγχου και δεν βρίσκεται υπό κανονιστικό έλεγχο, π.χ. διότι δεν έχει τεθεί ποτέ υπό κανονιστικό έλεγχο ή διότι έχει εγκαταλειφθεί, χαθεί, τοποθετηθεί σε λανθασμένη θέση, κλαπεί ή άλλως μεταβιβασθεί χωρίς κατάλληλη έγκριση.
Εκμετάλλευση
Ορισμός 1: Το μέρος των εργασιών του έργου από την προσπέλαση του κοιτάσματος μέχρι την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων.
Εκμεταλλευτής
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινοπραξία προσώπων που έχει, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, το δικαίωμα έρευνας ή και εκμετάλλευσης στο μεταλλευτικό ή λατομικό χώρο που βρίσκεται το έργο.
Έκπλυμα
Ορισμός 1: Το διάλυμα που λαμβάνεται κατά την εργαστηριακή δοκιμή της απόπλυσης.
Εκπομπές
Ορισμός 1: Οι εκπομπές στην ατμόσφαιρα ανθρωπογενών αερίων του θερμοκηπίου από πηγές.
Ορισμός 2: Η απελευθέρωση αερίων θερμοκηπίου από πηγές μιας εγκατάστασης ή η απελευθέρωση από αεροσκάφος που εκτελεί αεροπορική δραστηριότητα που αναφέρεται στο Παράρτημα I (ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ) ή από πλοία που εκτελούν δραστηριότητα θαλάσσιας μεταφοράς που αναφέρεται στο Παράρτημα Ι των αερίων που προσδιορίζονται για τη δραστηριότητα αυτή, ή η έκλυση αερίων θερμοκηπίου που αντιστοιχούν στη δραστηριότητα που αναφέρεται στο Παράρτημα III (ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄α)
Εκπομπή
Ορισμός 1: Η ελευθέρωση ουσίας από σημειακή ή διάχυτη πηγή στην ατμόσφαιρα.
Ορισμός 2: Η απελευθέρωση στο περιβάλλον ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών, συνεπεία ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ορισμός 3: Η έκλυση μιας ουσίας στην ατμόσφαιρα από ένα σημείο ή μια πηγή διάχυσης.
Εκπρόσωποι των εργαζομένων
Ορισμός 1: Κατά σειρά προτεραιότητας:
i) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων,
ii) τα συμβούλια των εργαζομένων που έχουν αναδειχθεί και λειτουργούν σε αυτές σύμφωνα με το ν. 1767/1988 «Συμβούλια Εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις - Κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας» (63/Α), και
iii) οι εκπρόσωποι που εκλέγονται από τους εργαζόμενους με άμεση εκλογή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (79/Α) και του άρθρου 4 του ν. 1767/1988.
Ορισμός 2: Αυτοί που ορίζονται στις διατάξεις του π.δ. 240/2006 (Α’ 252) και του ν. 1767/1988 . Προκειμένου για επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις που απασχολούν κάτω των πενήντα (50) εργαζομένων, εφόσον σ’ αυτές δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται από τριμελή επιτροπή που εκλέγεται από αυτούς κατά ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 1767/1988 . Σε περίπτωση μεταβίβασης θαλασσοπλοούντος πλοίου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 348 του παρόντος Κώδικα, εκπρόσωποι των εργαζομένων νοούνται αυτοί που ορίζονται στην περ. δ) του άρθρου 2 του π.δ. 190/2008 (Α’ 248) .
Εκπρόσωπος ιδιωτικού δικτύου Μέσης Τάσης
Ορισμός 1: Το νόμιμα εξουσιοδοτημένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ορίζεται από παραγωγούς σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης ή ομάδα παραγωγών, οι οποίοι ενδιαφέρονται να κατασκευάσουν Δίκτυα Μέσης Τάσης για τη σύνδεση σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης σε Υποσταθμούς Μέσης προς Υψηλής Τάσης, σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 4843/2021 (Α΄ 193).
Εκπρόσωπος κοινού αιτήματος
Ορισμός 1: Το νόμιμα εξουσιοδοτημένο από τους ενδιαφερόμενους φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ των ενδιαφερομένων και του αρμόδιου Διαχειριστή στην υποβολή του κοινού αιτήματος, την κατασκευή, τη διαχείριση, την παροχή στοιχείων στον Διαχειριστή του Συστήματος, τη συντήρηση και τη λειτουργία των κοινών έργων σύνδεσης στα κατάντη του ορίου του Συστήματος, αποκλειστικής αρμοδιότητας των ενδιαφερομένων.
Εκπρόσωπος των εργαζομένων
Ορισμός 1: Κάθε εκλεγμένο άτομο, με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με τα άρθρα 4 (σύσταση επιτροπής υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων- εκπρόσωποι των εργαζομένων), 5 (αρμοδιότητες ΕΥΑΕ και εκπροσώπου εργαζομένων), 6 (αριθμός μελών ΕΥΑΕ - υποχρεώσεις εργοδοτών) και 7 (εκλογή μελών ΕΥΑΕ - προστασία) του παρόντος και τα άρθρα 1 (σκοπός - πεδίο εφαρμογής), 2 (όργανα εκπροσώπησης εργαζομένων), 3 (γενική συνέλευση εργαζομένων), 4 (εκλογές) και 5 (εφορευτικές επιτροπές) του Ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63/Α`/6.4.1988) «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις - Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας».
Ορισμός 2: Κάθε εκλεγμένο άτομο, με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του Ν. 1568/1985 (ΦΕΚ 177/Α`/18.10.1985), το Π.Δ. 315/1987 (ΦΕΚ 149/Α`/25.8.1987) «Σύσταση ΕΥΑΕ σε εργοτάξια οικοδομών και εν γένει τεχνικών έργων», τα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 5 του Ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63/Α`/6.4.1988) «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις-κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας», και τα άρθρα 2 §4 και 3 του Π.Δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11/Α`/18.1.1996) «Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ», για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους, όσον αφορά τα ζητήματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία.
Ορισμός 3: Κάθε πρόσωπο που εκλέγεται, επιλέγεται ή ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 18, κεφ. Β΄, ν. 1767/1988 «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις – Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας» (63/Α) για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους.
Εκρηκτικά ή εκρηκτικές ύλες
Ορισμός 1: Οι ύλες και τα αντικείμενα που θεωρούνται ως εκρηκτικά στις συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων και περιλαμβάνονται στην κλάση 1 των εν λόγω συστάσεων.
Ορισμός 2: Τα επικίνδυνα είδη της κλάσης «1». Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται και τα πυρομαχικά.
Ορισμός 3: Τα στερεά ή υγρά σώματα, τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χημική μεταβολή και μετατρέπονται σε αέριες μάζες µε συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων, µε αποτελέσματα βλητικά ή ρηκτικά.
Εκρηκτική ατμόσφαιρα
Ορισμός 1: Μείγμα με τον αέρα, σε ατμοσφαιρικές συνθήκες, εύφλεκτων ουσιών, υπό μορφή αερίων, ατμών, συγκεντρώσεων σταγονιδίων ή σκόνης, στο οποίο, μετά από ανάφλεξη, η καύση μεταδίδεται στο σύνολο του μη καιόμενου μείγματος.
Εκρηκτικός μηχανισµός
Ορισμός 1: Κάθε συσκευή, που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη οποιασδήποτε εκρηκτικής ύλης.
Εκρήξιμη ατμόσφαιρα
Ορισμός 1: Ατμόσφαιρα, η οποία θα μπορούσε να καταστεί εκρηκτική λόγω των τοπικών και επιχειρησιακών συνθηκών.
Εκσκαφέας χανδάκων
Ορισμός 1: Αυτοπροωθούμενο μηχάνημα, με επιβαίνοντα ή πεζό χειριστή, ερπυστριοφόρο ή τροχοφόρο, στο εμπρός ή το όπισθεν μέρος του οποίου είναι προσαρμοσμένος βραχίονας ζεύξης πτύου εκσκαφής και εξάρτηση, σχεδιασμένο καταρχήν για την ανόρυξη χανδάκων σε συνεχή λειτουργία, μέσω της κίνησης του μηχανήματος.
Εκσκαφέας, υδραυλικός ή με συρματόσχοινα
Ορισμός 1: Αυτοπροωθούμενο ερπυστριοφόρο ή τροχοφόρο μηχάνημα με υπερδομή (σκάφος) δυνάμενη να περιστρέφεται κατά τουλάχιστον 360°, το οποίο σκάβει, περιστρέφεται και απορρίπτει υλικό με χρήση πτύου (κάδου) ανηρτημένου σε πρόβολο (μπούμα) με στρεφόμενο βραχίονα ή σε τηλεσκοπική κεραία, χωρίς να κινείται το πλαίσιο ή το φορείο κίνησης κατά τη διάρκεια κάθε κύκλου του μηχανήματος.
Εκσκαφέας-φορτωτής
Ορισμός 1: Αυτοπροωθούμενο τροχοφόρο ή ερπυστριοφόρο μηχάνημα που διαθέτει βασική φέρουσα δομή σχεδιασμένη να φέρει ταυτοχρόνως, εμπρός μηχανισμό μετωπικού πτύου (κάδου) φόρτωσης και όπισθεν ανεστραμμένο πτύο (κάδο). Όταν χρησιμοποιείται ανεστραμμένο πτύο, το μηχάνημα σκάβει κανονικά κάτω από τη στάθμη έδρα-σης στο έδαφος και το πτύο κινείται προς τον εκσκαφέα-φορτωτή. Ο ανεστραμμένος κάδος ανυψώνεται, περιστρέφεται και απορρίπτει το υλικό ενώ το μηχάνημα παραμένει ακίνητο. Όταν χρησιμοποιείται ως φορτωτής, το μηχάνημα φορτώνει ή σκάβει με την προς τα εμπρός μετακίνηση, και ανυψώνει, μεταφέρει και εκφορτώνει το υλικό.
Εκσυγχρονισμός Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής
Ορισμός 1: Μετά την αρχική εγκατάσταση:
αα) η αντικατάσταση ή η συμπλήρωση τυχόν εγκατεστημένου μηχανολογικού εξοπλισμού ή και κτιριακών
εγκαταστάσεων,
ββ) η αλλαγή ή η συμπλήρωση των ασκούμενων στο κέντρο δραστηριοτήτων Εφοδιαστικής στο ίδιο γήπεδο.
Έκτακτη ανάγκη
Ορισμός 1: Η ξαφνική και απρόβλεπτη απειλητική κατάσταση που απαιτεί την άμεση λήψη μέτρων για την ελαχιστοποίηση των δυσμενών συνεπειών της.
Ορισμός 2: Η μη συνηθισμένη συνθήκη ή περιστατικό, στα οποία εμπλέκεται μια πηγή ακτινοβολίας, που απαιτεί τη λήψη άμεσης δράσης κυρίως για τον περιορισμό σοβαρών δυσμενών συνεπειών για την υγεία και την ασφάλεια του ανθρώπου, την ποιότητα ζωής, την περιουσία ή το περιβάλλον, ή ένας κίνδυνος που θα μπορούσε να επιφέρει τέτοιες δυσμενείς συνέπειες.
Έκτακτη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση
Ορισμός 1: Η συνάθροιση της παρ. 1 (Δημόσια υπαίθρια συνάθροιση), όταν πραγματοποιείται ένεκα απρόβλεπτου, τρέχοντος ή επικείμενου γεγονότος, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η τήρηση των υποχρεώσεων που ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 (Υποχρέωση γνωστοποίησης).
Έκτακτος τεχνικός έλεγχος
Ορισμός 1: Ο έλεγχος που διενεργείται από αναγνωρισμένο φορέα ελέγχου κατόπιν αιτήματος του υπεύθυνου εκμετάλλευσης, των δικαστικών αρχών και των αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο διερεύνησης έκτακτου συμβάντος (όπως βλάβη, καταγγελία, ατύχημα, εισαγγελική έρευνα κ.ά.).
Εκτιθέμενος εργαζόμενος
Ορισμός 1: Κάθε εργαζόμενος που βρίσκεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε επικίνδυνη ζώνη.
Ορισμός 2: Το άτομο που είτε αυτοαπασχολείται είτε εργάζεται στην υπηρεσία εργοδότη και το οποίο υποβάλλεται σε έκθεση κατά την εργασία που εκτελεί στο πλαίσιο πρακτικής που ρυθμίζεται από τους Κανονισμούς Ακτινοπροστασίας (ΚΑ) και το οποίο ενδέχεται να λαμβάνει δόσεις που υπερβαίνουν ένα από τα όρια δόσης για την έκθεση του κοινού,
Ορισμός 3: Άτομα τα οποία κατά την εργασία τους σε πρακτικές που εμπίπτουν στους παρόντες κανονισμούς εκτίθενται σε ακτινοβολία και η έκθεσή τους ενδέχεται να συνεπάγεται δόσεις που υπερβαίνουν κάποιο από τα όρια δόσης για το κοινό.
Εκτίμηση
Ορισμός 1: Οιαδήποτε μέθοδος χρησιμοποιείται για τη μέτρηση, τον υπολογισμό, την πρόβλεψη ή την κατά προσέγγιση εκτίμηση επιπέδων.
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Ορισμός 1: Γραπτή έκθεση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 43 του Κώδικα νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 όπως ισχύει (εφεξής Κ.Ν.Υ.Α.Ε.), στο πλαίσιο της οποίας εξετάζονται συστηματικά όλες οι πλευρές κάθε διεξαγόμενης εργασίας και καταγράφονται όλες οι πηγές του επαγγελματικού κινδύνου, καθώς και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να εξαλειφθούν ή να αποφευχθούν οι κίνδυνοι.
Εκτίμηση κινδύνου
Ορισμός 1: Η διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στους χώρους εργασίας. Πρόκειται για μια συστηματική εξέταση/μελέτη όλων των πτυχών της εργασίας που εξετάζει:
- τι θα μπορούσε να προκαλέσει τραυματισμό ή βλάβη και σε ποιους,
- αν οι κίνδυνοι μπορούν να εξαλειφθούν και, αν όχι,
- ποια είναι τα μέτρα πρόληψης και προστασίας που θα πρέπει να ληφθούν για τον έλεγχο των κινδύνων.
Ορισμός 2: H διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων κατά την εργασία που απορρέουν από τις συνθήκες εμφάνισης μιας πηγής κινδύνου στο χώρο εργασίας.
Εκτίναξη πετρώματος ή εκτόξευση πετρώματος ή εκτόξευση τεμαχίων πετρώματος
Ορισμός 1: Η εκτίναξη του πετρώματος σε αποστάσεις μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες.
Ελαφρά εργασία
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε εργασία που εκ της φύσεως των λειτουργιών τις οποίες περιέχει και των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες αυτή εκτελείται:
- δεν είναι ικανή να βλάψει την ασφάλεια, την υγεία ή την ανάπτυξη των παιδιών, και
- ως εκ της φύσεως της, δεν αποβαίνει σε βάρος της τακτικής σχολικής φοίτησης τους, της συμμετοχής τους σε προγράμματα επαγγελματικού προσανατολισμού ή επαγγελματικής κατάρτισης εγκεκριμένα από την αρμόδια αρχή, ή της ικανότητας τους να ωφελούνται από την εκπαίδευση που τους παρέχεται.
Ελαφρό πετρέλαιο (ντίζελ – Gas oil)
Ορισμός 1: Ένα απόσταγμα πετρελαιοειδούς κατηγορίας ΙΙΙ που έχει ιδεώδες και σημείο απόσταξης μεταξύ αυτών που έχουν η κεροζίνη και το βαρύ πετρελαιοειδές και που χρησιμοποιείται σαν καύσιμο ταχύστροφων μηχανών ντίζελ, όπως και καυστήρων, στις εγκαταστάσεις θέρμανσης και για τον εμπλουτισμό αερίου κατά την παραγωγή καύσιμων αερίων.
Ελεγκτές
Ορισμός 1: Τα πυροσβεστικά όργανα, αρμόδια για τον έλεγχο εφαρμογής των πυροσβεστικών διατάξεων, των κανονισμών πυροπροστασίας και γενικά της νομοθεσίας πυρασφάλειας, καθώς και της επιβολής των κυρώσεων και εν γένει διοικητικών μέτρων. Ως ελεγκτές νοούνται οι Πυροσβέστες που προσλήφθηκαν στο Πυροσβεστικό Σώμα με τις διατάξεις του π.δ. 44/2016 (Α ́ 68) και οι βαθμοφόροι του Πυροσβεστικού Σώματος από τον βαθμό του Αρχιπυροσβέστη παραγωγικής σχολής και άνω. Οι ελεγκτές ασκούν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 153 και 154 του ν. 4512/2018 (Α’ 8)., όπως ισχύει.
Ελεγχόμενη ζώνη
Ορισμός 1: Περιοχή που υπόκειται σε ειδικούς κανόνες για λόγους προστασίας από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες ή παρεμπόδισης της εξάπλωσης ραδιενεργού ρύπανσης, και στην οποία η πρόσβαση υπόκειται σε έλεγχο.
Ελεγχόμενο στοιχείο
Ορισμός 1: Το υποκείμενο της μελέτης.
Έλεγχος
Ορισμός 1: Κάθε ενέργεια που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εποπτείας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης μιας οικονομικής δραστηριότητας, εγκατάστασης και περιλαμβάνει την εξέταση ή αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την κείμενη νομοθεσία πυροπροστασίας κτιρίων - εγκαταστάσεων, καθώς και αυτή που αφορά στην πρόληψη και αντιμετώπιση πυρκαγιών σε οικοπεδικούς και ακάλυπτους χώρους, αγροτικές και δασικές εκτάσεις.
Ορισμός 2: Κάθε ενέργεια που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εποπτείας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης μιας οικονομικής δραστηριότητας, εγκατάστασης και περιλαμβάνει την εξέταση ή αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την κείμενη νομοθεσία πυροπροστασίας κτιρίων - εγκαταστάσεων.
Έλεγχος ΕΟΚ
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία ο αναγνωρισμένος για το σκοπό αυτό από Κράτος μέλος Οργανισμός βεβαιώνεται, μετά την έκδοση βεβαίωσης για την εξέταση τύπου ΕΟΚ σύμφωνα με την παρούσα και στις ισχύουσες ειδικές διατάξεις, ότι τα μηχανήματα ή/και τα στοιχεία κατασκευής κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τους εγκεκριμένους τύπους.
Ορισμός 2: Η διαδικασία με την οποία ο αναγνωρισμένος για το σκοπό αυτό από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας οργανισμός εξασφαλίζει ότι, μετά από τη χορήγηση βεβαίωσης εξετάσεως τύπου ΕΟΚ σύμφωνα με την παρούσα απόφαση οι συσκευές κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τους εγκεκριμένους τύπους.
Έλεγχος ηλεκτρικών εγκαταστάσεων
Ορισμός 1: Έλεγχος που διενεργείται με σκοπό τη διαπίστωση της ασφαλούς και ορθής λειτουργίας των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων.
Ελέγχουσα επιχείρηση
Ορισμός 1: Η επιχείρηση ενός ομίλου επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να ασκεί δεσπόζουσα επιρροή σε μια άλλη επιχείρηση (ελεγχόμενη επιχείρηση), όπως στις περιπτώσεις δικαιωμάτων κυριότητας, χρηματοοικονομικής συμμετοχής ή άλλων δικαιωμάτων που προβλέπονται από το καταστατικό τους.
Ελεύθεροι επαγγελματίες
Ορισμός 1: Τα πρόσωπα που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα για το οποίο υπάγονται βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων στην ασφάλιση του πρώην ΟΑΕΕ.
Ελληνικό πρότυπο ΕΛΟΤ 60364 «Απαιτήσεις για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις»
Ορισμός 1: Πρότυπο του ΕΛΟΤ που έχει συνταχθεί με βάση τα έγγραφα εναρμόνισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (C ENELEC), τα οποία προέρχονται κυρίως από τη σειρά HD 60364 αλλά και από τη σειρά HD 384 και το οποίο έχει δημοσιευθεί ως ΕΛΟΤ 60364:2020.
Ελληνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης (Ε.Ο.ΑΝ.)
Ορισμός 1: Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο ιδρύθηκε με το άρθρο 24 του ν. 2939/2001 (Α’ 179) με την επωνυμία Εθνικός Οργανισμός Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων (Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π.) και μετονομάστηκε σε Ε.Ο.ΑΝ. με την παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 4042/2012 (Α’ 24) με σκοπό την εποπτεία των ΣΕΔ.