Βλέπετε τις εγγραφές : 551 - 600, σε σύνολο 1175
Εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης
Ορισμός 1: Σημαίνει σχέδιο, το οποίο εκπονούν οι διαχειριστές ή οι ιδιοκτήτες Μ.Π.Εγκ. σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου σχετικά με τα μέτρα για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος από υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων.
Εσωτερικός έλεγχος παραγωγής (αυτοέλεγχος)
Ορισμός 1: Είναι ο έλεγχος που διενεργείται από τον παραγωγό σκυροδέματος προκειμένου αυτός να αξιολογήσει τη συμμόρφωση του σκυροδέματος που παράγει με βάση αυτόν τον Κανονισμό. Γίνεται σύμφωνα με τα Κεφάλαια Β5.7 και Β6.7.
Εσωτερικός εξώστης (πατάρι)
Ορισμός 1: Είναι ο προσβάσιμος χώρος που βρίσκεται εντός άλλου χώρου, όπου η υποκείμενη επιφάνεια πληροί τις προϋποθέσεις χώρου κύριας χρήσης, έχει προσπέλαση από τον χώρο αυτόν, αποτελεί λειτουργικό παράρτημα της χρήσης αυτής, έχει συνολικό εμβαδά μικρότερο του 70% της επιφάνειας του υποκείμενου χώρου, δεν θεωρείται όροφος και δεν μπορεί να αποτελεί ανεξάρτητη ιδιοκτησία.
Ετοιμότητα
Ορισμός 1: Το σύνολο δράσεων και μέτρων που λαμβάνονται εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν αποτελεσματική αντίδραση σε περιπτώσεις καταστροφών.
Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού
Ορισμός 1: Ορίζονται οι ομάδες εκείνες του πληθυσμού που η ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή εμποδίζεται από σωματικά και ψυχικά αίτια ή λόγω παραβατικής συμπεριφοράς. Σε αυτές ανήκουν:
α) τα άτομα με αναπηρία οποιασδήποτε μορφής (σωματική, ψυχική, νοητική, αισθητηριακή),
β) τα άτομα με προβλήματα εξάρτησης από ουσίες ή τα απεξαρτημένα άτομα,
γ) οι ανήλικοι με παραβατική συμπεριφορά, οι φυλακισμένοι/ες και αποφυλακισμένοι/ες
Ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας
Ορισμός 1: Η δυνατότητα των εργαζομένων να προσαρμόζουν τη μορφή απασχόλησής τους, μεταξύ άλλων με τη χρήση ρυθμίσεων τηλεργασίας, ευέλικτου ωραρίου εργασίας ή με την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου εργασίας.
Εύθρυπτα αμιαντούχα υλικά
Ορισμός 1: Τα υλικά που περιέχουν ίνες αμιάντου χαλαρά συνδεδεμένες έτσι ώστε σε ενδεχόμενη διατάραξή τους μπορούν εύκολα να απελευθερώσουν ίνες αμιάντου στον αέρα (χύμα υλικό, ψεκασμένος αμίαντος, αμιαντούχες μονώσεις σωληνώσεων - λεβήτων - δεξαμενών και εναλλακτών θερμότητας, μονωτικές αμιαντόπλακες, αμιαντόχαρτο, αμιαντούχο χαρτόνι, αμιαντούχες φλάντζες και τσιμούχες, αμιαντούχα σχοινιά και κορδόνια, αμιαντούχα υφάσματα).
Εύθρυπτα υλικά µε αμίαντο
Ορισμός 1: Τα υλικά εκείνα που περιέχουν µη σταθερά εγκλωβισμένο αμίαντο έτσι ώστε σε ενδεχόμενη μηχανική καταπόνησή τους, να μπορούν εύκολα να απελευθερώνουν ίνες ή σκόνη αμιάντου στο περιβάλλον.
Εύλογες προσαρμογές
Ορισμός 1: Οι απαραίτητες και κατάλληλες τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδεδειγμένα μέτρα, που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος στον εργοδότη.
Ορισμός 2: Κάθε απαραίτητη ή/και κατάλληλη τροποποίηση και ρύθμιση της μορφής και της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου του, η οποία, μπορεί να υλοποιηθεί όπου απαιτείται και ανά συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προκύπτει δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος, με στόχο την διασφάλιση της προσβασιμότητας του κτιρίου, όσον αφορά, σε άτομα με αναπηρίες και εμποδιζόμενα άτομα. Η υλοποίηση «εύλογων προσαρμογών» στοχεύει επιπροσθέτως στην απόλαυση ή άσκηση, σε ίση βάση με τους άλλους, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Εύλογες προσαρμογές μπορούν να υλοποιούνται και σε εξειδικευμένες παρεμβάσεις για την ικανοποίηση ατομικών αναγκών κάποιου ατόμου, το οποίο, αν και σε προσβάσιμο περιβάλλον, έχει ανάγκη επιπλέον εξειδικευμένης προσαρμογής.
Ευλόγως προβλέψιμη κακή χρήση
Ορισμός 1: Η χρήση μηχανήματος με τρόπο που δεν προβλέπεται στις οδηγίες χρήσης αλλά ωστόσο μπορεί να προέλθει από εύκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά.
Ευλόγως προβλέψιμη μη σκοπούμενη χρήση (reasonably foreseeable misuse)
Ορισμός 1: Χρήση διάταξης ψυχαγωγίας με τρόπο που δεν προορίζεται από τον κατασκευαστή, αλλά που μπορεί να προκύψει από εύκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά. (Παράρτημα προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 13814:2019, μέρος 1 που παρέχει μη εξαντλητικό κατάλογο των ανθρώπινων συμπεριφορών.
ΠΗΓΗ: ΕΝ ISO 12100: 2010).
Ευπάθεια
Ορισμός 1: Οι παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εξέλιξη ενός κινδύνου σε καταστροφή.
Ευπαθείς Ομάδες Πληθυσμού
Ορισμός 1: Είναι οι κοινωνικές ομάδες πληθυσμού, των οποίων η συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή δυσχεραίνεται, είτε εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, είτε εξαιτίας σωματικής ή ψυχικής ή νοητικής ή αισθητηριακής αναπηρίας, είτε εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων, τα οποία επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της τοπικής ή ευρύτερα περιφερειακής οικονομίας.
Ευρωπαϊκή Συνεργασία για τη Διαπίστευση, ΕΣΔ
Ορισμός 1: Είναι ο οργανισμός των Ευρωπαϊκών Εθνικών Οργανισμών Διαπίστευσης που αναγνωρίζεται από το άρθρο 14 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008.
Έχει κεντρική θέση στην εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008 με σημαντικότερα καθήκοντα την οργάνωση του συστήματος αξιολόγησης των εθνικών οργανισμών διαπίστευσης από ομότιμους καθώς και την ανάπτυξη ή την αναγνώριση τομεακών συστημάτων.
Ευρωπαϊκό πρότυπο
Ορισμός 1: Πρότυπο το οποίο έχει εκδοθεί από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης.
Ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων (ΕΣΕ)
Ορισμός 1: Το συμβούλιο που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 49§1 ή σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος Γ΄, με σκοπό την υλοποίηση της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς.
Ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης
Ορισμός 1: Αυτοί που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.
Ευστάθεια (ή φέρουσα ικανότητα)
Ορισμός 1: Είναι η ικανότητα ενός φέροντος δομικού στοιχείου να φέρει προδιαγεγραμμένο φορτίο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια τυπικής δοκιμής αντίστασης σε φωτιά.
Εύφλεκτα αέρια υπό πίεση
Ορισμός 1: Χημικά προϊόντα που σχηματίζουν αναφλέξιμα μίγματα µε τον ατμοσφαιρικό αέρα και που έχουν συμπιεσθεί ή υγροποιηθεί για τον σκοπό της μεταφοράς τους. Αέριο θεωρείται το χημικό προϊόν, που η πίεση των ατμών του υπερβαίνει τα 2,8 BAR σε θερμοκρασία 37,8 0C.
Εύφλεκτα στερεά
Ορισμός 1: Είναι τα άμεσα καύσιμα στερεά και τα στερεά εκείνα που μπορούν να προκαλέσουν φωτιά μέσω τριβής.
Εύφλεκτα συστατικά
Ορισμός 1: α) τα αέρια που δύνανται να αναφλέγουν όταν έρθουν σ επαφή µε τον αέρα υπό κανονική πίεση.
β) οι ουσίες, και τα υγρά µείγµατα των οποίων το σηµείο αναφλέξεως είναι µικρότερο ή ίσο των 100°C.
Η μέθοδος του καθορισμού του σηµείου αναφλέξεως ορίζεται στο παράρτηµα V της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, διοικητικών και κανονιστικών διατάξεων όσον αφορά στην ταξινόµηση της συσκευασίας και την επισήµανση των επικινδύνων ουσιών (1) τροποποιηθείσης τελικώς από την οδηγία 73/146/ΕΟΚ. (2).
Εύφλεκτα υγρά
Ορισμός 1: Υγρά µε σημείο ανάφλεξης μικρότερο από 60 0C (σε δοκιμή κλειστού δοχείου).
Έφηβος
Ορισμός 1: Κάθε νέος ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών αλλά κάτω των 18 ετών και ο οποίος έχει παύσει να υπόκειται σε υποχρεωτική σχολική φοίτηση κατά τις κείμενες περί αυτής διατάξεις.
Ζημία
Ορισμός 1: Η μετρήσιμη δυσμενής μεταβολή φυσικού πόρου ή η μετρήσιμη υποβάθμιση υπηρεσίας συνδεδεμένης με φυσικό πόρο, που μπορεί να επέλθει άμεσα ή έμμεσα.
Ζώνες κινδύνου ανάφλεξης
Ορισμός 1: Ως ζώνες κινδύνου ανάφλεξης χαρακτηρίζονται περιοχές όπου είναι πιθανή η παρουσία αναφλέξιμου μίγματος αέριου και ατμοσφαιρικού αέρα λόγω εκροής αερίου κατά τη λειτουργία. Η ταξινόμησή του γίνεται με βάση το πρότυπο ΕΝ 60079:
1 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 0 ή ζώνη 0»: Είναι περιοχή στην οποία υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα συνεχώς ή για μακρές περιόδους.
2 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 1 ή ζώνη 1»:Είναι περιοχή στην οποία είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας.
3 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 2 ή ζώνη 2»: Είναι περιοχή στην οποία δεν είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας και, αν δημιουργηθεί, θα διαρκέσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα.
Ζώνη αστικού εξοπλισμού
Ορισμός 1: Ζώνη που χρησιμοποιείται για χωροθέτηση στοιχείων εξωραϊσμού και αστικού εξοπλισμού, φύτευσης, φωτιστικών σωμάτων, φωτεινών σηματοδοτών, παγκάκια, στοιχεία δικτύων Οργανισμών Κοινής Ωφελείας (ΟΚΩ) κ.λπ.
Ζώνη ασφαλείας
Ορισμός 1: Σημαίνει την περιοχή εντός απόστασης 500 μέτρων από οποιοδήποτε σημείο της εγκατάστασης, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 11 του Ν. 2289/1995.
Ζώνη ελεύθερης όδευσης πεζών
Ορισμός 1: Ζώνη ελεύθερης όδευσης πεζών χωρίς εμπόδια.
Ζώνη Ι
Ορισμός 1: Σοβαροί τραυματισμοί και θάνατοι σε σημαντικό ποσοστό.
Ζώνη ΙΙ
Ορισμός 1: Μη ανατάξιμες βλάβες αναμένονται στην υγεία για τα περισσότερα άτομα και πιθανοί θάνατοι σε μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Στη ζώνη αυτή γίνονται συστηματικές ενέργειες διάσωσης από τα σωστικά συνεργεία.
Ζώνη ΙΙΙ
Ορισμός 1: Δεν αναμένονται θάνατοι ενώ σε σχετικά μικρό αριθμό ατόμων αναμένονται βλάβες στην υγεία τους. Η διάσωση γίνεται κυρίως με ίδια μέσα από τον πληθυσμό και σε λίγες περιπτώσεις από τα σωστικά συνεργεία.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 0 ή ζώνη 0
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα συνεχώς ή για μακρές περιόδους.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 1 ή ζώνη 1
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 2 ή ζώνη 2
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία δεν είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας και, αν δημιουργηθεί, θα διαρκέσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα.
Ζώνη περιορισμού
Ορισμός 1: Ζώνη η οποία διαχωρίζει το όριο κίνησης του πεζού με το υπόλοιπο οδικό περιβάλλον.
Ζώνη πρόσοψης κτιρίων
Ορισμός 1: Ζώνη που γενικά δεν χρησιμοποιείται για την μετακίνηση των πεζών, αλλά εξυπηρετεί την είσοδο/έξοδο από τα παρακείμενα κτίρια, την εξυπηρέτηση των παρακείμενων καταστημάτων.
Ζώνη ύδρευσης
Ορισμός 1: Νοείται μια γεωγραφικά οριοθετημένη περιοχή, εντός της οποίας το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης προέρχεται από μία ή περισσότερες πηγές και εντός της οποίας η ποιότητα του νερού μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ομοιόμορφη.
Ηλεκτρική εγκατάσταση
Ορισμός 1: Σύνολο ηλεκτρολογικών υλικών που έχουν κατάλληλα επιλεγμένα χαρακτηριστικά τα οποία διασυνδέονται μεταξύ τους ώστε να επιτελούν συγκεκριμένο σκοπό.
Ηλεκτρικό ή ηλεκτροκίνητο όχημα (Η/Ο)
Ορισμός 1: Μηχανοκίνητο όχημα εξοπλισμένο με σύστημα μετάδοσης της κίνησης το οποίο περιέχει τουλάχιστον μία μη περιφερειακή (εξωτερική, βοηθητική) ηλεκτρική μηχανή ως μετατροπέα ενέργειας με ηλεκτρικό επαναφορτιζόμενο σύστημα αποθήκευσης ενέργειας, το οποίο μπορεί να επαναφορτίζεται εξωτερικά
Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός ή ΗΗΕ
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός του οποίου η ορθή λειτουργία εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ο εξοπλισμός για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση των ρευμάτων και πεδίων αυτών, ο οποίος έχει σχεδιασθεί για να λειτουργεί υπό ονομαστική τάση έως 1 000 V εναλλασσόμενου ρεύματος ή έως 1.500 V συνεχούς ρεύματος.
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία
Ορισμός 1: Τα στατικά ηλεκτρικά, τα στατικά μαγνητικά και τα χρονικώς μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά, μαγνητικά και ηλεκτρομαγνητικά πεδία με συχνότητες έως 300 GHz.
Ορισμός 2: Ο χώρος εντός του οποίου ασκούνται δυνάμεις στα ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια της ύλης. Ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο χαρακτηρίζεται από μια ηλεκτρική συνιστώσα και μια μαγνητική συνιστώσα που σχετίζονται με την δύναμη επί ενός ακίνητου και κινουμένου ηλεκτρικά φορτισμένου σωματιδίου, αντίστοιχα.
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
Ορισμός 1: Η ενέργεια που διαδίδεται μέσω του ελευθέρου χώρου με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
Ηλεκτρονική πολεοδομική ταυτότητα δήμου
Ορισμός 1: Ή ηλεκτρονική βάση στην οποία κάθε δήμος καταγράφει και ενημερώνει τα στοιχεία του ισχύοντος και υπό εκπόνηση πολεοδομικού σχεδιασμού, καθώς και τους κοινόχρηστους ή αδόμητους χώρους αυτού, με σκοπό την άμεση και πλήρη πρόσβαση κάθε ενδιαφερομένου στα ανωτέρω στοιχεία και πληροφορίες και τη δυνατότητα εποπτείας και επίσπευσης του σχεδιασμού. Η ηλεκτρονική πολεοδομική ταυτότητα είναι δυνατόν να τίθεται σε λειτουργία και ανά πολεοδομική ενότητα, προτού ολοκληρωθεί για το σύνολο του δήμου, εφόσον έχουν συγκεντρωθεί επαρκή διαθέσιμα στοιχεία.
Ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος συγκόλλησης
Ορισμός 1: Κάθε περιστροφική διάταξη που παράγει ρεύμα συγκόλλησης.
Ηλιοθερμικός σταθμός
Ορισμός 1: Οι ηλιοστάτες, οι πύργοι ισχύος, το συγκρότημα ηλεκτρομηχανολογικού (η/μ) εξοπλισμού, ο λοιπός η/μ εξοπλισμός, που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία του σταθμού, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εφεδρικών ηλεκτροπαραγωγών ζευγών.
Ημιτελές μηχάνημα
Ορισμός 1: Σύνολο το οποίο σχεδόν αποτελεί μηχάνημα αλλά δεν μπορεί από μόνο του να εκτελέσει συγκεκριμένη εφαρμογή. Ένα σύστημα μετάδοσης είναι ημιτελές μηχάνημα. Το ημιτελές μηχάνημα προορίζεται μόνον για ενσωμάτωση ή συναρμολόγηση σε άλλα μηχανήματα ή άλλα ημιτελή μηχανήματα ή εξοπλισμό προκειμένου να σχηματιστεί μηχάνημα στο οποίο εφαρμόζεται η σχετική νομοθεσία.
Ηχητικό σήμα
Ορισμός 1: Κάθε κωδικό ηχητικό σήμα που εκπέμπεται από ειδική συσκευή χωρίς χρήση ανθρώπινης ή συνθετικής φωνής.
Θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία η αρμόδια αρχή αναλύει και οργανώνει τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις θαλάσσιες περιοχές για να επιτευχθεί η σύνθεση οικολογικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραμέτρων με στόχο την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων οικονομιών και των θαλάσσιων περιοχών και τη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων πόρων.
Θαμμένες δεξαμενές ή τελείως σκεπασμένες µε χώμα δεξαμενές
Ορισμός 1: Δεξαμενή η οποία είναι θαμμένη στο έδαφος έτσι ώστε δεν υπάρχει τμήμα της δεξαμενής στην οροφή ή στο περίβλημα που να µην είναι θαμμένο εκτός από τα εξαρτήματα που στερεώνονται στη δεξαμενή και βρίσκονται στο επίπεδο του εδάφους.
Θερμές εργασίες
Ορισμός 1:
Η ηλεκτροσυγκόλληση, η κοπή, η χρήση φλόγας ή ηλεκτρικού τόξου ή οποιουδήποτε εξοπλισμού που μπορεί να προκαλέσει θερμότητα, φλόγα ή σπινθήρα, καθώς και το καλαφάτισμα, ή στεγανοποίηση, το πελέκημα, το τρύπημα, το κάρφωμα (καθήλωση) και οποιαδήποτε άλλη εργασία παραγωγής θερμότητας, εκτός εάν εκτελείται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία των εργαλείων και της εργασίας κάτω των 100 0C.
Ορισμός 2: Οι εργασίες που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρα, ή ηλεκτρικό τόξο.
Ορισμός 3: Οι εργασίες συγκόλλησης, κοπής, πυράκτωσης και κάθε εργασία που συνεπάγεται τη χρήση των οργάνων ή συσκευών, που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρες ή ηλεκτρικά τόξα.