Attachment | Size |
---|---|
ΦΕΚ 346Β_1934 | 3.02 MB |
το άρθρον 75 του Συντάγματος, εκδίδομεν τον επόμενον Νόμον, ψηφισθέντα υπό της Βουλής και της Γερουσίας.
1. Ο πάρουν νόμος έχει ώς σκοπόν την θέσπισιν καί όργανωσιν της ασφαλίσεως των εν τω έπομένω άρθρω άναφερομενων προσώπων εις περίπτωσιν επελεύσεως ασθενείας, αναπηρίας, ατυχήματος ή γήρατος, ώς και των μελών της οικογενείας αυτών, έν περιπτώσει ασθενείας τούτων ή θανάτου του προστάτου αυτών ήσφαλισμένου.
2. Η θεσπιζομένη ασφάλισις διακρίνεται είδικώτερον: α') εις άσφάλισιν ασθενείας και β') εις ασφάλισιν άναπηρίας, γήρατος και θανάτου.
Άρθρον 2.
1. Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου υπάγονται υποχρεωτικώς:
α) Τα πρόσωπα, τα όποια εντός των ορίων τής χώρας παρέχουν κατά κύριον επάγγελμα έξηρτημένην εργασίαν ή έξηρτημένην υπηρεσίαν έναντι αμοιβής. Επί δυσχερούς διακρίσεως έξηρτημένης ή μή εργασίας ή του κυρίου ή μη επαγγέλματος προσώπου τινός, τούτο θεωρείται, ώς υπάγομενον εις την ασφάλισιν. Πρόσωπα κεκτημένα την ελληνική/ υπηκοότητα παρέχοντα εργασίαν ή υπηρεσίαν έναντι αμοιβής έκτος των ορίων τής χώρας, αλλά προς έργοδότην εδρεύοντα έν αυτή δύνανται να υπαχθώσιν εις την ασφάλισιν, είτε καθ’ όλην την έκτασιν αυτής, είτε κατά μέρος αυτής, συμφώνως προς τάς διατάξεις του κανονισμού.
β) Τα πρόσωπα, τα μετέχοντα είς την διοίκησιν εργατικών σωματείων ή ενώσεων τοιούτων σωματείων, εφοσον λαμβάνουν τακτικήν αποζημίωσιν έκ των σωματείων ή τών ενώσεων αυτών.
γ) Οι μαθητευόμενοι.
Άρθρον 3.
Εκ των έν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένων προσώπων δεν υπάγονται εις την ασφάλισιν τοΰ παρόντος νόμου τα πρόσωπα:
α) Τα δυνάμενα να τύχωσι συντάξεως έκ του Δημοσίου Ταμείου.
β) Τα ασχολούμενα είς γεωργικάς, δασικάς ή κτηνοτροφικας εργασίας, έφ’ όσον ή απασχόλησις δεν λαμβάνει χώραν εις κεντρα ασφαλίσεως.
γ)Τα ασχολούμενα εις ιδρύματα, έν οίς τελούνται τά τής λατρείας τών διαφόρων θρησκειών.
δ) Τα ασχολούμενα είς τάς έν Έλλάδι ευρισκομένας αντιπροσωπείας ξένων κρατών, τάς διεθνείς επιτροπάς, ώς και είς τα πρόσωπα τα απολαύοντα του δικαιώματος τής ετεροδικίας.
ε) Τα ασχολούμενα είς έπιχειρήσεις εδρευούσας έν τή αλλοδαπή, εργαζομένας προσκαίρως καί έν τή ημεδαπή άνευ μονίμου τίνος έν αυτή εγκαταστάσεως.
στ) Τα μη παρέχοντα εργασίαν συνήθως διαρκή. Ώς μη διαρκής εργασία θεωρείται ή μη διαρκούσα τουλάχιστον μίαν εβδομάδα εξαιρουμένων των ασχολουμένων είς οικοδομικάς ή τεχνικάς εργασίας, αίτινες ασχέτως χρόνου εργασίας, θεωρούνται διαρκείς. Δύνανται διά διατάγματος μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων να ύπαχθώσι είς τήν άσφάλισιν έν ολω ή έν μέρει και τα πρόσωπα ταΰτα.
ζ) Τα μη διαμένοντα είς «κέντρον ασφαλίσεως». Ώς κέντρα ασφαλισεως καθορίζονται μετά σύμφωνον γνώμην του συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων οι τόποι οι πληροΰντες τάς προϋποθέσεις, τας οποίας θέλει καθορίσει ό κανονισμός. Η εξαίρεσις των προσώπων των μή διαμενόντων είς τοιαύτα κέντρα δύνανται νά είναι είτε γενική, είτε μερική, κατά τα διά κανονισμού ορισθησόμενα.
η) Οι οίκόσιτοι ύπηρέται, έφ’ όσον δεν ασχολούνταΐ είς έργοδότην, έχοντα μορφήν έπιχειρήσεως. Δύνανται διά Διατάγματος να υπαχθώσιν έν όλω ή έν μέρει είς την ασφάλισιν και τα πρόσωπα ταΰτα.
1.Τά έν άρθρω 2 πρόσωπα θέλουσιν υπαχθή είς τήν ασφάλισιν είτε συνολικώς είτε κατ’ επαγγελματικάς κατηγορίας ή κατά τοπικάς περιοχάς.
Διά κανονισμού ορισθήσονται τα της έν γένει υπαγωγής είς τήν ασφάλισιν τνν έν λόγω προσώπων και αι σχετικαί υποχρεώσεις αυτών καί των εργοδοτών των. Έν περιπτώσει υπαγωγής των ησφαλισμένων κατά τοπικάς περιοχάς, δύνανται διά Διατάγματος να υποχρεούνται οι έργοδόται ομοειδών επιχειρήσεων, έκτος των τοπικών τούτων περιοχών ευρισκομένων, είς την βαρύνουσαν τούτους εισφοράν, χωρίς να δημιουργώνται έκ της καταβολής ταύτης οπωσδήποτε δικαιώματα τινα υπέρ των ύπ’ αυτών απασχολουμένων μισθωτών.
2. Ή υπαγωγή των προσώπων του άρθρου 2 εις την ασφάλισιν δεν δύναται να αρχίση προ τής παρελεύσεως έξ μηνών καί θέλει όλοκληρωθή εντός δύο ετών από τής δημοσιεύσεως τοΰ παρόντος νόμου.
3. Έν τοίς επομένοις άρθροις οί όροι: α') «ήσφαλισμένος», «ησφαλισμένη» καί «ήσφαλισμένοι», β') «ημέραι εργασίας», γ.') «ατύχημα» και δ') «συνταξιούχοι» σημαίνουσι α') πρόσωπα έκ τών έν άρθρω 2 αναφερομένων, υπαχθέντα εις την ασφάλισιν, β') τας ημέρας, καθ’ ας οί ησφαλισμένοι από της υπαγωγής είς ασφάλισιν παρέσχον, κατά τούς ορισμούς τοΰ άρθρου 2 εργασίαν ή υπηρεσίαν έναντι αμοιβής, γ') ατύχημα έν τη εργασία και επαγγελματικήν ασθένειαν και δ') τους λόγον αναπηρίας και γήρατος συνταξιούχους.
1. Κατά τον παρόντα νόμον θεωρούνται ώς εργοδόται τα φυσικά η νομικά πρόσωπα, διά λογαριασμόν των όποιων τα υπαγόμενα εις την ασφάλισιν πρόσωπα παρέχουσιν εργασιαν ή υπηρεσίαν έναντι αμοιβής.
2. Θεωρούνται ώς εργοδόται προκειμένου περί φορτώσεων και εκφορτώσεων:
α) πλοίων, αλληλεγγύως οί οικείοι εφοπλισταί και οι πράκτορες, έκτος εάν αι τοιαΰται εργασίαι εκτελοΰνται παρ οργανισμών δημοσίου δικαίου, οπότε ώς εργοδότης θεωρείται δ οικείος οργανισμός και
β) σιδηροδρόμων αί οίκείαι σιδηροδρομικά) επιχειρήσεις.
3. Διά τάς οικοδομικάς εργασίας ώς εργοδόται θεωρούνται αλληλεγγύως ό κύριος τού ανεγειρομένου, συμπληρουμενου, μεταρρυθμιζόμενου, επισκευαζόμενου ή κατεδαφιζομένου κτισματος καί οΐ οικείοι εργολάβοι.
4. Δι’ έργασίας, επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις διεξαγομενας διά λογαριασμόν τού Δημοσίου, δυνάμει παραχωρήσεων ή εργολαβίας, ως εργοδόται θεωρούνται οι ανάδοχοι ή Οι εργολάβοι.
1. Κατά τον παρόντα νόμον ώς μισθος θεωρεϊται το ολικόν ποσόν της αμοιβής, το λαμβανόμενον παρά τού ήσφαλισμενου.
2. Προς εξεύρεσιν του ολικού ποσού τής αμοιβής, λαμβάνονται ύπ’ όψιν, άφ’ ενός το καταβαλλόμενου παρά τού εργοδότου χρηματικόν ποσόν καί τα παρά τούτου τυχόν χορηγούμενα ποσοστά, ή πρόσθετοι χρηματικαϊ αμοιβαί, έφ’ όσον αύται δεν χορηγούνται εκτάκτως και άφ’ ετέρου αί εις είδος παροχαί αποτιμώμεναι εις χρήμα, κατά τας διατάξεις κανονισμού ώς και τα τυχόν, έκ μέρους τρίτων, καταβαλλόμενα κοιτά συνήθειαν χρηστικά ποσά (φιλοδωρήματα ή άλλης φύσεως αμοιβαί), έφ’ όσον έκ τούτων και των εις είδος παροχών επηρεάζεται ούσιωδώς ή παρά τού εργοδότου καταβαλλόμενη εις τον ησφαλισμένου αμοιβή διά την παρεχόμενη εργασίαν ή υπηρεσίαν.
1. Έαν διά την παροχήν εργασίας ή υπηρεσίας συνεφωνήθη εβδομαδιαίος μισθός, το έκτον τούτου θεωρείται ώς ημερήσιος μισθός του ησφαλισμένου, εκτός εάν ή εργασία ή αί υπηρεσίαι παρέχωνται επί επτά ημέρας, οπότε ημερήσιος μισθός θεωρείται το έβδομον.
2. Εάν καταβάληται μηναίος μισθός, ώς ημερήσιος μισθός λογίζεται το εικοστόν πέμπτον τού μηνιαίου μισθού, πλήν εάν ή συμπεφωνημένη εργασια ή αί υπηρεσίαι παρέχωνται καθ’ όλας τας ημέρας του μηνάς, οπότε ώς ημερήσιος μισθός θεωρείται το τριακοστόν.
3. Έαν εις τας περιπτώσεις των δύο προηγουμένων παραγράφων, ό ησφαλισμένος δεν απησχολήθη καθ’ όλην τήν εβδομάδα ή τον μήνα, δ ημερήσιος μισθός του εξευρίσκεται, διαιρούμενου τού παρ’ αυτού ληφθέντος ποσού διά τού αριθμού των ημερών, καθ’ άς ουτος παρέσχε έργασίαν ή υπηρεσίας. Έάν όμως ο ήσφαλισμένος εργάζεται συνήθως οΰχί καθ’ ολόκληρον τήν εβδομάδα ή τον μήνα και τούτου ένεκα λαμβάνει μισθόν ηυξημένον, ο ημερήσιος αυτοϋ μισθός εξευρίσκεται διαιρούμενου τοΰ ληφθέντος ποσού αναλόγως δι’ εξ ή είκοσι πέντε.
4· Έπί συμπεφωνημένης αμοιβής κατ’ αποκοπήν ή κατά τεμάχιον ή κατ’ άλλον τρόπον, ο ημερήσιος μισθός του, ήσφαλισμένου εξευρίσκεται κατά τάς διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, βάσει του έκ τής φύσεως τής παρεχόμενης έργασίας ή υπηρεσιών πιθανού εβδομαδιαίου η μηνιαίου μισθού του ησφαλισμένου.
5. Προς άπλουστευσιν τής εφαρμογής του παρόντος νόμου δύνανται κατηγορίαι ησφαλισμένων οι μισθοί των οποίων δεν συνίστανται έν όλου ή έν μέρει έκ σταθερώς καθωρισμενων ποσών, να κατατάσσωνται εις ώρισμένας κλάσεις ημερησίων μισθών διά πράξεων του Υπουργού τής Εθνικής Οικονομίας μετά σύμφωνον γνώμην του Δ. Σ. του ιδρύματος.
1) Διά τον υπολογισμόν των κατά τον παρόντα νόμον εισφορών και των εις χρήμα παροχών οί ήσφαλισμένοι κατατάσσονται εις τας ακολούθους οκτώ μισθολογικάς κλάσεις, τας σημειουμένας κατωτέρω διά λατινικών αριθμών.
Διά την το αύτην κατάταξιν ο ήσφαλισμένος του όποιου, ο ημερήσιος μισθός κυμαίνεται:
Εις περίπτωσιν σοβαρών αυξομειώσεων του τιμαρίθμου του κόστους τής ζωής έν συγκρίσει προς τον κατά μέσον όρον κατά το έτος 1933 τοιοΰτον επιτρέπεται, όπως διά Διαταγμάτων προκαλουμένων παρά του 'Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας, μετά γνώμην του Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και απόφασιν του 'Υπουργικού1 Συμβουλίου, αυξομειούνται τα εάχιστα και μέγιστα όρια ημερησίων μισθών των ανωτέρω καθοριζομένων μισθολογικών κλάσεων και αναλόγως ο μέσος όρος εκάστης τούτων, ό θεωρούμενος ως εκφράζων τους ημερησίους μισθούς των εις αυτήν υπαγομένων ησφαλισμένων.
2) Έφ’ οσον ησφαλισμένος τις απασχολείται εις πλείονας εργοδότας, κατατάσσεται εις πλείονας μισθολογικάς κλάσεις έπί τη βάσει τής δι’ εκάστην απασχόλησιν λαμβανομένης αμοιβής.
3) Οί μη λαμβάνοντες αμοιβήν μαθητευόμενοι κατατάσσονται εις την κλάσιν I.
1) Προς εξακρίβωσιν των εκάστοτε υπαγόμενων εις την ασφάλισιν προσώπων, του αριθμού και των μισθών αυτών, οι εργοδόται υποχρεούνται:
α ) Να τηρώσι κατά τους ορισμούς κανονισμού, βιβλία μισθολογίου και να διαφυλάττωσι ταύτα έπι πενταετίαν, καί
β ) Να έπιτρέπωσιν εις τά διά κανονισμού ορισθησόμενα όργανα του ιδρύματος και τού Κράτους, τήν εξέτασιν των ως ανω βιβλίων και επιτόπιον έρευναν, προς διαπίστωσή τής ακρίβειας τών έν αύτοίς έγγραφών.
Οι εργοδόται υποχρεοΰνται να παρέχουν εις τα έν λόγω όργανα, πάσαν πληροφορίαν δυναμένην να καταστήση ευχερή και αποτελεσματικήν την ενάσκησιν ελέγχου, προς εξασφάλισιν της καλής έφαρμογής του παρόντος νόμου, και των έκδοθησομενων κανονισμών. Της υποχρεώσεως, περί ής το έδαφ. α τής παρούσης παραγράφου, δύνανται ν’ απαλλαγώσιν εργοοοται, μή απασχολοΰντες συνήθως πλέον των τριών ήσφαλισμενων κατα τά ειδικώτερον διά κανονισμού ορισθησόμενα.
2) Τα περί ών η προηγουμένη παράγραφος όργανα, υποχρεούνται να τηρώσιν απόλυτον εχεμύθειαν διά πάν, ό,τι πατά την ενάσκησιν των καθηκόντων των υποπίπτει εις την αντίληψιν αυτών και δεν άφορά την εφαρμογήν του παρόντος νόμου καί την λειτουργίαν τής ασφαλίσεως.
3) Εάν ο εργοδότης παραβαίνω έκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας την υποχρέωσιν προς τήρησιν και διαφύλαξιν των, περί ών ανωτέρω, βιβλίων ή δεν τηρή ταυτα προσηκόντως ή αρνήται να συμμορφωθή προς τους ορισμούς της παραγράφου 1 έκ τούτου δε δυσχεραίνηται ή εξακρίβωσις των υπαγόμενων εις την άσφάλισιν προσώπων ή των αμοιβών αυτών, καθοοίζονται αί καταβλητέαι εισφοραί βάσει των στοιχείων της αμέσως προηγούμενης χρονικής περιόδου.
Έάν τοιαΰτα στοιχεία δέν ύφίστανται ό αριθμός των υπαγόμενων εις την ασφάλισιν προσώπων και ή αμοιβή αυτών καθορίζονται κατά την ανεξέλεγκτον κρίσιν του Ιδρύματος, εκτός, εάν ο υπόχρεως εργοδότης άποδείξη το ακριβές μέγεθος των υποχρεώσεων αυτοΰ.
1) Πάντα τα κατά τον παρόντα νόμον δικαιώματα τα έχοντα προυπόθεσιν τον θάνατον, γεννώνται καί έπι αφανείας.
2) Κατά τον παρόντα νόμον θεωρείται τελούν έν καταστάσει άφανείας το πρόσωπον, περί τής έν τή ζωή ύπάρξεως τοΰ οποίου ουδεμία αξιόπιστος ειδησις έλήφθη κατά την διάρκειαν ένος τουλάχιστον έτους και ό θάνατος αυτού καθίσταται σφόδρα πιθανός.
Περί ταύτης αποφαίνεται τη αιτήσει του 'Ιδρύματος το πρωτοβάθμιον ασφαλιστικόν Δικαστήριον του τόπου της τελευταίας απασχολήσεως του αφάντου, αδιαφόρως, εάν εκκρεμή ή μή ή κατά τον νόμον 292 τοΰ 1914 διαδικασία.
3) Εάν μεταγενεστέρως ύπαρξη βεβαίωσις, ότι ο θεωρηθείς άφαντος ευρίσκεται εν τη ζωή, διακόπτονται διά το μέλλον πάσαι αι επελθούσαι συνέπειαι, η δε χρονολογία τής διακοπής καθορίζεται υπό τής βεβαιούσης την έν τή ζωή υπαρξιν αποφάσεως του πρωτοβαθμίου ασφαλιστικού Δικαστηρίου
1) Κατά τον παρόντα νόμον ώς έτη ηλικίας λογίζονται τα συμπεπληρωμενα τοιαΰτα.
2) Εφ’ όσον δεν προσάγεται ληξιαρχική πράξις γεννήσεως, θεωρείται, διά τον υπολογισμόν τής ηλικίας κατά τον παρόντα νόμον, ως ημερομηνία γεννήσεως η 1 Ιουλίου του έτους της γεννήσεως.
3) Η ηλικία αποδεικνύεται μόνον διά ληξιαρχικής πράξεως. ’Ελλείψει τοιαύτης αποδεικνύεται ανεκκλήτως δι’ αποφάσεως του πρωτοβαθμίου ασφαλ. δικαστηρίου του τόπου τής μονίμου κατοικίας του ενδιαφερομένου μετά διεξαγωγήν αποδείξεως.
1) Οι παρά του παρόντος νόμου προβλεπομενοι κανονισμοί θεσπίζονται διά Διαταγμάτων προκαλουμένων παρά του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, μετά γνωμοδότησιν του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος και του Συμβουλίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
2) Δια τας, περί ών ή προηγούμενη παράγραφος, γνωμοδοτήσεις τοσσονται παρά του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας ανάλογοι επαρκείς προθεσμίαι, ών παρερχομένων, απράκτων δύναται ο Υπουργός μόνος να προκαλή τα σχετικά Διατάγματα.
1) Ή υπό του παρόντος νόμου θεσπιζόμενη ασφάλισις διενεργείται διά πάντα τα πρόσωπα του άρθρου 2 παρά του Ιδρύματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το Ιδρυμα αποτελεί νομικόν πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, εδρεύει εν Άθήναις και τελεί υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Κράτους όστις ασκείται παρά τού Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
2) Πάντα τα υφιστάμενα προ της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου οιασδήποτε μορφής ταμεία συνεστημένα επί τη βάσει του νόμου 2868 ή ειδικών νόμων, αφορώντα, είτε αποκλειστικώς, είτε μή πρόσωπα του άρθρου 2, εξακολουθοΰν λειτουργούντα και διεπόμενα υπό τών ισχυουσών δι’ έκαστον διατάξεων. Ομοίως εξαιροΰνται και τα επί τη βάσει του διατάγματος τής 15 Μαίου 19201 «περί επαγγελματικών σωματείων» λειτουργούντα αλληλοβοηθητικά ταμεία, εφ’ όσον παρέχουν τουλάχιστον τας υπό του παρόντος νόμου οριζομένας παροχάς. Πάντα τα παρ’ αυτοίς ησφαλισμένα πρόσωπα απαλλάσσονται καθ’ ην έκτασιν είναι ησφαλισμένα παρά τοίς ειδικοίς ταμείοις των προς το Ίδρυμα υποχρεώσεων.
3) Από τής δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου απαγορεύεται η σύστασις νέων ταμείων, παρά μόνον επικουρικών τοιούτων διά τας επί πλέον των υπό του παρόντος νόμου οριζόμενων παροχών καί δι’ ών δεν θίγονται αΐ υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των παρ’ αύτοίς ησφαλισμένων έναντι τοy Ιδρύματος. Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αί είτε κατ’ είδος είτε κατά ποσόν ή κατ’ άμφότερα άνώτεραι τών υπό του Ιδρύματος, κατά τα εν μέρει Γ' οριζόμενα, παρεχόμενων τοιούτων, παροχαί.
4) Δύναται Ταμείον τι συντάξεων να ζητήση την συγχώνευσίν του μέ τό Ίδρυμα, εάν τα τρία τέταρτα τουλάχιστον των παρ’ αυτώ ησφαλισμένων ζητήσωσι τούτο. Η περιουσία του συγχωνευομένου ταμείου περιέρχεται εις το Ίδρυμα, όπερ καί βαρύνεται διά των υποχρεώσεων του συγχωνευομένου ταμείου, καί καθ’ ο μέτρον θέλει ορίση το περί συγχωνεύσεως διάταγμα, βάσει τής περιουσίας του ταμείου καί τοΰ παρ’ αυτώ μαθηματικού αποθέματος έκαστου δικαιούχου, όπερ εξευρίσκεται διά μαθηματ. άσφαλ. μελέτης, κατά τούς ορισμούς κανονισμού. Από τής συγχωνεύσεως του ταμείου ή ασφάλισις τών παρ’ αύτω ησφαλισμένων κατά της αναπηρίας, γήρατος και θανάτου συνεχίζεται παρά τώ Ίδρύματι, βάσει του παρόντος νόμου. Οι επί πλέον των υπό του παρόντος νόμου οριζομένων πόρων, πόροι τοΰ συγχωνευομένου ταμείου, αποτελοΰσιν άπό τής συγχωνεύσεως ειδικούς πόρους του Ιδρύματος καί χρησιμεύουσιν προς συμπλήρωσιν των τυχόν ανεπαρκών μαθηματικών αποθεμάτων των παρά τω συγχωνευθέντι ταμείω ησφαλισμένων καί συνταξιούχων καί μη παρισταμένης τοιαυτης ανάγκης, ώς άσφάλιστρον διά τήν πρόσθετον άσφάλισιν τών προσώπων, τών τέως παρά τώ συγχωνευθέντι ταμείω ησφαλισμένων (άρθρ. 48 παρ. 1). Ή συγχώνευσις λαμβάνει χώραν υποχρεωτικώς, έν περιπτώσει διαλύσεως τής έπιχειρήσεως, υπέρ τών μισθωτών τής οποίας συνέστη τό Ταμείον.
5) Υπό τας αυτάς προϋποθέσεις τας οριζομένας εν ταίς προηγουμέναις παραγράφοις λαμβάνει χώραν συγχώνευσις ταμείου άσφαλίσεως κατά της ασθενείας, μετά του ιδρύματος, όπερ αναλαμβάνει τοΰ λοιπου τήν εις τούς ήσφαλισμένους πραγματοποίησιν τών υπό τοΰ παρόντος νόμου οριζόμενων παροχών. Τα τυχόν υφιστάμενα άποθεματικά περιέρχονται εις τούς παρ’ αύτω ησφαλισμένους, καθ’ ά θέλει ορίσει περί αυτών απόφασις λαμβανομένη έν γενική συνελεύσει αυτών.
6) Διά συμβάσεως συναπτομένης μεταξύ ειδικού ταμείου και τού Ιδρύματος δύναται ν’ άνατεθή εις αύτό ή διεξαγωγή έν ολώ ή έν μέρει των εργασιών του ταμείου, ώς και η παρα τω Ιδρυματι άντασφάλισις όλου ή μέρους των ασφαλιστικών αρμοδιοτήτων τού Ταμείου.
7) Το Ταμειον Μεταλλευτών ώς καί τά λειτουργοΰντα δια τούς παρ’ ·αΰτφ ησφαλισμένους Ταμεία ’Αλληλοβοήθειας οια^ λύονται διά Διατάγματος προκαλουμένου παρά του Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας. Μετά τήν διάλυσιν τοΰ Ταμείου, αί βαρυνουσαι τούτο παροχαι χορηγούνται παρά τού Ιδρύματος, εις δ περιέρχεται ή περιουσία τοΰ διαλυόμενου Ταμείου. Aι βαρύνουσαι τούς έργοδότας έναντι του διαλυόμενου Ταμείου υποχρεώσεις εξακολουθούν ΰφιστάμεναι έναντι του Ιδρύματος. Μετά την διάλυσιν τού Ταμείου οΐ λαμβανοντες σύνταξιν αναπηρίας, υποβληθήσονται εις επανεξέτασιν προς διαπίστωσιν τής αναπηρίας των παρά δευτεροβάθμιου υγειονομικής επιτροπής και μόνον εις τους ώς άνω αναπήρους κριθτ- σομένους εξακολουθεί παρεχόμενη ή σύνταξις. Aι διατάξεις τού άρθρου 52 εφαρμόζονται και έν προκειμενω, τής έπανε- ξετάσεως Θεωρούμενης ώς προκαλουμένης παρά του Ιδρύματος. Εις τάς έκκρεμούσας δίκας τοΰ Ταμείου Μεταλλευτών υπεισέρχεται το Ιδρυμα και συνεχίζει ταύτας.
Το ετήσιον ποσόν εκάστης κατ’ εφαρμογήν τοΰ προηγουμένου εδαφίου χορηγουμένης συντάξεως δεν δύναται να είναι κατώτερον τών δραχμών 3.000. Αί διατάξεις τών άρθρων 33, παράγρ. 6 και 35 ίσχύουσι και έν προκειμενω.
Το υπηρετούν παρά τω Ταμείω κατά τήν διάλυσιν προσωπικόν απολύεται τής υπηρεσίας, λόγω καταργήσεως θέσεως, δυνάμενον να προσληφθή κατά προτίμησιν εις το Ίδρυμα, έφ’ όσον κρίνεται προς τούτο κατάλληλον και πληροί τας διά κανονισμού ορισθησομένας προϋποθέσεις.
1) Το Ίδρυμα διοικείται παρά Διοικητικού Συμβουλίου απαρτιζομένου έκ των κατωτέρω ένδεκα μελών :
α) Δύο επιστημόνων εμφανιζόντων ειδίκευσιν εις τα ζητήματα τής κοινωνικής πολιτικής καί ενος ειδικού περί τά οικονομικά ζητήματα.
β) Τεσσάρων εργοδοτών (έργοδοτικά μέλη).
γ) Τεσσάρων ησφαλισμένων (εργατικά μέλη).
‘Εκάστου μέλους διορίζονται δύο αναπληρωματικά, άτινα δέον να κέκτηνται τάς ιδιότητας τού άναπληρουμένου.
Κατά τάς συνεδριάσεις τοΰ Διοικητικού Συμβουλίου παρίσταται. Γραμματευς, ώς τοιούτος δε ορίζεται εις των υπαλλήλων τού Ιδρύματος προσωρινώς μέχρι προσλήψεως προσωπικού του 'Ιδρύματος χρέη Γραμματέως εκτελεί εις των υπαλλήλων του Υπουργείου ’Εθνικής Οικονομίας, οριζόμενος ύπο του Υπουργού. Προκειμένου περί τοποθετήσεως κεφαλαίων μετέχει του Δ. Σ. μετά ψήφου και εις των Διευθυντών τής Τραπέζης τής 'Ελλάδος, οριζόμενος υπό τού Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας κατ’ Ιανουάριον εκάστου έτους.
2) Το ύπο στοιχειον α' μέλη τού Δ. Συμβουλίου και οι αναπληρωταί αυτών διορίζονται διά Διατάγματος προκαλουμένου παρά του Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας.
Τα ύπο στοιχ. β' και γ' μέλη και τα αναπληρωματικά τούτων εκλέγονται διά μυστικής διά ψηφοδελτίων ψηφοφορίας παρα τών εργοδοτών άφ’ ενός και των ήσφαλισμένων άφ’ ετέρου. Διά κανονισμού ορισθήσεται ό τρόπος τής εκλογής, αι προϋποθέσεις τής ιδιότητας τοΰ έκλογέως και εκλογίμου τα τίς συντάξεως εκλογικών καταλόγων και των κατ’ αυτών ενστάσεων, η διαδικασία τής εκλογής, τα τής ανακηρύξεως των επιτυχοντων, οι λόγοι και ό τρόπος τής εκδικάσεως των κατά του κύρους των εκλογών ενστάσεων ως και πάσα άλλη σχετική λεπτομέρεια. Αί κατά του κύρους των εκλογών ενστάσεις εκδικάζονται ύπο του δευτεροβαθμίου Διοικ. Ασφαλιστικού Δικαστηρίου.
Κατά την πρώτην πενταετίαν τής ισχύος του παρόντος νόμου δυναμένην διά Διατάγματος νά παραταθή εις δεκαετίαν τα εργατικά και έργοδοτικά μέλη και τα αναπληρωματικα τούτων λαμβάνουται έκ καταλόγων περιλαμβανόντων τετραπλάσιον αριθμόν προσώπων, οίτινες υποβάλλονται εις την Υπουργόν παρά των έν άρθρω 3 παράγρ. 2 και 3 του διατάγματος της 9 Απριλίου 1931 «περί συστάσεως και οργανώσεως συμβουλίου εργασίας» οριζόμενων οργανώσεων.
Εάν αί έν λόγω οργανώσεις δεν υποβάλλωσι τούς ανωτέρω καταλόγους, έντος της οριζομένης πρός τούτο προθεσμίας, πάντως δε ούχί βραχυτέρας του μηνός, ό Υπουργός δύναται να ορίζη τα εργοδοτικά και εργατικά μέλη κατ’ ιδίαν εκλογήν. Η συγκρότησις τού πρώτου Δ. Σ. θέλει γίνη εντός τριάκοντα ημερών από τής δημοσιεύσεως τού παρόντος νόμου.
3) Δεν διορίζεται, ουδέ δύναται ν’ αποτελή τακτικόν ή αναπληρωματικόν μέλος του Δ. Συμβουλίου.
α') ο μη συμπληρώσας το εικοστόν πεμπτον έτος τής ηλικίας του.
β') ο ανίκανος ν’ αναλάβη δημόσιον λειτούργημα ή ο δυνάμει οριστικού βουλεύματος παραπεμφθείς επί κακουργήματι η άτιμωτικω τινι η πλημμελήματι.
γ') ο διατελών υπάλληλος του ιδρύματος,
δ') ο τελών έν οιαδήποτε συνεχεΐ άξία λόγου εμπορική σχεσει προς το ίδρυμα.
ε') ο μη έχων ή παύσας νά έχη οριστικώς την ιδιότητα, ύφ’ ήν εξελέγη ή διωρίσθη του έργοδότου η ήσφαλισμένου.
Διά τούς ανωτέρω λόγους τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη έκππτουσι τού αξιώματος των, αποφάσει τού Υπουργού της Έθν. Οικονομίας.
’Εάν τακτικόν ή αναπληρωματικόν μέλος απουσιάση έκ περισσοτέρων τών τριών συνεδριάσεων του Δ. Συμβουλίου ή των ύπ’ αυτοϋ συνιστωμένων επιτροπών άνευ αποχρώντος λόγου κρινομένου παρά τούτων, προτώσει του Δ. Συμβουλίου, κηρύσσεται έκπτωτον αποφάσει του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας.
Οι αντικαταστάται των κατά τα εδάφια β' και γ' παράγ. 1 εκπιπτόντων μελών ή άλλως οπωσδήποτε αποχωρούντων λαμβάνονται έκ των κατά την εκλογήν ώς αναπληρωματικών επιτυχοντων μελών, έκτος εάν δεν υφίστανται τοιαΰτα, οτε ενεργείται νέα εκλογή. Έάν τό μέχρι τής λήξεως της θητείας διάστημα είναι βραχύτερου των έξ μηνών διορίζονται δια διατάγματος τα έλλείποντα έργατικά και έργοδοτικά μέλη κατα τον εν παραγρ. 2 διά την μεταβατικήν περίοδον οριζόμενον τρόπον διορισμού μελών.
Κατά την μεταβατικήν περίοδον οι αντικαταστάται λαμβανονται, είτε έκ τών έν τοϊς καταλόγοις τής παραγράφου 2 εδαφ. 3 αναφερομένων προσώπων, είτε έκ τεσσάρων προσώπων υποδεικνυόμενων έπί τούτω παρά των οικείων οργανώσεων.
4) Τα μέλη του Δ. Συμβουλίου και οι αναπληρωται αυτών διορίζονται επί τριετεί θητεία. Ή θητεία μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου παρατείνεται μέχρι του διορισμού η τής εκλογής του αντικαταστάτου του, ούχι όμως και πέραν των τριών μηνών από τής λήξεως τής θητείας του. Κατά τον πρώτον καταρτισμον του Διοικητικού Συμβουλίου δύο εργοδτικών και δυο εργατικών μελών και των αναπληρωτών αυτών οριζομενων πάντων διά κληρώσεως, ενεργουμένης εις υ»αν τώω πρώτων πέντε συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, η θητεία λήγει αμα τη συμπληρώσει δύο ετών από του διορισμού των.
Τα είς αντικατάστασην εκπιπτόντων ή οπωσδήποτε ............. διοριζόμενα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη διορίζοντοι διά τον ύπόλοιπον χρόνον της θητείας των έκ πεσόντων ή άποχωρησάντων.
5) Το Διοικητικόν Συμβούλιων εκλεγεί διά μυστικής ψηφοφορίας Πρόεδρον και δύο αντιπροέδρους, τον μέν Πρόεδρον έκ των υπο στοιχ. α' τής παραγράφου 1 τακτικών μελών του, τους δε αντιπροέδρους, τον μεν ένα έκ των τακτικών εργοδοτικών μελών, τον δ' έτερον έκ των τακτικών εργατικών τοιουτων.
Μή υφισταμένων Προέδρου και ’Αντιπροέδρου το Διοικητικόν Συμβούλων ενεργεί την εκλογήν ταύτην, προσζλήσει και ΰπο την προεδρείαν του πρεσβυτέρου των υπό στοιχ. α της παραγράφου 1 τακτικών μελών αυτού. Ό Πρόεδρος και οι ’Αντιπρόεδροι ασκούσι τα λειτουργήματα των μέχρι λήξεως τής θητείας των, ώς μελών.
Οι Αντιπρόεδροι αναπληρούσι τον Πρόεδρον ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενου, ώς περί τούτου θέλει ορίσει κανονισμός.
6) Το Διοικητικόν Συμβούλων συνέρχεται εις συνεδρίασιν προσκλήσει του Προέδρου, όστις καλεί αύτο οσάκις κρίνει τούτο αναγκαΐον ή επί τή εγγράφω αιτήσει τριών τουλάχιστον έκ των τακτικών μελών, εύρισκεται δέ έν απαρτία παρόντων επτά τουλάχιστον μελών καί λαμβάνει αποφάσεις διά τής πλειοψηφίας των παρόντων καί διά ψήφων ούχί ολιγωτέρων των πέντε, έν ισοψηφία επί φανεράς ψηφοφορίας υπερισχυουσης τής γνώμης, υπέρ ής έδόθη ή ψήφος του προεδρεύοντος.
Επί μυστικής ψηφοφορίας έν ίσοψηφία ή πρότασις θεωρείται απορριφθείσα.
7) Περί των συζητήσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και των λαμβανομένων αποφάσεων τηρούνται μερίμνη του γραμματέως του λεπτομερή πρακτικά, άτινα υπογράφονται παρά του Προέδρου, του ’Επιτρόπου τής Επικράτειας, των παραστάντων μελών, του Γενικού Διευθυντού και του Γραμματέως.
Διά κανονισμού ορισθήσεται ειδικώτερον ο τρόπος λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου.
8) Διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας μετά ητωλογημένην απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, δύναται νά διαλυθή το Διοικητικόν Συμβούλιων διά σοβαράς παραβάσεις τών ορισμών του παρόντος νόμου ή των παρ’ αυτού προβλεπομένων κανονισμών.
Έν τή περιπτώσει ταύτη Διοικητική επιτροπή, δωριζόμενη διά του αυτοΰ Διατάγματος και απαρτιζομένη έκ του Νομικού Συμβούλου τού Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ώς Προέδρου, έξ ένος Συμβούλου του ’Ελεγκτικού Συνεδρίου, ώς αντιπροέδρου, έξ ένδς διευθυντοΰ του Υπουργείου ’Εθνικής Οικονομίας, του Προέδρου τοΰ ’Εμπορικού καί Βιομηχανικού ’Επιμελητηρίου ’Αθηνών καί ένος έκ των έν τή Γερουσία αντιπροσώπων των εργατικών οργανώσεων δριζομενου υπό του 'Υπουργού ’Εθνικής Οικονομίας, αναλαμβάνει την διοίκησιν του 'Ιδρύματος μέχρις ανασυγκροτήσεως τοΰ Διοικητικού Συμβουλίου, ή τις δέον να λάβη χώραν έντος τεσσάρων μηνών από της διαλύσεως. Διά του αυτού Διατάγματος διορίζονται ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη κεκτημενα τάς αϋτάς ιδιότητας, τας οποίας καί οί άναπληρουμενοι. Τοΰ Νομικού Συμ¬βούλου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας άναπληρωτής δωρίζεται έτερος νομικός σύμβουλος. Τοΰ Προέδρου τοϋ ’Εμπορικού καί Βιομηχανικού ’Επιμελητηρίου άναπληρωτής ορίζεται εις τών αντιπροέδρων τοΰ Επιμελητηρίου τούτου.
Διά τήν θητείαν τών μελών του ανασυγκροτούμενου Διοικητικού Συμβουλίου ΐσχύουσιν αί διατάξεις τού πρώτου εδαφίου τής παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
9) Εις τά υποκαταστήματα του ιδρύματος συνιστώνται τοπικαί διοικητικαί επιτροπαί έξ 6 ή 9 μελών αναλόγως τής σπουδαιότητος του υποκαταστήματος. Εις τας έπιτροπάς συμμετέχουν δι’ ίσου αριθμού α') ήσφαλισμένοι β') έργοδοται και γ) δημόσιοι, δημοτικοί. κοινοτικοί υπάλληλοι ή έτερα ειδικά πρόσωπα έξ ών το εν θα είναι ιατρός υποδεικνυόμενος παρά του Δ. Σ. τού ’Ιατρικού Συλλόγου τής περιφέρειας, εις ήν εύρισκεται το υποκατάστημα. Έπί έννέα μελών συμβουλίων δύναται νά μετέχη αντί ένος έργοδότου εις φαρμακοποιός, υποδεικνυόμενος παρά του Δ. Σ. του Φαρμακευτικού Συλλόγου τής περιφέρειας, εις ήν εύρισκεται το υποκατάστημα. Το υπό των παραγραφών 3 και 5 οριζόμενα ισχύουν και επί των διοικητικών επιτροπών.
Ο τροπος τής λειτουργίας των τοπικών διοικητικών επιτροπών τα του διορισμού των μελών και αναπληρώσεως αυτών, ορίζονται διά κανονισμού.
1) Το Δ. Συμβούλων διοικεί το ίδρυμα καί διαχειρίζεται τήν περιουσίαν αυτοΰ, είδικώτερον έγκρίνει τον έτήσιον προϋπολογισμόν καί απολογισμον του Ιδρύματος και το μαθηματικόν αύτοΰ ίσοζύγιον, μεριμνα διά την κανονικήν εισπραξιν τών πόρων αυτού καί τήν ταχείαν καί κανονικήν διά τών οικείων υποκαταστημάτων χορήγησιν των παροχών, ασκεϊ τάς έκ τών λοιπών διατάξεων του παρόντος νόμου καί τών εις εκτέλεσιν τουτου έκδιδομενων διαταγμάτων καί κανονσμών, άνατιθεμένας αυτω λειτουργίας, αποφασίζει περί τής τοποθετήσεως των κεφαλαίων, τής εκποιήσεως, υποθηκευσεως καί ενεχυριάσεως τών περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος, συμβιβάζεται ή παραιτεΐται από δικαστικοϋ αγώνος καί έν γένει έχει την ανωτέραν κατευθυνσιν καί παρακολούθησιν έπί πασών των υπηρεσιών του ιδρύματος και λαμβάνει καί υποδεικνύει μέτρα προς βελτιωσιν και άρτιωτέραν εκπλήρωσιν των σκοπών αυτοΰ.
2) Ό Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου εκπροσωπεΐ το ίδρυμα εξωδίκως και δικαστικώς. Δύναται σποφάσει τοϋ Δ.Σ.ή έκπροσώπησις του ιδρύματος να άνατίθηται καί εις έτερον μέλος τοΰ Διοικητ. Συμβουλίου ή τον Γενικόν Διευθυντήν ή ανώτερον υπάλληλον τοϋ ιδρύματος. 'Η έκτος έδρας του Ιδρύματος εκπροσώπησις αύτοΰ εξωδίκως και δικαστικώς δύναται, αποφάσει του Δ. Σ. ν’ ανατίθεται εις τούς προέδρους ή αντιπροέδρους των τοπικών διοικ. Έπιτροπών ή τους διευθύνοντας τα υποκαταστήματα του Ιδρύματος.
3) Δύναται μέρος των εις το Δ. Συμβούλων ανατιθεμένων αρμοδιοτήτων, αφορωσών την ενέργειαν προμηθειών πάσης φύσεως ή εκτέλεσιν έργων άξίας ούχί μείζονος τών 100.000 δραχμών να μεταβιβάζεται εις τακτικάς έπιτροπάς απαρτιζομένας έκ μελών του κατά τα διά κανονισμού όρισθηίσόμενα, δστις θέλει καθορίση είδικώτερον τάς αρμοδιότητας αδτών καί τον τρόπον τής έκπληρώσεως τών έργων των.
4) Αί τοπικαί διοικητικάι επιτροπαί παρακολουθούν τήν εύρυθμον λειτουργίαν τής διάσφαλίσεως, έποπτεύουν τας εργασίας του οίκείου υποκαταστήματος, μελετώσι τά κατά τόπους ειδικά ζητήματα καί υποβάλλουν εις τό Δ. Συμβούλων του ιδρύματος γνώμας περί τοΰ προσφορωτέρΰυ τροπου τής οργανώσεως τής άσφαλίσεως, όσγανώνουν τήν κατά τόπους άσφάλισιν κατά τής άσθενείας συμφώνως προς τούς διά κανονισμού τιθεμένους γενικ,ούς κανόνας καί εχουσιν έν γένέι πάσαν άλλην διοικητικήν λειτουργίαν, ήτις ή'θελεν κριθή σκόπιμον ν’ άνατεθή εις περιφερειακά όργανα, κατ’ έφαρμογήν τής αποκεντρωτικής αρχής.
5) Το Δ. Συμβουλών και αί τοπικαι διοικητικάί επιτροπαί δυνανταί να συνιστοΰν έκτακτους έπιτροπάς έκ μελών αύτών καί μή προς γνωμοδότης ή προπαρασκευήν έπί ζητημάτων ΰπαγομένων εις τήν αρμοδιότητα τοΰ ιδρύματος.
Εις όσας επιτροπάς ανατίθενται θέματα υγειονομικής φύσεως, εκπροσωπεΐται έν αύταϊς δι’ ενός μέλους του Διοικητικού αυτοΰ Συμβουλίου ύπ’ αύτοΰ όριζομένου και ο Πανελλήνιος ’Ιατρικός Σύλλογος, έφ’ οσον πρόκειται περί των από του Δ, Συμβουλίου του Ιδρύματος συνιστωμένων επιτροπών, ή ο οικείος ιατρικός σύλλογος, έφ’ οσον πρόκειται περί, επιτροπών συνιστωμένων υπό των τοπικών Διοικητικών Επιτροπών.
6) Διά διατάγματος θέλουσιν ορισθή τα της αποζημιώσεως των μετεχόντων εις το Διοικητικόν Συμβούλιον και τας Διοικητικάς επιτροπάς, ως και τας επιτροπάς, περί ών αι προηγούμεναι παράγραφοι προσώπων, έτι δέ και αί διά τας έκτος της συνήθους κατοικίας των διά λόγους υπηρεσίας μεταβάσεις πληρωτέαι αποζημιώσεις.
1) Παρά τω Διοικητικω Συμβουλίω, ως καί παρα τή περί ής ή παράγραφος 8 του άρθρου 14 Διοικητική επιτροπή τού ιδρύματος ορίζεται επίτροπος τής Επικράτειας.
Ώς επιτροπος τής επικράτειας καί ώς αναπληρωτής αυτού διά την περίπτωσιν απουσίας ή κωλύματος διορίζονται διά Διατάγματος προκαλουμένου παρά τού Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Διευθυνταί τού Υπουργείου τής Εθνικής Οικονομίας έκ των υπηρετούντων επί κεφαλής οργανικών Διευθύνσεων. Ό ’Επίτροπος τής Επικράτειας και ό αναπληρωτής του αντικαθίστανται οποτεδήποτε, καθ’ ομοιον τροπον, καθ’ ον και διορίζονται.
2) Ό ’Επίτροπος μετέχει, άνευ ψήφου, των συνεδριάσεων τού Διοικητικού Συμβουλίου, τών ΰπ’ αυτού συνιστωμ,ένων επιτροπών καί τής Διοικητικής Επιτροπής, δικαιούμενος νά λαμβάνη τον λόγον έπί παντός θέματος καί νά υποβάλη προτάσεις. Αι συνεδριάσεις θεωρούνται νομίμως γενόμεναι καί έν απουσία τού επιτρόπου, έφ’ όσον ούτος προσεκλήθη κανονικώς. Διά διατάγματος ορισθήσονται τά τής αποζημιώσεως τού ’Επιτρόπου καί του αναπληρωτοΰ αυτού.
3) Απόφασις τού Διοικητικού Συμβουλίου ή ’Επιτροπής ή τής Διοικητικής Επιτροπής (άρθρον 14 παράγρ. 8), ή ο Επίτροπος εντός 48 ωρών από τής λήψεως αυτής ήθελε κρίνει ώς άντικειμένην προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου ή τών εις έκτέλεσιν αυτοΰ εκδοθησομένων κανονισμών, δεν εκτελείται μέχρις ού, έπί τή αιτήσει του Δ. Συμβουλίου ή τής Διοικητικής ’Επιτροπής άρη την διαφωνίαν απόφασις τού 'Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας. ’Επί διαφωνίας τού ’Επιτρόπου προς απόφασιν έπιτροπής άποφαίνεται κατά πρώτον βαθμόν τό Διοικητικόν Συμβουλιον.
Ή επί τής διαφωνίας άπόφασις τού 'Υπουργού είναι υποχρεωτική διά το Ίδρυμα.
4) Εάν εντός 7 ήμερων από τής λήψεως τής σχετικής αιτήσεως ο 'Υπουργός δεν ήθελε κοινοποιήσει εις το Ίδρυμα την επί τής διαφωνίας απόφασίν του, το Διοικητικόν Συμβούλιον ή ή διοικητική επιτροπή δύνανται νά διατάξουν την εκτέλεσιν της έφ’ ής η διαφωνία αποφάσεως.
1) Παρά τω Ιδρύματι συνιστάται Κεντρικόν Εποπτικόν Συμβούλιον απαρτιζόμενον έξ ενός συμβούλου τού ’Ελεγκτικού συνεδρίου, υποδεικνυόμενου παρά τού Σώματος, τή αιτήσει τού. Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, δυο διαχειριστικών ελεγκτών τού Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, έπί βαθμω τουλάχιστον τμηματάρχου, ενός Διευθυντή τής Τραπέζης της Ελλάδος οριζόμενου παρα τού Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας, τριών ήσφαλισμένων καί δύο εργοδοτών.
Παρα τοις περιφερειακοις υποκαταστήμασι τού Ιδρύματος συνιστώνται τοπικά εποπτικά συμβούλια, αποτελούμενα έξ ενός δικαστικού επί βαθμω τουλάχιστον Πρωτοδίκου ή ανωτέρω οικονομικού υπαλλήλου, ενός τραπεζικού το ούτου οριζομένων υπό τού Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, δύο ήσφαλισμένων και ενός εργοδοτου. Τα τοπικά εποπτικά συμβούλια υπάγονται ύπο την καθοδηγησιν του Κεντρικού Εποπτικού Συμβουλίου.
2) Η ϋπόδειξις των έν τοίς εποπτικοΐς συμβουλιοις ήσφαλισμένων καί εργοδοτών διέπεται παρά των διατάξεων τής παραγρ. 2 τού άρθρου 14, εκπίπτουσι δέ ούτοι και αποκλείονται από τού αξιώματος τού μέλους τών έν λόγω συμβουλων κατά τους ορισμούς τής παραγρ. 3 τού αυτού άρθρ. 14.
3) Τα μέλη των εποπτικών συμβουλίων και οι αναπληρωταί αυτών, οίτινες υποδεικνύονται καί λαμβάνονται κατά τας περί τούτου διά τα τακτικά μέλη διατάξεις, διορίζονται επί διετεΐ θητεία δι’ αποφάσεως του 'Υπουργού τής Εθνικής Οικονομίας.
4) Του κεντρικού εποπτικού συμβουλίου προεδρεύει ό σύμβουλος του ’Ελεγκτικού Συνεδρίου, των δέ τοπικών εποπτικών συμβουλίων ό δικαστικός ή οικονομικός υπάλληλος.
Ό τρόπος τής λειτουργίας και εκπληρώσεως των έργων των εποπτικών συμβουλίων ώς και τα τής αμοιβής τών μελών αυτοΰ ορίζονται διά κανονισμού.
5) Τα εποπτικά συμβούλια δύνανται, προς ευχερεστέραν επιτέλεσιν των έργων των, να ζητώσι την παρ’ αυτοΐς απόσπασιν ώρισμένων υπαλλήλων τού Ιδρύματος, ώς και δημοσίων υπαλλήλων, τή έγκρίσει του αρμοδίου 'Υπουργού. Οι έκ του 'Ιδρύματος παρά τοις εποπτικοΐς συμβουλιοις αποσπώμενοι υπάλληλοι δεν δύνανται ν’ ανακληθώσιν έκ τής αποσπάσεως ταυτης, ειμή μόνον τή ιδία αώτων αιτήσει ή τη του εποπτικού Συμβουλίου.
6) Το Κεντρικόν εποπτικόν Συμβουλιον ελέγχει την νομιμότητα τής οικονομικής διαχειρίσεως του Ιδρύματος και οιασδήποτε υπηρεσίας αυτού ώς και τα πεπραγμένα των τοπικών εποπτικών συμβουλίων κατά τα είδικώτερον διά κανονισμού όρισθησόμενα. Τα τοπικά έποπτικά συμβούλια ελέγχουν την νομιμότητα τής οίκον. διαχειρίσεως του οικείου περιφερειακού καταστήματος. Τα εποπτικά συμβούλια εκδίδουν αποφάσεις καταλογισμού κατά τα ειδικώτερον διά κανονισμού ορισθησόμενα, αίτινες εκτελούνται καθ’ όν τρόπον καί δι’ ών μέσων αί κατά των δημοσίων υπολόγων εκδιδόμεναι καταλογιοτικαί αποφάσεις. Κατά των καταλογιστικών αποφάσεων τών οικείων τοπικών 'Εποπτικών Συμβουλίων επιτρέπεται εφεσις εντός μηνος από τής κοινοποιήσεως αυτής εις τον υπόλογον ενώπιον τοΰ Κεντρικού Εποπτικού Συμβουλίου κατά των αποφάσεων του Κεντρικού Εποπτικού Συμβουλίου, είτε έν πρώτω, είτε έν δευτέρω βαθμω εκδιδομένων επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον τοΰ δευτεροβαθμίου άσφαλ. δικαστηρίου, ασκουμένην εντός μηνός άπό τής κοινοποιήσεως τής σχετικής αποφάσεως. Διά κανονισμού όρισθήσονται είδικωτερον αί σχετικαί λεπτομέρεια, τής ασκήσεως των ανωτέρω ένδικων μέσων. Τα εποπτικά συμβούλια κατά τριμηνίαν συντασσουσιν εκθεσιν περί τοΰ πορίσματος του ελέγχου διαχειρίσεως, ήτις δημοσιεύεται έν περιλήψει έν είδικω δελτίω τού 'Ιδρύματος.
1) Το Ιδρυμα τηρεί ιδιαιτέρους κεχωρισμένους λ)σμους δια την ασφαλισιν κατά τής άσθενείας άφ’ ενός καί διά την τής αναπηρίας, γήρατος και θανάτου άφ’ ετέρου, ο δε τροπος της οικονομικής του διαχειρίσεως και το έν γε νει λογιστικόν σύστημα θέλει δρισθή διά κανονισμού.
2. Οικονομικόν έτος διά το Ίδρυμα είναι το ημερολογιακόν τοιουτον.
3. Αί διά λ)σμον του 'Ιδρύματος ενεργούμεναι προμήθειαι πάσης φύσεως υλικού, ώς και αί μισθώσεις και η εκτελεσις οίωνδήποτε εργων ενεργούνται, έφ' όσον πρόκειται ττερι δαπάνης άνω των 10.009 δραχ., διά μειοδοτικού διαγωνισμού κατά τά διά κανονισμόν ορισθησόμενα, απαγορευόμενης της τμηματικής δαπάνης διά την αυτήν αιτίαν. Τα τής αγοράς υπό τού Ιδρύματος ακινήτων καθορισθήσονται επίσης δια κανονισμού πάντως, έφ' όσον πρόκειται περί ακινήτου άξιας άνω των 2.000.000 δρ. απαιτείται έγκρισις του Υπουργικού Συμβούλου περί του αγοραστέου ακινήτου και τής τιμής αύτου.
Αί προμήθειαι του Ιδρύματος και τα διά λογαριασμόν αυτού έκτελούμενα έργα απαλλάσσονται των υπέρ του Μετοχικού Ταμείου των πολιτών υπαλλήλων θεσπισμένων εισφορών.
4. Τα πάσης φυσεως έξοδα διοικησεως του Ιδρύματος δεν δύνανται να είναι ανώτερα των 10 ο) ο του μέσου όρου των τακτικών αυτού εισφορών τής τελευταίας πενταετίας.
5. Άπαντα τα στοιχεία της διαχειρίσεως διαφυλάσσονται έπι δεκαετίαν. Δύναται διά κανονισμού να ορισθή ή καταστροφή μέρους τούτων μετά τήν πάροδον τής ανωτέρω δεκαετίας.
1) Το Ίδρυμα περιλαμβάνει :
α’) Την Γενικήν Διεύθυνσιν.
β') Περιφερειακά υποκαταστήματα, και
γ') Τοπικά υποκαταστήματα.
2) Η Γενική Διεύθυνσις επιμελείται τής εκτελέσεως του παρόντος νόμου, των υπό τούτου προβλεπομένων κανονισμών και Διαταγμάτων και των συμφώνως προς τας διατάξεις τούτων αποφάσεων του Δ. Συμβουλίου καί των οικείων Επιτροπών, εισηγείται είς το Δ. Σ. ή τας οικείας επιτροπάς πάν μέτρου χρήσιμον διά τήν άρτιωτέραν εκπλήρωσήν του σκοπού του ιδρύματος, ώς και τάς αναγκαίας τροποποιήσεις των κανονισμών, προπαρασκευάζει τον ετήσιον προϋπολογισμόν καί απολογισμόν, υποβάλλει είς τό Δ. Συμβούλιον το ασφαλιστικόν ισοζυγίαν του Ιδρύματος κατά τούς ορισμούς του κανονισμού, μέριμνα, συμφώνως προς τας αποφάσεις του Δ. Συμβουλίου, περί τής διοικήσεως τής περιουσίας του ιδρύματος, υποδεικνυουσα τούς προσφορωτέρους τρόπους επενδύσεως αυτής καί τέλος προίσταται πασών των υπηρεσιών του Ιδρύματος καί ασκεί τον έλεγχον και τήν εποπτείαν έπ’ αυτών, κατά τας διατάξεις του κανονισμού.
3) Περιφερειακά υποκαταστήματα συνιστώνται έν Άθήναις, Πειραιεί, Βόλω, Θεσ)νίκη, Καβάλλα, Πάτραις, Ίωαννίνοις, Καλάμαις καί Χανίοις, τοπικά δε ύπ)ματα είς κέντρα, είς τα οποία παραμένουσι συνήθως 500 τουλάχιστον ασφαλισμένοι. Η εξυπηρέτησις της ασφαλίσεως εις κέντρα μέ μικρότερον αριθμόν τών 500 ήσφαλισμένων γίνεται διά περιοδευόντων υπαλλήλων του πλησιεστέρου υποκαταστήματος. Διά Διατάγματος, εκδιδομένου μετά σύμφωνον γνώμην του Δ. Σ. του Ιδρύματος, δυνανται να συσταθοΰν περιφερειακά υποκαταστήματα και είς αλλα κέντρα.
4) Τα υποκαταστήματα ασκούν πάσαν την ασφαλιστικήν Διοικησιν κατά σύστημα πλήρους αποσυγκεντρώσεως, ήτοι επιμελούνται τής κανονικής υπαγωγής εις τήν ασφάλισιν τών είς ταυτην υπαγόμενων προσώπων, τής εισπράξεως των εισφορών και τής χορηγήσεως των παροχών.
Τα τοπικά υποκαταστήματα υπάγονται υπό την καθοδήγησιν και τον έλεγχον των οικείων περιφερειακών υποκαταστημάτων.
Η καθ’ έκαστα αρμοδιότης των τοπικών και περιφερειακών υποκαταστημάτων ορισθήσεται διά κανονισμού.
5) 'Η υπηρεσία του 'Ιδρύματος διεξάγεται υπό εμμίσθων υπάλληλων και υπηρετών, τακτικών και εκτάκτων. Οι έκτακτοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται μόνον προς ικανοποίησιν προσωρινών υπηρεσιακών αναγκών. Το τακτικόν προσωπικόν έχει την διά τούς δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους καθωρΐσμένην διαβάθμισιν. Ουδείς διορίζεται κατώτερος τακτικός υπάλληλος, εάν δεν επιτυχή έν διαγωνισμω καί κατά την σειράν τής εν αυτώ επιτυχίας. Το υπηρετικόν προσωπικόν διορίζεται άνευ διαγωνισμού.
6) Το ανώτατον προσωπικόν του ιδρύματος αποτελείται έκ του Γενικού Διευθυντου καί τών Διευθυντών.
Ό Γενικός Διευθυντής διορίζεται διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του 'Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας, μετ’ απόφασιν του Δ. Συμβουλίου του 'Ιδρύματος, έκ των κεκτημένων δίπλωμα νομικής σχολής ή σχολής Πολιτικών ή Οικονομικών επιστημών ή μαθηματικών, ειδύκευσιν εις τα θέματα των κοινωνικών ασφαλίσεων και αποδεδειγμένην πείραν είς τήν οργάνωσιν και διεύθυνσιν φορέων υποχρεωτικής εργατικής ασφαλίσεως.
7) Οι Διευθυνταί διορίζονται κατά τον αυτόν ως ό Γενικός Διευθυντής τρόπον, έκ των κεκτημένων πανεπιστημιακόν ή ισότιμον πτυχίον και εχόντων αποδεδειγμένης εύρείαν κατάρτισιν είς τα ασφαλιστικά ή οικονομικά, έξ ών εις τουλάχιστον πτυχιούχος τών μαθηματικών και εις τουλάχιστον διπλωματούχος ασφαλιστικών επιστημών
8) Ό Γενικός Διευθυντής και οι Διευθυνταϊ απολύονται οριστικώς ή προσωρινώς διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του 'Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας, μετ’ άπόφασιν Συμβουλίου, αποτελουμένου έξ ένος Αρεοπαγίτου ώς Προέδρου, ενός τακτικού καθηγητού τής Νομικής Σχολής τοΰ Πανεπιστημίου ’Αθηνών καί ένος των Νομικών Συμβούλων, έφ’ όσον ΰφίσταται είς των λόγων, δι’ ούς απολύονται οι μόνιμοι υπάλληλοι του Υπουργείου τής Εθνικής Οικονομίας.
9) Τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου διορίζονται έκάστοτε αιτήσει του Υπουργού τής ’Εθνικής Οικονομίας, ο μέν Αρεοπαγίτης υπό τής ολομέλειας του ’Αρείου Πάγου, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου υπό τής οικείας σχολής, ο δε Νομικός σύμβουλος υπό της ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου.
10) Ό τρόπος τής λειτουργίας των υπηρεσιών του ιδρύματος, ή σύνθεσις αυτών, ο τρόπος της προσλήψεως των ανωτέρων τακτικών και των εκτάκτων υπαλλήλων και υπηρετών, τα προσόντα των, τα τής προαγωγής των, τα των άδειων και μεταθέσεων αυτών, τα προς την θέσιν των ασυμβίβαστα, οι λόγοι πειθαρχικής διώξεως και απολύσεως αυτών, αί πειθαρχικάι ποιναί καί ο τρόπος ασκήσεως τής πειθαρχικής δικαιοδοσίας, ώς καί πάσα λεπτομέρεια σχετική προς τήν υπαλληλικήν των κατάστασιν θέλουσιν ορισθή διά κανονισμών, εκδιδομένων καί μετ’ απόφασιν τοΰ 'Υπουργικού Συμβουλίου. Οι κανονισμοί οί αφορώντες την υπαλληλικήν κατάστασιν του προσωπικού και τήν μισθοδοσίαν αυτοΰ (παρ. 13) δύνανται να τροποποιηθώσι δια μεταγενεστέρου κανονισμού μόνον κατά τάς μή θεμελιώδεις διατάξεις αυτών. Επί των κατά υπαλλήλων καί υπηρετών του Ιδρύματος ασκουμένών πειθαρχικών αγωγών ύφίσταται υποχρέωσις προς μαρτυρίαν τών καλουμένων προς εξέτασιν προσώπων καί κατά τήν κρίσιν του ασκούντος την πειθαρχικήν αγωγήν καί ένορκου βεβαιώσεως ταύτης. Άρνησις προς συμμόρφωσιν προς τήν ύποχρέωσιν ταύτην, τιμωρείται, ώς πταισματική παράβασις, κατ’ εγκλησιν του άσκοΰντος τήν πειθαρχικήν αγωγήν.
11) Υπάλληλοι ασφαλιστικών οργανισμών παρεμφερούς δράσεως προς το Ιδρυμα κεκτημένοι πενταετή τουλάχιστον υπηρεσίαν καί βαθμολογικήν αντιστοιχίαν ανάλογον προς την του Ιδρύματος μετατάσσονται τή αιτήσει των είς το Ιδρυμα υπό τον αυτόν τουλάχιστον βαθμόν, έφ’ όσον ήθελον κριθή κατά τά διά κανονισμού ορισθησόμενα, ικανοί διά τήν θέσιν, ήν πρόκειται να καταλάβουν. Επίσης κατά τον αυτόν τρόπον προτιμώνται διά τήν κατάληψιν τών δημιουργουμένων θέσεων και οι λόγω οικονομιών απολυθέντες ή καταστάντες υπεράριθμοι υπάλληλοί του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
12) Ένος έτους άπό της ισχύος του παρόντος νόμου επιτρέπεται να μετατάσσωνται εις τας υπηρεσίας του 'Ιδρύματος ώς τακτικοί υπάλληλοί, Δημόσιοι υπάλληλοί κεκτημένοι τα παρα των κανονισμών της παραγράφου 10 όρισθησόμενα προσόντα. Ή μετάταξις ένεργείται διά Διατάγματος προκαλουμένου παρά τοϋ αρμοδίου Υπουργού τη αίτησε· τού προς μετάταξιν υπαλλήλου καί μετά σύμφωνον γνώμην τοϋ οικείου Διοικητικού Συμβουλίου καί τοϋ Διοικ. Συμβουλίου τοΰ 'Ιδρύματος. Οι ουτω μετατασσόμενοι λογίζονται απολυόμενοι τής δημοσίας υπηρεσίας λόγω καταργήσεως θέσεως, διαφυλασσομένων υπέρ αύτών πάντων τών έκ ταυτης απορρεοντων δικαιωμάτων πλήν τοϋ τής είσπράξεως τής τυχόν άνηκουσης αϋτοΐς έκ τοϋ Δημοσίου Ταμείου συντάξεως, ήτις είσπραξις αποκλείεται έφ’ όσον χρόνον ΰπηρετοΰσι παρά τω Ίδρυματι.
13) Αί μισθοδοσίαι τών ΰπηρετουντων εις τό Ιδρυμα υπαλλήλων καί αί επ’ αυτών φορολογικοί κρατήσεις ορίζονται διά κανονισμών, δέν δύνανται ιδέ να είναι ανώτεραι των αντιμισθών και κρατήσεων των ισοβαθμίων Δημοσίων υπαλλήλων, ηύξημένων κατά 20 ο) ο. Ο μισθος τοϋ Γενικού Διευθυντοϋ καί τών Διευθυντών ορίζεται δι’ άποφάσεως τοΰ Υπουργικού Συμβουλίου, μετά γνώμην τοΰ Διοικητικοΰ Συμβουλίου του 'Ιδρύματος.
14) Οί τακτικοί υπάλληλοι του Ιδρύματος προάγονται υποβιβάζονται ή απολύονται διά πειθαρχικούς λόγους, προσωρινώς ή οριστικώς μετ’ απόφασιν υπηρεσιακού Συμβουλίου, απαρτιζόμενου έκ τοΰ Προέδρου τοΰ Διοικ. Συμβουλίου, τών δυο αντιπροέδρων, του Γενικοΰ Διευθυντοϋ καί ενός ανώτερου υπαλλήλου του 'Ιδρύματος, ”οριζομένου κατ’ έτος παρά του Διοικητικού Συμβουλίου.
15) Διά Διατάγματος, προκαλουμένου παρά του Υπουργού τής Έθνικής Οικονομίας, μετά γνώμην τοΰ Διοικητικού Συμβουλίου τοΰ 'Ιδρύματος, θέλουσιν όρισθή τά τής μετεκπαιδείσεως τών υπαλλήλων αΰτοΰ προς θεωρητικήν εΐδίκευσιν εις τά θέματα των κοινωνικών Ασφαλίσεων καί τής καθ’ όλον Κοινωνικής πολιτικής. Ή τοιαυτη μετεκπαίδευσις δυναται ν’ άνατεθή δαπάναις του 'Ιδρύματος εις λειτουργοΰντα άνωτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
1. Τό δι’ εκάστην ημέραν εργασίας ποσόν της εισφοράς προς το Ίδρυμα διά την ασφάλισιν ασθενείας, ορίζεται δι’ έκαστον ησφαλισμένον αναλόγως της μισθολογικής κλάσεως, εις ήν ουτος εκάστοτε ανήκει και κατανέμεται εις βάρος τούτου καί του οικείου εργοδότου κατά τον ακόλουθον τρόπον:
Διά κανονισμού εκδιδομένου και μετ’ απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου δύνανται τ’ ανωτέρω καθοριζόμενα ποσά εισφορών ν’ αυξηθώσι το πολύ κατά 20 ο)ο.
Προκειμένου περί πάσης φύσεως συνταξιούχων έκ τού Ιδρύματος ορίζεται εισφορά 5 ο)ο επί της συντάξεως αυτών.
2. Αι προς το Ιδρυμα εισφοραί διά την ασφάλισιν αναπηρίας, γήρατος και θανάτου ορίζονται δι’ εκάστην ημέραν εργασίας καί δι’ έκαστον ησφαλισμένον αναλογως τής μισθολογ. κλάσεως, ής ην εκάστοτε υπάγεται ούτως, ως ακολούθως:
3. Έν περιπτώσει εφαρμογής των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου τής παραγράφου 1 του άρθρου 8 ή τής έν τη παραγράφω 1 προβλεπομενης αυξήσεως, δέον διά Διαταγμάτων να αυξομοιούνται αί παρά τών προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου οριζόμεναι εισφοραί αναλόγως των διά τους μ. ορούς των μισθολογικών κλάσεων καθοριζόμενων αυξομειώσεων, επιτρεπόμενης και τής στρογγυλευσεως των εισφορών εις ποσά καταλήγοντα εις πεντάλεπτα.
4. Αί ανωτέρω υπό τής παραγρ. 2 καθοριζόμεναι εισφοραί ορίζονται:
Καθ’ εκάστην αύξησιν εισφορών, περί ής τό προηγουμενον εδαφιον, δύναται διά Διατάγματος να καθορίζεται διάφορος κατανομή τής εισφοράς μεταξύ ησφαλισμένων και εργοδοτών, επιτρεπομένης και τής στρογγυλευσεως των εισφορών εις ποσά λήγοντα εις πεντάλεπτα.
5. Ο εργασθείς τμήμα τής ημέρας υποχρεοΰται ούκ ήττον μετά του οικείου εργοδότου εις τήν καταβολήν εισφοράς όλοκλήροο ημέρας. Δύναται διά κανονισμού νά καθορισθή ώς χρονική βάσις τής ασφαλίσεως ή έβδομάς ή ο μην, είτε γενικώς, είτε δι’ ώρισμένας κατηγορίας ησφαλισμένων. Δια τού κανονισμού θέλουσι καθορισθή πασαι αι σχετικαί μέ τήν τροποποίησιν ταύτην τής χρονικής βάσεως άναγκαίαι λεπτομέρεια.
6. Έάν συνταξιούχος πραγματοποίηση ημέρας εργασίας, χωρίς τούτο νά συνεπάγεται λήξιν τού δικαιώματος εις σύν¬ταξιν (άρθρα 33 παράγρ. 1 και 34 παρ. 1), βαρόνεται δ ερ¬γοδότης μέ τάς δι’ αΰτδν όριζομένας κατά τήν παράγραφον 1 εισφοράς υπέρ τής άσφαλίσεως ασθένειας.
7. Είναι άκυρος πάσα συμφωνία μεταξύ ήσφαλισμένων κα’ συνταξιούχων άφ’ ένδς και εργοδοτών άφ’ ετέρου περί μετα¬βολής τοΰ τρόπου κατανομής μεταξύ αυτών τής έν παραγρ. 1 καί 2 δριζομένης εισφοράς.
8. ’Επί τών μή λαμ.βανόντων αμοιβήν ήσφαλισμένων ολό¬κληρος ή εισφορά βαρύνει τον εργοδότην.
1) Διά την καταβολήν των εισφορών εύθυνεται ο εργοδότης. Η τοιαύτη υποχρέωσις υφίσταται καί επί ησφαλισμένων μή αμειβομένων έν όλφ ή έν μέρει ΰπο του οικείου εργοδότου, όστις καταβάλλω ν τάς εισφοράς δικαιούται νά είσπράττη κατά τον διά κανονισμού ορισθησόμενον τρόπον τήν βαρύνουσαν τον ησφαλισμένον μερίδα. Άρνησις τοΰ ησφαλισμένου προς καταβολήν αποτελεί λόγον καταγγελίας τής συμβάσεως, άνευ οίασδήποτε αποζημιώσεως.
Πλείονες εργοδόται ευθόνονται αλληλεγγύως και αδιαιρέτως.
Εάν ο ησφαλισμένος παρέχη κατά το άρθρον 2 εργασίαν ή υπηρεσίαν έναντι αμοιβής εις εργοδότην, οστις δεν είναι ό έκμεταλλευόμενος τήν σχετικήν επιχείρησιν, διά τήν καταβολήν τών εισφορών εύθυνονται αλληλεγγύως και αδιαιρέτως ό έν λόγω εργοδότης καί ο εκμεταλλευόμενος την επιχείρησιν.
2) Διά κανονισμού καθορισθήσεται ο χρόνος τής καταβολής των εισφορών. Ο εργοδότης δέον εντός επτά το πολύ ήμερων από του ορισθησομένου χρόνου να καταβάλη εις Ιδρυμα τάς εισφοράς.
Το Ιδρυμα προς είσπραξιν των εισφορών εκδίδει και χρησιμοποιεί ένσημα, άτινα απολαύουσι της νομικής προστασίας τής θεσπισμένης διά τα υπό του Κράτους εκδιδόμενα χαρτόσημα, εξομοιούμενα απολύτως προς αυτά. Κατ’ έτος χρησιμοποιείται ίδιος τύπος ένσημων, όστις δεν δύναται να τίθεται έκ νέου εις κυκλοφορίαν προ της παρόδου δεκαετίας. Έν περιπτωσει υπάρξεως αποχρώντων λόγων κρινομένων υπό του Δ. Σ. του ιδρύματος δύναται να γίνεται αντικατάστασις του τύπου των ένσημων και προ τής παρόδου έτους.
3) Κατά την πληρωμήν των μισθών είς τούς ησφαλισμένους ο εργοδότης υποχρεοΰται να παρακρατή τα τμήματα των εισφορών, τα βαρύνοντα τούτους κατά το προηγούμενου άρθρον. Εάν ο εργοδότης δεν εκπλήρωσή την υποχρέωσίν του ταυτην έντος διμήνου από της ημέρας πληρωμής των μισθών, απαλλασσεται ο ησφαλισμένος της τοιαύτης καταβολής, βαρυνουσης του λοιπού τον έργοδότην.
4) Εάν ο έργοδότης δεν καταβάλη είς το Ιδρυμα τα εκ των μισθών των ησφαλισμένος παρακρατηθέντα κατά την προηγούμενη παράγραφον ποσά, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαιρέσεως είς βαθμόν πλημμελήματος, ασχέτως ποσού.
5) Ή παρά του εργοδότου μή καταβολή των εισφορών δεν συνεπάγεται διά τον ήσφαλισμένον στέρησιν ή μείωσιν των δικαιωμάτων αυτοΰ επί των παροχών.
6) Ή διάρκεια της ασφαλιστικής σχέσεως και τα προς καθορισμόν των παροχών απαραίτητα στοιχεία αποδεικνύονται δια δελτίου, παρεχόμενου παρά του 'Ιδρύματος είς έκαστον ησφαλισμένον και ανανεουμένου το πολύ κατά τριετίαν. Κατά του περιεχομένου του δελτίου ή παραλείψεων έν αυτώ, δύναται ο ησφαλισμένος να υποβάλη ένστασιν έντος ανατρεπτικής προθεσμίας ένος έτους από της ανανεώσεως. Διά κανονισμού όρισθησονται πάσαι αί σχετικαί με τα δελτία λεπτομέρειαν
1) Εισφοράι, μή καταβληθείσαι έντος τής προθεσμίας τής παραγράφου 2 του προηγουμένου άρθρου, επιβαρύνονται διά προσθέτου τέλους, ίσου προς τα 10)100 των καθυστερουμένων εισφορών.
2) Δι’ εισφοράς καθυστερουμένας πέραν τής λήξεως του οικονομικού έτους, καθ’ ο κατέστησαν απαιτηταί, επιβάλλεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας υπολογιζόμενος από της λήξεως του οικονομικού έτους και επί του ποσού ηυξημένου κατά το πρόσθετον τέλος, περί ου ή προηγουμένη παράγραφος.
3) Αι κατά τον παρόντα νόμον απαιτήσεις του Ιδρύματος έκ καθυστερουμένων εισφορών, τόκων υπερημερίας, προσθέτων τελών ή δαπανών, περί ών το άρθρον 45 παρ. 2 ή επαυξήσεων των εισφορών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 65 ή έκ καταλογισμών κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 66 εισπράττονται διά των Δημοσίων Ταμείων κατά τάς διατάξεις του νόμου «περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων».
Το Ιδρυμα δύναται να υποχρεωθή, όπως καταβάλη είς το Δημόσιον τάς δαπάνας, ας συνεπάγεται δι’ αΰτω ή διά τής ταμειακής αύτοΰ υπηρεσίας αναγκαστική εισπραξις των άπαιτήσεων αυτών, του κατ’ έτος καταβλητέου ποσοΰ όριζομένου διά πράξεων των 'Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
4) Ως τίτλοι διά την παρά των Ταμείων βεβαίωσιν και είσπραξιν των, περί ών ανωτέρω, απαιτήσεων χρησιμεύουσι καταστάσεις οφειλετών, συντασσόμεναι και αποστελλόμεναι είς τά Ταμεία παρά του Ιδρύματος.
5) Κατά της τοιαύτης εκτελέσεως επιτρέπονται ενστάσεις υποβαλλόμεναι κατά τα διά κανονισμού είδικώτερον ορισθησόμενα καί απευθυνόμεναι κατά του Ιδρύματος καί οΰχί κατά του διά λογαριασμόν αυτοΰ διώκοντος, άνευ ευθύνης του Δημοσίου Ταμείου.
Αί ενστάσεις εκδικάζονται παρά του πρωτοβαθμίου Διοικητικού ’Ασφαλιστικού Δικαστηρίου. Κατά των αποφάσεων τούτων επιτρέπεται έφεσις ενώπιον του δευτεροβάθμιου ασφαλιστικού δικαστηρίου, έφ’ οσον πρόκειται περί ποσών υπερβαινόντων τάς 20.000 δραχ.
6) Έν περιπτώσει εισπράξεως των απαιτήσεων διά πλειστηριασμοϋ ή αναγγελίας είς την πτώχευσιν, ή κατάταξις αυτών γίνεται προνομιακώς μετά των απαιτήσεων του αριθμού 4 του άρθρου 940 τής Πολιτικής Δικονομίας, έν ενδεχομένη δέ ανεπαρκεία του απομένοντος υπολοίπου προς εντελή εξόφλησιν, αι ούτω συντρέχουσαι προνομιακοί απαιτήσεις κατατάσσονται συμμέτρως,
7) Το δικαίωμα προς είσπραξιν των εισφορών παραγράφεται μετά πενταετίαν από της λήξεως του οίκον, έτους, καθ’ ο αυται κατέστησαν άπαιτηταί.
Έπι της τοιαύτης παραγραφής εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αι διατάξεις του νόμου περί βραχυπροθέσμων παραγραφών.
8) Εισφοραί αδικαιολογήτως εισπραχθείσαι, επιστρέφονται επί τη αιτήσει του ενδιαφερομένου εντόκως προς 5 ο)ο.
Ό διά την επιστροφήν των αδικαιολογήτως εισπραχθεισών εισφορών ενδιαφερόμενος ησφαλισμένος δικαιούται ν’ απαιτήση την απ’ ευθείας εις αΰτον πληρωμήν του αντιστοιχούντος αΰτω εντόκως ποσού.
1) Τα διαθέσιμα κεφάλαια τον Ιδρύματος δύνανται να επενδύωνται είς χρεόγραφα του Κράτους ή εις κινητάς αξίας ηγγυημένας παρ’ αυτοΰ, ή να διατίθενται είτε προς απόκτησιν προσοδοφόρων ακινήτων, είτε προς χορήγησιν δάνειων επι πρώτη υποθήκη, τείχος, επί τή έγγυήσει του Κράτους, εις δάνεια προς εκτέλεσιν έργων γενικωτέρας χρησιμότητας δια την Εθνικήν Οικονομίαν.
2) Το Ιδρυμα δύναται να διαθέτη μέρος τής περιουσίας του: α) Προς επέκτασιν και πλουτισμόν, χάριν του έργου τής, ασφαλίσεως, των έκασταχου τυχόν ανεπαρκών θεραπευτηρίων (ιατρείων, νοσοκομείων, σανατορίων, άσυλων, μαιευτηρίων, βρεφικών και παιδικών σταθμών ή υδροθεραπευτηρίων) των ανηκόντων εις το Κράτος, δήμους, κοινότητας, ιδρύματα και φιλανθρωπικές οργανώσεις.
β) Προς απόκτησιν ιδίων θεραπευτηρίων, όπου κρινεται ανεπαρκής ή μή συμφέρουσα η χρησιμοποίησις των υφιστάμενων τοιούτων διά τούς σκοπούς της ασφαλίσεως.
Εις την περίπτωσιν του εδαφίου α' το Ιδρυμα δικαιούται να συμμετέχη είς την Διοίκησιν των θεραπευτηρίων και να ενάσκή έλεγχον έπι τούτων, είς εκτασιν καθοριζομενην δια των μεταξύ αυτοΰ και του κράτους, των δήμων, κοινοτήτων, ιδρυμάτων καί φιλανθρωπικών οργανώσεων συναπτομενων συμφωνιών.
3) Το Δημόσιον, οι δήμοι και αί κοινότητες δύνανται να παραχωρώσι δωρεάν κατά κυριότητα εις το "Ιδρυμα τα κατάλληλα γήπεδα προς εκπλήρωσιν των έν τώ εδαφίω β' τής προηγουμένης παραγράφου σκοπών.
4) Διά κανονισμού εκδιδομένου και μετά γνωμοδότησιν του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου καθορισθήσεται είδικωτερον καί έν λεπτομερείς ή κατά τας ανωτέρω τιθεμένας γενικές αρχάς ακολουθητέα παρά του ιδρύματος οικονομική πολιτική.
1) Το ίδρυμα απαλλάσσεται παντός δημοσίου, δημοτικού, κοινοτικού ή λιμενικού φόρου, αμέσου ή εμμέσου, παντός τέλους ταχυδρομικού ώς και δικαστικού είς πάσαν δίκην του και τέλος απολαύει ανεξαιρέτως σπασών τών ατελειών και προνομίων, δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών, ώς εάν είναι αυτό το Δημόσιον.
2) Ουδέποτε διατάσσεται προσωρινή εκτέλεσις κατά του Ιδρύματος, επί πάσης δέ τελεσιδίκου αποφάσεως κατ’ αΰτοΰ έχει ανασταλτικήν δύναμιν ή υπό τούτου ασκουμένη αϊτησις αναιρέσεως, ώς και η προς ενάσκησιν ταύτης προθεσμία.
3) Ό είς το Ιδρυμα επιβαλλόμενος διά δικαστικής αποφάσεως όρκος δίδεται, ύπο του δι’ αποφάσεως του Δ. Συμβουλίου οριζομένου προσώπου.
Εις πάσαν περίπτωσιν ο τοιοΰτος όρκος διατυποΰται ΰπο τύπον του πιστεύειν και μή γινώσκειν, εις τήν τροποποίησιν δέ ταύτην του τύπου δύναται να προβή ό δίδων τόν όρκον κατά τήν δοσιν αυτού και έν περιπτώσει κατά την οποίαν ο όρκος διετυπώθη άλλως, χωρίς να είναι αναγκαία ή έκδοσις περί τούτου άποφάσεως.
4) Απασαι αί δίκαι του ιδρύματος εισάγονται παρ’ αυτοΰ ενώπιον παντός δικαστηρίου και του Αρείου Πάγου ως νόμω προτετιμημέναι τήν ογδόην ημέραν από τής κλητεύσεως άνευ πράξεως προτιμήσεως. Επίσης αί κατ’ εργοδοτών και ησφαλισμένων επί παραβάσει του παρόντος νόμου ποινικαί άγωγαί, έφ’ όσον αφορώσιν είς πταίσματα καί πλημμελήματα, είσάγονται δι’ απ' ευθείας κλήσεως, εκδικαζόμεναι ανυπερθέτως έντος δύο μηνών από της υποβολής της σχετικής μηνύσεως.
5) Η είς χείρας του Ιδρύματος κατάσχεσις είναι άκυρος και αποδίδει τούτο τα κατασχεθέντα, έάν δεν έπιβληθή δυνάμει άδειας του αρμοδίου Προέδρου των Πρωτοδικών, ώς και εάν είς περίπτωσιν, καθ’ ήν ή απαίτησις, δι’ ήν επιβάλλεται η κατάσχεσις, στηρίζεται έπι τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως η επί οιουδήποτε άλλου δημοσίου εγγράφου, δεν γίνεται μνεία τής άδειας ταύτης ή τού τοιούτου εγγράφου έν τω κατασχετηρίω.
6) Τα παρά τού ιδρύματος τηρούμενα λογιστικά βιβλία αποτελούν εντελή απόδειξιν περί τε τής αληθείας και του μεγέθους των απαιτήσεών των κατά παντός μέχρι παραγραφής των απαιτήσεών τούτων, απόσπασμα δέ των έν λόγω βιβλίων, υπογεγραμμένον υπό του Γενικού Διευθυντού, ή των διευθυντών τών υποκαταστημάτων, αποτελεί πλήρη απόδειξιν ενώπιον των δικαστηρίων.
1) Είς περίπτωσιν ασθενείας ησφαλισμένου ή οιουδήποτε συνταξιούχου ή τίνος τών μελών τής οικογένειας τούτων καί εφ’ όσον χρόνον διαρκεί η ασθένεια, το ίδρυμα χορηγεί είς τον ασθενή τον διαμένοντα έπί του εδάφους τής χώρας, καθ’ ον τρόπον, εις ήν εκτασιν καί είς τά κέντρα θέλει ορίση κανονισμός, ιατρικήν περίθαλψιν τοΰτέστι τήν δέουσαν ιατρικήν άντίληψιν, τα αναγκαΐα φάρμακα καί τα συνήθη θεραπευτικά μέσα.
2) Είς περίπτωσιν τοκετού ησφαλισμένης ή συνταξιούχου ή συζύγου του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου ή ιατρική περίθαλψις συνίσταται είτε είς μαιευτικήν καί έν ανάγκη ιατρικήν άντίληψιν μετά των αναγκαίων φαρμάκων καί συνήθων θεραπευτικών μέσων είτε είς έφ’ άπαξ χρηματικόν βοήθημα.
Διά κανονισμού ορισθήσονται τά τής εκτελέσεως του προηγουμένου εδαφίου, ώς καί τό ποσόν του χρηματικού βοηθήματος.
3) Ή ιατρική περίθαλψις χορηγείται δωρεάν, υποχρεουμένου του περιθαλπόμενου κατά τα διά κανονισμού ορισθησόμενα είς μερικήν συμμετοχήν εις τάς διά τήν ιατρικήν περίθαλψιν δαπανας του ιδρύματος, ούχι όμως καί πέραν τοΰ πέμπτου αυτών.
4) Επί ασθενείας οφειλομένης είς ατύχημα δεν ισχύει ή υπό τής προηγουμένης παραγράφου οριζομένη συμμετοχή του περιθαλπομένου.
5) Ή ιατρική και μαιευτική αντίληψις χορηγείται έν ιατρείω, κατ’ οικον ή προκειμένου περί ασθενών ησφαλισμένων ή συνταξιούχων και έν, νοσοκομείω ή μαιευτηρίω, καθ’ ά περί τούτου θέλει ορίσει κανονισμός.
6) Το 'ίδρυμα ενασκεί κατά τα διά κανονισμού ορισθησόμενα έλεγχον έπί των ασθενών, δι’ επισκέψεως τούτων και κατ’ οίκον διά των πρός τούτο εντεταλμένων προσώπων. Επίσης ασκεί έλεγχον τών παρεχομένων φαρμάκων διά δειγματοληψιών, ών τάς καθ' έκαστα λεπτομέρειας θέλει καθορίσει διάταγμα, εκδισόμενον προτάσει των Υπουργών ’Εθνικής Οικονομίας και Κρατικής 'Υγιεινής καί Αντιλήψεως.
7) Διά την χορήγησιν της ιατρικής και μαιευτικής αντιλήψεως και των φαρμάκων ισχύει το σύστημα της ελευθέρας εκλογής υπό του περιθαλπομένου. Η όργάνωσις της ελευθύρας εκλογής των ιατρών ανατίθεται είς τον πανελλήνιον ιατρικόν σύλλογον, εις τόν οποίον καταβάλλει το ίδρυμα το δια την ιατρικήν αντίληψιν αντιστοιχούν έκ του ασφαλίστρου ασθένειας ποσοστού, έπι δέ καί τά κατά τήν παρ. 3 του παρόντος άρθρου εισπραττόμενα ποσά. 'Ο τρόπος τής οργανώσεως της ιατρικής αντιλήψεως καθορίζεται υπό του Πανελλ. ιατρικού συλλόγου, συμφώνως προς τους κανόνας της ιατρικής δεοντολογίας και υπό την προύπόθεσιν ότι θα παρέχεται εις τους περιθαλπόμενους ή υπό τής επιστήμης ενδεικνυομένη θεραπεία καί ότι ταύτην θα προσφέρουν τουλάχιστον το ήμισυ των έν έκάστω κέντρω διαμενόντων ιατρών. Δύναται το ίδρυμα εις κέντρα, εις τα όποια δεν καθίσταται εφικτή ή πραγματοποίησή του ανωτέρω συστήματος, να χρησιμοποιή τούς εις αυτά επιθυμούντας να παρέχωσι τας υπηρεσίας των ιατρούς.
Πάσα συλλογική διαφορά προκύπτουσα έκ τής εφαρμογής τής παραγράφου ταυτης λύεται διαιτητικώς υπό του συμβουλίου Κοινών. Ασφαλίσεων.
’Ιατροί μή έχοντες ασκήσει επί διετίαν τουλάχιστον το ιατρικόν επάγγελμα δεν επιτρέπεται να χορηγούν ιατρικάς φροντίδας έκτος τής περιπτώσεως, καθ’ ήν πρόκειται περί της χορηγήσεως τοιούτων φροντίδων εις ιατρείον, νοσοκομείον ή θεραπευτήριον, τελούν υπό την διεύθυνσιν ιατρού κεκτημένου την ανώτερον πείραν ή περί κέντρων, ένθα δεν υπάρχουν ιατροί τοιαύτης πείρας.
8) Πας ιατρός περιθάλπων ησφαλισμένους οφείλει να ειδοποιή το αρμόδιον τμήμα τού ιδρύματος περί τής παθήσεως του ασθενούς, καθ’ ον τρόπον θέλει ορίσει κανονισμός προς ύπο βοήθησιν του προληπτικού και στατιστικού έργου της ασφαλίσεως.
9) Τα φάρμακα παρέχονται παρά των κανονικώς λειτουργούντων φαρμακείων, έφ' όσον ταϋτα συμμορφωθώσι μέ τους όρους συμβάσεως καταρτισθησομένης μεταξύ του Ιδρύματος και τοΰ Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου ή τούς όρους ους θέλει καθορίσει ειδικός κανονισμός. Έν τή συμβάσει ή τω κανονισμω θέλουσι ορισθή και τα ποσοστά των προς το Ιδρυμα παρασχετέων επί της τιμής των φαρμάκων εκπτώσεων.
1) Έφ’ όσον ή ασθένεια τού ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου, ούχι όμως καί μέλους οικογένειας, απαιτεί την περίθαλψιν αυτού έν Σανατορίω ή αναρρωτηρίω, τήν χρησιμοποίησιν ειδικών θεραπευτικών μέσων (π. χ. χρήσιν λουτρών ή μηχανοθεραπείαν κλπ.), ή παντός είδους προθέσεις ή θεραπευτικάς συσκευάς, το Ιδρυμα δύναται να παρέχη τήν πρόσθετον ταύτην περίθαλψιν κατά τους ορισμούς τού κανονισμού.
2) Διά τού κανονισμού δύναται να όρισθή ή μερική συμμετοχή του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου εις τάς σχετικας δαπάνας κατά ποσοστόν ουδέποτε άνώτερον τοΰ τρίτου τούτων.
3) Ή πρόσθετος περίθαλψις, έφ’ όσον είναι αναγκαία διά την αποκατάστασιν ή βελτίωσιν τής υγείας των θυμάτων ατυχημάτων, χορηγείται αύτοίς υποχρεωτικώς παρά του Ιδρύματος, άνευ οιασδήποτε συμμετοχής των ενδιαφερομένων εις τας σχετικάς δαπάνας.
Εάν έν τω τόπω διαμονής του ασθενούς ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ούχί όμως καί μέλους οικογένειας, δεν είναι δυνατή ή νοσηλεία έν νοσοκομείω ή ή παροχή τής δεούσης ειδικής ιατρικής αντιλήψεως, ήν απαιτεί η ασθένειά του, το Ιδρυμα συμμετέχει, καθ’ δ μέτρον καί ύφ’ όρους και προϋποθέσεις, θέλει ορίσει κανονισμός, εις τας δαπάνας προς μεταβασιν και επιστροφήν του ασθενούς, έν ανάγκη δέ και ενός συνοδού αυτού έκ του τόπου τής διαμονής του εις το πλησιέστερον κέντρον, ένθα είναι δυνατόν να παρασχεθή εις αυτόν ή δέουσα ιατρική αντίληψις ή ή νοσοκομειακή περίθαλψις.
1) Εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ούχι δέ και μέλους οικογένειας, το Ιδρυμα καταβάλλει έξοδα κηδείας εκ δραχμών 1.250.
2) Τα έξοδα κηδείας καταβάλλονται εις τά διά κανονισμού ορισθησόμενα μέλη της οικογένειας του θανόντος.
Μη υπαρχόντων μελών της οικογένειας, δικαιουμένων εις έξοδα κηδείας το Ιδρυμα καταβάλλει εις τον κατά την κρίσιν του επιμεληθέντα της κηδείας.
1) Εάν ο ήσφαλισμένος συνέπεια ασθενείας μη οφειλομένης εις δόλον αυτού καταστή ανίκανος προς εργασίαν, και συνεπεία ταύτης απέχει της εργασίας του, δικαιούται ημερησίου χρηματικού βοηθήματος (επίδομα ασθενείας).
2) Το Ιδρυμα δύναται, κατά τας διατάξεις κανονισμού, να διακόπτη την χορήγησιν του επιδόματος ή να παρέχη μέρος μόνον αυτού, οσάκις διαπιστώνη προσηκόντως, ότι ο δικαιούχος επιδείνωσε την κατάστασίν του συνεπεία μη τηρήσεως των διά κανονισμού ορισθησαμένων υποχρεώσεων περί της οφειλομένης συμπεριφοράς των ασθενών.
Το επίδομα καταβάλλεται παρά του Ιδρύματος από της έκτης ημέρας, άφ’ ής ανηγγέλθη εις την υπηρεσίαν του ή επελθούσα εις τον ήσφαλισμένον άνιικανότης πρδς έργασίαν, μέχρι τής παρόδου αυτής, ουδέποτε δέ πέραν των εκατόν ογδοήκοντα ήμερών, έκτος εάν πρόκειται περί ανικανότητας οφειλομένης εις ατύχημα, οτε η καταβολή του άρχεται από τής τετάρτης ήμέρας. Το επίδομα καταβάλλεται καί διά τας μή εργασίμους ημέρας.
4) Το ποσόν του επιδόματος ορίζεται ως ακολούθως :
Εις τήν περίπτωσιν τού ατυχήματος, παρέχεται πρόσθετόν επίδομα, ίσον προς τα 50 εκατοστά του ανωτέρω οριζομένου επιδόματος ασθενείας, έφ’ όσας ημέρας διαρκεί ή ανικανότης, ούχί όμως και πέραν των 750 ήμερών.
Έν περιπτώσει εφαρμογής των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 τού άρθρου 8 αυξομειούται το επίδομα αναλόγως των ορισθησομένων μέσων όρων των μισθολογικών κλάσεων. Ως βάσις του υπολογισμού του έπιδόματος λαμβάνεται ό μέσος όρος τοΰ ημερομισθίου του ληφθέντος κατά τάς είκοσι ήμέρας καθ’ ας είργάσθη δ ήσφαλισμένος προ τοΰ ατυχήματος ή της ασθενείας του.
5) Έφ’ όσον δ ησφαλισμένος λαμβάνει αντιμισθίαν παρά του εργοδότου, το επίδομα μειοΰται εις τρόπον, ώστε προστιθέμενον εις την λαμβανομένην αντιμισθίαν νά μή ΰπερβαίνη τήν εις τον ησφαλισμένον προ τής ανικανότητας καταβαλλόμενη'; άμοιβήν.
6) Διά τους ήσφαλισμένους, τΰυς δικαιούμενους έπιδόματος
καί νοσηλευόμενους εις πάσης φύσεως θεραπευτήρια, το ποσον του επιδόματος μειούται, διά μέν τούς μή βαρυνομένους δια συντηρήσεως οικογένειας κατά τα δύο τρίτα, διά δε τους συντηρούντας οικογένειαν κατά το τρίτον.
7) Το κατά το παρόν άρθρον προβλεπόμενον επίδομα δια την περίπτωσιν ασθενείας μη οφειλομένης εις ατύχημα καταβάλλεται μετά διετίαν από της ισχύος του παρόντος νομού.
1) Ή ησφαλισμένη δικαιοΰται παρά του Ιδρύματος επί έξ εβδομάδας προ του τοκετού και επί ίσον χρόνον μετ’ αΰτον ημερησίου επιδόματος (επίδομα κυοφορίας και λοχείας).
2) Το επίδομα κυοφορίας και λοχείας καταβάλλεται, έφ’ όσας ημέρας τής έν τη προηγούμενη παραγράφω αναγραφόμενης περιόδου ή ήσφαλισμένη απέχει της εργασίας της συμπεριλαμβανομένων και των μη εργασίμων ήμερων.
3) Έν περιπτώσει τοκετού η ησφαλισμένη δικαιούται επιδόματος θηλάσεως έπί εξήκοντα ημέρας μετά την λήξιν του επιδόματος λοχείας και έφ’ όσον το νεογνόν ευρίσκεται εν ζωή. Εάν η ησφαλισμένη αποθάνη προ τής λήξεως του χρόνου παροχής του επιδόματος, καταβάλλεται το επίδομα διά τάς υπολοίπους ημέρας εις τον κατά την κρίσιν τού Ιδρύματος επιμελούμενον τής συντηρήσεως του βρέφους.
4) Το ποσόν του επιδόματος κυοφορίας, λοχείας και θηλάσεως ισούται προς το 1)3 του μέσου ημερησίου μισθού.
1) Προς εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου θεωρούνται ώς μέλη τής οικογένειας του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου τα κάτωθι πρόσωπα:
α') Ή σύζυγος, επί ησφαλισμένης δέ ο ανάπηρος και άπορος σύζυγος.
β') Τα άγαμα τέκνα (νόμιμα, νομιμοποιηθέντα, υΐοθετηθέντα, προγονοί και επί ησφαλισμένης καί τα νόθα) μέχρι συμπληρώσεως του 16ου έτους της ηλικίας των.
γ') Ή μήτηρ και ο ανάπηρος και άπορος πατήρ.
δ') Οι ορφανοί πατρός καί μητρός έγγονοι καί αδελφοί μέχρι συμπληρωσεως του 16ου έτους της ηλικίας των, έφ’ όρον είναι άγαμοι.
2) Τα πρόσωπα, τα αναφερόμενα έν τη προηγούμενη παραγράφω θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου, έφ’ όσον συμβιοΰσι μετ’ αυτού και η συντήρησίς των βαρύνει κυρίως αυτόν.
θεωρείται, οτι υπάρχει συμβίωσις και εάν διά σοβαρούς λόγους, όρισθησομένους διά κανονισμού, ο σύζυγος ή ή σύζυγος, ή τα τέκνα δεν διαμένουσι προσωρινώς υπό την αυτήν στέγην.
3) Έφ’ οσον η οικονομική κατάστασις του Ιδρύματος επιτρέπει τούτο, δυνανται κατά τας διατάξεις τού κανονισμού, αι παροχαι του άρθρου 26 να χορηγώνται και εις τα τέκνα καί μετά το εν τή παραγράφω 1 όριον ηλικίας, έφ’ όσον υφίστανται συνθήκαι καθιστώσαι αναγκαίαν την χορήγησιν εις αυτά των έν λόγω παροχών.
1) Ό παρά του Ίδρυματι ησφαλισμένος Θεωρείται ανάπηρος, εάν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωματικής ή πνευματικής δεν δύναται να κερδίζη δι’ εργασίας (ανταποκρινομένης εις τας δυνάμεις, τας δεξιότητας, την μόρφωσιν και την συνήθη αυτού επαγγελματικήν απασχόλησιν, πλέον του τρίτου εκείνου, οπερ συνήθως κερδίζει, έν τή αυτή περιφερεία και επαγγελματική κατηγορία σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως.
Ως αναπηρία παρέχουσα δικαίωμα εις σύνταξιν είναι η διαρκούσα κατά πρόβλεψιν έξ τουλάχιστον μήνας.
2) Ό παρά τω 'Ιδρύματι ησφαλισμένος, εάν καταστή ανάπηρος. έφ’ όσον συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις του άρθρου 40 παράγρ. 1 δικαιούται παρά του Ιδρύματος συντάξεως (σύνταξεως αναπηρίας).
3) Ό ησφαλισμένος, εάν καταστή ανάπηρος έκ προθέσεως ή συνεπεία πλημμελήματος ή κακουργήματος παρ’ αύτοΰ διαπραχθέντος και διαπιστωθή ή ενοχή του διά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, δεν δικαιούται συντάξεως αναπηρίας. Έάν όμως υπάρχωσι πρόσωπα εκ των εις το άρθρον 35 αναφερομένων, ταϋτα δικαιούνται τής συντάξεως, ής θα εδικαιούντο εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισμένου.
4) Το ποσον της ετησίας συντάξεως αναπηρίας συνισταται έκ σταθερού ποσού και έκ προσαυξήσεως.
Το σταθερόν ποσον ορίζεται εις δραχμάς τρεις χιλιάδας, ασχέτως των μισθολογικών κλάσεων, εις άς υπάγεται ο ανάπηρος ησφαλισμένος.
Έν περιπτώσει απασχολήσεως του ησφαλισμένου εις πλειόνας εργοδότας (άρθρον 8 παρ. 2) υπολογίζονται, άπαξ μέ το βασικόν ποσόν, αθροστικώς δέ αί προσαυξήσεις του προηγουμένου εδαφίου δι’ εκάστήν απασχόλησιν.
Έπι εφαρμογής των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 8 διά των, περί ών αυτή, διαταγμάτων δέον άφ’ ενός ν’ αυξομειοΰται αναλόγως τω ανωτέρω σταθερόν ποσον τής συντάξεως, ώς καί αί προσαυξήσεις αυτού δι’ εκάστην ημέραν εργασίας καί άφ’ ετέρου τροποποιούνται κατά τα διά κανονισμού ειδικώτερον ορισθησόμενα τα ποσά των κεχορηγημένων συντάξεων.
5) Διά τα Θύματα ατυχημάτων το ποσον τής συντάξεως δεν δυναται να είναι κατώτερον των 40 ο)ο της αντιμισθίας ην ελαμβανε το θΰμα κατά την ημέραν του ατυχήματος ή της διαπιστωσεως τής επαγγελματικής ασθενείας.
6) Το ποσόν τής συντάξεως προσαυξάνεται κατά 50 ο) ο, εφ' όσον ο ανάπηρος ησφαλισμένος ευρίσκεται διαρκώς εις κατάστασιν απαιτούσαν συνεχή επίβλεψίν, περιποιησήν και βοήθειαν ετέρου προσώπου (απόλυτος αναπηρία).
7) Το ποσόν της ετησίας συντάξεως αναπηρίας εν ούδε μία περιπτώσει δύναται να υπερβή τον μισθόν του ησφαλισμένου κατα το τελευταίον δωδεκάμηνον εργασίας.
1) Ό ησφαλισμένος ή ησφαλισμένη, εάν ό μεν μετά το 65ο ή δέ μετά το 60ον έτος της ηλικίας δεν κερδίζωσι, έξ οιασδήτοτε εργασίας, πλέον του ημίσεος εκείνου, όπερ κερδίζει έν τή αύτή περιφερείς και επαγγελματική κατηγορία σωματικός και πνευματικός υγιής άνθρωπος, έφ’ όσον συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις του άρθρου 40 παρ. 1. δικαιούται συντάξεως (σύνταξις γήρατος).
2) Διά τον κατά ποσον καθορισμόν της συντάξεως γήρατος ισχύουσιν αι διατάξεις των παραγράφων 4 και 7 του προηγουμένου άρθρου.
1) Εις περίπτωσιν θανάτου του ή της συνταξιούχου ή ησφαλισμένου ή ήσφαλισμένης, έφ’ όσον πληροϋνται αί προϋποθέσεις τοΰ άρθρου 40 παρ. 1, δικαιούνται συντάξεως κατά τας έπομένας παραγράφους:
α) Ή χήρα ή ο άπορος και ανάπηρος χήρος, ού ή συντήρησις εβάρυνε κυρίως την θανοΰσαν.
β) Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα και υιοθετηθέντα, ών η υιοθεσία έλαβε χώραν έν τουλάχιστον έτος προ του θανάτου ή τής χορηγήσεως συντάξεως εις τον θετόν πατέρα και τα οποία δεν λαμβάνουσιν οπωσδήποτε σύνταξιν έκ του Ιδρύματος και επί θανάτου ήσφαλισμένης ή συνταξιούχου και τα νόθα αυτής τέκνα.
γ) Οι κατά τον χρόνον του θανάτου του ησφαλισμένου ή του συνταξουχου (της ησφαλισμένης ή της συνταξιούχου) ορφανοί πατρός και μητρος έγγονοι και προγονοί, έφ’ όσον πάντες ούτοι συνεβίουν μετά του θανόντος (της θανούσης) και συνετηροΰντο κυρίως ύπ’ αυτοΰ (αυτής), και
δ) Οι γονείς, έαν συνεβίουν μετά του θανόντος (της θανούσης) και η συντήρησις των εβάρυνε κυρίως αυτόν (αυτήν).
2. Ή χήρα (χήρος) δεν δικαιούται συντάξεως.
Α) Εάν ο θάνατος του συζύγου (τής συζύγου) επήλθε προ της παρόδου των έξ μηνών από τής τελέσεως του γάμου, εκτός:
α) Εάν ο θάνατος οφείλεται εις ατύχημα.
β) Έάν υφισταμένου του γάμου εγεννήθη ή διά του γάμου ενοιμοποιήθη τέκνον.
γ) Έάν ή χήρα κατά τον χρόνον του θανάτου τελή εις καταστασιν εγκυμοσύνης, και
Β) Έάν ό θανών (ή θανούσα) ελάμβανε κατά την τέλεσιν του γάμου σύνταξιν αναπηρίας ή γήρατος, ό δε θάνατος επήλθε προ τής παρόδου 24 μηνών από τής τελέσεως του γάμου.
3) Το ποσον της ετησίας συντάξεως, εις ήν δικαιούται ή χήρα (χήρος) ισοΰται προς τα τεσσαράκοντα εκατοστά του ποσού τής συντάξεως του θανόντος (θανούσης), της συντάξεως δηλαδή ήτις απενεμήθη εις αύτον (αυτήν), ή εις ήν θα εδικαιούτο ούτος (αυτή), εάν κατά την ημέραν του θανάτου καθίστατο ανάπηρος.
4) Τό ποσον της ετησίας συντάξεως εκάστου τέκνου ισούται προς τα εΐκοσιν εκατοστά του ποσού τής ετησίας συντάξεως του θανόντος (θανούσης}.
Προκειμένου περί τέκνου ορφανού έξ αμφοτέρων των γονέων ή κατά το προηγουμένου εδάφιον σύνταξις αυτοΰ διπλασιάζεται.
Το συνολον των συντάξεων τής χήρας (χήρου) και των τέκνων δεν δυναται νά υπερβαίνη το ποσον τής συντάξεως του θανοντος, θανούσης) και μη υπαρχούσης χήρας (χήρου) δικαιούμενης συντάξεως τα εξήκοντα εκατοστά του έν λόγω ποσού.
Έαν το συνολον των συντάξεων υπερβαίνη τα όρια του προηγουμένου έδαφιου, ή σύνταξις έκάστου δικαιουμένου μειούται αναλόγας.
5) Οι περί ών η παράγραφος 1 έγγονοι, προγονοί και γονείς δικαιούνται συντάξεως, εάν δεν υφίσταται χήρα (χήρος) ή τέκνα δικαιούμενα συντάξεως, ή εάν υφισταμένων τοιουτων, διά τής ικανοποιήσεως των εις σύνταξιν δικαιωμάτων αυτών δεν εξηντλήθη το οριζόμενον έν έδαφιω 3 της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
6) Τό ποσον της συντάξεως εκάστου εγγόνου, προγονού ή γονεως ισοΰται προς τα εΐκοσιν εκατοστά τής συντάξεως του θανόντος (τής θανούσης), χωρίς όμως το συνολον των συντάξεων τών εγγόνων, προγονών καί γονέων να δύναται να υπερβή έν μεν τή πρώτη περιπτώσει του προηγουμένου έδαφίου, τό ποσόν τής συντάξεως του θανόντος (τής θανούσης), έν δε τή δεύτερα περιπτώσει του αυτοΰ έδαφίου, το ποσον τό απομένον έκ τής έν λόγω συντάξεως μετά την ίκανοποίησιν του εις σύνταξιν δικαιώματος τής χήρας (χήρου) ή των τέκνων.
Αι διατάξεις του τρίτου εδαφίου τής παραγράφου 4 εφαρμόζονται αναλόγως και εν προκειμένη).
7) Έάν πρόσωπον, εκ των κατά τας προηγουμένας διατάξεις του παρόντος άρθρου δικαιουμένων συντάξεως τελή εις κατάστασιν απολύτου αναπηρίας, το κατά τούς ανωτέρω ορισμούς εξευρισκόμενον ποσον της ετησίας αυτοΰ συντάξεως επαυξάνεται κατά τό ήμισυ, χωρίς ή τοιαύτη επαύξησις νά θίγη οπωσδήποτε τα δικαιώματα των λοιπών δικαιουμένων συντάξεως προσώπων.
8) Πρόσωπα, έκ των κατά το παρόν άρθρον δικαιούμενων συντάξεως, στερούνται παντός επ’ αυτής δικαιώματος, εάν δι’ αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου ήθελον καταδικασθή διά πράξιν, αποτέλεσμα τής οποίας υπήρξεν ο θάνατος του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου (τής ησφαλισμένης ή συνταξιούχου).
Εις περίπτωσιν αναπηρίας ή θανάτου ησφαλισμένου (ή ησφαλισμένης) ο ανάπηρος ή τα έν τή επομένη παραγράφω οριζόμενα πρόσωπα έφ’ όσον δεν δικαιούνται συντάξεως, πληροΰνται όμως αί προϋποθέσεις του άρθρου 46 παρ. 2, χορηγείται αύτοίς έφ’ άπαξ αποζημίωσις.
2) Έν περιπτώσει θανάτου ησφαλισμένης (ησφαλισμένου) έχουσι δικαίωμα επί τής έφ’ άπαξ αποζημιώσεως:
α) Ή χήρα (χήρος).
β) Ελλείψει χήρας (χήρου) δικαιουμένης, τα τέκνα.
γ) Ελλείψει και τέκνων δικαιουμένων, οι έγγονοι και προγονοί, και
δ) Έλλείψει καί έγγόνων ή προγονών δικαιούμενων, οι γονείς.
3) Πάντα τ’ ανωτέρω πρόσωπα έχουσι δικαίωμα επί της έφ’ άπαξ αποζημιώσεως, εις περίπτωσιν καθ’ ήν θα εδικαιούντο συντάξεως, έάν ο θανών ή θανούσα έπλήρουν τας προϋποθέσεις του άρθρου 40 παρ. 1.
4) Έάν υπάρχωσι πλείονα δικαιούμενα πρόσωπα, ή έφ’ άπαξ αποζημίωσις κατανέμεταχ μεταξύ αυτών κατ’ ισομοιρίαν.
5) Το ποσον τής έφ’ άπαξ αποζημιώσεως ισούται προς το ποσον της ετησίας συντάξεως, ήτις θ’ ανεγνωρίζετο υπέρ του ησφαλισμένου, εάν ουτος, μετά πραγματοποίησή του έν αρθρω 40 παρ. 1 έλαχίστου άριθμού ήμερων εργασίας, συμπληρουμένων διά των έλλειπουσών τοιούτων είς την μισθολογικήν κλάσιv είς ήν ανήκε κατά την τελευταίαν ημέραν εργασίας, ήθελε καταστή ανάπηρος.
1) Το εις σύνταξιν αναπηρίας η γήρατος δικαίωμα αρχεται από της πρώτης του μηνος του επομένου έκεινου, καθ’ ον υπεβλήθη παρά του πληρούντος τάς προϋποθέσεις του άρθρου 40 παρ. 1 ήσφαλισμένου αιτησις περί απονομής συντάξεως καί λήγει, άμα ώς εκλείψωσιν αι έν άρθροις 33 και 34 προϋποθέσεις ή διά τοΰ θανάτου του συνταξιούχου.
2) Έν περιπτώσει αναπηρίας όφειλομένης εις ασθένειαν ή ατύχημα το εις σύνταξιν δικαίωμα αρχεται απο τής ημέρας, καθ’ ήν έπαυσε το επί του επιδόματος ασθένειας δικαιωμα.
3) Το δικαίωμα τής χήρας (χήρου) εις σύνταξιν άρχεται από τής επομένης του θανάτου του συζύγου (της συζύγου) και λήγει διά τής τελέσεως νέου γάμου παρά τής χήρας ή χήρου ή διά του θανάτου αυτών.
Εις την περίπτωσιν τελέσεως νέου γάμου παρά της χήρας χορηγείται είς αυτήν έφ’ ,άπαξ βοήθημα ίσον προς δύο ετήσιας συντάξεις αυτής. Διά τής καταβολής του έν λόγω βοηθήματος άποσβεννυται διά την χήραν οιαδήποτε αξίωσις σχετιζομένη μέ την άσφάλισιν του άποβιώσαντος συζύγου.
4) Το εις σύνταξιν δικαίωμα των τέκνων, εγγόνων και προγονών, άρχεται από τής επομένης του θανάτου του γονέως ή πάππου, ή έπι τέκνου κυοφορούμενου κατά την ημέραν του θανάτου από της επομένης τής γεννήσεως αυτού, λήγει δ’ άμα τή συμπληρώσει του 16ου έτους τής ηλικίας ή και προ τής συμπληρώσεις του ορίου τούτου.
α') διά τής συνάψεως γάμου, β') διά της αναλήψεως συστηματικής βιοποριστικής εργασίας αποφερούσης ποσόν τουλάχιστον τετραπλάσιον του ποσού της συντάξεως και γ') διά του θανάτου του δικαιούχου.
Το ανωτέρω οριον ηλικίας:
α') Δεν ισχύει προκειμένου περί τέκνου, εγγόνου ή προγονού ανικάνου, λόγω παθήσεως, διά πάσαν βιοποριστικήν εργασίαν και
β') Παρατείνεται μέχρι του εικοστού πρώτου έτους τής ηλικίας, έφ’ όσov τα ανωτέρω πρόσωπα συνεχίζουσι την μόρφωσιν αυτών εις σχολάς γενικής ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως καί ώς έκ τούτου δεν ασκούσι βιοποριστικόν επάγγελμα.
5) Το δικαίωμα του γονέως εις σύνταξιν άρχεται από της επομένης τού θανάτου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου υιού (θυγατρός) και λήγει διά του θανάτου του δικαιούχου.
1) Το Ιδρυμα δύναται να παρέχη εις τους συνταξιούχους περίθαλψιν, είτε εις καταστήματα περιθάλψεως αναπήρων ή γερόντων, είτε εις ορφανοτροφεία ή ετερα ευαγή ιδρύματα:
α') Έπι τη αιτήσει αναλόγως ή των ιδίων ή του επιτρόπου ή κηδεμόνας ή αντιλήπτορος αυτών, και
β') Κατ’ αϊτησιν τής αστυνομικής αρχής του τόπου διαμονής των συνταξιούχων, έφ’ οσον πρόκειται περί τοξικομανών ή μεθυσκομένων καθ’ έξιν ή περί πασχόντων έξ επικινδύνων ψυχικών ή λοιμωδών παθήσεων.
2) Ή σύνταξις των κατά τ’ ανωτέρω περιθαλπόμενων ή θεραπευόμενων συνταξιούχων μειούται εις το τέταρτον μέν εάν οίτοι δεν βαρύνωνται διά της συντηρήσεως οικογένειας, είς το ηνίου δε εν αντιθετιρ περιπτώσει.
3) Έάν πταίσματι του συνταξιούχου ή του επιτρόπου ή του κηδεμένος ή του αντιλήπτορος αύτού δεν καθίσταται δυνατή ή χορήγησις ή ή συνέχισις της περιθάλψεως καί έξ ής θα ήρετο πιθανώς ή αναπηρία, δύναται το Ιδρυμα νά στερήση αυτόν του όλου ή μέρους τής συντάξεως του έπι χρόνον οΰχί μακρότερον τοΰ έτους.
4) Διά κανονισμού θέλουσιν ορισθή τα της εκτελέσεως του παρόντος άρθρου.
1) Παροχαί περί ών τά άρθρα 26, 27, 28, 29, 30 και 31 χορηγούνται, εις μέν τον ησφαλισμένον ή τα μέλη τής οικογένειας του, έφ’ όσον ούτος έντος το πολύ 12 μηνών προ της εκδηλώσεως τής ασθενείας επραγματοποίησεν 50 τουλάχιστον ημέρας εργασίας, είς δέ τον συνταξιούχον ή τα μέλη τής οικογένειας του, έφ’ όσον ούτος λαμβάνει σύνταξιν παρά του ιδρύματος.
Αί παροχαί της παραγράφου 2 του άρθρου 26 χορηγούνται καί είς την χήραν ησφαλισμένου, έάν ούτος μεν έντος εξ το πολύ μηνών προ του θανάτου του επραγματοποίησεν είκοσι τουλάχιστον ημέρας εργασίας, δ δε τοκετός ήθελεν επέλθει εντός τριακοσιων το πολύ ημερών από τού θανάτου του ησφαλισμένου.
1) Ουδέν δικαίωμα επί των παροχών, περί ών τα άρθρα 33, 34 και 35, αναγνωρίζεται, έφ’ όσον ο ησφαλισμένος (ησφαλισμένη) δεν επραγματοποίησεν επτακόσιας πεντήκοντα τουλάχιστον ημέρας εργασίας, έκ τών όποιων τριακοσίας τουλάχιστον εντός τεσσάρων το πολύ ετών προ της επελεύσεως τής αναπηρίας ή τής συμπληρώσεως του έν άρθρω 34 οριζομένου ορίου ηλικίας ή του θανάτου του, έκτος εάν κατά το διάστημα τούτο έλάμβανε σύνταξιν, ότε μειούται αναλόγως δ άπαιτοόμενος αριθμός των τριακοσιων ημερών εργασίας.
2) Το δικαίωμα επί της παροχής του άρθρου 36 αναγνωρίζεται, έφ’ δσον ο ήσφαλισμένος (ησφαλισμένη) έπραγματοποίησεν ολιγωτέρας τών επτακοσίων πεντήκοντα και περισσοτέρας των τριακοσιων ημέρας εργασίας, έξ ών τουλάχιστον διακοσιας έντος το πολύ τριετίας προ τής επελεύσεως τής αναπηρίας ή του θανάτου του.
Το δικαιωμα έπι τής άποζημιώσεως άπαξ μόνον δύναται ν ασκηθή. Εν περιπτώσει νέας υπαγωγής είς την ασφάλισιν δύναται ν’ αποκτηθή μόνον δικαίωμα είς σύνταξιν, έφ’ οσον ο ήσφαλισμένος πραγματοποιήση έκ νέου τον έν τή προηγούμενη παραγράφω οριζόμενον άριθμόν ημερών εργασίας. Είς τον καθορισμόν τής συντάξεως υπολογίζονται διά την προσαυξησιν αυτής καί αΐ ημέραι εργασίας, έπι τη βάσει των όποιων εχορηγήθη ή έφ’ άπαξ άποζημίωσις.
1) Διά την χορήγησιν των παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας ή συντάξεων δεν απαιτείται η πλήρωσις των προϋποθέσεων των άρθρων 39 καί 40, εάν ο ησφαλισμένος καταστή ανίκανος προς εργασίαν συνεπείς:
α) ατυχήματος έκ βιαίου συμβάντος, επελθόντος κατά την εκτέλεσιν τής εργασίας, η εξ αφορμής αυτής καί β) έξ επαγγελματικής νόσου.
2) Εάν το ατύχημα δεν επήλθε κατά την εκτέλεσιν τής εργασίας ή έξ αφορμής αυτής αι παροχαι της ασφαλίσεως άσθενείας χορηγούνται εις τον ήσφαλισμένον, άνευ τής πληρώσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 39, αί δέ παροχαι των άρθρων 33 και 35, έφ’ οσον ο παθών πληροί τας προϋποθέσεις τής παραγράφου 2 του άρθρου 40. Αί τυχόν υπολειπόμεναι μέχρι του αριθμού 750 ημέραι εργασίας, λογίζονται, ως πραγματοποιηθείσαι εις την μισθολογικήν κλάσιν, εις ήν άνήκεν ο ήσφαλισμένος κατά την τελευταίαν ημέραν τής εργασίας.
3) Ως επαγγελματική νόσος χαρακτηρίζεται ή έ? οξείας ή χρονίας δηλητηριάσεως ή ασθενείας περιλαμβανόμενης εις τον κατωτέρω πίνακα Α. προσβολή του ησφαλισμενου, έάν οϋτος εντός της ποοηγουμένης τής επελεύσεως τής δηλητηριάσεως ή ασθενείας διετίας επραγματοποίησε ημέρας εργασίας, ών ο αριθμός ορισθήσεται διά κανονισμού, εις έπιχείρησιν, περιλαμβανομένην έν τώ κατωτέρω πίνακι Β. και άντιστοιχοϋσαν εις τήν προσβαλουσάν αυτόν δηλητηρίασιν ή ασθένειαν.
ΠΙΝΑΞ A
Άσθένειαι καί δηλητηρώδες ούσιαι:
α) Δηλητηρίασις διά μόλυβδου των κραμάτων και συνθέτων αΰτοΰ μετά των άμεσων συνεπειών τής δηλητηριάσεως ταυτης.
β) Δηλητηρίασις δι’ υδραργύρου των αμαλγαμάτων καί των συνθέτων αυτού μετά των άμεσων συνεπειών της δηλητηριάσεως ταυτης.
γ) Μόλυνσις έξ άνθρακας.
ΠΙΝΑΞ Β'
’Επιχειρήσεις.
α) Κατεργασίαι μεταλλευμάτων εμπεριεχόντων μόλυβδον, συμπεριλαμβανομένης και τής μολυβδούχου τέφρας των εργοστασίων ψευδαργύρου. Τήξις παλαιού ψευδαργύρου καί μολύβδου εις ακατέργαστους όγκους. Κατασκευή αντικείμενων εκ χυτοΰ μολύβδου ή μολυβδίνων μιγμάτων. Πολυγραφικαί βιομηχανίαι. Κατεργασία των συνθέτων τοΰ μολύβδου, κατασκευή καί έπ σκευή ηλεκτρικών συσσωρευτών. Παρασκευή και χρήσης υελογανωμάτων περιεχόντων μόλυβδον. Στιλβωσις δια ρινισμάτων μολύβδου ή διά στιλβοκόνεως μολυβδουχου. Έργασίαι χρωματισμού περιλαμβάνουσαι τήν προπαρασκευην η τήν κατεργασίαν επιχρισμάτων μαστίχης (στοκου) η βαφών περιεχουσών χρωστικάς ουσίας μόλυβδου.
β) Κατεργασίαι μεταλλευμάτων υδραργύρου, κατασκευή μετρικών καί εργαστηριακών οργάνων. Παρασκευή πρωτων υλών, διά την πιλοποΐαν. Επιχρυσώσεις δια πυρος, χρήσις ΰδραργυρικών αντλιών διά την κατασκευήν ηλεκτρικών λαμπτήρων λευκοπυρακτώσεως. Κατασκευή εμπορευματων (καψυλίων) διά κροτοΰντος υδραργύρου.
γ) Κατεργασία ζωικών υπολειμμάτων. (Φορτωσις και εκφορτωσις, μεταφορά εμπορευμάτων.
Διά κανονισμών δύναται να επεκταθή ο κύκλος των εις τον πίνακα Α'. αναφερομένων παθήσεων ή να προστεθώσι καί έτεραι δηλητηριάσεις ή ασθένεια’, οριζόμενων άμα έν τώ ανωτέρω πίνακι Β'. και των προς αυτάς αντιστοιχουσών εργασιών ή επιχειρήσεων.
4) Διά κανονισμού όρισθήσεται ό τρόπος και ή διαδικασία τής βεβαιώσεως ατυχημάτων έν γένει.
1) Το Ιδρυμα δύναται να λαμβάνη πάν μέτρον, γενικής ή ειδικής φύσεως, συντελούν εις την πρόληψιν ασθενειών καί ίδια τών κοινωνικών τοιουτων (φυματιώσεως, καρκίνου, αφροδισιων, αλκοολισμού κλπ.) ώς καί τής αναπηρίας καί να ενισχύη προσπάθειας του Κράτους, των Δήμων ή Οργανισμών, οργανώσεων ή ιδρυμάτων τεινούσας εις τήν ανύψωσιν τοΰ επιπέδου υγιεινής και ιδιαιτέρως των ησφαλισμενων, τών συνταξιούχων και των μελών τής οικογένειας αύτών.
2) Το Ιδρυμα δύναται νά ένισχυη την δράσιν του σώματος Επιθεωρήσεως ’Εργασίας, προς διαφύλαξιν τής υγείας και σωματικής ακεραιότητας των ησφαλισμένων κατά τα διά κανονισμού ορισθησόμενα.
3) Ίνα ή προληπτική δράσις του καταστή πλέον άποτελεσματικη, το Ιδρυμα δύναται να οργανωνη, έν συνεννοήσει μετά του αρμοδίου Υπουργείου, εκθέσεις υγιεινής, να συνιστά και συντηρή μουσεία των οργάνων καί σκευών προλήψεως τών ατυχημάτων και να καταδάλη συστηματικάς προσπάθειας προς εκλαικευσιν των γνώσεων υγιεινής καί άνάπτυξιν τής προσοχής των ήσφαλισμενων προς προφύλαξιν άπό τών επαγγελματικών κινδυνων. Η δα τον σκοπόν τούτον δαπάνη δεν δύναται να υπερβαινη το 1)100 των συνολικών τακτικών εσόδων τού Ιδρύματος.
1) Από τής δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου καταργείται ο νόμος 5733 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων» θεωρούμενος ως ουδέποτε ισχύσας.
2) Από της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου, αί διατάξεις του άρθρου 49 του Νόμου 4548 παύουσι νά ισχύωσι δι’ έκαστον Δήμον, άμα ώς το προσωπικόν αυτού υπαχθή είς την ασφάλισιν του παρόντος Νόμου, τά δέ ποσά των μέχρι ταυ χρονικού τούτυυ σημείου ενεργηθεισών κρατήσεων έπί του μισθοΰ τού υπαχθέντος είς τήν ασφάλισιν προσωπικού αποδίδονται εις το Ίδρυμα μετά καταστάσεως εμφανούσης το όνοματεπωνυμον τών προσώπων, επί των μισθών των οποίων ένηρηγηθησαν αί κρατήσεις καί τά παρ’ εκάστου τούτων παρακρατηθεντα ποσά, προς αναδρομικόν υπολογισμόν τής υπαγωγής των προσώπων τούτων εις τήν άσφαλισίν, καθ’ ά θέλει ορίσει Κανονισμός. Έπί θανάτου τίνος των έν λόγω προσώπων έπι συμβάντος κατά τον μέχρι τής υπαγωγής τούτων εις τήν ασφάλισιν χρόνον, το ποσον των επί του μισθού αυτοΰ ενεργηθεισών κρατήσεων αποδίδεται παρά του Ιδρύματος, εφαρμοζομένων των διατάξεων των παραγράφων 2, 3 καί 4 του άρθρου 35 του παρόντος Νόμου.
Αι διατάξεις των άρθρων 48—54 του αυτού Νόμου 4548 περί καταστάσεως των δημοτικών υπαλλήλων από τής εις τήν ασφάλισιν υπαγωγής των δημοτικών υπαλλήλων καταργούνται.
3) Πασα αμφισβήτησις άναδυομένη εκ της εφαρμογής τής ποοηγουμένης παραγράφου λύεται οριστικώς και ανεκκλήτως δι’ αποφάσεων του Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
4) Εις περίπτωσιν ανικανότητας προς εργασίαν ή θανάτου, οφειλομένου εις ατύχημα, έκ βίαιου συμβάντος έπελθόντος έν τή έκτελέσει τής εργασίας ή έξ αφορμής αυτής εάν ο παθών έιχε ύπαχθή εις τήν άσφάλισιν καί ώς έκ τούτου δικαιούται ουτος ή έν περιπτώσει θανάτου του, τά έν άρθρω 35 άναφερόμενα πρόσωπα τών παροχών τών ασφαλίσεων του παρόντος Νόμου, ό οικείος έργοδότης απαλλάσσεται τής έκ τών διατάξεων του Β. Διατάγματος τής 24 ’Ιουλίου 1920 «περί κωδινοποιήσεως ιών νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν τών έξ ατυχήματος έν τή έργασ’α παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» ώς αυται έτροποιποιήθησαν μεταγενεστέρως, υποχρεώσεων προς καταβολήν τής παρά τούτων προβλεπομένης αποζημιώσεως και εξόδων νοσηλείας καί κηδείας.
5) Αι παρά των κατά το Β. Διάταγμα περί ου η προηγούμενη παράγραφος υποχρεών εις αποζημίωσιν έν περιπτώσει ατυχήματος συναφθείσαι προ τής δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου συμβάσεις περί μεταθέσεως τών διά τήν περίπτωσιν ταύτην υποχρεώσεών των εις ιδιωτικάς ασφαλιστικάς έπιχειρήσεις διατηρούνται έν ΐσχύί μέχρι τής λήξεώς των, ούκ όμως καί πέραν τής 1ης ’Ιουλίου 1936. Αί μετά την δημοσίευσιν του παρόντος συναπτόμεναι ώς άνω συμβάσεις παύουσιν ίσχύουσαι άμα τη υπαγωγή εις την άσφάλισιν τών εις ους άναφέρονται μισθωτών.
6) Έάν τα πρόσωπα τα παρέχοντα εργασίαν ή υπηρεσίας έναντι μισθού εις εργοδότην συμβεβλημένον κατά τήν προηγουμενην παράγραφον ύταχθώσιν εις τήν άσφάλισιν τοϋ παρόντος Νόμου προ τής 1ης ’Ιουλίου 1935, το μεν τμήμα τών εισφορών τών βαρυνουσών τόν έν λόγω εργοδότην μειοΰται διά τόν υπόλοιπον χρόνον ισχύος τής συμβάσεως κατά 25 ο)ο, ή δέ έκ τής συμβάσεως δεσμευομένη ιδιωτική ασφαλιστική έπιχειρησις, έάν έν τω μεταξύ έπέλθη ατύχημα εις τι τών εν λογω προσώπων, ΰποχρεοϋται νά καταβάλη εις το Ίδρυμα το ποσον, οπερ έκ τής συμβάσεως ώφειλε νά καταβάλη προς θεραπείαν του παθόντος καί άποζημίωσιν αύψΰ ή τών κληρονόμων του. Έν τή περιπτώσει ταύτη, έάν αί παρά τοϋ 'Ιδρύματος χορηγηθείσαι ή χορηγητέαι κατά τόν παρόντα Νόμον εις τον παθόντα ή τα πρόσωπα τοΰ άρθρου 35 παροχαί ύστεροΰσι κατά ποσον του παρά τής ιδιωτικής ασφαλίσεως επιχειρήσεως κατά τα ανωτέρω καταβληθέντος εις το Ίδρυμα, ΰποχρεοϋται ο εργοδότης να καταβάλη την διαφοράν εις τον παθόντα. και τούτου θανόντος έκ τοΰ ατυχήματος εις τά πρόσωπα τοϋ άρθρου 35.
Ό παρών νόμος, ψηφισθεις ύπο τής Βουλής καί τής Γερουσίας και παρ’ Ημών σήμερον έκδοθείς, δημοσιευθήτω δια τής ’Εφημερίδας τής Κυβερνήσεως καί έκτελεσθήτω ώς νόμος τοΰ Κράνους.
Έν Δεκελεία 24 Σεπτεμβρίου 1934.
'Ο Πρόεδρος τη; Δημοκρατίας
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ
Το 'Υπουργικόν Συμβοΰλιον
'Ο Πρόεδρος
Π. ΤΣΑΛΔΑΡΗΣ
Τα Μέλη
Δ. ΜΑΞΙΜΟΣ, Σ. ΤΑΛΙΑΔΟΥΡΟΣ, Δ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΑΟΣ, Γ. ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ, Π. ΓΑΝΔΗΣ, I. ΘΕΟΤΟΚΗΣ, Μ. ΚΥΡΚΟΣ, Α. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ, Δ. ΧΕΛΜΗΣ, Σ. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΔΟΣ, Σ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Έθεωρηθη καί ετέθη ή μεγάλη του Κράτους σφραγίς.
Έν Άθήναις 25 Σεπτεμβρίου 1934.
Ό Υπουργός τής Δικαιοσύνης
ΣΠ. ΤΑΛΙΑΔΟΥΡΟΣ
The social partners body for health and safety at work