Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 551 - 600, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Amphoteric properties
Μετάφραση:
Επαμφοτερίζουσες ιδιότητες
Όρος:
Amplifier
Μετάφραση:
Ενισχυτής
Όρος:
Amplitude
Μετάφραση:
Πλάτος
Συντομογραφία:
AM
Όρος:
Amplitude modulation
Μετάφραση:
Διαμόρφωση εύρους
Όρος:
Amputation
Μετάφραση:
Ακρωτηριασμός
Όρος:
Ampute
Μετάφραση:
Ακρωτηριασμένος
Όρος:
Amyl acetate or pentyl acetate or pear oil
Μετάφραση:
Οξικός αμυλεστέρας ή οξικό μεθυλοβουτύλιο ή οξικό αμύλιο ή οξικό πεντύλιο ή αχλαδέλαιο ή απιδέλαιο
Όρος:
amyl alcohol N-
Μετάφραση:
N-Αμυλική αλκοόλη
Συντομογραφία:
TAME
Όρος:
Amyl methyl ether tert-, 2-methoxy-2-methylbutane
Μετάφραση:
tert-αμυλο-μεθυλαιθέρας
Όρος:
Amylase
Μετάφραση:
Αμυλάση
Όρος:
Amylopectin
Μετάφραση:
Αμυλοπηκτίνη
Όρος:
Amylose or corn starch
Μετάφραση:
Αμυλόζη
Όρος:
Anaemia
Μετάφραση:
Αναιμία
Όρος:
Anaerobic biodegradation
Μετάφραση:
Αναεροβική βιοαποδόμηση
Όρος:
Anaerobic conditions
Μετάφραση:
Αναερόβιες συνθήκες
Όρος:
Anaesthesia
Μετάφραση:
Αναισθησία, νάρκωση
Όρος:
Anaesthetic
Μετάφραση:
Αναισθητικό
Όρος:
Analgesia
Μετάφραση:
Αναλγησία
Όρος:
Analgesic
Μετάφραση:
Αναλγητικό
Συντομογραφία:
AoA
Όρος:
Analysis of alternatives
Μετάφραση:
Ανάλυση εναλλακτικών (ΑΕ)
Όρος:
Analyst
Μετάφραση:
Αναλυτής (ο αναλυτικός επιστήμονας)
Όρος:
Analyte
Μετάφραση:
Αναλυτέα ουσία ή προσδιοριζόμενο συστατικό ή αναλύτης
Όρος:
Analytical chemistry
Μετάφραση:
Αναλυτική χημεία
Όρος:
Analytical determination
Μετάφραση:
Αναλυτικός προσδιορισμός
Συντομογραφία:
AG
Όρος:
Analytical grade or reagent grade
Μετάφραση:
Αναλυτικώς καθαρό αντιδραστήριο
Όρος:
Analytical information
Μετάφραση:
Αναλυτικές πληροφορίες
Όρος:
Analytical method
Μετάφραση:
Αναλυτική μέθοδος
Όρος:
Analytical parameter
Μετάφραση:
Αναλυτική παράμετρος
Όρος:
Analytical problem
Μετάφραση:
Αναλυτικό πρόβλημα
Όρος:
Analytical procedure
Μετάφραση:
Αναλυτική διαδικασία
Όρος:
Analytical response
Μετάφραση:
Αναλυτική απόκριση
Όρος:
Analytical technique
Μετάφραση:
Τεχνική ανάλυσης, αναλυτική τεχνική
Όρος:
Analyzer
Μετάφραση:
Αναλυτής (όργανο)
Όρος:
Anatomy
Μετάφραση:
Ανατομία
Όρος:
Anchor device
Μετάφραση:
Διάταξη αγκύρωσης
Όρος:
Androgen
Μετάφραση:
Ανδρογόνο
Όρος:
Anethole or oil of aniseed or 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Μετάφραση:
Ανηθόλη ή ανηθέλαιο
Όρος:
Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Μετάφραση:
Αγγειονευρωτικές ασθένειες που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Όρος:
Anhaesthetic gas
Μετάφραση:
Αναισθητικό αέριο
Όρος:
Anhydrite
Μετάφραση:
Ανυδρίτης
Όρος:
Anhydrous ammonia
Μετάφραση:
Άνυδρη αμμωνία
Όρος:
Aniline hydrochloride see anilinium chloride
Μετάφραση:
Όρος:
Aniline or aminobenzene or phenylamine
Μετάφραση:
Ανιλίνη ή αμινοβενζόλιο ή φαινυλαμίνη
Όρος:
Anilinium chloride or aniline hydrochloride
Μετάφραση:
Χλωριούχο ανιλίνιο ή υδροχλωρική ανιλίνη
Όρος:
Anilinium hydrogen sulfate
Μετάφραση:
Όξινη θειική ανιλίνη
Όρος:
animal by-products
Μετάφραση:
ζωικά υποπροϊόντα
Όρος:
Animal material
Μετάφραση:
Ζωικά υλικά
Όρος:
Animal nutrition
Μετάφραση:
Διατροφή των ζώων
Όρος:
Anion
Μετάφραση:
Ανιόν
Όρος:
Anisaldehyde or p-methoxybenzaldehyde
Μετάφραση:
Ανισαλδεΰδη ή p-μεθοξυβενζαλδεΰδη
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Current page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
…
Next page
››
Last page
τελευταία »