Όρος: Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Μετάφραση: Ρινίτιδες αλλεργικής φύσης προκαλούμενες από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο είδος της εργασίας
Όρος: Allergy
Μετάφραση: Αλλεργία
Όρος: Allitol
Μετάφραση: Αλλιτόλη
Όρος: Allocation of functions
Μετάφραση: Ανάθεση καθηκόντων
Συντομογραφία: AS
Όρος: Allometric scaling
Μετάφραση:
Όρος: Allopyranose
Μετάφραση: Αλλοπυρανόζη
Όρος: Alloy
Μετάφραση: Κράμα
Όρος: Allyl
Μετάφραση: Αλλύλιο
Συντομογραφία: AA
Όρος: Allyl alcohol or propen-1-ol-3
Μετάφραση: Αλλυλική αλκοόλη ή προπεν-1-όλη-3
Όρος: Allyl bromide or 3-bromopropene or 3-bromopropylene
Μετάφραση: Αλλυλοβρωμίδιο ή 3-βρωμοπροπένιο ή 3-βρωμοπροπυλένιο
Όρος: Allyl chloride or 3-chloropropene or 3-chloropropylene or 3-chloro-1-propene
Μετάφραση: Αλλυλοχλωρίδιο ή 3-χλωροπροπένιο ή 3-χλωροπροπυλένιο ή 3-χλωρο-1-προπένιο ή χλωριούχο αλλύλιο