Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 551 - 600, σε σύνολο 12273
| ( | 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Amphoteric properties
Μετάφραση: Επαμφοτερίζουσες ιδιότητες

Όρος: Amplifier
Μετάφραση: Ενισχυτής

Όρος: Amplitude
Μετάφραση: Πλάτος

Συντομογραφία: AM
Όρος: Amplitude modulation
Μετάφραση: Διαμόρφωση εύρους

Όρος: Amputation
Μετάφραση: Ακρωτηριασμός

Όρος: Ampute
Μετάφραση: Ακρωτηριασμένος

Όρος: Amyl acetate or pentyl acetate or pear oil
Μετάφραση: Οξικός αμυλεστέρας ή οξικό μεθυλοβουτύλιο ή οξικό αμύλιο ή οξικό πεντύλιο ή αχλαδέλαιο ή απιδέλαιο

Όρος: amyl alcohol N-
Μετάφραση: N-Αμυλική αλκοόλη

Συντομογραφία: TAME
Όρος: Amyl methyl ether tert-, 2-methoxy-2-methylbutane
Μετάφραση: tert-αμυλο-μεθυλαιθέρας

Όρος: Amylase
Μετάφραση: Αμυλάση

Όρος: Amylopectin
Μετάφραση: Αμυλοπηκτίνη

Όρος: Amylose or corn starch
Μετάφραση: Αμυλόζη

Όρος: Anaemia
Μετάφραση: Αναιμία

Όρος: Anaerobic biodegradation
Μετάφραση: Αναεροβική βιοαποδόμηση

Όρος: Anaerobic conditions
Μετάφραση: Αναερόβιες συνθήκες

Όρος: Anaesthesia
Μετάφραση: Αναισθησία, νάρκωση

Όρος: Anaesthetic
Μετάφραση: Αναισθητικό

Όρος: Analgesia
Μετάφραση: Αναλγησία

Όρος: Analgesic
Μετάφραση: Αναλγητικό

Συντομογραφία: AoA
Όρος: Analysis of alternatives
Μετάφραση: Ανάλυση εναλλακτικών (ΑΕ)

Όρος: Analyst
Μετάφραση: Αναλυτής (ο αναλυτικός επιστήμονας)

Όρος: Analyte
Μετάφραση: Αναλυτέα ουσία ή προσδιοριζόμενο συστατικό ή αναλύτης

Όρος: Analytical chemistry
Μετάφραση: Αναλυτική χημεία

Όρος: Analytical determination
Μετάφραση: Αναλυτικός προσδιορισμός

Συντομογραφία: AG
Όρος: Analytical grade or reagent grade
Μετάφραση: Αναλυτικώς καθαρό αντιδραστήριο

Όρος: Analytical information
Μετάφραση: Αναλυτικές πληροφορίες

Όρος: Analytical method
Μετάφραση: Αναλυτική μέθοδος

Όρος: Analytical parameter
Μετάφραση: Αναλυτική παράμετρος

Όρος: Analytical problem
Μετάφραση: Αναλυτικό πρόβλημα

Όρος: Analytical procedure
Μετάφραση: Αναλυτική διαδικασία

Όρος: Analytical response
Μετάφραση: Αναλυτική απόκριση

Όρος: Analytical technique
Μετάφραση: Τεχνική ανάλυσης, αναλυτική τεχνική

Όρος: Analyzer
Μετάφραση: Αναλυτής (όργανο)

Όρος: Anatomy
Μετάφραση: Ανατομία

Όρος: Anchor device
Μετάφραση: Διάταξη αγκύρωσης

Όρος: Androgen
Μετάφραση: Ανδρογόνο

Όρος: Anethole or oil of aniseed or 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Μετάφραση: Ανηθόλη ή ανηθέλαιο

Όρος: Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Μετάφραση: Αγγειονευρωτικές ασθένειες που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις

Όρος: Anhaesthetic gas
Μετάφραση: Αναισθητικό αέριο

Όρος: Anhydrite
Μετάφραση: Ανυδρίτης

Όρος: Anhydrous ammonia
Μετάφραση: Άνυδρη αμμωνία

Όρος: Aniline hydrochloride see anilinium chloride
Μετάφραση:

Όρος: Aniline or aminobenzene or phenylamine
Μετάφραση: Ανιλίνη ή αμινοβενζόλιο ή φαινυλαμίνη

Όρος: Anilinium chloride or aniline hydrochloride
Μετάφραση: Χλωριούχο ανιλίνιο ή υδροχλωρική ανιλίνη

Όρος: Anilinium hydrogen sulfate
Μετάφραση: Όξινη θειική ανιλίνη

Όρος: animal by-products
Μετάφραση: ζωικά υποπροϊόντα

Όρος: Animal material
Μετάφραση: Ζωικά υλικά

Όρος: Animal nutrition
Μετάφραση: Διατροφή των ζώων

Όρος: Anion
Μετάφραση: Ανιόν

Όρος: Anisaldehyde or p-methoxybenzaldehyde
Μετάφραση: Ανισαλδεΰδη ή p-μεθοξυβενζαλδεΰδη

Ακολουθήστε μας