Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 8451 - 8500, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Performance criteria
Μετάφραση:
Κριτήρια επίδοσης
Όρος:
Performance indicators
Μετάφραση:
Δείκτες επίδοσης
Όρος:
Performance measures and rewards
Μετάφραση:
Μετρήσεις επίδοσης και επιβραβεύσεις
Όρος:
Performance of certification
Μετάφραση:
Λειτουργία πιστοποίησης
Όρος:
Performance of tests
Μετάφραση:
Εκτέλεση των δοκιμών
Όρος:
Performance requirements
Μετάφραση:
Απαιτήσεις επιδόσεων
Συντομογραφία:
PS
Όρος:
Performance standards
Μετάφραση:
Πρότυπα επιδόσεων
Όρος:
performance-enhancing drugs
Μετάφραση:
Φαρμακοδιέγερση (Η χρήση φαρμάκων για τη βελτίωση των επαγγελματικών επιδόσεων)
Όρος:
Perfume industry
Μετάφραση:
Αρωματοβιομηχανία
Όρος:
Period of grace
Μετάφραση:
Περίοδος χάριτος
Όρος:
Period of validity
Μετάφραση:
Περίοδος ισχύος
Όρος:
Periodic acid
Μετάφραση:
Υπεριωδικό οξύ
Όρος:
Periodic Inspection
Μετάφραση:
Περιοδικός έλεγχος
Όρος:
Periodic table
Μετάφραση:
Περιοδικός πίνακας
Όρος:
Periodical medical examinations
Μετάφραση:
Περιοδικές ιατρικές εξετάσεις
Όρος:
Perlite
Μετάφραση:
Περλίτης
Όρος:
Permanent contracts
Μετάφραση:
Σύμβαση αορίστου χρόνου
Όρος:
Permanent disabilities
Μετάφραση:
Μόνιμες αναπηρίες
Όρος:
Permanent residence
Μετάφραση:
Μόνιμη διανομή
Όρος:
Permanent storage
Μετάφραση:
Μόνιμη αποθήκευση
Όρος:
Permanent workplaces
Μετάφραση:
Μόνιμες θέσεις εργασίας
Όρος:
permanganates
Μετάφραση:
Υπερμαγγανικά
Όρος:
Permeability
Μετάφραση:
Διαπερατότητα
Όρος:
Permeate
Μετάφραση:
Διαπερνώ, διεισδύω, διαποτίζω
Όρος:
Permeation
Μετάφραση:
Διαποτισμός
Όρος:
Permethrin
Μετάφραση:
Περμεθρίνη
Συντομογραφία:
PEL
Όρος:
Permissible exposure limit (OSHA)
Μετάφραση:
Όριο Επιτρεπτής Έκθεσης (του OSHA)
Όρος:
Permit
Μετάφραση:
Άδεια
Όρος:
Permitted limit
Μετάφραση:
Επιτρεπόμενο όριο
Όρος:
Peroxide
Μετάφραση:
Υπεροξείδιο
Όρος:
Peroxyacetic acid
Μετάφραση:
Υπεροξικό οξύ (C2H4O3)
Όρος:
Peroxyacids
Μετάφραση:
Υπεροξέα (RCOOOH)
Όρος:
Peroxybenzoic acid
Μετάφραση:
Υπεροξυβενζοϊκό οξύ (C7H6Ο3)
Όρος:
Peroxyformic acid
Μετάφραση:
Υπεροξυμυρμηκικό οξύ
Όρος:
Persistency
Μετάφραση:
Ανθεκτικότητα
Όρος:
Persistent
Μετάφραση:
Ανθεκτικός
Όρος:
Persistent foaming
Μετάφραση:
Έμμονος αφρισμός
Συντομογραφία:
POPs
Όρος:
Persistent Organic Pollutants
Μετάφραση:
Παραμένοντες Οργανικοί Ρύποι, Έμμονοι Οργανικοί Ρύποι (ΕΟΠ)
Συντομογραφία:
PBT
Όρος:
Persistent, Bioaccumulative and Toxic substance
Μετάφραση:
Ανθεκτική, βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ουσία (ΑΒΤ)
Συντομογραφία:
POAC
Όρος:
Person in overall advisory control
Μετάφραση:
Πρόσωπο με γενικό συμβουλευτικό έλεγχο
Όρος:
Personal buoyancy aids
Μετάφραση:
Ατομικά βοηθήματα επίπλευσης
Όρος:
Personal computer
Μετάφραση:
Προσωπικός υπολογιστής
Όρος:
Personal data
Μετάφραση:
Προσωπικά δεδομένα
Όρος:
Personal eye-protection
Μετάφραση:
Μέσα ατομικής προστασίας ματιών
Συντομογραφία:
PHP
Όρος:
Personal hearing protectors
Μετάφραση:
Ατομικά μέσα προστασίας της ακοής
Όρος:
Personal hygiene
Μετάφραση:
Ατομική υγιεινή
Όρος:
Personal monitoring
Μετάφραση:
Ατομική παρακολούθηση
Όρος:
Personal protection
Μετάφραση:
Ατομική προστασία
Συντομογραφία:
PPE
Όρος:
Personal protective equipment
Μετάφραση:
Μέσα ατομικής προστασίας (ΜΑΠ)
Όρος:
Personnel
Μετάφραση:
Προσωπικό
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
166
Page
167
Page
168
Page
169
Current page
170
Page
171
Page
172
Page
173
Page
174
…
Next page
››
Last page
τελευταία »