Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 8501 - 8550, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Personnel downsizing
Μετάφραση:
Μείωση του προσωπικού
Όρος:
Personnel selection
Μετάφραση:
Επιλογή του προσωπικού
Όρος:
Personnel turnover
Μετάφραση:
Κινητικότητα προσωπικού
Όρος:
Persons with special needs
Μετάφραση:
Άτομα με ειδικές ανάγκες
Όρος:
Persulfates
Μετάφραση:
Υπερθειικά άλατα
Όρος:
Pervasiveness
Μετάφραση:
Διαχυτικότητα
Όρος:
Pesticide
Μετάφραση:
Φυτοφάρμακο
Συντομογραφία:
PHED
Όρος:
Pesticide handler exposure database
Μετάφραση:
Όρος:
Petrol
Μετάφραση:
Βενζίνη
Όρος:
Petrol stations
Μετάφραση:
Πρατήρια καυσίμων
Όρος:
Petroleum coke see asphalt
Μετάφραση:
Όρος:
Petroleum ether
Μετάφραση:
Πετρελαϊκός αιθέρας
Όρος:
Petroleum jelly
Μετάφραση:
Βαζελίνη
Όρος:
Petroleum or gas oil
Μετάφραση:
Πετρέλαιο
Όρος:
Petroleum products
Μετάφραση:
Πετρελαϊκά προϊόντα, Παράγωγα πετρελαίου
Όρος:
Petroleum spirit
Μετάφραση:
Πετρελαϊκός αιθέρας
Όρος:
pH neutraliser
Μετάφραση:
Εξουδετερωτής pH
Όρος:
Phagocytosis
Μετάφραση:
Φαγοκυττάρωση
Όρος:
Pharynx
Μετάφραση:
Φάρυγγας
Όρος:
Phase
Μετάφραση:
Φάση
Συντομογραφία:
PCM
Όρος:
Phase contrast microscopy
Μετάφραση:
Μικροσκοπία αντίστροφης φάσης
Όρος:
Phase-in substance
Μετάφραση:
Σταδιακά εισαγόμενη ουσία
Όρος:
Phenanthrene
Μετάφραση:
Φαινανθρένιο
Όρος:
Phenazone or antipyrine
Μετάφραση:
Φαιναζόνη ή αντιπυρίνη
Όρος:
Phenetole or ethyl phenyl ether
Μετάφραση:
Φαινετόλη ή αιθυλοφαινυλοαιθέρας
Όρος:
Phenic acid see phenol
Μετάφραση:
Όρος:
Phenol or hydroxybenzene or phenic acid or carbolic acid, phenylalcohol, monohydroxybenzene
Μετάφραση:
Φαινόλη ή υδροξυβενζόλιο ή φαινικό οξύ ή καρβολικό οξύ
Όρος:
Phenolic derivatives
Μετάφραση:
Φαινολικά παράγωγα
Όρος:
Phenolphthalein
Μετάφραση:
Φαινολοφθαλεϊνη
Όρος:
Phenolphthalein powder
Μετάφραση:
Φαινολοφθαλεϊνη σκόνη
Όρος:
Phenols
Μετάφραση:
Φαινόλες
Όρος:
Phenothiazine, 2,3:5,6-dibenzo-1,4-thiazine
Μετάφραση:
Φαινοθειαζίνη
Όρος:
Phenyl acetate
Μετάφραση:
Οξικός φαινυλεστέρας
Όρος:
Phenyl benzoate
Μετάφραση:
Βενζοϊκό φαινύλιο
Όρος:
Phenyl butene
Μετάφραση:
Φαινυλοβουτένιο
Όρος:
Phenyl carbitol
Μετάφραση:
Φαινυλοκαρβιτόλη
Όρος:
Phenyl cyanide see benzonitrile
Μετάφραση:
Όρος:
Phenyl ether
Μετάφραση:
Διφαινυλαιθέρας
Όρος:
Phenyl ether see diphenyl ether
Μετάφραση:
Συντομογραφία:
PGE
Όρος:
Phenyl glycidyl ether, 2,3-epoxypropyl phenyl ether, 1,2-epoxy-3-phenoxypropane
Μετάφραση:
Φαινυλoγλυκιδυλαιθέρας εποξύ-3-φαινοξυπροπάνιον 1,2-
Όρος:
Phenyl isocyanate or carbanyl
Μετάφραση:
Φαινυλοϊσοκυανίδιο ή καρβανύλιο
Όρος:
Phenyl isothiocyanate
Μετάφραση:
Φαινυλοϊσοθειοκυανικό
Όρος:
Phenyl mercaptan
Μετάφραση:
Φαινυλoμερκαπτάνη
Όρος:
Phenyl methyl propanol
Μετάφραση:
Φαινυλομεθυλοπροπανόλη
Όρος:
Phenyl naphthylamine
Μετάφραση:
Φαινυλοναφθυλαμίνη
Όρος:
phenyl-2-propanone 1- see benzyl methyl ketone
Μετάφραση:
Όρος:
Phenylacetaldehyde or phenylethanal
Μετάφραση:
Φαινυλακεταλδεΰδη ή φαινυλαιθανάλη
Όρος:
Phenylacetic acid or phenylethanoic acid
Μετάφραση:
Φαινυλοξικό οξύ ή φαινυλαιθανοϊκό οξύ
Όρος:
Phenylacetonitrile or benzyl cyanide
Μετάφραση:
Φαινυλακετονιτρίλιο ή βενζυλοκυανίδιο
Όρος:
Phenylalanine
Μετάφραση:
Φαινυλαλανίνη
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
167
Page
168
Page
169
Page
170
Current page
171
Page
172
Page
173
Page
174
Page
175
…
Next page
››
Last page
τελευταία »