Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 2351 - 2400, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Compression behaviour
Μετάφραση:
Συμπεριφορά σε θλίψη
Όρος:
Compression test
Μετάφραση:
Δοκιμή σε θλίψη
Όρος:
Compressive creep
Μετάφραση:
Θλιπτικός ερπυσμός
Όρος:
Compressive strength
Μετάφραση:
Αντοχή σε θλίψη, αντοχή σε συμπίεση, θλιπτική αντοχή
Όρος:
Compressive stress
Μετάφραση:
Τάση θλίψης
Όρος:
Compressor
Μετάφραση:
Συμπιεστής
Όρος:
Compulsory work
Μετάφραση:
Υποχρεωτική εργασία
Όρος:
Computation
Μετάφραση:
Υπολογισμός
Όρος:
Computational chemistry
Μετάφραση:
Υπολογιστική χημεία
Όρος:
Computer
Μετάφραση:
Ηλεκτρονικός υπολογιστής
Συντομογραφία:
CAT
Όρος:
Computer of average transients
Μετάφραση:
Υπολογιστής των μέσων μεταβατικών τιμών
Όρος:
Computer-assisted audit techniques
Μετάφραση:
Μηχανογραφημένες ελεγκτικές τεχνικές
Όρος:
Computing integrators
Μετάφραση:
Υπολογιστικοί ολοκληρωτές
Όρος:
Concealing
Μετάφραση:
Επικάλυψη
Όρος:
Concentration
Μετάφραση:
Συγκέντρωση
Όρος:
Concentration limit
Μετάφραση:
Όριο συγκέντρωσης
Όρος:
Concentration loss
Μετάφραση:
Αδυναμία συγκέντρωσης
Όρος:
Concentration of highly hazardous mixtures
Μετάφραση:
Συγκέντρωση εξαιρετικά επικίνδυνων μειγμάτων
Όρος:
Concentration of ingredient
Μετάφραση:
Συγκέντρωση συστατικού
Όρος:
Concentration of test substance
Μετάφραση:
Συγκέντρωση της ελεγχόμενης ουσίας
Όρος:
Concentration range
Μετάφραση:
Εύρος συγκέντρωσης
Όρος:
Concentration-response relationship, where possible
Μετάφραση:
Σχέση συγκέντρωσης-απόκρισης, όπου είναι δυνατόν
Όρος:
Concession
Μετάφραση:
Αποδοχή παρέκκλισης (π.χ. σε προδιαγραφές)
Όρος:
Conclusions
Μετάφραση:
Συμπεράσματα
Όρος:
Concordance
Μετάφραση:
Συμφωνία
Όρος:
Concrete
Μετάφραση:
Σκυρόδεμα
Όρος:
Concrete block
Μετάφραση:
Μπλοκ σκυροδέματος
Όρος:
Concrete breakers
Μετάφραση:
Θραυστήρες σκυροδέματος
Όρος:
Concrete mix container
Μετάφραση:
Μπετονιέρα επί οχήματος
Όρος:
Concrete mixer
Μετάφραση:
Μπετονιέρα
Όρος:
Concrete restoration
Μετάφραση:
Αποκατάσταση σκυροδέματος
Όρος:
Concrete spraying work
Μετάφραση:
Ψεκασμός σκυροδέματος
Όρος:
Concreting
Μετάφραση:
Σκυροδέτηση
Όρος:
Concussion
Μετάφραση:
Διάσειση
Όρος:
Condensation
Μετάφραση:
Συμπύκνωση
Όρος:
Condensation particle counter
Μετάφραση:
Μετρητής συμπύκνωσης σωματιδίων
Όρος:
Condensed
Μετάφραση:
Συμπυκνωμένο
Όρος:
Condenser liebig
Μετάφραση:
Ψυκτύρα Liebig
Όρος:
Conditional formation constant
Μετάφραση:
Πραγματική σταθερά σχηματισμού ή σταθερά σχηματισμού υπό όρους
Όρος:
Conditioning
Μετάφραση:
Εγκλιματισμός (π.χ. αέρα)
Όρος:
Conditions for renewal
Μετάφραση:
Όροι ανανέωσης
Όρος:
Conditions of restriction
Μετάφραση:
Όροι περιορισμού
Όρος:
Conditions of use
Μετάφραση:
Συνθήκες χρήσης
Όρος:
Conduction
Μετάφραση:
Αγωγή (π.χ. θερμότητας)
Όρος:
Conductivity
Μετάφραση:
Αγωγιμότητα
Όρος:
Conductor
Μετάφραση:
Αγωγός (π.χ. ηλεκτρισμού, θερμότητας)
Όρος:
Conductor terminations
Μετάφραση:
Ακροδέκτες αγωγών
Όρος:
Conduit or duct
Μετάφραση:
Αγωγός (π.χ υδραυλικός, αερίων)
Όρος:
Conduit system
Μετάφραση:
Σύστημα σωλήνων
Όρος:
Conessine or 3β-dimethylaminocon-5-enine
Μετάφραση:
Κονεσσίνη ή 3β-διμεθυλαμινοκον-5-ενίνη
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
44
Page
45
Page
46
Page
47
Current page
48
Page
49
Page
50
Page
51
Page
52
…
Next page
››
Last page
τελευταία »