Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 12101 - 12150, σε σύνολο 12273
| ( | 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Whole chromosomes
Μετάφραση: Ολόκληρα χρωμοσώματα

Συντομογραφία: WBSAR
Όρος: Whole-body averaged SAR
Μετάφραση: Μέση ταχύτητα ειδικής απορρόφησης για όλο το σώμα

Όρος: Whole-Body Vibration
Μετάφραση: Δόνηση ολοκλήρου του σώματος

Όρος: Wide dispersive
Μετάφραση: Υψηλή διασπορά

Όρος: Wide dispersive use
Μετάφραση:

Όρος: Wide dispersive – spraying of the substance or preparation
Μετάφραση: Υψηλή διασπορά – ψεκασμός της ουσίας ή του παρασκευάσματος

Όρος: Wider economic impacts
Μετάφραση: Ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις

Συντομογραφία: WTP
Όρος: Willingness to pay
Μετάφραση: Προθυμία πληρωμής (ΠΠ)

Όρος: Winches
Μετάφραση: Βαρούλκα

Όρος: Winding
Μετάφραση: Τύλιγμα

Όρος: Winding temperature sensors
Μετάφραση: Ανιχνευτές προστασίας περιελίξεων

Όρος: Wiping
Μετάφραση: Σκούπισμα

Όρος: Wire
Μετάφραση: Σύρμα ή καλώδιο

Όρος: Wiring
Μετάφραση: Συρμάτωση ή καλωδίωση

Όρος: Within-laboratory reproducidility
Μετάφραση: Ενδοεργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα

Όρος: Wobbe Index
Μετάφραση: Δείκτης Wobbe

Όρος: Wolfram see tungsten
Μετάφραση:

Όρος: Women at work
Μετάφραση: Γυναίκες στην εργασία

Όρος: Wood
Μετάφραση: Ξύλο

Όρος: Wood dust
Μετάφραση: Ξυλόσκονη ή σκόνη ξύλου

Όρος: Wood preservatives
Μετάφραση: Συντηρητικά ξύλου

Όρος: Wood pulp
Μετάφραση: Ξυλοπολτός

Όρος: Wood rosin
Μετάφραση: Ξυλοκολοφώνιο

Όρος: Wooden barrel
Μετάφραση: Ξύλινο βαρέλι

Όρος: Wooden IBC
Μετάφραση: Ξύλινο IBC

Όρος: Woodworking machinery
Μετάφραση: Ξυλουργικά μηχανήματα

Όρος: Wool
Μετάφραση: Μαλλί, έριο

Όρος: Work ability
Μετάφραση: Ικανότητα εργασίας

Όρος: Work accident
Μετάφραση: Εργατικό ατύχημα

Όρος: Work adjustment training
Μετάφραση: Επιμόρφωση με στόχο την προσαρμογή στην εργασία

Όρος: Work capacity evaluation
Μετάφραση: Εκτίμηση της ικανότητας εργασίας

Όρος: Work demands
Μετάφραση: Εργασιακές απαιτήσεις

Όρος: Work environment
Μετάφραση: Περιβάλλον εργασίας

Όρος: Work equipment
Μετάφραση: Εξοπλισμός εργασίας

Συντομογραφία: WG
Όρος: Work group
Μετάφραση: Ομάδα εργασίας

Όρος: Work Inspection Body
Μετάφραση: Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ)

Όρος: Work instructions
Μετάφραση: Οδηγίες εργασίας

Όρος: Work load
Μετάφραση: Φόρτος εργασίας

Όρος: Work motivation
Μετάφραση: Παρακίνηση για εργασία

Όρος: Work organization
Μετάφραση: Οργάνωση εργασίας

Όρος: Work overload
Μετάφραση: Υπερβολικός φόρτος εργασίας

Όρος: Work permit
Μετάφραση: Άδεια εργασίας

Όρος: Work places
Μετάφραση: Χώροι εργασίας

Όρος: Work position
Μετάφραση: Θέση εργασίας

Όρος: Work processes
Μετάφραση: Διεργασίες παραγωγής

Συντομογραφία: WP
Όρος: Work programme
Μετάφραση: Πρόγραμμα εργασιών (ΠΕ)

Όρος: Work shift
Μετάφραση: Βάρδια

Όρος: Work station
Μετάφραση: Σταθμός εργασίας

Όρος: Work systems design
Μετάφραση: Σχεδιασμός συστημάτων εργασίας

Όρος: Work underload
Μετάφραση: Μειωμένος φόρτος εργασίας

Ακολουθήστε μας