Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 12151 - 12200, σε σύνολο 12273
| ( | 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Work with visual display units
Μετάφραση: Εργασίες σε μηχανήματα με οθόνες οπτικής απεικόνισης

Συντομογραφία: WHC
Όρος: Work-home conflicts
Μετάφραση: Ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής

Όρος: Work-related health risks
Μετάφραση: Κίνδυνοι για την υγεία στην εργασία

Όρος: Work-related musculoskeletal disorders
Μετάφραση: Μυοσκελετικές παθήσεις που σχετίζονται με την εργασία

Όρος: Work-related stress
Μετάφραση: Εργασιακό στρες

Όρος: workability
Μετάφραση: εργασιμότητα

Όρος: Workability
Μετάφραση: Εργασιμότητα

Όρος: Worker
Μετάφραση: Εργάτης, Εργαζόμενος

Όρος: Worker consultation
Μετάφραση: Διαβούλευση με τους εργαζομένους

Όρος: Worker participation
Μετάφραση: Συμμετοχή εργαζομένων

Συντομογραφία: wRV
Όρος: Worker Respiratory Volume
Μετάφραση:

Όρος: workers' representative with specific responsibility for the safety and health of workers
Μετάφραση: εκπρόσωπος των εργαζομένων με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων

Όρος: Workers’ compensation
Μετάφραση: Αποζημίωση εργαζομένων

Συντομογραφία: WEA
Όρος: Workers’ Educational Association
Μετάφραση: Εκπαιδευτικός σύνδεσμος εργαζομένων

Όρος: Workers’ representative
Μετάφραση: Εκπρόσωπος των εργαζομένων

Όρος: Workforce
Μετάφραση: Εργατικό δυναμικό

Όρος: Working alone
Μετάφραση: Ατομική εργασία

Όρος: working at customers and/or external business partners premises
Μετάφραση: Εργασία στις εγκαταστάσεις του πελάτη ή/και του εξωτερικού εταίρου

Όρος: working at home
Μετάφραση: εργασία στο σπίτι

Όρος: Working coefficient
Μετάφραση: Συντελεστής χρήσης

Όρος: Working conditions
Μετάφραση: Συνθήκες εργασίας

Όρος: Working days
Μετάφραση: Εργάσιμες ημέρες

Όρος: working during business travel
Μετάφραση: Εργασία κατά τη διάρκεια επαγγελματικών ταξιδιών

Όρος: working gloves
Μετάφραση: Γάντια εργασίας

Όρος: working group
Μετάφραση: ομάδα εργασίας

Όρος: Working Group on chemicals
Μετάφραση: Ομάδα Εργασίας για τα χημικά προϊόντα

Συντομογραφία: WATCH
Όρος: Working Group on the Assessment of Toxic Chemicals (UK)
Μετάφραση: Ομάδα Εργασίας για την Εκτίμηση Τοξικών Χημικών (Η.Β)

Όρος: Working hours
Μετάφραση: Ωράρια εργασίας

Συντομογραφία: WLM
Όρος: Working level months
Μετάφραση: Επίπεδο εργασίας μηνών

Συντομογραφία: WL
Όρος: Working level
Μετάφραση: Επίπεδο εργασίας

Όρος: Working mother
Μετάφραση: Εργαζόμενη μητέρα

Όρος: Working of large wall stones
Μετάφραση: Λιθοδομή μεγάλων λίθων

Όρος: Working of small wall stones
Μετάφραση: Λιθοδομή μικρών λίθων

Όρος: Working papers
Μετάφραση: Φύλλα εργασίας

Όρος: Working pressure
Μετάφραση: Πίεση λειτουργίας, Πίεση εργασίας

Όρος: Working range
Μετάφραση: Εύρος εργασίας

Όρος: Working time
Μετάφραση: Χρόνος εργασίας

Όρος: Working time arrangement
Μετάφραση: Κατανομή χρόνου εργασίας

Όρος: working with indoor moulds
Μετάφραση: εργασία με καλούπια εσωτερικών χώρων

Όρος: Workplace
Μετάφραση: Χώρος εργασίας

Όρος: Workplace assessment
Μετάφραση: Μελέτη εκτίμησης του χώρου εργασίας

Όρος: Workplace design and layout
Μετάφραση: Σχεδιασμός και διάταξη του χώρου εργασίας

Συντομογραφία: WES
Όρος: Workplace Exposure Standards (New Zealand)
Μετάφραση: Πρότυπα Επαγγελματικής Έκθεσης (Νέα Ζηλανδία)

Όρος: Workplace health promotion
Μετάφραση: Προαγωγή της υγείας στο χώρο της εργασίας

Συντομογραφία: WIC
Όρος: Workplace instruction card
Μετάφραση: Κάρτα οδηγιών ασφαλούς εργασίας

Όρος: Workplace monitoring
Μετάφραση: Παρακολούθηση του χώρου εργασίας

Όρος: Workplace transport
Μετάφραση: Μετακινήσεις στον χώρο εργασίας

Όρος: Works rule
Μετάφραση: Κανονισμός εργασίας

Όρος: Workshop
Μετάφραση: Συνεργείο, Εργαστήριο

Όρος: Worksite manager
Μετάφραση: Εργοταξιάρχης

Ακολουθήστε μας