Όρος: Osteoarticular diseases of the hands and wrists caused by mechanical vibration
Μετάφραση: Οστεοαρθρικές ασθένειες των χεριών και των καρπών που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Όρος: Osteoporosis
Μετάφραση: Οστεοπόρωση
Όρος: Other auditor
Μετάφραση: Τρίτος ελεγκτής
Όρος: Other country
Μετάφραση: Άλλη χώρα
Όρος: Other establishment
Μετάφραση: Άλλη μονάδα
Όρος: Other infectious diseases caused by work in disease prevention, health care, domicilary assistance and other comparable activities for which a risk of infection has been proven
Μετάφραση: Άλλες λοιμώδεις ασθένειες που προσβάλλουν το προσωπικό το οποίο ασχολείται με την πρόληψη, την περίθαλψη, την παροχή κατ' οίκον βοήθειας και άλλες ανάλογες δραστηριότητες από τις οποίες υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης
Όρος: other recovery
Μετάφραση: άλλου είδους ανάκτηση
Όρος: Other toxicological threshold
Μετάφραση: Άλλο τοξικολογικό όριο
Όρος: Otitis
Μετάφραση: Ωτίτιδα
Όρος: Ototoxic
Μετάφραση: Ωτοτοξικό
Όρος: Outbreak
Μετάφραση: Επιδημία
Όρος: Outdoor work
Μετάφραση: Εργασία σε εξωτερικό χώρο
Όρος: Outdoor work place
Μετάφραση: Εξωτερικός χώρος εργασίας ή υπαίθριος χώρος εργασίας
Όρος: Outer packaging
Μετάφραση: Εξωτερική συσκευασία
Όρος: Outlet
Μετάφραση: Στόμιο εξαγωγής ή έξοδος
Όρος: Outlet valve
Μετάφραση: Βαλβίδα εξαγωγής
Όρος: Outlier
Μετάφραση: Εκτρεπόμενη τιμή, άστοχη τιμή
Όρος: Outlying observation
Μετάφραση: Εκτρεπόμενη παρατήρηση
Όρος: Outplacement
Μετάφραση: Τοποθέτηση σε άλλη εταιρεία
Όρος: Output
Μετάφραση: Έξοδος (π.χ ηλεκτρονικού σήματος)
Όρος: Outside packaging
Μετάφραση: Εξωτερική συσκευασία
Όρος: Over speed
Μετάφραση: Υπερτάχυνση
Όρος: Over-speed governor
Μετάφραση: Περιοριστήρας ταχύτητας (ασανσέρ)
Όρος: Overall accuracy
Μετάφραση: Συνολική ορθότητα
Όρος: Overall performance
Μετάφραση: Συνολική απόδοση
Όρος: Overall specificity
Μετάφραση: Ολική ειδικότητα
Όρος: Overalls
Μετάφραση: Ολόσωμες στολές
Όρος: overcommitted
Μετάφραση: υπερ-δεσμευμένος εργαζόμενος (ζωή έξω από την εργασία δεν δίνει ικανοποίηση)