Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 8651 - 8700, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Physical state
Μετάφραση:
Φυσική κατάσταση
Όρος:
Physical violence
Μετάφραση:
Σωματική βία
Όρος:
Physical work
Μετάφραση:
Σωματική εργασία
Όρος:
Physico-chemical origin
Μετάφραση:
Φυσικοχημική προέλευση
Όρος:
Physicochemical properties
Μετάφραση:
Φυσικοχημικές ιδιότητες
Όρος:
Physics
Μετάφραση:
Φυσική
Όρος:
Physiological work measurement
Μετάφραση:
Μέτρηση φυσιολογίας της εργασίας
Συντομογραφία:
PBPK
Όρος:
Physiologically based pharmacokinetic
Μετάφραση:
Τοξικοκινητικό μοντέλο βασισμένο στην ανθρώπινη φυσιολογία
Όρος:
Physiology
Μετάφραση:
Φυσιολογία
Όρος:
Physiotherapy (UK) or physical therapy (USA)
Μετάφραση:
Φυσικοθεραπεία, φυσιοθεραπεία
Όρος:
PIC procedure
Μετάφραση:
Διαδικασία ΣΜΕ
Όρος:
Picaridin
Μετάφραση:
Πικαριδίνη
Όρος:
pick-list
Μετάφραση:
Κατάλογος επιλογής
Όρος:
pickling processes
Μετάφραση:
Καθαρισμός με οξέα
Όρος:
Pickup balers
Μετάφραση:
Ανυψωτικά περισυλλογής δεμάτων
Συντομογραφία:
ATCP
Όρος:
Picloram or 4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, 4-amino-3,5,6-trichloropyridine-2-carboxylic acid
Μετάφραση:
Πιχλωράμ ή 4-αμινο-3,5,6-τριχλωρο πικολιμικό οξύ
Όρος:
Picoline
Μετάφραση:
Πικολίνη
Όρος:
Picolinic acid
Μετάφραση:
Πικολινικό οξύ
Όρος:
Picramide see 2,4,6-trinitroaniline
Μετάφραση:
Όρος:
Picric acid or 2,4,6-trinitrophenol or 2-hydroxy-1,3,5-trinitrobenzene
Μετάφραση:
Πικρικό οξύ ή 2,4,6-τρινιτροφαινόλη ή 2-υδροξυ-1,3,5-τρινιτροβενζόλιο
Όρος:
Picryl chloride see trinitrochlorobenzene
Μετάφραση:
Όρος:
Pictogram
Μετάφραση:
Εικονόγραμμα
Συντομογραφία:
PIMEX
Όρος:
picture mixed exposure
Μετάφραση:
Σύστημα σήμανσης επιβλαβών ουσιών (Αυστρία)
Όρος:
Piggyback transport
Μετάφραση:
Συνδυασμένη μεταφορά ξηράς, μεταφορά οχημάτων επί σιδηροδρομικών οχημάτων
Όρος:
Pigments
Μετάφραση:
Πιγμέντα
Όρος:
Pile hammer
Μετάφραση:
Αερόσφυρα
Όρος:
Piling
Μετάφραση:
Στοίβαγμα
Όρος:
Piling equipment
Μετάφραση:
Εξοπλισμός για θεμελίωση
Όρος:
Pilot-in-command
Μετάφραση:
κυβερνήτης
Όρος:
Pimelic acid or heptanedioic acid
Μετάφραση:
Πιμελικό οξύ ή επτανοδιοϊκό οξύ
Όρος:
Pincers
Μετάφραση:
Τανάλιες
Όρος:
Pindone
Μετάφραση:
Πινδόνη
Όρος:
Pine oil
Μετάφραση:
Πευκέλαιο
Όρος:
Pinene
Μετάφραση:
Πινένιο
Όρος:
Pipe
Μετάφραση:
Σωλήνας, αγωγός
Όρος:
Pipelayer
Μετάφραση:
Σωληνοθέτης
Όρος:
Pipeline
Μετάφραση:
Σωλήνωση
Όρος:
Pipeline construction
Μετάφραση:
Κατασκευή σωληνοδικτύων
Όρος:
Piperazine dihydrochloride
Μετάφραση:
Διϋδροχλωριούχος πιπεραζίνη
Όρος:
Piperazine or hexahydropyrazine
Μετάφραση:
Πιπεραζίνη ή εξαϋδροπυραζίνη
Όρος:
Piperidine or hexahydropyridine
Μετάφραση:
Πιπεριδίνη ή εξαϋδροπυριδίνη
Όρος:
Piperonal or 3,4-methylenedioxybenzaldehyde
Μετάφραση:
Πιπερονάλη ή 3,4-μεθυλενοδιοξυβενζαλδεΰδη
Όρος:
Pipette (pipet)
Μετάφραση:
Σιφώνιο ή πιπέτα
Όρος:
Pipette dropping
Μετάφραση:
Σταγονόμετρα
Όρος:
Pipette filler bulb type
Μετάφραση:
Αναρροφητήρας ελαστικός
Όρος:
Pipette graduated, straight form
Μετάφραση:
Απλό βαθμολογημένο σιφώνιο
Όρος:
Pipette stand
Μετάφραση:
Στήριγμα σιφωνίων
Όρος:
Pipettes bulb tube
Μετάφραση:
Σιφώνια με βολβό
Όρος:
Piping
Μετάφραση:
Σωλήνωση
Όρος:
Pit
Μετάφραση:
Κάτω απόληξη φρέατος
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
170
Page
171
Page
172
Page
173
Current page
174
Page
175
Page
176
Page
177
Page
178
…
Next page
››
Last page
τελευταία »