Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 10651 - 10700, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Store in a well-ventilated place
Μετάφραση:
Αποθηκεύεται σε καλά αεριζόμενο χώρο
Όρος:
Store in a well-ventilated place
Μετάφραση:
Αποθηκεύεται σε καλά αεριζόμενο χώρο.
Όρος:
Store in corrosive resistant/… container with a resistant inner liner
Μετάφραση:
Αποθηκεύεται σε ανθεκτικό στη διάβρωση/ … περιέκτη με ανθεκτική εσωτερική επένδυση
Όρος:
Store locked up
Μετάφραση:
Φυλάσσεται κλειδωμένο
Όρος:
Store …
Μετάφραση:
Αποθηκεύεται …
Όρος:
Storing conditions
Μετάφραση:
Συνθήκες αποθήκευσης
Όρος:
Stoving enamels
Μετάφραση:
Χρώματα φούρνου
Όρος:
Strainer
Μετάφραση:
Στραγγιστήρι, σουρωτήρι
Όρος:
Strata
Μετάφραση:
Στρώματα
Συντομογραφία:
SAICM
Όρος:
Strategic Approach to International Chemicals Management
Μετάφραση:
Στρατηγική Προσέγγιση στη Διεθνή Διαχείριση Χημικών
Συντομογραφία:
SPORT
Όρος:
Strategic Partnership on REACH Testing
Μετάφραση:
Πρωτοβουλίες Στρατηγικής Συνεργασίας για την πρακτική εφαρμογή του REACH
Όρος:
Stratification
Μετάφραση:
Διαστρωμάτωση
Όρος:
Stream vapor
Μετάφραση:
Ρεύμα ατμού
Όρος:
Strength
Μετάφραση:
Αντοχή
Συντομογραφία:
STP
Όρος:
Strength Test Pressure
Μετάφραση:
Πίεση δοκιμής αντοχής
Όρος:
Stress
Μετάφραση:
Άγχος ή στρες / τάση (π.χ. μηχανική)
Όρος:
Stress corrosion cracking
Μετάφραση:
Ρηγμάτωση λόγω διάβρωσης υλικού υπό τάση
Όρος:
Stress management
Μετάφραση:
Καταπολέμηση του άγχους
Όρος:
Stress- and burnout-related factors
Μετάφραση:
Άγχος και εργασιακή εξουθένωση
Όρος:
Stress-related obesity
Μετάφραση:
Παχυσαρκία που συνδέεται με το άγχος
Όρος:
Stressors
Μετάφραση:
Στρεσογόνοι παράγοντες
Συντομογραφία:
SCC
Όρος:
Strictly controlled conditions
Μετάφραση:
Αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες
Όρος:
Strike
Μετάφραση:
Απεργία
Όρος:
Stripping
Μετάφραση:
Απότριψη, απογύμνωση
Όρος:
strong oxidizer
Μετάφραση:
ισχυρό οξειδωτικό
Όρος:
Strong oxidizer
Μετάφραση:
Ισχυρό οξειδωτικό
Όρος:
Strontium
Μετάφραση:
Στρόντιο
Όρος:
Strontium chromate
Μετάφραση:
Χρωμικό στρόντιο
Όρος:
Strontium nitrate
Μετάφραση:
Νιτρικό στρόντιο
Όρος:
Structural engineering
Μετάφραση:
Μηχανική κατασκευών
Όρος:
Structural equipment
Μετάφραση:
Δομικός εξοπλισμός
Όρος:
Structure
Μετάφραση:
Δομή, διάρθρωση
Συντομογραφία:
SAR
Όρος:
Structure Activity Relationship
Μετάφραση:
Σχέσεις δομής - δραστικότητας
Συντομογραφία:
SPR
Όρος:
Structure property relationship
Μετάφραση:
Συντομογραφία:
SQI
Όρος:
Structured quality improvement
Μετάφραση:
Δομημένη βελτίωση ποιότητας
Όρος:
Strychnine
Μετάφραση:
Στρυχνίνη
Όρος:
Study Acceptance Criteria
Μετάφραση:
Κριτήρια αποδοχής της μελέτης
Όρος:
Study result type
Μετάφραση:
Τύπος αποτελεσμάτων μελέτης
Όρος:
Study scientifically not justified
Μετάφραση:
Μελέτη χωρίς επιστημονική αιτιολόγηση
Όρος:
Study summary
Μετάφραση:
Περίληψη μελέτης
Όρος:
Study type result
Μετάφραση:
Αποτέλεσμα τύπου μελέτης
Όρος:
Styrene or vinylbenzene or phenylethylene
Μετάφραση:
Στυρόλιο ή στυρένιο ή βινυλοβενζόλιο ή φαινυλοαιθυλένιο
Όρος:
Styrene, substituted by alkyl groups
Μετάφραση:
Στυρόλιο, με αλκυλομάδες ως υποκατάστατες
Όρος:
Styrene, substituted by halogens
Μετάφραση:
Στυρόλιο, με αλογόνα ως υποκαταστάτες
Όρος:
Styrene, substituted in the benzene ring
Μετάφραση:
Στυρόλιο, υποκατεστημένο στο βενζολικό δακτύλιο
Όρος:
Styrene, substituted in the vinyl group
Μετάφραση:
Στυρόλιο, υποκατεστημένο στη βινυλομάδα
Όρος:
Subacute forms
Μετάφραση:
υποξειες μορφες
Όρος:
Subacute toxicity
Μετάφραση:
Υποξεία τοξικότητα
Όρος:
Subcontracted work
Μετάφραση:
Υπεργολαβική εργασία
Όρος:
Subcontractor
Μετάφραση:
Υπεργολάβος
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
210
Page
211
Page
212
Page
213
Current page
214
Page
215
Page
216
Page
217
Page
218
…
Next page
››
Last page
τελευταία »