Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Βλέπετε τις εγγραφές : 11001 - 11050, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία
Αγγλικός όρος
|
(
|
1
|
2
|
3
|
4
|
A
|
B
|
C
|
D
|
E
|
F
|
G
|
H
|
I
|
J
|
K
|
L
|
M
|
N
|
O
|
P
|
Q
|
R
|
S
|
T
|
U
|
V
|
W
|
X
|
Y
|
Z
|
Ε
Όρος:
Tendinitis, tendonitis
Μετάφραση:
Τενοντίτις, τενοντίτιδα
Όρος:
Tensile strength
Μετάφραση:
Αντοχή σε εφελκυσμό
Όρος:
Tensile stress
Μετάφραση:
Υπό τάση
Όρος:
Teratogen
Μετάφραση:
Τερατογόνο
Όρος:
Teratogenesis
Μετάφραση:
Τερατογένεση
Όρος:
Teratogenic substances
Μετάφραση:
Τερατογόνες ουσίες
Όρος:
Terbium
Μετάφραση:
Τέρβιο (Tb)
Όρος:
Terephthalic acid diphenyl ester
Μετάφραση:
Τερεφθαλικός διφαινυλεστέρας
Όρος:
Terephthalic acid or benzenedicarbonate
Μετάφραση:
Τερεφθαλικό οξύ ή βενζολοδικαρβοξυλικό οξύ
Όρος:
Terminal
Μετάφραση:
Ακροδέκτης (ηλεκτρικός), Τερματικό
Όρος:
Terminal residue analysis
Μετάφραση:
Ανάλυση τελικού υπολείμματος
Όρος:
Termination
Μετάφραση:
Απόληξη ή τερματισμός
Όρος:
Terminology
Μετάφραση:
Ορολογία, ονοματολογία
Όρος:
Terpene
Μετάφραση:
Τερπένιο
Όρος:
Terphenyls
Μετάφραση:
Τερφαινύλια
Όρος:
Terpinene
Μετάφραση:
Τερπινένιο
Όρος:
tertiary prevention
Μετάφραση:
Τριτογενής πρόληψη
Όρος:
Tesla
Μετάφραση:
Τέσλα
Όρος:
Test
Μετάφραση:
Δοκιμή
Όρος:
Test chemical
Μετάφραση:
Ελεγχόμενη χημική ουσία, ελεγχόμενη ουσία
Όρος:
Test coefficient
Μετάφραση:
Συντελεστής δοκιμής
Όρος:
Test conditions
Μετάφραση:
Συνθήκες δοκιμής
Συντομογραφία:
TG
Όρος:
Test guideline
Μετάφραση:
Κατευθυντήρια γραμμή δοκιμής
Όρος:
Test material
Μετάφραση:
Υλικό δοκιμής
Όρος:
Test method
Μετάφραση:
Μέθοδος δοκιμής
Όρος:
Test piece
Μετάφραση:
Δοκίμιο
Όρος:
Test portion
Μετάφραση:
Δόση προς ανάλυση
Συντομογραφία:
TP
Όρος:
Test pressure
Μετάφραση:
Πίεση δοκιμής
Όρος:
Test procedure
Μετάφραση:
Διαδικασία δοκιμής
Όρος:
Test report
Μετάφραση:
Έκθεση ελέγχου, έκθεση δοκιμής
Όρος:
Test resistance
Μετάφραση:
Αντοχή σε δοκιμή
Όρος:
Test sample
Μετάφραση:
Δείγμα δοκιμής
Όρος:
Test specimen
Μετάφραση:
Δοκίμιο δοκιμής
Όρος:
Test substance
Μετάφραση:
Ελεγχόμενη ουσία, ελεγχόμενη χημική ουσία
Όρος:
Test tube
Μετάφραση:
Δοκιμαστικός σωλήνας
Όρος:
Test tube holder
Μετάφραση:
Μανταλάκι για δοκιμαστικούς σωλήνες
Όρος:
Test tube with side arm
Μετάφραση:
Δοκιμαστικός σωλήνας με πλευρικό απαγωγό
Όρος:
Test tubes racks
Μετάφραση:
Ραφάκια δοκιμαστικών σωλήνων
Όρος:
Test vehicle
Μετάφραση:
Φορέας χρησιμοποιούμενος στη δοκιμή
Όρος:
Tested processes
Μετάφραση:
Δοκιμασμένες διαδικασίες
Όρος:
Testing does not appear scientifically necessary
Μετάφραση:
Η διενέργεια δοκιμών δεν φαίνεται επιστημονικά απαραίτητη
Όρος:
Testing laboratory
Μετάφραση:
Εργαστήριο δοκιμών
Όρος:
testing of a sample product
Μετάφραση:
Έλεγχο δείγματος προϊόντος
Όρος:
Testing of control measures
Μετάφραση:
Δοκιμή των μέσων ελέγχου
Όρος:
testing of samples
Μετάφραση:
Δειγματοληψία και δοκιμές
Όρος:
Testing proposal
Μετάφραση:
Πρόταση δοκιμής
Συντομογραφία:
TPE
Όρος:
Testing proposal examination
Μετάφραση:
Εξέταση πρότασης δοκιμής
Όρος:
Testosterone
Μετάφραση:
Τεστοστερόνη
Όρος:
Tests material
Μετάφραση:
Υλικό δοκιμής
Όρος:
Tests of control
Μετάφραση:
Δοκιμασία των δικλείδων ασφαλείας
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
217
Page
218
Page
219
Page
220
Current page
221
Page
222
Page
223
Page
224
Page
225
…
Next page
››
Last page
τελευταία »