Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 98Α_1955 | 136.14 KB |
Επαναφέρονται εν ισχύι αι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 118/45, αίτινες τροποποιούµεναι δια του παρόντος, θέλουσιν ισχύσει εφεξής ως ακολούθως :
Επιχειρήσεις και εκµεταλλεύσεις υπαγόµεναι εις τας περί ασφαλίσεως της ανεργίας διατάξεις του Ν.∆. 2961/54 «περί συστάσεως Οργανισµού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας» δύνανται να καταγγέλουν την σχέσιν εργασίας του προσωπικού των εργατών τεχνιτών και υπηρετών, υποχρεούνται όµως να καταβάλλουν εις αυτό την υπό του Β.∆. της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζοµένην αποζηµίωσιν δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας.
Κατά τας περιπτώσεις ταύτας δεν επιτρέπεται προειδοποίησις (προµήνυσις).
Τα εν τη ανωτέρω δευτέρα παραγράφω οριζόµενα εφαρµόζονται και δια το εργατοτεχνικόν έκτακτον και ηµεροµίσθιον προσωπικόν των ∆ήµων.
Η κατά τον Ν. 2112/20 ως ετροποποιήθη µεταγενεστέρως αποζηµίωσις των υπαλλήλων, των απολυοµένων άνευ της τηρήσεως των περί προµηνύσεως διατάξεων του άρθρου 1 του προειρηµένου Νόµου, εφ' όσον δεν υπερβαίνει τας αποδοχάς εξ µηνών δι' εκάστον, καταβάλεται υπό του εργοδότου κατά την ηµέραν της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Εάν η αποζηµίωσις είναι µεγαλυτέρα των αποδοχών εξ µηνών, ο εργοδότης υποχρεούται ωσαύτως να καταβάλη κατά την απόλυσιν το µέχρι των αποδοχών εξ µηνών µέρος ταύτης, το δε υπόλοιπον επί πλέον ποσόν εις τριµηνιαίας δόσεις, εκάστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα των αποδοχών τριών µηνών, εκτός εάν προς εξόφλησιν του συνόλου της αποζηµιώσεως υπολείπεται µικρότερον ποσόν.
Η πρώτη των δόσεων είναι καταβλητέα την εποµένην της συµπληρώσεως τριµήνου από της απολύσεως.
Εργοδότης εκ των κατά το άρθρον 1 του παρόντος επιχειρήσεων και εκµεταλλεύσεων προτιθέµενος να προβή εις απολύσεις ενός ή περισσοτέρων µισθωτών κατά τα΄ανωτέρω άρθρ.1 και 2 δύναται να ζητήση την υπό του Οργανισµού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας καταβολήν της αποζηµιώσεως εις τους δικαιούχους, επί χρεώσει αυτού δια του αναλόγου ποσού.
Το ∆.Σ. του Οργανισµού δι΄ητιολογηµένης αποφάσεώς του δέχεται ή απορρίπτει την υποβληθείσαν αίτησιν του εργοδότου. Εν περιπτώσει αποδοχής αυτής, δια της ιδίας αποφάσεως το ∆.Σ. καθορίζει τους όρους ως και τας παρασχεθησοµένας εγγυήσεις εξοφλήσεως.
Η απόφασις αύτη τελεί υπό την έγκρισιν των Υπουργών Συντονισµού και Εργασίας χορηγουµένην δια κοινής αυτών αποφάσεως.
Η υπό του Οργανισµού καταβολή της αποζηµιώσεως εις τους µισθωτούς ενεργείται κατόπιν εντολής του εργοδότου, γνωρίζοντος άµα εις τον Οργανισµόν τα στοιχεία των απολυοµένων και το ποσόν όπερ έκαστος τούτων δικαιούται.
Εαν δια της καταγγελίας τάσσηται η υπό του άρθρου 1 του Ν. 2112/20 ως ούτος ετροποποιήθη µεταγενεστέρως προβλεποµένη προθεσµία προκειµένου µόνον περί υπαλλήλων, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλη εις τον απολυόµενον, άµα τη εκπονή της προθεσµίας ταύτης, το ήµισυ της προβλεποµένης υπό του ως άνω Νόµου αποζηµιώσεως δια την περίπτωσιν της απροειδοποιήτου καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας.
Της αυτής ως άνω αποζηµιώσεως δικαιούνται και υπάλληλοι, αποχωρούντες της εργασίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου αυτών, διαρκούντος του χρόνου της προµηνύσεως.
1. Ο υπολογισµός της αποζηµιώσεως γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου µηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Κατά τον υπολογισµόν τούτον προκειµένου περί υπαλλήλου, αι µηνιαίαι αυτού αποδοχαί δεν λαµβάνονται υπ' όψει καθ' ο ποσόν υπερβαίνουν το οκταπλάσιον του ηµεροµισθίου ανειδικεύτου εργάτου, πολλαπλασιαζόµενον επί τον αριθµό 30.
2. Η αποζηµιώσις των µισθωτών των αµειβοµένων επί ποσοστοίς κατ' αποκοπήν ή µονάδα παραγοµένης εργασίας υπολογίζεται, βάσει του µέσου όρου των αποδοχών αυτών των δύο τελευταίων προ της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας µηνών. Πάντως το ποσόν ταύτης δεν δύναται να είναι κατώτερον του προκύπτοντος επί τη βάσει της µισθολογικής κλάσεως εις η ο µισθωτός κατατάσσεται κατά το άρθρον 25 του Α.Ν. 1846/51.
3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως θεωρείται έγκυρος, εφ’όσον γίνη εγγράφως και καταβληθή η οφειλόµενη αποζηµίωσις.
Η καθυστέρησις δόσεως της αποζηµιώσεως εκ των εν παραγρ. 1 εδ. β' του άρθρου 2 οφειλοµένων επάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, του διαδραµόντος χρόνου λογιζοµένου ως εν συνεχεία χρόνου υπηρεσίας. Εν τη περίπτωση ταύτη ο εργοδότης υποχρεούται εις καταβολήν του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών προς τους ασφαλιστικούς οργανισµούς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήση την καταβληθείσαν αποζηµίωσιν.
Η χορηγηθείσα αποζηµίωση συµψηφίζεται προς τας οφειλοµένας λόγω της ακυρώσεως της καταγγελίας, τακτικάς αποδοχάς, ο δε υπάλληλος υποχρεούται όπως καταβάλη το σύνολον των υπ’αυτού οφειλοµένων εισφορών προς τους ασφαλιστικούς οργανισµούς.
1. Πάσα αξίωσις µισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφ' όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριµήνου ανατρεπτικής προθεσµίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας.
2. Πάσα αξίωσις µισθωτού περί καταβολή ή συµπληρώσεως της κατά τον Ν. 2112/20, ως ετροποποιήθη µεταγενεστέρως ή το Β.∆. της 16/18 Ιουλίου 1920 αποζηµιώσεως, τυγχάνει απαράδεκτος, εφ' όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαµήνου αφ' ης κατέστη απαιτητή. Προκειµένου περί απαιτήσεων υφισταµένων κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος η κατ' ανωτέρω προθεσµία άρχεται από της δηµοσιεύσεως του παρόντος.
3. Η εκ µέρους του µισθωτού απόληψις της υπό του εργοδότου καταβαλλοµένης εις αυτόν αποζηµιώσεως, έστω και ανεπιφυλάκτως γενοµένη δεν αποτελεί παραίτησιν αυτού της τυχόν περί µείζονος αποζηµιώσεως αξιώσεως του.
Αι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρµόζονται επί µισθωτών απολυοµένων συνεπεία υποβολής κατ' αυτών µηνύσεως συµφώνως προς τα υπό της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2112/20 ή της παρ. 1 του άρθρου 6 του Β.∆. της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζόµενα. Εάν όµως επακολουθήση απαλλαγή του µισθωτού δια βουλεύµατος ή δικαστικής αποφάσεως, αι διατάξεις του
παρόντος έχουσι εφαρµογήν και επ' αυτού από της εις τον εργοδότην κοινοποιήσεως υπό του ενδιαφεροµένου του απαλλακτικού βουλεύµατος ή της αποφάσεως.
Μισθωτοί συνδεόµενοι δια σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας συµπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2112/20, ή το υπό του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισµού όριον ηλικίας εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ηµίσεος της υπό του Ν. 2112, ως ετροποποιήθη µεταγενεστέρως ή του Β.∆. της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζοµένης αποζηµιώσεως δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας, υπολογιζοµένης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος.
1. Ο καταγγελλών την σχέσιν εργασίας εργοδότης υποχρεούται όπως εντός προθεσµίας 8 ηµερών από της παραδόσεως του εγγράφου της καταγγελίας εις τον απολυόµενον, αναγγείλη την υπ' αυτού ενεργηθείσαν καταγγελίαν εις την αρµοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισµού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας ως και εις τον αρµόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, όπερ υποχρεούται να πρωτοκολλήση ταύτην αυθηµερόν.
Εις ας περιφερείας δεν υπάρχει Υπηρεσία Οργανισµού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας, ως και Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, η αναγγελία γίνεται εις την πλησιεστέραν Αστυνοµικήν Αρχήν.
2. Η αναγγελία ενεργείται, δια της παραδόσεως αντιγράφου του εγγράφου καταγγελίας εις τας υπηρεσίας τας αναφεροµένας εις την προηγουµένην παράγραφον αρµοδία δε υπηρεσία του Οργανισµού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας και Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας ορίζεται το του τόπου απασχολήσεως του µισθωτού.
3. Οι εργοδόται υποχρεούνται εις αναγγελίαν και όταν η σχέσις εργασίας λύεται ουχί συνεπεία καταγγελίας, αλλ' εξ άλλου λόγου ήτοι δια της παρόδου του συµπεφωνηµένου χρόνου, εις την περίπτωσιν της συµβάσεως διαρκείας ωρισµένου χρόνου, ή οσάκις προκύπτει τοιούτη διάρκεια εκ του δηλωθέντος σκοπού εργασίας, ή δια της αποπερατώσεως του έργου εις την περίπτωσιν συµβάσεως ωρισµένου έργου.
Η αναγγελία εις τας περιπτώσεις ταύτας ενεργείται δια παραδόσεως εις την αρµοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισµού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας, ως και το αρµόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας ή άλλως εις την πλησιεστέραν Αστυνοµικήν Αρχήν, εγγράφου περιλαµβάνοντος τα δι αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας, δηµοσιευοµένων δια της εφηµερίδος της Κυβερνήσεως , ορισθησόµενα στοιχεία.
4. Κατά παντός εργοδότου παραβαίνοντος τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ως και κατά του αναγράφοντος ψευδή στοιχεία εις την καταγγελίαν της σχέσεως εργασίας, επιβάλλονται κατ' έγκλησιν του αρµοδίου Γραφείου Ευρέσεως εργασίας ή του Οργανισµού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως της Ανεργίας αι ποιναί αι οριζόµεναι εις την παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν.∆. 2656/1953 «περί οργανώσεως και ελέγχου της αγοράς εργασίας».
1. Αι επιχειρήσεις και εκµεταλλεύσεις εν περιπτώσει περιορισµού της οικονοµικής των δραστηριότητος δύνανται αντί της καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας να θέτουν εγγράφως εις διαθεσιµότητα τους µισθωτούς των, µη δυναµένην να υπερβή εν συνόλω τους τρεις µηνας ετησίως. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο µισθωτός λαµβάνει το ήµισυ του µέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων µηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
2. Καταργούνται αι παράγραφοι 1,2,4,5 και 6 του άρθρου 13 του Ν.∆. 2961/1954.
1. Προειδοποιήσεις προς µισθωτούς γενόµεναι µέχρι της ισχύος του παρόντος εφ' όσον µέχρι της ηµέρας ταύτη είχεν επέλθει λύσις της συµβάσεως εργασίας δεν υπάγονται εις τας διατάξεις του νόµου τούτου.
Εαν όµως διαρκή η προειδοποίησις, ο εργοδότης δικαιούται όπως εντός µηνός από τη δηµοσιεύσεως του παρόντος προβή εις έγγραφον ανάκλησιν της προειδοποιήσεως.
2. Εάν ο εργοδότης δεν επιθυµή να προβή εις τοιαύτην ανάκλησιν και εφ' όσον εν τω µεταξύ δεν έχει λυθή η σύµβασις εργασίας υποχρεούται όπως εντός της αυτής προθεσµίας επαναλάβη την καταγγελίαν συµφώνως προς τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος, οπότε εκ της προειδοποιήσεως ή της καταβληθησοµένης εις τον µισθωτόν αποζηµιώσεως αφαιρείται ο µέχρι της ισχύος του παρόντος διανυθείς χρόνος προµηνύσεως.
3. Εαν η σύµβασις εργασίας ελύθη κατά το µετά την 9ης Φεβρουαρίου και µέχρι της δηµοσιεύσεως του παρόντος χρονικόν διάστηµα, ο εργοδότης υποχρεούται, όπως εντός µηνός από της δηµοσιεύσεως τούτου, επί τη αιτήσει του µισθωτού, καταβάλη την αποζηµίωσιν αυτού ή συµπληρώση ταύτην κατά τας διατάξεις του παρόντος, εν περιπτώσει δε µη συµµορφώσεώς του εντός της ως άνω τασσοµένης προθεσµίας, η γενοµένη καταγγελία θεωρείται άκυρος.
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της 9ης Φεβρουαρίου 1955.
Ο παρών Νόµος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ’ Ηµών σήµερον κυρωθείς, δηµοσιευθήτω δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόµος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 20 Απριλίου 1955.
ΠΑΥΛΟΣ
Β.
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΝ∆Ρ. ΣΤΡΑΤΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η µεγάλη του Κράτους σφραγίς.
Εν Αθήναις τη 22 Απριλίου 1955
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ∆ΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΚΛ. ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ