Σχετικό έγγραφο :
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 88Α_2013 | 460.24 KB |
«Η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας του άρθρου 24 του ν. 4249/2014 (Α ́ 73) και η Ειδική Γραμματεία του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε.) καθίστανται - εντός των χωρικών ορίων δικαιοδοσίας τους - εκ παραλλήλου αρμόδιες για τη διενέργεια των ελέγχων, που προβλέπονται και ενεργούνται από την Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου Ασφάλισης (Ε.ΥΠ.Ε.Α.) του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.).
Η Ε.ΥΠ.Ε.Α., το Σ.ΕΠ.Ε., η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της ΕΛ.ΑΣ. και η Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε. - εντός των χωρικών ορίων δικαιοδοσίας τους - σε περιπτώσεις ειδικής βαρύτητας και ενδιαφέροντος, έχουν αρμοδιότητα για τη διενέργεια των ελέγχων που προβλέπονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β ́ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2556/1997 (Α ́270), όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 4255/2014 (Α ́89).»
(Αντικατάσταση άρθρου: άρθρο 259 ν. 4555/2018. Για το αρχικό κείμενο του άρθρου βλ. ΦΕΚ)
«1. Τα έγγραφα, βιβλία, πιστοποιητικά και πάσης φύσεως άδειες, καθώς και κάθε στοιχείο, που με οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή υπουργικής απόφασης προβλέπεται ότι επιδεικνύεται υποχρεωτικά στα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και του Σ.ΕΠ.Ε., επιδεικνύονται υποχρεωτικά και στους αξιωματικούς της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας της ΕΛ.ΑΣ. και στους ελεγκτές της Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε., στο πλαίσιο των ελέγχων που θα διενεργούνται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14.
2. Τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας της ΕΛ.ΑΣ. και της Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε., ύστερα από τη διενέργεια του ελέγχου του άρθρου 14, υποχρεούνται να συντάξουν και στη συνέχεια να υποβάλουν τη σχετική έκθεση, με τα αποτελέσματα του ελέγχου, στις υπηρεσίες, που είναι κατά περίπτωση αρμόδιες για την επιβολή των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων. Οι πράξεις επιβολής κυρώσεων του προηγούμενου εδαφίου κοινοποιούνται υποχρεωτικά στη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της ΕΛ.ΑΣ. και στην Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε., κατά περίπτωση. Αν από τη σχετική έκθεση διαπιστώνεται η μη αναγραφή εργαζομένων στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2874/2000 (Α ́286), επιβάλλονται άνευ ετέρων από τον Προϊστάμενο του κατά τόπο αρμόδιου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 1 της υπουργικής απόφασης 27397/122/2013 (β ́ 2062).
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών, καθορίζεται και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζονται ο τρόπος ενημέρωσης, η διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της εργασιακής και ασφαλιστικής νομοθεσίας από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της ΕΛ.ΑΣ., την Ε.Γ. Σ.Δ.Ο.Ε. και τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.»
(Αντικατάσταση άρθρου: άρθρο ένατο §2, ν. 4490/2017. Για το αρχικό κείμενο του άρθρου βλ. ΦΕΚ)
Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του π.δ. 9/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Η Υποδιεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας (ΥΠ.Ο.Α.) έχει ως αποστολή την πρόληψη, έρευνα και καταστολή οικονομικών εγκλημάτων και ιδίως αυτών που τελέστηκαν σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου και της εθνικής οικονομίας γενικότερα, ή εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και την έρευνα, πρόληψη και καταστολή της αδήλωτης και της ανασφάλιστης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν συνιστούν αξιόποινες πράξεις.»
1. Νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του ν. 3693/2008 που διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σε ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, καθώς και σε υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων, υποχρεούνται, πέραν της έκδοσης του ετήσιου πιστοποιητικού, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 82 του ν. 2238/1994 όπως ισχύει, και στην έκδοση ασφαλιστικού πιστοποιητικού (Πιστοποιητικό Ασφαλιστικής Συμμόρφωσης).
2. Το ασφαλιστικό πιστοποιητικό εκδίδεται μετά από έλεγχο που διενεργείται παράλληλα με τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης. Τυχόν παραβάσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας που διαπιστώνονται από νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, αναφέρονται αναλυτικά στο ασφαλιστικό πιστοποιητικό.
3. Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία διώκονται και τιμωρούνται για κάθε παράλειψη των υποχρεώσεών τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις που διέπουν το έργο των νόμιμων ελεγκτών.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που εκδίδεται εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κατόπιν σχετικής εισήγησης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) και του ΙΚΑ − ΕΤΑΜ, καθορίζονται το αντικείμενο του ελέγχου αυτού, το περιεχόμενο του ασφαλιστικού πιστοποιητικού, ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία υποβολής του, οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους υπόχρεους που δεν αναθέτουν την έκδοση του πιστοποιητικού ασφαλιστικής συμμόρφωσης, οι τυχόν εξαιρέσεις από την υποχρέωση έκδοσης του ασφαλιστικού πιστοποιητικού, ο τρόπος και το ύψος της αμοιβής, η οποία δεν μπορεί να είναι δυσανάλογη του παρεχόμενου έργου και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
5. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.7.2013.
1. Αν κατά τη διενέργεια ελέγχου από τους Επιθεωρητές του ΣΕΠΕ ή από οποιοδήποτε άλλο ελεγκτικό όργανο και μετά τη διαβίβαση του δελτίου ελέγχου τους στην αρμόδια υπηρεσία του Ο.Α.Ε.Δ. προς διασταύρωση, διαπιστώνεται, ότι κάποιος απασχολείται με οποιαδήποτε μορφή απασχόλησης σε εργοδότη, χωρίς ο τελευταίος να τον έχει δηλώσει νομίμως στις αρμόδιες αρχές, ενώ και από την ανωτέρω διασταύρωση προκύπτει ότι είναι επιδοτούμενος άνεργος, επιβάλλονται στον εργοδότη, πλέον των προβλεπομένων στο άρθρο 25 του Ν. 3996/2011 και πάντως σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 του ίδιου νόμου, οι κάτωθι διοικητικές κυρώσεις:
α. πρόστιμο ύψους τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε απασχολούμενο επιδοτούμενο άνεργο ή
β. πρόστιμο ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε απασχολούμενο επιδοτούμενο άνεργο, όταν έχει προηγηθεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον ίδιο εργοδότη.Κατά της πράξης επιβολής προστίμου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν. 3996/2011 .
1. Στο άρθρο 17 του Ν. 3996/2011 προστίθεται παράγραφος 15 ως εξής:
«15. Επιθεωρητές Εργασίας των οποίων η κινητή περιουσία ζημιώνεται ή καταστρέφεται ολοσχερώς ή εν μέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή εξ αφορμής αυτής δικαιούνται αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο. Αν το αντικείμενο που καταστράφηκε ή υπέστη φθορές ήταν ασφαλισμένο, αξίωση αποζημίωσης κατά του Δημοσίου υπάρχει μόνο για το επιπλέον της ασφαλιστικής αποζημίωσης ποσό. Υποκατάσταση της ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρείας στα δικαιώματα του ασφαλισμένου για το καταβληθέν ποσό του ασφαλίσματος αποκλείεται.»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 16 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι Επιθεωρητές Εργασίας υποχρεούνται κατά τη διενέργεια των ελέγχων τους να συμπληρώσουν ειδικά για το σκοπό αυτόν Δελτία Ελέγχου, που έχουν τη μορφή τυποποιημένων εντύπων ή αντίστοιχων ηλεκτρονικών εφαρμογών, στα οποία αναγράφονται όλα τα στοιχεία των παραβάσεων, καθώς και υποδείξεις προς συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσία.»
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν. 3996/2011 καταργείται.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας μπορεί να αναστέλλεται η λειτουργία οργανικών μονάδων επιπέδου Τμήματος του Σ.ΕΠ.Ε. και να μεταφέρεται η καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητά τους, σε άλλη οργανική μονάδα του ιδίου επιπέδου. Σε περίπτωση κατά την οποία η κατά τόπον αρμοδιότητα του Τμήματος υποδοχής ανήκει σε διαφορετική Περιφερειακή Διεύθυνση, από αυτήν του μεταφερόμενου Τμήματος, η τοπική αρμοδιότητα της Διεύθυνσης του Τμήματος υποδοχής επεκτείνεται και επί της κατά τόπον αρμοδιότητας του μεταφερομένου τμήματος.
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 68 του Ν. 3863/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η εκάστοτε αναθέτουσα αρχή, δηλαδή το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), οι φορείς και οι οργανισμοί του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται από τις οικείες διατάξεις, η οποία (αρχή) αναθέτει απευθείας ή προκηρύσσει διαγωνισμό για την ανάθεση παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης, υποχρεούται να ζητά από τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης (εργολάβοι) να αναφέρουν στην προσφορά τους, εκτός των άλλων, τα εξής:
α) Τον αριθμό των εργαζομένων που θα απασχοληθούν στο έργο.
β) Τις ημέρες και τις ώρες εργασίας.
γ) Τη συλλογική σύμβαση εργασίας στην οποία τυχόν υπάγονται οι εργαζόμενοι.
δ) Το ύψος του προϋπολογισμένου ποσού που αφορά τις πάσης φύσεως νόμιμες αποδοχές αυτών των εργαζομένων.
ε) Το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών με βάση τα προϋπολογισθέντα ποσά.
στ) Τα τετραγωνικά μέτρα καθαρισμού ανά άτομο, όταν πρόκειται για καθαρισμό χώρων. Οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης (εργολάβοι) υποχρεούνται, με ποινή αποκλεισμού, να εξειδικεύουν σε χωριστό κεφάλαιο της προσφοράς τους τα ως άνω στοιχεία. Στην προσφορά τους πρέπει να υπολογίζουν εύλογο ποσοστό διοικητικού κόστους παροχής των υπηρεσιών τους, των αναλώσιμων, του εργολαβικού τους κέρδους και των νόμιμων υπέρ Δημοσίου και τρίτων κρατήσεων. Επιπροσθέτως, υποχρεούνται να επισυνάπτουν στην προσφορά αντίγραφο της συλλογικής σύμβασης εργασίας στην οποία τυχόν υπάγονται οι εργαζόμενοι.»
2. Στο άρθρο 68 του Ν. 3863/2010 προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:
«2.α) Οι πράξεις επιβολής προστίμου που επιβάλλονται σε βάρος εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης καταχωρούνται στο αντίστοιχο «Μητρώο Παραβατών Εταιρειών Παροχής Υπηρεσιών Καθαρισμού ή/και Φύλαξης» που τηρείται στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
β) Η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται, αμέσως μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, να υποβάλει γραπτό αίτημα προς τη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας για τη χορήγηση πιστοποιητικού, από το οποίο να προκύπτουν όλες οι πράξεις επιβολής προστίμου που έχουν εκδοθεί σε βάρος εκάστου των υποψήφιων εργολάβων. Το πιστοποιητικό αποστέλλεται στην αναθέτουσα αρχή μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή του αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας, η αναθέτουσα αρχή δικαιούται να προχωρήσει στη σύναψη της σύμβασης.
γ) Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποκλείσει από τη σύναψη της σύμβασης τις υποψήφιες εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης λόγω διάπραξης σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος. Ως σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα νοείται ιδίως:
αα) Η επιβολή σε βάρος της υποψήφιας εταιρείας, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) ετών πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της προσφοράς, τουλάχιστον δύο (2) πράξεων επιβολής προστίμου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας συνολικού ύψους τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, καθεμιά από τις οποίες χαρακτηρίζεται ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας κατ’ εφαρμογή της Υ.Α. 2063/Δ1 632/2011 ή οποιασδήποτε διάταξης ρυθμίσει μελλοντικά το περιεχόμενο των παραβάσεων «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας,
ββ) η κήρυξη ως έκπτωτης της υποψήφιας εταιρείας κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 7 του παρόντος, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) ετών πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής της προσφοράς,
γγ) η επιβολή της κύρωσης της προσωρινής διακοπής της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατ’ εφαρμογή της παρ. 1Β του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 , μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) ετών πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής της προσφοράς.
δ) Για το χρονικό διάστημα που δεν καλύπτεται από το «Μητρώο Παραβατών Εταιρειών Παροχής Υπηρεσιών Καθαρισμού ή/και Φύλαξης» οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης προσκομίζουν υποχρεωτικά ένορκη βεβαίωση του νομίμου εκπροσώπου αυτών ενώπιον συμβολαιογράφου, περί μη επιβολής σε βάρος τους πράξης επιβολής προστίμου για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας.»
3. Οι παράγραφοι 2, 3, 4, 5, 6 και 7 αναριθμούνται σε παραγράφους 3, 4, 5, 6, 7, και 8 και η παράγραφος 3, όπως αναριθμήθηκε, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στη σύμβαση που συνάπτει η εκάστοτε αναθέτουσα αρχή με τους εργολάβους περιλαμβάνονται τα στοιχεία α ́ έως στ ́ της πρώτης παραγράφου, καθώς και ειδικός όρος για την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου. Όταν δεν αναγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία και όροι, η σύμβαση είναι άκυρη και απορρίπτεται η δαπάνη πληρωμής.»
4. Η παράγραφος 5, όπως αναριθμήθηκε, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Όταν οι υπηρεσίες ή οι επιτροπές παρακολούθησης καλής εκτέλεσης του έργου του αποδέκτη των υπηρεσιών διαπιστώνουν παραβάσεις των όρων του παρόντος άρθρου κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου, η σύμβαση καταγγέλλεται από την αναθέτουσα αρχή. Όταν οι παραβάσεις διαπιστώνονται κατά την παραλαβή του έργου, τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση δεν ικανοποιούνται, καταβάλλονται, όμως, από τον αποδέκτη των υπηρεσιών οι αποδοχές στους εργαζομένους και αποδίδονται οι ασφαλιστικές τους εισφορές.»
5. Η παράγραφος 7, όπως αναριθμήθηκε, αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Όταν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ διαπιστώνουν παραβάσεις που αφορούν την αδήλωτη εργασία, την παράνομη απασχόληση αλλοδαπών ή παραβάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενημερώνουν εγγράφως την αναθέτουσα αρχή. Επίσης, ενημερώνουν εγγράφως την αναθέτουσα αρχή για τις πράξεις επιβολής προστίμου που αφορούν τις ανωτέρω διαπιστωθείσες παραβάσεις. Η πράξη επιβολής προστίμου στον εργολάβο για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται από τις κείμενες διατάξεις ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας για δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης οδηγεί υποχρεωτικά στην καταγγελία της σύμβασης από την αναθέτουσα αρχή και στην κήρυξη του εργολάβου έκπτωτου.»
1. Το άρθρο 3 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Α. Συμφιλιωτική διαδικασία
1. Το ΣΕΠΕ παρεμβαίνει συμφιλιωτικά μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος από τις οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων ή τις οργανώσεις των εργοδοτών ή και από τον εργοδότη ατομικά για οποιοδήποτε θέμα προκαλεί διένεξη ή διαφωνία με αφορμή τη σχέση εργασίας, και αν ακόμη δεν αποτελεί αντικείμενο συλλογικής σύμβασης. Συμφιλιωτική διαδικασία δεν διεξάγεται για υποθέσεις αρμοδιότητας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ), όπως αυτές καθορίζονται στο Ν. 1876/1990 .
2. Η συμφιλιωτική διαδικασία αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από το ενδιαφερόμενο μέρος και γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και τα αιτήματά τους.
3. Η συμφιλίωση διενεργείται σε τοπικό ή περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Σε τοπικό επίπεδο, η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος ή του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων που ορίζεται από αυτόν. Σε περιφερειακό επίπεδο, η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται, είτε ενώπιον του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης, είτε ενώπιον του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων που ορίζεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης. H αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας επιλαμβάνεται περιπτώσεων συμφιλίωσης σε εθνικό επίπεδο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 του Ν. 1876/1990 .
4. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορούν να παρίστανται συνολικά μέχρι πέντε (5) εκπρόσωποι από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, πέραν των νομικών συμβούλων. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται κατ’ επιλογήν του κάθε μέρους εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της δευτεροβάθμιας ή της ομοιοεπαγγελματικής τοιαύτης ή του Εργατικού Κέντρου της περιοχής ή της ΓΣΕΕ εκ μέρους των εργαζομένων, καθώς και εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής οργάνωσης εκ μέρους του εργοδότη ή των εργοδοτών. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορεί να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού.
5. Η συμφιλιωτική διαδικασία αποσκοπεί στην προσέγγιση των απόψεων των μερών το συντομότερο δυνατόν με κάθε πρόσφορο μέσο και με απώτερο σκοπό τον τερματισμό της διένεξης και τη διασφάλιση της εργασιακής ειρήνης. Στο τέλος της συμφιλιωτικής διαδικασίας συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο βεβαιώνεται η συμφωνία ή η διαφωνία των μερών. Το πρακτικό υπογράφεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και τον επιληφθέντα Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων. Ο τελευταίος υποχρεούται σε διατύπωση αιτιολογημένης άποψης, όπου αυτό καθίσταται εφικτό. Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων αδυνατεί να μορφώσει άποψη, τότε αρκείται στη διατύπωση πλήρους και επαρκώς αιτιολογημένης γνώμης περί της αδυναμίας του αυτής.
Β. Επίλυση εργατικών διαφορών
1. Εργατικές Διαφορές είναι κάθε είδους διαφωνίες μεταξύ εργαζομένου ή εργαζομένων και εργοδότη που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας αναφορικά με την εφαρμογή και τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
2. Για την επίλυση των εργατικών διαφορών ο εργαζόμενος ή περισσότεροι εργαζόμενοι που επικαλούνται κοινό συμφέρον, ο εργοδότης, καθώς και οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την παρέμβαση του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων.
3. Η διαδικασία επίλυσης της εργατικής διαφοράς διεξάγεται από τον Προϊστάμενο του αρμόδιου Τμήματος ή από τον Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων, που ορίζεται από τον Προϊστάμενο του αρμόδιου Τμήματος και εφόσον ο Προϊστάμενος του αρμόδιου Τμήματος ή ο Προϊστάμενος της αρμοδίας Περιφερειακής Διεύθυνσης κρίνει ότι η εργατική διαφορά χρήζει περαιτέρω εξέτασης, αυτή διεξάγεται σε δεύτερο βαθμό από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης.
4. Η διαδικασία επίλυσης της εργατικής διαφοράς αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο και γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και τα υποβληθέντα αιτήματα που αποτελούν τη βάση διεξαγωγής της συζήτησης της εργατικής διαφοράς.
5. Κατά τη διαδικασία της εργατικής διαφοράς μπορούν να παρίστανται συνολικά μέχρι πέντε (5) εκπρόσωποι από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος πέραν των νομικών συμβούλων. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται κατ’ επιλογήν του κάθε μέρους εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της δευτεροβάθμιας ή της ομοιοεπαγγελματικής τοιαύτης ή του Εργατικού Κέντρου της περιοχής ή της ΓΣΕΕ εκ μέρους των εργαζομένων, καθώς και εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής οργάνωσης εκ μέρους του εργοδότη ή των εργοδοτών. Κατά τη διάρκεια της εργατικής διαφοράς μπορεί να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού.
6. Κατά τη συζήτηση της εργατικής διαφοράς τα μέρη υποχρεούνται να παρασταθούν αυτοπροσώπως είτε με νόμιμο εκπρόσωπο είτε με άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Μετά το πέρας της συζήτησης συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται από τα παριστάμενα μέρη και τον Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων, ο οποίος υποχρεούται στη διατύπωση άποψης επί της διαφοράς. Σε περίπτωση που ζητηθεί το πρακτικό χορηγείται και σε γραφή Braille ή άλλες προσβάσιμες από άτομα με αναπηρία μορφές. Εάν απουσιάζει ένα από τα μέρη, ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων καταγράφει τις απόψεις του παρισταμένου μέρους και, αν η απουσία είναι αδικαιολόγητη, θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο για την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών αυτού. Συγχρόνως, ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων μπορεί να επιβάλει στο απόν μέρος τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 του παρόντος νόμου, ύστερα από παροχή γραπτών εξηγήσεων.
7. Αν οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας συνιστούν ποινικά αδικήματα ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων υποβάλλει μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά στον αρμόδιο Εισαγγελέα.»
2. Ο τίτλος του άρθρου 4 τροποποιείται ως εξής:
«Ανεξαρτησία Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων».
Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 τροποποιείται ως εξής:
«Ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία οφείλει να εκτελεί με αντικειμενικότητα και αμεροληψία.»
Η παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3996/2011 1 καταργείται.
3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 9 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Στην Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας από το σύνολο των οργανικών θέσεων Επιθεωρητών Εργασίας κατανέμονται δώδεκα οργανικές θέσεις προϊσταμένων Διεύθυνσης και δεκατέσσερις οργανικές θέσεις προϊσταμένων τμημάτων.»
4.α. Στην παρ. 10, του άρθρου 17, του Ν. 3996/2011 όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:«Οι παραπάνω διατάξεις ισχύουν ανάλογα και για την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.»
β. Η παρ. 12 του άρθρου 17 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:«Στους ελέγχους που διενεργούνται από τους Επιθεωρητές Εργασίας έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 7 του άρθρου 16 του Ν. 1264/1982 , εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν ή μετά από πρόσκληση του Επιθεωρητή Εργασίας. Στην περίπτωση ζητημάτων που αφορούν σε εργαζομένους με αναπηρία, οι Επιθεωρητές Εργασίας μπορούν κατά περίπτωση να συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τη συνομοσπονδία ατόμων με αναπηρία.»
5. Η παρ. 4 του άρθρου 23 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:«Επιβάλλει στις επιχειρήσεις τα πρόστιμα που προβλέπονται από την κείμενη εργατική νομοθεσία αν διαπιστωθεί ότι στους χώρους εργασίας δεν τηρούνται οι διατάξεις περί απαγόρευσης του καπνίσματος.»
6.α. Η πρώτη παρ. της 1Α του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
1. «Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων
«Α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από τριακόσια (300) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του αντίστοιχου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης είτε του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο.»
β. Η υποπαράγραφος 1Β της παρ. 1 του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, για χρονικό διάστημα μέχρι τριών ημερών με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή με αιτιολογημένη πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις η κύρωση επιβάλλεται κατόπιν προηγούμενης πρόσκλησης του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων.Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Ειδικού Επιθεωρητή ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., μπορεί να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Για την περίπτωση α ́ της παραγράφου 3 του άρθρου 23 δεν απαιτείται πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων και η διακοπή επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Εργασίας, για χρονικό διάστημα μέχρι της πλήρους συμμόρφωσης του εργοδότη και της άρσης των παραβάσεων. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.»
γ. Η παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η επιβολή σε βάρος του εργοδότη δύο ή περισσοτέρων πράξεων επιβολής προστίμου κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφοράς στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης επιφέρει, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, τον αποκλεισμό του εργοδότη από τη σύναψη της δημόσιας σύμβασης, με απόφαση της εκάστοτε αναθέτουσας αρχής. Ειδικά στην περίπτωση των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 68 του Ν. 3863/2010 .»
δ. Η παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Στο άρθρο 20 του Ν. 3418/2005 (Α ́287) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων, το μέγεθος της επιχείρησης, ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται και η υπαγωγή της επιχείρησης σε μια από τις κατηγορίες Α ́, Β ́, Γ ́ του άρθρου 10 του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84).».»
7. Η παρ. 3 του άρθρου 27 του Ν. 3996/2011 καταργείται.
8. Η παρ. 3 του άρθρου 29 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Ιατρός των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του Ν. 3850/2010 (Α ́84), ο οποίος έχει σύμβαση ή άλλη σχέση εργασίας με οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, υποχρεούται να προσκομίζει στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία έγγραφη άδεια της διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα, με την οποία θα επιτρέπεται σε αυτόν η άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας στη συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο ιατρός του πρώτου εδαφίου εξαιρείται κατά την άσκηση των καθηκόντων του στον ασφαλιστικό φορέα από την οποιαδήποτε παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς ασφαλισμένο σε αυτόν, εφόσον ο ασφαλισμένος εργάζεται σε επιχείρηση στην οποία ο εργαζόμενος ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας.»
Β. Επίλυση εργατικών διαφορών
1. Εργατικές Διαφορές είναι κάθε είδους διαφωνίες μεταξύ εργαζομένου ή εργαζομένων και εργοδότη που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας αναφορικά με την εφαρμογή και τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
2. Για την επίλυση των εργατικών διαφορών ο εργαζόμενος ή περισσότεροι εργαζόμενοι που επικαλούνται κοινό συμφέρον, ο εργοδότης, καθώς και οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την παρέμβαση του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων.
3. Η διαδικασία επίλυσης της εργατικής διαφοράς διεξάγεται από τον Προϊστάμενο του αρμόδιου Τμήματος ή από τον Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων, που ορίζεται από τον Προϊστάμενο του αρμόδιου Τμήματος και εφόσον ο Προϊστάμενος του αρμόδιου Τμήματος ή ο Προϊστάμενος της αρμοδίας Περιφερειακής Διεύθυνσης κρίνει ότι η εργατική διαφορά χρήζει περαιτέρω εξέτασης, αυτή διεξάγεται σε δεύτερο βαθμό από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης.
4. Η διαδικασία επίλυσης της εργατικής διαφοράς αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο και γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και τα υποβληθέντα αιτήματα που
αποτελούν τη βάση διεξαγωγής της συζήτησης της εργατικής διαφοράς.
5. Κατά τη διαδικασία της εργατικής διαφοράς μπορούν να παρίστανται συνολικά μέχρι πέντε (5) εκπρόσωποι από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος πέραν των νομικών συμβούλων. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται κατ’ επιλογήν του κάθε μέρους εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της δευτεροβάθμιας ή της ομοιοεπαγγελματικής τοιαύτης ή του Εργατικού Κέντρου της περιοχής ή της ΓΣΕΕ εκ μέρους των εργαζομένων, καθώς και εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής οργάνωσης εκ μέρους του εργοδότη ή των εργοδοτών.
Κατά τη διάρκεια της εργατικής διαφοράς μπορεί να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού.
6. Κατά τη συζήτηση της εργατικής διαφοράς τα μέρη υποχρεούνται να παρασταθούν αυτοπροσώπως είτε με νόμιμο εκπρόσωπο είτε με άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Μετά το πέρας της συζήτησης συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται από τα παριστάμενα μέρη
και τον Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων, ο οποίος υποχρεούται στη διατύπωση άποψης επί της διαφοράς.
Σε περίπτωση που ζητηθεί το πρακτικό χορηγείται και σε γραφή Braille ή άλλες προσβάσιμες από άτομα με αναπηρία μορφές. Εάν απουσιάζει ένα από τα μέρη, ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων καταγράφει τις απόψεις του παρισταμένου μέρους και, αν η απουσία είναι αδικαιολόγητη, θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο για την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών αυτού. Συγχρόνως, ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων μπορεί
να επιβάλει στο απόν μέρος τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 του παρόντος νόμου, ύστερα από παροχή γραπτών εξηγήσεων.
7. Αν οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας συνιστούν ποινικά αδικήματα ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων υποβάλλει μήνυση ή μηνυτήρια αναφορά στον αρμόδιο Εισαγγελέα.»
2. Ο τίτλος του άρθρου 4 τροποποιείται ως εξής:
«Ανεξαρτησία Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων».
Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 τροποποιείται ως εξής: «Ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία οφείλει να εκτελεί με αντικειμενικότητα και αμεροληψία.»
Η παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3996/2011 καταργείται.
3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 9 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Στην Υπηρεσία Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας από το σύνολο των οργανικών θέσεων Επιθεωρητών Εργασίας κατανέμονται δώδεκα οργανικές θέσεις προϊσταμένων Διεύθυνσης και δεκατέσσερις οργανικές θέσεις προϊσταμένων τμημάτων.»
4.α. Στην παρ. 10, του άρθρου 17, του ν. 3996/2011 όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Οι παραπάνω διατάξεις ισχύουν ανάλογα και για την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.»
β. Η παρ. 12 του άρθρου 17 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Στους ελέγχους που διενεργούνται από τους Επιθεωρητές Εργασίας έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 7 του άρθρου 16 του ν. 1264/ 1982, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν ή μετά από πρόσκληση του Επιθεωρητή Εργασίας. Στην περίπτωση ζητημάτων που αφορούν σε εργαζομένους με αναπηρία, oι Επιθεωρητές Εργασίας μπορούν κατά περίπτωση να συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τη συνομοσπονδία ατόμων με αναπηρία.»
5. Η παρ. 4 του άρθρου 23 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Επιβάλλει στις επιχειρήσεις τα πρόστιμα που προβλέπονται από την κείμενη εργατική νομοθεσία αν διαπιστωθεί ότι στους χώρους εργασίας δεν τηρούνται οι διατάξεις περί απαγόρευσης του καπνίσματος.»
6.α. Η πρώτη παρ. της 1Α του άρθρου 24 του ν. 3996/ 2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
1. «Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων «Α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από τριακόσια (300) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του αντίστοιχου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης είτε του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο.»
β. Η υποπαράγραφος 1Β της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, για χρονικό διάστημα μέχρι τριών ημερών με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή με αιτιολογημένη πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις η κύρωση επιβάλλεται κατόπιν προηγούμενης πρόσκλησης του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Ειδικού Επιθεωρητή ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., μπορεί να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή της λειτουργίας για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Για την περίπτωση α ́ της παραγράφου 3 του άρθρου 23 δεν απαιτείται πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων και η διακοπή επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Εργασίας, για χρονικό διάστημα μέχρι της πλήρους συμμόρφωσης του εργοδότη και της άρσης των παραβάσεων. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.»
γ. Η παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η επιβολή σε βάρος του εργοδότη δύο ή περισσοτέρων πράξεων επιβολής προστίμου κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφοράς στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης επιφέρει, πέραν των λοιπών διοικητικών κυρώσεων, τον αποκλεισμό του εργοδότη από τη σύναψη της δημόσιας σύμβασης, με απόφαση της εκάστοτε αναθέτουσας αρχής. Ειδικά στην περίπτωση των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 3863/2010.»
δ. Η παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Στο άρθρο 20 του ν. 3418/ 2005 (Α ́287) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων, το μέγεθος της επιχείρησης, ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται και η υπαγωγή της επιχείρησης σε
μια από τις κατηγορίες Α ́, Β ́, Γ ́ του άρθρου 10 του ν. 3850/2010 (Α ́ 84).».»
7. Η παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 3996/2011 καταργείται.
8. Η παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Ιατρός των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του ν. 3850/2010 (Α΄84), ο οποίος έχει σύμβαση ή άλλη σχέση εργασίας με οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, υποχρεούται να προσκομίζει στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία έγγραφη άδεια της διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα, με την οποία θα επιτρέπεται σε αυτόν η άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας στη συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο ιατρός του πρώτου εδαφίου εξαιρείται κατά την άσκηση των καθηκόντων του στον ασφαλιστικό φορέα από την οποιαδήποτε παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς ασφαλισμένο σε αυτόν, εφόσον ο ασφαλισμένος εργάζεται σε επιχείρηση στην οποία ο εργαζόμενος ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας.»
1. Το άρθρο 3 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Α. Συμφιλιωτική διαδικασία
1. Το ΣΕΠΕ παρεμβαίνει συμφιλιωτικά μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος από τις οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων ή τις οργανώσεις των εργοδοτών ή και από τον εργοδότη ατομικά για οποιοδήποτε θέμα προκαλεί διένεξη ή διαφωνία με αφορμή τη σχέση εργασίας, και αν ακόμη δεν αποτελεί αντικείμενο συλλογικής σύμβασης. Συμφιλιωτική διαδικασία δεν διεξάγεται για υποθέσεις αρμοδιότητας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ), όπως αυτές καθορίζονται στο Ν. 1876/1990 .
2. Η συμφιλιωτική διαδικασία αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από το ενδιαφερόμενο μέρος και γνωστοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και τα αιτήματά τους.
3. Η συμφιλίωση διενεργείται σε τοπικό ή περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Σε τοπικό επίπεδο, η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος ή του Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων που ορίζεται από αυτόν. Σε περιφερειακό επίπεδο, η συμφιλιωτική διαδικασία διεξάγεται, είτε ενώπιον του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης, είτε ενώπιον του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων που ορίζεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης. Η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας επιλαμβάνεται περιπτώσεων συμφιλίωσης σε εθνικό επίπεδο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 του Ν. 1876/1990 .
4. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορούν να παρίστανται συνολικά μέχρι πέντε (5) εκπρόσωποι από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, πέραν των νομικών συμβούλων. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται κατ’ επιλογήν του κάθε μέρους εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή της δευτεροβάθμιας ή της ομοιοεπαγγελματικής τοιαύτης ή του Εργατικού Κέντρου της περιοχής ή της ΓΣΕΕ εκ μέρους των εργαζομένων, καθώς και εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής οργάνωσης εκ μέρους του εργοδότη ή των εργοδοτών. Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορεί να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου, καθώς και μεταφραστής για την υποστήριξη αλλοδαπού.
5. Η συμφιλιωτική διαδικασία αποσκοπεί στην προσέγγιση των απόψεων των μερών το συντομότερο δυνατόν με κάθε πρόσφορο μέσο και με απώτερο σκοπό τον τερματισμό της διένεξης και τη διασφάλιση της εργασιακής ειρήνης. Στο τέλος της συμφιλιωτικής διαδικασίας συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο βεβαιώνεται η συμφωνία ή η διαφωνία των μερών. Το πρακτικό υπογράφεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και τον επιληφθέντα Επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων. Ο τελευταίος υποχρεούται σε διατύπωση αιτιολογημένης άποψης, όπου αυτό καθίσταται εφικτό. Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων αδυνατεί να μορφώσει άποψη, τότε αρκείται στη διατύπωση πλήρους και επαρκώς αιτιολογημένης γνώμης περί της αδυναμίας του αυτής.
8. Η παρ. 3 του άρθρου 29 του Ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Ιατρός των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του Ν. 3850/2010 (Α ́84), ο οποίος έχει σύμβαση ή άλλη σχέση εργασίας με οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, υποχρεούται να προσκομίζει στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία έγγραφη άδεια της διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα, με την οποία θα επιτρέπεται σε αυτόν η άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας στη συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο ιατρός του πρώτου εδαφίου εξαιρείται κατά την άσκηση των καθηκόντων του στον ασφαλιστικό φορέα από την οποιαδήποτε παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς ασφαλισμένο σε αυτόν, εφόσον ο ασφαλισμένος εργάζεται σε επιχείρηση στην οποία ο εργαζόμενος ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας.»
1. Η παρ. Β ́ του άρθρου 87 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Β. α) Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, στις οποίες έχει διαπραχθεί η παράβαση, για χρονικό διάστημα έως τρεις (3) ημέρες με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή με αιτιολογημένη πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε. ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας.
β) Προσωρινή άνω των τριών ημερών ή οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης στις οποίες έχει διαπραχθεί η παράβαση με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Ειδικού Επιθεωρητή ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε..»
2. Στο τέλος του άρθρου 87 προστίθεται παράγραφος Γ ́ ως ακολούθως:
«Γ. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.»
3. Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ ́ της παρ. 3 του άρθρου 91 του Ν. 4052/2012 (Α ́41) αντικαθίστανται οι λέξεις «του άρθρου 40» με τις λέξεις «του άρθρου 88».
4. Το άρθρο 93 του Ν. 4052/2012 (Α ́41) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 93Καμία κύρωση ή μέτρο δεν επιβάλλεται, σύμφωνα με τα άρθρα 85 και 87, χωρίς προηγούμενη κλήτευση του εργοδότη προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις 1 και 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α ́ 45). Κατά της απόφασης με την οποία επιβάλλεται διοικητική κύρωση, χωρεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή της.»
5. Οι περιπτώσεις α ́, β ́και γ ́ της παρ. 1 «Διοικητικές Κυρώσεις» του άρθρου 108 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Διοικητικές κυρώσεις:α. Στα Ι.Γ.Ε.Ε. και στα υποκαταστήματά τους, που λειτουργούν παρανόμως, επιβάλλονται οι εξής διοικητικές κυρώσεις:
αα) πρόστιμο ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε διαπιστωθείσα παράβαση με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας, που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, ή/ και
ββ) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας τους μέχρι τρεις (3) ημέρες, με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., ύστερα από σχετική αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας,
γγ) προσωρινή άνω των τριών ημερών ή οριστική διακοπή της λειτουργίας τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε.. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
β. Στα Ι.Γ.Ε.Ε. και στα υποκαταστήματά τους, που δεν υποβάλλουν εμπροθέσμως τις εκθέσεις δραστηριότητας των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 104 του παρόντος, επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμοδίου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και, ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, πρόστιμο ύψους δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για κάθε διαπιστωθείσα παράβαση.γ. Για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων των περιπτώσεων α ́ και β ́ εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 1A, 2, 3, 6 και 9 του άρθρου 24, στο σύνολό τους, του Ν. 3996/2011, όπως ισχύουν κάθε φορά.»
6. Στην παρ. 2 του άρθρου 108 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41) προστίθεται περίπτωση γ ́ ως εξής:
«γ. Όποιος παραβιάζει την απόφαση περί προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας του Ι.Γ.Ε.Ε., που του έχει επιβληθεί, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή.»
7. Οι περιπτώσεις α ́, β ́ και γ ́ της παρ. 1 «Διοικητικές Κυρώσεις» του άρθρου 128 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Διοικητικές κυρώσεις:
α) Για κάθε παράβαση των διατάξεων που αφορούν στη σύσταση και λειτουργία των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και, ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ανάλογα με την κατηγορία και τη βαρύτητα της παράβασης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση 15527/639/2010 του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β ́ 1359), όπως αυτή κάθε φορά ισχύει.
β) Ειδικότερα, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ευρέθησαν να ασκούν τη δραστηριότητα της προσωρινής απασχόλησης:
α) χωρίς να προβούν στην προσήκουσα αναγγελία άσκησής της στην αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή ή
β) έχουν προβεί στην αναγγελία έναρξης άσκησης δραστηριότητας Ε.Π.Α. αλλά:
5. Οι περιπτώσεις α ́, β ́και γ ́ της παρ. 1 «Διοικητικές Κυρώσεις» του άρθρου 108 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Διοικητικές κυρώσεις:α. Στα Ι.Γ.Ε.Ε. και στα υποκαταστήματά τους, που λειτουργούν παρανόμως, επιβάλλονται οι εξής διοικητικές κυρώσεις:
αα) πρόστιμο ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε διαπιστωθείσα παράβαση με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας, που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, ή/ και
ββ) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας τους μέχρι τρεις (3) ημέρες, με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., ύστερα από σχετική αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας,
γγ) προσωρινή άνω των τριών ημερών ή οριστική διακοπή της λειτουργίας τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε.. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
β. Στα Ι.Γ.Ε.Ε. και στα υποκαταστήματά τους, που δεν υποβάλλουν εμπροθέσμως τις εκθέσεις δραστηριότητας των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 104 του παρόντος, επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμοδίου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και, ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, πρόστιμο ύψους δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για κάθε διαπιστωθείσα παράβαση.γ. Για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων των περιπτώσεων α ́ και β ́ εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 1A, 2, 3, 6 και 9 του άρθρου 24, στο σύνολό τους, του Ν. 3996/2011, όπως ισχύουν κάθε φορά.»
6. Στην παρ. 2 του άρθρου 108 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41) προστίθεται περίπτωση γ ́ ως εξής:
«γ. Όποιος παραβιάζει την απόφαση περί προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας του Ι.Γ.Ε.Ε., που του έχει επιβληθεί, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή.»
7. Οι περιπτώσεις α ́, β ́ και γ ́ της παρ. 1 «Διοικητικές Κυρώσεις» του άρθρου 128 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Διοικητικές κυρώσεις:
α) Για κάθε παράβαση των διατάξεων που αφορούν στη σύσταση και λειτουργία των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και, ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ανάλογα με την κατηγορία και τη βαρύτητα της παράβασης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση 15527/639/2010 του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β ́ 1359), όπως αυτή κάθε φορά ισχύει.
β) Ειδικότερα, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ευρέθησαν να ασκούν τη δραστηριότητα της προσωρινής απασχόλησης:
α) χωρίς να προβούν στην προσήκουσα αναγγελία άσκησής της στην αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή ή
β) έχουν προβεί στην αναγγελία έναρξης άσκησης δραστηριότητας Ε.Π.Α. αλλά:
αα) ασκούν το επάγγελμα εντός του τριμήνου που απαιτείται για τον έλεγχο της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων χωρίς να έχουν ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας,
ββ) τους έχει απαγορευθεί η άσκηση της δραστηριότητας Ε.Π.Α., λόγω μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, επιβάλλεται:
i) πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων ή και
ii) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας τους μέχρι τρεις (3) ημέρες με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας, ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., ύστερα από σχετική αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας,
iii) προσωρινή άνω των τριών ημερών ή οριστική διακοπή της λειτουργίας τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε.. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
γ) Για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων των παραγράφων α ́ και β ́ εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 1Α, 2, 3, 6 και 9 του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 , όπως ισχύουν κάθε φορά.»
7. Οι περιπτώσεις α ́, β ́ και γ ́ της παρ. 1 «Διοικητικές Κυρώσεις» του άρθρου 128 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Διοικητικές κυρώσεις:
α) Για κάθε παράβαση των διατάξεων που αφορούν στη σύσταση και λειτουργία των Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και, ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ανάλογα με την κατηγορία και τη βαρύτητα της παράβασης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση 15527/639/2010 του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β ́ 1359), όπως αυτή κάθε φορά ισχύει.
β) Ειδικότερα, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ευρέθησαν να ασκούν τη δραστηριότητα της προσωρινής απασχόλησης:
α) χωρίς να προβούν στην προσήκουσα αναγγελία άσκησής της στην αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή ή
β) έχουν προβεί στην αναγγελία έναρξης άσκησης δραστηριότητας Ε.Π.Α. αλλά:
αα) ασκούν το επάγγελμα εντός του τριμήνου που απαιτείται για τον έλεγχο της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων χωρίς να έχουν ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας,
ββ) τους έχει απαγορευθεί η άσκηση της δραστηριότητας Ε.Π.Α., λόγω μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, επιβάλλεται:
i) πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων που διενήργησε τον έλεγχο, είτε του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων ή και
ii) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας τους μέχρι τρεις (3) ημέρες με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας, ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε., ύστερα από σχετική αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας,
iii) προσωρινή άνω των τριών ημερών ή οριστική διακοπή της λειτουργίας τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Σ.ΕΠ.Ε.. Η εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων προσωρινής και οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
γ) Για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων των παραγράφων α ́ και β ́ εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 1Α, 2, 3, 6 και 9 του άρθρου 24 του Ν. 3996/2011 , όπως ισχύουν κάθε φορά.»
Η περίπτωση ζ ́ της παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 2956/2001 (Α ́ 258) αντικαθίσταται ως εξής:
«ζ) Πέντε (5) εκπροσώπους των εργοδοτών με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται ως εξής: Δύο (2) από το Σ.Ε.Β., ένας (1) από τη Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., ένας (1) από την Ε.Σ.Ε.Ε. και ένας (1) από το Σ.Ε.Τ.Ε.. Ένας (1) από τους εκπροσώπους των εργοδοτών υποδεικνύεται από κοινού ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ.. Σε περίπτωση ασυμφωνίας, ο Αντιπρόεδρος προτείνεται από το Σ.Ε.Β..»
1. Στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) συνιστάται κλάδος με την επωνυμία «Λογαριασμός Κοινωνικής Πολιτικής».
2. Ο Ειδικός Λογαριασμός Κοινωνικής Πολιτικής που συστάθηκε με το άρθρο 3 της ΠΥΣ 7/28.2.2012 (Α΄39) καταργείται και οι πόροι, τα αποθεματικά και κάθε έσοδο αυτού μεταφέρονται στον ως άνω συνιστώμενο κλάδο.
3. Ο κλάδος με την επωνυμία «Λογαριασμός Κοινωνικής Πολιτικής» και ο κλάδος με την επωνυμία «Λογαριασμός για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση» (ΛΑΕΚ) που συστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2434/1996 (Α΄ 188), ενοποιούνται λειτουργικά σε λογαριασμό με την επωνυμία «Ενιαίος Λογαριασμός για την Εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών» (Ε.Λ.Ε.Κ.Π.), ενώ οι ενοποιούμενοι κλάδοι παραμένουν απόλυτα διακριτοί υποκείμενοι σε χωριστή παρακολούθηση και με απόλυτη διαχειριστική αυτοτέλεια.
4. Πόροι του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. είναι :
α) Εισφορά 0,81 %, όπως αυτή καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (Α΄188).
β) Εισφορά 1,35% που βαρύνει τους εργαζόμενους και που υπολογίζεται επί των αποδοχών τους, επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές του Ι.Κ.Α.. Την ως άνω εισφορά συνθέτουν: α) η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 της παρ. 1 περίπτωση β΄ εδάφιο 1o του ν.δ. 2963/1954 (Α΄195) εισφορά 1% και β) η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 της παρ. 1 περίπτωση α΄ του ν. 678/1977 (Α΄246), όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 εδάφιο Γ΄ του ν. 3144/2003 (Α΄111) εισφορά 0,35 %, που αμφότερες συνεισπράττονται με τις εισφορές υπέρ Ι.Κ.Α..
γ) Τα προβλεπόμενα, από την περίπτωση Γ΄ του άρθρου 89 του ν. 3996/2011, όπως εξειδικεύτηκαν στην 23411/2131/30.12.2011 (Β΄29/2012) κοινή απόφαση του Υπουργού και Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, έσοδα του Ειδικού Λογαριασμού Παιδικών Κατασκηνώσεων (Ε.Λ.Π.Κ.), τα οποία διατίθενται αποκλειστικά για τους θεσπισμένους με τις διατάξεις αυτές σκοπούς.
δ) Κάθε έσοδο από χαριστική αιτία.
ε) Οι πρόσοδοι του Ο.Α.Ε.Δ. που ενδεχομένως προκύπτουν από την εκμετάλλευση της περιουσίας των καταργηθέντων από 14.2.2012 με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, όπως ισχύει, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με τις επωνυμίες Οργανισμός Εργατικής Εστίας (Ο.Ε.Ε.) και Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), αντίστοιχα.
στ) Τα πάσης φύσεως πρόστιμα που επιβάλλονται από τους εργοδότες στους μισθωτούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 3789/1957 (Α΄ 210),
ζ) Οποιοσδήποτε άλλος πόρος προερχόμενος από οποιαδήποτε άλλη αιτία.
5. Οι πόροι του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. είναι ακατάσχετοι, δεν λογίζονται ως έσοδα και απαλλάσσονται από κάθε φορολογική επιβάρυνση.
6. Από τα έσοδα του Ε.Λ.Ε.Κ.Π.:
α) Η εισφορά 0,81 % διατίθεται αποκλειστικά για τους σκοπούς του ΛΑΕΚ.
β) Η εισφορά 1,35% και οι λοιποί ανωτέρω αναφερόμενοι πόροι υπό στοιχεία β΄, δ΄, ε΄, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 4 διατίθενται αποκλειστικά και καλύπτουν:
αα) Δαπάνες για κάθε γεγενημένη έννομη σχέση των καταργηθέντων με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, όπως ισχύει, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με την επωνυμία Οργανισμός Εργατικής Εστίας (Ο.Ε.Ε.) και Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για την εκκαθάριση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κατασκευαστικό πρόγραμμα του καταργηθέντος Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.).
ββ) Τακτικό πόρο του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) σε ποσοστό επί των ετήσιων εσόδων του Λογαριασμού, που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ..
γγ) Τακτικό πόρο του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρωπίνου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) σε ποσοστό επί των ετήσιων εσόδων του Λογαριασμού, που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ..
δδ) Την εν γένει κάλυψη υποδομών, ινστιτούτων ερευνητικών και εκπαιδευτικών κέντρων της αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας οργάνωσης των εργαζομένων, που υπογράφουν εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
εε) Δαπάνες για κοινωνικούς σκοπούς, ιδίως:
−την πνευματική, πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού και των οικογενειών αυτού συμπεριλαμβανομένης και της ψυχαγωγίας των τέκνων αυτού,
−την υλοποίηση προγραμμάτων για τη στεγαστική προστασία του εργατικού δυναμικού και των οικογενειών αυτού,
−τη συνδρομή στη συλλογική οργάνωση και δράση του εργατικού δυναμικού, ενόψει της βελτίωσης του βιοτικού του επιπέδου.
Οι ως άνω κοινωνικοί σκοποί εξειδικεύονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, οι οποίες εκδίδονται ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ..
Με τις ίδιες ή όμοιες αποφάσεις ρυθμίζονται και τα θέματα που αφορούν τον τρόπο κατανομής και καταβολής των χρηματικών ποσών και τη διαδικασία πιστοποίησης της εκτέλεσης των δαπανών, ενόψει της επίτευξης των ως άνω οριζομένων κοινωνικών σκοπών.
γ) Η εισφορά από την περίπτωση Γ΄ του άρθρου 89 του ν. 3996/2011 διατίθεται αποκλειστικά και καλύπτει τους θεσπισμένους με τη διάταξη αυτή σκοπούς, όπως εξειδικεύτηκαν με την 23411/2131/30.12.2011 (Β΄29/ 2012) κοινή απόφαση του Υπουργού και Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, η οποία εκδίδεται σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζεται ο χρόνος έναρξης υλοποίησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, σύμφωνα και με τους όρους της περίπτωσης Γ΄ του άρθρου 89 του ν. 3996/2011.
7. Οι πάσης φύσεως δαπάνες για τη λειτουργία του κάθε κλάδου του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. και την υποστήριξη των προγραμμάτων και δράσεών του καλύπτονται από το σύνολο των πόρων εκάστου κλάδου του ως άνω Λογαριασμού.
8. Για τη λειτουργία του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. συνιστάται Επιτροπή που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που εκδίδεται εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. Η Επιτροπή αποτελείται από:
α) Τον Διοικητή του Ο.Α.Ε.Δ. ή τον οριζόμενο από αυτόν ως αναπληρωτή του Αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., ο οποίος και προεδρεύει της Επιτροπής Διαχείρισης.
β) Τέσσερις (4) εκπροσώπους με ισάριθμους αναπληρωτές που ορίζει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ).
γ) Τέσσερις (4) εκπροσώπους με ισάριθμους αναπληρωτές που ορίζουν από κοινού ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) και ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).
δ) Δύο (2) εμπειρογνώμονες με ισάριθμους αναπληρωτές που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.
9. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Α.Ε.Δ. για τον τρόπο διανομής και χρήσης των ποσών του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. και γενικά για κάθε θέμα που αφορά την υλοποίηση των σκοπών του ως άνω Λογαριασμού.
10. Η διαχείριση του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. υπάγεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Α.Ε.Δ. και ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού και τις διατάξεις του κανονισμού ταμειακής και λογιστικής διαχείρισης του Ο.Α.Ε.Δ. (β.δ. 410/1971/Α΄124). Για την εξασφάλιση της λειτουργίας, διαχείρισης και παρακολούθησης του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. προβλέπονται διακεκριμένοι κωδικοί αριθμοί εσόδων και δαπανών στον Προϋπολογισμό και Απολογισμό του Οργανισμού.
11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται:
α) Η διαδικασία, τα όργανα, οι κατηγορίες προσωπικού του Ο.Α.Ε.Δ. και η αποζημίωσή τους για τη διενέργεια ελέγχων που αφορούν προγράμματα και παροχές,
β) ο αριθμός των ατόμων από το προσωπικό του Ο.Α.Ε.Δ. που υποστηρίζουν τη λειτουργία της Επιτροπής και το ύψος αποζημίωσής τους για την πρόσθετη απασχόλησή τους,
γ) το ύψος της αποζημίωσης των μελών της Επιτροπής για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις της, και δ) δαπάνες για κάθε άλλη ενέργεια, αναγκαία για την υλοποίηση των σκοπών του Λογαριασμού.
12. Για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων δαπανών, καθώς και του διαχειριστικού κόστους του Ο.Α.Ε.Δ., εγγράφεται κατ’ έτος στον προϋπολογισμό του Ο.Α.Ε.Δ. ειδική πίστωση από έσοδο προερχόμενο από απόδοση ποσοστού από 5% έως 10% επί του συνολικού ποσού των εισφορών υπέρ του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. που εισπράχθηκαν το προηγούμενο έτος.
13. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ. ανατίθενται στις υφιστάμενες υπηρεσιακές δομές του Ο.Α.Ε.Δ. οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στην ολοκλήρωση των αναληφθέντων τεχνικών έργων των καταργηθέντων οργανισμών Εστίας και Κατοικίας, καθώς και όλες οι ενέργειες παραχώρησης των κατοικιών στους δικαιούχους και η σύνταξη των αναγκαίων πράξεων προς την εκπλήρωση των σκοπών αυτών.
14. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
15. Μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας περί συγκρότησης της συνιστώμενης με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου Επιτροπής, ο ΛΑΕΚ εξακολουθεί να λειτουργεί ως μεμονωμένος Λογαριασμός, σύμφωνα με τη νομοθεσία που τον διέπει, όπως επίσης και ο Ειδικός Λογαριασμός Κοινωνικής Πολιτικής που συστάθηκε με το άρθρο 3 της ΠΥΣ 7/28.2.2012 (Α΄39), καθώς και ο Ε.Λ.Π.Κ., όπως αυτός συστάθηκε με τις διατάξεις της περίπτωσης Γ΄ του άρθρου 89 του ν. 3996/2011 όπως εξειδικεύτηκαν στην 23411/2131/30.12.2011 (Β΄29/ 2012) κοινή απόφαση του Υπουργού και Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
16. Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 4 και η παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (Α΄188), καθώς και η παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 2639/1998 (Α΄205), καταργούνται.
17. Η παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (Α΄188), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 21 του ν. 2639/1998 (Α΄205) και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Από τον ΛΑΕΚ επιχορηγούνται το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, καθώς και ινστιτούτα και εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ, του ΣΕΤΕ.
Για τους ανωτέρω φορείς η επιχορήγηση από τον ΛΑΕΚ μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού 15% επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράχθηκαν υπέρ του ΛΑΕΚ.»
18. Η παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2639/1998 (Α΄295) καταργείται.
4. Πόροι του Ε.Λ.Ε.Κ.Π. είναι :
α) Εισφορά 0,81 %, όπως αυτή καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2434/1996 (Α΄188).
β) Εισφορά 1,35% που βαρύνει τους εργαζόμενους και που υπολογίζεται επί των αποδοχών τους, επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές του Ι.Κ.Α.. Την ως άνω εισφορά συνθέτουν: α) η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 της παρ. 1 περίπτωση β΄ εδάφιο 1o του ν.δ. 2963/1954 (Α΄195) εισφορά 1% και β) η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 της παρ. 1 περίπτωση α΄ του ν. 678/1977 (Α΄246), όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 εδάφιο Γ΄ του ν. 3144/2003 (Α΄111) εισφορά 0,35 %, που αμφότερες συνεισπράττονται με τις εισφορές υπέρ Ι.Κ.Α..
γ) Τα προβλεπόμενα, από την περίπτωση Γ΄ του άρθρου 89 του ν. 3996/2011, όπως εξειδικεύτηκαν στην 23411/2131/30.12.2011 (Β΄29/2012) κοινή απόφαση του Υπουργού και Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, έσοδα του Ειδικού Λογαριασμού Παιδικών Κατασκηνώσεων (Ε.Λ.Π.Κ.), τα οποία διατίθενται αποκλειστικά για τους θεσπισμένους με τις διατάξεις αυτές σκοπούς.
δ) Κάθε έσοδο από χαριστική αιτία.
ε) Οι πρόσοδοι του Ο.Α.Ε.Δ. που ενδεχομένως προκύπτουν από την εκμετάλλευση της περιουσίας των καταργηθέντων από 14.2.2012 με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012, όπως ισχύει, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με τις επωνυμίες Οργανισμός Εργατικής Εστίας (Ο.Ε.Ε.) και Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), αντίστοιχα.
στ) Τα πάσης φύσεως πρόστιμα που επιβάλλονται από τους εργοδότες στους μισθωτούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 3789/1957 (Α΄ 210),
ζ) Οποιοσδήποτε άλλος πόρος προερχόμενος από οποιαδήποτε άλλη αιτία.
17. Η παρ. 10 του άρθρου 1 του Ν. 2434/1996 (Α ́188), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 21 του Ν. 2639/1998 (Α ́205) και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Από τον ΛΑΕΚ επιχορηγούνται το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, καθώς και ινστιτούτα και εκπαιδευτικά κέντρα, τα οποία έχουν ιδρυθεί ή θα ιδρυθούν με τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ, του ΣΕΤΕ.Για τους ανωτέρω φορείς η επιχορήγηση από τον ΛΑΕΚ μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού 15% επί του συνόλου των ετήσιων εισφορών που εισπράχθηκαν υπέρ του ΛΑΕΚ.»
1. Στο άρθρο 13 του κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας η οποία εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων (ΣΥΑΕ) σύμφωνα με το άρθρο 26 του Ν. 3850/2010, μπορεί να καθορίζεται και πέραν των προβλεπομένων στο εν λόγω άρθρο το απαιτούμενο επίπεδο γνώσεων και οι ειδικότητες του τεχνικού ασφάλειας ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων και το είδος της δραστηριότητας της επιχείρησης.»
2. Στο Π.Δ. 70/1990 (Α ́ 31) στο άρθρο 9, μέρος Β ́ «προσόντα του τεχνικού ασφάλειας» η περίπτωση 3 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Πτυχιούχοι ΤΕΙ με προϋπηρεσία πέντε (5) ετών μπορεί να ορίζονται τεχνικοί ασφάλειας, σε πλοία ανεξαρτήτως χωρητικότητας, εφόσον ο αριθμός των απασχολουμένων ατόμων είναι μικρότερος από πενήντα (50). Όσον αφορά τις ειδικότητες και την προϋπηρεσία των πτυχιούχων ΤΕΙ ισχύουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»
3. Η παράβαση των διατάξεων που αφορούν την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, που εκδόθηκαν πριν από τις 18.10.1985 και περιέχονται σε νόμους ή σε κανονιστικές πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 του Β.Δ. της 25.8/1920 «Περί κωδικοποιήσεως των περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών κ.λπ. διατάξεων» (Α ́ 200), συνεπάγεται την επιβολή των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων των άρθρων 71 και 72 αντίστοιχα του «ΚΩΔΙΚΑ ΝΟΜΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ» όπως αυτός κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) όπως ισχύει.
Οι διατάξεις αυτές είναι:
α) Β.Δ. της 16.3/1923 (Α ́ 91),
β) Π.Δ. της 30.10/1924 (Α ́ 275),
γ) Π.Δ. 30.12/1933 (Α ́ 406),
δ) Π.Δ. της 14.3/1934 (Α ́ 112),
ε) Β.Δ. της 15.4/1938 (Α ́ 180),
στ) Β.Δ. της 3.12/1938 (Α ́ 473),
ζ) Β.Δ. 380/1963 (Α ́ 111),
η) Β.Δ. 362/1968 (Α ́ 117),
θ) Β.Δ. 464/1968 (Α ́ 153),
ι) Β.Δ. 590/1968 (Α ́ 199),
ια) Υ.Α. 796/1968 (Α ́ 277),
ιβ) Π.Δ. 212/1976 (Α ́ 78),
ιγ) Π.Δ. 95/1978 (Α ́ 20),
ιδ) Π.Δ. 151/1978 (Α ́ 31),
ιε) Π.Δ. 152/1978 (Α ́ 31),
ιστ) Π.Δ. 216/1978 (Α ́ 47),
ιζ) Π.Δ. 778/1980 (Α ́ 193),
ιη) Π.Δ. 1073/1981 (Α ́ 260),
ιθ) Ν. 1396/1983 (Α ́ 126),
κ) Α.Ν. 1204/1938 (Α ́ 177),
κα) Ν. 61/1975 (Α ́ 132),
κβ) Ν. 2273/1920 (Α ́ 145),
κγ) Π.Δ. της 17.9/1934 (Α ́ 334).
4. Στο άρθρο 45 του Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας μπορεί να καθορίζονται τα ελάχιστα απαιτούμενα υλικά των χώρων πρώτων βοηθειών και των φαρμακείων στους χώρους εργασίας και κάθε άλλη αναγκαία σχετική λεπτομέρεια».
5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) μετά την περίπτωση ζ ́ προστίθεται περίπτωση η ́ ως εξής:
«η) Αριθμός εργαζομένων: το σύνολο των εργαζομένων σε όλα τα παραρτήματα, υποκαταστήματα, χωριστές εγκαταστάσεις ή αυτοτελείς εκμεταλλεύσεις της κύριας επιχείρησης.»
6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 του Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) καταργείται.
7. Η παράγραφος 4 του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων (Κ.Ν.Υ.Α.Ε.) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«4. Ο χρόνος απασχόλησης του τεχνικού ασφάλειας και του ιατρού εργασίας κατανέμεται κατά μήνα με κοινή συμφωνία του εργοδότη και της Ε.Υ.Α.Ε.. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει Ε.Υ.Α.Ε. ή εκπρόσωπος εργαζομένων για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία και ο ελάχιστος ετήσιος χρόνος που αναλογεί για ένα υποκατάστημα ή παράρτημα είναι μικρότερος από τέσσερις ώρες, η κατανομή του χρόνου μπορεί να γίνεται σε εξαμηνιαία βάση με την προϋπόθεση ότι ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να υπολείπεται των 2 ωρών ανά επίσκεψη στο χώρο εργασίας και πάντα υπό την κρίση του επιθεωρητή εργασίας.»
8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 25 του Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 11 παράγραφος 6 και 21 παράγραφος 5, με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από γνώμη του Σ.Υ.Α.Ε., ρυθμίζονται τα θέματα προσόντων, ειδικότερων καθηκόντων και όρων εργασίας του ιατρού εργασίας και τεχνικού ασφάλειας, θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες των επιτροπών υγείας και ασφάλειας και λοιπών εκπροσώπων των εργαζομένων, τον τρόπο ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων και του εργοδότη για τους σκοπούς και τα μέτρα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του παρόντος κώδικα και του Ν. 2224/1994, όπως κατάρτιση και περιεχόμενο ατομικού ιατρικού φακέλου του εργαζομένου, τήρηση και περιεχόμενο βιβλίου του τεχνικού ασφάλειας, θέματα που αφορούν την οργάνωση και τους όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας των εταιρειών παροχής των υπηρεσιών ιατρού εργασίας και τεχνικού ασφάλειας και θέματα σχετικά με την άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας και τεχνικού ασφάλειας από τον ίδιο τον εργοδότη, ο έλεγχος για την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας από τις περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των άρθρων 25, 71 και 72, καθώς και των διατάξεων του Ν. 2224/1994.»
2. Στο Π.Δ. 70/1990 (Α ́ 31) στο άρθρο 9, μέρος Β ́ «προσόντα του τεχνικού ασφάλειας» η περίπτωση 3 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Πτυχιούχοι ΤΕΙ με προϋπηρεσία πέντε (5) ετών μπορεί να ορίζονται τεχνικοί ασφάλειας, σε πλοία ανεξαρτήτως χωρητικότητας, εφόσον ο αριθμός των απασχολουμένων ατόμων είναι μικρότερος από πενήντα (50). Όσον αφορά τις ειδικότητες και την προϋπηρεσία των πτυχιούχων ΤΕΙ ισχύουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»
5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) μετά την περίπτωση ζ ́ προστίθεται περίπτωση η ́ ως εξής:
«η) Αριθμός εργαζομένων: το σύνολο των εργαζομένων σε όλα τα παραρτήματα, υποκαταστήματα, χωριστές εγκαταστάσεις ή αυτοτελείς εκμεταλλεύσεις της κύριας επιχείρησης.»
7. Η παράγραφος 4 του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων (Κ.Ν.Υ.Α.Ε.) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«4. Ο χρόνος απασχόλησης του τεχνικού ασφάλειας και του ιατρού εργασίας κατανέμεται κατά μήνα με κοινή συμφωνία του εργοδότη και της Ε.Υ.Α.Ε.. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει Ε.Υ.Α.Ε. ή εκπρόσωπος εργαζομένων για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία και ο ελάχιστος ετήσιος χρόνος που αναλογεί για ένα υποκατάστημα ή παράρτημα είναι μικρότερος από τέσσερις ώρες, η κατανομή του χρόνου μπορεί να γίνεται σε εξαμηνιαία βάση με την προϋπόθεση ότι ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να υπολείπεται των 2 ωρών ανά επίσκεψη στο χώρο εργασίας και πάντα υπό την κρίση του επιθεωρητή εργασίας.»
1. Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων συμμετέχει με εκπρόσωπό του σε όλα τα διοικητικά συμβούλια και συλλογικά όργανα και τις εκπροσωπήσεις της χώρας στο εσωτερικό και εξωτερικό όπου προβλέπεται συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων.
2. Στις περιπτώσεις που η εκπροσώπηση των κοινωνικών εταίρων δεν προβλέπεται να γίνεται από κοινού, προστίθεται αντιστοίχως, ένας εκπρόσωπος του ΣΕΤΕ και ένας εκπρόσωπος της Γ.Σ.Ε.Ε.. Στις περιπτώσεις αυτές, η τρέχουσα δαπάνη λειτουργίας του οικείου συλλογικού οργάνου παραμένει ως έχει επιμεριζόμενου του συνολικού ποσού αποζημίωσης των μελών του και στους προστιθέμενους ως άνω εκπροσώπους.
3. Για τη διεύρυνση των συλλογικών οργάνων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 απαιτείται η προηγούμενη έκδοση απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού.
4. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 3 και όχι για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, το συλλογικό όργανο συνεχίζει να λειτουργεί νόμιμα ως έχει.
5. α. Η παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3144/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας συνιστάται Εθνική Επιτροπή για την Απασχόληση. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποτελείται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ως Πρόεδρο με αναπληρωτή του τον Υφυπουργό, τους Γενικούς Γραμματείς των Υπουργείων Οικονομικών, Εσωτερικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Ναυτιλίας και Αιγαίου, Τουρισμού, τους Γενικούς Γραμματείς Ισότητας, Νέας Γενιάς και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), τον Διοικητή του Ο.Α.Ε.Δ., από έναν (1) εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.) και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝ.Π.Ε.), από τρεις (3) εκπροσώπους της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.), από έναν (1) εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.) και της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.) και από έναν (1) εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.), της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (Ε.Ε.Τ.) και τον Πρόεδρο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.). Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με διετή θητεία.»
β. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3144/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας συνιστάται Εθνική Επιτροπή για την Κοινωνική Προστασία. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποτελείται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον Υφυπουργό, τους Γενικούς Γραμματείς των Υπουργείων Οικονομικών, Εσωτερικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, τους Γενικούς Γραμματείς Πρόνοιας, Ισότητας και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), από έναν (1) εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.), της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝ.Π.Ε.), της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.), από τρεις (3) εκπροσώπους της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.) και από έναν (1) εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.), της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) και του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Eπιχειpήσεωv (Σ.Ε.Τ.Ε.), καθώς και εκπροσώπους μη κυβερνητικών οργανώσεων. Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με διετή θητεία.»
6. Στο κεφάλαιο Θ του κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 (Α ́ 84), προστίθεται άρθρο 71Α ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας μετά από γνώμη του Συμβουλίου Υγείας και Ασφάλειας των Εργαζομένων του άρθρου 26 του Κ.Ν.Υ.Α.Ε. καθορίζεται σύστημα ελέγχου τήρησης του δηλούμενου στην αρμόδια υπηρεσία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας ωραρίου απασχόλησης σύμφωνα με τα άρθρα 9 παράγραφοι 4, 7 και 21 παρ. 3 εδάφιο γ ́ του Κ.Ν.Υ.Α.Ε., των τεχνικών ασφαλείας και ιατρών εργασίας [ως άτομα εκτός της επιχείρησης ή ως συνεργαζόμενους με Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞΥΠΠ)] και των ΕΞΥΠΠ, καθώς και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια.»
Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος καταργούνται:
α) οι υποπεριπτώσεις 1, 2 και 3 της περίπτωσης στ ́ του άρθρου 4 του ν. 344/1976, η περίπτωση ζ ́ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 344/1976, τα άρθρα 36 και 37 του ν. 344/1976, η περίπτωση β ́ του άρθρου 48 του ν. 344/1976 και η παρ. 2 του άρθρου 81 του Ν. 3996/2011 (Α ́170),
β) το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 16 του Ν. 3996/2011,
γ) η παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3996/2011,
δ) η παρ. 3 του άρθρου 27 του Ν. 3996/2011,
ε) τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 4 και η παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 2434/1996 (Α ́188), καθώς και η παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 2639/1998 (Α ́ 205),
στ) η παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 2639/1998 (Α ́ 295).
ζ) η παράγραφος 3 του άρθρου 8 του Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων» (Α ́ 84),
η) η παρ. ΙΙ του άρθρου 3 του Ν.Δ. 515/1970 (Α ́ 95),
θ) το άρθρο 23 του ν. 3659/2007,
ι) το άρθρο 20 του ν. 1199/1981,
ια) η παρ. 3 του άρθρου 47 του Ν. 4075/2012 (Α ́89),
ιβ) η παρ. 8 του άρθρου 43 του Ν. 4052/2012 (Α ́ 41),
ιγ) το άρθρο 20 του Ν. 4075/2012 (Α ́ 89) καταργείται από την ημερομηνία που ίσχυσε,
ιδ) κάθε άλλη ρύθμιση αντίθετη στις διατάξεις του παρόντος.
«1.α. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, καθώς και τη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση των εργαζομένων, το αργότερο έως και την ημέρα αλλαγής ή τροποποίησης του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας και σε κάθε περίπτωση πριν την ανάληψη υπηρεσίας από τους εργαζομένους, καθώς και πριν την έναρξη της υπερωριακής απασχόλησης. Όταν διαπιστώνεται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή υπερωριακή απασχόληση, χωρίς αυτή να έχει καταχωρηθεί πριν από την έναρξη πραγματοποίησής της, επιβάλλονται με πράξη του αρμοδίου οργάνου σε βάρος του εργοδότη κυρώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 28 του ν. 3996/2011 (Α’ 170).
β. Ο εργοδότης που απασχολεί οδηγούς φορτηγώναυτοκινήτων και τουριστικών λεωφορείων τα οποία είναι κατασκευασμένα ή διαμορφωμένα με μόνιμο τρόπο και κατάλληλα για τη μεταφορά άνω των εννέα ατόμων,καθώς και Υπεραστικά και Αστικά ΚΤΕΛ που απασχολούν οδηγούς λεωφορείων και έχουν Κανονισμό Εργασίας,που διέπονται από τους Κανονισμούς (Ε.Κ.) 561/2006 και (Ε.Κ.) 165/2014, υποχρεούνται να καταχωρούν κάθε αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, καθώς και τη νόμιμη κατά τη νομοθεσία υπερωριακή απασχόληση, στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ δεκαπέντε (15) ημέρες μετά το τέλος κάθε εβδομαδιαίας περιόδου εργασίας. Όταν διαπιστώνεται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή υπερωριακή απασχόληση, χωρίς αυτή να έχει καταχωρηθεί στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ 15 ημέρες μετά το τέλος κάθε εβδομαδιαίας περιόδου εργασίας, επιβάλλονται με πράξη του αρμοδίου οργάνου σε βάρος του εργοδότη κυρώσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 28 του ν. 3996/2011.».
«γ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που γνωστοποιούνται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
δ. Η παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 4310/2014 (Α 258) καταργείται και οι υπόλοιπες παράγραφοι του άρθρου αναριθμούνται αντίστοιχα.
ε. Η ισχύς της παρούσας παραγράφου αρχίζει από την έκδοση της απόφασης της περίπτωσης γ΄.».
2. Οι σειρές ένατη έως δέκατη τέταρτη της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«, το οποίο διατίθεται κυρίως στην προώθηση και ενίσχυση των δράσεών του και την καταβολή εξόδων κίνησης και μετακίνησης όσων διενεργούν ελέγχους και συμμετέχουν στην εν γένει εκπλήρωση της αποστολής του Σ.Ε.Π.Ε.»
1. Στο τέλος του άρθρου 24 «Τροποποιήσεις του ν. 4052/2012 (Α΄41)» του νομοσχεδίου προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Στην παρ. 2 του άρθρου 128 του ν. 4052/2012 (Α΄41) προστίθεται παράγραφος γ ως εξής:
«όποιος παραβιάζει την απόφαση περί προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας της ΕΠΑ που του έχει επιβληθεί, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή».
(1. Τροποποίηση περιπτώσεων α, β παραγράφου 1: άρθρο 78, ν. 4808/2021, 2. Αντικατάσταση παραγράφου 2: άρθρο 36, ν. 4488/2017. Για το αρχικό κείμενο του άρθρου βλ. ΦΕΚ))
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 17 Απριλίου 2013
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 18 Απριλίου 2013
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ