Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 85Α_2016 | 1.16 MB |
1. Οι κοινωνικές παροχές της Πολιτείας χορηγούνται στο πλαίσιο Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, με σκοπό την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας, με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών. Το Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας περιλαμβάνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας για τις παροχές υγείας, το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τις προνοιακές παροχές και το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ασφαλιστικές παροχές, όπως ρυθμίζεται από το νόμο αυτόν.
2. Η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια αποτελούν δικαίωμα όλων των Ελλήνων Πολιτών και όσων διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα. Το Κράτος έχει υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσοι πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
3. Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης λειτουργεί με ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους του Ε.Φ.Κ.Α..
1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, η κύρια σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας και εκ μεταβιβάσεως υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων: της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 και της ανταποδοτικής σύνταξης του άρθρου 8 του παρόντος.
2. Η Εθνική Σύνταξη δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
3. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος. Το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης αποσκοπεί στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
4. Το ποσό της κατά τα ανωτέρω παραγράφου 1 σύνταξης καταβάλλεται ανά μήνα.
5. Το κράτος έχει πλήρη εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται.
1. Επιδόματα τέκνων για όσους συνταξιοδοτηθούν στο εξής με βάση τις διατάξεις του παρόντος καταβάλλονται, σύμφωνα με το άρθρο Πρώτο παρ. ΙΑ΄, υποπαράγραφος ΙΑ2 του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και το άρθρο 40 του Ν. 4141/2013 (Α΄ 81).
2. Για όσους λαμβάνουν σύνταξη μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, καθώς και για τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4, περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 η οικογενειακή παροχή εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος.
1. Μέχρι τη θέση σε ισχύ νομοθετικής ρύθμισης με αντικείμενο τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους, το Δημόσιο και οι λοιποί εντασσόμενοι στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, κλάδοι και τομείς, εξακολουθούν να εξετάζουν τις αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω ανικανότητας ως προς τις προϋποθέσεις απονομής σύνταξης, καθώς και να καταβάλλουν το επίδομα απολύτου αναπηρίας, σύμφωνα με τις, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, καθώς και τις γενικές και καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων φορέων. Οι νέοι κανόνες πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή έως τις 31.12.2016.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συνιστάται Επιτροπή με αντικείμενο την επανεξέταση των υφιστάμενων διατάξεων και τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλες τις συντάξεις αναπηρίας. Στην Επιτροπή αυτή συμμετέχει υποχρεωτικά και ένας (1) εκπρόσωπος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ).
1. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειάς του:
Α. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Σε περίπτωση που ο θάνατος έχει συμβεί προτού συμπληρωθεί το 55ο έτος ηλικίας του επιζώντος συζύγου τότε καταβάλλεται σε αυτόν σύνταξη για διάρκεια τριών (3) ετών. Εάν ο δικαιούχος συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η καταβολή της διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται εφόσον και για όσο χρόνο ο επιζών σύζυγος, κατά τον ως άνω χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω.
Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:
α) Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
Γ. Ο διαζευγμένος σύζυγος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1Α για τον επιζώντα σύζυγο και εφόσον πληροί αθροιστικά και τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν ή να υποχρεούτο να του καταβάλλει διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση,
β) να είχε συμπληρώσει δέκα (10) έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
γ) το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη,
δ) το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος,
ε) να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
2. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
α) ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας ή ανθρωποκτονία,
β) κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο,
γ) η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο,
δ) συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον έξι (6) μήνες.
3. Το δικαίωμα της κατά μεταβίβαση σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων παύει να ισχύει:
α) με το θάνατο του δικαιούχου,
β) με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης,
γ) με τη συμπλήρωση των κατά την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1Β οριζόμενων ορίων ηλικίας, και
δ) από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η κατά τις παραγράφους
1Α και 1Β περίπτωση β΄ ανικανότητα για εργασία.
4.Α. Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και επιμερίζεται ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, αυτή περιορίζεται ως ακολούθως:
Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό έτος.
2% για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο έτος.
3% για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό έτος.
4% για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο έτος.
5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% για χήρο και 25% για διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο.
Προκειμένου περί έγγαμου βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον διαζευγμένο κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Β. Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.
Γ. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης λόγω θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
5.α) Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
β) Μετά την πάροδο της τριετίας, αν ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, καταβάλλεται το 50% της σύνταξης.
γ) Εάν ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
6. Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη καταβολή της κατά μεταβίβαση σύνταξης, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας.
7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά από τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό καταργείται. Καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος συντάξεις διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 14.
8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Με τους εγγάμους εξομοιώνονται πλήρως οι αντισυμβαλλόμενοι στο σύμφωνο συμβίωσης του Ν. 4356/2015 (Α΄ 181) ως προς κάθε κοινωνικοασφαλιστικό δικαίωμα, παροχή, υποχρέωση ή περιορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή της εν γένει κοινωνικοασφαλιστικής και προνοιακής νομοθεσίας.
1. Στους εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχους του Δημοσίου, καθώς και όλων των φορέων, ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α., οι ακαθάριστες συντάξεις κύριες και επικουρικές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο χρόνο απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα. Για το διάστημα αυτό καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές για τον απασχολούμενο συνταξιούχο, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Ειδικά, στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι της παραγράφου 1 αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, η καταβολή της σύνταξής ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους. Για την προσαύξηση της επικουρικής σύνταξης και του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης των ανωτέρω συνταξιούχων εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 30.
3. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3833/2010.
4. Ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυταπασχολείται μπορεί να αξιοποιήσει το χρόνο της ασφάλισής του κατά το χρονικό διάστημα της κατά τα ανωτέρω απασχόλησής του ή της περικοπής ή αναστολής καταβολής της σύνταξής του για την προσαύξηση της επικουρικής και του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης κατά 60% του ποσού που υπολογίζεται με αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 30.
5. Οι συνταξιούχοι της παραγράφου 1 του παρόντος υποχρεούνται πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν να δηλώσουν τούτο στον φορέα κύριας ασφάλισης του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και στο ΕΤΕΑ ή στον φορέα επικουρικής ασφάλισης από τον οποίο συνταξιοδοτούνται. Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε να του παρακρατηθεί, συμφώνως με το παρόν άρθρο, κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή της αυτοαπασχόλησής του, που επιβαρύνεται με ετήσιο επιτόκιο 4,56%, ο δε Ε.Φ.Κ.Α. δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή για όσους θα αναλάβουν εργασία ή θα αυτοαπασχοληθούν, γενικά, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντεύθεν, καθώς και για τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του άρθρου 4. Ειδικά, για τα πρόσωπα που ανέλαβαν εργασία ή αυτοαπασχόληση πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου διατηρούνται σε ισχύ και εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 36 του Ν. 2676/1999, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 3863/2010, και ισχύει μέχρι την ημερομηνία έναρξης του παρόντος.
7. Οι ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, που αφορούν την απασχόληση των συνταξιούχων, γενικά, δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου.
1. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών των άρθρων 1 και 2, οι ρυθμίσεις των άρθρων 4 − 20 του Κεφαλαίου Β΄ εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των φορέων, τομέων κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. του άρθρου 53, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, ειδικών ρυθμίσεων των άρθρων που ακολουθούν και με εξαίρεση των διατάξεων του Κεφαλαίου Β΄ που, από τη φύση τους, ρυθμίζουν αποκλειστικά τη σχέση των δημοσίων ή στρατιωτικών υπαλλήλων με την υπηρεσία τους.
2.α. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 7, στους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης, και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Σε περίπτωση νέας κρίσης από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές το ύψος της εθνικής σύνταξης αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω και βάσει του νέου ποσοστού αναπηρίας. Οι προσαρμογές αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 (Α΄ 164) είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά.
β. Σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 ή με βάση διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν δεν εφαρμόζεται η πρόβλεψη για τη μείωση της εθνικής σύνταξης της παρ. 2 του άρθρου 7, κατά την οποία η εθνική σύνταξη μειώνεται κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους, κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
γ. Το εξωϊδρυματικό επίδομα παραπληγίας τετραπληγίας χορηγείται στους ασφαλισμένους, στους συνταξιούχους και στα μέλη των οικογενειών τους που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις που ισχύουν κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.
δ. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής και οι διαφορετικές ρυθμίσεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 7 εναρμονίζονται έως την 31.12.2016, σύμφωνα με το άρθρο 11, για όλους τους αναπήρους που εργάζονται στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
3. Τα εδάφια 1 και 2 της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 σχετικά με το επίδομα συζύγου, καθώς και κάθε αντίστοιχη ειδική, γενική και καταστατική διάταξη των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, σύμφωνα με το άρθρο 53, δεν έχουν εφαρμογή για όσους καταθέσουν αίτηση συνταξιοδότησης από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εντεύθεν. Για όσους λαμβάνουν σύνταξη μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού το επίδομα συζύγου εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
4. Τα άρθρα 1 έως 4 του Ν. 3863/2010 καταργούνται.
1. Στην περίπτωση ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος κατέβαλλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις του άρθρου 28 εφαρμόζονται αναλόγως.
2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε όσους υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
1. Οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης, αν η αναπηρία ή ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση.
Για τη χορήγηση της σύνταξης του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης από τον κατά τα ανωτέρω δικαιούχο. Η προθεσμία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, η διαδικασία αναγγελίας και διαπίστωσης του εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος κατά την απασχόληση, το είδος της νόσου ανά επάγγελμα και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με το εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση εξομοιώνονται και οι επαγγελματικές ασθένειες. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του Κανονισμού Ασθενείας του οικείου φορέα κύριας ασφάλισης και για όσους ασφαλίζονται μετά την 1.1.2016 αυτές του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, όπως ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Επί αναπηρίας που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των άρθρων 7, 8 και 28. Σε καμία περίπτωση το ποσό της σύνταξης του δικαιούχου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο διπλάσιο ποσό της εθνικής σύνταξης, για είκοσι (20) έτη ασφάλισης, στο ύψος που εκάστοτε διαμορφώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 7.
3. Επί ατυχήματος εκτός εργασίας ή απασχόλησης, περί του οποίου κρίνουν τα αρμόδια όργανα του Ε.Φ.Κ.Α., οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου, αν έχουν πραγματοποιήσει το μισό χρόνο ασφάλισης από αυτόν που απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο του άρθρου 11. Τα ίδια όργανα προσδιορίζουν με αιτιολογημένη απόφασή τους, σε περίπτωση αμφισβήτησης, εάν το ατύχημα ήταν εργατικό ή εκτός εργασίας. Έως την πλήρη έναρξη λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., επί ατυχήματος εκτός εργασίας ή απασχόλησης, κρίνουν τα υφιστάμενα αρμόδια όργανα ή επιτροπές των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
4. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα των παραγράφων 1− 3 καταργείται. Καταβαλλόμενες συντάξεις που εκδόθηκαν βάσει ρυθμίσεων που καταργούνται στο εξής, διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 33.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αν το ατύχημα συμβαίνει μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
1. Οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης, αν η αναπηρία ή ο θάνατος οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση. Για τη χορήγηση της σύνταξης του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης από τον κατά τα ανωτέρω δικαιούχο. Η προθεσμία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, η διαδικασία αναγγελίας και διαπίστωσης του εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος κατά την απασχόληση, το είδος της νόσου ανά επάγγελμα και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με το εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση εξομοιώνονται και οι επαγγελματικές ασθένειες. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του Κανονισμού Ασθενείας του οικείου φορέα κύριας ασφάλισης και για όσους ασφαλίζονται μετά την 1.1.2016 αυτές του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, όπως ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
1. Οι διατάξεις που αφορούν στην υπαγωγή στην ασφάλιση για παροχές ασθένειας σε είδος και σε χρήμα, καθώς και το είδος, την έκταση, το ύψος, τα δικαιούχα πρόσωπα και τη διαδικασία χορήγησης των παροχών σε χρήμα, των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, εξακολουθούν να ισχύουν, όπως ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Ασφάλισης και Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α..
2. Οι προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση για παροχές ασθένειας σε είδος και σε χρήμα, καθώς και το είδος, η έκταση, το ύψος, οι δικαιούχοι, η διαδικασία χορήγησης των παροχών σε χρήμα και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα ή λεπτομέρεια ρυθμίζονται ενιαία με τον Κανονισμό Ασφάλισης και Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α. της παρ. 3 του άρθρου 95, που εκδίδεται μέχρι την 31.12.2016, ύστερα από αναλογιστική μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 17 του άρθρου 39 του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος.
2.α. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού, και σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, το δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
β. Το ανώτατο όριο της περίπτωσης α εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου.
3. Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων, διατηρούμενης σε ισχύ του τεκμηρίου της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951:
α. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του ΟΑΕΕ ως έμμισθοι ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση. Για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων, το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς για τον ασφαλισμένο καθορίζεται από 1.7.2016 σε 17%, από 1.1.2017 σε 15%, από 1.1.2018 σε 10% και από 1.1.2019 και μετά σε 6,67%. Το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς για τον εργοδότη καθορίζεται από 1.7.2016 σε 3%, από 1.1.2017 σε 5%, από 1.1.2018 σε 10% και από 1.1.2009 και μετά σε 13,33%.
β. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ και παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση.
γ. Ο διευθυντής, γενικός διευθυντής, εντεταλμένοι, διευθύνοντες ή συμπράττοντες σύμβουλοι διοικητές εταιριών ή συνεταιρισμών εφόσον συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας για τις εισπραττόμενες αμοιβές, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί του συνολικού ποσού των αμοιβών.
δ. Τα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη Διοικητικού Συμβουλίου Α.Ε. και λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρωποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής κατ’ αποκοπή.
ε. Τα μέλη Δ.Σ. αγροτικών συνεταιρισμών εφόσον λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής.
στ. Για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών. Στο εισόδημα, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης, καταβάλλεται εισφορά, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένων, μη εφαρμοζομένης στην περίπτωση αυτή της παρ. 3 του άρθρου 39 του παρόντος.
Υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες τους περιοδικά έναντι παροχής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται και στις κατηγορίες αυτές οι πάσης φύσεως διατάξεις περί εισφορών του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
4. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο.
5. Δεν αναπροσαρμόζονται, και παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, που εμπίπτουν στις κατηγορίες που εξαιρέθηκαν από την αύξηση των ορίων ηλικίας της υποπαραγράφου Ε3 της παρ. Ε του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. Φ11321/οικ.47523/1570 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 2311), καθώς και των εργαζομένων που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει, καθώς και όσοι για την απασχόλησή τους δεν υπάγονταν στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, αλλά υπάγονταν είτε αποκλειστικά και μόνο για τον κίνδυνο του ατυχήματος είτε εκτός αυτού και στον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος. Στο ίδιο ύψος παραμένουν και οι αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές.
6. Τα ποσοστά εισφορών των ασφαλισμένων που υπάγονται ή θα υπάγονταν βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στο ΝΑΤ, υπολογίζονται μηνιαίως επί του βασικού μισθού που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην ισχύουσα ή την τελευταία ισχύσασα ΣΣΕ του κλάδου, πλέον των επιδομάτων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 85 του Π.δ. 913/1978. Οι εισφορές καταβάλλονται ανά τρίμηνο.
7. Οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τη δημοσίευση του παρόντος νομοθεσία του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, αναλόγως εφαρμοζομένης.
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για τον επαναπροσδιορισμό των ποσοστών, οι προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα, η αναπροσαρμογή των ποσοστών των κατά την παράγραφο 5 εξαιρούμενων κατηγοριών ασφαλισμένων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
9. Από την 1.8.2016 η εισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. δ΄, στο άρθρο 4 παρ. γ΄ του Ν.δ. 465/1941 (Α΄ 301), στο άρθρο 36 παρ. 2 του Ν.δ. 158/1946 (Α΄318), στο άρθρο 3 παρ. Γ΄ του Ν. 1872/1951 (Α΄202), στο άρθρο 4 παρ. 3 περίπτωση β΄ του Ν. 4041/1960 (Α΄ 36), στο άρθρο 4 του Ν.δ. 4547/1966 (Α΄ 192), στα άρθρα 11, 14 και 15 του α.ν. 248/1967 (Α΄ 243), στα άρθρα 2, 3 και 8 του Ν. 1344/1973 (Α΄ 36), στο άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1866/1989 (Α΄ 222), στους νόμους 248/1967, 1989/1991, καθώς και στην Φ. 146/1/10978/1969 καταργείται. Οι ασφαλισμένοι μισθωτοί οι οποίοι υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις εκάστου Τομέα, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην ασφάλιση του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος, εφαρμοζομένων και στην περίπτωση αυτή της παραγράφου 4 του παρόντος.
10. Από 1.7.2016 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω τραπεζικού λογαριασμού και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από την οικεία τράπεζα στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του Δημοσίου.
Για το σκοπό αυτόν κάθε υπόχρεος εργοδότης υπογράφει σχετική σύμβαση με τράπεζα που επιλέγει. Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
1.α. Από 1.1.2017, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε., ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 20%.
β. Ειδικά για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καθώς και για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το 5ο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
2. Τα ως άνω ποσοστά υπολογίζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Ως ετήσιο εισόδημα των προσώπων που είναι μέλη προσωπικών εταιριών νοείται, για τη δραστηριότητά τους αυτή και για την εφαρμογή του παρόντος, το γινόμενο του πολλαπλασιασμού των συνολικών κερδών της εταιρίας επί του ποσοστού συμμετοχής εκάστοτε μέλους σε αυτή. Σε περίπτωση ζημιών ή μηδενικών κερδών τα μέλη των προσωπικών εταιριών καταβάλλουν εισφορές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος. Στην περίπτωση των ασφαλισμένων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, το συνολικό ποσό που υπολείπεται του ποσοστού 20% μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κατά τα πέντε πρώτα έτη ασφάλισης αποτελεί ασφαλιστική οφειλή υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου εισοδήματος, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, προσαυξημένου κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Η οφειλή εξοφλείται κατά 1/5 κατ’ έτος για τα έτη κατά τα οποία το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητας του ασφαλισμένου κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, υπερβαίνει το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ. Σε κάθε περίπτωση η οφειλή εξοφλείται εξ ολοκλήρου μέχρι και τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται τα ειδικότερα θέματα όσον αφορά στους κανόνες προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και τον τρόπο είσπραξης.
3. Η μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το εκάστοτε προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Ειδικά στην περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η ως άνω ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Ως προς το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38.
4. Διατάξεις νόμου που προβλέπουν την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους προερχόμενους από το Ε.Τ.Α.Α., κατά την πρώτη πενταετία υπαγωγής στην ασφάλιση, καταργούνται από 1.1.2017.
5. Οι παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται και για τους υγειονομικούς που αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση, καθώς και για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Δικηγόρων. Οι δικηγόροι αυτοί καταβάλλουν την εισφορά του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3.
6. Από 1.1.2017 οι ασφαλισμένοι για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του ΟΑΕΕ και ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, καταβάλλουν, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 1α, 2 και 3 ασφαλιστικές εισφορές.
7. Υποχρέωση εισφοράς κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο σχετικά με τις εισφορές αυτοπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών έχουν, πέραν των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού και οι εξής:
α. Τα μέλη ή μέτοχοι Οργανισμών, Κοινοπραξιών ή κάθε μορφής Εταιρειών, πλην των Ανωνύμων και των Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα, για την οποία τα ασκούντα αυτή πρόσωπα υπάγονταν στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. (επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα)
β. Τα μέλη του Δ.Σ. των Α.Ε. με αντικείμενο επιχειρήσεως επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα σε όλη την Επικράτεια, εφόσον αυτά είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 3% τουλάχιστον
γ. Οι μέτοχοι των Ανωνύμων Εταιρειών, των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων επί κομίστρω με αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών
δ. Οι διαχειριστές Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας που ορίστηκαν με το καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων
ε. Ο μοναδικός εταίρος Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας
8. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών Κλάδου Σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ισόποσα και σταδιακά ετησίως από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ύψος που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο.
9. Στους ασφαλισμένους της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος.
10. Από 1.7.2016 οι διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. 4114/1960 «Περί Κώδικος Ταμείου Νομικών» (Α΄ 164), 6 του Οργανισμού Ταμείου Ασφάλισης Συμβολαιογράφων (Αποφ. Υπ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων 136/167/16.2/7.3.1988 (Β΄ 131), 4 του Κανονισμού του Κλάδου Υγείας του ΤΑΣ (Π.δ. 113/1987, Α΄65), 4 του Β.δ. της 6/22.9.1956 (Α΄ 209), 4 του Α.Ν. 2682/1940 (Α΄ 411), 37 του Ν. 4507/1966 (Α΄ 71), 4 του Π.δ. 73 της 18/29.2.1984 (Α΄ 24), 7 παρ. Ζ΄ του Ν. 4043/2012 (Α΄ 25), καθώς και το Π.δ. 197 της 6/14.4.1989 (Α΄ 93) που προβλέπουν ένσημα υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης για τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές και υποθηκοφύλακες καταργούνται. Ομοίως, καταργούνται οι πάσης φύσεως εισφορές των Συμβολαιογράφων υπέρ των Τομέων Ασφάλισης Νομικών, Ασφάλισης, Πρόνοιας και Υγείας Συμβολαιογράφων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) επί των δικαιωμάτων τους από τη σύνταξη συμβολαίων και πράξεων. Ειδικώς, τα καταργούμενα ποσοστά επί των αναλογικών δικαιωμάτων στα κρατικά − τραπεζικά συμβόλαια των άρθρων προσαυξάνουν αντιστοίχως τα ποσοστά υπέρ του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, προς τον οποίο αποδίδονται, προκειμένου να διανεμηθούν σύμφωνα, με όσα ορίζονται στο άρθρο 120 του Κώδικα Συμβολαιογράφων.
11.α. Ειδικά για τους δικηγόρους, υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. καταβάλλεται ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση γραμματίου προείσπραξης. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος αποστέλλει στον Ε.Φ.Κ.Α. τη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέσω ενσήμων ή της ανωτέρω διαδικασίας που τα αντικαθιστά, αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει ο δικηγόρος. Ειδικά για τους δικηγόρους που απασχολούνται με έμμισθη εντολή, τα ποσά αυτά αφαιρούνται από την εισφορά του ασφαλισμένου.
β. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβάλλονται βάσει των ανωτέρω ρυθμίσεων υπολείπονται της εισφοράς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει την προκύπτουσα διαφορά σε χρήμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2042/1992.
γ. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβλήθηκαν υπερβαίνουν την προβλεπόμενη μηνιαία εισφορά, δεν επιστρέφονται, αλλά συμψηφίζονται με την ετήσια ασφαλιστική οφειλή του αντίστοιχου έτους.
12. Από 1.1.2017 ο Ε.Φ.Κ.Α. συνεισπράττει με τις ασφαλιστικές εισφορές και την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 2 του Ν. 3986/2011 εισφορά, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του Ν. 4144/2013, υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Κλάδος ασφαλισμένων ΟΑΕΕ και ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, καθώς και υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Κλάδος ασφαλισμένων Ε.Τ.Α.Α., την οποία και αποδίδει στον ΟΑΕΔ. Επί εμμίσθων ασφαλισμένων που εκ της ιδιότητάς τους ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα οι ως άνω εισφορές επιβάλλονται μόνον επί των μηνιαίων αποδοχών τους.
13. Όσοι ασφαλισμένοι συμπληρώνουν 40 χρόνια ασφάλισης, με αίτησή τους μπορούν να καταβάλλουν, μειωμένη κατά το 50%, ασφαλιστική εισφορά, παραιτούμενοι από την προσαύξηση της σύνταξής τους ως προς τα επόμενα έτη ασφάλισης.
14. Το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς, καθώς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή κλάσεις ή αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων που ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στον ΟΑΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλισμένων που υπάγονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων, όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31.12.2015 παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31.12.2016.
15. Η σταθερή μηνιαία εισφορά, το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς, καθώς και οι ασφαλιστικές κατηγορίες ή αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζεται η μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων για τους οποίους, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής στους Τομείς του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ (Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών, Τομέας Ασφάλισης Νομικών), όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι 31.12.2015 παραμένουν αμετάβλητες μέχρι 31.12.2016, εξαιρουμένης της εισφοράς που καταβαλλόταν για την ειδική προσαύξηση ΤΣΜΕΔΕ, καθώς και του κλάδου μονοσυνταξιούχων του ΤΣΑΥ τα οποία καταργούνται από την 1.1.2016.
16. Μέχρι την 31.12.2016 οι ασφαλιστικές εισφορές του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να εισπράττονται από τους υφιστάμενους κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος ασφαλιστικούς φορείς.
17. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από γνώμη του Δ.Σ.του Ε.Φ.Κ.Α., εξειδικεύονται οι κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών των κατηγοριών αυτών, οι οποίοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση άλλων Φορέων Κύριας Ασφάλισης, πλην ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής η ασφάλιση και η καταβολή των εισφορών συνεχίζει με το καθεστώς που ίσχυε έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
9. Στους ασφαλισμένους της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος.
1. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, ασφαλίζονταν ως αυτοπασχολούμενοι στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ, καταβάλλουν από 1.1.2017, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Στην περίπτωση οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης στην οποία απασχολείται ο/η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα ως φορολογητέο εισόδημα καθενός από αυτούς λαμβάνεται το κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2 περίπτωση β΄ του παρόντος άρθρου, εκτός αν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα είναι ανώτερο από το γινόμενο των μελών της εκμετάλλευσης επί της ελάχιστης βάσης υπολογισμού της εισφοράς αναγόμενη σε ετήσια βάση. Σε αυτή την περίπτωση η εισφορά ισούται για όλα τα μέλη της εκμετάλλευσης με το πηλίκο της διαίρεσης του εισοδήματος προς τον αριθμό των μελών της.
2. Το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τους ασφαλισμένους της παραγράφου 1 και τους μελλοντικούς ασφαλισμένους της ίδιας κατηγορίας κατ’ επάγγελμα αγρότες, ορίζεται από την 1.1.2022 σε ποσοστό 20%, αυξανόμενο σταδιακά από την 1.7.2015 έως την 1.1.2022 ως εξής:
α. από 1.7.2015 έως 31.12.2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10%, επί των υφισταμένων κατά την δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών.
β. Από 1.1.2017 και εφεξής οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αποτελεί το ποσό της παραγράφου 2 του άρθρου 38.
γ. Από 1.1.2017 και έως 31.12.2017 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 14%.
δ. Για το διάστημα από 1.1.2018 και έως 31.12.2018 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς διαμορφώνεται σε ποσοστό 16%, από 1.1.2019 και έως 31.12.2019 αυξάνεται σε ποσοστό 18%, από 1.1.2020 και έως 31.12.2020 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19%, από 1.1.2021 και έως 31.12.2021 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19.5% και από 1.1.2022 και εντεύθεν διαμορφώνεται στο τελικό ποσοστό 20%.
3. Στους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην κοινωνική ασφάλιση, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν ή θα υπάγονται, βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του ΟΓΑ με εισοδηματικά ή πληθυσμιακά κριτήρια, εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της μηνιαίας ασφαλιστικής τους εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης, οι ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τους ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Ν. 2160/1993 (Α΄ 118) και του Π.δ. 33/1979 (Α΄ 10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του EOT δυναμικότητας έως και πέντε (5) δωματίων, σε ολόκληρη την Επικράτεια, καθώς και για τους ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Ν. 2160/1993 (Α΄ 118) και του Π.δ. 33/1979 (Α΄ 10), όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κυρίων και μη κυρίων καταλυμάτων με το ειδικό σήμα λειτουργίας του EOT δυναμικότητας από έξι (6) μέχρι και δέκα (10) δωματίων, σε όλη την Επικράτεια, που είναι παράλληλα εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του Ν. 4144/2013.
4. Οι κατά κύριο επάγγελμα, τουλάχιστον για μία πενταετία, αγρότες, όπως ορίζονται από το Μητρώο Αγροτών, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται σε επιδοτούμενα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης νέων γεωργών, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος μέχρι 100kW υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
5. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΓΑ ως μισθωτοί − ανειδίκευτοι εργάτες, μετακλητοί πολίτες τρίτων χωρών, καταβάλλουν, από 1.1.2017, μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ως μισθωτοί, εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων για τους ασφαλισμένους μισθωτούς που προέρχονται από το ΙΚΑ − ΕΤΑΜ. Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη−ασφαλισμένου για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων διαμορφώνεται ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και έως 31.12.2019 ώστε από την 1.1.2020 να έχει διαμορφωθεί στο ύψος του άρθρου 38.
6. Οι απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία πρώην ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ, που έχουν ενταχθεί στα επενδυτικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη, όπως αυτά του αγροτουρισμού και την αγροβιοτεχνίας, στο πλαίσιο των σχετικών Κανονισμών της Ε.Ε. και χρηματοδοτούνται για το σκοπό αυτόν, υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
7. Οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και αγρότισσες που είναι παράλληλα και μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, όπως και οι αγρεργάτες που απασχολούνται σε παραγωγούς αγροτικών προϊόντων και ως λιανοπωλητές σε λαϊκές αγορές υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
8. Οι ασφαλισμένοι οι οποίοι, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, υπάγονταν ή θα υπάγονται στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ και οι οποίοι απασχολούνται εποχικά για χρονικό διάστημα μέχρι 150 ημέρες ετησίως σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας, αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας και κάθε είδους εκτροφών, συνεχίζουν να ασφαλίζονται ως αυτοτελώς απασχολούμενοι αγρότες, εξαιρούμενοι της ασφάλισης ως μισθωτοί για την απασχόλησή τους αυτή. Το συνολικό χρονικό διάστημα των 150 ημερών μπορεί να κατανεμηθεί κατά τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τις ανάγκες τις επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Οι ασφαλισμένοι αυτοί υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
9. Η πρώιμη παύση της γεωργικής δραστηριότητας σε εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1096/88 του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 1988 σχετικά με την καθιέρωση κοινοτικού καθεστώτος για την ενθάρρυνση της παύσης της γεωργικής δραστηριότητας δεν αποτελεί λόγο διακοπής της ασφάλισης των αγροτών στον Ε.Φ.Κ.Α., τόσο για τους δικαιούχους όσο και τις συζύγους τους. Κατά τη διάρκεια εφαρμογής του μέτρου, και μέχρι συμπλήρωσης του 67ου έτους της ηλικίας τους, οι εντασσόμενοι σε αυτό αγρότες και οι σύζυγοί τους, λογίζονται ως ενεργοί αγρότες σε ό,τι αφορά στα ασφαλιστικά τους δικαιώματα και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και σε περίπτωση που το μέτρο λήξει πριν τη συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας των εντασσομένων σε αυτό. Οι ασφαλισμένοι αυτοί υπάγονται στις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
10. Από 1.1.2017 οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου στο Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας του ΟΓΑ καταβάλλουν εισφορά υπέρ αυτού, καταργούμενης της κρατικής επιχορήγησης. Η εισφορά βαρύνει τον ασφαλισμένο και συνεισπράττεται με τις εισφορές για τον κλάδο σύνταξης. Το ποσοστό υπολογισμού της εισφοράς ορίζεται στο 0,25% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος, όπως ορίζεται ανωτέρω στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.
11. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του Ν. 1140/1981, του άρθρου 2 του Ν. 2458/1997, καθώς και της παρ. 7 υποπερίπτωση ια΄ 6 του Ν. 4093/2012, σε ό,τι αφορά στο ανώτατο όριο ηλικίας καταργούνται.
12. Για τον προσδιορισμό του ασφαλιστέου εισοδήματος και άλλες λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
1. Από 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των μισθωτών και των λοιπών κατηγοριών που υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα του παρόντος νόμου, ορίζεται σε ποσοστό 7,10% επί των πάσης φύσεως αποδοχών και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος, εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 4,30% βαρύνει τον εργοδότη, και ποσοστό 0,65% για παροχές σε χρήμα, εκ του οποίου 0,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% βαρύνει τον εργοδότη.
2. Από 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των ελεύθερων επαγγελματιών, των ανεξάρτητα απασχολούμενων, καθώς και των λοιπών κατηγοριών των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές κλάδου σύνταξης υπολογίζονται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39, και υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, ορίζεται σε ποσοστό 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματός τους, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 39, βαρύνει εξολοκλήρου τους ασφαλισμένους και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,50 % για παροχές σε χρήμα.
3. Ειδικά για τα πρόσωπα, παλαιούς και νέους ασφαλισμένους κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992 (Α΄ 165), τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α. και τους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η μηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισμού επί της οποίας υπολογίζεται το προβλεπόμενο ποσοστό εισφοράς αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Για τα ως άνω πρόσωπα, από 1.1.2017, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης ορίζεται για τα δύο πρώτα χρόνια από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση σε ποσοστό 4,87% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 4,52% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,35% για παροχές σε χρήμα. Για τα επόμενα τρία χρόνια ασφάλισης ορίζεται σε ποσοστό 5,91% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 5,48% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,43% για παροχές σε χρήμα.
4. Ιδίως σε ό,τι αφορά στην ασφάλιση των προσώπων του άρθρου 40, η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2016 έως 31.12.2018 ως εξής:
α. από 1.1.2016 έως 31.12.2016 σε ποσοστό 3,61% επί των υφιστάμενων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών και κατανέμεται κατά ποσοστό 3,35% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,26% για παροχές σε χρήμα.
β. Από 1.1.2017 έως 31.12.2017 η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης των προσώπων αυτών ορίζεται σε ποσοστό 4,73% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 4,39% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,34% για παροχές σε χρήμα.
γ. Από 1.1.2018 έως 31.12.2018 η ασφαλιστική εισφορά υπέρ υγειονομικής περίθαλψης ορίζεται σε ποσοστό 5,84% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 5,42% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,42% για παροχές σε χρήμα.
δ. Από 1.1.2019 έως 31.12.2019 η ασφαλιστική εισφορά
υπέρ υγειονομικής περίθαλψης ορίζεται σε ποσοστό 6,95% επί του ασφαλιστέου εισοδήματος και κατανέμεται κατά ποσοστό 6,45% για παροχές σε είδος και ποσοστό 0,50% για παροχές σε χρήμα.
5. α. Όπου το ποσοστό εισφορών είναι κατά την έναρξη ισχύος μικρότερο ή μεγαλύτερο των οριζόμενων στο άρθρο αυτό, αναπροσαρμόζεται ισόποσα ετησίως μέχρι την 31.12.2019 ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθεί στα ανωτέρω ποσοστά.
β. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος.
1. Η Γενική Διεύθυνση Εισφορών και Ελέγχων του Ε.Φ.Κ.Α. έχει ως σκοπό:
α. Τον προσδιορισμό, την καταγραφή, την εφαρμογή και την παρακολούθηση της διαδικασίας είσπραξης των εισφορών ασφάλισης των μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων.
β. Τον προσδιορισμό, την καταγραφή, την εφαρμογή και την παρακολούθηση της διαδικασίας είσπραξης των εισφορών ασφάλισης για τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων.
γ. Την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών των υπαγόμενων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων.
δ. Την επεξεργασία των δεδομένων και τη διενέργεια όλων των τακτικών, περιοδικών και έκτακτων ελέγχων ασφάλισης.
ε. Τους ελέγχους για ανασφάλιστη εργασία, την εφαρμογή των διαδικασιών ασφάλισης, την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών και γενικότερα της εισφοροδιαφυγής, με στόχο τη συμμόρφωση και τη βελτίωση της συμμόρφωσης των ασφαλισμένων και των εργοδοτών.
στ. Την εκπόνηση μελετών και στατιστικών αναλύσεων, καθώς και τη δημιουργία περιοδικών αναφορών με στατιστικά δεδομένα που αφορούν τις εισφορές και τους ελέγχους.
2. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών και Διοικητικής Υποστήριξης έχει ως σκοπό την εποπτεία της ομαλής λειτουργίας όλων των οικονομικών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α. και την άσκηση των αρμοδιοτήτων οικονομικού ενδιαφέροντος, την ευθύνη για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του φορέα, και ιδίως:
α. Την κατάρτιση και εκτέλεση του ετήσιου γενικού προϋπολογισμού του Ε.Φ.Κ.Α. και τη λογιστική αποτύπωση των δραστηριοτήτων του Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με το νόμο.
β. Την οικονομική διαχείριση του Ε.Φ.Κ.Α., την παρακολούθηση και πραγματοποίηση των πάσης φύσεως δαπανών, καθώς και την υποβολή των προβλεπομένων δηλώσεων.
γ. Τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του Ε.Φ.Κ.Α..
δ. Τη διαχείριση του ενεργητικού, καθώς και της κινητής και της ακίνητης περιουσίας του Ε.Φ.Κ.Α..
ε. Τη στέγαση των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και τη συντήρηση των υποδομών.
στ. Τη διενέργεια κάθε είδους προμηθειών και τη διαχείριση των αναλώσιμων και μη υλικών.
ζ. Την τήρηση και διαρκή ενημέρωση του μητρώου παγίων και αναλωσίμων.
η. Την παροχή νομικής υποστήριξης προς τις υπηρεσίες και τους υπαλλήλους του Ε.Φ.Κ.Α..
θ. Το χειρισμό θεμάτων οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και την εισήγηση και έκδοση πράξεων που αφορούν στη σύσταση, συγχώνευση και κατάργηση υπηρεσιακών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α..
ι. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α..
ια. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
ιβ. Την τήρηση του Κεντρικού Πρωτοκόλλου εισερχόμενης και εξερχόμενης αλληλογραφίας του Ε.Φ.Κ.Α..
3. Η Γενική Διεύθυνση Απονομής Συντάξεων έχει ως σκοπό:
α. Την απονομή συντάξεων προς τους ασφαλισμένους του Ε.Φ.Κ.Α. και τους λοιπούς δικαιούχους λόγω θανάτου κ.λπ..
β. Την απονομή λοιπών παροχών που απορρέουν από την κύρια σύναξη προς τους δικαιούχους.
γ. Την απονομή συντάξεων σε ασφαλισμένους, των οποίων τα δικαιώματα σύνταξης απορρέουν από χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
δ. Το χαρακτηρισμό ατυχημάτων ως εργατικών και την απονομή συντάξεων λόγω εργατικών ατυχημάτων.
ε. Τη διευθέτηση ζητημάτων, την επίλυση διαφορών και την εξέταση και αντιμετώπιση αιτημάτων και διοικητικών προσφυγών σχετικά με συνταξιοδοτικά θέματα.
στ. Την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων των δικαστηρίων της χώρας, καθώς και του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ζ. Την παροχή του απαραίτητου τεκμηριωτικού υλικού προς τη νομική υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. για την εκπροσώπηση της υπηρεσίας και την υποστήριξη στα ποινικά και διοικητικά δικαστήρια και το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των υποθέσεων που αφορούν ασφαλιστικάκαι συνταξιοδοτικά θέματα.
η. Την επιμέλεια για την τήρηση και τη διαρκή ενημέρωση του μητρώου συνταξιούχων.
θ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α..
ι. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
4. Η Γενική Διεύθυνση Καταβολής Παροχών Υγείας έχει ως σκοπό:
α. Τη συγκέντρωση δεδομένων με κάθε πρόσφορο τρόπο για την πραγματοποίηση στατιστικών αναλύσεων και μελετών σχετικά με τις συνθήκες υγιεινής στους εργασιακούς χώρους, την αξιολόγηση των κινδύνων, την ασφάλεια και τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων με μεγάλη επικινδυνότητα για την υγεία των ασφαλισμένων.
β. Τη διατύπωση προτάσεων για την ένταξη ή μη ένταξη δραστηριοτήτων στην κατηγορία των βαρέων και ανθυγιεινών.
γ. Την ενημέρωση, με αποστολή εκπροσώπων στους χώρους εργασίας, των ασφαλισμένων και των εργοδοτών σχετικά με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο επί θεμάτων υγείας και ασφάλειας με σκοπό την πρόληψη εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών.
δ. Την απονομή επιδομάτων ασθένειας, μητρότητας, τοκετού και κάθε άλλης παροχής υγείας σε χρήμα, καθώς και επιδομάτων ανεργίας και δώρου, όπου αυτά προβλέπονται.
ε. Την απονομή και την παρακολούθηση συντάξεων λόγω ανικανότητας προς εργασία.
στ. Τη σύσταση, την οργάνωση, τη λειτουργία και τη στελέχωση περιφερειακών επιτροπών ιατρικής αξιολόγησης των αιτημάτων για σύνταξη λόγω ανικανότητας και για παροχή επιδομάτων ασθένειας, μητρότητας, τοκετού κ.λπ..
ζ. Την τήρηση και διαρκή ενημέρωση του μητρώου αναπήρων.
η. Τη συγκέντρωση και τη διαχείριση των αποτελεσμάτων των υγειονομικών επιτροπών και υλοποίηση των απαιτούμενων ενεργειών που απορρέουν από αυτές.
θ. Την πραγματοποίηση στατιστικών αναλύσεων για την αξιολόγηση και τη συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των υγειονομικών επιτροπών, ώστε να διατυπώνονται προτάσεις ομοιόμορφης αντιμετώπισης των περιστατικών κατά την αξιολόγηση. Επιπλέον διατύπωση προτάσεων και συνεργασία με τους εργοδότες και τους εργαζόμενους για την πρόληψη και την αποκατάσταση.
ι. Την διευθέτηση ζητημάτων, την επίλυση διαφορών και την εξέταση και αντιμετώπιση αιτημάτων και διοικητικών προσφυγών σχετικά με θέματα παροχών σε χρήμα για τα οποία απαιτείται ιατρική γνωμάτευση.
ια. Την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων των δικαστηρίων της χώρας, καθώς και του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ιβ. Την παροχή του απαραίτητου τεκμηριωτικού υλικού προς τη νομική υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. για την εκπροσώπηση της υπηρεσίας και την υποστήριξη στα ποινικά και διοικητικά δικαστήρια και το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των υποθέσεων για τις οποίες απαιτείται ιατρική γνωμάτευση.
ιγ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α..
ιδ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
5. Η Γενική Διεύθυνση Στρατηγικής και Ανάπτυξης έχει ως σκοπό:
α. Τη συγκέντρωση των δεδομένων του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και δεδομένων από κάθε άλλη εγχώρια και αλλοδαπή πηγή για την πραγματοποίηση στατιστικών και οικονομικών αναλύσεων και μελετών.
β. Την εκπόνηση και την επικαιροποίηση του στρατηγικού σχεδιασμού του Ε.Φ.Κ.Α..
γ. Την έκδοση αναφορών και δελτίων σε τακτά χρονικά διαστήματα για την ενημέρωση των υπηρεσιών του E.Φ.Κ.Α., καθώς και άλλων φορέων και υπηρεσιών και των πολιτών για το έργο του Ε.Φ.Κ.Α..
δ. Τη σύνταξη της ετήσιας απολογιστικής έκθεσης για το έργο του Ε.Φ.Κ.Α..
ε. Την κατάρτιση του ετήσιου επιχειρησιακού προγραμματισμού δράσης, την εκπόνηση και επικαιροποίηση επιχειρησιακών σχεδίων για την υλοποίησή του, καθώς και την παρακολούθηση της υλοποίησής του σε τακτά χρονικά διαστήματα.
στ. Την οργάνωση των υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και την εκπόνηση μελετών για την ανάπτυξη, τη βελτίωση και την προσαρμογή της οργανωτικής δομής του Ε.Φ.Κ.Α. στις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες.
ζ. Τη διαχείριση, την ανάπτυξη και την επικαιροποίηση της οργανωτικής δομής, της επιχειρησιακής λειτουργίας του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και τη διαχείριση και επικαιροποίηση της ροής εργασιών.
η. Την ανάπτυξη, τη βελτίωση και την επικαιροποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών του Ε.Φ.Κ.Α. προς τους ασφαλισμένους και εργοδότες.
θ. Την ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση του έργου Ε.Φ.Κ.Α. με σύστημα δεικτών μέτρησης της ποιότητας και της αποδοτικότητας.
ι. Τη μέτρηση και αξιολόγηση του βαθμού συμμόρφωσης των ασφαλισμένων και των εργοδοτών.
ια. Τις διεθνείς σχέσεις, την παρακολούθηση, τη μελέτη, την αξιοποίηση προτάσεων, μελετών και εκθέσεων εγχωρίων και διεθνών φορέων και τη προετοιμασία προτάσεων για διεθνείς συμφωνίες.
ιβ. Τη συνεργασία και την επικοινωνία με άλλους εγχώριους και διεθνείς φορείς και υπηρεσίες.
ιγ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α..
ιδ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
6. Η Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής και Επικοινωνιών έχει ως σκοπό:
α. Τη διαρκή παρακολούθηση και μελέτη των εξελίξεων στο χώρο της πληροφορικής και των επικοινωνιών.
β. Την εκπόνηση και τη διαρκή επικαιροποίηση στου στρατηγικού σχεδίου του Ε.Φ.Κ.Α. με αντικείμενο τις υποδομές πληροφορικής, τις υποδομές δικτύων και τις υποδομές των επικοινωνών.
γ. Την παρακολούθηση των εξελίξεων σε θέματα ασφάλειας των συστημάτων πληροφορικής και ασφαλούς επικοινωνίας, καθώς και ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και η εφαρμογή της πολιτικής ασφάλειας στα συστήματα πληροφορικής και επικοινωνιών του Ε.Φ.Κ.Α..
δ. Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την παρακολούθηση, τη συντήρηση, και την επικαιροποίηση και την απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνιών του Ε.Φ.Κ.Α..
ε. Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την παρακολούθηση, τη συντήρηση, και την επικαιροποίηση των εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών του Ε.Φ.Κ.Α..
στ. Τον προσδιορισμό των αναγκών και των προδιαγραφών για την προμήθεια εξοπλισμού και εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών.
ζ. Την τήρηση και διαρκή ενημέρωση του μητρώου εξοπλισμού και εφαρμογών της πληροφορικής και των επικοινωνιών.
η. Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, τη διαρκή υποστήριξη και τη συντήρηση των βάσεων δεδομένων του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και το σχεδιασμό και εφαρμογή των κανόνων ακεραιότητας και ασφαλούς διαφύλαξης των δεδομένων.
θ. Την περιοδική και έκτακτη συντήρηση των υποδομών πληροφορικής, δικτύων και επικοινωνιών.
ι. Την περιοδική και έκτακτη συντήρηση και επικαιροποίηση των εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών.
ια. Τη διαρκή υποστήριξη των χρηστών των συστημάτων και των εφαρμογών πληροφορικής και επικοινωνιών.
ιβ. Την εξασφάλιση ασφαλούς πρόσβασης των πολιτών και των επιχειρήσεων στα συστήματα πληροφορικής για την υποβολή δηλώσεων και αιτημάτων, καθώς και για την ενημέρωσή τους με τα δεδομένα τα οποία τους αφορούν.
ιγ. Το σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την εφαρμογή και την υποστήριξη της ροής εργασιών.
ιδ. Την τήρηση του Φυσικού και ηλεκτρονικού αρχείου εγγράφων του Ε.Φ.Κ.Α..
ιε. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α..
ιστ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
7. Η Γενική Διεύθυνση Εξυπηρέτησης Ασφαλισμένων και Εργοδοτών έχει ως σκοπό:
α. Το σχεδιασμό, τον προσδιορισμό, την ανάπτυξη, την εκπόνηση του σχεδίου ροής εργασιών και την υποστήριξη της λειτουργίας των περιφερειακών και των τοπικών υπηρεσιακών μονάδων του Ε.Φ.Κ.Α..
β. Τη συγκέντρωση των δεδομένων που αφορούν το έργο των περιφερειακών και τοπικών υπηρεσιών με σκοπό τη μελέτη και την αξιολόγηση για τον προσδιορισμό των αναγκών σε υποδομές και προσωπικό, καθώς και τον επαναπροσδιορισμό του πλήθους και του μεγέθους των υπηρεσιών και την επικαιροποίηση του σχεδίου ροής εργασιών.
γ. Τη διαρκή παρακολούθηση της ροής εργασιών των περιφερειακών και των τοπικών υπηρεσιών, ώστε να εντοπίζονται εγκαίρως και να αντιμετωπίζονται έκτακτες καταστάσεις.
δ. Το σχεδιασμό, τη δημιουργία, τη στελέχωση και τη λειτουργία υπηρεσιακής μονάδας, της οποίας αποστολή θα είναι η προσωρινή ενίσχυση με εξειδικευμένο προσωπικό των περιφερειακών και των τοπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων.
ε. Την παροχή υποστήριξης και οδηγιών προς τις περιφερειακές και τοπικές υπηρεσίες.
στ. Την επιμέλεια για την τήρηση, τη διαρκή ενημέρωση και τις μεταβολές των μητρώων των ασφαλισμένων και των εργοδοτών.
ζ. Την παρακολούθηση και εφαρμογή της νομοθεσίας για θέματα ασφάλισης, καθώς και τη χορήγηση ασφαλιστικής ικανότητας και ενημερότητας.
η. Την αντιμετώπιση και επίλυση διαφορών σε θέματα ασφάλισης.
θ. Τη δημιουργία και τη λειτουργία κέντρου για την εξ αποστάσεως ενημέρωση των πολιτών για όλα τα θέματα αρμοδιότητας του Ε.Φ.Κ.Α. (contact centre).
ι. Τις δημόσιες σχέσεις και την επικοινωνία για την προβολή και την προώθηση των υπηρεσιών που προσφέρει ο Ε.Φ.Κ.Α. προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, καθώς και των ωφελειών που απορρέουν από τις υπηρεσίες αυτές.
ια. Το σχεδιασμό, την επικαιροποίηση και τη διαρκή υποστήριξη του διαδικτυακού τόπου υποβολής αιτημάτων, υποβολής δηλώσεων, επικοινωνίας και ενημέρωσης του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και τη στατιστική παρακολούθηση όλων των δεδομένων για τη ροή εργασιών μέσω του διαδικτυακού τόπου.
ιβ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α..
ιγ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου σε θέματα της αρμοδιότητάς της.
4. Η Γενική Διεύθυνση Καταβολής Παροχών Υγείας έχει ως σκοπό:
α. Τη συγκέντρωση δεδομένων με κάθε πρόσφορο τρόπο για την πραγματοποίηση στατιστικών αναλύσεων και μελετών σχετικά με τις συνθήκες υγιεινής στους εργασιακούς χώρους, την αξιολόγηση των κινδύνων, την ασφάλεια και τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων με μεγάλη επικινδυνότητα για την υγεία των ασφαλισμένων.
β. Τη διατύπωση προτάσεων για την ένταξη ή μη ένταξη δραστηριοτήτων στην κατηγορία των βαρέων και ανθυγιεινών.
γ. Την ενημέρωση, με αποστολή εκπροσώπων στους χώρους εργασίας, των ασφαλισμένων και των εργοδοτών σχετικά με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο επί θεμάτων υγείας και ασφάλειας με σκοπό την πρόληψη εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών.
δ. Την απονομή επιδομάτων ασθένειας, μητρότητας, τοκετού και κάθε άλλης παροχής υγείας σε χρήμα, καθώς και επιδομάτων ανεργίας και δώρου, όπου αυτά προβλέπονται.
ε. Την απονομή και την παρακολούθηση συντάξεων λόγω ανικανότητας προς εργασία.
στ. Τη σύσταση, την οργάνωση, τη λειτουργία και τη στελέχωση περιφερειακών επιτροπών ιατρικής αξιολόγησης των αιτημάτων για σύνταξη λόγω ανικανότητας και για παροχή επιδομάτων ασθένειας, μητρότητας, τοκετού κ.λπ..
ζ. Την τήρηση και διαρκή ενημέρωση του μητρώου αναπήρων.
η. Τη συγκέντρωση και τη διαχείριση των αποτελεσμάτων των υγειονομικών επιτροπών και υλοποίηση των απαιτούμενων ενεργειών που απορρέουν από αυτές.
θ. Την πραγματοποίηση στατιστικών αναλύσεων για την αξιολόγηση και τη συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των υγειονομικών επιτροπών, ώστε να διατυπώνονται προτάσεις ομοιόμορφης αντιμετώπισης των περιστατικών κατά την αξιολόγηση. Επιπλέον διατύπωση προτάσεων και συνεργασία με τους εργοδότες και τους εργαζόμενους για την πρόληψη και την αποκατάσταση.
ι. Την διευθέτηση ζητημάτων, την επίλυση διαφορών και την εξέταση και αντιμετώπιση αιτημάτων και διοικητικών προσφυγών σχετικά με θέματα παροχών σε χρήμα για τα οποία απαιτείται ιατρική γνωμάτευση.
ια. Την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων των δικαστηρίων της χώρας, καθώς και του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ιβ. Την παροχή του απαραίτητου τεκμηριωτικού υλικού προς τη νομική υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α. για την εκπροσώπηση της υπηρεσίας και την υποστήριξη στα ποινικά και διοικητικά δικαστήρια και το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των υποθέσεων για τις οποίες απαιτείται ιατρική γνωμάτευση.
ιγ. Τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη μεταβατική περίοδο ως την πλήρη λειτουργία του Ε.Φ.Κ.Α..
ιδ. Την εισήγηση για τη σύσταση ομάδων διοίκησης έργου.
1. α. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 72, 73, 83 και 89, το πάσης φύσεως προσωπικό και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή των εντασσόμενων, σύμφωνα με το άρθρο 53 φορέων στον Ε.Φ.Κ.Α., μεταφέρονται σε αυτόν με την ίδια εργασιακή σχέση, οργανική θέση, βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχουν.
β. Κατά τη διάρκεια της παράλληλης λειτουργίας των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών με τον Ε.Φ.Κ.Α., η μεταφορά γίνεται, σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 101.
γ. Το πάσης φύσεως μεταφερόμενο προσωπικό τοποθετείται στις υπηρεσίες του Ε.Φ.Κ.Α. με απόφαση του Διοικητή του.
2. α. Για το προσωπικό που υπηρετεί με απόσπαση ή διάθεση στους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς κοινωνικής ασφάλισης, εφαρμόζεται αναλόγως η ρύθμιση της παραγράφου 1. Μετά τη μεταφορά, η απόσπαση εξακολουθεί να ισχύει μέχρι τη λήξη της, εκτός αν αποφασίσει την διακοπή της το Δ.Σ. του Ε.Φ.Κ.Α.. Η υπηρεσιακή και μισθολογική κατάσταση των υπαλλήλων αυτών διέπεται από τον ισχύοντα κανονισμό λειτουργίας προσωπικού και το ισχύον εκάστοτε μισθολόγιο των υπηρεσιών, από τις οποίες προέρχονται. Η δαπάνη της εν γένει μισθοδοσίας τους, καθώς και οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη: αα. όσον αφορά τους αποσπασμένους από τη ΔΕΗ Α.Ε., τη ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. και τον ΟΤΕ Α.Ε. βαρύνουν τις εταιρείες αυτές και ο Ε.Φ.Κ.Α. αποδίδει στις εταιρείες το ύψος της δαπάνης μισθοδοσίας τους που προκύπτει από την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Β΄ του Ν. 4354/2015 που αφορούν στο μισθολογικό κόστος των υπαλλήλων του άρθρου 1 του ίδιου νόμου και ββ. όσον αφορά στους λοιπούς, βάσει της παραγράφου αυτής, υπηρετούντες με διάθεση υπαλλήλους βαρύνουν τους φορείς από τους οποίους προέρχονται. Οι ανωτέρω υπάλληλοι κατά το χρόνο της υπηρεσίας τους στο Ε.Φ.Κ.Α. και κατά την εκτέλεση αυτής υπέχουν τις ευθύνες δημοσίου υπαλλήλου.
β. Η απόσπαση υπαλλήλων των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών εξακολουθεί να ισχύει μέχρι τη λήξη της.
3. Οι συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών φυσικών προσώπων που παρείχαν υπηρεσίες στους εντασσόμενους φορείς κατ’ αποκοπή συνεχίζονται και με τον Ε.Φ.Κ.Α., μέχρι τη λήξη τους, με απόφαση του Δ.Σ. του τελευταίου.
4. Οι διατάξεις της Φ.10050/οικ.20496/4067/4.8.2008 (Β΄ 1579) κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ισχύουν για το αποσπασμένο στο Ε.Φ.Κ.Α. προσωπικό της ΔΕΗ Α.Ε. και τις ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε..
5. Διαδικασίες για πλήρωση θέσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη στους εντασσόμενους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς συνεχίζονται κανονικά για λογαριασμό του Ε.Φ.Κ.Α.. Το προσλαμβανόμενο προσωπικό και οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις μεταφέρονται στον Ε.Φ.Κ.Α..
6. Όλες οι κενές οργανικές θέσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, πλην εκείνων της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα, καταργούνται από την ημερομηνία ένταξής τους στον Ε.Φ.Κ.Α., εκτός εάν έχει προκηρυχθεί η πλήρωσή τους.
1. Στο άρθρο 46 του Ν. 4052/2012 προστίθενται παράγραφοι 7,8,9,10,11 και 12 ως εξής:
«7.α. Το πάσης φύσεως προσωπικό και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή, που υπηρετούν στα ταμεία προνοίας που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μεταφέρονται σε αυτό με την ίδια εργασιακή σχέση, οργανική θέση, βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχουν από την ημερομηνία ένταξής τους.
β. Από το προσωπικό που υπηρετεί στους τομείς, κλάδους και λογαριασμούς πρόνοιας που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μεταφέρονται σε αυτό υπάλληλοι, με συνεκτίμηση της αίτησης προτίμησής τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται εντός μηνός από την ως άνω ένταξη.
8. Οι συμβάσεις έργου ή παροχής υπηρεσιών φυσικών προσώπων που παρείχαν υπηρεσίες στους εντασσόμενους φορείς της παραγράφου 3 του άρθρου 36 κατ’ αποκοπή μπορεί να συνεχίζονται και με το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., μέχρι τη λήξη τους, με απόφαση του Δ.Σ. του τελευταίου.
9. Διαδικασίες για πλήρωση θέσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη στους εντασσόμενους φορείς συνεχίζονται κανονικά για λογαριασμό του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.. Το προσλαμβανόμενο προσωπικό και οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις μεταφέρονται στον Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π..
10. Όλες οι κενές οργανικές θέσεις των εντασσόμενων φορέων καταργούνται από την ημερομηνία ένταξής τους στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., εκτός εάν έχει προκηρυχθεί η πλήρωσή τους.
11.α. Από την έναρξη ισχύος της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 44Α, παύει αυτοδικαίως η άσκηση καθηκόντων ευθύνης των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων του Ε.Τ.Ε.Α. και των εντασσομένων σε αυτόν ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
β. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. τοποθετούνται προϊστάμενοι στις νέες οργανικές μονάδες οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούσαν στο Ε.Τ.Ε.Α. και τα εντασσόμενα ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς προνοίας, οι οποίοι έχουν επιλεγεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή έχουν ορισθεί μέλη των οικείων Υπηρεσιακών Συμβουλίων και ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου, με κριτήριο τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά τους προσόντα.
γ. Εφόσον δεν πληρωθούν όλες οι θέσεις προϊσταμένων κατά τα ως άνω, τοποθετούνται προϊστάμενοι στις νέες οργανικές μονάδες υπάλληλοι με κριτήριο τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου, εφόσον ανήκουν στον κλάδο, του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται από τις οικείες οργανικές διατάξεις ότι μπορούν να προΐστανται στη συγκεκριμένη θέση. Εφόσον δεν επαρκούν οι θέσεις προϊσταμένων οργανικής μονάδας του φορέα, οι υπάλληλοι τοποθετούνται ως προϊστάμενοι σε οργανική
μονάδα του αμέσως κατώτερου επιπέδου.
δ. Οι ανωτέρω τοποθετούμενοι, σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄ και γ΄ ασκούν τα καθήκοντά τους, μέχρι την επιλογή νέων προϊσταμένων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
12. Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έναρξη ισχύος της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 44Α του παρόντος λήγει αυτοδίκαια η θητεία των μελών των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων του Ε.Τ.Ε.Α. και των εντασσόμενων ταμείων και συγκροτείται Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.»
Στην παρ.15 του άρθρου 17 του Ν. 3996/2011 (Α ́ 170) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους των ελεγκτικών μηχανισμών της αγοράς εργασίας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ».
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, είναι δυνατόν να ιδρύονται στον ΟΑΕΔ Πειραματικές Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας (Π.ΕΠΑ.Σ Μαθητείας), οι οποίες θα διέπονται από το νομικό καθεστώς του Ν. 3475/2006 (Α΄ 146). Με την ίδια ή άλλη απόφαση, ορίζονται τα προγράμματα σπουδών, το ωρολόγιο πρόγραμμα, οι τομείς και οι ειδικότητες, οι οποίες θα υλοποιηθούν από τις Πειραματικές ΕΠΑΣ Μαθητείας, ο κανονισμός λειτουργίας των ως άνω ΕΠΑΣ, τα κριτήρια επιλογής μαθητών, τα κριτήρια επιλογής διδακτικού προσωπικού, το πλαίσιο συνεργασίας με επιχειρήσεις εκτός και εντός της χώρας και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
2. Για την επίτευξη των μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό και στα θέματα της αγοράς εργασίας, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να μεταφέρονται οργανικές θέσεις, περιλαμβανομένων κι αυτών με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και έμμισθης εντολής, μεταξύ φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και στο Υπουργείο, για να καλύπτονται ανάγκες που θα προκύψουν από το νέο οργανισμό αυτού.
3. Το άρθρο 72 του Ν. 3996/2011 (Α΄ 170), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 72
«Επιλογή διευθυντικών στελεχών στις μονάδες εκπαίδευσης και κατάρτισης του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)
1. Για την πλήρωση των θέσεων των διευθυντικών στελεχών στις μονάδες εκπαίδευσης και κατάρτισης του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), επιλέγονται μόνιμοι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι υπηρετούν στον ΟΑΕΔ. Η επιλογή τους γίνεται με βάση αξιολογικούς πίνακες που συντάσσονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο και ισχύουν για δύο (2) έτη.
2. Για την επιλογή και τοποθέτηση στις ως άνω θέσεις συντάσσονται, ανά Περιφερειακή Διεύθυνση του Οργανισμού, οι ακόλουθοι αξιολογικοί πίνακες:
α) Πίνακας Διευθυντών Επαγγελματικών Σχολών (ΕΠΑ.Σ) Μαθητείας.
β) Πίνακας Διευθυντών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ).
γ) Πίνακας Διευθυντών ΚΕΚ ΑμΕΑ Γαλατσίου και Π.Β.Μ. Λακκιάς Θεσσαλονίκης.
δ) Πίνακας Διευθυντών Πιλοτικών Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΠΣΕΚ).
Οι υποψήφιοι δικαιούνται να εκδηλώσουν ενδιαφέρον μέχρι και σε πέντε (5) θέσεις των μονάδων εκπαίδευσης και κατάρτισης που κατά τόπο υπάγονται σε μία από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις του Οργανισμού και να ενταχθούν μέχρι και σε δύο (2) από τους οικείους Πίνακες.
3. Ως Διευθυντές των μονάδων εκπαίδευσης και κατάρτισης του ΟΑΕΔ, επιλέγονται μόνιμοι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν στον ΟΑΕΔ, έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δεκαετή εκπαιδευτική υπηρεσία στον Οργανισμό και έχουν ασκήσει διδακτικά καθήκοντα επί τουλάχιστον οκτώ (8) έτη σε οποιαδήποτε εκπαιδευτική δομή του δημόσιου τομέα, ενώ θα πρέπει να πληρούν και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 του Ν. 4327/2015 (Α΄ 50), το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία. Κατά προτεραιότητα, επιλέγονται οι εκπαιδευτικοί που διαθέτουν την προβλεπόμενη παιδαγωγική επάρκεια, ακόμη και όταν αυτοί συγκεντρώνουν μικρότερο άθροισμα μορίων έναντι συνυποψήφιων τους, οι οποίοι όμως δεν διαθέτουν την προβλεπόμενη παιδαγωγική επάρκεια.
4. Ως κριτήρια επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης και κατάρτισης του ΟΑΕΔ ορίζονται:
α. Η επιστημονική − παιδαγωγική συγκρότηση και κατάρτιση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου του υποψηφίου και τα συνυποβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία.
β. Η υπηρεσιακή κατάσταση, καθοδηγητική και διοικητική εμπειρία, όπως προκύπτει από στοιχεία του φακέλου του υποψηφίου.
γ. Η συμβολή του υποψηφίου στο εκπαιδευτικό έργο, όπως προκύπτει από τις θέσεις στις οποίες έχει υπηρετήσει, καθώς και η προσωπικότητα και η γενική συγκρότηση του υποψηφίου που αποτιμώνται κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον του αρμόδιου συμβουλίου επιλογής.
5. Τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου αποτιμώνται ως ακολούθως:
α. Το κριτήριο της επιστημονικής − παιδαγωγικής συγκρότησης και κατάρτισης αποτιμάται με 9 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο, εφαρμοζόμενων κατ’ αναλογία των προβλεπομένων στην παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 4327/2015 (Α΄ 50).
β. Το κριτήριο της υπηρεσιακής κατάστασης, καθοδηγητικής και διοικητικής εμπειρίας, αποτιμάται με 14
μονάδες κατ’ ανώτατο όριο, εφαρμοζομένων κατ’ αναλογία των προβλεπομένων στην παρ. 3 του άρθρου 19 του Ν. 4327/2015 (Α΄ 50). Ως χρόνος διδακτικής υπηρεσίας λογίζεται και:
αα. Ο χρόνος υπηρεσίας των εκπαιδευτικών που υπηρέτησαν και υπηρετούν σε Διευθύνσεις και Τμήματα της Γενικής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης και Επαγγελματικής
Κατάρτισης του ΟΑΕΔ.
ββ. Ο χρόνος υπηρεσίας των Διευθυντών και Υποδιευθυντών στις μονάδες εκπαίδευσης και κατάρτισης
του ΟΑΕΔ.
γ. Το κριτήριο της προσωπικότητας − γενικής συγκρότησης αποτιμάται με 12 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο. Το κριτήριο αυτό αξιολογείται με προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον του συμβουλίου επιλογής, μέσω της οποίας εκτιμώνται η προσωπικότητα, η επαγγελματική ανάπτυξη και οι ικανότητες του υποψήφιου, όπως η αντιληπτική ικανότητα, η ικανότητα επικοινωνίας, η ικανότητα συνεργασίας, η ικανότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και επίλυσης προβλημάτων ιδίως διδακτικών, διοικητικών, οργανωτικών και λειτουργικών, η ικανότητα να δημιουργεί κατάλληλο παιδαγωγικό περιβάλλον και να εμπνέει τους εκπαιδευτικούς στην άσκηση των καθηκόντων τους. Για τη μοριοδότηση της συνέντευξης το αρμόδιο συμβούλιο επιλογής συνεκτιμά και τα στοιχεία που ο υποψήφιος αναφέρει στο βιογραφικό του σημείωμα, τα οποία αποδεικνύονται με παραστατικά και τα οποία δεν έχουν μοριοδοτηθεί. Για την αξιολόγηση χρησιμοποιείται τύπος συνέντευξης με τη χρήση έντυπου υποδείγματος που περιλαμβάνει τα αξιολογούμενα στοιχεία, όπως φυσική παρουσία, επιτεύγματα, ενδοπροσωπικές και διαπροσωπικές ικανότητες, στάσεις, προσαρμοστικότητα. Για τη στάθμιση των στοιχείων του προηγουμένου εδαφίου, κάθε μέλος του συμβουλίου οφείλει να δώσει ξεχωριστή και αιτιολογημένη βαθμολογία. Η τελική βαθμολογία κάθε υποψήφιου είναι ο μέσος όρος των επιμέρους βαθμολογιών κάθε μέλους του συμβουλίου.
6. Η κατάταξη των υποψηφίων στον οικείο πίνακα γίνεται με βάση το άθροισμα των μονάδων, τις οποίες αυτοί συγκεντρώνουν, κατόπιν αποτίμησης των ως άνω κριτηρίων. Το ανώτατο σύνολο των μονάδων για τους
υποψηφίους διευθυντές/ντριες των μονάδων εκπαίδευσης και κατάρτισης του ΟΑΕΔ ανέρχεται σε τριάντα πέντε (35).
7. Η επιλογή των διευθυντικών στελεχών στις μονάδες εκπαίδευσης και κατάρτισης θα πραγματοποιείται από το Α΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ. Κατά την πρώτη φάση εφαρμογής του παρόντος η διαδικασία της επιλογής θα ξεκινήσει ευθύς μετά τη συγκρότηση του Α΄ Υπηρεσιακού Συμβουλίου, με βάση τις διατάξεις του Ν. 4369/2016 (Α΄ 33). Με απόφαση του Διοικητή του ΟΑΕΔ, ορίζεται και ο Γραμματέας του, με τον αναπληρωτή του, που είναι μόνιμος διοικητικός υπάλληλος του ΟΑΕΔ. Σε περίπτωση που μέλος του συμβουλίου επιλογής τυχαίνει να είναι υποψήφιος για οποιαδήποτε από τις προς πλήρωση θέσεις, αυτός δεν συμμετέχει στις συνεδριάσεις του σε καμία φάση της διαδικασίας κρίσης και επιλογής. Στην περίπτωση των αιρετών μελών, αν, κατά τα ανωτέρω, υπάρχει κώλυμα συμμετοχής τόσο του τακτικού όσο και του αναπληρωματικού μέλους, αυτά αναπληρώνονται από τους επόμενους υποψηφίους του ίδιου συνδυασμού στη σειρά εκλογής. Σε περίπτωση που υπάρχει κώλυμα συμμετοχής για τον Πρόεδρο, προεδρεύει ο αναπληρωτής του. Με απόφαση του Διοικητή που αναρτάται στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ, καθορίζεται η διαδικασία της επιλογής των Διευθυντών των μονάδων εκπαίδευσης και κατάρτισης του ΟΑΕΔ και της λειτουργίας του συμβουλίου.
8. Διευθυντής εκπαιδευτικής μονάδας του ΟΑΕΔ, η οποία καταργείται ή συγχωνεύεται, κατόπιν αίτησής του, τοποθετείται για το υπόλοιπο της θητείας του σε κενούμενη θέση αντίστοιχης εκπαιδευτικής μονάδας που κατά τόπον υπάγεται στην ίδια Περιφερειακή Διεύθυνση με εκείνην, στην οποία υπαγόταν η καταργηθείσα ή συγχωνευθείσα εκπαιδευτική μονάδα.
9. Ως Υποδιευθυντές των μονάδων εκπαίδευσης και κατάρτισης του ΟΑΕΔ επιλέγονται εκπαιδευτικοί των κλάδων ΠΕ και ΤΕ. Κριτήρια επιλογής των στελεχών της παρούσας παραγράφου είναι η προσωπικότητα και η γενική συγκρότηση του υποψήφιου. Ειδικότερα, πρώτο καθοριστικό κριτήριο για την επιλογή του υποψήφιου είναι η ικανότητά του να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να επιλύει προβλήματα (διδακτικά, διοικητικά, οργανωτικά, λειτουργικά κ.λπ.), να δημιουργεί κατάλληλο παιδαγωγικό περιβάλλον και να εμπνέει τους εκπαιδευτικούς στην άσκηση των καθηκόντων τους. Δεύτερο καθοριστικό κριτήριο για την επιλογή του υποψήφιου είναι η γνώση του σχετικά με το αντικείμενο του προς άσκηση έργου. Η γνώση του προηγουμένου εδαφίου συνάγεται από: α) την επιστημονική −παιδαγωγική συγκρότηση του υποψηφίου και κυρίως από το επίπεδο των σπουδών του, την ύπαρξη σπουδών ή επιμορφώσεων στην οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης, την πιστοποιημένη γνώση ξένων γλωσσών και Τ.Π.Ε. και β) την υπηρεσιακή κατάσταση και τη διοικητική εμπειρία, όπως προκύπτει από τη συνολική εκπαιδευτική υπηρεσία του υποψηφίου, αλλά και την προϋπηρεσία σε άσκηση διοικητικού έργου. Ο Σύλλογος των Διδασκόντων κάθε σχολικής μονάδας, σε συνεδρίασή του (συνεδρίαση επιλογής), η οποία πραγματοποιείται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων, συντάσσει αιτιολογημένη πρόταση (πρακτικό) επιλογής Υποδιευθυντή της οικείας σχολικής μονάδας, με βάση τα κριτήρια της παρούσας παραγράφου. Στην ως άνω συνεδρίαση επιλογής δεν συμμετέχουν οι υποψήφιοι.
Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στις περιπτώσεις που ορίζονται περισσότεροι του ενός Υποδιευθυντές στην ίδια σχολική μονάδα. Η πρόταση μαζί με το πρακτικό του Συλλόγου Διδασκόντων διαβιβάζονται από τον Διευθυντή της σχολικής μονάδας στο Α΄ Υπηρεσιακό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ, το οποίο, ύστερα από έλεγχο σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων και τη νομιμότητα της διαδικασίας για τη διαμόρφωση της πρότασης, προτείνει στον Διοικητή του ΟΑΕΔ την τοποθέτηση των στελεχών που έχουν επιλεγεί κατά τα ανωτέρω. Αν ο Σύλλογος των Διδασκόντων παραλείψει να υποβάλει την πρόταση του προηγουμένου εδαφίου, η τοποθέτηση γίνεται με απόφαση του Διοικητή του ΟΑΕΔ, ύστερα από πρόταση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου που διαμορφώνεται με βάση τα κριτήρια της παρούσας παραγράφου.
10. Σε περίπτωση που δεν υποβληθούν υποψηφιότητες από εκπαιδευτικούς κλάδων ΠΕ, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο επιλέγει για τη διεύθυνση της εκπαιδευτικής μονάδας, για την οποία δεν υποβλήθηκαν υποψηφιότητες από εκπαιδευτικούς κλάδων ΠΕ, εκπαιδευτικό κλάδου ΤΕ −1 ΠΤ. ΠΑΤΕΣ, με τη διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής που εφαρμόζονται, όσον αφορά την επιλογή από εκπαιδευτικούς Π.Ε.. Η επιλογή και τοποθέτηση των Διευθυντών και Υποδιευθυντών των μονάδων εκπαίδευσης και κατάρτισης του ΟΑΕΔ γίνεται για διετή θητεία, η οποία αρχίζει την 1η Ιουλίου του πρώτου έτους της θητείας και λήγει την 30ή Ιουνίου του δεύτερου έτους της θητείας.»
Η περίπτωση α ́της παρ. 3 του άρθρου 30 του Ν. 3918/2011 (Α ́ 31), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., συγκροτούνται Πρωτοβάθμιες και Δευτεροβάθμιες Υγειονομικές Επιτροπές για την παραπομπή σε αυτές θεμάτων υγειονομικής περίθαλψης, πιστοποίησης νόσου που επιφέρει ανικανότητα για εργασία, χαρακτηρισμό ατυχημάτων ως εργατικών ή μη, καθώς και κρίσης ικανότητας προς εργασία για την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση, με τις οποίες ορίζονται η συγκρότηση, οι αρμοδιότητές τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τη λειτουργία τους. Προκειμένου για κρίση περί χαρακτηρισμού των ατυχημάτων ως εργατικών ή μη στις επιτροπές (Πρωτοβάθμιες και Δευτεροβάθμιες) συμμετέχουν ένας Δικηγόρος από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., καθώς και ένας Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ΠΕ του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, με τον αναπληρωτή του που ορίζονται από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Κατά των αποφάσεων αυτών των Πρωτοβάθμιων Υγειονομικών Επιτροπών χωρεί ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής. Δικαίωμα προσφυγής έχουν οι ασφαλιστικοί φορείς, οι εργοδότες, ο εργαζόμενος και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 19 του ισχύοντος Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α ́ 45).
Η διαδικασία χαρακτηρισμού ατυχημάτων ή παθολογικών επεισοδίων ως εργατικών εφαρμόζεται και στις εκκρεμούσες υποθέσεις που δεν έχουν χαρακτηρισθεί και οι σχηματισθέντες φάκελοι με όλα τα στοιχεία τους διαβιβάζονται από τους ασφαλιστικούς φορείς, οι οποίοι δεν έχουν τη σχετική αρμοδιότητα, στις αναφερόμενες στο παρόν άρθρο υγειονομικές επιτροπές προκειμένου να εισαχθούν κατά προτεραιότητα για χαρακτηρισμό στην Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του παρόντος.»
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται από τις επιμέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως
νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 11 Μαΐου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 12 Μαΐου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ