Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από:
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 178Α_2016 | 372.68 KB |
1. Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για την εφαρμογή της Οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (L 159/28.5.2014).
2. Οι διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος δε θίγουν σχετικές διατάξεις που ορίζουν και κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα της συνδικαλιστικής ελευθερίας και δράσης των εργαζομένων, τη διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης, καθώς και το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όπως εκάστοτε ισχύουν.
αρμόδια αρχή, αιτούσα αρχή, αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα
1. Ο εργοδότης του αποσπασμένου εργαζόμενου διασφαλίζει τα δικαιώματα του τελευταίου, που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτού και του αποσπασμένου.
2. Οι κατά τόπο αρμόδιες υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. εξετάζουν κάθε καταγγελία και αίτημα που υποβάλλεται από τους αποσπασμένους εργαζόμενους αναφορικά με την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 4 του Π.Δ. 219/2000 και της παρ. 7 του παρόντος άρθρου, τόσο κατά τη διάρκεια της απόσπασης, όσο και μετά τη λήξη της και λαμβάνουν τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία μέτρα.
3. Η διαδικασία επίλυσης των εργατικών διαφορών εφαρμόζεται και στην περίπτωση των αποσπασμένων εργαζομένων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της παρ. 2 (ιβ’) και (ιγ’) του άρθρου 2 και του άρθρου 3 (Β) του Ν. 3996/2011 (Α’ 170), όπως ισχύουν.
4. Ομοίως, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι ζημιώθηκε από τη μη τήρηση των σχετικών διατάξεων του Π.Δ. 219/2000 και του παρόντος, ακόμη και αν έχει λυθεί ή λήξει η σχέση εργασίας, έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών.
5. Οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και άλλοι τρίτοι, όπως ενώσεις, οργανώσεις και άλλα νομικά πρόσωπα, που δικαιολογούν σχετικό έννομο συμφέρον, μπορούν, να κινήσουν εξ ονόματος ή προς υποστήριξη των αποσπασμένων εργαζόμενων ή των εργοδοτών τους και με τη συναίνεσή τους, κάθε διοικητική ή δικαστική διαδικασία για την εφαρμογή του Π.Δ. 219/2000 και του παρόντος.
6. Τα κατά τα ανωτέρω δικαιώματα ή οποιαδήποτε άλλη νόμιμη ενέργεια, μπορούν να ασκηθούν ακόμη και μετά τη λήξη ή λύση της σχέσης εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας προέκυψε η εργατική διαφορά, με την επιφύλαξη των ισχυουσών διατάξεων περί παραγραφής και περί προθεσμιών διοικητικής και δικαστικής προσφυγής, καθώς και περί εκπροσώπησης εργαζομένων και εργοδοτών.
7. Απαγορεύεται οποιαδήποτε δυσμενής μεταχείριση του αποσπασμένου εργαζόμενου από τον εργοδότη, λόγω της άσκησης των ανωτέρω δικαιωμάτων από τον εργαζόμενο.
1. Ο εργολάβος, ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση υπεργολαβίας με τον εργοδότη – πάροχο των υπηρεσιών (υπεργολάβο), σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Π.Δ. 219/2000 , ευθύνεται έναντι του αποσπασμένου εργαζόμενου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον υπεργολάβο για τη μη καταβολή των προβλεπόμενων, από το άρθρο 4 του Π.Δ. 219/2000, αποδοχών ή των εισφορών σε κοινά ταμεία ή όργανα των κοινωνικών εταίρων, εκτός εάν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια ως προς την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεών του. Την ανωτέρω ευθύνη φέρουν και όλοι οι ενδιάμεσοι υπεργολάβοι.
2. Η ευθύνη αυτή περιορίζεται στα δικαιώματα των εργαζομένων που απορρέουν από τη συμβατική σχέση μεταξύ του εργολάβου και του υπεργολάβου.