Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 1525Β_1973 | 617.14 KB |
α) Το άρθρον 2 του Α. Ν. 1672/1951 «περί τροποποιήσεως και συµπληρώσεως των διατάξεων του Νόµου 1468/1950 περί ιδρύσεως ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού κ.λπ. κυρωθέντων δια του Ν. 2033/1952.
β) Την υπ’ αριθ. 8342/14-12-1972 απόφασιν του Υπουργού Εθνικής Οικονοµίας «περί µεταβιβάσεως αρµοδιοτήτων εις τους Υφυπουργόν, Γενικόν Γραµµατέα και τους Αναπληρωτάς Γενικούς Γραµµατείς του Υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας (Φ.Ε.Κ. 1124/Β/27-12-72).
γ) Την υπ’ αριθ. 2.3/ΦΤΕ-304 Β/54192/31-7-73 αίτησιν της ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού αναφεροµένην εις το θέµα της τροποποιήσεως και συµπληρώσεως του εν λόγω Κανονισµού, αποφασίζοµεν:
2. Εγκρίνοµεν την υπό της ∆ηµοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισµού προτεινοµένην τροποποίησιν και συµπλήρωσιν του Κανονισµού Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων (Φ.Ε.Κ./Β/59/11-4-55), έχουσαν ούτω:
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ 1955.
3. Εις την παράγραφον 6 του Άρθρου 1 προστίθεται εδάφιον έχον ούτω:
Ωσαύτως δέον, όπως διατίθεται ο κατάλληλος, κατά τας υποδείξεις του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενεργείας, χώρος δια εγκατάστασιν των οργάνων µετρήσεως της παρεχοµένης Ηλεκτρικής Ενεργείας και ζεύξεως της εσωτερικής ηλεκτρικής εγκαταστάσεως προς την παροχέτευσιν.
4. Τα εδάφια (α), (β) και (γ) της παραγράφου 2 του Άρθρου 8 τροποποιούνται ως εξής:
α) Το δια του ανθρωπίνου σώµατος δυνάµενον να διέλθη ρεύµα, συνεχές ή εναλλασσόµενον συχνότητος µικροτέρας ή ίσης προς 60 ΗΖ, να µη υπερβαίνει τα 0,5 µιλιαµπέρ.
β) Η τάσις επαφής να µη δύναται να υπερβή τα 50 V.
γ) Τάσις επαφής µεγαλυτέρα των 50 βόλτ να µη δύναται να διατηρηθή πέραν των πέντε (5) δευτερολέπτων.
5. Το άρθρον 10 αντικαθίσταται ως κάτωθι:
1. Ίνα πληρούνται αι απαιτήσεις του Άρθρου 8, εις όσας περιπτώσεις υφίσταται κίνδυνος συµφώνως προς την παράγρ. 3 του Άρθρου 9, δύναται γενικώς να ληφθούν τα κάτωθι µέτρα προστασίας:
α) Χρήσις υλικών, εξαρτηµάτων, συσκευών και µηχανηµάτων µετά διπλής µονώσεως ή πρόβλεψις σταθεράς µεµονωµένης θέσεως προς περιορισµόν του διερχοµένου ρεύµατος δια του ανθρωπίνου σώµατος εις επαρκώς µικράν τιµήν.
β) Άµεσος γείωσις ή Ουδετέρωσις προς περιορισµόν της τάσεως επαφής εις επαρκώς µικράν τιµήν.
γ) Άµεσος γείωσις ή Ουδετέρωσις ή γείωσις µέσω ∆ιακόπτου διαφυγής, προς περιορισµόν της διαρκείας της απαραδέκτου τάσεως επαφής.
δ) Εις ωρισµένα τµήµατα της εγκαταστάσεως, εφαρµογή της προστασίας δια καταλλήλου ηλεκτρικής αποµονώσεως, προς περιορισµόν του ρεύµατος του διερχοµένου δια του ανθρωπίνου σώµατος.
ε) Τα δυνάµενα να ευρεθούν υπό τάσιν, λόγω βλάβης της µονώσεως, µεταλλικά στοιχεία να καταστούν απρόσιτα δια καταλλήλου τοποθετήσεως περιφράξεως ή επενδύσεως αυτών.
2. ∆ια την επιλογήν της εφαρµοζοµένης µεθόδου προστασίας εις τα δίκτυα ηλεκτρικής ενεργείας, αποφασίζει ο ∆ιανοµεύς, εκτός των ειδικών περιπτώσεων δια τας οποίας οι Κανονισµοί απαιτούν µίαν προσδιωρισµένην µέθοδον προστασίας. Ο κατασκευαστής της εγκαταστάσεως δέον όπως προσαρµόζη την εφαρµοσθησοµένην µέθοδον προστασίας προς την του δικτύου ηλεκτρικής ενεργείας εκ του οποίου θα τροφοδοτηθή η εγκατάστασις.
3. Η λήψις των εις 1 ανωτέρω αναφεροµένων µέτρων προστασίας, ουδόλως απαλλάσσει τον κατασκευαστήν της εσωτερικής ηλεκτρικής εγκαταστάσεως της υποχρεώσεως όπως πραγµατοποιήση αυτήν κατά τρόπον επιµελή και καθ’ όλα σύµφωνον προς τας διατάξεις του παρόντος Κανονισµού και τους κανόνας της τέχνης. Η λήψις οιουδήποτε προσθέτου µέσου προστασίας εν τη εσωτερκιή εγκαταστάσει, εν ουδεµιά περιπτώσει δύναται να θεωρηθή ότι υποκαθιστά την απαίτησιν της καλής κατά τα ανωτέρω και επιµεληµένης κατασκευής της εγκαταστάσεως.
6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:
2. Παν γειωτέον στοιχείον δέον όπως περιλαµβάνη κατάλληλον ακροδέκτην γειώσεως µέσω του οποίου, δι’ ιδιαιτέρου αγωγού, θα συνδεθή τούτο προς την γείωσιν εκτός εάν εκ της κατασκευής του γειωτέου στοιχείου η τοιαύτη σύνδεσις εξασφαλίζεται κατ’ άλλον επαρκή τρόπον, µη δυναµένη να διακοπή µε την πάροδον του χρόνου. Τα µεταλλικά τµήµατα του γειωτέου στοιχείου δεν επιτρέπεται να αποτελούν τµήµα του αγωγού γειώσεως ενός ετέρου γειωτέου στοιχείου.
7. Το άρθρον 18 αντικαθίσταται ως εξής:
1. Το µεταλλικόν περίβληµα των αγωγών δέον όπως γειούται, εφ’ όσον απαιτήται κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 9. Η τοιαύτη γείωσις δεν απαιτείται εις περίπτωσις χρησιµοποιήσεως ωπλισµένων µεταλλικών σωλήνων µετά καταλλήλου µονώσεως, αρµοδίως εγκεκριµένην προς τούτου, καθ’ όσον η µόνωσις των σωλήνων αφ’ ενός και η µόνωσις των αγωγών αφ’ ετέρου συνιστούν διπλήν µόνωσιν. Το αυτό ισχύει και προκειµένου περί των µεταλλικών περιβληµά΄των καλωδίων εφ’ όσον, ως εκ της κατακσευής αυτών, εξασφαλίζεται η διπλή µόνωσις.
2. Το µεταλλικόν περίβληµα των αγωγών δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιηθή ως τµήµα του αγωγού γειώσεως..
3. Το µεταλλικόν περίβληµα των µη σταθερών τροφοδοτικών γραµµών δέον όπως συνδέεται προς τον αγωγόν γειώσεως εις αµφότερα τα άκρα αυτού.
Α. Γενικά
1. Προκειµένου να επιλεγή η, κατά τα Άρθρον 10 δια γειώσεως, προστασία, αποβλέπουσα εις την αποφυγήν ή περιορισµόν των επικινδύνων τάσεων, αίτινες δύνανται να εµφανισθούν επί του σώµατος των µηχανηµάτων, των µεταλλικών περιβληµάτων των αγωγών κλπ., κατά τας υπό των άρθρων 17 και 18 προβλεποµένας περιπτώσεις, αι κάτωθι µέθοδοι γειώσεως δύνανται να εφαρµοσθούν :
α) Η ουδετέρωσις, τουτέστιν η αγώγιµος σύνδεσις των γειωτέων σωµάτων προς τον ουδέτερον αγωγόν ή έτερον γειωµένον αγωγόν φάσεως του δικτύου.
β) Η Άµεσος γείωσις, τουτέστιν η αγώγιµος σύνδεσις των γειωτέων σωµάτων προς γραµµήν γειώσεως απολήγουσαν εις ηλεκτρόδιον γειώσεως.
γ) Η προστασία δια ∆ιακόπτου διαφυγής, δια του οποίου επιτυγχάνεται αυτοµάτως η αποµόνωσις του βλαβέντος τµήµατος της εγκαταστάσεως, ευθύς ως ήθελε προκύψει επικίνδυνος τάσις µεταξύ των προσταστευοµένων σωµάτων και της γης, έστω και εάν η αντίστασις γειώσεως των ηλεκτροδίων γειώσεως είναι σχετικώς µεγάλη. (Βλέπε Παράρτηµα ΙΙ, δια τον τρόπον επιτελέσεως της προστασίας µέσω διακόπτου διαφυγής).
2. Κατά την εφαρµογήν των ως άνω εις 1 µεθόδων α), β) και γ) πρέπει πάντοτε αποβλέπωµεν εις την εξασφάλισιν της αυτοµάτου αποζεύξεως του τµήµατος της εγκαταστάσεως εις το οποίον ήθελε παρουσιασθή βλάβη της µονώσεως. Η τοιαύτη απόζευξις δέον ανυπερθέτως να συντελήται το πολύ εντός πέντε (5) δευτερολέπτων, αφ’ ότου η τάσις µεταξύ του περιβλήµατος του βλαβέντος τµήµατος και της γης ήθελε διατηρηθή υπέρ τα 50 βόλτ.
3. Κατ’ εξαίρεσιν είναι δυνατόν να επιτραπή, εις εγκαταστάσεις τηλεφωνικών κέντρων ή αυτοµάτων σταθµών συνδροµητών του Οργανισµού Τηλεπικοινωνιών, όπως ωρισµέναι συσκευαί ισχυρών ρευµάτων απαλλάσσωνται της συνδέσεως προς τον ουδετέρον, έστω και εάν εις την εγκατάστασιν εφαρµόζεται η ουδετέρωσις, κατόπιν ειδικής εξετάσεως και µετά σύµφωνον γνώµην του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενεργείας. Η τοιαύτη εξαίρεσις αποσκοπεί εις την αποφυγήν δηµιουργίας παρασίτων, γίνεται δε δεκτή λόγω της υπό ειδικευµένου προσωπικού επιτηρήσεως των ως άνω εγκαταστάσεων.
4. Εκ των µεθόδων προστασίας των προβλεποµένων υπό του παρόντος άρθρου µόνον αι µέθοδοι της αµέσου γειώσεως ή της ουδετερώσεως δύνανται να καθιερωθούν ως γενικά µέσα προστασίας των καταναλωτών ηλεκτρικής ενεργείας. Αρµόδιος δια την εκλογήν της εκάστοστε ακολουθητέας µεθόδου, εκ των ως άνω δύο γενικών µεθόδων, δια την προστασίαν των τροφοδοτουµένων κατανωλωτών είναι ο διανοµεύς της Ηλεκτρικής Ενεργείας.
Εις περιοχάς στερουµένας µεταλλικού δικτύου υδρεύσεως ηλεκτρικώς συνεχούς και καταλλήλου δια την επ’ αυτού εκτέλεσιν αποτελεσµατικών αµέσων γειώσεων υπό την έννοιαν της παραγρ. 2, δέον όπως επιδιώκεται η εφαρµογή της ουδετερώσεως, ως γενικού µέσου προστασίας, του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενεργείας υποχρεουµένου όπως παράσχη ουδέτερον αγωγόν κατάλληλον προς τούτο, εν τη εννοία των σχετικών άρθρων των παρόντων Κανονισµών. Γενικώς εις ηλεκτρικά δίκτυα διαθέτοντα αµέσως γειωµένον ουδέτερον αγωγόν, συνιστάται η κατά το δυνατόν εφαρµογή της ουδετερώσεως.
5. Εάν εις την περιοχήν της εγκαταστάσεως δεν εφαρµόζεται υπό του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενεργείας η ουδετέρωσις και εκ καταλλήλου εξετάσεως, ήθελε προκύψει ότι η άµεσος γείωσις, δεν παρέχει επαρκή προστασίαν ή και ότι η επίτευξις γειώσεων επαρκώς µικράς αντιστάσεως θα συνεπήγετο δυσαναλόγως µεγάλας δαπάνας, δύναται µετά σύµφωνον γνώµην του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενεργείας, να γίνη χρήσις της προστασίας µέσω ∆ιακόπτου διαφυγής (τάσεως ή εντάσεως), ήτις παρουσιάζει το πλεονέκτηµα της αµέσου αποζεύξεως της συσκευής εάν η τάσις υπερβή τα 50 βόλτ έστω και αν η τιµή της αντιστάσεως της βοηθητικής γειώσεως είναι υψηλή.
Εν τη περιπτώσει χρησιµοποιήσεως ∆ιακοπτών διαφυγής τάσεως, δέον βεβαίως να ληφθή µέριµνα, όπως το ηλεκτρόδιον, όπερ χρησιµοποιείται ως βοηθητική γη, µη ευρίσκηται εν µεταλλική συνδέσει (εξαιρέσει της µέσω του διακόπτου διαφυγής) προς την αποζευκτέαν συσκευήν ή εγκαταστάσιν. Αφ’ ετέρου, εις την περίπτωσιν ταύτην, η χρήσις του ουδετέρου του δικτύουως βοηθητικής γης απαγορεύεται, έστω και αν η γείωσις αυτού είναι αρίστη.
Τα διάφορα όργανα της γειώσεως µέσω διακόπτου διαφυγής δέον να ρυθµίζωνται εις τρόπον, ώστε η απόζευξις να λαµβάνη χώραν δι’ όσον το δυνατόν µικροτέραν τάσιν έναντι της γης, οπωσδήποτε δε µη υπερβαίνουσαν τα 50 βόλτ.
Οδηγίαι εκτελέσεως της γειώσεως µέσω διακόπτου διαφυγής δίδονται εις το Παράρτηµα ΙΙ.
6. Η σύγχρονος εφαρµογή των δύο γενικών µεθόδων γειώσεως (άµεσος γείωσις και ουδετέρωσις) εις την αυτήν εσωτερικήν εγκατάστασιν ή το αυτό δίκτυον χαµηλής τάσεως διανοµής γενικώς απαγορεύεται.
Εν τούτοις η συνύπαρξις των δύο γενικών µεθόδων γειώσεως εις την περιοχήν του αυτού δικτύου Χαµηλής Τάσεως επιτρέπεται εφ’ όσον η συνολική αντίστασις γειώσεως του ουδετέρου του δικτύου δεν υπερβαίνεη το έν (1) ΩΜ, ο δε ουδέτερος του δικτύου συνδέεται προς το δίκτυον υδρεύσεως εις όσον το δυνατόν περισσότερα σηµεία, απαραιτήτως δε προς τους µεταλλικούς αγωγούς των παροχών υδρεύσεως εκάστης των εγκατασάεων εις τας οποίας εφαρµόζεται η ουδετέρωσις.
Η συνύπαρξις των δύο γενικών µεθόδων γειώσεως εις την περιοχήν δικτύου τινος Χαµηλής Τάσεως δέον όπως περιορίζεται εις το αναγκαίον χρονικόν διάστηµα, δια την προοδευτικήν µετατροπήν της εφαρµοζοµένης µεθόδου γειώσεως όλων των εγκαταστάσεων, αι οποίαι τροφοδοτούνται εκ του υπ’ όψιν δικτύου.Κατά το µεταβατικόν στάδιον δια την µετατροπήν της µεθόδου γειώσεως των εγκαταστάσεων, αι οποίαι τροφοδοτούνται εκ τινος δικτύου, από της αµέσου γειώσεως ει την ουδετέρωσιν, δέον όπως κατά προτεραιότητα εφαρµόζεται η ουδετέρωσις εις τους µεγαλυτέρας ισχύος καταναλωτάς.
7. Η χρήσις διακόπτου διαφυγής εις τινα εγκατάστασιν ευρισκοµένην εις περιοχήν δικτύου εις την οποίαν εφαρµόζεται ως γενική µέθοδος η άµεσος γείωσις είναι πάντοτε επιτρεπτή. Εάν όµως υπό του ∆ιανοµέως έχη καθορισθή ότι το δίκτυον αυτού είναι κατάλληλον δια την εφαρµογήν της ουδετερώσεως, ο αγωγός γειώσεως των µεταλλικών µερών δέον όπως συνδέηται µε τον ουδέτερον, εάν πρόκειται να εγκατασθή ∆ιακόπτης διαφυγής εντάσεως, εις ιδιαίτερον δε ηλεκτρόδιον, (ανεξάρτητον των σωληνώσεων υδρεύσεως), εάν πρόκειται να εγκατασταθή ∆ιακόπτης διαφυγής τάσεως. (Ίδετε και Παράρτηµα ΙΙ).
Β. Ουδετέρωσις (Γείωσις επί του ουδετέρου).
1. Προκειµένου να εφαρµοσθή η ουδετέρωσις ως µέθοδος προστασίας έναντι τάσεων επαφής εις τινα εγκατάστασιν, δέον όπως το δίκτυον διανοµής χαµηλής τάσεως εκ του οποίου τροφοδοτείται (ήτοι από του υποσταθµού διανοµής και εντεύθεν) ως και η εσωτερική ηλεκτρική εγκατάστασις πληρούν τας κάτωθι συνθήκας.
Συνθήκη 1.
∆ια στερεόν βραχυκύκλωµα εις οιονδήποτε σηµείον µεταξύ φάσεως και ουδετέρου δέον όπως προκαλήται διακοπή της τροφοδοτήσεως εντός πέντε (5) το πολύ δευτερολέπτων. Εις εγκαταστάσεις προστατευοµένας δι’ ασφαλειών η απαίτησις αύτη θα θεωρήται ότι πληρούται, εάν η έντασις του µεταξύ φάσεως και ουδετέρου στερεού βραχυκυκλώµατος είναι ανωτέρα του τριπλασίου της ονοµαστικής εντάσεως της αµέσως προτεταγµένης ασφαλείας.
Συνθήκη 2.
Η αγωγιµότης και η µηχανική αντοχή του ουδετέρου δέον όπως είναι τουλάχιστον ίσαι προς εκείνας των αγωγών φάσεως τόσον ει το εξωτερικόιν δίκτυον όσον και εις την εσωτερικήν εγκατάστασιν.
Εξαίρεσις επιτρέπεται συµφώνως προς τον επόµενον πίνακα.
Συνθήκη 3.
Ο ουδέτερος αγωγός γειούται:
α) Παρά τον υποσταθµόν διανοµής. Εις την αυτήν γείωσιν συνδέονται και τα µεταλλικά περιβλήµατα των υπογείων καλωδίων των αναχωρήσεων χαµηλής τάσεως, εφ’ όσον υπάρχουν.
β) Προκειµένου περί εναερίων δικτύων, εις τα τέρµατα των κυρίων γραµµών και των διακλαδώσεων, οπωσδήποτε δε ανά 300 µ. κατ’ ελάχιστον. Πρόσθετοι γειώσεις του ουδετέρου, κατά το δυνατόν οµοιοµόρφως κατανεµηµέναι κατά µήκος του δικτύου, δέον όπως εγκαθίστανται, εφ’ όσον τούτο απαιτήται δια την µείωσιν της συνολικής αντιστάσεως γειώσεως.
γ) Τόσον προκειµένου περί εναερίων δικτύων όσον και προκειµένου περί υπογείων δικτύων ο ουδέτερος αγωγός δέον να γειούται εις εκάστην παροχέτευσιν εγγύτατα της εισαγωγής εις την οικοδοµήν και δη προ της πρώτης απαντωµένης διατάξεως αποζεύξεως της εγκαταστάσεως εκ της εισαγωγής της παροχετεύσεως.
Η τοιαύτη γείωσις δέον να εκτελήται δια συνδέσεως του ουδετέρου προς εγκατασταθησόµενον τεχνητόν ηλεκτρόδιον γειώσεως, το οποίον θα αποτελήται εκ γαλβανισµένου σιδηροσωλήνος διαµέτρου 25,4 χιλ. (1 ίντσα) και µήκους 2,5 µέτρων, είτε επι ετέρου ισοδυνάµου ηλεκτροδίου (Άρθρον 27). Τοιούτον ηλεκτρόδιον δυνατόν να αποτελέση και τµήµα µεταλλικού δικτύου υδρεύσεως, εφ’ όσν είναι ισοδύναµον προς το ως άνω ηλεκτρόδιο.
Εφ’ όσον, λόγω ανεπαρκείας του δικτύου υδρεύσεως εγκαθίσταται έτερον τεχνητόν ηλεκτρόδιον, τούτο δέον όπως συνδέηται µε το δίκτυον υδρεύσεως. Επί πλέον συνιστάται η σύνδεσις προς την γραµµήν γειώσως του ουδετέρου απάντων των καλώς φυσικώς γειωµένων µεταλλικών αντικειµένων εις την περιοχήν της εγκαταστάσεως ως π.χ. είναι ο σιδηρούς οπλισµός της οικοδοµής, αι µεταλλικαί σωληνώσεις και τα τυχόν υπάρχοντα δάπεδα ή µεταλλικαί βάσεις.
Επεξήγησις: Ηεπίτευξις χαµηλής αντιστάσεως γειώσεως εις την παροχήν εκάστης οικοδοµής, έχει ιδιαιτέραν σηµασίαν δια την αποτελεσµατικήν προστασίαν των ατόµων έναντι τάσεων επαφής των ευρισκοµένων εντός της οικοδοµής. Τοιαύτη γείωσις δύναται να επιτευχθή ευχερώς κατά την ανέγερσιν της οικοδοµής δια της εγκαταστάσεως γειώσεως εντός των θεµελίων της οικοδοµής («θεµελιακή γείωσις»), προς την οποίαν και θα πρέπει να συνδέωνται και άπαντα τα καλώς φυσικώς γειωµένα στοιχεία της οικοδοµής ώστε να επιτυγχάνεται δι’ αυτής η δηµιουργία ισοδυναµικών επιφανειακών εις το σύνολον της οικοδοµής.
(Κατασκευαστικαί λεπτοµέρειαι δια τας «θεµελιακάς γειώσεις» παρέχονται εις το Παράρτηµα VI).
Συνθήκη 4.
Η συνολική αντίστασις γειώσεως του ουδετέρου (περιλαµβανοµένων και των γειώσεων παρ’ εκάστω καταναλωτή) δέον όπως έχη τιµήν µη υπερβαίνουσαν εν ουδεµιά περιπτώσει τα δέκα (10) Ωµ.
Εάν η συνολική αντίστασις γειώσεως του ουδετέρου είναι ανωτέρα του ενός (1) Ωµ, εις τον Υ/Σ διανοµής δέον όπως κατασκευάζηται ανεξαρτήτως γείωσις των µεταλλικών µερών αυτού (των δυναµένων να ευρεθούν υπό τάσιν λόγω βλάβης της µονώσεως) και του ουδετέρου χαµηλής τάσεως. Ειδικώς προκειµένου περί εναερίων υποσταθµών διανοµής επί ξυλίνων στύλων, εις τους οποίους γενικώς η υπερπήδησις Μέσης προς Χαµηλήν τάσιν προ των µέσων προστασίας της πλευράς Μέσης τάσεως, είναι πρακτικώς αδύνατος, αρκεί, δια την διατήρησιν κοινής συνδέσεως των γειώσεων µεταλλικών µερών και ουδετέρου, συνολική αντίστασις γειώσεως του ουδετέρου δύο (2) Ωµ.
Η γείωσις των µεταλλικών µερών του υποσταθµού, όταν απαιτούνται κατά τα ανωτέρω χωρισταί γειώσεις, δέον όπως έχη τιµήν µη υπερβαίνουσαν τα τεσσαράκοντα (40) Ωµ.
Προκειµένου περί υποσταθµών διανοµής, εις τους οποίους συνδέονται υπόγεια καλώδια µέσης ή και χαµηλής τάσεως µετά µεταλλικού µανδύου συνολικού µήκους άνω των 1200 µ.,
είναι επιτρεπτή η κοινή σύνδεσις µεταλλικών µερών και ουδετέρου χαµηλής τάσεως, καθ’ όσον η ως άνων απαίτησις της συνολικής αντιστάσεως γειώσεως του ουδετέρου χαµηλής τάσεως κάτω του ενός (1) Ωµ θεωρήται ως εξησφαλισµένη.
Το µεταλλικόν περίβληµα των καλωδίων χαµηλής τάσεως του δικτύουδόεν όπως συνέδητα ιπρος τον ουδέτερον αφ’ ενός µέν παρ΄τον υποσταθµόν διανοµής, αφ’ ετέρου δε, προκειµε΄νου περί υπογείων παροχετεύσεωςν, ακι παρ’ εκάσστω καταναλωτή.
Το µεταλλικόν περίβληµα (εφ’ όσον υφίσταται) τµηµάτων υπογείων καλωδίων παρεµβαλλοµένων εις εναέριον δίκτυον χαµηλής τάσεως δέον όπως συνδέηται προς τον ουδέτερον, εις αµφότερα τα άκρα αυτού.
Επεξήγησις 1η. Η συνολική αντίστασις γειώσεως του ουδετέρου νοείται µετρουµένη εις τον υποσταθµόν διανοµής.
Επεξήησις 2α. Αι γειώσεις θεωρούνται ανεξάρτητοι µεταξύ των, όταν ευρίσκωνται εις επαρκή απόστασιν ώστε το πεδίον ροής της µιας να µηδενίζηται πρακτικώς εις την θέσιν της άλλης (Άρθρον 26). ∆εδοµένου όµως ότι η επίτευξις και ιδίως η διατήρησις της ανεξαρτησίας των γειώσεων είναι συχνάκις δυσχερής, συνιστάται όπως επιδιώκηται η επίτευξις επαρκώς κατά τα ανωτέρω χαµηλής αντιστάσεως γειώσεως ώστε να πραγµατοποιήται η κοινή γείωσις µεταλλικών µερών και ουδετέρου.
Τοιαύται χαµηλαί τιµάι της αντιστάσεως γειώσεως δυνατόν να επιτυγχάνωνται σχετικώς ευχερώς, προκειµένου περί υποσταθµών κλειστού χώρου, δια της κατασκευής θεµελιακής γειώσεως.
Συνθήκη 5.
Ο ουδέτερος αγωγός δέον όπως µη περιλαµβάνη ασφαλείας ή διακόπτας (αυτοµάτους ή µη). Ιδιαιτέρα προσοχή δέον όπως δίδηται εις την εξασφάλισιν της συνεχείας του ουδετέρου αγωγού, ιδία εις τα σηµεία συνδέσεως αυτού δια της λήψεως των κατά περίπτωσιν ενδεκνυοµένων µέτρων.
Εντός των εγκαταστάσεων και εις σηµεία πέραν της συνδέσεως του ουδετέρου µε τον αγωγόν γειώσεως είναι επιτρεπτή η, εις ειδικάς περιπτώσεις, διακοπή του ουδετέρου, υπό τας προϋποθέσεις των Άρθρων 43 και 44.
Γ΄ Άµεσος γείωσις.
Ίνα δια της αµέσου γειώσεως εξασφαλίζεται επαρκής προστασία έναντι τάσεων επαφής, κατά την παράγραφον 2 του παρόντος Άρθρου 19, δέον όπως η τιµή της αντιστάσεως γειώσεως R µη υπερβαίνη την τιµήν:
όπως 1 η έντασις ρεύµατος η προκαλούσα αυτόµατον διακοπήν του κυκλώµατος εντός πέντε (5) δευτερολέπτων.
Η δια την πλήρωσιν της ανωτέρω συνθήκης απαιτουµένη συνήθως λίαν χαµηλή αντίστασις γειώσεως δύναται γενικώς να επιτευχθή δια της συνδέσεως προς εκτεταµένον µεταλλικόν δίκτυον υδρεύσεως.
9. Το Άρθρον 20 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρον 20.
Τρόπος επιτελέσεως της γειώσεως.
Η επιτέλεσις της γειώσεως των γειωτέων µεταλλικών µερών των συσκευών των Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων επιτυγχάνεται ως ακολούθως:
1. Προκειµένου περί νέων εγκαταστάσεων, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται να εφαρµοσθή εις αυτάς η Άµεσος γείωσις ή η Ουδετέρωσις, η γείωσις των µεταλλικών µερών των συσκευών πραγµατοποιείται µέσω ιδιαιτέρου αγωγού γειώσεως οδεύοντος οµού µετά των ρευµατοφόρων αγωγών αρχοµένου από του µετρητού του ∆ιανοµέως και καταλήγοντος εις τους ακροδέκτας γειώσεως των γειωτέων συσκευών ή τας επαφάς γειώσεως των ρευµατοδοτών.
Ο ιδιαίτερος ούτος αγωγός γειώσεως συνδέεται παρά τον µετρητήν προς το ηλεκτρόδιον γειώσεως της εγκαταστάσεως, ήτοι κατά προτίµησιν εις τους µεταλλικούς σωλήνας του δικτύου υδρεύσεως της εγκαταστάσεως, εφ’ όσον υπάρχη, ή εις ιδιαίτερον ηλεκτρόδιον γειώσεως κατά το Άρθρον 19. Εάν εις την περιοχήν της εγκαταστάσεως εφαρµόζεται η ουδετέρωσις, ο αγωγός γειώσεως συνδέεται, παρά τον µετρητήν, υπό του ∆ιανοµέως, εις τον ουδέτερον του δικτύου και µε τον οπλισµόν του καλωδίου παροχής, εφ’ όσον το χρησιµοποιούµενον υπό του ∆ιανοµέως καλώδιον προσφέρει προς τούτο. Εάν εις την περιοχήν της εγκαταστάσεως εφαρµόζεται η άµεσος γείωσις, η σύνδεσις προς τον ουδέτερον δεν πραγµατοποιείται.
Ειδικώς προκειµένου περί βιοµηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων µε εκτεταµένον εσωτερικόν δίκτυον διανοµής, η σύνδεσις του ουδετέρου µετά του αγωγού γειώσεως δυνατόν να πραγµατοποιήται ουχί παρά τον µετρητή, αλλά εις τον γενικόν πίνακα ή και τους µερικούς πίνακας διανοµής της εγκαταστάσεως, ένθα όµως εις εκάστην θέσιν συνδέσεως του ουδετέρου µε τον αγωγήν γειώσεως, δέον όπως πραγµατοποιήται και ιδιαίτερα γείωσις.
Εντός της εσωτερικής εγκαταστάσεως, επί πλέον της συνδέσεως του αγωγού γειώσεως προς τας σωληνώσεις της υδρεύσεως, η οποία πραγµατοποιείται δια των ισοδυναµικών συνδέσεων, όταν υπάρχη ηλεκτρικός θερµοσίφων, δέον όπως εκτελήται και τουλάχιστον µία εισέτι σύνδεσις του αγωγού γειώσεως προς τας σωληνώσεις υδρεύσεως (κατά προτίµησιν εντός του µαγειρίου όπου και είναι γενικώς ευχερεστέρα).
Επί πλέον δέον όπως επιδιώκηται η σύνδεσις προς τον αγωγόν γειώσεως παντός καλώς φυσικώς γειωµένου µεταλλικού στοιχείου της οικοδοµής και δη των πάσης φύσεως σωληνώσεων.
Ετέρα σύνδεσις του ουδετέρου µετά του αγωγού γειώσεως εντός της εγκαταστάσεως, πλην της πραγµατοποιουµένης εις την είσοδον της παροχετεύσως (ή τους πίνακας διανοµής των εγκαταστάσεων µε εκτεταµένον δίκτυον διανοµής) δεν επιτρέπεται.
2. Προκειµένου περί νέων εγκαταστάσεων η ως ανωτέρω εις 1 καθοριζοµένη, κοινή εγκατάστασις του αγωγού γειώσεως µετά των τροφοδοτικών αγωγών, επιτρέπεται να µη εφαρµόζεται εις ειδικάς περιπτώσεις βιοµηχανικών ή παρεµφερών εγκαταστάσεων. Εις τας περιπτώσεις αυτάς, ανεξαρτήτως του εάν εφαρµόζεται η Άµεσος γείωσις ή η Ουδετέρωσις ή ετέρα ειδική µέθοδος προστασίας, συνιστάται η εγκατάστασις των αγωγών γειώσεως κατά τοιούτον τρόπον ώστε να αποτελούν ισοδυναµικόν πλέγµα το οποίον και θα πρέπει να µελετάται ώστε να εξασφαλίζη την µη ανάπτυξιν επικινδύνων τάσεων επαφής.
3. Εις υφισταµένας εγκαταστάσεις εις τας οποίας εφαρµόζεται η Άµεσος γείωσις ή η προστασία δια ∆ιακόπτου διαφυγής εντάσεως επιτρέπεται η γείωσις των µεταλλικών περιβληµάτων των συσκευών δια συνδέσεως των ακροδεκτών γειώσεως αυτών ή των επαφών γειώσεως των ρευµατοδοτών προς τας υδροσωληνώσεις του κτιρίου, υπό τας προϋποθέσεις των Άρθρων 24 και 26 και των εκτιθεµένων εις το Άρθρον 19.
4. Εις υφισταµένας οικιακάς ή και παροµοίας ηλεκτρικάς εγκαταστάσεις µικράς ισχύος, εις τας οποίας εφαρµόζεται η Άµεσος Γείωσις και προκειµένου αύται να µετατραπούν ώστε να εφαρµοσθή εις αυτάς η Ουδετέρωσις επιτρέπεται όπως ως αγωγός γειώσεως χρησιµοποιήται το εσωτερικόν δίκτυον υδρεύσεως της οικοδοµής υπό τας προϋποθέσεις των ΄Αρθρων 21 και 24, συνιστάται όµως, όπου τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, η εγκατάστασις ιδιαιτέρου αγωγού γειώσεως.
10. Το άρθρον 21 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρον 21.
∆ιατοµή και εγκατάστασις του Αγωγού Γειώσεως.
1. Προκειµένου περί νέων εγκαταστάσεων, εις τας οποίας η γείωσις επιτελείται ως εις την παράγρ. 1 του Άρθρου 20, ο αγωγός γειώσεως δέον να είναι µεµονωµένος ως οι αντίστοιχοι ρευµατοφόροι αγωγοί, να είναι αναγνωρίσιµος καθ’ όλον το µήκος αυτού εκ του κιτρίνου χρώµατος της µονώσεώς του, να εγκαθίσταται µετά της αυτής προσοχής ως και οι λοιποί αγωγοί, εν περιπτώσει δε χρησιµοποιήσεως καλωδίων ή προστατευτικών σωληνώσεων δια τους ρευµατοφόρους αγωγούς να φέρεται και ούτος εντός αυτών. ∆ια την διατοµήν του αγωγού γειώσεως ισχύουν τα αναφερόµενα εις την «Συνθήκην 2» της παραγρ. Β.1 του άρθρου 19, δια τον ουδέτερον αγωγόν.
2. Εις την ειδικήν περίπτωσιν γειώσεως της εγκαταστάσεως ως εις την παράγραφον 2 του Άρθρου 20, ο αγωγός γειώσεως είναι επιτρεπτόν όπως εγκαθίσταται ανεξαρτήτως της γραµµής τροφοδοτήσεως και δέον όπως είναι µεµονωµένος, εκτός εάν, αντί αγωγού γειώσεως κατασκευάζεται ισοδυναµικόν πλέγµα, ότε δύναται να είναι και γυµνός.
Η διατοµή του αγωγού γειώσεως δέον όπως είναι η αυτή µε την οριζοµένην εις την Συνθήκην 2 της παραγρ. Β.1 του άρθρου 19.
Οπωσδήποτε, εάν ο αγωγός γειώσεως είναι µεµονωµένος, η διατοµή αυτού δέον όπως είναι ισοδύναµος προς χάλκινον αγωγόν διατοµής τουλάχιστον 2,5τ.χ. εάν δε είναι γυµνός τουλάχιστον 6 τ.χ. Επί πλέον οσάκις γίνεται χρήσις γυµνού αγωγού δέον όπως ούτος µη εφάπτεται εύφλεκτων τµηµάτων της οικοδοµής τα δε απρόσιτα ή υπόγεια τµήµατα αυτού δέον όπως έχουν αγωγιµότητα ίσην προς την τοιαύτην ισοµήκους χαλκίνου αγωγού διατοµής 25 τ.χ. Εάν ο γυµνός αγωγός γειώσεως πρόκειται να διέλθη δι ευφλέκτων τµηµάτων της οικοδοµής δεον όπως εγκαθίσταται εντός µη ευφλέκτου σωλήνως µετά µονώσεως. Εις τας θέσεις διελεύσεως του ανεξαρτήτως εγκαθισταµένου αγωγού γειώσεως δια τοιχωµάτων ή δαπέδων ως και γενικότερων εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ήν ούτως υπόκειται εις ηυξηµένους κινδύνους µηχανικής βλάβης δέον όπως ούτος εγκαθίσταται εντός σωλήνος.
3. Προκειµένου περί υφισταµένων εγκαταστάσεων εις τας οποίας η προσθήκη του αγωγού πραγµατοποιείται µετά την εγκατάστασιν των ρευµατοφόρων αγωγών είναι αποδεκτόν όπως ο αγωγός γειώσεως εγκαθίσταται εκτός του περιβλήµατος των αγωγών οδεύων είτε κατά προτίµησιν παραλλήλως µετ’ αυτών, είτε και ανεξαρτήτως. Ο αγωγός ούτος δέον όπως είναι µεµονωµένος, διατοµής ως ορίζεται εις την Συνθήκην 2, παράγρ. Β.1 του Άρθρου 19 δια τον ουδέτερον αγωγόν, ουχί δε µικρότερος των 2,5 τ.χ. Εις τας θέσεις διελεύσεως του εν λόγω αγωγού δια τοιχωµάτων ή δαπέδων ως και γενικώτερον εις πάσαν περίπτωσιν καθ’ ήν ούτος υπόκειται εις ηυξηµένους κινδύνους µηχανικής βλάβης, δέον όπως ούτος εγκαθίσταται εντός σωλήνος.
4. Προκειµένου περί των υφισταµένων εγκαταστάσεων της παραγρ. 4 του Άρθρου 20 ο αγωγός γειώσεως, ο περιλαµβάνων τµήµατα σωλήνων του δικτύου υδρεύσεως, δέον όπως ελέγχεται ότι παρουσιάζει από του πλέον αποµεµακρυσµένου σηµείου αυτού µέχρι του σηµείου συνδέσεως προς το ουδέτερον της παροχετεύσεως αντίστασιν µη υπερβαίνουσαν το εν (1) Ωµ.
Οπωσδήποτε προς διαπίστωσιν της τηρήσεων των ανωτέρω αρκεί η διαπίστωσις ότι εις πάντα ρευµατολήπτην ή ετέραν συσκευήν µετά γειώσεως, η αντίστασις του βρόχου φάσεωςαγωγού γειώσεως από του ρευµατοδότου µέχρι του σηµείου συνδέσεως του ουδετέρου, είναι κατωτέρα του ενός και ηµίσεος (1,5) Ωµ ή ότι η αντίστασις του βρόχου φάσεως-αγωγού γειώσεως (µετά την σύνδεσιν του τελευταίου εις τον ουδέτερον) ήτοι περιλαµβανοµένου και του δικτύου της ∆ΕΗ, δεν υπερβαίνει τα δύο (2) Ωµ. (Λεπτοµέρειαι δια τον τρόπον διαπιστώσεως των ανωτέρω δίδονται εις το Παράρτηµα V).
5. Εις απάσας τας περιπτώσεις ο αγωγός γειώσεως, εφ’ όσον είναι µεµονωµένος, δέον να διακρίνηται καθ’ όλον το µήκος αυτού εκ του κιτρίνου χρώµατος της µονώσεως του και να εγκαθίσταται κατά τρόπον αποκλείοντα την βλάβην αυτού λόγω µηχανικών ή χηµικών αιτίων.
Ιδιαίτερα προσοχή δέον όπως δίδηται εις τας συνδέσεις αι οποίαι δέον όπως κατασκευάζωνται µε ιδιαιτέραν επιµέλειαν.
6. Εν ουδεµιά περιπτώσει ο αγωγός γειώσεως θα αποζεύγνυται δι’ ασφαλείας ή διακόπτου αυτοµάτου ή µη. Η διακοπή του αγωγού γειώσεως επιτρέπεται µόνον εις την περίπτωσιν των ρευµατοδοτών.
7. Το κίτρινον χρώµα δέον όπως µη χρησιµοποιήται δι’ έτερον αγωγόν των Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων, πλην του αγωγού γειώσεως.
8. Προκειµένου περί εγκαταστάσεων µε προστασίαν µέσω διακόπτου διαφυγής, η διατοµή του αγωγού συνδέσεως προς την βοηθητικήν γείωσιν καθορίζεται εις το Παράρτηµα ΙΙ.
ΙΙ. Το Άρθρον 22 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρον 22.
∆ιατοµή και εγκατάστασις του ουδετέρου αγωγού.
1. ∆ια την διατοµήν του ουδετέρου αγωγού, όταν εφαρµόζεται η ουδετέρωσις, ισχύουν τα αναφερόµενα εις την Συνθήκην 2 της παραγράφου Β.1 του Άρθρου 19, εις τας λοιπάς δε περιπτώσεις τα αναφερόµενα εις το Άρθρον 159.
2. Ο ουδέτερος αγωγός εντός της Εσωτερικής Ηλεκτρικής Εγκαταστάσεως δέον όπως εις απάσας τας περιπτώσεις εγκαθίσταται οµού και έχει την αυτήν µόνωσιν µε τους λοιπούς ενεργούς αγωγούς της τροφοδοτικής γραµµής. Ειδικώτερον δια τας πολυφασικάς γραµµάς
εφαρµόζεται το Άρθρον 136.
3. Ως µονωτικόν περίβληµα του ουδετέρου αγωγού, προκειµένου περί νέων εγκαταστάσεων δέον όπως µη χρησιµοποιείται δι έτερον αγωγόν των εσωτερικών εγκαταστάσεων πλην του ουδετέρου.
4. ∆ια την απόζευξιν του ουδετέρου αγωγού ισχύουν τα αναφερόµενα εις την Συνθήκην 5 της παραγράφου Β.1. του Άρθρου 49 προκειµένου περί ουδετερώσεως ως και τα Άρθρα 43 και 44.
12. Μεταβατικαί ∆ιατάξεις.
1. Η υπό των καταναλωτών αναγκαία κατά τους παρόντες κανονισµούς προσαρµογή των εγκαταστάσεων αυτών πριν την καθοριζοµένην υπό του ∆ιανοµέως Ηλεκτρικής Ενέργειας µεθόδων προστασίας, είναι υποχρεωτική και δέον όπως πραγµατοποιείται το βραδύτερον εντός 6µηνου από της εγγράφου ειδοποιήσεως του καταναλωτού υπό του ∆ιανοµέως.
2. Η κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων συµφώνως προς τους παρόντας Κανονισµούς καθίσταται υποχρεωτική µετά το πέρας 4µήνου από της δηµοσιεύσεως του παρόντος.
Προστίθενται οι ακόλουθοι ορισµοί:
α) Τάσις σφάλµατος: Είναι η τάσις η οποία εµφανίζεται µεταξύ των προσιτών αγωγίµων στοιχείων, τα οποίαι δεν αποτελούν τµήµα του κυκλώµατος αλλά δύναται να ευρεθούν υπό τάσιν λόγω βλάβης της µονώσεως, και σηµείου της γης επαρκώς αποµεµακρυσµένου.
β) Τάσις ηλεκτροδίου γειώσεως: Είναι η τάσις µεταξύ του ηλεκτροδίου γειώσεως και σηµείον της γης επαρκώς αποµεµακρυσµένον εις περίπτωσιν ροής ρεύµατος δια του ηλεκτροδίου.
γ) Τάσις επαφής: Είναι το τµήµα της «τάσεως σφάλµατος» ή της «τάσεως ηλεκτροδίου γειώσεως» το οποίον δύνται να γεφυρωθή υπό ενός ατόµου.
δ) Βηµατική τάσις: Είναι το τµήµα της «τάσεως ηλεκτροδίου γειώσεως», το οποίον δύναται να γεφυρωθή υπό ενός ατόµου (βήµα 1 µέτρου).
Σηµείωσις: Αι «τάσεις σφάλµατος» και Ηλεκτροδίου γειώσεως µετρούνται δια βολτοµέτρου εσωτερικής αντιστάσεως 40 ΚΩ περίπου. Αι «τάσεις επαφής» και «βηµατικαί» µετρούνται δια βολτοµέτρου εσωτερικής αντιστάσεως 3 ΚΩ περίπου.
ε) Προστασία δι’ ηλεκτρικής αποµονώσεως. Καλείται µέθοδος προστασίας ατόµων έναντι τάσεων επαφής, κατά την οποία, τη βοηθεία ενός µετασχηµατιστού αποµονώσεως, επιτυγχάνεται κατά τρόπον απολύτως ασφαλή η αποµόνωσις µεταξύ µιας συσκευής ενός τµήµατος µιας εγκαταστάσεως περιλαµβάνοντος περισσοτέρας της µιας συσκευάς ως και τας σωληνώσεις προστασίας των τροφοδοτικών αγωγών, αφ’ ενός και του υπολοίπου της εγκαταστάσεως, αφ’ ετέρου.
στ) Μετασχηµατιστής αποµονώσεως. Καλείται εις µετασχηµατιστής χαµηλής τάσεως, µε χωριστά τυλίγµατα, πρωτεύοντος και δευτερεύοντος ο οποίος χρησιµοποιείται ειδικώς εις την προστασίαν δι’ ηλεκτρικής αποµονώσεως.
1. Γενικά:
1. Αι απαιτήσεις εις τας οποίας καθίσταται αναγκαία η εγκατάστασις προστασίας δια ∆ιακόπτου ∆ιαφυγής και αι προϋποθέσεις αι οποίαι πρέπει να πληρούνται δια την εγκατάστασίν των, καθορίζονται εις το Άρθρον 19 του παρόντος κανονισµού.
Ενταύθα παρέχονται οδηγίαι δια την εφαρµογήν της προστασίας ατόµων έναντι επικινδύνων τάσεων επαφής δια της χρησιµοποιήσεως ∆ιακόπτου ∆ιαφυγής. Υφίστανται δύο είδη προστασίας δια ∆ιακοπτών ∆ιαφυγής:
α) Η προστασία δια ∆ιακόπτου ∆ιαφυγής Τάσεως (∆∆Τ), ο οποίος έχει σκοπόν να αποκλείη την διατήρησιν τάσεως επαφής άνω των 50 V εις αγώγιµα τµήµατα της εγκαταστάσεως δυνάµενα να ευρεθούν υπό υψηλοτέραν τάσιν λόγω βλάβης της µονώσεως, δια της διακοπής της τάσεως τροφοδοτήσεως επί πάντων των πόλεων, εις χρόνον της τάξεως δεκάτων του δευτερολέπτου.
β) Η προστασία δια ∆ιακόπτου ∆ιαφυγής Εντάσεως (∆∆Ε), ο οποίος έχει σκοπόν να αποκλείη την διατήρησιν τάσεως επαφής άνω των 50 V εις αγώγιµα τµήµατα της εγκαταστάσεως δυνάµενα να ευρεθούν υπό υψηλοτέραν τάσιν λόγω βλάβης της µονώσεως (η οποία βλάβη έχει ως συνέπειαν την ροήν ρεύµατος σφάλµατος άνω µιας προκαθωρισµένης τιµής) δια της διακοπής της τροφοδοτήσεως επί πάντων των πόλων εις χρόνον της τάξεως δεκάτου του δετερολέπτου.
2. Οι ∆ιακόπται ∆ιαφυγής αποτελούν µηχανισµούς των οποίων η ετοιµότης της λειτουργίας και η εν γένει καλή κατάστασις αυτών δέον όπως ελέγχωνται κατά διαστήµατα..
Συνιστάται όπως επί ή πλησίον του Αποζεύκτου ∆ιαφυγής τοποθετείται πινακίς αναγράφουσα ότι: «Η λειτουργία του αποζεύκτου δέον όπως ελέγχηται άπαξ του µηνός, επί πλέον δε µεθ’ εκάστην καταιγίδα. Εις περίπτωσιν κακής λειτουργίας δέον να επισκευάζηται αµέσως».
3. Ο ∆ιακόπτης ∆ιαφυγής καλύπτει το κατάντι αυτού τµήµα της εγκαταστάσεως (ήτοι προς την πλευρά των καταναλώσεων) και συνεπώς εάν εγκαθίσταται εντός µεταλλικού κιβωτίου, τούτο δέον όπως προστατεύηται έναντι τάσεων επαφής, αι οποίαι θα ηδύναντο να προκύψουν, λόγω βλάβης της µονώσεως του προς το ανάντι τµήµατος της εγκαταστάσες (ήτι προς την πλευράν του δικτύου), κατ’ έτερον τρόπον.
Γενικώς η εγκατάστασις των ∆ιακοπτών ∆ιαφυγής δέον όπως γίνηται εις ευπροσίτους θέσεις, ώστε να είναι ευχερής ο έλεγχος αυτών και κατά τρόπον ανάλογον προς την κατηγορίαν του χώρου εις τον οποίον εγκαθίστανται.
2. Εφαρµογή της προστασίας δια ∆ιακοπτών ∆ιαφυγής Τάσεως (∆∆Τ).
Μία διάταξις προστασίας δια ∆∆Τ περιλαµβάνει (Σχήµα ΙΙ Α) τον διακόπτην προστασίας (µετά του πηνίου τάσεως και του στοιχείου ελέγχου αυτού), τον αγωγόν προστασίας, το βοηθητικόν ηλεκτρόδιον γειώσεως και τον αγωγόν συνδέσεωςε πί του βοηθητικού ηλεκτροδίου γειώσεως.
Κατά την εφαρµογήν της προστασίας δια ∆∆Τ δέον όπως πληρούνται αι κάτωθι απαιτήσεις:
1. Το πηνίον τάσεως του ∆∆Τ ενεργεί ως «βολτόµετρον» έλεγχον την τάσιν η οποία θα εµφανισθή µεταξύ των προς προστασίαν µεταλλικών µερών και του βοηθητικού ηλεκτροδίου εις περίπτωσιν βλάβης της µονώσεως των συσκευών. Ως εκ τούτου ο αγωγός του βοηθητικού ηλεκτροδίου γειώσεως δέον όπως είναι µεµονωµένος έναντι του αγωγού προστασίας του αγωγίµου κελύφους των προς προστασίαν µεταλλικών µερών ως και προς τα αγώγιµα τµήµατα της οικοδοµής ώστε να µη βραχυκυκλούται το πηνίον τάσεως. ∆ια τον λόγον αυτόν δέον όπως ο αγωγός ο συνδέων τον ∆∆Τ προς το βοηθητικόν ηλεκτρόδιον γειώσεως είναι απαραιτήτως µονωµένος.
Η διατοµή του αγωγού συνδέσεως του ∆∆Τ προς του ηλεκτροδίου γειώσεως δέον όπως είναι τουλάχιστον ίση προς 2,5 τ.χ.
2. Ο αγωγός προστασίας (ήτοι ο αγωγός ο συνδέων τα προς προστασίαν αγώγιµα τµήµατα της εγκαταστάσεως µε τον ∆∆Τ) δέον όπως µη δύναται να έλθη εις επαφήν µε έτερα αγώγιµα τµήµατα πλην των τοιούτων των συσκευών των διακοπτοµένων υπό του ∆∆Τ εις περίπτωσιν λειτουργίας αυτού. Εάν τούτο δεν είναι εξησφαλισµένον, δέον όπως είναι µεµονωµένος. ∆ια την διατοµήν κλπ. του αγωγού προστασίας ισχύουν γενικώς τα αναφερόµενα εις το Άρθρον 21.
3. Όταν περισσότεραι από µία συσκευαί συνδέωνται προς τον αυτόν ∆∆Τ και µία εξ αυτών συνδέηται προς ηλεκτρόδιον γειώσεως µικράς αντιστάσεως ισοδύναµον προς την απαιτουµένην δια την άµεσον γείωσιν της συσκευπής η διατοµή εκάστου αγωγού προστασίας πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση προς το ήµισυ της διατοµής του αγωγού φάσεως της µεγαλυτέρας των προστατευοµένων συσκευών.
4. Το βοηθητικόν ηλεκτρόδιον γειώσεως δέον όπως µη επηρεάζηται από έτερα ηλεκτρόδια γειώσεως. Προς τούτο δέον όπως ευρίσκηται εις απόστασιν 10 µ. τουλάχιστον από έτερα ηλεκτρόδια.
Αι σωληνώσεις υδρεύσεως δέον όπως µη χρησιµοποιώνται ως βοηθητικά ηλεκτρόδια γειώσεως, εκτός εάν είναι απολύτως βέβαιον ότι ούτω δεν βραχυκυκλούται το πηνίον τάσεως του ∆∆Τ.
5. Το βοηθητικόν ηλεκτρόδιον γειώσεως δέον όπως κατασκευάζηται γενικώς συµφώνως προς τα αναφερόµενα εις το Άρθρον 27, λαµβανοµένου πάντοτε υπ’ όψιν ότι ο ∆∆Τ πρέπει να λειτουργή πριν η τάσις εις τα κελύφη των συσκευών υπερβή τα 50 V.
Συνήθως αρκεί µία ράβδος διαµέτρου 12,5 χιλ. και µήκους 1,5 µ. ή µία πλάξ 0,5 Χ 0,5 µ. ή ταινία µήκους 10 µ.
6. Οι ∆∆Τ δέον όπως διακόπτουν και τον ουδέτερον αγωγόν, όταν υφίσταται.
3. Εφαρµογή της προστασίας δια ∆ιακοπτών ∆ιαφυγής Εντάσεως (∆∆Ε).
Οι συνήθως χρησιµοποιούµενοι ∆∆Ε καλούνται συχνά «∆ιαφορικοί» καθ’ όσον η λειτουργία αυτών βασίζεται εις την σύγκρισιν των εντάσεων οι οποίοι διαρρέουν τους τροφοδοτικούς αγωγούς.
Κατά την εφαρµογήν της προστασίας δια ∆∆Ε δέον όπως πληρούνται αι κάτωθι απαιτήσεις:
1. Η αντίστασις γειώσεως των γειωτέων µεταλλικών µερών των συσκευών δέον όπως µη υπερβαίνη την τιµήν:
όπου Ι∆ η οριακή έντασις λειτουργίας του ∆∆Ε
2. Ο αγωγός γειώσεως δέον όπως εγκαθίσταται γενικώς συµφώνως προς τα καθοριζόµενα εις το Άρθρον 21. Αναλυτικώτερον εις το Σχ. (II Β) παρίσταται η σύνδεσις ∆∆Ε εις την γενικήν περίπτωσιν εφαρµογής προστασίας δι’ αυτού.
Εάν υφίσταται αγωγός γειώσεως εις όλας τας τροφοδοτικάς γραµµάς, αλλά ο ∆ιανοµεύς δεν διαθέτει κατάλληλον δίκτυον δια την εφαρµογήν της ουδετερώσεως η συνδεσµολογία παραµένει βασικώς η αυτή, (ο αγωγός γειώσεως δεν συνδέεται προς τον ουδέτερον).
Εις το Σχ. (ΙΙ Γ) παρίσταται η περίπτωσις καθ’ ην εφαρµόζεται η ουδετέρωσις και εγκαθίσταται επί πλέον ∆∆Ε. Εις την περίπτωσιν αυτήν ο ∆∆Ε δεν αυξάνει ουσιωδώς την ασφάλεια της εγκταστάσεως έναντι εµµέσου τάσεως επαφής (ήτοι βλάβη της µονώσεως) την οποίαν και µόνον απαιτεί ο Κανονισµός και γενικώς η εγκατάστασίς του δεν κρίνεται αναγκαία, εφ’ όσον πληρούνται αι συνθήκαι ουδετερώσεως.
Ούτω η εγκατάστασις του ∆∆Ε έχει νόηµα εάν δεν πληρούται η υπ’ αριθ. Ι συνθήκη ουδετερώσεως του Άρθρου 19 (µη συνήθης περίπτωσις), είτε εάν δια ∆∆Ε λίαν ευαισθήτου επιδιώκεται η πρόσθετος (µη επιβαλλοµένη υπό του Κναονισµού) προστασία έναντι αµέσου επαφής ατόµου προς αγωγόν φάσεως του δικτύου.
∆ιευκρινίζεται ότι εις περιοχάς εις τας οποίας αποφασίζεται υπό του ∆ιανοµέως η εφαρµογή της ουδετερώσεως, η σύνδεσις του ουδετέρου του δικτύου εις τας σωληνώσεις υδρεύσεως τυγχάνει υποχρεωτική. Συνεπώς η συνδεσµολογία της εγκαταστάσεως ∆∆Ε δέον όπως γίνεται υποχρεωτικώς ως εις Σχ. (ΙΙ Γ).
1. Μέτρησις αντιστάσεως γειώσεως.
1. Προκειµένου να µετρηθή η αντίστασις γειώσεως ενός µεµονωµένου τεχνητού ηλεκτροδίου γειώσεως πραγµατοποιείται η συνδεσµολογία του Σχήµατος V-A. ∆ια του προς µέτρησιν ηλεκτροδίου διαβιβάζεται µία έντασις (προερχοµένη από το δίκτυον), µετρείται δε η τάσις του ηλεκτροδίου ως προς έτερον βοηθητικόν ηλεκτρόδιον. Το βοηθητικόν ηλεκτρόδιον δέον να τοποθετηθή εις απόστασιν 20 µ. τουλάχιστον από το προς µέτρησιν.
Η αντίστασις γειώσεως ευρίσκεται ως πηλίκον της µετρουµένης τάσεως δια της µετρουµένης εντάσεως. Εις την αρχήν της µετρήσεως τίθεται ολόκληρος η ρυθµιστική αντίστασις εντός κυκλώµατος, εν συνεχεία δε αύτη αφαιρείται προοδευτικώς, µέχρις επιτεύξεως ευχερώς αναγνωσίµων ενδείξεων των οργάνων. Εν πάση περιπτώει η ένδειξις του βολτοµέτρου δεν πρέπει να ανυψούται πέραν των 50 V.
2. Αντί της συνδέσεως προς το δίκτυον, είναι δυνατόν να χρησιµοποιηθή βοηθητική πηγή, ανεξάρτητος του δικτύου (ως εις Σχ. V-B), ή ειδικόν όργανον µετρήσεως αντιστάσεων γειώσεως, διαθέτον ενσωµατωµένην χειροκίνητον γεννήτριαν. Εις αµφοτέρας τας περιπτώσεις η µέτρησις πραγµατοποιείται τη βοηθεία δύο βοηθητικών ηλεκτροδίων, αι αποστάσεις των οποίων µεταξύ των και από το προς µέτρησιν ηλεκτρόδιον δέον να είναι µεγαλύτεραι των 20 µ.
∆ια την µέτρησιν συστήµατος γειώσεως αποτελουµένου εκ περισσοτέρων ηλεκτροδίων, πλακών ή αγωγών εντός του εδάφους αι αποστάσεις των βοηθητικών ηλεκτροδίων από το προς µέτρησιν δέον να είναι τουλάχιστον τριπλάσιαι της µεγαλυτέρας διαστάσεως του υπό µέτρησιν συστήµατος γειώσεων.
2. Μέτρησις αντιστάσεως βρόχου φάσεως - γης
1. Η µέτρησις πραγµατοποιείται δια διατάξεως ως η του σχήµατος V-Γ. Η διαδικασία εκτελέσεως της µετρήσεως είναι η ακόλουθος:
Με ανοικτούς τους διακόπτας ∆1 ∆2 και ∆3 µετρείται η τάσις (U) του αγωγού φάσεως προς το ηλεκτρόδιον γειώσεως. Εν συνεχεία κλείεται ο διακόπτης ∆1.
Εάν η τάσις βυθισθή άνω του 5% (µείωσις της ενδείξεως του βολτοµέτρου περισσότερον του 5% - ήτοι 11V δι’ ονοµαστικήν τάσιν 220V) η µέτρησις διακόπτεται.
Η αντίστασις βρόχου, εις την περίπτωσιν ταύτην είναι ανωτέρα των 35 Ω περίπου.
Εφ’ όσον η τάσις βυθισθή ολιγώτερον του 5% η µέτρησις συνεχίζεται ήτοι ανοίγεται ο διακόπτης ∆1 και κλείεται διακόπτης ∆2. Και πάλιν εάν η τάσις βυθισθή άνω του 5% (µείωσις της ενδείξεως του βολτοµέτρου περισσότερον του 5%) η µέτρησις διακόπτεται. Η αντίστασις βρόχου είναι, εις την περίπτωσιν ταύτην, ανωτέρα του 7Ω περίπου. Εφ’ όσον η τάσις βυθισθή ολιγώτερον του 5% η µέτρησις συνεχίζεται, ήτοι ανοίγεται ο διακόπτης ∆2 και κλείεται ο διακόπτης ∆3. Λαµβάνεται ένδειξις του βολτοµέτρου (U3) και του αµπεροµέτρου (Ι3) και ανοίγεται και ο διακόπτης ∆3. Η αντίστασις βρόχου ευρίσκεται εκ της σχέσεως:
Σηµείωσις:
1. Η ∆ιαδοχική θέσις εντός κυκλώµατος των αντιστάσεων R1, R2 και R3 αποσκοπεί εις την διακοπήν της µετρήσεως εις την περίπτωσιν καθ’ ην η αντίστασις του βρόχου φάσεως – γης είναι υπερβολικώς υψηλή. Εις την περίπτωσιν ταύτην θα ήτο δυνατόν να εµφανισθούν, κατά την διάρκειαν της µετρήσεως, επικίνδυνοι τάσεις εις το ηλεκτρόδιον γειώσεως, εάν εχρησιµοποιήτο εξ αρχής η χαµηλής τιµής αντίστασις R3. Πάντως επιβάλλεται η άµεσος διακοπή της µετρήσεως, εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον γίνη αντιληπτή η εµφάνισις ηυξηµένων
τάσεων (άνω των 50 V), εις το ηλεκτρόδιον γειώσεως, εάν χρησιµοποιήτο εξ αρχής η χαµηλής τιµής αντίστασις R3. Πάντως επιβάλλεται η άµεσος διακοπή της µετρήσεως, εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον γίνη αντιληπτή η εµφάνισις ηυξηµένων τάσεων (άνω των 50 V), εις το ηλεκτρόδιον γειώσεως, τας σωληνώσεις ή οιονδήποτε µεταλλικόν αντικείµενον.
ΙΙ. Η αντίστασις βρόχου δυνατόν να ευρεθή και δια των τάσεων και εντάσεων αι οποίαι εµφανίζονται κατά το κλείσιµον του διακόπτου ∆1.
η λήψις όµως των ενδείξεων µετά το κλείσιµον του διακόπτου ∆3 ενδείκνυται, δια λόγους ακριβεστέρας µετρήσεως.
2. Αντί της χρησιµοποιήσεως της ως άνω µεθόδου, είναι δυνατόν ναν χρησιµοποιηθή ειδικόν όργανον µετρήσεως αντιστάσεως βρόχου. Τα όργαναν ταύται, συνήθως, πλην της τιµής της αντιστάσεως βρόχου, παρέχουν και την ονοµαστικήν έντασιν του φυσιγγίου ασφαλείας το οποίον θα ετήκετο εις χρόνον µικρότερον των 5 δευτερολέπτων, εις περίπτωσιν βραχυκυκλώµατος φάσεως προς γήν
1. Προκειµένου να επιλεγή ο τρόπος πραγµατοποιήσεως και γειώσεως εις µίαν νέαν οικοδοµήν, την καλυτέραν δυνατήν λύσιν αποτελεί η εγκατάστασις της γειώσεως εντός των θεµελείων της οικοδοµής, ήτοι η κατασκευή µιας «θεµελιακής γειώσεως». Το πλεονέκτηµα της θεµελιακής γειώσεως έγκειται εις το ότι, ενώ δουδεµία πρόσθετος εργασίας εκσκαφών απαιτείται δια την πραγµατοποίησίν της, επιτυγχάνεται συνήθως µία µικρά αντίστασις γειώσεως, λόγω του σηµαντικού, συνήθως, βάθους της µεγάλης επιφανείας επαφής µεταξύ θεµελίων και γης και της καλής µεταξύ των επαφής.
Επί πλέον η επιτυγχανοµένη αντίστασις γειώσεως δεν µεταβάλλεται σηµαντικώς κατά τας διαφόρους εποχάς του έτους και τούτο λόγω της διαρκώς διατηρουµένης υγρασίας εις τα θεµέλια της οικοδοµής. Έτερον, λίαν σηµαντικόν πλεονέκτηµα της θεµελιακής γειώσεως, αποτελεί η δηµιουργία ισοδυναµικών επιφανειών εις την οικοδοµήν, ούτω δε αποφεύγεται η εµφάνιις επικινδύνων τάσεων επαφής µεταξύ των διαφόρων αγωγίµων ή ηµιαγωγίµων στοιχείων της οικοδοµής.
Η θεµελιακή γείωσις, κατασκευαζοµένη από του αρχικού σταδίου ανεγέρσεως της οικοδοµής, χρησιµεύει και ως γείωσις της εργοταξιακής ηλεκτρικής εγκαταστάσεως (εφ’ όσον υπάρξη).
2. ∆ια την κατασκευήν της θεµελιακής γειώσεως χρησιµοποιείται ταινία εκ γαλβανισµένου χάλυβος, διαστάσεων περίπου 3,5 Χ 30 ή 4 Χ 25 χιλιοστών. Η χρήσις χαλκού δεν συνιστάται, τούτο δε προς αποφυγήν ηλεκτροχηµικών διαβρώσεων του οπλισµού του σκυροδέµατος. Η ταινία δέον να τοποθετηθή εις ολόκληρον την περίµετρον της οικοδοµής, αποτελούσα ένα κλειστόν δακτύλιον. Εάν το έδαφης έχη µικράν αγωγιµότητα και το βάθος των θεµελίων είναι µικρόν, είναι δυνατόν, προς επαύξησιν της αποτελεσµατικότητας της γειώσεως, των οποίων το άνω άκρον θα ευρίσκεται εις το βάθος του θεµελίου και τα οποία θα συνδεθούν απ’ ευθείας προς την ταινίαν της θεµελιακής γειώσεως.
Η ταινία δέον να τοποθετήται εντός στρώµατος, ύψους 10 εκατοστών περίπου, εκ σκυροδέµατος, περιέχοντος 300 χιλιόγραµµα τσιµέντου ανά κυβικόν µέτρον. Το στρώµα τούτο δηµιουργείται προ της κατασκευής των κυρίως θεµελίων, ως εις τα Σχήµατα VI-A και VI-B δεικνύεται.
3. Εις σηµείον πλησίον της παροχετεύσεως, ήτοι πλησίον εις τον µετρητήν ή εις τον πίνακα της εσωτερικής ηλεκτρικής εγκαταστάσεως, συνδέεται προς την ταινίαν της θεµελιακής γειώσεως, ο αγωγός συνδέσεως ο οποίος αποτελείται εξ οµοίας ταινίας. Η τοποθέτησις του
αγωγού γειώσεως δεικνύεται επίσης εις τα σχέδια VI-A και VI-B. Συνιστάται όπως ο αγωγός συνδέσεως καταλήγη εις έλασµα ζυγόν γειώσεως, επί του οποίου θα συνδεθούν:
Ο αγωγός συνδέσεως προς το δίκτυον υδρεύσεως.
Ο αγωγός γειώσεως της εσωτερικής ηλεκτρικής εγκαταστάσεως.
Οιαδήποτε ετέρα σύνδεσις (π.χ. προς τας σωληνώσεις της κεντρικής θερµάνσεως). Ο ζυγός γειώσεως δεικνύετεαι εις το Σχ. VI-Γ.
4. Αι συνδέσεις της ταινίας, ευθύγραµµοι ή διακλαδώσεις δύνανται να εκτελώνται δια κοχλιώσεως ή δια συγκολλήσεως ή δι’ οιουδήποτε καταλλήλου σφιγκτήρος.
5. Εν η περιπτώσει η θεµελιακή γείωσις πρόκειται να χρησιµοποιηθή και δια την επ’ αυτής σύνδεσιν αντικεραυνικής προστασίας του κτιρίου, πραγµατοποιουµένης δια της δηµιουργίας προσταστευτικού «κλωβού» µετά πολλών καθόδων, δέον να προβλεθούν αγωγοί συνδέσεως, ως ο της παραγράφου 3, εις έκαστον σηµείον καθόδου.
Πάσαι αι λοιπαί διατάξεις του εν λόγω κανονισµού παραµένουν αµετάβλητοι.
Η παρούσα απόφασις δηµοσιευθήτω δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως.
Εν Αθήναις τη 15 ∆εκεµβρίου 1973
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΠΡΑΙΟΣ