Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 179Α_1951 | 670.21 KB |
1. Ο παρών νόµος έχει ως σκοπόν την ασφάλισιν των εν τοις εποµένοις άρθροις 2 – 4 αναφεροµένων προσώπων εις περίπτωσιν ασθενείας, µητρότητος, αναπηρίας, ατυχήµατος, γήρατος και ανεργίας, ως και των µελών της οικοµενείας αυτών, εν περιπτώσει ασεθενείας τούτων ή θανάτου του προστάτου αυτών ησφαλισµένου.
2. Η δια του παρόντος θεσπιζοµένη ασφάλισις περιλαµβάνει ειδικώτερον τους ακολούθου κλάδους:
α΄) Τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις χρήµα.
β΄) Τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος.
γ΄) Τον κλάδον αναπηρίας, γήρατος και θανάτου.
δ΄) Τον κλάδον ανεργίας
1. Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόµου υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως, υπό τους εν άρθρω 7 οριζοµένους όρους και προϋποθέσεις.
α΄) Τα πρόσωπα τα οποία εντός των ορίων της χώρας παρέχουν εξηρτηµένην εργασίαν, έναντι αµοιβής, ως τοιαύτης νοουµένης και της παρεχοµένης δια λογαριασµόν Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου, αδιαφόρως νοµικής φύσεως (δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) της σχέσεως.
Επί δυσχερούς διακρίσεως εξητηρµένης ή µη εργασίας προσώπου τινός τούτο θεωρείται υπαγόµενον εις την ασφάλισιν.
∆ια Κανονισµού θέλουν καθορισθή οι όροι και προϋποθέσεις, υφ’ ας πρόσωπα παρέχοντα εργασίαν δια λογαριασµόν πλειόνων της µιας επιχειρήσεων ή εκµεταλλεύσεως, υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος νόµου.
β΄) Οι µετέχοντες εις την διοίκησιν επαγγελµατικών σωµατείων των περί ων το εδάφ. α΄ προσώπων ή ενώσεων τοιούτων σωµατείων, εφ’ όσον λαµβάνουν αποζηµίωσιν εκ των σωµατείων ή των ενώσεων αυτών.
γ΄) Οι µαθητευόµενοι.
δ΄) Οι συνταξιούχο του ∆ηµοσίου και των πάσης φύσεως Οργανισµών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, οι παρέχοντες εργασίαν υπαγοµένην εις τας διατάξεις του εδαφίου α’ ως και το πάσης φύσεως έκτακτον, ηµεροµίσθιον και επί συµβάσει προσωπικόν του ∆ηµοσίου, εφ’ όσον ο χρόνος υπηρεσίας τούτου δεν υπολογίζεται δια την απονοµήν συντάξεως παρά του ∆ηµοσίου.
2. Τα περί ων αι διατάξεις της προηγουµένης παραγράφου πρόσωπα συνεχίσουν την υπαγωγήν των εις την ασφάλισιν του παρόντος και διαρκούντος του χρόνου, καθ’ όν δικαιωµατικώς ή εκ λόγων ανεξαρτήτων της θελήσεώς των, δεν προσφέρουν εξηρτηµένην εργασίαν πλην όµως τυγχάνουν εν όλω ή εν µέρει των αποδοχών των παρά του εργοδότου (άδειαι, στράτευσις).
3. ∆ι’ αποφάσεων του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Ι.Κ.Α. εγκρινοµένων παρά του Υπουργού Εργασίας και δηµοσιευοµένων δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος είτε δι’ άπαντας τους κλάδους είτε δι’ ωρισµένους µόνον εξ αυτών, οικονοµικώς ασθενείς κατηγορίαι αυτοτελώς εργαζοµένων προσώπων, στερουµένων επαγγελµατικής στέγης.
Κατά την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν τοιούτων κατηγοριών ησφαλισµένων δύναται να επιβάλλεται δια Β. ∆ιαταγµάτων προκαλουµένων προτάσει των Υπουργών Εσωτερικών και Εργασίας η υποχρέωσις εφοδιασµού τούτων δι’ αστυνοµικών αδειών ασκήσεως του επαγγέλµατος, εφ’ όσον δεν απαιτούνται τοιαύται βάσει ισχυουσών ετέρων διατάξεων και περιοδικής ανανεώσεως αυτών, ως και η απαγόρευσις της εκδόσεως ή ανανεώσεως των εν λόγω αδειών, εφ’ όσον δεν προσάγεται βεβαίωσις του Ι.Κ.Α. περί εκπληρώσεως των έναντι τούτου ασφαλιστικών των υποχρεώσεων.
1. ∆εν υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος νόµου τα πρόσωπα τα παρέχοντα είτε αποκλειστικώς είτε όχι εργασίαν ο χρόνος της οποίας υπολογίζεται ως συντάξιµος κατά τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης δια το ∆ηµόσιον συνταξιοδοτικής νοµοθεσίας.
2. Τα εκ των εν άρθρω 2 του παρόντος αναφεροµένων προσώπων παρέχοντα εργασίαν δια λογαριασµόν Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου και συνδεόµενα µετά τούτων δια σχέσεως δηµοσίου δικαίου, εξαιρούνται εκ της παρά τω Ι.Κ.∆. ασφαλίσεως δια τον κλάδον ανεργίας.
Εκ των άρθρω 2 αναφεροµένων προσώπων δεν υπάγονται εις την ασφάλισιν του παρόντος:
1. Οι αλλοδαποί, οι προσκαίρως εν Ελλάδι ασχολούµενοι. Ως πρόσκαιρος απασχόλησις θεωρείται η µη µέλλουσα να διαρκέση εν Ελλάδι τουλάχιστον επί εν έτος. ∆ύναται το αρµόδιον κατά τον Κανονισµόν όργανον, επί εξαιρετικών περιπτώσεων, να παρατείνη τον χρόνον της µη ασφαλισίµου απασχολήσεως µέχρι 3 ετών συνόλω.
2. Οι ιερωµένοι, οι ασχολούµενοι εις Ιδρύµατα εν οις τελούνται τα της λατρείας των διαφόρων θρησκειών.
3. Οι αλλοδαποί, οι ασχολούµενοι εις τας εν Ελλάδι ευρισκοµένας διπλωµατικάς αντιπροσωπείας ξένων Κρατών και τας εκτάκτους ∆ιεθνείς Επιτροπάς, ως και τα φυσικά πρόσωπα τ’ απολαύοντα του δικαιώµατος της ετεροδικίας. Τα ως άνω πρόσωπα δύνανται τη αιτήσει των να ασφαλισθούν εις το Ι.Κ.Α. καταβάλλοντα και την εργοδοτικήν εισφοράν, κατά τας διατάξεις του Κανονισµού.
1. Πάντα τα υφιστάµενα µέχρι της δηµοσιεύσεως του παρόντςο Νόµου, οιαδήποτε µορφής ταµεία, τα συνεστηµένα επί τη βάσει του Ν. 2868 ή ειδικών νόµων ή του διατάγµατος της 15ης Μαΐου 1920 «περί επαγγελµατικών Σωµατείων» και ασφαλίζοντα, είτε αποκλειστικώς είτε εν µέρει, πρόσωπα εκ των εν άρθρω 2 του παρόντος αναφεροµένων, εξακολουθούν λειτουργούντα και διεπόµενα υπό των ισχυουσών δι’ έκαστον τούτων διατάξεων. Πάντα τα εις τοιαύτα Ταµεία κυρίας ασφαλίσεως ασφαλιζόµενα πρόσωπα, απαλάσσονται καθ’ ους κλάδους είναι ησφαλισµένα παρ’ αυτοίς, της παρά τω Ι.Κ.Α. δια τον αντίστοιχον κλάδον ασφαλίσεως, αδιαφόρως αν το οικείον Ταµείον χορηγή απάσας ή µέρος µόνον των υπό του αντιστοίχου κλάδου του Ι.Κ.Α. πραγµατοποιουµένων κατηγοριών παροχών και του ύψους τούτων.
Εάν πρόσωπόν τι εκ των ανωτέρω αναφεροµένων παρέχει, εκτός της εργασίας δι’ ην ασφαλίζεται εις ειδικόν Ταµείον και δι’ ην ως εκ τούτου εξαιρείται εκ του οικείου κλάδου ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. και ετέραν εργασίαν εµπίπτουσαν εις τας διατάξεις του άρθρου2 του παρόντος, µη θεµελιούσαν όµως υποχρέωσιν ασφαλίσεως παρ’ ετέρω Ταµείω, υπάγεται ως προς ταύτην εις την ασφάλισιν του Ι.Κ.Α.
Τα κατά τα ανωτέρω διατηρούµενα και συνεχίζοντα την λειτουργίαν των ειδικά Ταµεία κυρίας ασφαλίσεως εάν υπάγωνται εις την αρµοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας, υποχρεούνται πάντως, ανεξαρτήτως προς τα εν παρ. 2 του παρόντος άρθρου οριζόµενα:
Τα µεν ασκούντα ασφάλισιν ασθενείας, όπως χορηγούν από 1ης Ιανβουαρίου 1952 τας αυτάς τουλάχιστον καθ’ ύψος, κατηγορίας και έκτασιν παροχάς, προς εκείνας τας οποίας θα χορηγή εκάστοτε το Ι.Κ.Α. δια των κλάδων του ασθενείας και µητρότητος εις χρήµα και εις είδος.
Τα δε ασκούντα ασφάλισιν συντάξεων όπως χορηγούν από της αυτής ως άνω ηµεροµηνίας ως κατώτατα όρια συντάξεων δι’ εκάστην κατηγορίαν δικαιουµένων (συνταξιούχοι λόγω γήρατος, ατυχήµατος, αναπηρίας και θανάτου), υπολογιζόµενα βάσει του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της 1ης ασφαλιστικής κλάσεως και του ελαχίστου ορίου ηµερών εργασίας του απαιτουµένου δια την χορήγησιν της συντάξεως, προσαυξανόµενα δε κατά τας τυχόν προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών, τας καθοριζοµένας υπό του παρόντος.
Αι διατάξεις του προηγουµένου εδαφίου δεν εφαρµόζονται δια τους υπό των ειδικών ως άνω Ταµείων συνταξιοδοτουµένους αυτοτελώς εργαζοµένους, ουδέ δια τους µισθωτούς τους συνταξιοδοτουµένους υπό τούτων εάν οι τελευταίοι ούτοι:
α) ∆εν είχον κατά τον χρόνον της απονοµής της συντάξεως συµπληρώσει προκειµένου περί αρρένων το 60όν και προκειµένου περί θηλέων το 55ον της ηλικίας των ή β) ∆εν πληρούν τας προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. πρώτον ή γ) ∆εν πληρούν προκειµένου περί συνταξιούχων λόγω θανάτου τας υπό του άρθρου 28 παρ. 6 οριζοµένας προϋποθέσεις χαρακτηρισµού των ως µελών οικογενείας δικαιουµένων συντάξεως και τας τοιαύτας της παρ. 6 του άρθρου 29.
Από 1ης Ιανουαρίου 1952 πάντα τα κατά τα ανωτέρω πρόσωπα (ησφαλισµένοι και συνταξιούχοι διατηρουµένων ειδικών Ταµείων, κυρίας ασφαλίσεως αρµοδιότητος του Υπουργείου Εργασίας) δικαιούνται όπως αξιούν παρά των ειδικών Ταµείων των, εφ’ όσον πληρούν τας ανωτέρω οριζοµένας προϋποθέσεις, τας ως άνω παροχάς, αίτινες θεωρούνται ως
το ελάχιστον όριον της εν τη χώρα εξασφαλιστέας προστασίας παρά των εκ του Υπουργείου Εργασίας εξαρτωµένων Οργανισµών κυρίας ασφαλίσεως (συντάξεων και ασθενείας). Αι κατά τα ανωτέρω αξιώσεις θεµελιούνται επί των οικείων διατάξεων του παρόντος και των Κανονισµών του Ι.Κ.Α., θεωρουµένων αυτοδικαίως και ως διατάξεων της διεπούσης τα οικεία ειδικά Ταµεία νοµοθεσίας.
Άρνησις χορηγήσεως των ανωτέρω παροχών αποτελεί λόγον υποχρεωτικής παραποµπής του οικείου ειδικού Ταµείου εις την υπό της παρ. 6 του παρόντος προβλεποµένην Επιτροπήν.
Απαγορεύεται η δηµιουργία επαρκείας των Ειδικών Ταµείων δια την χορήγησιν των ως άνω παροχών δι’ αναπροσαρµογής ή αυξήσεως των υπέρ αυτών νενοµοθετηµένων κοινωνικών πόρων ή αυξήσεως των εισφορών των ησφαλισµένων και εργοδοτών πέραν των υπό του παρόντος νόµου οριζοµένων.
2. Εκ των κατά την προηγουµένην παράγραφον διατηρουµένων Ταµείων κυρίας ασφαλίσεως αρµοδιότητος του Υπουργείου Εργασίας, συγχωνεύονται εις το Ι.Κ.Α. κατά την διαδικασίαν του παρόντος άρθρου, τα Ταµεία εκείνα τα οποία λαµβανοµένων υπ’ όψιν του ύψους των εισφορών των ησφαλισµένων και εργοδοτών, των εκ της περιουσίας προσόδων, του χρόνου λειτουργίας, των προϋποθέσεων απονοµής παροχών, του ύψους και της εκτάσεως τούτων και των εξόδων διοικήσεως του υπό κρίσιν Ταµείου αφ’ ενός και του Ι.Κ.Α. αφ’ ετέρου, δεν δύνανται να παράσχουν κατά την κρίσιν της περί ης ή παρ. 6 του παρόντος Επιτροπής, ισοδύναµον τουλάχιστον προς την υπό του Ι.Κ.Α. παρεχοµένην ασφαλιστικήν προστασίαν.
3. To Ταµείον Ανεργίας το συσταθέν δια του Α.Ν. 118/45 διαλύεται, συγχωνευόµενον δυνάµει του παρόντος εις το Ι.Κ.Α., όπερ υπεισέρχεται δια του κλαδου ανεργάις εις το σύνολον των ενεργητικών και παθητικών του περιουσιακών στοιείων και απαιτήσεων και των πάσης φύσεως υποχρεώσεων και δικαιωµάτων του, ως καθολικός αυτού διάδοχος.
Η ασφάλισις των παρ’ αυτώ συνεχίζεται υπό του Ι.Κ.Α. συµφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόµου.
Η κινητή και ακίνητος περιουσία του Ταµείου Ανεργίας περιέρχεται άπασα, δυνάµει του παρόντος, εις τον κλάδον Ανεργίας του ΙΚΑ, αι δε υπάρχουσαι υπέρ τούτου µισθώσεις διατηρούνται υπό του ΙΚΑ.
4. Η οργάνωσις αντιφυµατικής ασφαλίσεως (Ο.Α.Φ.Α.) η συσταθείσα δια του Α.Ν. 19/11/35 διαλύεται, συγχωνευοµένη δυνάµει του παρόντος εις το Ι.Κ.Α., όπερ υπεισέρχεται δια του κλάδου παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος, εις το σύνολον των ενεργητικών και παθητικών της περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων και των πάσης φύσεως δικαιωµάτων και υποχρεώσεών της ως καθολικός αυτής διάδοχος.
Η ασφάλισις του κινδύνου της φυµατιώσεως αναλαµβάνεται υπό του Ι.Κ.Α. συµφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος.
Άπασα η κινητή και ακίνητος περιουσία της ΟΑΦΑ περιέρχεται δυνάµει του παρόντος εις τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος, αι δε υπάρχουσα µισθώσεις διατηρούντα υπέρ του ΙΚΑ.
5. Από της δηµοσιεύσεως του παρόντος Νόµου απαγορεύεται η σύστασις νέων Ταµείων κυρίας ασφαλίσεως εκτός µόνον τοιούτων προερχοµένων εκ συγχωνεύσεως, δύο ή πλειόνων οµοειδών λειτουργούντων ήδη Ταµείων. Επιτρέπεται όµως η ίδρυσις Επικουρικών Ταµείων δια την πραγµατοποίησιν επί πλέον των υπό του παρόντος Νόµου προβλεπόµενων παροχών, εφ’ όσον ο αριθµός των ησφαλισµένων των υπερβαίνει τους χιλίους και δεν θίγονται αι υποχρεώσεις και τα δικαιώµατα των παρ’ αυτοίς ασφαλιζοµένων προσώπων έναντι του Ι.Κ.Α.
Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αι είτε κατ’ είδος είτε κατά ποσόν ή κατ’ αµφότερα επί πλέον των υπό του Ι.Κ.Α. παρεχόµεναι τοιαύται.
∆ια Β. ∆ιατάγµατος, εφ’ άπαξ εκδοθησοµένου, προτάσει του Υπουργού Εργασίας, ορισθήσεται η διαδικασία της κατά τα ανωτέρω συγχωνεύσεως δύο ή πλειόνων οµοειδών Ταµείων Ασφαλίσεως εις ενιαίον ασφαλιστικόν φορέα. Η κατά την υπό του ειρηµένου Β. ∆/τος ορισθησοµένην διαδικασίαν πραγµάτωσις της συγχωνεύσεως, ενεργείται δι’ ειδικών Β. ∆ιαταγµάτων εκδιδοµένων, κατά πάσα περίπτωσιν συγχωνεύσεως, προτάσει του υπουργού Εργασίας, εκτός αν µεταξύ των υπό συγχώνευσιν Ταµείων συγκαταλέγονται και Ταµεία υπαγόµενα υπό την εποπτείαν ετέρων Υπουργείον, όπότε το ειδικόν ∆ιάταγµα εκδίδεται τη προτάσει και του αρµοδίου Υπουργείου.
∆ια των ανωτέρω ειδικών Β. ∆/των καθορίζονται και οι πόροι του ενιαίου Οργανισµού, η τύχη των µη περιερχοµένων τυχόν εις τούτον πόρων των συγχωνευοµένων Ταµείων, αι προϋποθέσεις απονοµής των παροχών, η έκτασις ως και το ύψος τούτων, τα της διοικήσεως αυτού, συνθέσεως των υπηρεσιών του, τα του προσωπικού του εν γένει ως και πάσα ετέρα συναφής λεπτοµέρεια.
6. Περί της εν παραγράφω 2 συγχωνεύσεως Ταµείου τινός κυρία ασφαλίσεως εις το Ι.Κ.Α. αποφασίζει Επιτροπή διοριζοµένη υπό του Υπουργού Εργασίας και αποτελουµένη εξ ενός Συµβούλου της Επικρατείας, οριζοµένου µεθ’ ενός αναπληρωτού του υπό του Προέδρου του Συµβουλίου Επικρατείας, ως Προέδρου της Επιτροπής, εκ του καθηγητού της Μαθηµατικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών µέλους του παρά τω Υπουργείω Εργασίας Συµβουλίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναπληρουµένου υπό του εν τω Συµβουλίω τούτω αναπληρωτού του, εκ του Γενικού ∆ιευθυντού του Υπουργείου Εργασίας αναπληρουµένου υπό του νοµίµου αναπληρωτού του, εκ του Προέδρου του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναπληρουµένου υπό µέλος του ∆.Σ. εκ της τάξεως των ειδικών, εκ του Γενικού ∆ιευθυντού του Ι.Κ.Α. αναπληρουµένου υφ’ ενός ∆ιευθυντού του Ι.Κ.Α. και εκ δύο αντιπροσώπων των ησφαλισµένων του υπό συγχώνευσιν Ταµείου, εξ ων ο εις µεν ορίζεται υπό του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του εν λόγω Ταµείου, ο δε έτερος υπό της Γενικής Συνοµοσπονδίας Εργατών Ελλάδος µετά των αναπληρωτών των. Χρέη Εισηγητού παρά τη Επιτροπή εκτελεί εν εκ των µελών της Επιτροπής οριζόµενον υπό του Προέδρου αυτής. Τον γραµµατέα της Επιτροπής ορίζει ο Υπουργός Εργασίας εξ υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας ή Ασφαλιστικού Οργανισµού. Τα καταβλητέα εις τα µετέχοντα της Επιτροπής πρόσωπα πραγµατικά έξοδα κινήσεως, δυνάµενα να ορίζωνται και κατ’ αποκοπήν ορίζονται κατά τας διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 48. Εν περιπτώσει αδικαιολογήτου µη προσελεύσεως µέλους τινός της Επιτροπής εις δύο συνεδριάσεις, δια µεν τα εξ υπαλλήλων µέλη της Επιτροπής η µη προσέλευσις θεωρείται ως πειθαρχικόν παράπτωµα, δια δε τα λοιπά αποτελεί λόγον αντικαταστάσεών των.
Εν περιπτώσει µη ορισµού των εν τη Επιτροπή αντιπροσώπων των ησφαλισµένων παρά του ∆.ΣΑ. του οικείου Ταµείο και παρά της ΓΣΕΕ εντός 15νθηµέρου αφ’ ης ζητηθή τούτο διορίζει τούτους ο Υπουργός Εργασίας κατ’ οικείαν κρίσιν.
Η Επιτροπή αποφαίνεται επί συγκεκριµένων ερωτηµάτων περί συγχωνεύσεως ωρισµένου Ταµείου κυρίας ασφαλίσεως εις το Ι.Κ.Α., απευθυνοµένων εις τον Πρόεδρον αυτής παρά του Υπουργού Εργασίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε τη αιτήσει του ∆.Σ. ωρισµένου Ταµείου ή της Γ.Σ.Ε.Ε. ή της οικείας επαγγελµατικής οργανώσεως. Η Επιτροπή προσκαλείται εις συνεδρίασιν παρά του Υπουργού Εργασίας ή του Προέδρου αυτής, ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων 4 τουλάχιστον µελών και εκδίδει ητιολογηµένας αποφάσεις δια πλειοψηφίας τεσσάρων τουλάχιστον ψήφων.
Η Επιτροπή υποχρεούται όπως υποβάλη την επί εκάστου ερωτήµατος απόφασίν της εις τον Υπουργόν Εργασίας εντός τριών το πολύ µηνών από της λήψεως του σχετικού ερωτήµατος.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δύναται να ζητή την υποβολήν αυτώ παντός στοιχείου όπερ ήθελε κρίνει αναγκαίον δια την µόρφωσιν γνώµης, τόσον παρά των υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας όσον και παρά των υπηρεσιών του υπό κρίσιν Ταµείου και του Ι.Κ.Α., ως και την εκτέλεσιν πάσης σχετιζοµένης µε το έργον της Επιτροπής µελέτης ή ετέρας εργασίας.
Εν περιπτώσει καθ’ ην η Επιτροπή ήθελεν αποφανθή υπέρ της συγχωνεύσεως του οικείου Ταµείου εις το Ι.Κ.Α., εκδίδεται βάσει της αποφάσεως αυτής, εισηγήσει τουΥπουργού Εργασίας, υποβαλλοµένη εις το Υπουργικόν Συµβούλιον εντός µηνός από της ανακοινώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, Β. ∆ιάταγµα, προτάσει του Υπουργικού Συµβουλίου, περί συγχωνεύσεως του οικείου Ταµείου εις το Ι.Κ.Α.
Από της δηµοσιεύσεως του ∆ιατάγµατος τούτο το υπό κρίσιν Ταµείον διαλύεται συγχωνευόµενον εις το Ι.Κ.Α., όπερ υπεισέρχεται δια του οικείου ή των οικείων του κλάδων εις το σύνολον των ενεργητικών και παθητικών του περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων, ως και των πάσης φύσεως δικαιωµάτων του και υποχρεώσεων. Τα παρ’ αυτώ ησφαλισµένα πρόσωπα συνεχίζουσι την ασφάλισιν παρά τω Ι.Κ.Α., εφαρµοζοµένων εφεξής των διατάξεων της διεπούσης το Ι.Κ.Α. νοµοθεσίας, υπό τους εν τω παρόντι νόµω οριζοµένους ειδικούς όρους.
Αι εν τη ασφαλίσει του συγχωνευοµένου Ταµείου πραγµατοποιηθείσαι ηµέραι εργασίας λογίζονται πάντως ως πραγµατοποιηθείσαι εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ δια την απόκτησιν των υπό τούτου προβλεποµένων δικαιωµάτων προς παροχάς και εις κλάσεις ορισθησοµένας δι’ αποφάσεως του ∆.Σ. του Γ.Κ.Α.
Ο χρόνος της πλασµατικής παρά τω συγχωνευοµένω Ταµείω συνταξίµου υπηρεσίας των ησφαλισµένων του εφ’ όσον ανεγνωρίσθη και εξηγοράσθη κατά τας διατάξεις της διεπούσης αυτό νοµοθεσίας, υπολογίζεται ως χρόνος πραγµατικής ασφαλίσεως και παρά τω ΙΚΑ, υπό τον όρον πάντως ότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν δια την απονοµήν ετέρας συντάξεως παρ’ Οργανισµού τινος κυρίας ασφαλίσεως ή παρά του ∆ηµοσίου. ∆ι’ ειδικού Κανονισµού καθορισθήσονται τα της εξαγοράς αναγνωρισθείσης αλλά µήπω εξαγορασθείσης εν όλων ή εν µέρει παρά των συγχωνευοµένω Ταµείω συνταξίµου υπηρεσίας.
7. Καθ’ απάσας τας περιπτώσεις συγχωνεύσεως ασφαλιστικού τινος Οργανισµού εις το ΚΑ κατ’ εφαρµογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται κατόπιν αποφάσεως του ∆.Σ. του Ι.Κ.Α. και κατά τα δια ταύτης ειδικώτερον εκάστοτε οριζόµενα, να διατηρούνται εν λειτουργία εν όλων ή εν µέρει αι υπηρεσίαι του συγχωνευθέντος Ταµείου ή Οργανισµού υπαγόµεναι πάντως υπό την ∆ιοίκησιν του Ι.Κ.Α. ∆ιαρκούσης της µεταβατικής ταύτης περιόδου, ήτις δεν δύναται να υπερβή το εξάµηνον, το προσωπικόν του συγχωνευθέντος Ταµείου ή Οργανισµού εξακολουθεί λαµβάνον παρά του Ι.Κ.Α. τας ας ελάµβανε κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως αποδοχάς µέχρις εκκαθαρίσεως της θέσεώς του κατά τα εν άρθρω 55 οριζόµενα
8. Προκειµένου περί ασφαλιστικών Οργανισµών περιλαµβανόντων και κλάδον προνοίας (εφ’ άπαξ παροχαί), ή κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου συγχώνευσις αυτών εις το Ι.Κ.Α. δύναται να περιορίζεται εις τους λοιπούς, πλην τούτου, κλάδους ασφαλίσεως. Επί µερικής κατά τ’ ανωτέρω συγχωνεύσεως το περί ταύτης Β. ∆/µα καθορίζει, εφ’ όσον δεν τηρούνται χωριστοί λ/σµοί, την περιερχοµένην εις το Ι.Κ.Α. περιουσίαν και τον αριθµόν και την κατά βαθµούς σύνθεσιν των διατηρουµένων θέσεων. Το ∆.Σ. του ούτω µερικώς συγχωνευοµένου Οργανισµού εντάσσει εις τας διατηρουµένας οργανικάς θέσεις ανάλογον εκ του συνολικού προσωπικού του αριθµόν υπαλλήλων και υπηρετών εντός διµήνου προθεσµίας από της εκδόσεως του περί συγχωνεύσεως Β. ∆/τος, του υπολοίπου προσωπικού του διεποµένου υπό των διατάξεων του παρόντος Νόµου των αφορωσών τα του προσωπικού των συγχωνευοµένων εις το ΙΚΑ Οργανισµών Κοινωνικής Ασφαλίσεως.
9. Οσάκις εις το συγχωνευόµενον κατά τα ανωτέρω εις το ΙΚΑ Ταµείον ασφαλίζονται εν µέρει και πρόσωπα µη υπαγόµενα εις τας διατάξεις του παρόντος, ταύτα συνεχίζουν την ασφάλισίν των εις τινα ή πλείονας εκ των εν τη χώρα λειτουργούντων Ασφαλιστικών Οργανισµών οριζοµένων δια του περί συγχωνεύσεως ∆ιατάγµατος, µεταξύ των οργανισµών των καλυπτοµένων αναλόγους ή τας µάλλον οµοειδείς κατηγορίας εργαζοµένων. Εις τας περιπτώσεις ταύτας δια του ∆ιατάγµατος ορίζεται και η κατανοµή της περιουσίας του συγχωνευοµένου Ταµείου εις το ΙΚΑ και τους ανωτέρω Οργανισµούς, ως και αι αναλογίαι του Προσωπικού του συγχωνευοµένου Ταµείου, το οποίον θα δύναται να ενταχθή εις τούτους ή να µεταταχθή εις το Ι.Κ.Α., κατ’ εφαρµογήν των διατάξεων του άρθρου 55 του παρόντος. Τα κατά τ’ ανωτέρω πρόσωπα δύνανται αντί της υπαγωγής των εις έτερον Ταµείον να συνεχίσωσι προαιρετικώς την ασφάλισίν των παρά τω Ι.Κ.Α. κατά τας διατάξεις ειδικού Κανονισµού.
10. ∆ιατάξεις της διεπούσης τα συγχωνευόµενα εις το Ι.Κ.Α. Ταµεία Νοµοθεσίας, άσχετοι προς την υπό τούτων ασκουµένην ασφάλισιν (επαγγελµατική κατοχύρωσις κ.λπ.), εξακολουθούν ισχύουσαι και µετά την δηµοσίευσιν του ειδικού περί συγχωνεύσεως διατάγµατος, του Ι.Κ.Α. υπεισερχοµένου εις τας αρµοδιότητας του συγχωνευοµένου Ταµείου, εκτός αν άλλως ορίζεται εν τω παρόντι νόµω.
Τα παρά τω ΙΚΑ ασφαλιζόµενα πρόσωπα δια τους κλάδους ασθενείας και μητρότητος εις χρήµα και εις δέος, συνεχίζουσι δικαιούµενα των παροχών των ανωτέρω κλάδων μετά την διακοπήν της ασφαλίσεώς των παρ’ αυτώ λόγω της συνταξιοδοτήσεώς των παρ’ ειδικού ταµείου, υφ’ ους όρους και προϋποθέσεις δικαιούνται τούτων και οι συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α., εφ’ όσον πάντως πρόκειται περί συνταξιούχων λόγω θανάτου ή λόγω αναπηρίας ή συµπληρωσάντων το 60όν προκειµένου περί αρρένων και το 55όν προκειµένου περί θηλέων έτος ηλικίας των. Των αυτών δικαιωµάτων απολαύουν και τα µέλη οικογενείας αποβιούντων ως άνω ησφαλισµένων του ΙΚΑ, εφ’ όσον χρόνον συνταξιοδοτούνται παρ’ ειδικού Ταµείου.
Αι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν και δια τους μέχρι της ισχύος του παρόντος συνταξιοδοτηθέντας παρ’ ειδικών Ταµείων ως άνω ησφαλισµένους του Ι.Κ.Α. και τα µέλη οικογενείας τούτων εφ’ όσον συνταξιοδοτούνται κατά τα ανωτέρω υπό του ειδικού Ταµείου.
∆ια κανονισµών θέλει προσδιορισθή ο χρόνος και η εν γένει διαδικασία περαιτέρω επεκτάσεως της ασφαλίσεως του ΙΚΑ, εις τα κατά τα άρθρα 2 και 3 του παρόντος πρόσωπα, ως και αι υποχρεώσεις αυτών και των τυχόν εργοδοτών. Η τοιαύτη επέκτασις δύναται να γίνη είτε συνολικώς και κατά επαγγελµατικάς κατηγορίας ή κατά πόλεις και οικισµούς, είτε κατά συνδυασµόν αµφοτέρων των κριτηρίων τούτων και δη, είτε δι’ άπαντας τους κλάδους της ασφαλίσεως, είτε δια τινας ή δια τινα µόνον εξ αυτών ή και δι’ ωρισµένας µόνον κατηγορίας παροχών ωρισµένου κλάδου. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει, µερικής εφαρµογής ωρισµένου κλάδου της ασφαλίσεως, δια του Κανονισµού ορίζονται και τα καταβλητέα τµήµατα εισφορών παρά των ησφαλισµένων και των τυχόν εργοδοτών των.
Οι κάτωθι εν τω παρόντι χρησιµοποιούµενοι όροι σηµαίνουσιν αντιστοίχως:
1. Ησφαλισµένος και ησφαλισµένοι: Τα πρόσωπα εκ των εν τω άρθρω2 αναφεροµένων τα µη εµπίπτοντα εις τας εξαιρέσεις του άρθρου 3 και 4 υπαχθέντα εις την ασφάλισιν.
2. Ηµέραι εργασίας: Τας ηµέρας καθ’ ας οι ησφαλισµένοι από της υπαγωγής των εις την ασφάλισιν του Ι.Κ.Α. δικαιούνται αµοιβής εις χρήµα ή εις είδος δι’ εργασίαν παρεχοµένην κατά τους ορισµούς των άρθρων 2 του παρόντος ή καθ’ ας δικαιούνται αµοιβής κατά την κειµένην Νοµοθεσίαν άνευ πραγµατικής παροχής των υπηρεσιών των (στράτευσις, άδειαι) ή προκειµένου περί αυτοτελώς εργαζοµένων αι ηµέραι δι’ ας καταβάλλονται αι κεκανονισµέναι εισφοραί.
3. Συνταξιούχοι: Τους λόγους αναπηρίας ή γήρατος ή θανάτου συνταξιούχους και τους επιδοµατούχους λόγω αναπροσαρµογής.
4. Ατύχηµα: Το εν τη εργασία ή εξ αφορµής ταύτης βίαιον συµβάν και την επαγγελµατικήν ασθένειαν.
5. Εργοδότης:
α΄) Τα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δια λογαριασµόν των οποίων τα υπαγόµενα εις την ασφάλισιν πρόσωπα προσφέρουν την εργασίαν των.
β΄) Θεωρούνται ως εργοδόται προκειµένου περί φορτώσεων και εκφορτώσεων:
αα) Πλοίων, οι οικείοι εφοπλισταί και οι πράκτορες αλληλεγγύως, εκτός εάν αι τοιαύται εργασίαι εκτελούνται παρ’ Οργανισµών ∆ηµοσίου ∆ικαίου, οπότε ως εργοδότης θεωρείται ο οικείος Οργανισµός.
ββ) Χερσαίων και εναερίων µεταφορών, αι οικείαι επιχειρήσεις κατά τας διατάξεις κανονισµού.
γ΄) ∆ια τας οικοδοµικάς εργασίας ως εργοδόται θεωρούνται, αλληλεγγύως ο κύριος του ανεγειροµένου, συµπληρουµένου, µεταρρυθµιζοµένου, επισκευαζοµένου ή κατεδαφιζοµένου κτίσµατος και οι οικείοι εργολάβοι.
δ΄) Προκειµένου περί ησφαλισµένων αυτοτελώς εργαζοµένων ή τοιούτων µη εχόντων σταθερόν εργοδότην ή απασχολουµένων δια λογαριασµόν πολλών εργοδοτών, εάν ούτοι συνέστησαν ασφαλιστικόν συνεταιρισµόν κατά το άρθρον 26 παρ. 2 ως εργοδότης θεωρείται ο Συνεταιρισµός ούτος.
ε΄) ∆ι’ εργασίας, επιχειρήσεις ή εκµεταλλεύσεις διεξαγοµένας δια λογαριασµόν του ∆ηµοσίου, δυνάµει παραχωρήσεως ή εργολαβίας, ως εργοδόται θεωρούνται οι ανάδοχοι ή οι εργολάβοι. Εις τας ανωτέρω περιπτώσεις η αρµοδία δηµοσία αρχή υποχρεούται όπως προ της ολοκληρωτικής εξοφλήσεως αξιοί την προσαγωγήν αυτή βεβαιώσεως της οικείας υπηρεσίας του Ι.Κ.Α. περί εξοφλήσεως των προς τούτο οφειλοµένων εισφορών, παρακρατούσα εν εναντία περιπτώσει το αντίστοιχον ποσόν και καταβάλλουσα τούτο απ’ ευθείας προς το Ι.Κ.Α.
στ΄) Επί εργασιών αίτινες επιχειρούνται υπό του κυρίου αυτών δια µεσολαβούντων προσώπων, άτινα αναλαµβάνουσι την εκτέλεσιν τµήµατος της εργασίας, εφ’ όσον τα µεσολαβούντα πρόσωπα προσλαµβάνουσι και αµείβουσι τους εκτελεστάς αυτών, εργοδόται είναι αλληλεγγύως ο τε κύριος της εργασίας και πάντα τα µεσολαβούντα πρόσωπα.
Το ΙΚΑ έχει ως πόρους:
α΄) Εισφοράς των παρ’ αυτώ ησφαλισµένων.
β΄) Εισφοράς των εργοδοτών.
γ΄) Τα ποσά τα προερχόµενα εκ της δια κανονισµού ορισθησοµένης τυχόν συµµετοχής των ησφαλισµένων ή των συνταξιούχων εις τας δαπάνας δια την χορήγησιν εις αυτούς και τα µέλη της οικογενείας των ασφαλιστικών παροχών.
δ΄) Τας πάσης φύσεως προσόδους εκ της περιουσίας αυτού.
ε΄) Τα πρόστιµα και τας χρηµατικάς ποινάς τας επιβαλλοµένας δια παραβάσεις του παρόντος νόµου, ων ο τρόπος ος εις το ΙΚΑ αποδόσεως θέλει ορισθή δια διατάγµατος, προκαλουµένου υπό του Υπουργού Εργασίας, αιτήσει του ∆.Σ. του ΙΚΑ.
στ) Παν έσοδον πραγµατοποιούµενον παρ’ αυτού εκ δωρεάς, κληρονοµίας, κληροδοσίας ή άλλης αιτίας και
ζ) Τα εκ της παρά του ΙΚΑ διαθέσεως των χρησίµων δια την λειτουργίαν της ασφαλίσεως εντύπων και άλλων εκδόσεων, άτινα θέλουσιν ορίσει Κανονισµοί.
η) Εισφοράς του Κράτους, καταβλητέας, από του οικονοµικού έτους 1953-1954, καθοριζοµένης δε κατ’ έτος δι’ αποφάσεως του Υπουργού Οικονοµικών, δια της αναγραφής της σχετικής πιστώσεως εις τον ειδικόν προϋπολογισµόν του Υπουργείου Εργασίας. Αν εν λόγω κρατικαί εισφοραί κατανέµονται προτάσει του ∆.Σ. του ΙΚΑ δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας εις ένα ή πλείονας των ασφαλιστικών κλάδων, και αναλόγως των αναγκών εκάστου.
1. Ο παρά το Ιδρύµατι ησφαλισµένος δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος ή αναπηρίας εάν:
α) Επραγµατοποίησε δύο χιλιάδες πεντακοσίας (2.500 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας και δεν συντρέχει περίπτωσις εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 51 του παρόντος, συνεπλήρωσε δε και τα κατά το επόµενον εδάφιον β΄ όρια ηλικίας ή κατέστη ανάπηρος κατά την έννοιαν της εποµένης παραγράφου, ή
β) Επραγµατοποίησεν ανά εκατόν (100) τουλάχιστον ηµέρας εργασίας καθ’ έκαστον των πέντε ηµερολογιακών ετών, των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ο συνεπλήρωσε το 60ον προκειµένου περί θηλέων έτος της ηλικίας ή καθ’ ό υπέβαλε την περί απονοµής αυτώ
συντάξεως λόγω γήρατος αίτησίν του µετά την συµπλήρωσιν των ανωτέρω ορίων ηλικίας ή καθ’ ο κατέστη ανάπηρος κατά την έννοιαν της εποµένης παραγράφου.
Προκειµένου ειδικώς περί ησφαλισµένων συνταξιοδοτουµένων παρά του ∆ηµοσίου ή παρ’ ετέρου Οργανισµού κυρίας ασφαλίσεως κατά τον χρόνον της υποβολής της αιτήσεως περί συνταξιοδοτήσεώς των, δια την απονοµήν συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος παρά του Ι.Κ.Α., δέον όπως ο ησφαλισµένος κατέστη ανάπηρος ή συνπερλήρωσε τα κατά ανωτέρω όρια ηλικίας και επραγµατοποίησε εκτός των εκ των εδαφίω β΄ προϋποθέσεων και 1500 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας συνυπολογιζοµένων εις ταύτας και των κατά το εδ. β΄ ηµερών, µη εφαρµοζοµένης δε ως προς τούτος της διατάξεως του εδαφίου α΄.
2. Ο ησφαλισµένος θεωρείται ανάπηρος κατά την έννοιαν της διατάξεως της προηγουµένης παραγράφου, εάν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωµατικής ή πνευµατικής εξαµήνου τουλάχιστον κατ’ ιατρικήν πρόβλεψιν διαρκείας, δεν δύναται να κερδίζη δι’ εργασίας ανταποκρινοµένης εις τας δυνάµεις, τας δεξιότητας, την µόρφωσιν και την συνήθη αυτού επαγγελµατικήν απασχόλησιν, πλέον του τρίτου εκείνου όπερ συνήθως κερδίζει εν τη αυτή περιφερεία και επαγγελµατική κατηγορία σωµατικώς και πνευµατικώς υγιής άνθρωπος της αυτής µορφώσεως.
Εάν ο ησφαλισµένος δύναται να κερδίζη υπό τας εν τω προηγουµένω εδαφίω οριζοµένας προϋποθέσεις και όρους, πέον µεν του τρίτου ουχί όµως και των 2/3 εκείνου όπερ κερδίζει σωµατικώς και πνευµατικώς υγιής άνθρωπος, δικαιούται, εφ’ όσον είχε συµπληρώσει και τον υπό της παραγράφου 1 απαιτούµενον αριθµόν ηµερών εργασίας, ειδικού επιδόµατος αναπροσαρµογής ίσου προς το ποσόν της ης θα εδικαιούτο συντάξεως λόγω αναπηρίας. Το ανωτέρω επίδοµα καταβάλλεται αδιαφόρως ασκήσεως παρά του επιδοµατούχου οιασδήποτε εξηρτηµένης ή αυτοτελούς απασχολήσεως και επί µίαν διετίαν το πολύ. Η καταβολή όµως του επιδόµατος τούτου δύναται να εξαρτάται εκ της αποδοχής εκ µέρους του επιδοτούµενου της υποδεικνυοµένης αυτώ παρά του Ι.Κ.Α. επαγγελµατικής αναπροσαρµογής.
3. Εάν ησφαλισµένος κατέστη ανάπηρος εκ προθέσεως ή συνεπεία πληµµελήµατος ή κακουργήµατος παρ’ αυτού διαπραχθέντος, αποδεικνύεται δε η ενοχή του δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, δεν δικαιούνται συντάξεως αναπηρίας ή επιδόµατος αναπροσαρµογής.
Εάν όµως υπάρχωσι πρόσωπα εκ των εις την παράγραφον 6 αναφεροµένων, ταύτα δικαιούνται της συντάξεως ης θα εδικαιούντο εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισµένου.
4. Ηµέραι εργασίας πραγµατοποιούµεναι κατά το πρώτον έτος µετά την συµπλήρωσιν των κατά την παράγραφον 1 ορίων ηλικίας, συνπολογίζονται άπασαι εις τας υπό της αυτής παραγράφου 1 απαιτουµένας ηµέρας εργασίας, αι κατά τα επόµενα όµως έτη πραγµατοποιούµεναι συνυπολογίζονται µετ’ αφαίρεσιν 50 ηµερών εκ των πραγµατοποιηθεισών καθ’ έκαστον ηµερολογιακόν έτος.
5. Εάν ο παρά τω Ιδρύµατι ησφαλισµένος συνεπλήρωσε 2.500 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας εξ ων ανά 100 τουλάχιστον καθ’ έκαστον των πέντε ηµερολογιακών ετών, των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ο υποβάλλεται η αίτησις περί απονοµής συντάξεως, δικαιούται συντάξεως γήρατος ηλαττωµένης κατά το 1/200 της πλήρους µηνιαίας συντάξεως, δι’ έκαστον µήνα ελλείποντα εκ των υπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οριζοµένων ορίων ηλικίας, εφ’ όσον συνεπλήρωσε το 60ον έτος της ηλικίας του προκειµένου περί ησφαλισµένου και το 55ον έτος της ηλικίας προκειµένου περί ησφαλισµένης.
Από της συµπληρώσεως των αυτών ορίων ηλικίας, ήτοι του 60ου προκειµένου περί αρρένων και του 55ου προκειµένου περί θηλέων, δικαιούνται συντάξεως συντρεχουσών των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 εδ. α΄ και δη άνευ των κατά τα ανωτέρω µειώσεων, οι ησφαλισµένοι οι επί µακρόν απασχολούµενοι εις ιδιαζόντως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλµατα καθοριζόµενα δια Κανονισµού, όστις θέλει καθορίσει πλην του χρόνου απασχολήσεως εις τα εν λόγω επαγγέλµατα και παν σχετικόν µε την συνταξιοδότησιν τούτων ζήτηµα.
Ο δια της παρούσης διατάξεως προβλεπόµενος δια την εφαρµογήν αυτής Κανονισµός δεν δύναται να τεθή εν ισχύϊ πρό της 1ης Ιανουαρίου 1953.
6. Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή ησφαλισµένου τυγχάνοντος επιδόµατος αναπροσαρµογής κατά τα εν παρ. 2 εδ. δεύτερον οριζόµενα, αδιαφόρως ορίου ηλικίας ως και εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισµένου, αδιαφόρως
ορίου ηλικίας ως και εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισµένου, εάν ο θανών είχε πραγµατοποιήσει τον εν παρ. 1 εδ. α΄ οριζόµενον αριθµόν ηµερών εργασία ή ανά 100 τουλάχιστον καθ’ έκαστον εντός πέντε ηµερολογιακών ετών των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ό έλαβε χώραν ο θάνατος, δικαιούνται συντάξεως κατά τας εποµένας παραγράφους:
α) Η χήρα ή ο άπορος και ανάπηρος χήρος, ου η συντήρησις εβάρυνε κυρίως την θανούσαν.
β) Τα νόµιµα τέκνα, τα νοµιµοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα και υιοθετηθέντα, ων η υιοθεσία έλαβε χώραν εν τουλάχιστον έτος προ του θανάτου του ή της χορηγήσεως συντάξεως ή επιδόµατος αναπροσαρµογής εις τον θετόν πατέρα και τα οποία δεν λαµβάνουσιν οπωσδήποτε σύνταξιν εκ του Ι.Κ.Α. και επί θανάτου ησφαλισµένης ή συνταξιούχου ή επιδοµατούχου λόγω αναπροσαρµογής και τα νόθα αυτής τέκνα.
γ) Οι κατά τον χρόνον του θανάτου ησφαλισµένου ή συνταξιούχου ή επιδοµατούχου λόγω αναπροσαρµογής ορφανοί πατρός και µητρός έγγονοι και προγονοί, εφ’ όσον πάντες ούτοι συντηρούνται κυρίως υπό του θανόντος (ή την θανούσαν).
7. Η χήρα (χήρος) δεν δικαιούται συντάξεως.
Α΄. Εάν ο θάνατος του συζύγου (της συζύγου) επήλθε προ της παρόδου εξ µηνών από της τελέσεως του γάµου, εκτός:
α) Εάν ο θανάτος οφείλεται εις ατύχηµα εργατικόν ή µη.
β) Εάν, υφισταµένου του γάµου, εγεννήθη ή δια του γάµου ενοµιµοποιήθη τέκνον.
γ) Εάν η χήρα κατά τον χρόνον του θανάτου τελή εις κατάστασιν εγκυµοσύνης και
Β΄. Εάν ο θανών (η θανούσα) ελάµβανε κατά την τέλεσιν του γάµου σύνταξιν αναπηρίας ή γήρατος ή επίδοµα αναπροσαρµογής, ο δε θάνατος επήλθε προ της πρόδου 24 µηνων από της τελέσεως του γάµου, εκτός αν και εν τη περιπτώσει ταύτη συντρέχη λόγος τις εκ των ανωτέρω υπό στοιχ. α΄, β΄ και γ΄ αναφεροµένων.
8. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται η χήρα (χήρος), ισούται προς τα ογδοήκοντα εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
9. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται έκαστον τέκνον, ισούται προς τα είκοσιν εκατοστά του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
Προκειµένου όµως περί τέκνου ορφανού εξ αµφοτέρων των γονέων, η κατά το προηγούµενον εδάφιον σύνταξις αυτού τριπλασσιάζεται.
Το σύνολον πάντως των συντάξεων της χήρας (χήρου) και των τέκνων, δεν δύνανται να υπερβαίνη το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης) και µη υπαρχούσης χήρας (χήρου) δικαιουµένης συντάξεως, τα ογδοήκοντα εκατοστά του εν λόγω ποσού.
Εάν το σύνολον των συντάξεων υπερβαίνη τα όρια του προηγουµένου εδαφίου, η σύνταξις εκάστου δικαιουµένου µειούται αναλόγως.
10. Οι περί ων η παράγραφος 6 έγγονοι, προγονοί και γονείς δικαιούνται συντάξεως, εάν δεν υπάρχουν χήρα (χήρος) ή τέκνα δικαιούµενα συντάξεως ή επί υπαρχόντων τοιούτων, δια της ικανοποιήσεως των εις σύνταξιν δικαιωµάτων αυτών δεν εξαντλείται το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης).
11. Το ποσόν της συντάξεως εκάστου εγγόνου, προγονού, του πατρός ή της µη χήρας µητρός, ισούται προς τα είκσιν εκατοστά της συντάξεως του θανόντος (της θανούσης), της δε χήρας µητρός εις τα 40% της αυτής συντάξεως, χωρίς όµως το σύνολον των συντάξεων των εγγόνων, προγονών και γονέων να δύναται να υπερβή εν µεν τη πρώτη περιπτώσει της προηγουµένης παραγράφου το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης), εν δεν τη δευτέρα περιπτώσει της αυτής παραγράφου το ποσόν το αποµένον εκ της εν λόγω συντάξεως µετά την ικανοποίησιν του εις σύνταξιν δικαιώµατος της χήρας (χήρου) ή των τέκνων.
Αι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παγράφου 9 εφαρµόζονται αναλόγως και εν προκειµένω.
12. Ως σύνταξις του θανόντος (θανούσης) δια τον υπολογισµόν των ποσοστών των συντάξεων των περί ων το παρόν άρθρον µελών οικογενείας, λογίζεται το ποσόν της βασικής συντάξεως, (άρθρον 29 παρ. 1 εδαφ. α΄ και β΄) το οποίον ελάµβανεν ο θανών (θανούσα) συνταξιούχος λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή ο (η) επιδοµατούχος λόγω αναπροσαρµογής ή εις ο θα εδικαιούτο ο θανών αν κατά την ηµέραν του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος, µη συνυπολογιζοµένων των τυχόν προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών βαρών και απολύτου αναπηρίας.
13. Πρόσωπα εκ των κατά το παρόν άρθρον δικαιουµένων συντάξεως, στερούνται παντός επ’ αυτής δικαιώµατος, εάν δι’ αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, ήθελον καταδικασθή δια πράξιν, αποτέλεσµα της οποίας υπήρξεν ο θάνατος του ησφαλισµένου ή του συνταξιούχου (της ησφαλισµένης ή της συνταξιούχου).
Εάν ο παρά τω Ιδρύµατι ησφαλισµένος συνεπλήρωσε 2.500 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας εξ ων ανά 100 τουλάχιστον καθ’ έκαστον των πέντε ηµερολογιακών ετών, των αµέσως προηγουµένων του έτους καθ’ ο υποβάλλεται η αίτησις περί απονοµής συντάξεως, δικαιούται συντάξεως γήρατος ηλαττωµένης κατά το 1/200 της πλήρους µηνιαίας συντάξεως, δι’ έκαστον µήνα ελλείποντα εκ των υπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οριζοµένων ορίων ηλικίας, εφ’ όσον συνεπλήρωσε το 60ον έτος της ηλικίας του προκειµένου περί ησφαλισµένου και το 55ον έτος της ηλικίας προκειµένου περί ησφαλισµένης.
Από της συµπληρώσεως των αυτών ορίων ηλικίας, ήτοι του 60ου προκειµένου περί αρρένων και του 55ου προκειµένου περί θηλέων, δικαιούνται συντάξεως συντρεχουσών των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 εδ. α΄ και δη άνευ των κατά τα ανωτέρω µειώσεων, οι ησφαλισµένοι οι επί µακρόν απασχολούµενοι εις ιδιαζόντως βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλµατα καθοριζόµενα δια Κανονισµού, όστις θέλει καθορίσει πλην του χρόνου απασχολήσεως εις τα εν λόγω επαγγέλµατα και παν σχετικόν µε την συνταξιοδότησιν τούτων ζήτηµα.
Ο δια της παρούσης διατάξεως προβλεπόµενος δια την εφαρµογήν αυτής Κανονισµός δεν δύναται να τεθή εν ισχύϊ πρό της 1ης Ιανουαρίου 1953.
1. Εις τους ησφαλισµένους και τα µέλη της οικογενείας αυτών, τα αναφερόµενα εις το άρθρον 33, παρέχεται ιατρική περίθαλψις, εφ’ όσον ο ησφαλισµένος έχει πραγµατοποιήσει 50 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας είτε κατά το προηγούµενον της ηµέρας της αναγγελίας της ασθενείας ή της πιθανής ηµέρας τοκετού ηµερολογιακόν έτος, είτε κατά το τελευταίον προ της τοιαύτης αναγγελίας 15µηνον, µη συνυπολογιζοµένων πάντως εις τας άνω 50 ηµέρας εργασίας των κατά το τελευταίον ηµερολογιακόν τρίµηνον του 15µήνου πραγµατοποιηθεισών ηµερών εργασίας.
∆ια κανονισµού ορισθήσεται ο τρόπος, παροχής της ιατρικής περιθάλψεως και η έκτασις των παροχών. Ηµέραι, καθ’ ας ο ησφαλισµένος ελάµβανεν επίδοµα ανεργίας ή ασθενείας, θεωρούνται ως ηµέραι εργασίας εν τη εννοία της παρούσης παραγράφου.
2. Οι συνταξιούχοι και οι επιδοµατούχοι λόγω αναπροσαρµογής και τα µέλη της οικογενείας αυτών τα αναφερόµενα εις το άρθρον 33, δικαιούνται ιατρικής περιθάλψεως κατά τα διακανονισµού ορισθησόµενα εφ’ όσον χρόνον τυγχάνουν συντάξεως ή επιδόµατος αναπροσαρµογής και επί εξ µήνας µετά τη λήξιν αυτών.
3. Ιατρική περίθαλψις, παρέχεται εφ’ όσον διαρκεί η ασθένεια έστω και αν εν τω µεταξύ έπαυσε πληρούν το ησφαλισµένον πρόσωπον τας προϋποθέσεις της παραγράφου 1.
Περίθαλψις όµως δια νέαν περίπτωσιν ασθενείας, παρέχεται µόνον εφ’ όσον πληρούνται αι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.
4. Η ιατρική περίθαλψις περιλαµβάνει ιατρικάς φροντίδας, παρακλινικάς εξετάσεις πάσης φύσεως, ειδικάς θεραπείας, φάρµακα, συνήθη και ειδικά θεραπευτικά µέσα και προθέσεις, λουτροθεραπείαν καθώς και περίθαλψιν εις πάσης φύσεως θεραπευτήρια, ως τοιούτων νοουµένων των ασύλων και των σανατορίων, εφ’ όσον παρίσταται ανάγκη, και εις ην έκτασιν επιβάλλει η κατάστασις του ασθενούς. Αι ιατρικαί φροντίδες παρέχονται δωρεάν. Ως προς τας λοιπάς παροχάς το ΙΚΑ δύναται να καθορίση δια κανονισµού ποσοστόν συµµετοχής του ησφαλισµένου ή συνταξιούχου ή των εν άρθρω 33 αναφεροµένων µελών οικογενείας τούτων εις την σχετικήν δαπάνην, µη δυναµένην να υπερβή το 1/4 ταύτης.
Η χρονολογία ενάρξεως χορηγήσεως των υπό του παρόντος νόµου προβλεποµένων επί πλέον των του Ν. 6298/1934 κατηγοριών παροχών ιατρικής περιθάλψεως, θέλει καθορισθή δια Κανονισµού, είτε ενιαίως δια το σύνολον αυτών, είτε κατά κατηγορίας, υποχρεουµένου πάντως του Ι.Κ.Α. όπως ολοκληρώση την ιατρικήν περίθαλψιν µέχρι 31/12/52.
5. Εάν εν ελλείψει κλίνης ή άλλων θεραπευτικών εγκαταστάσεων δεν είναι δυνατή η νοσηλεία ασθενούς φυµατικοού εις Σανατόριον, είτε γενικώς είτε δι’ όλον τον απαιτούµενον χρόνον συµφώνως προς τα δεδοµένα της ιατρικής επιστήµης, δύναται να αναλαµβάνεται υπό του Ι.Κ.Α. ή κατ’ οίκον νοσηλεία αυτού µέχρις ότου διαπιστωθή ιατρικώς ότι δεν χρήζει σανατοριακής περιθάλψεως ή µέχρις ότου εξευρεθούν τα µέσα προς παροχήν τοιαύτης. Κατά το διάστηµα τούτο ο ασθενής εκτός της πλήρους ιατρικής περιθάλψεως, η οποία παρέχεται προς αυτόν κατ’ οίκον λαµβάνει επί πλέον τα βασικά είδη του καθηµερινού διαιτολογίου των φυµατικών, του προβλεποµένου δια τους νοσηλευοµένους εις σανατόρια του ΙΚΑ ή δια λογαριασµού τούτου εις έτερα τοιαύτα ή το αντίτιµον αυτών εις χρήµα συµφώνως προς τα δια κανονισµού ορισθησόµενα.
Η παροχή των τροφίµων ή του αντιτίµου τούτων εξακολουθεί και επί 6 µήνας µετά την έξοδον του ασθενούς εκ του σανατορίου ή την διαπίστωσιν της εκλείψεως της ανάγκης σανατοριακής περιθάλψεως, προκειµένου περί νοσηλευοµένου κατά τα ανωτέρω κατ’ οίκον ασχέτως προς το προβλεπόµενον υπό του άρθρου 38 χρηµατικόν επίδοµα ασθενείας.
6. Εάν εν τω τόπω διαµονής του ασθενούς δεν είναι δυνατή η νοσηλεία εν Θεραπευτηρίω ή η παροχή των δεουσών ειδικών ιατρικών φροντίδων και γενικώς της δεούσης ιατρικής περιθάλψεως ην απαιτεί η ασθένειά του, το ΙΚΑ συµµετέχει καθ’ ο µέτρον και υφ’ ους όρους και προϋποθέσεις θέλει ορίζει κανονισµός, εις τας δαπάνας προς µετάβασιν και επιστροφήν του ασθενούς, εν ανάγκη δε και ενός συνοδού αυτού, εκ του τόπου της διαµονής του εις το πλησιέστερον κέντρον, ένθα είναι δυνατόν να παρασχεθή εις αυτόν η δέουσα ιατρική περίθαλψις.
7. Εις περίπτωσιν τοκετού ησφαλισµένης ή συνταξιούχοι ή συζύγου ησφαλισµένου ή συνταξιούχοι η ιατρική περίθαλψις περιλαµβάνει την δέουσαν µαιευτικήν περίθαλψιν κατ’ οίκον, εν µαιευτηρίω ή θεραπευτηρίω, την παροχήν φαρµάκων κλπ. κατά τους διαγραφοµένους παρά των Κανονισµών όρους.
Εις περίπτωσιν αδυναµίας παροχής µαιευτικής κατά τα ανωτέρω περιθάλψεως, χορηγείται εφ’ άπαξ βοήθηµα οριζόµενον δι’ αποφάσεως του ∆.Σ. του Ι.ΚΑ., εις ποσόν ουχί πάντως κατώτερον του 5πλασίου του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της ανωτάτης ασφαλιστικής κλάσεως.
8. Ο τρόπος της παροχής των ιατρικών φροντίδων, αι σχέσεις Ι.Κ.Α. και ιατρών, φαρµακοποιών και θεραπευτηρίων γενικώς, τα του καταλογισµού αυτών δι’ αδικαιολογήτως πραγµατοποιηθείσας παροχάς, και παν έτερον σχετικόν θέµα, θέλουσι καθορισθή δια Κανονισµού. ∆ια Κανονισµού θέλει επίσης ρυθµισθή ο τρόπος χορηγήσεως φαρµάκων, δυναµένου του Ι.Κ.Α. να εισάγη, παρασκευάζη, αποθηκεύη και να χορηγή φάρµακα, φαρµακευτικόν και υγειονοµικόν υλικόν, και παντός είδους προθέσεις εις τα δικαιούµενα πρόσωπα. Το Ι.Κ.Α. ασκεί έλεγχον των παρεχοµένων φαρµάκων δια δειγµατοληψιών, ων τας καθ’ έκαστον λεπτοµερείας θέλει ρυθµίζει κανονισµός.
9. Άπασαι αι περί ων το παρόν άρθρον χρηµατικαί παροχαί αντικαταστάσεως εις είδος τοιούτων, βαρύνουσι τον κλάδον παροχών ασθενείας και µητρότητος εις είδος.
10. Ειδικώς δια την παροχήν σανατοριακής περιθάλψεως ή των αντί ταύτης αναφεροµένων εν παρ. 5 του παρόντος παροχών, απαιτείται εκτός των εν § 1 οριζοµένων προϋποθέσεων και η πραγµατοποίησις εκ µέρους των ησφαλισµένου τριακοσίων πεντήκοντα (350) τουλάχιστον ηµερών εργασίας κατά τα τέσσαρα προηγούµενα της ηµέρας της αναγγελίας ηµερολογιακά έτη.
Ωσαύτως η ηµεροµηνία ενάρξεως της παροχής σανατοριακής περιθάλψεως εις µέλη οικογενείας ησφαλισµένου ή συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή επιδοµατούχου λόγω αναπροσαρµογής δεν δύναται να ορισθή δια του Κανονισµού εις χρόνον προγενέστερον της 1 Ιανουαρίου 1954, µη εφαρµοζοµένης δια την παροχήν ταύτης της διατάξεως της παρ. 4 εδ. δεύτερον του παρόντος άρθρου. ∆ι’ αποφάσεως του Υπουργικού Συµβουλίου, λαµβανοµένης προτάσει του Υπουργού Εργασίας, η ως άνω ηµεροµηνία δύναται, εάν συντρέχουν σοβαροί προς τούτο λόγοι να µετατίθεται µέχρι της 31 ∆εκεµβρίου 1954.
1. ∆ια την χορήγησιν των παροχών της ασφαλίσεως, δεν απαιτείται η συµπλήρωσις των καθοριζοµένων εν άρθροις 28, 31, 32 και 35 ηµερών εργασίας, εάν το γεγονός το θεµελιούν το εις παροχάς δικαίωµα οφείλεται εις βίαιον συµβάν, επελθόν κατά την εκτέλεσιν της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής ή εις επαγγελµατικήν ασθένειαν. Εάν το γεγονός το θεµελιούν το εις παροχάς δικαίωµα οφείλεται εις βίαιον συµβάν µη επελθόν όµως εν τη εκτελέσει ή εξ αφορµής της εργασίας δια την χορήγησιν των ανωτέρω παροχών αρκεί η συµπλήρωσις του ηµίσεως µόνον αριθµού ηµερών εργασίας των υπό των ανωτέρω άρθρων οριζοµένων.
∆ια κανονισµού ορισθήσεται ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία της βεβαιώσεως των ατυχηµάτων και επί επαγγελµατικών ασθενειών το είδος αυτών.
∆ια κανονισµού θέλουσιν ορισθή ωσαύτως αι επιχειρήσεις και τα ελάχιστα όρια χρόνου διαρκείας της εργασίας εις αυτάς, δια την απόκτησιν δικαιώµατος επί των ασφαλιστικών παροχών λόγω επαγγελµατικής ασθενείας κατά τα ανωτέρω.
2. Εάν δια δικαστικής αποφάσεως βεβαιούται, ότι το ατύχηµα εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, οφείλεται εις δόλον του εργοδότου ή του υπ’ αυτού προστηθέντος προσώπου, ο εργοδότης υποχρεούνται όπως καταβάλη:
α) Εις το ΙΚΑ πάσαν την δαπάνην τούτου, την προκληθείσαν εκ της λόγω του ατυχήµατος χορηγήσεως παροχών και
β) Εις τον παθόντα ή εν περιπτώσει θανάτου τούτου εις τα κατά το άρθρον 28 πρόσωπα, την διαφοράν µεταξύ του ποσού της κατά τον Αστικόν Κώδικα ανηκούσης αυτοίς αποζηµιώσεως και του ολικού ποσού των κατά τον παρόντα νόµον χορηγητέων αυτοίς παροχών.
∆ια κανονισµού ορισθήσεται ο τρόπος υπολογισµού των εν εδαφίω α΄ της παραγράφου ταύτης δαπανών.
∆ια την χορήγησιν των παροχών της ασφαλίσεως, δεν απαιτείται η συµπλήρωσις των καθοριζοµένων εν άρθροις 28, 31, 32 και 35 ηµερών εργασίας, εάν το γεγονός το θεµελιούν το εις παροχάς δικαίωµα οφείλεται εις βίαιον συµβάν, επελθόν κατά την εκτέλεσιν της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής ή εις επαγγελµατικήν ασθένειαν. Εάν το γεγονός το θεµελιούν το εις παροχάς δικαίωµα οφείλεται εις βίαιον συµβάν µη επελθόν όµως εν τη εκτελέσει ή εξ αφορµής της εργασίας δια την χορήγησιν των ανωτέρω παροχών αρκεί η συµπλήρωσις του ηµίσεως µόνον αριθµού ηµερών εργασίας των υπό των ανωτέρω άρθρων οριζοµένων.
∆ια κανονισµού ορισθήσεται ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία της βεβαιώσεως των ατυχηµάτων και επί επαγγελµατικών ασθενειών το είδος αυτών.
∆ια κανονισµού θέλουσιν ορισθή ωσαύτως αι επιχειρήσεις και τα ελάχιστα όρια χρόνου διαρκείας της εργασίας εις αυτάς, δια την απόκτησιν δικαιώµατος επί των ασφαλιστικών παροχών λόγω επαγγελµατικής ασθενείας κατά τα ανωτέρω.
Άρθρον 35.
Ο ησφαλισµένος δικαιούνται επιδόµατος ασθενείας, εάν δε παρέχη εξηρτηµένην εργασίαν και επιδόµατος ανεργίας, εφ’ όσον συντρέχουσιν αι κάτωθι προϋποθέσεις:
α) ∆εν λαµβάνει σύνταξιν εκ του Ι.Κ.Α.
β) Επραγµατοποίησε 100 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας προκειµένου περί παροχής επιδόµατος ανεργίας, κατά το ηµερολογιακόν έτος, το αµέσως προηγούµενον της αναγγελίας της ασθενείας ή της ανεργίας ή κατά το προηγούµενον της τοιαύτης αναγγελίας 15µηνον, µη συνυπολογιζοµένων εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει εις τας άνω 100 ή 150 ηµέρας εργασίας των πραγµατοποιηθεισών κατά το τελευταίον ηµερολογιακόν τρίµηνον του 15µήνου.
Προκειµένου περί εποχιακώς εργαζοµένων µισθωτών, δύναται δια Κανονισµού ο κατά τα ανωτέρω απαιτούµενος δια την χορήγησιν επιδόµατος ανεργίας αριθµός ηµερών εργασίας, να µειούται µέχρις 75 κατά κατώτατον όριον. ∆ια του αυτού Κανονισµού ορισθήσονται και αι κατηγορίαι των µισθωτών, οίτινες χαρακτηρίζονται ως εποχιακώς εργαζόµενοι.
γ) Συνεπεία ασθενείας, µη οφειλοµένης εις πταίσµα αυτού, απέχει της εργασίας αυτού, ή τυγχάνει άνεργος.
δ) Η αποχή λόγω ασθενείας εκ της εργασίας διήρκεσε πλέον των τριών τουλάχιστον ηµερών ή η ανεργία διήρκεσε πλέον του 15θηµέρου από της αναγγελίας των εις το Ι.Κ.Α. και επί αυτοτελώς εργαζοµένου ή προαιρετικώς συνεχίζοντος την ασφάλισιν συµφώνως τω άρθρω 41, η ασθένεια διήρκεσε πλέον του υπό Κανονισµού ορισθησοµένου χρόνου, εκτός εάν ο ησφαλισµένος εισήχθη εις Θεραπευτήριον, οπότε από της εισαγωγής του εφαρµόζονται αι επί των παρεχόντων εξηρτηµένην εργασίαν διατάξεις.
Άρθρον 36.
1. Το ΙΚΑ υποχρεούται να εξευρίσκη κατάλληλον εργασίαν δια των γραφείων ευρέσεως εργασίας εις τους ησφαλισµένους.
Μέχρις εξευρέσεως καταλλήλου εργασίας, καταβάλλεται επίδοµα ανεργίας, υπό τας ακολούθους προϋποθέσεις:
α) Εάν είναι ικανός προς εργασίαν και ελεύθερος να παράσχη ταύτην.
Ο ησφαλισµένος θεωρείται πληρών την προϋπόθεσιν ταύτην κατά τον χρόνον της επαγγελµατικής µετεκπαιδεύσεως, κατά τους υπό των σχετικών κανονισµών τιθεµένους περιορισµούς.
β) Εάν ενεγράφη ως άνεργος εις το αρµόδιον γραφείον ευρέσεως εργασίας του Ι.Κ.Α.ως δια κανονισµού ορισθήσεται, και παρουσιάζεται ανελλιπώς εις τούτο, εκτός εάν δια του κανονισµού προβλεφθή απαλλαγή από της τελευταίας ταύτης υποχρεώσεως, εις τας περιπτώσεις, καθ’ ας ήθελε κριθή ότι η εφαρµογή της είναι καταπιεστική δια τον άνεργον ή δεν εξυπηρετεί τον υπό ταύτης επιδιωκόµενον σκοπόν.
γ) Ησφαλισµένος αδικαιολογήτως µη συµµορφούµενος προς την υποχρέωσιν είτε περί υποβολής αιτήσεως προς εύρεσιν εργασίας, είτε περί αποδοχής καταλλήλου εργασίας προσφεροµένης αυτώ, δεν δικαιούται επιδόµατος δια την εβδοµάδα καθ’ ην δεν συνεµορφώθη προς τας υποχρεώσεις ταύτης, ή αναλόγως των εκάστοτε περιπτώσεων κατά την κρίσιν του αρµοδίου ασφαλιστικού οργάνου και δια περίοδον µακροτέραν µη υπερβαίνουσαν όµως τας τέσσαρας εβδοµάδος τας εποµένας ταύτης.
2. Προς καθορισµόν της καταλληλότητος της προσφεροµένης εργασίας και διαπίστωσιν της δεδικαιολογηµένης ή µη αρνήσεως αποδοχής ταύτης, κατά τας ως άνω διατάξεις, λαµβάνεται υπ’ όψει και η έκτασις των εκ ταύτης κινδύνων υγείας, ασφαλείας και ηθικής του ησφαλισµένου, αι σωµατικαί και πνευµατικαί του ικανότητες και η προηγουµένη επαγγελµατική του προπαίδευσις, η πείρα τούτου και αι προηγούµεναι αποδοχαί του, η διάρκεια της ανεργίας του, αι πιθανότητες ευρέσεως εργασίας της ειδικότητός του, η απόστασις από της κατοικίας του ένθα προσφέρεται αυτώ εργασία και αι πιθανότητες εξευρέσεως εργασίας εις τον τόπον της κατοικίας του.
Κανονισµός θέλει προβλέψει την δυνατότητα µετακινήσεως δαπάναις του ΙΚΑ του ανέργου εις άλλας περιφερείας, όπου υπάρχει κατάλληλος προς ανάληψιν εργασίας.
3) Τηρουµένων των λοιπών προϋποθέσεων του παρόντος δεν θεωρείται αδικαιολόγητος άρνησις αποδοχής προσφεροµένης εργασίας, συνεπαγοµένη στέρησιν δια του παρόντος προβλεποµένου επιδόµατος.
α) Εάν η προσφερόµενη θέσις είναι κενή λόγω απεργίας, λόκ άουτ ή άλλης συλλογικής διαφοράς εργασίας.
β) Εάν αι αποδοχαί, αι ώραι, ή έτεραι συνθήκαι της προσφεροµένης εργασίας, είναι ουσιωδώς µειονεκτικώτεραι εις όµοιας εργασίας εν τη περιοχή.
γ) Εάν δια την πρόσληψίν του εις την προσφεροµένην εργασίαν τίθενται περιοριστικοί όροι της συνδικαλιστικής του ελευθερίας.
4) Αι ηµέραι απεργίας δεν επιδοτούνται.
5) Το επίδοµα διακόπτεται πέντε ηµέρες µετά την αδικαιολόγητον άρνησιν της προφερθείσης εργασίας.
6) Ησφαλισµένος αυτοβούλως εγκαταλείπων την εργασίαν άνευ αποχρώσης αιτίας στερείται του επιδόµατος ανεργίας.
7) Αναστέλλεται η παροχή του επιδόµατος ανεργίας, εις τον όστις ανέλαβεν οιανδήποτε αυτοτελή ή εξηρτηµένην εργασίαν. Μετά την λήξιν της ως άνω απασχολήσεως του ησφαλισµένου, συνεχίζεται η παροχή του επιδόµατος εφ’ όσον η λήξις λάβη χώραν εντός του έτους της επιδοτήσεως ως καθορίζεται υπό του άρθρου 38. Ο ησφαλισµένος υποχρεούται όπως αναγγείλη εντός δύο ηµερών εις το Ι.Κ.Α. την κατά τ’ ανωτέρω απασχόλησίν του υποκείµενος άλλως εις την ποινήν του άρθρου 54 παράγρ. Ι, α.
8) Αναστέλλεται η καταβολή του επιδόµατος ανεργίας δια χρόνον από πέντε µέχρι τριάκοντα ηµερών, επιτρεποµένης και της οριστικής διακοπής αυτού, εν περιπτώσει καθ’ ην ο επιδοτούµενος άνεργος άνευ αποχρώντος λόγου δεν συµµορφούνται προς τας υποδείξεις του Ι.Κ.Α.
Η λήψις συντάξεως ή επιδόµατος, εξαιρουµένων των επιδοµάτων λοχείας, κυοφορίας και θηλάσεως των χορηγουµένων παρ’ οιουδήποτε Ασφαλιστικού Οργανισµού, συνεπάγεται αναστολήν της καταβολής του επιδόµατος ανεργίας.
Εάν το επίδοµα ανεργίας είναι ανώτερον της συντάξεως ή του επιδόµατος, ο ησφαλισµένος λαµβάνει την επί πλέον διαφοράν.
∆ια τον υπολογισµόν των υπό του παρόντος νόµου προβλεποµένων παροχών, το ύψος των οποίων εξαρτάται εκ του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της ασφαλιστικής κλάσεως, εις ην ανήκει ο ησφαλισµένος, ως βάσις λαµβάνεται:
α) ∆ια τον υπολογισµόν των επιδοµάτων ασθενείας ή ανεργίας, το τεκµαρτόν ηµεροµισθίον της ασφαλιστικής κλάσεως εις ης ανήκεν ο ησφαλισµένος κατά τας περισσοτέρας ηµέρας εργασίας εκ των 30 τελευταίων ηµερών απασχολήσεώς του, διαρκούντος του ηµερολογιακού έτους του αµέσως προηγουµένου εκείνου καθ’ ον έλαβε χώραν ή αναγγελία της ανικανότητος ή της ανεργίας.
β) ∆ια τον υπολογισµόν των συντάξεων λόγω αναπηρίας και γήρατος και του επιδόµατος αναπροσαρµογής, το τεκµαρτόν ηµεροµίσθιον της ασφαλιστικής κλάσεως εις ην ανήκεν ο ησφαλισµένος κατά τας περισσοτέρας ηµέρας εργασίας των τελευταίων δύο ηµερολογιακών ετών, των αµέσως προηγουµένων του έτους, καθ’ ο υπεβλήθη η αίτησις περί συνταξιοδοτήσεως ή περί απονοµής του επιδόµατος ασθενείας, οσάκις
γ) ∆ια τον υπολογισµόν του επιδόµατος ασθενείας, οσάκις ή ανικανότης οφείλεται εις εργατικόν ατύχηµα ή εις επαγγελµατικήν ασθένειαν, εν µεν τη πρώτη περιπτώσει το τεκµαρτόν ηµεροµίσθιον της ασφαλιστικής κλάσεως, εις ην ανήκεν ο ησφαλισµένος κατά την ηµέραν του ατυχήµατος, εν δε τη δευτέρα περιπτώσει κατά την τελευταίαν ηµέραν εργασίας.
1) Το ποσόν του επιδόµατος ασθενείας και ανεργίας ισούται προς τα 50% του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της ασφαλιστικής κλάσεως εις ην ανήκει ο ησφαλισµένος κατά το άρθρον 37 του παρόντος.
2) Το κατά την προηγουµένην παράγραφον ποσόν επιδόµατος ασθενείας και ανεργίας προσαυξάνεται κατά 10% δι’ έκαστον προστατευόµεον παρά του επιδοµατούχου µέλος οικογενείας του εκ των άρθρω 33 αναφεροµένων.
Εν ουδεµιά όµως περιπτώσει το ποσόν του ηµερησίου επιδόµατος µετά των προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών επιδοµάτων, δύναται να είναι ανώτερον του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της VIης µισθολογικής κλάσεως, ουδέ του 70% του ηµεροµισθίου της ασφαλιστικής κλάσεως βάσει της οποίας υπολογίζεται το επίδοµα.
3) Το επίδοµα ανεργίας καταβάλλεται προκειµένου περί ησφαλισµένων παρεχόντων εξηρτηµένην εργασίαν από της 4ης ηµέρας και προκειµένου περί προαιρετικώς συνεχιζόντων την ασφάλισιν ή αυτοτελώς εργαζοµένων ησφαλισµένων και υπό την επιφύλαξιν της τελευταίας διατάξεως του εδαφίου δ΄ του άρθρου 35 (εισαγωγή εν Θεραπευτηρίω), από της υπό Κανονισµού ορισθησοµένης ηµέρας εργασίας µετά την αναγγελίαν της ανικανότητος εις την υπηρεσίαν του Ι.Κ.Α. Το επίδοµα δεν καταβάλλεται δια πλείονας των 180 ηµέρας, είτε συνεχώς είτε διακεκοµµένως, εντός του αυτού ηµερολογιακού έτους, εκτός εάν η ανικανότης οφείλεται εις φυµατίωσιν, ότε το επίδοµα παρατείνεται µέχρι 360 ηµερών.
Το επίδοµα ανεργίας καταβάλλεται, από της 16ης ηµέρας, αφ’ ης ανηγγέλθη εις το ΙΚΑ η περιέλευσις του ησφαλισµένου εις ανεργίαν και επί 180 το πολύ ηµέρας είτε συνεχώς είτε διακεκοµµένως εντός εκάστου ηµερολογιακού έτους.
Ο κατά τας ανωτέρω διατάξεις χρόνος αναµονής, ο µεσολαβών µεταξύ της αναγγελίας της ανικανότητος ή της ανεργίας και της πραγµατικής ενάρξεως καταβολής του επιδόµατος, δεν τηρείται ειµή κατά την δια πρώτην φοράν εντός εκάστου ηµερολογιακού έτους επιδότησιν λόγω ασθενείας και λόγω ανεργίας.
Επί συνεχιζοµένης ανικανότητος λόγω ασθενείας ή ανεργίας µετά την λήξιν του ηµερολογιακού έτους, καθ’ ο ησφαλισµένος ήρχισεν να επιδοτήται χωρίς ούτος να έχη συµπληρώσει το κατά τα ανωτέρω ανώτατον χρόνον επιδοτήσεως των 180 ή 360 ηµερών, ο ησφαλισµένος εξακολουθεί δικαιούµενος του επιδόµατος µέχρι συµπληρώσεως του ορίου τούτου, αδιαφόρως αν πληροί ή µη τας κατά το άρθρον 35 εδάφιον Β΄ χρονικάς προϋποθέσεις και κατά το ηµερολογιακόν έτος καθ’ η ήρξατο η επιδότησις
4) Το Ι.Κ.Α. δικαιούται να αναστείλη, κατά τον εκδοθησόµενον σχετικόν Κανονισµόν, την πληρωµήν του επιδόµατος ασθενείας, εφ’ όσον διαπιστωθή προσηκόντως ότι ο δικαιούχος επεδείνωσε την κατάστασίν του συνεπεία µη τηρήσεως των υποχρεώσεών του περί της οφειλοµένης συµπεριφοράς των ασθενών ή δεν συνεµορφώθη προς τα υποδειχθέντα µέτρα προς βελτίωσιν της καταστάσεώς του.
5) Το επίδοµα ασθενείας και ανεργίας καταβάλλεται και δια τας µη εργασίµους ηµέρας.
Η ησφαλισµένη δικαιούται παρά του ΙΚΑ επί 42 ηµέρας προ της πιθανής ηµέρας τοκετού και επί ίσον χρόνον µετ’ αυτόν επιδόµατος κυοφορίας και λοχείας ίσου προς το βασικόν επίδοµα ασθενεάις, µετά των τυχόν προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών βαρών εφ’ όσον απέχει της εργασίας της. Το ως άνω επίδοµα καταβάλλεται και δια τας µη εργασίµους ηµέρας.
∆ια τα επιδόµατα κυοφορίας και λοχείας, δεν ισχύουν οι εν άρθρω 38 προβλεπόµενοι περιορισµοί, όσον αφορά το ανώτατον όριον κατά ποσόν του επιδόµατος ασθενείας.
Τα επιδόµατα κυοφορίας και λοχείας εν ουδεµιά περιπτώσει δύνανται να είναι κατώτερα του τεκµαρτού ηµεροµισθίου της 1ης ασφαλιστικής κλάσεως.
∆ια την παροχήν των ανωτέρω επιδοµάτων δέον όπως η ησφαλισµένη επραγµατοποίησε 200 τουλάχιστον ηµέρας εργασίας κατά τα δύο τελευταία έτη τα προηγούµενα της πιθανής ηµέρας τοκετού.
Η ισχύς του παρόντος Νόµου άρχεται από της δηµοσιεύσεώς του εξαιρέσει των περί πόρων και παροχών διατάξεων αυτού ων η ισχύς άρχεται από της πρώτης του µηνός του µεθεποµένου εκείνου, της δηµοσιεύσεως αυτού εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και εκείνων δι’ ας προβλέπεται διάφορος χρόνος ισχύς των, υποβληθήσεται δε εις την Βουλήν προς κύρωσιν άµα τη συνόδω ταύτης.
Εν Αθήναις τη 14 Ιουνίου 1951
ΠΑΥΛΟΣ Β.
Το Υπουργικόν Συµβούλιον
Ο Πρόεδρος
ΣΟΦ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Ο Αντιπρόεδρος
Γ. ΠΑΠΑΝ∆ΡΕΟΥ
Τα Μέλη
ΗΛ. ΛΑΓΑΚΟΣ, Ν. ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. ΖΕΡΒΑΣ, Φ. ΖΑΪΜΗΣ , Ε. ΜΑΛΑΜΙ∆ΑΣ., Γ. ΜΠΑΚΑΤΣΕΛΟΣ, Ε. ΚΟΡΘΦΗΣ, Π. ΓΑΡΟΥΦΑΛΑΙΣ, ∆. ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ.,Γ. ΜΟ∆ΗΣ Κ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ, ∆ ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η µεγάλη του Κράτους σφραγίς.
Εν Αθήναις τη 14 Ιουνίου 1951.
Ο επί της ∆ικαιοσύνης Υπουργός
ΗΛ. ΛΑΓΑΚΟΣ