Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 229Α_1945 | 147.54 KB |
1. Αι διατάξεις του παρόντος εφαρµόζονται υπέρ των αντί µισθού απασχολουµένων εις επιχειρήσεις ή εργασίας, ασκουµένας επί κέρδει, βιοµηχανικής, βιοτεχνικής και εµπορικής φύσεως, διενεργείας µεταφορών ή φορτοεκφορτώσεων, ασχέτως της µορφής ή του χαρακτήρος (δηµοσίου ή ιδιωτικού) της οργανώσεώς των ως και εις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εις νοσηλευτικά ή άλλα ιδρύµατα ή οργανισµούς, ή οιαδήποτε άλλα έργα διεξαγόµενα δια λογαριασµόν ιδιωτών, νοµικών προσώπων, οργανισµών δηµοσίου δικαίου ή του ∆ηµοσίου, εις σωµατεία, συνεταιρισµούς, θεάµατα και λέσχας.
2. ∆ιά ∆ιαταγµάτων, προκαλουµένων υπο του Υπουργού Εργασίας, µετά σύµφωνον γνώµην του Συµβουλίου Εργασίας, δύναται να ορισθεί ότι αι διατάξεις του παρόντος νόµου ισχύουν και υπέρ των προσώπων, των αντί µισθού απασχολουµένων εις τας ναυτιλιακάς, τα αλιευτικά, τας γεωργικάς, κτηνοτροφικάς ή δασικάς επιχειρήσεις ως και υπέρ του οικοσίτου υπηρετικού ή άλλου προσωπικού και να εξασφαλισθεί ειδικώτερον η υπέρ αυτών εφαρµογή του.
3. Δεν υπόκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος:
Α. τα πρόσωπα τα απασχολούµενα εις επιχειρήσεις, εργασίας ασκουµένας επί κέρδει κλπ,
της παραγράφου 1, εις τας οποίας απασχολούνται µόνον τα µέλη της οικογενείας του εργοδότου, και
Β. τα πρόσωπα, τα αντί µισθού απασχολούµενα εις δηµοσίας ή δηµοσίου χαρακτήρος υπηρεσίας ή εκµεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εφ΄οσον οι σχετικοί κανονισµοί δίδουν εις αυτά δικαίωµα εις ετησίαν άδειαν µετ΄αποδοχών, διαρκείας τουλάχιστον ίσης προς εκείνης της αδείας, της προβλεποµένης υπο του παρόντος νόµου.
4. Εν τοις εποµένοις οι όροι : α. υποκειµένη επιχείρησις β. εργοδότης γ. µισθωτός σηµαίνουν αντιστοίχως, χάριν συντοµίας:
Α. τας επιχειρήσεις, εργασίας ασκουµένας επι κέρδει κλπ της παραγράφου Ι.
Β. τον κύριον, διευθυντήν, εντεταλµένον ή επιτετραµµένον υποκειµένης επιχειρήσεως,
Γ. υπάλληλον, τεχνίτην, εργάτην, µαθητευόµενον ή υπηρέτην, αντί µισθού απασχολουµένου εις υποκειµένη επιχείρησιν.
1. Πας μισθωτός, µετά συνεχή απασχόλησιν εις υποκειµένην επιχείρησιν επι χρονικόν διάστηµα τουλάχιστον δώδεκα µηνών, το οποίον εν τοις εποµένοις θα αποκαλείται χάριν συντοµίας, βασικός, χρόνος, δικαιούται, καθ΄έκαστον ηµερολογιακόν έτος, αδείας, µετ΄αποδοχών, της οποίας η διάρκεια ορίζεται:
Α. δια µεν τους µισθωτούς, τους υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου απασχολουµένους εις υποκειµένας επιχειρήσεις δηµοσίου χαρακτήρος, κοινής ωφελείας ή τας λειτουργούσας υπο µορφήν ανωνύµου εταιρείας ή ιδρύµατος ή οργανισµού, εις δώδεκα αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας,
Β. δια τους µισθωτούς, τους υπο την ιδιότητα του τεχνίτου, του εργάτου, του µαθητευοµένου ή του υπηρέτου απασχολουµένους εις τας αυτάς υποκειµένας επιχειρήσεις, εις οκτώ αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας,
Γ. δια τους µισθωτούς, τους υπο την ιδιότητα του υπαλλήλου απασχολουµένους εις τας λοιπάς υποκειµένας επιχειρήσεις, εις οκτώ αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας και
∆. δια τους µισθωτούς, τους υπο ιδιότητα άλλην από την του υπαλλήλου απασχολουµένους εις τας υποκειµένας επιχειρήσεις της προηγουµένης περιπτώσεως γ΄, εις εξ αλλεπαλλήλους ηµέρας.
2. Η κατά την προηγουµένην παράγραφον διάρκεια της ετησίας αδείας µετ΄αποδοχών επαυξάνεται κατά µίαν εργάσιµον ηµέραν δι΄εκάστην πλέον του βασικού χρόνου, εξαµηνίαν απασχολήσεως, χωρίς όµως να δύναται, εν συνόλω να υπερβεί:
Α. εις την περίπτωσιν α΄της προηγουµένης παραγράφου, τας είκοσιν εξ αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας,
Β. εις την περίπτωσιν β΄της προηγουµένης παραγράφου, τας δέκα εξ αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας
Γ. εις την περίπτωσιν γ΄της ιδίας παραγράφου, τας δέκα οκτώ αλλεπαλλήλους εργασίµους η΄µερας και
Δ. εις την περίπτωσιν δ΄ της αυτής παραγράφου, τας δώδεκα αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας.
3. Δεν περιλαµβάνονται εις την ετησίαν άδειαν µετ΄αποδοχών:
Α. αι επίσηµοι ή αι κατά έθιµον εορτάσιµοι ηµέραι και
Β. αι διακοπαί εργασίας, αι οφειλόµεναι εις ασθένειαν.
4. Τα ανώτατα όρια διαρκείας της αδείας µετ΄αποδοχών, τα καθοριζόµενα εις την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου εις 26,16,18 και 12 εργασίµους ηµέρας περιορίζονται αντιστοίχως µέχρι του τέλους του έτους 1946 εις 21,13,15 και 10 εργασίµους ηµέρας.
5. Εις πάσαν περίπτωσιν µισθωτοί, ηλικίας κατωτέρας των 18 ετών ή εκτελούντες, κατά κανόνα, έργας επιβλαβή δια την υγείαν των ή ιδιαιτέρως κοπιώδη (στοιχειοθέτησις ή ανάτηξις µετάλλου εις την τυπογραφίαν, κυρία απασχόλησις εις πλυντήρια ή βαφεία, εις την υελουργίαν και εις την διενέργειαν φορτοεκφορτώσεων) δικαιούνται κατ΄έτος αδείας µετά αποδοχών, περιλαµβανούσης ουχί ολιγωτέρας των 12 αλλεπαλλήλων εργασίµων ηµερών.
∆ια ∆ιαταγµάτων, προκαλουµένων υπο του Υπουργου Εργασίας µετά σύµφωνον γνώµην του Συµβουλίου Εργασάις, δύνανται να ορισθούν και άλλαι, πλην των ανωτέρω, επιβλαβείς ή ιδιαιτέρως κοπιώδεις δια τους µισθωτούς απασχολήσεις.
6. ∆ια τον υπολογισµόν του, περί ου ανωτέρω, χρόνου απασχολήσεως, τα διαστήµατα, καθ΄ά ο µισθωτός απέσχεν ή απέχει της απασχολήσεώς του παρά τη υποκειµένη επιχειρήσει, λόγω βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθενείας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, δεν θεωρούνται ως χρόνος µη απασχολήσεως ουδέ συµψηφίζονται προς τας ηµέρας αδείας, ως ούτοι δικαιούνται.
7. Τυχόν ευµενέστεροι όροι χορηγήσεως αδειών εις µισθωτούς, περιεχόµενοι εις συλλογικάς συµβάσεις, κανονισµούς ή άλλας διατάξεις, δεν θίγονται υπο του παρόντος
8. ∆ια ∆ιατάγµατος, προκαλουµένου υπο του Υπουργού Εργασίας, µετά γνώµην του Συµβουλίου Εργασίας, θέλουσιν ορισθεί αι προϋποθέσεις χορηγήσεως αδειών εις τους µισθωτούς των εποχιακώς λειτουργουσών υποκειµένων επιχειρήσεων του άρθρου 1 παράγραφος 1 του παρόντος νόµου.
1. Πας μισθωτός, µετά συνεχή απασχόλησιν εις υποκειµένην επιχείρησιν επι χρονικόν διάστηµα τουλάχιστον δώδεκα µηνών, το οποίον εν τοις εποµένοις θα αποκαλείται χάριν συντοµίας, βασικός, χρόνος, δικαιούται, καθ΄έκαστον ηµερολογιακόν έτος, αδείας, µετ΄αποδοχών, της οποίας η διάρκεια ορίζεται:
Α. δια µεν τους µισθωτούς, τους υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου απασχολουµένους εις υποκειµένας επιχειρήσεις δηµοσίου χαρακτήρος, κοινής ωφελείας ή τας λειτουργούσας υπο µορφήν ανωνύµου εταιρείας ή ιδρύµατος ή οργανισµού, εις δώδεκα αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας,
Β. δια τους µισθωτούς, τους υπο την ιδιότητα του τεχνίτου, του εργάτου, του µαθητευοµένου ή του υπηρέτου απασχολουµένους εις τας αυτάς υποκειµένας επιχειρήσεις, εις οκτώ αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας,
Γ. δια τους µισθωτούς, τους υπο την ιδιότητα του υπαλλήλου απασχολουµένους εις τας λοιπάς υποκειµένας επιχειρήσεις, εις οκτώ αλλεπαλλήλους εργασίµους ηµέρας και
∆. δια τους µισθωτούς, τους υπο ιδιότητα άλλην από την του υπαλλήλου απασχολουµένους εις τας υποκειµένας επιχειρήσεις της προηγουµένης περιπτώσεως γ΄, εις εξ αλλεπαλλήλους ηµέρας.
1. Κατά την διάρκειαν της αδείας ο µισθωτός δικαιούται, των συνήθων αποδοχών, ως θα εδικαιούτο, εάν απησχολείτο παρά τη υποκειµένη επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισµένων δια συλλογικής συµβάσεως.
2. ∆ια τον κατ΄αποκοπήν ή κατ΄άλλον τρόπον αµειβόµενον µισθωτόν, αι αποδοχαί, ων διακαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του εξευρίσκονται, πολλαπλασιαζοµένων των κατά µέσον όρον, επι εν τρίµηνον προ της χορηγήσεως της αδείας, ηµερησίων αποδοχών του επί τον αριθµόν των εργασίµων ηµερών, αι οποίαι περιλαµβάνονται εις την χορηγηθείσαν αυτώ άδειαν.
3. Εν τη εννοία των αποδοχών περιλαµβάνονται και αι παντός είδους πρόσθετοι ή συµπληρωµατικαί τακτικαί παροχαί (αντίτιµον τροφής, επιδόµατα κλπ), πλην της τυχόν παρεχοµένης κατοικίας.
4. Δια τους µισθωτούς, τους αµειβοµένους επι ποσοστοίς, εις βάρος των πελατών των επιχειρήσεων, ο τρόπος προσδιορισµού και καταβολής εις αυτούς των αποδοχών, ων δικαιούνται κατά τον χρόνον της αδείας, θέλει ορισθεί δια Διατάγµατος, προκαλουµένου υπο του Υπουργού Εργασίας, µετά γνώµην του Συµβουλίου Εργασίας.
5. ∆ια ∆ιατάγµατος προκαλουµένου εφ΄άπαξ παρά του Υπουργού Εργασίας, µετά σύµφωνον γνώµην του Συµβουλίου Εργασίας, δύναται να συσταθεί, υπο τύπον αυτοτελούς λογαριασµού παρά τω ιδρύµατι των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή ως ίδιον νοµικός πρόσωπον δηµοσίου δικαίου «Κεφάλαιον υπερ των αδειούχων µισθωτών», αποβλέπον εις την καταβολην εις τους εις άδειαν µισθωτούς είτε του όλου ή µέρους των αποδοχών, ων θα δικαιούνται ούτοι κατά τον χρόνον της αδείας των, δι΄αντιστοίχου απαλλαγής του οικείου εργοδότου, είτε προσθέτου επιδόµατος αδείας, ουδέποτε ανωτέρου του τρίτου των προαναφεροµένων αποδοχών είτε και εις αµφοτέρους τους εν λόγω σκοπούς.
6. Εις περίπτωσιν, καθ΄ην ήθελεν ορισθεί, ότι το όλον των αποδοχών είς τους εις άδειαν µισθωτούς θα καταβάλληται υπο του «Κεφαλαίου υπερ των αδειούχων µισθωτών» η δωδεκάµηνος συνεχής απασχόλησις του άρθρου 2 παράγρ. 1 δεν είναι απαραίτητον να είχε διανυθεί παρά τω αυτώ εργοδότη.
7. ∆ια ∆ιαταγµάτων, προκαλουµένων υπό του Υπουργού Εργασίας, θέλουσιν ορισθεί τα της διοικήσεως και διαχειρίσεως και τρόπου λειτουργίας και εκπληρώσεως των σκοπών του «Κεφαλαίου υπερ των αδειούχων µισθωτών» οι πόροι αυτού εξ εισφορών των εργοδοτών και τα της επ΄αυτού ασκήσεως υπο του Υπουργού Εργασίας της πολιτειακής εποπτείας και του διαχειριστικού ελέγχου.
1. Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και µισθωτού, του πρώτου υποχρεουµένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διµήνου από της υπο του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως τα ήµισυ τουλάχιστον των κατ΄έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουµένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου µέχρι 30 Σεπτεµβρίου χρονικού διαστήµατος.
2. Επί πάσης διαφοράς, αφορώσης τον αριθµόν και την σειράν των δικαιουµένων αδείας µισθωτών, την διάρκειαν της εις έκαστον τούτων χορηγητέας αδείας, και την χρονικήν περίοδον χορηγήσεως ταύτης αποφαίνονται τρεµελείς Επιτροπαί εκ του Επιθεωρητού ή Επόπτου Εργασίας και όπου δεν υφίστανται τοιούτοι, εξ ςνός δηµοσίου υπαλλήλου, εκ του οικείου εργοδότυ ή του αντιπροσώπου του και εξ εν ΄ς αντιπροσώπου του προσωπικού της επιχειρήσεως ή της τοπικής γενικωτέρας ή σοβαρωτέρας επαγγελµατικής οργανώσεως εργατών ή υπαλλήλων, αναλόγως.
Τας Επιτροπάς ταύτας συνιστούν ο Υπουργός Εργασίας, οι Γενικοί ∆ιοικηταί και οι Νοµάρχαι, επι τη αιτήσει των ενδιαφεροµένων.
3. ∆ια να διευκολύνεται η πραγµατική εφαρµογή του παρόντος νόµου, έκαστος εργοδότης οφείλει να εγγράφει εις ειδικόν βιβλίον, τηρούµενον κατά τας υποδείξεις του Υπουργού Εργασίας:
Α. την ηµεροµηνίαν εισόδου εις την υπηρεσίαν του των παρ΄αυτώ απασχολουµένων µισθωτών και την χρονικήν διάρκειαν της αδείας, της οποίας έκαστος τούτου δικαιούται,
Β. τας χρονολογίας, κατά τας οποίας εχορηγήθη εις έκαστον τούτον η άδεια και
Γ. τας αποδοχάς, αι οποίαι κατεβλήθησαν εις έκαστον µισθωτόν, δια τον χρόνον της χορηγηθείσης εις αυτόν αδείας.
Το εν λόγω βιβλίον δέον να είανι εις την διάθεσιν των Επιθεωρητών και Εποπτών Εργασίας και των αρµοδίων Αστυνοµικών οργάνων, των ασκούντων την εποπτείαν και τον έλεγχον της εφαρµογής του παρόντος.
1. Πάσα συµφωνία µεταξύ εργοδότου και µισθωτού, περιλαµβάνουσα την εγκατάλειψιν του εις άδειαν δικαιώµατος του µισθωτού ή την παραίτησιν τούτου από του εν λόγω δικαιώµατος, και εάν προβλέπη την καταβολή εις αυτόν απηυξηµένης αποζηµιώσεως, θεωρείται ανύπαρκτος.
2. Εις πάντα µισθωτόν, αναλαµβάνοντα έµµισθον απασχόλησιν κατά την διάρκεια της ετησίας αδείας τους, ο απασχολήσας τούτον εργοδότης δικαιούται να µη καταβάλλει αµοιβήν δια το αντίστοιχον χρονικόν διάστηµα.
3. Λόγω εκτάκτων σοβαρών αναγκών του Κράτους ή της Εθνικής Οικονοµίας, δύναται δια Διατάγµατος προκαλουµένου, µετά γνώµην του Συµβουλίου Εργασίας, υπο του Υπουργικού Συµβουλίου, ν΄αναστέλληται, επί χρόνον ουχί µακρότερον του έτους, η χορήγησις αδειών εις του µισθωτους ορισµένων ή και πάντων των παραγωγικών κλάδων, ολοκλήρου της χώρας ή ορισµένων περιφερειών αυτής.
Εις τους λόγω εκδόσεως τοιούτου ∆ιατάγµατος, στερηθέντας της αδείας των µισθωτούς
καταβάλλονται πλην της κανονικής των αντιµισθίας, αι αποδοχαί, ως ούτοι θα εδικαιούντο, εάν ήθελον τύχη αδείας.
4. Εις περίπτωσιν καταγγελίας της Συµβάσεως Εργασίας άνευ πταίσµατος του µισθωτού και πριν ή ούτος συµπληρώσει παρά τη υποκειµένη επχειρήσει τον βασικόν χρόνον, ανεξαρτήτως άλλης εξ άλλου λόγου οφειλοµένης αυτώ αποζηµιώσεως, καταβάλλονται εις αυτόν, εά µεν έχη την ιδιότητα υπαλλήλου, τόσοι ηµερήσιοι µισθοί του όσοι είναι οι µήνες απασχολήσεως του παρά τη επιχειρήσει, εξ ής απολύεται, εάν δεν έχει άλλην τινά ιδιότητα, ηµερήσιοι µισθοί του, ως ο αριθµός ισούται προς το ήµισυ του αριθµού των μηνών απασχολήσεώς του παρά τω, υφ΄ου απολύεται, εργοδότη.
∆ια την εφαρµογήν του προηγουµένου εδαφίου τµήµα µηνός, περιλαµβάνον περισσοτέρας των δέκα πέντε ηµερών, λογίζεται ως πλήρης µην.
Η παρούσα παράγραφος δεν ισχύει εις περίπτωσιν, καθ΄ην ήθελον έχει εφαρµογήν οι ορισµοί της παραγράφου 6 του άρθρου 3.
5. Πας µισθωτός, απολυόµενος, δι΄αφορµήν βαρύνουσαν τον εργοδότην, πριν ή λάβη την οφειλοµένην αυτώ ετησίαν άδειαν, δικαιούται αποζηµιώσεως ίσης προς τας αποδοχάς, ας θα ελάµβανε, εάν ήθελε τύχη της αδείας του.
6. Aπαγορεύεται εις τον εργοδότην να απολύσει τον µισθωτόν, διαρκούσης τα χορηγηθείσης εις τούτον αδείας.
7. Aι παραβάσεις των ορισµών του παρόντος νόµου εκδικάζονται, επι τη εγκλήσει των εποπτευόντων την εφαρµογήν του δηµοσίων οργάνων ή παντός έχοντος συµφέρον, κατά τας διατάξεις του Ν. διατάγµατος της 25ης Νοεµβρίου 1923 «περί αµέσου εκδικάσεως πληµµεληµάτων τινών επ αυτοφόρω» και τιµωρούνται κατά το άρθρον 3 του Νόµου Γπαρ.Λ∆΄ «περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας» ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 13 του νόµου 2943 του 1922, του ποσού της εν αυτώ οριζοµένης χρηµατικής ποινής δεκαπλασιαζοµένης.
Aπαγορεύεται εις τον εργοδότην να απολύσει τον µισθωτόν, διαρκούσης τα χορηγηθείσης εις τούτον αδείας.
1. Από της 1ης Ιανουαρίου 1946 το άρθρον 18 του νόµου 3502 του 1923 «περί χρονικών ορίων εις τα καταστήµατα» καταργείται.
2. Η ισχύς του παρόντος νόµου άρχεται είκοσιν ηµέρας µετά την δηµοσίευσίν του εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
Εν Αθήναις τη 5 Σεπτεµβρίου 1945
Εν ονόµατι του Βασιλέως
Ο Αντιβασιλεύς
+ Ο Αθηνών ∆ΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Το Υπουργικόν Συµβούλιον
Ο Πρόεδρος
ΠΕΤΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Τα Μέλη
Ι. ΠΟΛΙΤΗΣ, Π. ΓΟΥΝΑΡΑΚΗΣ, Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ, Γ.Α. ΜΑΝΤΖΑΒΙΝΟΣ, ΑΝΑΡΓ.
∆ΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Χ.ΛΟΥΗΣ, Π. ΚΟΥΤΣΟΜΗΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ι. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΠ.
ΜΑΤΕΣΙΣ, Α. ΖΑΚΚΑΣ, Α. ΜΕΡΕΝΤΙΤΗΣ, Γ. ΛΑΜΠΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Β. ∆ΕΝ∆ΡΑΜΗΣ, Μ.
ΠΕΣΜΑΤΖΟΓΛΟΥ.
Εθεωρήθη και ετέθη η µεγάλη του Κράτους σφραγίς.
Εν Αθήναις της 5 Σεπτεµβρίου 1945
Ο επί της ∆ικαιοσύνης Υπουργός
ΒΑΣ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ