Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 140Α_1967 | 123.43 KB |
Οµαδικαί απολύσεις είναι άκυροι και αι σχετικαί καταγγελίαι της σχέσεως εργασίας θεωρούνται ως µηδέποτε γενόµεναι, εάν προ της παρελεύσεως µηνός από της αναγγελίας αυτών εις το οικείον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας δεν τύχωσι της εγκρίσεως του Υπουργού Εργασίας, χορηγουµένης κατ' αίτησιν του ενδιαφεροµένου εργοδότου µετά γνώµην του παρά τω Υπουργείω Εργασίας Ε.Γ.Σ.Κ.Π. Παρελθούσης της προθεσµίας ταύτης χωρίς να αποφανθή ο Υπουργός αι απολύσεις καθίστανται εφεξής έγκυροι.
2. Ο Υπουργός Εργασίας δύναται κατά τας περιστάσεις, µετά γνώµην του ανωτέρω συµβουλίου εντός του ως άνω µηνός να παρατείνη την ανωτέρω προθεσµίαν µέχρις ενός εισέτι µηνός.
3. Αι ισχυροποιούµεναι απολύσεις πραγµατοποιούνται υπό της επιχειρήσεως, τηρουµένων των κειµένων διατάξεων περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας. Η κατά τον Νόµον 2112 ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη µεταγενεστέρως οφειλοµένη αποζηµίωσις καταβάλλεται είτε µετά την έγκρισιν των γενοµένων οµαδικών απολύσεων, είτε µετά την άπρακτον πάροδον της προθεσµίας περί ης η παράγραφος 1. Το τυχόν καταβληθέν ποσόν της αποζηµιώσεως συµψηφίζεται εις ηµεροµίσθια ή µισθούς.
1. Απολύσεις θεωρούνται οµαδικαί, εφ'όσον ενεργούνται υπό εκµεταλλεύσεων απασχολουσών άνω των 50 µισθωτών και υπερβαίνουν αύται καθ' έκαστον ηµερολογιακόν µήνα το εκάστοτε ισχύον ποσοστόν επί του εις την αρχήν εκάστου µηνός απασχολουµένου προσωπικού.
2. Το ποσοστόν τούτο καθορίζεται δι' αποφάσεως του Υπουργού Απασχολήσεως µεταξύ 2% έως 10% εις την αρχήν εκάστου εξαµήνου, αναλόγως των συνθηκών αγοράς εργασίας Κατά το πρώτον εξάµηνον της ισχύος του παρόντος το ποσοστόν ορίζεται εις 6%.
3. Εις τους περιορισµούς του παρόντος νόµου δεν υπόκεινται και δεν συνυπολογίζονται εις τον αριθµόν των απολύσεων, περί ων η προηγουµένη παράγραφος, απολύσεις δι' ας συντρέχουν οι κάτωθι λόγοι:
α) Εκτέλεσις παρά του µισθωτού αξιοποίνου πράξεως διαπραχθείσης εν τη εξασκήσει της υπηρεσίας ή απαγγελία κατ' αυτού κατηγορίας, δι' αδίκηµα φέρον χαρακτήρα τουλάχιστον πληµµελήµατος.
β) ∆ιακοπή της λειτουργίας της εκµεταλλεύσεως λόγω πυρκαϊάς ή άλλου περιστατικού ανωτέρας βίας.
γ) Εκκαθάρισις, διάλυσις ή πτώχευσις επιχειρήσεως.
δ) Συµπλήρωσις ορίου ηλικίας, προβλεποµένου υπό εγκεκριµένου εσωτερικού κανονισµού επιχειρήσεως ή υπό του Κανονισµού συντάξεων του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή ετέρου ασφαλιστικού οργανισµού παρέχοντος σύνταξιν.
ε) 'Εκδηλος παράβασις υποχρεώσεως εξυπηρετήσεως του κοινού συµφέροντος, νοουµένου εν τη εννοία της υποχρεώσεως του σεβασµού των κρατουσών ηθικών αντιλήψεων, των εθνικών παραδόσεων και των γενικών υλικών συµφερόντων και
στ) ανάρµοστος και αντιπειθαρχική συµπεριφορά του µισθωτού προς τον εργοδότην.
4. Εν τη εννοία του άρθρου τούτου δεν θεωρούνται ως µισθωτοί οι διευθυνταί, οι διαχειρισταί και παρεµφερή διευθύνοντα πρόσωπα πάσης εκµεταλλεύσεως.
5. Εν τη εννοία του παρόντος ο όρος εκµετάλλευσις περιλαµβάνει τας Τραπέζας, πάσαν επιχείρησιν ή εργασίαν εν γένει της ιδιωτικής οικονοµίας.
1. Ως σχέσις εργασίας νοείται η εκ της πραγµατικής απασχολήσεως του µισθωτού εν τη εκµεταλλεύσει δηµιουργουµένη σχέσις, ανεξαρτήτως του κύρους της συµβάσεως εργασίας.
2. Η κατά το άρθρον 1 του παρόντος νόµου έγκρισις των γενοµένων απολύσεων δεν θίγει τας εκ της κειµένης νοµοθεσίας καθοριζοµένας αποζηµιώσεις, ως και την προβλεποµένην διαδικασίαν διά την εγκυρότητα των ατοµικών απολύσεων.
3. Εάν ο εργοδότης δεν δύναται ν' απασχολήση πλήρως τους µισθωτούς µέχρι της κατά το άρθρ. 1 του παρόντος εγκρίσεως των απολύσεων ή παρελεύσεως της οριζοµένης προθεσµίας, ο Υπουργός Εργασίας δύναται να επιτρέψη εν τω µεταξύ θέσπισιν βραχείας εργασίας διά µειώσεως του χρόνου εργασίας ή των ηµερών απασχολήσεως διά της εφαρµογής της εκ περιτροπής εργασίας, του εργοδότου δικαιουµένου να µειώση αναλόγως το ηµεροµίσθιον ή τας αποδοχάς των εις βραχείαν εργασίαν ασχολουµένων µισθωτών.
Αι ως άνω διατάξεις δεν εφαρµόζονται:
α) Επί απολύσεων προσωπικού συνεπεία σχέσεως εργασίας ωρισµένου χρόνου ή έργου.
β) Επί απολύσεων του προσωπικού, των ,εταλλευτικών, των αγροτικών, των εποχιακών, των αλιευτικών, των ναυτιλιακών εκµεταλλεύσεων ως και των επιχειρήσεων των ασκουµένων υπό των συνεταιρισµών του Ν. 602.
γ) Επί εργολάβων δηµοσίων έργων ή ιδιωτικών δοµικών έργων.
Το άρθρ. 3 του Ν. 2112/20 ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια των Ν. 4558/1930 και 3198/1955 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρον 3
1. Εργοδότης µη τηρών την κατά τα ανωτέρω υποχρέωσιν καταγγελίας της σχέσεως εργασίας υποχρεούται όπως καταβάλει εις τον υπάλληλον αποζηµίωσιν ίσην προς το σύνολον των τακτικών αποδοχών ας θα ελάµβανε κατά τον χρόνον προ του οποίου έδει να γίνει η καταγγελία.
2. Η κατά την προηγούµενην παράγραφον αποζηµίωσις δεν δύναται εις πάσαν περίπτωσιν να υπερβαίνει το ποσόν των 240.000 χιλ. δραχµών καταργουµένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόµου ή συµβάσεως οιασδήποτε µορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίµου.
3. Η κατά το άρθρο 1 προειδοποίησις δεν απαλλάσει τον εργοδότην της υποχρεώσεως προς αποζηµίωσιν του υπαλλήλου δια του τετάρτου της αποζηµιώσεως ην έδει να καταβάλει ο εργοδότης κατά την προηγούµενην παράγραφον.
4. Ως τακτικαί αποδοχαί υπαλλήλου θεωρούνται ο µισθός ως και πάσα άλλη παροχή εφ όσον δίδεται αντί µισθού ως παροχή εις είδος, προµήθειαι. Ποσοστά επί των κερδών ή εισπράξεων ή άλλης φύσεως συµµετοχή εις επιχείρησιν, εφ όσον χορηγούνται ανεξαρτήτως της κανονικής αµοιβής της εργασίας, δεν θεωρούνται τακτικαί αποδοχαί πλήν εναντίας συµφωνίας.
1. Εις άς περιπτώσεις ειδικής διάταξις νόµου ή κανονισµού ή συµβάσεως αναφεροµένης εις Ανωνύµους Εταιρείας ή Κοινωφελείς Επιχειρήσεις (πχ. Σύµβασις εξαγοράς ΗΕΑΠ-∆ΕΗ κλπ.) προβλέπει την καταβολήν εις υπαλλήλους, κατά τον χρόνον της αποµακρύνσεως των εκ της εργασίας, και ετέρας προσθέτου αποζηµιώσεως πέραν της υπο του Ν. 2112 προβλεποµένης, η αποζηµιώσις αύτη δεν δύναται να υπερβαίνη ποσοστόν 15 % της υπο της παρ. 1 άρθρου 3 του Ν. 2112, ως αντικαθίσταται δια του παρόντος οριζοµένης αποζηµιώσεως.
2. Η διάταξις της προηγουµένης παραγράφου εφαρµόζεται και εις ην έτι περίπτωσιν διά την καταβολήν της προσθέτου ταύτης αποζηµιώσεως έχει διατεθή ειδικώς υπό της επιχειρήσεως ωρισµένον χρηµατικόν ποσόν προς εξυπηρέτησιν του σκοπού τούτου.
Η ισχύς του παρόντος νόµου άρχεται από της δηµοσιεύσεώς του εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
Εν Αθήναις τη 18 Ιουλίου 1967
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β’
ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ
Ο ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΚΩΝΣΤ. ΚΟΛΛΙΑΣ |
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΓΡ. ΣΠΑΝΤΙ∆ΑΚΗΣ |