Τροποποιήθηκε από:
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 193Α_2021 | 564.11 KB |
Στο άρθρο 20 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209): α) στην περ. (α) της παρ. 3, τις περ. (α) και (γ) της παρ. 5, την παρ. 8 και την περ. (α) της παρ. 10 η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΥΕΠ), ως αρμόδια αρχή διεξαγωγής περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και ο Ειδικός Γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αντικαθίστανται από τη Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών και τον Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων αντίστοιχα, β) η αναφορά της παρ. 3 στην «υποπαράγραφο Α» τρέπεται στην «περ. α΄», γ) Ο Βοηθός Επιθεώρησης Περιβάλλοντος της ΕΥΕΠ της περ. γ΄ της παρ. 5 αντικαθίσταται από εκπρόσωπο της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Επιθεωρητών, δ) οι παραπομπές και η κοινή απόφαση της υποπερ. εε΄ της περ. β ΄της παρ. 10, καθώς και οι αναφορές στην «Οδηγία 2010/75/ΕΚ» της περ. β΄ της ως άνω παραγράφου, αντικαθίστανται από τις αναφερόμενες κοινές αποφάσεις, ε) στο τέλος της περ. β΄ της παρ. 10 προστίθεται νέο εδάφιο, στ) η περ. γ΄ της παρ. 10 διαγράφεται, ζ) οι παρ. 11, 14, 15, 16 και 17 αντικαθίστανται, η) προστίθενται νέες παρ. 15α, 15β, 15γ και 21 και το άρθρο 20 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 20
Περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις «Αντικατάσταση του άρθρου 6 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160) και εναρμόνιση με άρθρο 23 της Οδηγίας 2010/1975 περί Βιομηχανικών Εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης)»
1. Κάθε έργο ή δραστηριότητα κατηγορίας Α΄ ή Β΄ υπόκειται σε προληπτικές και τακτικές ή έκτακτες επιθεωρήσεις για τον έλεγχο της τήρησης των ΑΕΠΟ ή ΠΠΔ και της εν γένει περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
2. Οι εν λόγω επιθεωρήσεις διακρίνονται σε:
α) προληπτικές, που διενεργούνται κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, για τη διασφάλιση της επάρκειας των προτεινόμενων μέτρων,
β) τακτικές, που διενεργούνται μετά την αδειοδότηση, σε προσδιορισμένο χρόνο βάσει του σχεδιασμού των επιθεωρήσεων είτε κατά το στάδιο κατασκευής του έργου είτε κατά το στάδιο της λειτουργίας του έργου ή της δραστηριότητας, για την εξέταση όλων των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τη διασφάλιση της τήρησης των ΑΕΠΟ και ΠΠΔ στα στάδια αυτά,
γ) έκτακτες, που διενεργούνται μετά την αδειοδότηση, εκτός του χρονικά προσδιορισμένου σχεδιασμού, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 14.
3. Αρμόδιες αρχές για τη διεξαγωγή περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων είναι:
(α) η Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών για κάθε περίπτωση διενέργειας περιβαλλοντικής επιθεώρησης,
(β) η αδειοδοτούσα αρχή για τις προληπτικές επιθεωρήσεις, κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, της περ. α΄ της παρ. 2,
(γ) οι αρμόδιες υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Περιφερειών σε έργα και δραστηριότητες της χωρικής αρμοδιότητάς τους, ανεξαρτήτως της κατηγορίας του έργου ή της δραστηριότητας,
(δ) τα Κλιμάκια Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος σε έργα και δραστηριότητες της χωρικής αρμοδιότητάς τους, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4,
(ε) οι Περιβαλλοντικοί Ελεγκτές, όπως ορίζεται στην παρ. 5, ενεργούντες κατόπιν εντολής των αμέσως προαναφερόμενων ελεγκτικών υπηρεσιών.
4. Με απόφαση του Περιφερειάρχη που εκδίδεται υποχρεωτικά κάθε έξι (6) μήνες, συγκροτούνται Κλιμάκια Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος (Κ.Ε.Π.ΠΕ.) απαρτιζόμενα κυρίως από το προσωπικό των περιβαλλοντικών υπηρεσιών της Περιφέρειας, η σύνθεση των οποίων καταχωρίζεται στο ΗΠΜ. Ο έλεγχος που ασκούν τα Κ.Ε.Π.ΠΕ. δεν περιορίζεται μόνο στα έργα και δραστηριότητες κατηγορίας Α΄ ή Β΄. Τα Κ.Ε.Π.ΠΕ. είναι αρμόδια για τον έλεγχο της εφαρμογής γενικά της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στην περιοχή της χωρικής αρμοδιότητάς τους.
Στους ελέγχους που γίνονται από τα Κ.Ε.Π.ΠΕ. είναι δυνατόν, μετά από σχετική πρόσκληση, να περιλαμβάνεται και εκπρόσωπος του Δήμου στην περιοχή του οποίου υπάγεται διοικητικά το έργο ή η δραστηριότητα που θα ελεγχθεί. Ειδικά για την περιοχή των ρυθμιστικών σχεδίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 12 και 33 παρ. 12, αντιστοίχως, του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας.
5. α) Για την κάλυψη των αναγκών ελέγχου των υποκείμενων σε επιθεώρηση έργων και δραστηριοτήτων συνιστάται Μητρώο Περιβαλλοντικών Ελεγκτών, που τηρείται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με ευθύνη της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών. Η ιδιότητα του Περιβαλλοντικού Ελεγκτή αποκτάται με τη χορήγηση σχετικής άδειας από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
β) Οι Περιβαλλοντικοί Ελεγκτές έχουν ως αντικείμενο τη διενέργεια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων σε κάθε περίπτωση που τους ζητείται από τις αρμόδιες προς τούτο υπηρεσίες.
γ) Η παρακολούθηση του έργου των Περιβαλλοντικών Ελεγκτών και της ορθής εκτέλεσης των καθηκόντων τους διενεργείται από τη Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών που επικουρείται από συνιστώμενο για τον σκοπό αυτόν Εποπτικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικών Ελεγκτών, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και απαρτίζεται από τον Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, με τον αναπληρωτή του, ως Πρόεδρο και τον Πάρεδρο του γραφείου του Νομικού Συμβούλου στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, έναν εκπρόσωπο της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών, τον Διευθυντή της ΔΙΠΑ, έναν (1) εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και έναν (1) εκπρόσωπο του ΕΣΥΔ, με τους αναπληρωτές τους, ως μέλη.
δ) Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για τη σύσταση και λειτουργία του Εποπτικού
Συμβουλίου.
6. Οι δημόσιες υπηρεσίες εν γένει, οι υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης όλων των βαθμών και κάθε διοικητική αρχή υποχρεούνται να παρέχουν κάθε αιτούμενη από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές συνδρομή για την εκτέλεση των ελέγχων τήρησης των Α.Ε.Π.Ο. ή Π.Π.Δ. και της κείμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ο δε φορέας του έργου ή της δραστηριότητας υπέχει αντίστοιχες υποχρεώσεις, ιδίως μάλιστα ως προς τη διενέργεια των επισκέψεων στον χώρο, τη δειγματοληψία και τη συλλογή κάθε στοιχείου που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Δεν απαιτείται ειδοποίηση του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας, ενώ η παρεμπόδιση από αυτόν των ελέγχων ή η παροχή ψευδών στοιχείων επιφέρει τις ποινικές κυρώσεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995.
Η δαπάνη του ελέγχου τήρησης των Α.Ε.Π.Ο. ή Π.Π.Δ. βαρύνει τον φορέα εκμετάλλευσης του έργου ή της δραστηριότητας.
7. Τα έργα και οι δραστηριότητες, που πρόκειται να πραγματοποιηθούν εν μέρει ή στο σύνολό τους σε περιοχές του εθνικού καταλόγου του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου NATURA 2000, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 3937/2011 (Α΄ 60), υπόκεινται κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησής τους υποχρεωτικά σε περιβαλλοντική επιθεώρηση με αυτοψία, η οποία διενεργείται από τον φορέα διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής, εφόσον υφίσταται, άλλως από περιβαλλοντικό ελεγκτή της παρ. 5. Στην επιθεώρηση μπορεί να συμμετέχει και η αδειοδοτούσα υπηρεσία. Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
8. Όλα τα έργα και δραστηριότητες κατηγορίας Α΄ εντάσσονται σε σχέδιο περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, το οποίο επανεξετάζεται τουλάχιστον κάθε πέντε (5) έτη και, κατά περίπτωση, αναπροσαρμόζεται. Το σχέδιο αυτό εγκρίνεται από την Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών.
9. Κάθε σχέδιο περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων αφορά αποκλειστικά στην τήρηση των Α.Ε.Π.Ο. ή Π.Π.Δ. και της εν γένει περιβαλλοντικής νομοθεσίας και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) γενική αξιολόγηση των σημαντικών περιβαλλοντικών ζητημάτων,
β) τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτει το σχέδιο επιθεωρήσεων,
γ) μητρώο των έργων και δραστηριοτήτων που καλύπτει το σχέδιο,
δ) διαδικασίες για την κατάρτιση προγραμμάτων τακτικών περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, βάσει της παρ. 10,
ε) διαδικασίες για έκτακτες περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, στ) όπου απαιτείται, προβλέψεις για τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων αρχών επιθεώρησης.
10. α) Βάσει των σχεδίων περιβαλλοντικής επιθεώρησης, η Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, καταρτίζει προγράμματα τακτικών περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, με πρόβλεψη της συχνότητας των επιτόπιων επισκέψεων στις σχετικές εγκαταστάσεις, μετά από συστηματική αξιολόγηση των περιβαλλοντικών κινδύνων, με βάση τα ακόλουθα τουλάχιστον κριτήρια:
(αα) τις πιθανές και πραγματικές επιπτώσεις των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα είδη και επίπεδα εκπομπών, την ευαισθησία του τοπικού περιβάλλοντος και τον κίνδυνο ατυχημάτων,
(ββ) το ιστορικό της συμμόρφωσης προς τους όρους της περιβαλλοντικής άδειας,
(γγ) τη συμμετοχή του φορέα λειτουργίας της εγκατάστασης στο EMAS, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) 1221/2009.
β) Χρόνοι διεξαγωγής των τακτικών περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων με αυτοψία ορίζονται:
(αα) κάθε έτος τουλάχιστον για τις εγκαταστάσεις που ανήκουν στο Παράρτημα I της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/13.6.2013 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Β΄ 1450) και συγχρόνως κατατάσσονται στην υποκατηγορία Α1,
(ββ) κάθε τρία (3) έτη τουλάχιστον για τις εγκαταστάσεις που ανήκουν στο Παράρτημα I της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/13.6.2013 κοινής απόφασης και, ταυτόχρονα, στην υποκατηγορία Α2,
(γγ) κάθε τρία (3) έτη τουλάχιστον για τα έργα και δραστηριότητες των ομάδων 4, 5, 7, 8 και 9, καθώς και της ομάδας 12 με α/α 9, 11 και 16 του άρθρου 4 της υπ’ αρ. οικ. 37674/2016 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β΄ 2471), που κατατάσσονται στην υποκατηγορία Α1 και δεν ανήκουν στο Παράρτημα I της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/13.6.2013 κοινής απόφασης,
(δδ) κάθε πέντε (5) έτη τουλάχιστον για τα έργα και δραστηριότητες των ομάδων 4, 5, 7, 8 και 9, καθώς και της ομάδας 12 με α/α 9, 11 και 16 του άρθρου 4 της ως άνω υπ’ αρ.ΔΙΠΑ/οικ.37674/27.7.2016 απόφασης, που κατατάσσονται στην υποκατηγορία Α2 και δεν ανήκουν στο Παράρτημα I της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/13.6.2013 κοινής απόφασης,
(εε) κατά τη φάση κατασκευής του έργου και κάθε πέντε (5) έτη τουλάχιστον από την έναρξη λειτουργίας του έργου ή της δραστηριότητας, για τα έργα και δραστηριότητες της κατηγορίας Α΄ των ομάδων 1, 2, 3, 6, 10 και 11, καθώς και της ομάδας 12 με α/α 1 έως 8, 13 και 18 του άρθρου 4 της υπό στοιχεία ΔΙΠΑ/οικ.37674/27.7.2016 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Σε περίπτωση που ο φορέας λειτουργίας της εγκατάστασης που ανήκει στις περιπτώσεις (αα) ή (ββ) συμμετέχει στο EMAS, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διενεργούν περιβαλλοντική επιθεώρηση σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα που, όμως, δεν μπορούν να ξεπερνούν την τριετία για την περίπτωση (αα) και την πενταετία για την περίπτωση (ββ).
Στα εν λόγω προγράμματα των τακτικών περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων μπορούν να συμπεριλαμβάνονται και οι οικονομικές δραστηριότητες που υπάγονται στην κατηγορία Β΄ του άρθρου 1, λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση περιβαλλοντικού κινδύνου και τη μεθοδολογία που καθορίζεται στην υπό στοιχεία ΥΠΕΝ/ΣΕΝΕ/13582/952/10.2.2021 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β΄ 689), σε συνδυασμό με τους διαθέσιμους πόρους για τη διεξαγωγή των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων.
11. α. Σε κάθε αυτοψία, οι αρμόδιες αρχές περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων της παρ. 3 συντάσσουν επιτόπου έκθεση αυτοψίας στην οποία καταχωρίζονται τα ευρήματα του ελέγχου. Ακολούθως, συντάσσουν προσωρινή έκθεση ελέγχου σύμφωνα με την απόφαση της περ. α΄ της παρ. 21.
Η προσωρινή έκθεση ελέγχου κοινοποιείται στον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας το αργότερο εντός ενός (1) μήνα από την πραγματοποίηση της αυτοψίας.
Ο εν λόγω φορέας, σε περίπτωση διαπίστωσης πιθανών παραβάσεων, καλείται ταυτόχρονα σε απολογία. Η ανωτέρω προθεσμία ορίζεται σε δύο (2) μήνες για τα έργα και δραστηριότητες που εντάσσονται στο Παράρτημα Ι της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/13.6.2013 κοινής απόφασης.
Ο έλεγχος διενεργείται υποχρεωτικά με τη χρήση των φύλλων ελέγχου, τα οποία υποκαθιστούν την έκθεση αυτοψίας για τις περιπτώσεις περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων όπου η αρμόδια Αρχή Οργάνωσης, Εποπτείας και Συντονισμού του άρθρου 124 του ν. 4759/2020 (Α΄ 245), εκδίδει φύλλα ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 147 του ν. 4512/2018 (Α΄ 5). Τα φύλλα ελέγχου δύνανται να ενσωματώνουν τα αποτελέσματα του ελέγχου και να επέχουν θέση προσωρινής έκθεσης ελέγχου. Επιπρόσθετα, σε περίπτωση που η έλλειψη συμμόρφωσης είναι ασήμαντη, ήτοι δεν προκαλεί ρύπανση, υποβάθμιση ή κίνδυνο για το περιβάλλον, στα φύλλα ελέγχου δύναται να ενσωματώνονται κατευθυντήριες οδηγίες για την συμμόρφωση, να προβλέπεται επανέλεγχος εντός προθεσμίας ή προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων.
β. Σε περίπτωση μη διαπίστωσης παράβασης και αξιολόγησης των μη συμμορφώσεων ως ασήμαντων, σύμφωνα με το έβδομο εδάφιο της περ. α΄, η προσωρινή έκθεση ελέγχου καθίσταται οριστική και αναρτάται αμελλητί στο ΗΠΜ της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 4042/2012.
γ. Σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων που δεν εμπίπτουν στην περ. β΄, τάσσεται προθεσμία για την απολογία που δεν δύναται να είναι μικρότερη από δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την επομένη ημέρα της επίδοσης της κλήσης σε απολογία, με δυνατότητα παράτασης μετά από αίτημα του φορέα έως δέκα εργάσιμες (10) ημέρες επιπλέον. Μετά την υποβολή της απολογίας ή εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία που τάχθηκε για την υποβολή της, η αρμόδια αρχή που διενεργεί τον έλεγχο συντάσσει οριστική έκθεση ελέγχου εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας απολογίας. Η ανωτέρω προθεσμία ορίζεται σε τέσσερις (4) μήνες από την πραγματοποίηση της αυτοψίας για τα έργα και δραστηριότητες που εντάσσονται στο Παράρτημα Ι της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/13.6.2013 κοινής απόφασης. Σε περίπτωση που για την ολοκλήρωση
του ελέγχου απαιτείται η διεξαγωγή συμπληρωματικών εργαστηριακών μετρήσεων και αναλύσεων ή η λήψη πορισμάτων από άλλες συναρμόδιες υπηρεσίες, καθώς και ενδεχόμενη κλήση σε συμπληρωματική απολογία σε συνέχεια των συμπληρωματικών ευρημάτων που προκύπτουν από τους προαναφερθέντες εργαστηριακούς ελέγχους και μετρήσεις ή τα πορίσματα άλλων συναρμόδιων υπηρεσιών, ο χρόνος αυτός δεν προσμετράται στην προθεσμία των σαράντα πέντε (45) ημερών.
Η οριστική έκθεση ελέγχου περιέχει συμπεράσματα σχετικά με το κατά πόσον απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες, καθώς και Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών, σύμφωνα με τις παρ. 15 και 15γ, όπου αυτές έχουν εφαρμογή, προκειμένου να εξασφαλίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για τη συμμόρφωση με τις υποδείξεις του Πλάνου Διορθωτικών Ενεργειών εντός εύλογης προθεσμίας. Η οριστική έκθεση ελέγχου αναρτάται αμελλητί στο ΗΠΜ από την αρμόδια αρχή και, ανάλογα με τα ευρήματα αυτής, δύναται να κοινοποιείται στην αρχή που χορήγησε στον ελεγχόμενο την άδεια/έγκριση/γνωστοποίηση κατασκευής ή λειτουργίας του έργου ή έναρξης της δραστηριότητας ή, κατά περίπτωση, την ανανέωση αυτών.
12. Στην επιθεώρηση του άρθρου 26 του ν. 3982/2011 (Α΄ 143) των βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων που διεξάγεται από την αδειοδοτούσα αρχή του Μέρους Β΄ του ν. 3982/2011 (Α΄ 143) μπορεί να συμμετέχει και εκπρόσωπος της αρμόδιας υπηρεσίας για την περιβαλλοντική αδειοδότηση της εγκατάστασης.
13. Οι τακτικές επιθεωρήσεις των εγκαταστάσεων του ν. 3982/2011 (Α΄ 143) μπορούν να διεξάγονται από κοινού με τους πιστοποιημένους επιθεωρητές του άρθρου 27 του ίδιου νόμου.
14. Έκτακτες περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές των περ. α΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 3, προκειμένου να διερευνηθούν το ταχύτερο δυνατόν περιβαλλοντικές καταγγελίες ή συμβάντα με περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθώς και περιπτώσεις μη
συμμόρφωσης. Οι έκτακτοι έλεγχοι διενεργούνται αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας, η οποία υποβάλλεται με κάθε πρόσφορο μέσο. Οι αρμόδιες υπηρεσίες δύνανται να αναθέτουν τη διενέργεια έκτακτης περιβαλλοντικής επιθεώρησης σε περιβαλλοντικό ελεγκτή της παρ. 5. Για τη διαχείριση των καταγγελιών εφαρμόζεται το άρθρο 140 του ν. 4512/2018 (Α΄ 5).
15. Οι αρμόδιες για τη διεξαγωγή περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων αρχές της παρ. 3 δίνουν προτεραιότητα και βαρύτητα στην παροχή ορθής πληροφόρησης και κατευθυντήριων οδηγιών, τάσσοντας παράλληλα προθεσμία για τη συμμόρφωση του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας, εφόσον η έλλειψη συμμόρφωσης δεν μπορεί να αρθεί άμεσα. Η προθεσμία συμμόρφωσης εξαρτάται από τις πραγματικές συνθήκες, από τη φύση της παράβασης και των διορθωτικών ενεργειών που απαιτούνται, καθώς και το κόστος τους, σε σχέση με τον ετήσιο κύκλο εργασιών του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Η ανωτέρω προθεσμία δύναται να ορίζεται έως και τρία (3) έτη, κατόπιν αιτιολογημένης κοινής απόφασης των προϊσταμένων της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής και της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας στην περίπτωση έργων και δραστηριοτήτων που εντάσσονται στο Παράρτημα Ι της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/13.6.2013 κοινής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή θεσπίζεται ειδικό πρόγραμμα τακτικής παρακολούθησης και ελέγχου της προόδου συμμόρφωσης και μπορεί να τίθενται συμπληρωματικοί της Α.Ε.Π.Ο. όροι και προϋποθέσεις.
Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου της παρούσας και με την επιφύλαξη του π.δ. 148/2009 (Α΄ 190), σε κάθε περίπτωση που, μετά την υποβολή της απολογίας ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που τάχθηκε για την υποβολή της, διαπιστώνονται:
α) μη ουσιώδεις διοικητικές παραβάσεις ή
β) παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ή των όρων και προϋποθέσεων της Α.Ε.Π.Ο. ή των Π.Π.Δ. του έργου ή της δραστηριότητας που δεν εμπίπτουν στην παρ. 15β, η αρμόδια αρχή που διενεργεί την περιβαλλοντική επιθεώρηση συντάσσει το αντίστοιχο Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών, όπως αυτό ορίζεται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), στο οποίο παρέχονται κατευθυντήριες οδηγίες, επιβάλλονται μέτρα για την άρση των παραβάσεων και τίθεται εύλογη προθεσμία συμμόρφωσης. Σε περίπτωση διαπίστωσης έλλειψης έγκρισης λειτουργίας, άδειας λειτουργίας, γνωστοποίησης λειτουργίας ή άλλων συναφών διοικητικών πράξεων, ενημερώνεται αμελλητί η αρμόδια αρχή για την επιβολή κυρώσεων.
Ο ελεγχόμενος φορέας υποχρεούται να υλοποιήσει το Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών, υποβάλλοντας προς τις αρμόδιες αρχές διεξαγωγής περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων της παρ. 3, Δήλωση Συμμόρφωσης, με την πάροδο του τεθέντος χρονοδιαγράμματος.
15α. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας συμμόρφωσης διενεργείται νέα αυτοψία για την επαλήθευση της συμμόρφωσης του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας με το Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών, σύμφωνα και με τη σχετική Δήλωση Συμμόρφωσης. Η επαλήθευση της συμμόρφωσης μπορεί να πραγματοποιείται και με προσκόμιση εγγράφων, παραστατικών, φωτογραφιών και λοιπών στοιχείων, αντί αυτοψίας, υπό την προϋπόθεση της αποδοχής τους από την αρμόδια αρχή της παρ. 3 ως επαρκών στοιχείων για την τεκμηρίωση της συμμόρφωσης. Στην περίπτωση που επαληθεύεται η συμμόρφωση, παύει η σχετική διαδικασία ελέγχου και η Δήλωση Συμμόρφωσης αναρτάται αμελλητί στο ΗΠΜ. Η ανάρτησή της στο ΗΠΜ επέχει θέση αποδοχής της από την αρμόδια για τους περιβαλλοντικούς ελέγχους αρχή. Στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ο φορέας του έργου ή της δραστηριότητας δεν έχει συμμορφωθεί με το Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών, η αρμόδια αρχή της παρ. 3 προχωρά στην επιβολή κυρώσεων, συντάσσοντας αιτιολογημένη πράξη βεβαίωσης της παράβασης, σύμφωνα με την περ. β΄ της παρ. 15γ.
15β. Η διαδικασία των παρ. 15 και 15α δεν εφαρμόζεται όταν η παράβαση ενέχει κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον, που δεν μπορεί να αποτραπεί χωρίς άμεση ενέργεια εκ μέρους του ελεγκτή, δηλαδή κατατάσσεται στις κατηγορίες «ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ» και «ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ» σοβαρότητας της παρ. 1α του άρθρου 30 του ν. 1650/1986. Ειδικότερα τέτοιες περιπτώσεις θεωρούνται:
α) όταν η άμεση επιβολή μέτρων και κυρώσεων είναι αναγκαία για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος,
β) όταν η παράβαση ενέχει άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή απειλεί με άμεσες και σημαντικές αρνητικές συνέπειες το περιβάλλον που δεν μπορούν να αποτραπούν χωρίς άμεση ενέργεια εκ μέρους της αρμόδιας για τη διεξαγωγή περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων αρχής της παρ. 3 ή ενέχουν κίνδυνο ευρείας οικολογικής διατάραξης,
γ) στις περιπτώσεις ουσιωδών διοικητικών παραβάσεων, όπως η έλλειψη εν ισχύ Α.Ε.Π.Ο. ή Π.Π.Δ..
Για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παράβασης και την εφαρμογή ή μη της παρούσας λαμβάνονται υπόψη η φύση της παράβασης και το ύψος υπέρβασης των θεσμοθετημένων ορίων εκπομπών, η υποτροπή και το
ιστορικό συμμόρφωσης, η συμπεριφορά και ο βαθμός συνεργασίας του ελεγχόμενου φορέα, άλλοι ελαφρυντικοί ή επιβαρυντικοί παράγοντες, καθώς και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ν. 4042/2012 (Α΄ 24).
15γ. α. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 15β, μετά την υποβολή της απολογίας ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που τάχθηκε για την υποβολή της, η αρμόδια αρχή, που διενεργεί την περιβαλλοντική επιθεώρηση, συντάσσει αιτιολογημένη πράξη βεβαίωσης της παράβασης, η οποία υπέχει θέσης οριστικής έκθεσης ελέγχου εντός της προθεσμίας της περ. γ΄ της παρ. 11.
β. Η ως άνω βεβαίωση:
βα) περιλαμβάνει τη σχετική εισήγηση για επιβολή προστίμου προς την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 1650/1986,
ββ) περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών, σύμφωνα με το Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης της περ. στ΄ της παρ. 21, το οποίο ο ελεγχόμενος φορέας του έργου ή της δραστηριότητας οφείλει να υλοποιήσει, υποβάλλοντας προς τις αρμόδιες αρχές περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων της παρ. 3, Δήλωση Συμμόρφωσης, με την πάροδο του τεθέντος χρονοδιαγράμματος,
βγ) αναρτάται από την αρμόδια αρχή αμελλητί στο ΗΠΜ,
βδ) κοινοποιείται υποχρεωτικά στην αρχή που χορήγησε στον ελεγχόμενο την άδεια/έγκριση/γνωστοποίηση κατασκευής ή λειτουργίας του έργου ή έναρξης της δραστηριότητας ή, κατά περίπτωση, την ανανέωση αυτών,
βε) κοινοποιείται στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, εφόσον για τη συγκεκριμένη παράβαση προβλέπεται ποινική κύρωση.
γ. Μετά την παρέλευση της τεθείσας προθεσμίας διενεργείται νέα αυτοψία για την επαλήθευση της συμμόρφωσης του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας με το Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών Συμμόρφωσης, σύμφωνα και με τη σχετική Δήλωση Συμμόρφωσης. Η επαλήθευση της συμμόρφωσης μπορεί να πραγματοποιείται και με προσκόμιση εγγράφων, παραστατικών, φωτογραφιών και λοιπών στοιχείων, αντί αυτοψίας, υπό την προϋπόθεση της αποδοχής τους από την αρμόδια αρχή της παρ. 3, ως επαρκών στοιχείων για την τεκμηρίωση της συμμόρφωσης. Στην περίπτωση που επαληθεύεται η συμμόρφωση, η Δήλωση Συμμόρφωσης αναρτάται αμελλητί στο ΗΠΜ.
δ. Η ανάρτησή της στο ΗΠΜ επέχει θέση αποδοχής της από την αρμόδια για τους περιβαλλοντικούς ελέγχους αρχή. Η αποδοχή της Δήλωσης Συμμόρφωσης δεν αίρει τη διαδικασία επιβολής προστίμου από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τη σχετική πράξη βεβαίωσης παράβασης. Στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ο φορέας του έργου ή της δραστηριότητας δεν έχει συμμορφωθεί με το Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών, αυτός θεωρείται υπότροπος και υποβάλλονται οι προσήκουσες κυρώσεις.
16. Στις Α.Ε.Π.Ο. των έργων και δραστηριοτήτων του Παραρτήματος I της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/13.6.2013 κοινής απόφασης δύναται να προβλέπεται ότι για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας απαιτείται η κατάθεση χρηματικής εγγύησης ή άλλου ισοδύναμου μέσου. Στην περίπτωση αυτή, στην Α.Ε.Π.Ο. καθορίζονται και οι λόγοι κατάπτωσης της χρηματικής εγγύησης. Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατόπιν εισήγησης της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών, σε περίπτωση επανειλημμένης άρνησης ή παράλειψης συμμόρφωσης του φορέα διαχείρισης προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Α.Ε.Π.Ο., εφόσον αποτελούν αιτία κατάπτωσης της εγγύησης, η χρηματική εγγύηση καταπίπτει προς όφελος του Δημοσίου και περιέρχεται ως πόρος στο Πράσινο Ταμείο.
17. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας:
α) εξειδικεύεται περαιτέρω ή τροποποιείται η διαδικασία και η συχνότητα περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων ανά υποκατηγορία και ανά ομάδα έργων και δραστηριοτήτων της παρ. 10,
β) εξειδικεύονται περαιτέρω οι κατηγορίες έργων και δραστηριοτήτων που υπόκεινται υποχρεωτικά σε προληπτική περιβαλλοντική επιθεώρηση κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης της περ. α΄ της παρ. 2, και
γ) εξειδικεύονται περαιτέρω τα όργανα διεξαγωγής των ελέγχων και επιβολής των κυρώσεων.
18. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη σύσταση και τήρηση του Μητρώου Περιβαλλοντικών Ελεγκτών, οι αρμοδιότητές τους, οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση της άδειας περιβαλλοντικού ελεγκτή και τα σχετικά δικαιολογητικά, η διάρκεια ισχύος της άδειας περιβαλλοντικού ελεγκτή, η διαδικασία ανάθεσης εντολής προς επιθεώρηση, ο τρόπος άσκησης των αρμοδιοτήτων των περιβαλλοντικών ελεγκτών, καθώς και το παραδοτέο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, οι ιδιότητες που είναι ασυμβίβαστες με το έργο τους, ο τρόπος ελέγχου, οι κυρώσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της παρ. 5.
19. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθορίζονται ο τρόπος προσδιορισμού της αμοιβής των περιβαλλοντικών ελεγκτών, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της εκκαθάρισης και καταβολής των αμοιβών τους, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της.
20. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας δύναται να καθορίζεται ο τρόπος της τεχνικής οργάνωσης, υλοποίησης και λειτουργίας του Μητρώου Περιβαλλοντικών Ελεγκτών, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο τεχνικό ζήτημα. Η έκδοση της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
21. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας υιοθετείται το Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης («ΜΕΣ») για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, το οποίο καταρτίζεται βάσει των κριτηρίων του άρθρου 149 του ν. 4512/2018, από τη Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών, ως Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού του άρθρου 124 του ν. 4759/ 2020, και το οποίο περιλαμβάνει τις διαδικασίες και τις οδηγίες για την καθοδήγηση των ενεργειών και των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια και σε συνέχεια του ελέγχου στο πλαίσιο της ενιαίας αντιμετώπισης των ελέγχων και των λοιπών δραστηριοτήτων εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των ειδικότερων κριτηρίων για τον καθορισμό της προθεσμίας συμμόρφωσης, των αναγκαίων λεπτομερειών για την εφαρμογή αυτού και των διοικητικών μέτρων της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 1650/1986, και στο οποίο εξειδικεύονται:
α) το περιεχόμενο της προσωρινής και της οριστικής έκθεσης ελέγχου της παρ. 11,
β) οι παραβάσεις της παρ. 15, συμπεριλαμβανομένων των μη ουσιωδών διοικητικών παραβάσεων και οι παραβάσεις της παρ. 15β, οι οποίες δύνανται να εξειδικεύονται ανά είδος έργου ή δραστηριότητας,
γ) το περιεχόμενο του Πλάνου Διορθωτικών Ενεργειών της παρ. 15 και της υποπερ. ββ) της περ. β΄ της παρ. 15γ,
δ) η κατάταξη των παραβάσεων στις τέσσερις (4) κατηγορίες «ΧΑΜΗΛΗΣ», «ΜΕΤΡΙΑΣ», «ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ» και «ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ» σοβαρότητας της παρ. 1α του άρθρου 30 του ν. 1650/1986, σύμφωνα με τα κριτήρια της παρ. 15β,
ε) το σύνολο των ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών παραγόντων, οι οποίοι συνεκτιμώνται για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παράβασης, σύμφωνα με την παρ. 15β, και ο τρόπος υπολογισμού του προστίμου που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 1650/1986,
στ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των παρ. 11 έως 15γ.
Για το περιεχόμενο των περ. β΄ και γ΄ της παρούσας ζητείται η απλή γνώμη της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής και της Διεύθυνσης Διαχείρισης Αποβλήτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.»
Η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (Ε.Υ.Ε.Π.) της παρ. Α΄ του άρθρου 9 του ν. 2947/2001 (Α΄ 228) αντικαθίσταται από τη Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η υποπαρ. 4 της παρ. Α΄ τροποποιείται και καταργούνται τα έξι (6) τελευταία εδάφια της, περί ελέγχων των επιθεωρητών περιβάλλοντος, η παρ. 5 περί διοικητικών κυρώσεων διαγράφεται και οι υποπαρ. 1 έως 5 της παρ. Α΄ διαμορφώνονται ως εξής:
«Άρθρο 9
Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (Ε.Υ.Ε.Π.) - Ρύθμιση θεμάτων εργοταξιακών λατομείων εκτός Ν. Αττικής
Α.1. Συνιστάται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γενική Διεύθυνση Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών, η οποία υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
2. Αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών είναι:
α. Ο έλεγχος και η παρακολούθηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων που επιβάλλονται για την πραγματοποίηση έργων και δραστηριοτήτων του Δημοσίου, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και η εισήγηση για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης αυτών.
β. Η συλλογή και η επεξεργασία στοιχείων που αφορούν την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, καθώς και των περιβαλλοντικών όρων που επιβάλλονται κατά την κείμενη νομοθεσία για την εκτέλεση και λειτουργία έργων και δραστηριοτήτων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
γ. Η εκπροσώπηση της χώρας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο σε θέματα ελέγχου τήρησης περιβαλλοντικών όρων σε έργα και δραστηριότητες.
δ. Η εισήγηση για τον καθορισμό προτύπων και μεθόδων μέτρησης πάσης φύσεως εκπομπών στο σύνολο των περιβαλλοντικών μέσων από σταθερές πηγές.
ε. Η εκπόνηση και η ανάθεση εκπόνησης μελετών και ερευνών, σχετικών με το αντικείμενο της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών.
στ. Η ανάληψη και η υλοποίηση προγραμμάτων από το Ελληνικό Δημόσιο ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από διεθνείς οργανισμούς που εδρεύουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σχετικών με το αντικείμενό της.
ζ. Οι αρμοδιότητες του καταργούμενου, με την παρ. 11 του παρόντος, Ειδικού Σώματος Ελεγκτών για την Προστασία του Περιβάλλοντος, που καθορίζονται με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2242/1994 (ΦΕΚ 162 Α΄).
3. Οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος πρέπει να είναι πτυχιούχοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και να έχουν ικανή επιστημονική κατάρτιση, ενασχόληση και εμπειρία σε θέματα περιβάλλοντος.
4. Οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος της Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορούν να διενεργούν αυτοψίες σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό έργο ή δραστηριότητα που υπάγεται στη νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος ή επιβάλλεται για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων της παρ. 2 και να προβαίνουν σε ελέγχους και μετρήσεις, καθώς και στη συλλογή κάθε χρήσιμου κατά την κρίση τους στοιχείου για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τούτο ισχύει ανεξάρτητα από συντρέχουσα αρμοδιότητα άλλης αρχής να προβαίνει σε ανάλογο έλεγχο.
5. (Καταργείται).»
1. Εκκρεμείς υποθέσεις περιβαλλοντικών ελέγχων, επιθεωρήσεων και επιβολής διοικητικών κυρώσεων για περιβαλλοντικές παραβάσεις διεκπεραιώνονται με τη νομοθεσία που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται οι περιπτώσεις για τις οποίες έχει ολοκληρωθεί αυτοψία.
2. Για το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 21 του άρθρου 20 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209), εφαρμόζεται το τρίτο εδάφιο της παρ. 15β του ως άνω άρθρου.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται η υπ’ αρ. 59388/3363/1988 (Β΄ 638) κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών, Γεωργίας, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, περί επιβολής και είσπραξης διοικητικών προστίμων.
Στο τέλος της περ. δ) της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 4819/2021 (Α΄ 129) αντικαθίσταται το σημείο στίξης (,) από τελεία, στο τελευταίο εδάφιο προστίθενται οι λέξεις «της υποπερ. δα΄)» και η περ. δ) διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«δ) εφαρμόζει επαρκή μηχανισμό αυτοελέγχου, που υποστηρίζεται, όπου είναι σκόπιμο, από τακτικούς ανεξάρτητους ελέγχους για την ετήσια αξιολόγηση:
δα) της οικονομικής του διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 3,
δβ) της ποιότητας των στοιχείων που συλλέγονται και υποβάλλονται σύμφωνα με την περ. γ΄ της παρ. 1 και με τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για τις μεταφορές αποβλήτων (L 190).
Οι ανεξάρτητοι έλεγχοι που υποστηρίζουν τους αυτοελέγχους της υποπερ. δα΄ διενεργούνται από εγγεγραμμένο ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή εγγεγραμμένη ελεγκτική εταιρεία στο δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του ν. 4419/2017 (Α΄ 7).»
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 52 του ν. 4819/2021 (Α΄ 129) τροποποιείται ως προς τη διαγραφή της υπ΄ αρ. 37674/2016 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β΄ 2471) και της υπό στοιχεία ΥΠΕΝ/ΔΙΠΑ/11936/836/8.2.2019 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β΄ 436) και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«8. Οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας των παρ. 6 και 7 υπόκεινται σε έγκριση ή γνωστοποίηση λειτουργίας, σύμφωνα με τον ν. 4442/2016 (Α΄ 230).
Στη γνωστοποίηση ή έγκριση λειτουργίας περιλαμβάνονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται από την νομοθεσία, τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) Όλα τα απαραίτητα στοιχεία της εγκατάστασης ή της επιχείρησης.
β) Οι εργασίες επεξεργασίας των αποβλήτων (κωδικός R ή D).
γ) Οι κωδικοί αποβλήτων σύμφωνα με τον ΕΚΑ που υπόκεινται στις προηγούμενες εργασίες.»
Στην παρ. 4 του άρθρου 95 του ν. 4819/2021 (Α΄ 129), τροποποιείται η περ. κβ΄ με την προσθήκη στους αποδέκτες χρηματοδότησης από τον Ε.Ο.ΑΝ. των εταιρειών παραγωγής πλαστικών προϊόντων μιας χρήσης και η περ. κβ΄ διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«κβ) Επιδοτεί, επιχορηγεί και χρηματοδοτεί Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οργανισμούς κοινής ωφέλειας ή άλλους οργανισμούς ή υπηρεσίες του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, για την εφαρμογή των δράσεων και των προγραμμάτων από το περιβαλλοντικό τέλος των άρθρων 79 και 80, καθώς και από την εισφορά της περ. ε΄ της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4736/2020, μέρος της
οποίας διατίθεται ως χρηματοδότηση και στις εταιρείες παραγωγής πλαστικών προϊόντων μιας χρήσης για τους σκοπούς της ανωτέρω περ. ε΄.»
Η παρ. 4 του άρθρου 101 του ν. 4819/2021 (Α΄ 129) τροποποιείται ως προς την προσθήκη προϋπόθεσης για
την κάλυψη της θέσης Γενικού Διευθυντή του Ε.Ο.ΑΝ. κατά τη μεταβατική περίοδο πριν τον ορισμό του και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«4. Μέχρι την έναρξη ισχύος της κοινής απόφασης της παρ. 1 του άρθρου 102 και τον ορισμό Γενικού Διευθυντή, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3, η θέση καλύπτεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, από πρόσωπο στο οποίο συντρέχουν τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα του πρώτου εδαφίου της παρ. 3.»
Τα άρθρα 24, 24Α, 24Β, 24Ε, 24Ζ, 24Η, 24Θ, 24ΚΑ, 24ΚΒ, 24ΚΓ του ν. 2939/2001 (Α΄ 179) καταργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος.
1. Η παρ. 7 του άρθρου 54 του ν. 4409/2016 (Α ́ 136) τροποποιείται ως προς τα ποσοστά από τα παράβολα της παρ. 6, που αποδίδονται στο Πράσινο Ταμείο και στο ΚΑΠΕ, από 70% σε 50% και από 30% σε 50%, αντίστοιχα, καταργείται το δεύτερο εδάφιο και η παρ. 7 έχει ως εξής:
«7. Τα ποσά της παρ. 6 αποδίδονται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) υπέρ του Πράσινου Ταμείου (ΚΑΕ 3745) και σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) υπέρ του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΚΑΠΕ), το οποίο υποστηρίζει τεχνικά τα Τμήματα Επιθεώρησης Ενέργειας του Σώματος Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ως προς τη λειτουργία και συντήρηση της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του Αρχείου Επιθεώρησης Κτιρίων και του Μητρώου Ενεργειακών Επιθεωρητών.»
2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται για τα παράβολα της παρ. 6 του άρθρου 54 του ν. 4409/2016 (Α ́ 136), που εισπράττονται από την 1η.1.2022 και εφεξής.
Παρατείνεται η αναστολή της έκδοσης εγκρίσεων δόμησης, αδειών δόμησης και της εκτέλεσης κάθε οικοδομικής εργασίας, που ορίζεται στην υπ’ αρ. 40399/29.9.2017 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Α.Π.Π.229), όπως η ισχύς αυτής παρατάθηκε με την υπό στοιχεία ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/6Ο327/3187/1.10.2018 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Α.Α.Π.213), με το άρθρο τέταρτο της από 30.9.2019 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4638/2019 (Α΄ 181) και με το άρθρο 85 του ν. 4722/2020 (Α΄ 177) από τη λήξη της και έως τη θεσμοθέτηση του νέου προεδρικού διατάγματος περί καθορισμού μέτρων προστασίας της περιοχής του όρους Υμηττού και των Μητροπολιτικών Πάρκων Γουδή - Ιλισσίων και πάντως όχι πέραν της 15ης.9.2022.
1. Στο άρθρο 21 του ν. 4014/2011 (Α ́ 209), που αντικαθιστά το άρθρο 30 του ν. 1650/1986 (Α ́160) τροποποιείται ο τίτλος αυτού, αντικαθίσταται η παρ. 1, προστίθεται παρ. 1α, το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 2 αναδιατυπώνεται και τροποποιείται ως προς την παραπομπή στον ν. 1650/1986, αντί του ν. 4014/2011, στην παρ. 3 αντικαθίσταται η Ε.Υ.Ε.Π., ως αρμόδια υπηρεσία διεξαγωγής των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και εισήγησης του προστίμου από τη Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προστίθεται νέα παρ. 3α, στην παρ. 4 επέρχεται λεκτική βελτίωση με τη διαγραφή της μετοχής «επιβληθέντων» και την αντικατάσταση της λέξης «για» από τις λέξεις «που του έχουν επιβληθεί», η παρ. 5 τροποποιείται ως προς την προσθήκη της λέξης «κοινή» στην εξουσιοδοτική διάταξη και την αναδιατύπωση του περιεχομένου της ίδιας εξουσιοδοτικής, προστίθενται παρ. 6 και 7 και το άρθρο 21 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 21
Διοικητικές κυρώσεις για περιβαλλοντικές παραβάσεις - Τροποποίηση του άρθρου 30 του ν. 1650/1986
1. Σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προκαλούν οποιαδήποτε ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος ή των κατ` εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων διαταγμάτων ή υπουργικών αποφάσεων ή αποφάσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή της Περιφέρειας, ανεξάρτητα από την αστική ή ποινική ευθύνη, επιβάλλονται τα ακόλουθα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις:
α) Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών της υποπερ. ββ ́ της περ. β ́ της παρ. 15γ του άρθρου 6 του ν. 1650/1986 (Α ́ 160), που επέχει τη θέση του μέτρου της γραπτής σύστασης της περ. α ́ της παρ. 5 του άρθρου 151 του ν. 4512/2018 (Α ́5), πιθανός επανέλεγχος εντός προθεσμίας, προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων.
β) Πρόστιμο από πεντακόσια (500) έως και πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ σύμφωνα με την παρ. 1α ή και Πλάνο Διορθωτικών Ενεργειών.
γ) Προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας, όπως προβλέπεται την παρ. 6, μετά από εισήγηση της αρμόδιας για την περιβαλλοντική επιθεώρηση αρχής.
δ) Διοικητικά μέτρα και κυρώσεις που προβλέπονται από την περιβαλλοντική νομοθεσία.
Τα εν λόγω μέτρα και οι κυρώσεις είναι αναλογικά και εύλογα, στηρίζονται δε στην αξιολόγηση του κινδύνου που η παράβαση επιφέρει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος σύμφωνα με την παρ. 1α και επιβάλλονται, σύμφωνα με την απόφαση της παρ. 21 του άρθρου 20, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, τη συχνότητα ή την χρονική διάρκεια, την υποτροπή και το ιστορικό συμμόρφωσης, τη συμπεριφορά και τον βαθμό συνεργασίας του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα, το ύψος υπέρβασης των θεσμοθετημένων ορίων εκπομπών και την παραβίαση των περιβαλλοντικών όρων και προτύπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων, λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς και τυχόν συντρέχοντες ελαφρυντικούς ή επιβαρυντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του άμεσου ή έμμεσου κέρδους που η παράβαση
απέφερε στον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας.
Τα πρόστιμα της περ. β ́ επιβάλλονται μετά από ενιαία αξιολόγηση της σοβαρότητας του συνόλου των παραβάσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 1α.
Εφόσον από τη νομοθεσία προβλέπεται ποινική κύρωση για τη συγκεκριμένη παράβαση, η πράξη βεβαίωσης παράβασης διαβιβάζεται στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή.
1α. Οι παραβάσεις κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες ΧΑΜΗΛΗΣ, ΜΕΤΡΙΑΣ, ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ και ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ σοβαρότητας σύμφωνα με την υπουργική απόφαση της παρ. 21 του άρθρου 20.
Τα επιβαλλόμενα πρόστιμα της περ. β ́ της παρ. 1 κατανέμονται, ανάλογα με την κατηγορία της παράβασης, ως ακολούθως:
α) για τις παραβάσεις χαμηλής σοβαρότητας, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 0,5% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας και κυμαίνεται από πεντακόσια (500) ευρώ κατ ́ελάχιστον έως και πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ κατά μέγιστο,
β) για τις παραβάσεις μέτριας σοβαρότητας, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 1,5% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας και κυμαίνεται από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ κατ ελάχιστον έως και διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ κατά μέγιστο,
γ) για τις παραβάσεις σημαντικής σοβαρότητας, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 6% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας και κυμαίνεται από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ κατ’ ελάχιστον έως και οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) ευρώ κατά μέγιστο,
δ) για τις παραβάσεις πολύ σημαντικής σοβαρότητας, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10% επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας και κυμαίνεται από εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ κατ’ ελάχιστον έως και πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ κατά μέγιστο.
Σε περίπτωση υποτροπής, τα ποσοστά των περ. α) έως και δ) επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας διπλασιάζονται.
Το κριτήριο του ποσοστού επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας δεν εφαρμόζεται σε έργα και δραστηριότητες που δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα.
2. Με την επιφύλαξη της παρ. 3, τα πρόστιμα και οι κυρώσεις της παρ. 1α επιβάλλονται κατόπιν εισήγησης των υπηρεσιών ή των οργάνων της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 1650/1986 (Α ́ 160), ως εξής:
α) Από τον οικείο Περιφερειάρχη, εφόσον το ύψος του προστίμου ανέρχεται έως και τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
β) Από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εφόσον το ύψος του προστίμου κυμαίνεται μεταξύ διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ έως και τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
γ) Από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εφόσον το ύψος του προστίμου υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
3. Σε περίπτωση επιβολής προστίμου, μετά από περιβαλλοντική επιθεώρηση που διεξάγει η Γενική Διεύθυνση του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ανεξαρτήτως του ύψους του προστίμου η απόφαση εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
3.Α. Μέρος των εισπραττόμενων προστίμων του παρόντος, καθώς και των προστίμων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 166 και την παρ. 1 του άρθρου 167 του ν.δ. 210/1973 (Α ́277), τις παρ. 4 και 6 του άρθρου 58 και τις παρ. 3, 6 και 8 του άρθρου 59 του ν. 4512/2018 (Α ́5), το οποίο καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εγγράφεται ως πίστωση στον ειδικό κωδικό (ΑΛΕ), που έχει συσταθεί στον Τακτικό Προϋπολογισμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για την κάλυψη δαπανών κάθε είδους μετακινήσεων στο πλαίσιο άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων του Σώματος Επιθεώρησης Νοτίου Ελλάδος (ΣΕΝΕ), του Σώματος Επιθεώρησης Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) και του Συντονιστικού Γραφείου Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών (ΣΥΓΑΠΕΖ), όπως διενέργειας ελέγχων, αυτοψιών, επιθεωρήσεων, παραστάσεων ως μαρτύρων σε δικαστικές υποθέσεις, συμμετοχής σε επιτροπές, συναντήσεις εργασίας, εκπαιδεύσεων που συνδέονται αποκλειστικά με το ελεγκτικό έργο τους, καθώς και δαπανών προμηθειών τεχνολογικού εξοπλισμού και υπηρεσιών που αφορούν τις δραστηριότητες του πρώτου εδαφίου. Οι πιστώσεις που εγγράφονται στον κωδικό του πρώτου εδαφίου δεν συνυπολογίζονται για τον καθορισμό των ανώτατων ορίων δαπανών του Ετήσιου Τακτικού Προϋπολογισμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Οι πάσης φύσεως δαπάνες του πρώτου εδαφίου καλύπτονται από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις του ιδίου εδαφίου. Μετά την εξάντληση των ανωτέρω πιστώσεων, οι δαπάνες αυτές
καλύπτονται από τους αντίστοιχους κωδικούς δαπανών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
4. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση κρατικής επιχορήγησης στον φορέα του έργου ή της δραστηριότητας ή για την υπαγωγή του σε καθεστώς κρατικής ενίσχυσης είναι η εξόφληση ή ρύθμιση τυχόν τελεσίδικων διοικητικών κυρώσεων που του έχουν επιβληθεί για περιβαλλοντικές παραβάσεις.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναπροσαρμόζονται τα κατώτατα και ανώτατα όρια των διοικητικών προστίμων που προβλέπονται στις παρ. 1α και 2 και ρυθμίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με την επιβολή τους.
6. Αν μια επιχείρηση ή δραστηριότητα προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος που κατατάσσεται στις «πολύ σημαντικές» παραβάσεις, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας της μέχρις ότου ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποτρέπεται η ρύπανση ή η υποβάθμιση σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 151 του ν. 4512/2018. Το πρόστιμο επιβάλλεται από την αρχή ή το όργανο που εξέδωσε την άδεια, ή την έγκριση, ή τη γνωστοποίηση κατασκευής ή λειτουργίας του έργου ή έναρξης της δραστηριότητας ή, κατά περίπτωση, την ανανέωση αυτών. Ο αρμόδιος περιφερειάρχης δύναται να επιβάλει οριστική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης, αν η επιχείρηση ή η δραστηριότητα παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα μέτρα που υποδεικνύονται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου ή αν η λήψη αποτελεσματικών μέτρων είναι ανέφικτη. Αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, ιδίως σε περίπτωση που από το είδος ή την ποσότητα των ρύπων ή από την έκταση και τη σημασία της υποβάθμισης του περιβάλλοντος υπάρχει κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρείας οικολογικής διατάραξης ή καταστροφής, ενόψει και της σπουδαιότητας της επιχείρησης ή δραστηριότητας, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας από κοινούμε το αρμόδιο όργανο τυχόν συναρμόδιου Υπουργείου επιβάλλει τις παραπάνω κυρώσεις. Με την πράξη επιβολής της προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας επιβάλλεται και πρόστιμο το οποίο ισούται με το διπλάσιο των ημερήσιων ακαθάριστων εσόδων λειτουργίας, ήτοι των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας αναγομένων ανά ημέρα λειτουργίας, και ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε πεντακόσια (500) ευρώ για κάθε ημέρα παράβασης της απαγόρευσης. Η
παράβαση διαπιστώνεται με πράξη του οργάνου που επέβαλε την απαγόρευση με την οποία καταλογίζεται το πρόστιμο. Με απόφαση του οργάνου που επέβαλε την προσωρινή απαγόρευση λειτουργίας της επιχείρησης ή δραστηριότητας μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να αίρεται η απαγόρευση αυτή, ώστε να παύσει οριστικά η ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
7. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται σύμφωνα με το παρόν, περιέρχονται στο “Πράσινο Ταμείο”, εισπράττονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.- ν.δ. 356/1274, Α ́ 90) και αποδίδονται στο «Πράσινο Ταμείο». Τα έσοδα από τα πρόστιμα διατίθενται, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης Α ́ και Β ́βαθμού, στην περιοχή των οποίων προκλήθηκε η ρύπανση και χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων αποκατάστασης, αναβάθμισης και προστασίας του περιβάλλοντος στις περιοχές αυτές, που καταρτίζονται από τους ως άνω Ο.Τ.Α. ή από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Κατά των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται τα κατά το παρόν πρόστιμα χωρεί προσφυγή στο διοικητικό πρωτοδικείο. Οι παραπάνω διαφορές διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.»
2. Η παρ. 9 του άρθρου 31 του ν. 4014/2011 καταργείται.
Στο άρθρο 62 του ν. 4495/2017 (Α ́ 167) προστίθεται τελευταίο εδάφιο και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 62
Μεταβατικές διατάξεις - Εξουσιοδοτικές διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του Τμήματος Β ́ Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας ορίζεται η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Ηλεκτρονικού Μητρώου Μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται με την ανωτέρω απόφαση αναστέλλεται η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 54 έως 61 του παρόντος.
Από την 1η Οκτωβρίου 2021 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2021 δύναται, αντί των οριζομένων στο παρόν κεφάλαιο, για κάθε δικαιοπραξία εν ζωή περιλαμβανομένης και της δωρεάς αιτία θανάτου, που έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση ή τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο ή και σε ακίνητο χωρίς κτίσμα, να επισυνάπτεται υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη και βεβαίωση μηχανικού του άρθρου 83.»
1. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
2. α) Η περ. γ ́ της παρ. 6 του άρθρου 32 τίθεται σε ισχύ σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος.
β) Η ισχύς των άρθρων 44, 45, 46 και 47 εκκινεί από τη 10η.9.2021.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2021
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 2021
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ