Καταργήθηκε από:
Ν. 4052/2012 (ΦΕΚ 41/Α` 1.3.2012) Νόμος αρμοδιότητας Υπουργείων Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για εφαρμογή του νόμου «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας» και άλλες διατάξεις» (Άρθρο 76: κατάργηση του π.δ. 40/1997 (Α' 39), όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 32/2008 (Α' 56))
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 39Α_1997 | 426.75 KB |
1. Σκοπός του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος (Π.Δ.) είναι η αποτελεσματική διασφάλιση του δικαιώματος των εργαζομένων για ενημέρωση και διαβούλευση σε κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων σε συμμόρφωση προς την οδηγία 94/45/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 22.9.1994 (E.E.L. 254/64/30.9.1994) -για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους».
- Προς το σκοπό αυτό συγκροτείται Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εργαζομένων (ΕΣΕ), ή θεσμοθετείται μια διαδικασία για ενημέρωση των εργαζομένων και διαβούλευση με αυτούς, σε κάθε επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, σύμφωνα με τους όρους που ορίζει το παρόν Π.Δ.
- Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, όταν όμιλος επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας περιλαμβάνει μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, η σύσταση του ΕΣΕ, ή της διαδικασίας για ενημέρωση και διαβούλευση γίνεται στο επίπεδο του ομίλου, εκτός αν οι συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 10 ορίζουν διαφορετικά.
2. Ο διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται στο ναυτιλόμενο προσωπικό του Εμπορικού Στόλου.
Το παρόν Π.Δ. εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις κοινοτικής κλίμακας που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα καθώς και σε ομίλους επιχειρήσεων των οποίων η ελέγχουσα ή μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα (κεντρική διοίκηση). Είναι αδιάφορο για την εφαρμογή του παρόντος αν η ελεγχόμενη εγκατεστημένη σε Κράτος - μέλος της Κοινότητας επιχείρηση αποτελεί με τη σειρά ελέγχουσα επιχείρηση στο πλαίσιο διαφορετικού ομίλου επιχειρήσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων γίνεται στο ανώτατο επίπεδό της, εκτός αν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση βάσει συμφωνίας.
Στην περίπτωση κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεων η διακρατική ενημέρωση και διαβούλευση αφορά άλλες τις ευρισκόμενες σε Κράτος - Μέλος επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις και στην περίπτωση κοινοτικής κλίμακας ομίλων επιχειρήσεων αφορά όλες τις εγκατεστημένες σε κράτος Μέλος επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις εκτός αν έχει συμφωνηθεί διεύρυνση της διαδικασίας εκπροσώπησής τους.
1. Για τους σκοπούς του παρόντος Π.Δ.:
α. Ώς «Κράτη - Μέλη» νοούνται τα Κράτη Μέλη (ή χώρες) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και τα κράτη που συνυπογράφουν τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ν. 2155/93 - Α.104),
β. Ως «Κοινοτικής Κλίμακας Επιχείρηση» νοείται μια επιχείρηση η οποία απασχολεί τουλάχιστον 1000 εργαζόμενους στα Κράτη - Μέλη και έχει τουλάχιστον δύο εγκαταστάσεις σε διαφορετικά Κράτη Μέλη όπου απασχολούνται τουλάχιστον 150 εργαζόμενοι σε κάθε μία αυτές.
γ. Ως «Όμιλος Επιχειρήσεων» νοείται κάθε όμιλος που περιλαμβάνει ελέγχουσα και ελεγχόμενες επιχειρήσεις.
δ. Ως «Κοινοτικής Κλίμακας Όμιλο Επιχειρήσεων» νοείται ένας όμιλος επιχειρήσεων που πληρεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
-Απασχολεί τουλάχιστον 1.000 εργαζόμενους στα κράτη - μέλη.
- Συγκροτείται από τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις μέλη του ομίλου σε διαφορετικά Κράτη - Μέλη και
- Μία τουλάχιστον επιχείρηση μέλος του ομίλου η οποία απασχολεί τουλάχιστον 150 εργαζόμενους σε ένα κράτος μέλος και μία άλλη επιχείρηση μέλος του ομίλου η οποία απασχολεί τουλάχιστον 150 εργαζόμενους σε κάποιο άλλο κράτος μέλος.
ε. Ως «Εκπρόσωποι των Εργαζομένων» θεωρούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία.
στ. Ως «Κεντρική Διοίκηση» νοείται η κεντρική διοίκηση της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας, ή για τους ομίλους κοινοτικής κλίμακας, η κεντρική διοίκηση της επιχείρησης που ασκεί τον έλεγχο.
Όταν η κεντρική διοίκηση μιας κοινοτικής κλίμακας επιχείρησης ή ενός ομίλους κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεων, δεν εδρεύει σε ένα κράτος - μέλος και ορίζεται αντιπρόσωπος από την κεντρική διοίκηση ως κεντρική διοίκηση για τον κοινοτικό χώρο, αυτός θα θεωρείται ως κεντρική διοίκηση για τους σκοπούς του παρόντος Π.Δ. Εάν δεν υπάρχει ορισμός αντιπροσώπου, από τη Διοίκηση της Επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου, ως κεντρική διοίκηση του ομίλου ή της επιχείρησης θεωρείται αυτή που έχει το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων σε οποιοδήποτε Κράτος - Μέλος.
ζ. Ως «Διαβούλευση» νοείται η ανταλλαγή απόψεων και η καθιέρωση διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και της κεντρικής διοίκησης ή οποιουδήποτε άλλου αρμοδίου οργάνου διευθυντικού επιπέδου.
η. Ως «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εργαζομένων» νοείται το σώμα που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους και συγκροτείται σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του παρόντος, με σκοπό την ενημέρωση όλων των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς.
θ. Ως «Ειδική Διαπραγματευτική Ομάδα» νοείται η ομάδα που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 7 προκειμένου να διαπραγματευτεί με την Κεντρική Διοίκηση τη σύσταση του ΕΣΕ ή την καθιέρωση μιας διαδικασίας για ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 1.
2.α. Για την εφαρμογή αυτού του Π.Δ., ο αριθμός των εργαζομένων καθορίζεται με βάση το μέσο αριθμό εργαζομένων, που έχουν απασχοληθεί στην επιχείρηση ή τον όμιλο κατά τα δύο τελευταία έτη με σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
β. Συμβάσεις εργασίας εργαζομένων ορισμένου χρόνου που έληξαν ή συμβάσεις μερικώς απασχολουμένων, ανάγονται σε πλήρη ετήσια απασχόληση που εφαρμόζει η επιχείρηση ή ο κλάδος εργαζομένων για τον υπολογισμό του αριθμού των εργαζομένων.
γ. Οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Π.Δ. υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν εγγράφως τον αριθμό των απασχολουμένων σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Επιθεωρήσεις Εργασίας ή τις κατά τόπους υπηρεσίες της Ν. Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένες για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας) και τους εκπροσώπους των εργαζομένων εντός τριμήνου από της εφαρμογής του.
1. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, ως ελέγχουσα επιχείρηση νοείται η επιχείρηση ενός ομίλου η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα και μπορεί να ασκεί δεσπόζουσα επιρροή σε μια άλλη επιχείρηση η οποία καλείται ελεγχόμενη, λόγω δικαιωμάτων κυριότητας, χρηματοοικονομικής συμμετοχής ή βάσει ειδικών κανόνων δικαίου.
Η άσκηση δεσπόζουσας επιρροής, άμεσης ή έμμεσης, από μια επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα, σε μια άλλη επιχείρηση, με την επιφύλαξη της αποδείξεως του αντιθέτου, προκύπτει εφόσον ισχύει μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις.
α. Κατέχει την πλειοψηφία του καλυφθέντος μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου ή
β. Διαθέτει την πλειοψηφία των ψήφων που συνδέονται με τα εταιρικά μερίδια ή το μετοχικό κεφάλαιο της επιχείρησης, ή
γ. Μπορεί να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ή του Διευθυντικού ή εποπτικού σώματος της επιχείρησης.
Σε περίπτωση κατά την οποία συντρέχουν οι τρεις περιπτώσεις σε διαφορετικές επιχειρήσεις ενός ομίλου, τότε ως ελέγχουσα επιχείρηση θεωρείται πρώτα εκείνη που ανταποκρίνεται στο κριτήριο (γ) με την επιφύλαξη της αποδείξεως του αντιθέτου.
2. Για τους σκοπούς της προηγούμενης παραγράφου τα δικαιώματα ψήφου και διορισμού που διαθέτει η ελέγχουσα επιχείρηση, περιλαμβάνουν τα αντίστοιχα δικαιώματα οποιοσδήποτε ελεγχόμενης επιχείρησης και οποιουδήποτε προσώπου ή οργανισμού που ενεργεί με το όνομά του αλλά για λογαριασμό της ελέγχουσας επιχείρησης ή κάθε άλλης ελεγχόμενης επιχείρησης.
3. Παρά τις παραγράφους 1 και 2, μια επιχείρηση δεν είναι «ελέγχουσα επιχείρηση» άλλης επιχείρησης της οποίας κατέχει τις μετοχές, εφόσον αυτή υπάγεται στο άρθρο 3, παρ. 5, στοιχεία α ή γ του κανονισμού (EOK) No 4064/89 του συμβουλίου της 21 ης Δεκεμβρίου 1989 για τον έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων.
4. Η δεσπόζουσα επιρροή δεν τεκμαίρεται μόνον από το γεγονός ότι εντεταλμένο πρόσωπο ασκεί τα καθήκοντά του με βάση τη νομοθεσία κράτους μέλους σχετικά με την εκκαθάριση, την πτώχευση, την αφερεγγυότητα, την παύση πληρωμών, τον πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλη ανάλογη διαδικασία.
5. Σε μία επιχείρηση προκειμένου να κριθεί ότι είναι «ελέγχουσα επιχείρηση», εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εν λόγω επιχείρηση. Εάν η νομοθεσία που διέπει την επιχείρηση δεν είναι η νομοθεσία Κράτους - Μέλους σύμφωνα με το άρθρο 3, παρ. 1, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο του Κράτους Μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική διοίκηση της επιχείρησης του ομίλου, η οποία απασχολεί το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων.
1. Η κεντρική διοίκηση είναι υπεύθυνη για την δημιουργία των προϋποθέσεων και την παροχή των μέσων που είναι αναγκαία για την σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων ή μιας διαδικασίας για την ενημέρωση και διαβούλευση που ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 1 στην επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας και τον κοινοτικής κλίμακας όμιλο επιχειρήσεων.
2. Όταν η κεντρική διοίκηση δεν βρίσκεται σε κράτος μέλος την ευθύνη της ανωτέρω παραγράφου έχει ο εκπρόσωπος της κεντρικής διοίκηση, που ορίζεται, σε κράτος μέλος,. Εάν δεν έχει ορισθεί τέτοιος εκπρόσωπος, την ευθύνη τότε έχει η διεύθυνση της εγκατάστασης ή της επιχείρησης του ομίλου, η οποία απασχολεί τον μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων σε κράτος - μέλος.
1. Η κεντρική διοίκηση της κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεως ή του ομίλου επιχειρήσεων και τα μέλη του ΕΣΕ ή όπου έχουν ορισθεί αντιπρόσωποι των εργαζομένων, οι οποίοι ενεργούν σύμφωνα με το παρόν ΠΔ για την ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων, οφείλουν να συνεργάζονται σύμφωνα με την καλή πίστη για την επίτευξη του σκοπού του παρόντος, σεβόμενοι αμοιβαία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
2. Η κεντρική διοίκηση αρχίζει τις διαπραγματεύσεις για την συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων ή την καθιέρωση μιας διαδικασίας για ενημέρωση και διαβούλευση:
α. με δική της πρωτοβουλία ή
β. έπειτα από γραπτή αίτηση τουλάχιστον 100 εργαζομένων, ή εκπροσώπων τους, οι οποίοι υπάγονται σε δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη.
3. Η αίτηση δύναται να υποβάλλεται από τους ενδιαφερομένους από κοινού ή χωριστά, προς την κεντρική διοίκηση και τα καταστήματα στα οποία ανήκουν.
4. Οι αντιπρόσωποι που συμμετέχουν στην ειδική διαπραγματευτική ομάδα εκλέγονται με τους αναπληρωτές τους με την παρακάτω προτεραιότητα, ως εξής:
α. από τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις (όπου υπάρχουν)
β. από τα εργασιακά συμβούλια όπου λειτουργούν και δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και
γ. απευθείας από τους εργαζόμενους με άμεση εκλογή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1264/82 και του άρθρου 4 του Ν. 1767/88.
1. Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα έχει τουλάχιστον τρία και το πολύ 17 μέλη.
2. Η γεωγραφική κατανομή των εκπροσώπων που συμμετέχουν στην παραπάνω ομάδα γίνεται με βάση τα εξής κριτήρια:
α. ένας εκπρόσωπος από κάθε κράτος μέλος στο οποίο η επιχείρηση ή ο όμιλος επιχειρήσεων διαθέτει μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις,
β. ένας επιπλέον εκπρόσωπος για κάθε κράτος μέλος στο οποίο απασχολείται 25% τουλάχιστον των εργαζομένων της επιχείρησης ή του ομίλου,
γ. δύο επιπλέον εκπροσώπους για κάθε κράτος μέλος στο οποίο απασχολείται το 50% τουλάχιστον των εργαζομένων της επιχείρησης ή του ομίλου των επιχειρήσεων,
δ. τρεις επιπλέον εκπροσώπους για κάθε κράτος μέλος στο οποίο απασχολείται το 75% τουλάχιστον των εργαζομένων της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων.
Στην περίπτωση που η επιχείρηση ή ο όμιλος έχουν εγκαταστάσεις σε όλα τα κράτη μέλη, τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, δύναται να υπερβούν τα 17.
3. Η κεντρική διοίκηση και οι τοπικές διευθύνσεις ενημερώνονται για τη σύνθεση της παραπάνω ομάδας.
4. Εφόσον υπάρξει αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και του ΕΣΕ μπορεί να αναγνωριστεί δυνατότητα συμμετοχής εκπροσώπων των εργαζομένων τρίτων χωρών ως απλών παρατηρητών.
1. Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα είναι υπεύθυνη μαζί με την κεντρική διοίκηση να καθορίσουν με γραπτή συμφωνία, τη σύνθεση, το πεδίο δράσης, τα καθήκοντα και τη διάρκεια της θητείας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων ή των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Εργαζομένων, ή τον τρόπο εφαρμογής της διαδικασίας για ενημέρωση των εργαζομένων και διαβούλευση με αυτούς. Τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να διαπραγματεύονται με καλή πίστη (πνεύμα συνεργασίας) με σκοπό να καταλήξουν σε μια συμφωνία.
2. Προκειμένου να υπάρξει συμφωνία του άρθρου 10 η κεντρική διοίκηση υποχρεούται να συγκαλέσει σε συνεδρίαση την ειδική διαπραγματευτική ομάδα και να ενημερώσει τις τοπικές διευθύνσεις σχετικά.
3. Για τις ανάγκες των διαπραγματεύσεων η ανωτέρω ομάδα δύναται να επικουρείται από εμπειρογνώμονες της επιλογής της.
4. Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα με πλειοψηφία των δύο τρίτων τουλάχιστον του συνόλου των μελών της, δύναται αν αποφασίσει να μην ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις ή να ακυρώσει αυτές που διεξάγονται ήδη.
Η απόφαση αυτή τερματίζει τη διαδικασία για τη σύναψη της συμφωνίας που προβλέπεται στο άρθρο 10.
Μετά από μία τέτοια απόφαση η ειδική διαπραγματευτική ομάδα δύναται να ζητήσει νέα σύγκληση μετά παρέλευση δύο ετών, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενο μέλη ορίσουν μικρότερη περίοδο, για την επίτευξη του στόχου της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
5. Η ομάδα που διαπραγματεύεται και η κεντρική διοίκηση θα αποφασίζουν κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας για τους ακριβείς κανόνες που θα διέπουν την προεδρία των από κοινού συναντήσεών τους. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία για το θέμα αυτό, θα πρέπει να καταγράφονται στα πρακτικά της πρώτης συνάντησής τους, ο τρόπος διεξαγωγής των συναντήσεών τους. Τα πρακτικά των συναντήσεων μεταξύ των δύο μερών θα υπογράφονται από ένα εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, για κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.
6. Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα παύει να υφίσταται, εφόσον επιτευχθεί συμφωνία που αναφέρεται στις παρ. 1 και 4 του παρόντος άρθρου.
1. Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα (ΕΔΟ) αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της, με την επιφύλαξη του άρθρου 8 παρ. 4 του παρόντος διατάγματος. Η Ε.Δ.Ο. εκλέγει ένα πρόεδρο μεταξύ των μελών της και ορίζει εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας της.
2. Η ΕΔΟ υποχρεούται να συγκαλέσει τα μέλη της πριν από οποιαδήποτε συνάντηση με την κεντρική διοίκηση και χωρίς την παρουσία αυτής.
3. Οι δαπάνες λειτουργίας της επιτροπής του παρόντος άρθρου βαρύνουν την κεντρική διοίκηση και πραγματοποιούνται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η επιτροπή να εκπληρώνει την αποστολή της κατά τον καλύτερο τρόπο. Ειδικότερα η κεντρική διοίκηση αναλαμβάνει τις παρακάτω δαπάνες:
α. Εκλογής ή διορισμού των μελών της ΕΔΟ.
β.Οργάνωσης των συναντήσεων της ΕΔΟ, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών διερμηνείας, διαμονής, οδοιπορικών εξόδων, συντήρηση των μελών της και εξόδων εκτύπωσης και κοινοποίησης των αποτελεσμάτων της συνάντησης.
γ. Του διορισμού ενός εμπειρογνώμονα από την ΕΔΟ προκειμένου να την βοηθήσει στα καθήκοντά της.
1. Η συμφωνία μεταξύ της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας και της κεντρικής διοίκησης (άρθ. 8 παραγρ. 1) πρέπει να είναι γραπτή όσον αφορά τη σύσταση του ΕΣΕ και να περιέχει τουλάχιστον τα παρακάτω βασικά στοιχεία:
α. Τα πλήρη στοιχεία των μερών που την συνάπτουν και το χρόνο και τον τόπο κατάρτισής της.
β. Τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης ή του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων που καλύπτονται από την συμφωνία αυτή.
γ. Την σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Εργαζομένων, τον αριθμό των μελών του, την κατανομή των εδρών, καθώς και τη διάρκεια της θητείας του, η οποία δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη των τριών ετών.
δ. Τις αρμοδιότητες του ΕΣΕ, καθώς και την διαδικασία για ενημέρωσή του και την διαβούλευση με αυτό.
ε. Τη δυνατότητα να αλλάξει η σύνθεση του συμβουλίου, εφόσον αλλάξει η σύνθεση της επιχειρήσεως ή του ομίλου.
στ. Το χρόνο, τον τρόπο, τη συχνότητα, τον τόπο και τη διάρκεια των συναντήσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εργαζομένων.
ζ. Την κατανομή και τον χρόνο διάθεσης των οικονομικών πόρων, καθώς και των υλικών μέσων προς το ΕΣΕ, ώστε να ασκεί τα καθήκοντά του αποτελεσματικά.
η. Τη διάρκεια της συμφωνίας, τη δυνατότητα επέκτασής της, τη λήξη της και τον τρόπο επαναδιαπραγμάτευσής της.
2. Η κεντρική διοίκηση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορούν αντί να συστήσουν ΕΣΕ, να θεσπίσουν γραπτώς μια διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης. Στην περίπτωση αυτή η συμφωνία πρέπει να προβλέπει, σε σχέση με την προηγούμενη παράγραφο, με ποιο τρόπο οι εκπρόσωποι των εργαζομένων έχουν το δικαίωμα να συγκεντρώνονται, προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με τις πληροφορίες που τους ανακοινώνεται και αφορούν διεθνικά θέματα τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων.
3. Οι συμφωνίες που αναφέρονται στις παραγράφου 1 και 2 του παρόντος άρθρου, δεν υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 13 και ισχύουν από την ημερομηνία που προτείνουν τα συμβαλλόμενα μέρη.
Η ΕΔΟ αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της.
1. Η συμφωνία που έχει συναφθεί σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο (μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και του ΕΣΕ), είναι δεσμευτική για όλα τα καταστήματα της κοινοτικής επιχείρησης και για όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου κοινοτικής κλίμακας επιχειρήσεων που καλύπτονται απ’ αυτή, καθώς επίσης και για όλου ς τους αντίστοιχους εργαζομένους σ’ αυτές, κατά την διάρκεια της ισχύος της.
2. Η συμφωνία για να έχει ισχύ πρέπει να είναι γραπτή και σε περίπτωση μονομερούς ανάκλησης ή παραβίασής της να προβλέπονται κυρώσεις.
1. Όταν δεν υπάρχει συμφωνία που να αναφέρει την εφαρμογή, επέκταση, λήξη ή επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας, θα ισχύουν τα παρακάτω:
α. Η συμφωνία θεωρείται ότι έχει εφαρμογή επ’ αόριστον.
β. Η κεντρική διοίκηση ή το ΕΣΕ ή οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων, όταν αυτοί ενεργούν σύμφωνα με το άρθρο 10 παραγρ. 2, δύνανται να λύσουν τη συμφωνία τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από τη λήξη και να ενημερώνουν το άλλο μέρος με αξιόπιστο τρόπο.
γ. Όταν η περίοδος εφαρμογής της συμφωνίας λήξει, χωρίς να την καταγγείλουν τα συμβαλλόμενα μέρη, τότε αυτή παρατείνεται για ισοδύναμη χρονική περίοδο με την αρχική εφαρμογή.
δ. Μία συμφωνία όταν καταγγελθεί ή λήξει, παραμένει σε ισχύ μέχρις ότου συναφθεί καινούργια συμφωνία.
1. Για να εξασφαλιστεί ο σκοπός του άρθρου 1 παραγρ. 1, οι διατάξεις (συμπληρωματικές υποχρεώσεις) που περιέχονται στα άρθρα 14,15,16 αυτού του Π.Δ. εφαρμόζονται από το κράτος-μέλος, στο οποίο εδρεύει η κεντρική διοίκηση, στις εξής περιπτώσεις:
ο. εάν τούτο αποφασιστεί από την κεντρική διοίκηση ή την ειδική διαπραγματευτική ομάδα ή
β. εάν η κεντρική διοίκηση αρνηθεί την έναρξη διαπραγματεύσεων εντός εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παραγρ. 1 και 2 ή
γ. εάν εντός τριετίας από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αίτησης τα μέρη δεν καταλήξουν στην κατά το άρθρο 10 συμφωνία και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα δεν λάβει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παραγρ. 4.
Με βάση το προηγούμενο άρθρο συνιστάται Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εργαζομένων του οποίου οι αρμοδιότητες και η σύνθεση διέπονται από τους παρακάτω όρους:
α. Η αρμοδιότητα του ΕΣΕ περιορίζεται στην ενημέρωση και διαβούλευση για ζητήματα που αφορούν όλη την επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας ή όλο τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, ή τουλάχιστον δύο εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις του ομίλου που ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη-μέλη.
- Σε περίπτωση που η κεντρική διοίκηση δεν εδρεύει στα κράτη μέλη, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 5 του παρόντος Π.Δ.
β. Το ΕΣΕ απαρτίζεται από εργαζόμενους της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας ή του ομίλου επιχειρήσεων οι οποίοι εκλέγονται ή διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 4.
1. Το ΕΣΕ αποτελείται από τρία κατ’ ελάχιστον μέχρι τριάντα (30) κατ' ανώτατο όριο μέλη και εγκρίνει τον εσωτερικό του κανονισμό. Εάν το μέγεθος του το δικαιολογεί, δύναται να εκλέξει επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης, η οποία αποτελείται κατ' ανώτατο όριο από τρία μέλη.
2. Κατά την εκλογή ή τον διορισμό των μελών του ΕΣΕ εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος ΠΔ.
3. Η κεντρική διοίκηση και κάθε άλλο κατάλληλο όργανο διευθυντικού επιπέδου ενημερώνονται για την σύνθεση του ΕΣΕ και εξετάζουν εάν θα πρέπει να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για σύναψη συμφωνίας (άρθρο 10) ή θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις του άρθρου 13.
- Το ΕΣΕ δικαιούται να συνέρχεται μια φορά το χρόνο με την κεντρική διοίκηση προκειμένου να ενημερώνεται και να ζητείται η γνώμη του, με βάση μια έκθεση της κεντρικής διοίκησης. Η συνάντηση και το περιεχόμενο της θα πρέπει να γνωστοποιούνται εγκαίρως και να ενημερώνονται οι τοπικές διευθύνσεις σχετικά με τα αποτελέσματα της συνάντησης.
-Αντικείμενο της συνεδρίασης αποτελούν κυρίως η δομή της επιχείρησης ή του ομίλου, η διάρθρωση, η χρηματοοικονομική κατάσταση, η πιθανή εξέλιξη των δραστηριοτήτων, η παραγωγή και οι πωλήσεις, η υφιστάμενη κατάσταση και πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης, οι επενδύσεις, οι σημαντικές οργανωτικές αλλαγές, η εισαγωγή νέων μεθόδων, εργασίας, ή νέων διαδικασιών παραγωγής, η μεταφορά παραγωγής, οι συγχωνεύσεις, η μείωση του μεγέθους ή η παύση λειτουργίας των επιχειρήσεων, των εγκαταστάσεων ή σημαντικών τμημάτων τους και οι ομαδικές απολύσεις.
- Το ΕΣΕ ή η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης πρέπει να ενημερώνονται εγκαίρως για εξαιρετικές περιπτώσεις που επηρεάζουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και ιδίως σε περίπτωση μετεγκατάστασης, παύσης της λειτουργίας επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων ή ομαδικών απολύσεων. Στην περίπτωση αυτή τα μέλη του ΕΣΕ έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από την κεντρική διοίκηση ή άλλο αρμοδίως εξουσιοδοτημένο όργανο έκτακτη συνάντηση προκειμένου να ενημερωθούν και να εκφέρουν την γνώμη τους. Εάν η συνεδρίαση διεξάγεται από την επιτροπή περιορισμένη σύνθεσης, δικαιούνται να συμμετέχουν σ' αυτήν τα μέλη του ΕΣΕ τα οποία εκπροσωπούν τις εγκαταστάσεις ή τις επιχειρήσεις που η συνεδρίαση αφορά άμεσα.
- Η συνεδρίαση αυτή για ενημέρωση και διαβούλευση πρέπει να συγκαλείται το ταχύτερο δυνατό, με βάση την εισήγηση της κεντρικής διοίκησης, επί της οποίας στο τέλος της συνεδρίασης ή εντός χρονικού διαστήματος το πολύ 10 ημερών, θα διατυπώνεται και η γνώμη των μελών της επιτροπής. Η συνεδρίαση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα της κεντρικής διοίκησης.
Οι διατάξεις της παραγρ. 5 του άρθρου 8 και της παραγρ. 2 του άρθρου 9 εφαρμόζονται και στις ανωτέρω συνεδριάσεις και ως προς τα μέλη της επιτροπής.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 τα μέλη του ΕΣΕ ενημερώνουν τους εκπροσώπους ή το σύνολο των εργαζομένων στις εγκαταστάσεις ή στις επιχειρήσεις ενός ομίλου κοινοτικής κλίμακας σχετικά με το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ενημέρωσης και διαβούλευσης.
- Το ΕΣΕ δύναται να επικουρείται από πραγματογνώμονες της επιλογής του, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και οι δαπάνες λειτουργίας του καθώς και ενός πραγματογνώμονα βαρύνουν την κεντρική διοίκηση (άρθρο 10, παραγρ. 3).
- Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εργαζομένων αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του.
1. Τα μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας και του ΕΣΕ, καθώς και οι εμπειρογνώμονες που τους επικουρούν, δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτουν σε τρίτους πληροφορίες οι οποίες του ανακοινώθηκαν ότι είναι εμπιστευτικές, σύμφωνα με την παραγρ. 4 και 5 του άρθρου 13 του Ν17567/ 88.
Το ίδιο ισχύει και για τους εκπροσώπους των εργαζομένων στο πλαίσιο μιας διαδικασίας για ενημέρωση και διαβούλευση.
- Η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την λήξη της θητείας των ανωτέρω μελών ανεξάρτητα από τον τόπο που ευρίσκονται.
-Τα μέλη του Ε.Σ.Ε. και η κεντρική διοίκηση δύνανται να αποφασίσουν από κοινού τα στοιχείο της πληροφόρησης που θα ανακοινωθούν σε τρίτους.
2. Η κεντρική διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να πληροφορήσει την επιτροπή για θέματα που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα σύμφωνα με την παραγρ. 4 και 5 του άρθρου 13 του Ν. 1767/88, παρά μόνον έπειτα από δικαστική απόφαση.
1. Η αλλαγή στην δομή του ομίλου της επιχείρησης ή των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων δύναται να οδηγήσει στην πλήρη ή μερική αναδιοργάνωση της επιτροπής του άρθρου 9 και 10 παραγρ. 1 εδάφιο γ.
- Η αλλαγή αυτή θα γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος ΠΔ αυτού μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων προς την κεντρική διοίκηση.
2. Η κεντρική διοίκηση και το ΕΣΕ εργάζονται με πνεύμα συνεργασίας και με αμοιβαίο σεβασμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους. Το αυτό ισχύει και για τους εκπροσώπους των εργαζομένων στο πλαίσιο της διαδικασίας ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων.
1. Τα μέλη της επιτροπής διαπραγμάτευσης, τα μέλη του ΕΣΕ καθώς και οι εκπρόσωποι της διαδικασίας για ενημέρωση και διαβούλευση της παραγρ. 2 του άρθρου 10, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τυγχάνουν της αυτής προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 9, παραγρ. 1 του Ν. 1767/88.
2. Οι εκπρόσωποι της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνουν άδεια μετ’ αποδοχών από την επιχείρηση, για το χρόνο συμμετοχής τους στις συνεδριάσεις της επιτροπής ή την συμμετοχή τους σε συνέδρια που έχουν σχέση με το παρόν ΠΔ, και οργανώνονται από οργανισμό που ασκεί αναγνωρισμένο έργο ή την τριτοβάθμια συνδ/κή οργάνωση της χώρας. Οι εργαζόμενοι πρέπει να προσκομίσουν απαραιτήτως στον εργοδότη αποδεικτικά συμμετοχής στις συνεδριάσεις και τα συνέδρια για να τύχουν της αδείας μετ’ αποδοχών.
3. Στα μέλη του ΕΣΕ, προκειμένου να ενημερώσουν τους εργαζόμενους χορηγείται άδεια μέχρι δύο ώρες την
εβδομάδα με αποδοχές, που δεν μπορεί να υπερβεί τις 15 ημέρες συνολικά το χρόνο.
4. Διατάξεις ευνοϊκότερες των ανωτέρω μπορούν να ισχύσουν εφόσον συμφωνηθούν από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Όποιος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν ΠΔ υπόκειται α) σε ποινή φυλάκισης μέχρι 2 ετών, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 1338/1983, όπως ισχύει σήμερα και β) σε πρόστιμο μέχρι 10.000.000 δρχ. Αρμόδιο όργανο για την διαπίστωση της παράβασης και την έκδοση της σχετικής πράξεως επιβολής του προστίμου είναι ο προϊστάμενος της αρμόδιας υπηρεσίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης στην οποία έχει την έδρα η Κεντρική Διοίκηση όπως αυτή νοείται στο παρόν ή η επιχείρηση μέλος ομίλου που εμπίπτει στο παρόν. Το πρόστιμο καταπίπτει υπέρ της Εργατικής Εστίας και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.
Το παρόν ΠΔ δεν θίγει δικαιώματα των εργαζομένων σχετικά με την ενημέρωση και τις διαβουλεύσεις τους τα οποίο ήδη υφίστανται με άλλες διατάξεις.
1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις κοινοτικής κλίμακας και οι όμιλοι επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας στις οποίες υφίστανται ήδη συμφωνίες ή έχουν συναφθεί μέχρι 22 Σεπτεμβρίου 1996 και οι οποίες ισχύουν για όλους τους εργαζόμενους και προβλέπουν διεθνή ενημέρωση των εργαζομένων και διεθνική διαβούλευση με αυτούς δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν ΠΔ.
2. Όταν λήξουν οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα συμβαλλόμενα μέρη στις συμφωνίες αυτές μπορούν να αποφασίζουν από κοινού την παράτασή τους. Αν δεν συμβεί αυτό εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος.
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από της δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναθέτουμε την δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.