Καταργήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 276Β_2007 | 742.53 KB |
1. Πλάτος οδεύσεων διαφυγής
Σ’ όλα τα εμπορικά καταστήματα επιβάλλεται να υπάρχουν οι απαιτούμενες οδεύσεις διαφυγής για την ασφαλή απομάκρυνση των ατόμων που βρίσκονται σ’ αυτά, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, από κάθε σημείο των καταστημάτων.
Το ελάχιστο πλάτος των οδεύσεων διαφυγής ορίζεται σε 0.90 μέτρα.
2. Έξοδοι κινδύνου
2.1. Γενικά απαιτούνται δύο τουλάχιστον έξοδοι κινδύνου, τοποθετημένες σε θέσεις απομακρυσμένες μεταξύ τους, που να ανοίγουν προς την κατεύθυνση διαφυγής παρέχοντας το πλήρες πλάτος του ανοίγματός τους.
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται μόνο μία έξοδος κινδύνου σε:
α1. Όλα τα εμπορικά καταστήματα με συνολικό εμβαδό μέχρι 250 τετρ. μέτρα.
α2. Εμπορικά καταστήματα της κατηγορίας ΖO, Ζ1 και Ζ2 εφόσον βρίσκονται στο ισόγειο κτιρίων και έχουν
συνολικό εμβαδό μέχρι 500 τετραγωνικά μέτρα.
Kριτήριο για τον προσδιορισμό της χρήσης των χώρων των εμπορικών καταστημάτων είναι η ύπαρξη αιθουσών πωλήσεων, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι τυχόν αποθηκευτικοί ή βοηθητικοί χώροι αυτών. Οι απαιτήσεις ως προς τον αριθμό των εξόδων κινδύνου, έχουν εφαρμογή μόνο στους ορόφους του εμπορικού καταστήματος που διαθέτουν αίθουσες πωλήσεων. Εφόσον όροφος ή όροφοι της επιχείρησης χρησιμοποιούνται μόνο ως αποθηκευτικοί χώροι του εμπορικού καταστήματος και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τους υπαλλήλους της επιχείρησης, σ’ αυτές τις περιπτώσεις αρκεί μόνο μία (1) έξοδος κινδύνου. ΄Οταν το συνολικό εμβαδόν όλων των ορόφων του καταστήματος υπερβαίνει τα 250 τ. μ. απαιτούνται δύο (2) τελικές έξοδοι στον όροφο εκκένωσης που να οδηγούν σε κοινόχρηστη οδό ή ελεύθερο χώρο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις απαιτούνται δύο (2) έξοδοι κινδύνου σε κάθε όροφο που δεν θεωρείται όροφος εκκένωσης (υπόγειο, υπέργειοι όροφοι πάνω από το ισόγειο), εφόσον το συνολικό εμβαδόν του ορόφου υπερβαίνει τα 250 τετ. μέτρα.
2.2. Οι συρόμενες θύρες που χρησιμοποιούνται στα εμπορικά καταστήματα ως έξοδοι κινδύνου, γίνονται αποδεκτές όταν παρέχουν το επιβαλλόμενο πλάτος
κατά το πλήρες άνοιγμά τους.
2.3. Oι κυλιόμενες κλίμακες, γίνονται αποδεκτές ως οδεύσεις διαφυγής, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο 3 (δ), του Παραρτήματος ΣΤ της υπ’ αριθμ. 3/1981 Πυροσβεστικής Διάταξης (ΦΕΚ Β΄ 20), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
2.4. Η πραγματική απόσταση απροστάτευτης όδευσης διαφυγής στα εμπορικά καταστήματα με δύο (2) ή περισσότερες εξόδους κινδύνου, δεν επιτρέπεται να ξεπερνά τα 45 μ. Με την εγκατάσταση αυτόματου συστήματος καταιονισμού ύδατος στις οδεύσεις οδεύσεις, επιτρέπεται το μήκος της απροστάτευτης όδευσης διαφυγής να φτάνει τα εξήντα (60) μ. Για να αυξηθεί απεριόριστα απαιτείται η εγκατάσταση του αυτόματου συστήματος καταιονισμού ύδατος σ’ όλους τους χώρους της επιχείρησης.
2.5. Το πλάτος των τελικών εξόδων ορίζεται ως εξής:
3. Φωτισμός ασφαλείας
Σε όλα τα εμπορικά καταστήματα επιβάλλεται η ύπαρξη φωτισμού ασφαλείας στις οδεύσεις διαφυγής. Ο φωτισμός ασφαλείας πρέπει να τροφοδοτείται από εφεδρική πηγή ενέργειας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται σε όλα τα σημεία του δαπέδου των οδεύσεων διαφυγής η ελάχιστη τιμή των 10 Lux, μετρούμενη στη στάθμη του δαπέδου. Το σύστημα του φωτισμού ασφαλείας πρέπει να διατηρεί τον προβλεπόμενο φωτισμό για 90 λεπτά της ώρας τουλάχιστον, σε περίπτωση διακοπής του κανονικού φωτισμού.
4. Σήμανση
Σε όλα τα εμπορικά καταστήματα επιβάλλεται σήμανση των οδεύσεων διαφυγής και των εξόδων κινδύνου. Η σήμανση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του π.δ. 105/1995 (Α΄ 67) «Ελάχιστες προδιαγραφές για την σήμανση ασφαλείας ή/ και υγείας στην εργασία σε συμμόρφωση με την Οδηγία 92/58/ΕΟΚ».
1. Τα κτίρια ή τμήματα κτιρίων που χρησιμοποιούνται ως εμπορικά καταστήματα, πρέπει να αποτελούν ξεχωριστά πυροδιαμερίσματα, εφόσον απαιτείται καθορισμένος δείκτης πυραντίστασης από τον Πίνακα 1.
Τα φέροντα δομικά στοιχεία καθώς και όλα τα δομικά στοιχεία του περιβλήματος των πυροδιαμερισμάτων, πρέπει να έχουν ελάχιστο δείκτη πυραντίστασης ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τον παρακάτω Πίνακα 1.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Kαταστήματα κατηγορίας κινδύνου πυρκαγιάς Ζ1 εμβαδού μέχρι 500 τ.μ. απαλλάσσονται από την απαίτηση να αποτελούν ξεχωριστό πυροδιαμέρισμα και δεν έχουν υποχρέωση πυράντοχου διαχωρισμού από άλλα τμήματα του κτιρίου. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν έχει εφαρμογή, αν από άλλες διατάξεις που αφορούν τυχόν άλλη χρήση που συνυπάρχει στο κτίριο προβλέπεται ο πυράντοχος διαχωρισμός των επί μέρους χρήσεων.
Στον παραπάνω Πίνακα, οι όροι Μονόροφα, Πολυoροφα και Υπόγεια καταστήματα, έχουν την παρακάτω έννοια:
Μονόροφα, θεωρούνται τα καταστήματα εκείνα που το σύνολο των δραστηριοτήτων τους καταλαμβάνει έναν (1) μόνο ισόγειο ή υπέργειο όροφο. Τα πατάρια θεωρούνται όροφοι εφόσον χρησιμοποιούνται ως αίθουσες πωλήσεων. Πολυόροφα, θεωρούνται τα καταστήματα εκείνα που η δραστηριότητά τους επεκτείνεται σε δύο (2) ή περισσότερους ορόφους. Υπόγεια, θεωρούνται τα καταστήματα εκείνα που η δραστηριότητά τους βρίσκεται στο υπόγειο κτιρίων. Επίσης, όταν ένα κατάστημα επεκτείνεται σε περισσότερους από έναν ορόφους και ένας ή περισσότεροι όροφοι αυτού βρίσκονται στο υπόγειο κτιρίου, τότε οι όροφοι αυτοί χαρακτηρίζονται υπόγειοι. Οποιοδήποτε κατάστημα κάνει χρήση ταυτόχρονα
ισογείου ή και άλλου ορόφου πάνω από το ισόγειο χαρακτηρίζεται ως πολυόροφο, το δε μέγιστο εμβαδόν πυροδιαμερίσματος αυτού πρέπει να είναι το αναγραφόμενο στη στήλη «Πολυόροφα»της αντίστοιχης κατηγορίας κινδύνου. Για τους υπόγειους ορόφους όμως αυτού του καταστήματος, το συνολικό εμβαδόν πυροδιαμερίσματος δίνεται στη στήλη «Υπόγεια»της αντίστοιχης κατηγορίας κινδύνου. Το μέγιστο εμβαδό πυροδιαμερίσματος του χαρακτηριζόμενου ως πολυόροφου καταστήματος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσαυξηθεί, αθροίζοντας σ’ αυτό το εμβαδόν του υπογείου ορόφου. Κάθε επιμέρους πυροδιαμέρισμα ενός καταστήματος εξετάζεται χωριστά, τόσο ως προς τις εξόδους κινδύνου, όσο και προς το μέγιστο εμβαδόν του. Έτσι στην περίπτωση που ο υπόγειος όροφος ενός καταστήματος είναι ανεξάρτητο πυροδιαμέρισμα με δική του έξοδο κινδύνου προς ελεύθερο χώρο και είναι πυράντοχα διαχωρισμένος (πυράντοχη θύρα) με τον ισόγειο όροφο, τότε ο υπόγειος όροφος εξετάζεται χωριστά και το εμβαδόν του δεν συνυπολογίζεται στους υπολοίπους ορόφους του καταστήματος, ως προς το
μέγιστο εμβαδόν πυροδιαμερίσματος αυτών. Όταν υπάρχει εσωτερική επικοινωνία μέσω θύρας, μεταξύ καταστήματος και αποθήκης, έστω και εάν η θύρα είναι πυράντοχη, θα συντάσσεται ενιαία μελέτη πυροπροστασίας λόγω της λειτουργικής εξάρτησης των δύο χώρων, που θα περιλαμβάνει όλους τους χώρους της επιχείρησης, εξετάζεται ενιαία, ως κατάστημα. Για να γίνουν αποδεκτές ξεχωριστές μελέτες πυροπροστασίας του καταστήματος και της αποθήκης, ανεξάρτητα από την ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων, πρέπει να αποτελούν ανεξάρτητα πυροδιαμερίσματα, με δικές τους ξεχωριστές οδεύσεις διαφυγής, χωρίς καμία δυνατότητα εσωτερικής επικοινωνίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων.
2. Το μέγιστο εμβαδόν πυροδιαμερίσματος εμπορικών καταστημάτων, δίνεται ανάλογα με την περίπτωση, στον παρακάτω Πίνακα 2.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
3. Από τις απαιτήσεις των παραπάνω παραγρ. 1 και 2 απαλλάσσονται εμπορικά καταστήματα που βρίσκονται εκτός κατοικημένων περιοχών, με τις παρακάτω προϋποθέσεις:
4. Οι δείκτες πυραντίστασης των δομικών και φερόντων στοιχείων του περιβλήματος του πυροδιαμερίσματος, θα αποδεικνύονται από πιστοποιητικά έγγραφα εξουσιοδοτημένων εργαστηρίων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή από υπεύθυνη δήλωση του συντάξαντος ή άλλου αρμόδιου μηχανικού.
5. Εύφλεκτα υλικά διακοσμήσεως (όπως ξύλινες επενδύσεις, τάπητες, κουρτίνες και λοιπές εύφλεκτες επενδύσεις) σε εμπορικά καταστήματα κατηγορίας Ζ2 και Ζ3 υποχρεούνται να εμποτίζονται με πυρασφαλή διάλυση (αντιπυρικό υγρό), που θα αποδεικνύεται από την προσκόμιση τιμολογίου αγοράς τους.
6. Επικίνδυνοι χώροι (όπως χώροι αποθήκευσης ευφλέκτων υγρών, υγρών ή αερίων καυσίμων, λεβητοστάσια, ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις) πρέπει να αποτελούν ξεχωριστό πυροδιαμέρισμα με δείκτη
πυραντίστασης τουλάχιστον μίας (1) ώρας και να μην τοποθετούνται από κάτω ή σε άμεση γειτονία με τις εξόδους των εμπορικών καταστημάτων.
1. ΄Ολα τα εμπορικά καταστήματα, που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας διάταξης, υποχρεούνται να λαμβάνουν τα παρακάτω προληπτικά μέτρα πυροπροστασίας:
α. Ανάρτηση πινακίδων σε εμφανή σημεία των καταστημάτων με οδηγίες πρόληψης πυρκαγιάς και τους τρόπους ενέργειας του προσωπικού σε περίπτωση έναρξης πυρκαγιάς.
β. Σήμανση θέσης πυροσβεστικών υλικών και μέσων και να μην καλύπτονται από εμπορεύματα ή άλλα υλικά.
γ. Σήμανση επικίνδυνων υλικών και χώρων.
δ. Κατάλληλη διευθέτηση του χώρου αποθήκευσης υλών που μπορούν να αυταναφλεγούν.
ε. Τήρηση των προβλεπόμενων τουλάχιστον 0,90 μ. διόδων μεταξύ των αποθηκευμένων υλικών για την άμεση εκκένωσης σε περίπτωση έναρξης πυρκαγιάς σ’ αυτά.
στ. Η αποθήκευση των υλικών να γίνεται έτσι ώστε αυτά να απέχουν από την οροφή του κτιρίου τουλάχιστον 50 εκατοστά του μέτρου. Σε περίπτωση εγκατάστασης sprinklers επιβάλλεται να τηρούνται τα κριτήρια που θέτει η Τ.Ο.Τ.Ε.Ε. 2451/1986.
ζ. Απομάκρυνση των ευφλέκτων υλών από θέσεις όπου γίνεται χρήση γυμνής φλόγας, από όπου προκαλούνται σπινθήρες και γενικά από πηγές εκπομπής θερμότητας.
η. Συνεχής καθαρισμός όλων των χώρων του καταστήματος και άμεση απομάκρυνση των υλικών που μπορούν να αναφλεγούν.
θ. Αποψίλωση των χώρων από ξηρά χόρτα και απομάκρυνση αυτών.
ι. Κατάλληλη περίφραξη για υπαίθριους ή ημιϋπαίθριους χώρους καταστημάτων με μαντρότοιχο ή πλέγμα, της οποίας το συνολικό ύψος να είναι τουλάχιστον δύο (2) μέτρα.
ια. Η αποθήκευση των υλικών σε υπαίθριους ή ημιϋπαίθριους χώρους καταστημάτων να απέχει τουλάχιστον τρία (3) μέτρα από τα γειτνιάζοντα κτίρια.
ιβ. Δημιουργία προϋποθέσεων για την αποφυγή τυχαίας ανάμειξης υλικών που μπορούν να προκαλέσουν εξώθερμη αντίδραση.
ιγ. Επιμελής συντήρηση, τακτική επιθεώρηση και έλεγχος των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς.
ιδ. Επαρκής και συχνός αερισμός(φυσικός ή τεχνητός) των χώρων αποθήκευσης υλικών του καταστήματος.
ιε. Ανοίγματα υπόγειων χώρων καταστημάτων να προστατεύονται με ειδικά συρμάτινα πλέγματα.
ιστ. Επιθεώρηση, από υπεύθυνο υπάλληλο, όλων των χώρων του καταστήματος μετά την διακοπή της εργασίας καθώς και τις εργάσιμες ώρες για επισήμανση και
εξάλειψη τυχόν υφισταμένων προϋποθέσεων εκδήλωσης πυρκαγιάς.
ιζτ. Λήψη κάθε άλλου κατά περίπτωση μέτρου που αποβλέπει στην αποφυγή αιτίων και τη μείωση του κινδύνου απο πυρκαγιά.
2. Δεν επιτρέπεται:
α. Η τοποθέτηση σε διαδρόμους, κλίμακες, δρόμους διαφυγής και εξόδους κινδύνου χωρισμάτων μονίμων ή προσκαίρων, υλικών προερχομένων απο προθήκες εκθέσεων, πάγκων πωλήσεως οτιδήποτε εμπορεύματος και γενικά κάθε αντικειμένου το οποίο μπορεί να μειώσει το πλάτος αυτών ή να εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία του κοινού σε περίπτωση κινδύνου.
β. Η κατασκευή κλιμακοστασίων εξόδων, διαφυγών κ.λ.π. απο υλικά μη ανθεκτικά σε πυρκαγιά (αναφλέξιμα). Κατ’ εξαίρεση, γίνονται αποδεκτά τα μεταλλικά κλιμακοστάσια.
γ. Η εγκατάσταση προβολέων με μεγάλη θερμική ακτινοβολία σε προθήκες, οι οποίοι θα μπορούν να προκαλέσουν πυρκαγιά σε εύφλεκτα υλικά χωρίς τη λήψη προστατευτικών μέτρων.
δ. Η διακόσμηση και επένδυση των δαπέδων, των τοίχων και των ορόφων, σε χώρους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται απο το κοινό, με υλικά τα οποία αναφλέγονται εύκολα.
ε. Η ανάρτηση ή τοποθέτηση μπαλονιών τα οποία περιέχουν εύφλεκτα αέρια, σε χώρους όπου διακινείταιή συχνάζει το κοινό.
ζ. Το κάπνισμα και η χρήση γυμνής φλόγας, όπως σπίρτα και αναπτήρες, σε επικίνδυνους χώρους.
1. Χειροκίνητο σύστημα συναγερμού
Χειροκίνητο ηλεκτρικό σύστημα συναγερμού, απαιτείται:
2. Αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης
2.1 Αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης επιβάλλεται:
2.2 Καταστήματα της κατηγορίας Ζ1 με συνολικό εμβαδό μεγαλύτερο των 500 τ.μ., της κατηγορίας Ζ2 με συνολικό εμβαδό μεγαλύτερο των 250 τ.μ καθώς και όλα τα καταστήματα της κατηγορίας Ζ3 που στεγάζονται σε κτίρια των οποίων οι υπερκείμενοι όροφοι ή τμήματα αυτών χρησιμοποιούνται για κατοικία, προσωρινή διαμονή, εκπαίδευση, γραφεία, συνάθροιση κοινού, υγεία και κοινωνική πρόνοια, βιομηχανίες−βιοτεχνίες κατηγορίας Ζ2 και Ζ3, υποχρεούνται στην εγκατάσταση αυτόματου συστήματος πυρανίχνευσης.
2.3 Τα παραπάνω συστήματα θα κατασκευάζονται σύμφωνα με τα Εθνικά πρότυπα και εφόσον δεν υπάρχουν σύμφωνα με το Παράρτημα «Α» της 3/1981 (Β΄ 20) Πυροσβεστικής Διάταξης.
3. Φορητά μέσα πυρόσβεσης
3.1 Σε όλα τα εμπορικά καταστήματα επιβάλλεται η ύπαρξη φορητών πυροσβεστήρων αναλόγου βάρους και με κατάλληλη γόμωση για τους χώρους που πρόκειται να προστατεύσουν, οι οποίοι να είναι σύμφωνοι με τα Εθνικά πρότυπα.
Ο απαιτούμενος αριθμός πυροσβεστήρων προκύπτει ως εξής:
Στις περιπτώσεις που κατά τους παραπάνω υπολογισμούς το πηλίκο που προκύπτει είναι δεκαδικός αριθμός, τούτο θα στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.
Σημείωση: Ανεξάρτητα από τους ανωτέρω υπολογισμούς, σε όλες τις κατηγορίες των καταστημάτων ο ελάχιστος αριθμός πυροσβεστήρων σε καμία περίπτωση δεν θα είναι μικρότερος από δύο (2) σε κάθε όροφο του καταστήματος.
3.2. Οι πυροσβεστήρες τοποθετούνται σε προσιτά σημεία, κατά προτίμηση κοντά στις σκάλες και τις εξόδους και σε τέτοιες θέσεις, ώστε κανένα σημείο των προς προστασία χώρων να μην απέχει απόσταση μεγαλύτερη από τον πλησιέστερο πυροσβεστήρα ως εξής:
4. Μόνιμο υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο
4.1 Μόνιμο υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο επιβάλλεται στις παρακάτω περιπτώσεις:
Το υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο καλύπτει και τους τυχόν υπαίθριους χώρους που χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση.
4.2 Εμπορικά καταστήματα όλων των κατηγοριών που δεν υποχρεούνται στην εγκατάσταση μόνιμου υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου οφείλουν να διαθέτουν σημεία υδροληψίας με μόνιμα προσαρμοσμένους κοινούς ελαστικούς σωλήνες νερού με ακροφύσιο (αυλίσκο) που να καλύπτουν όλους τους χώρους. Οι σωλήνες αυτοί πρέπει να είναι τοποθετημένοι σε επίκαιρα σημεία μέσα σε ειδικά ερμάρια.
4.3 Το μόνιμο υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο κατασκευάζεται σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στο Παράρτημα Β της 3/1981 Πυροσβεστικής Διάταξης και στο πρότυπο ΕΛΟΤ 664. Επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά στοιχεία που καθορίζονται στην Τεχνική Οδηγία Τ.Ε.Ε. 2451/1986.
4.4 Επιβάλλεται η ύπαρξη Σταθμών Εργαλείων και Μέσων, όπως προβλέπεται από το Παράρτημα «Δ»της 3/1981 Πυροσβεστικής Διάταξης (ΦΕΚ Β΄ 20).
5. Αυτόματο σύστημα κατάσβεσης
5.1 Εμπορικά καταστήματα που στεγάζονται σε κτίρια ή τμήματα κτιρίων των οποίων οι υπερκείμενοι όροφοι ή τμήματα αυτών χρησιμοποιούνται για κατοικία, προσωρινή διαμονή, εκπαίδευση, γραφεία, συνάθροιση κοινού, υγεία και κοινωνική πρόνοια, βιομηχανίες − βιοτεχνίες κατηγορίας Ζ2 και Ζ3, υποχρεούνται στην εγκατάσταση αυτόματου συστήματος κατάσβεσης στις εξής περιπτώσεις:
5.2 Η εγκατάσταση αυτόματου συστήματος κατάσβεσης απαλλάσσει από την υποχρέωση εγκατάστασης συστήματος πυρανίχνευσης. Το αντίστροφο όμως δεν ισχύει.
5.3 Το αυτόματο σύστημα κατάσβεσης κατασκευάζεται σύμφωνα με τα Εθνικά πρότυπα και εάν δεν υπάρχουν σύμφωνα με το Παράρτημα «Γ»της 3/1981 Πυροσβεστικής Διάταξης, και την Τεχνική Οδηγία Τ.Ε.Ε. 2451/1986.
5.4 Όπου εγκαθίσταται αυτόματο σύστημα καταιονισμού ύδατος, το ειδικό υδραυλικό δίκτυο των καταιονητήρων εφόσον εξυπηρετεί μέχρι έξι (6) κεφαλές καταιονητήρων, επιτρέπεται να συνδεθεί απευθείας με το εσωτερικό υδραυλικό δίκτυο ύδατος του κτιρίου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό έχει την δυνατότητα να παρέχει 6 λίτρα ύδατος ανά πρώτο λεπτό και ανά τετραγωνικό μέτρο σε ολόκληρη την επιφάνεια του προστατευόμενου χώρου και την απαιτούμενη πίεση για τη σωστή λειτουργία των καταιονητήρων. Μεταξύ του ειδικού υδραυλικού δικτύου αυτών των καταιονητήρων και του εσωτερικού υδραυλικού δικτύου ύδατος του κτιρίου παρεμβάλλεται βάνα με ασφαλιστικό μηχανισμό που την κλειδώνει στην ανοιχτή θέση.
6. Αυτόματο σύστημα κατάσβεσης τοπικής εφαρμογής
6.1 Το Αυτόματο σύστημα κατάσβεσης τοπικής εφαρμογής κατάλληλου κατασβεστικού υλικού κατασκευάζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από την Πυροσβεστική Υπηρεσία και τοποθετείται υποχρεωτικά στα εμπορικά καταστήματα των κατηγοριών Ζ1, Ζ2 και Ζ3 στις εξής περιπτώσεις:
1. ΄Οταν υπαίθριοι ή ημιυπαίθριοι χώροι χρησιμοποιούνται ως εμπορικά καταστήματα, πρέπει να λαμβάνονται σ’ αυτά τα ανάλογα προληπτικά μέτρα του άρθρου 5 της παρούσας.
2. Τα υπαίθρια ή ημιυπαίθρια καταστήματα υποχρεούνται να διαθέτουν ειδικά στεγασμένο χώρο «ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ», στον οποίο θα υπάρχουν δύο (2) φορητοί πυροσβεστήρες, ένα (1) δοχείο με άμμο, ένα (1) πτύο και μία (1) σκαπάνη, ως εξής:
3. Υπαίθρια ή ημιϋπαίθρια εμπορικά καταστήματα οφείλουν να διαθέτουν σημεία υδροληψίας με μόνιμα προσαρμοσμένους κοινούς ελαστικούς σωλήνες νερού με ακροφύσιο (αυλίσκο) που να καλύπτουν όλους τους χώρους. Οι σωλήνες αυτοί πρέπει να είναι τοποθετημένοι σε επίκαιρα σημεία μέσα σε ειδικά ερμάρια. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει δίκτυο ύδρευσης στην περιοχή απαλλάσσονται από την παραπάνω υποχρέωση, θα εφοδιάζονται όμως με ένα (1) τροχήλατο πυροσβεστήρα ξηράς σκόνης των 25 χιλιογράμμων.
Οι ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές των εμπορικών καταστημάτων της παρούσας διάταξης υποχρεούνται να οργανώνουν και εκπαιδεύουν το προσωπικό τους σε θέματα πυροπροστασίας, κατάσβεσης πυρκαγιών κ.λ.π. σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στο παράρτημα «Ε» της 3/1981 Πυροσβεστικής Διάταξης.
1. (α) Για τα εμπορικά καταστήματα που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας, επιβάλλεται η σύνταξη μελέτης πυροπροστασίας από Διπλωματούχους ή Τεχνολόγους (Πτυχιούχους) Μηχανικούς, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις που ρυθμίζουν τα επαγγελματικά δικαιώματα αυτών. Οι Πυροσβεστικές Υπηρεσίες διατηρούν το δικαίωμα να ελέγχουν αν ο υπογράφων τη μελέτη έχει αυτό το δικαίωμα.
(β) Από την υποχρέωση σύνταξης μελέτης πυροπροστασίας απαλλάσσονται οι ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές εμπορικών καταστημάτων των κατηγοριών:
(γ) Σε εμπορικά καταστήματα των κατηγοριών Ζ0, Ζ1 και Ζ2, που απαλλάσσονται από την υποχρέωση σύνταξης μελέτης πυροπροστασίας σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η Πυροσβεστική Υπηρεσία χορηγεί πιστοποιητικό πυροπροστασίας χωρίς τη διενέργεια αυτοψίας από εντεταλμένο όργανό της, εφόσον προσκομισθούν από τον ενδιαφερόμενο τα παρακάτω:
(Ι) Σχέδιο κάτοψης όλων των χώρων που καταλαμβάνει το εμπορικό κατάστημα, εις τριπλούν.
(ΙΙ) Υπεύθυνη Δήλωση του ιδιοκτήτη ή εκμεταλλευτή της επιχείρησης ότι έχει λάβει τα προληπτικά μέτρα του άρθρου 5 και έχει εγκαταστήσει τα φωτιστικά ασφαλείας και τη σήμανση των εξόδων κινδύνου που προβλέπονται από τις παραγρ. 3.3 και 3.4 του άρθρου 3, τα φορητά μέσα που προβλέπονται από την παράγρ. 6.3 του άρθρου 6 και το απλό υδροδοτικό δίκτυο που προβλέπεται από την παράγρ. 6.4.2 του άρθρου 6 της παρούσας.
(ΙΙΙ) Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα τιμολογίων αγοράς των φορητών πυροσβεστήρων, των απαιτούμενων φωτιστικών ασφαλείας και των απαιτούμενων ειδικών πυροσβεστικών ερμαρίων με τον απαραίτητο εξοπλισμό του απλού υδροδοτικού δικτύου.
Τα εμπορικά καταστήματα που λαμβάνουν πιστοποιητικό πυροπροστασίας σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, καταχωρούνται στο Βιβλίο Μικρών Εμπορικών Καταστημάτων που τηρείται στο Γραφείο Πυρασφαλείας των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών και διενεργείται, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δειγματοληπτικός έλεγχος.
2. Στις περιπτώσεις όπου σε εμπορικά καταστήματα αποθηκεύεται υγραέριο σε φιάλες ή δεξαμενές ή γίνεται κατανάλωση αυτού για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών τους, θα συντάσσεται συμπληρωματική μελέτη για τους χώρους αυτούς σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 31856/2003 (ΦΕΚ Β΄ 1257) κοινή υπουργική απόφαση. Συμπληρωματική μελέτη σύμφωνα με την κοινή υπουργική απόφαση/1991 (ΦΕΚ Β΄ 578) θα συντάσσεται στις περιπτώσεις όπου σε εμπορικά καταστήματα υπάρχουν χώροι αποθήκευσης υγρών καυσίμων για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών τους.
3. Η μελέτη πυροπροστασίας υποβάλλεται για έγκριση στην αρμόδια κατά τόπο Πυροσβεστική Αρχή, η οποία αφού διαπιστώσει, ύστερα από αυτοψία, ότι έχουν ληφθεί τα προβλεπόμενα από την εγκεκριμένη μελέτη μέτρα και μέσα πυροπροστασίας, χορηγεί πιστοποιητικό χρονικής διάρκειας πέντε (5) ετών.
4. Στις περιπτώσεις όπου η δραστηριότητα ενός εμπορικού καταστήματος δεν έχει προβλεφθεί σε κάποια από τις κατηγορίες Ζ0, Ζ1, Ζ2 και Ζ3, σύμφωνα με την παράγρ. 2.2 του άρθρου 2 της παρούσας, θα υπάγεται στην συγγενέστερη δραστηριότητα και εάν δεν υπάρχει τέτοια, η αρμόδια Πυροσβεστική Αρχή θα την εντάσσει σε κάποια από τις κατηγορίες κινδύνου, σύμφωνα με τις υποδείξεις της. Επίσης, όταν σ΄ ένα εμπορικό κατάστημα συνυπάρχουν δραστηριότητες που έχουν κατηγοροποιηθεί σε διαφορετικές κατηγορίες, σύμφωνα με την παράγρ. 2.2 του άρθρου 2 της παρούσας, το κατάστημα εντάσσεται στη δυσμενέστερη, απ’ αυτές, κατηγορία.
5. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που υποβάλλονται στην Πυροσβεστική Αρχή για την έγκριση μελέτης χορήγηση πιστοποιητικού πυροπροστασίας, είναι αυτά που προβλέπονται από την υπ’αριθμ. 3021/19/6/1986 (Β΄ 847) κοινή υπουργική απόφαση για τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα.
6. Σε κτίρια στα οποία ήδη λειτουργούν εμπορικά καταστήματα κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας και είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η πλήρης συμμόρφωση προς ορισμένους όρους αυτής, η Πυροσβεστική Αρχή δύναται να εγκρίνει αποκλίσεις από την εφαρμογή της εν λόγω Διάταξης, ύστερα από απόφαση τριμελούς Επιτροπής αποτελούμενης από βαθμοφόρους παραγωγικής Σχολής του Πυροσβεστικού Σώματος, στην οποία συμμετέχει ένας (1) τουλάχιστον Αξιωματικός, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα παραβλάπτεται ο βασικός σκοπός της πυροπροστασίας του κοινού, με ανάλογη αύξηση των προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων και μέσων πυροπροστασίας. Ομοίως, για εμπορικά καταστήματα που πρόκειται να λειτουργήσουν μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας και είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η πλήρης συμμόρφωση προς ορισμένους όρους των άρθρων 3, 4 και 5 αυτής, η Πυροσβεστική Αρχή δύναται να εγκρίνει αποκλίσεις από την εφαρμογή της εν λόγω Διάταξης. Η απόφαση της Επιτροπής κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία με αποδεικτικό επίδοσης.
7. Την απόφαση της Πυροσβεστικής Αρχής, δύναται να προσβάλει ο ενδιαφερόμενος, με ένσταση του που υποβάλλεται εντός μηνός στην κατά τόπο αρμόδια Πυροσβεστική Αρχή. Η εν λόγω ένσταση εξετάζεται από Δευτεροβάθμια Επιτροπή, συγκροτούμενη με απόφαση του οικείου Νομάρχη, ύστερα από πρόταση της αρμόδιας Πυροσβεστικής Αρχής και αποτελείται από το Διοικητή αυτής ως Πρόεδρο και δύο (2) Διπλωματούχους Μηχανικούς που έχουν την ιδιότητα του Δημοσίου Υπαλλήλου. Σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης Δευτεροβάθμιας Επιτροπής σε κάποια πόλη, ο κατά τόπο αρμόδιος Διοικητής διαβιβάζει την υποβληθείσα ένσταση με τον σχετικό φάκελλο στην έχουσα αυτή τη δυνατότητα πλησιέστερη Υπηρεσία του Πυροσβεστικού Σώματος. Στην περίπτωση αυτή η Δευτεροβάθμια Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του οικείου Νομάρχη, μετά από πρόταση του Διοικητή της Υπηρεσίας αυτής και απαρτίζεται από το Διοικητή της αρμόδιας πλέον Πυροσβεστικής Αρχής και δύο (2) Διπλωματούχους Μηχανικούς που έχουν την ιδιότητα του Δημοσίου Υπαλλήλου, οι οποίοι υπηρετούν σε Υπηρεσία που εδρεύει στην περιοχή δικαιοδοσίας του Νομάρχη αυτού. Στην αυτοψία που διενεργείται από τις παραπάνω Επιτροπές δικαιούται να παρίσταται ο ενδιαφερόμενος ή ο μελετητής.
1. Ο έλεγχος για την τήρηση των μέτρων και μέσων πυροπροστασίας σε εμπορικά καταστήματα που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας ανήκει στην αρμοδιότητα των πυροσβεστικών οργάνων και οι ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές των εν λόγω καταστημάτων οφείλουν να τους παρέχουν κάθε δυνατή διευκόλυνση.
2. Την ευθύνη συντήρησης και καλής λειτουργίας όλων των συστημάτων και μέσων πυροπροστασίας έχει ο ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευτής του καταστήματος. Για τον σκοπό αυτό, επιβάλλεται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο έλεγχος όλων των φορητών και μονίμων συστημάτων πυροπροστασίας, από άτομο που έχει τα απαραίτητα από τον νόμο προσόντα και θα ενημερώνει ενυπόγραφα το τηρούμενο από την επιχείρηση σχετικό βιβλίο ελέγχου.
1. Οι παραβάτες της παρούσας διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα προς τις διατάξεις του άρθρου 433 του Ποινικού Κώδικα.
2. Η Πυροσβεστική Αρχή, σε οποιαδήποτε περίπτωση που διαπιστώσει ύστερα από αυτοψία, ότι δεν τηρούνται τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα Διάταξη μέτρα και μέσα πυροπροστασίας, ανακαλεί το πιστοποιητικό και κοινοποιεί την απόφασή της αυτή στην αρμόδια Αρχή για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας.
1. Οι ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές των εμπορικών καταστημάτων που ήδη λειτουργούν, υποχρεούνται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας, να υποβάλλουν μελέτη πυροπροστασίας στην οικεία Πυροσβεστική Αρχή για έγκριση.
2. Τα εμπορικά καταστήματα της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούνται εντός ενός (1) μηνός από την έγκριση της μελέτης να έχουν εγκαταστήσει τα φωτιστικά ασφαλείας και τη σήμανση των εξόδων κινδύνου και οδεύσεων διαφυγής σύμφωνα με τις παραγρ. 3.3 και 3.4 του άρθρου 3 και έχουν λάβει όλα τα προληπτικά μέτρα και φορητά μέσα που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 της παρούσας και στις περιπτώσεις που:
3. Ομοίως εμπορικά καταστήματα που πρόκειται να λειτουργήσουν μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας, εφόσον υποχρεούνται στην εγκατάσταση μονίμων συστημάτων πυροπροστασίας (υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο, αυτόματη κατάσβεση, πυρανίχνευση κ.λ.π.) η Πυροσβεστική Αρχή δύναται να χορηγεί προσωρινό πιστοποιητικό μέχρι ένα (1) χρόνο για την εγκατάστασή τους.
4. Σε κάθε περίπτωση που διαπιστωθεί ύστερα από έλεγχο ότι έχουν μεν ληφθεί τα προβλεπόμενα από την εγκεκριμένη μελέτη μέτρα και μέσα πυροπροστασίας, τα οποία όμως δεν είναι σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα Διάταξη, η Πυροσβεστική Αρχή υποχρεούται να χορηγεί προσωρινό πιστοποιητικό πυροπροστασίας. Στο πιστοποιητικό αυτό θα καθορίζονται τα πρόσθετα μέτρα πυροπροστασίας που απαιτούνται και ο χρόνος στον οποίο πρέπει να ληφθούν, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
5. Οι ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές των εμπορικών καταστημάτων που θα λάβουν πιστοποιητικό πυροπροστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας, υποχρεούνται δύο (2) μήνες πριν από την λήξη ισχύος του, να ζητούν με αίτησή τους από την Πυροσβεστική Αρχή ανανέωση του πιστοποιητικού.
6. Εμπορικά καταστήματα στα οποία έχει εγκριθεί μελέτη πυροπροστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 1/1978 Πυροσβεστικής Διάταξης, εξακολουθεί και ισχύει, εφόσον δεν έχουν διαφοροποιηθεί οι όροι και προϋποθέσεις έγκρισής της. Τα πιστοποιητικά πυροπροστασίας που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 1/1978 Πυροσβεστικής Διάταξης, οι ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές τους υποχρεούνται δύο (2) μήνες πριν την λήξη τους να ζητήσουν με αίτησή τους την ανανέωσή αυτών. Σε διαφορετική περίπτωση επιβάλλεται η πλήρης συμμόρφωση με τους όρους της παρούσας, με την υποβολή νέας μελέτης πυροπροστασίας.
7. Εμπορικά καταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί πιστοποιητικό πυροπροστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 8/1997 Πυροσβεστικής Διάταξης, υποχρεούνται δύο (2) μήνες πριν την λήξη του πιστοποιητικού να υποβάλλουν αίτηση για την ανανέωση αυτού σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας και εφόσον
δεν έχουν επέλθει μεταβολές στους χώρους του καταστήματος, θα εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η ήδη εγκεκριμένη μελέτη πυροπροστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις της 8/1997 Πυροσβεστικής Διάταξης, διαφορετικά απαιτείται η υποβολή νέας μελέτης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας.
8. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργείται η υπ’ αριθμ. 1/1978 Πυροσβεστική Διάταξη (ΦΕΚ Β΄ 1148) «Περί λήψης μέτρων πυροπροστασίας σε μεγάλα εμπορικά καταστήματα» όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με τις υπ’ αριθμ. 1α/1981 και 1β/1983 Πυροσβεστικές Διατάξεις, καθώς και η υπ’ αριθμ. 8/1997 Πυροσβεστική Διάταξη (ΦΕΚ Β΄ 725) «λήψη μέτρων πυροπροστασίας σε εμπορικά καταστήματα» όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με τις υπ’ αριθμ. 8α/2002 (ΦΕΚ Β΄ 844) και 8β/2004 (ΦΕΚ Β΄ 1531) Πυροσβεστικές Διατάξεις.
Η ισχύς της παρούσας Διάταξης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.