Άκυρη απόλυση προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους και αξίωση πραγματικής απασχόλησης κατά το νέο άρθρο 656 Α.Κ.
Η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών είναι κατ΄ αρχήν απαγορευμένη, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 10 ν.1264/1982 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία του άρθρου 15. εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας. Για την προστασία αυτή απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις, που αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της αγωγής και πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της: α) Έγκυρη σύμβαση εργασίας. β) Ο μισθωτός να είναι νόμιμα εκλεγμένο μέλος της διοίκησης νομίμως συσταθέντος συνδικαλιστικού σωματείου, ή νόμιμα διορισμένο μέλος της προσωρινής διοίκησής του, ή μέλος της προσωρινώς εκλεγείσας διοίκησης υπό ίδρυση σωματείου. γ) Ο εργοδότης να τελεί σε γνώση της ιδιότητας του μισθωτού του δ) Δυνατότητα απασχολήσεως του συνδικαλιστικού στελέχους στην επιχείρηση του εργοδότη. Η γνώση του εργοδότη ως προς την συνδικαλιστική ιδιότητα του απολυομένου, η οποία μπορεί να λάβει χώρα με οποιονδήποτε τρόπο, πρέπει, προκειμένου περί νομικού προσώπου, να υπάρχει στο νόμιμο εκπρόσωπό του, καθώς και σε εκείνον ο οποίος έχει ορισθεί κατά τους κανόνες της προστήσεως για να τον εκπροσωπεί στον τομέα της εργασίας ή τις διοικητικές υπηρεσίες του, με δικαίωμα προσλήψεως και απολύσεως προσωπικού ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό του. Οι προστατευτικές για το συνδικαλιστικό στέλεχος διατάξεις έχουν τεθεί προς διαφύλαξή του, όταν, εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσης, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη και οξύνονται οι σχέσεις τους. Η επίκληση της προστασίας μπορεί να αποκρουσθεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική εάν η συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους εξέρχεται των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων, ώστε να δημιουργείται αναταραχή στον εργασιακό χώρο και κλίμα κλονισμού της εμπιστοσύνης του εργοδότη προς το πρόσωπό του. Η διαπίστωση της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος απόκειται στα πολιτικά δικαστήρια. Κατά το άρθρο 656 Α.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 61 ν. 4139/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 98 του ιδίου νόμου εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών υποθέσεων, αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει εκτός των άλλων, και την πραγματική απασχόλησή του. Επομένως για τη θεμελίωση της σχετικής αξιώσεως του εργαζομένου αρκεί μόνη η υπερημερία του εργοδότη, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή καμίας άλλης ιδιαίτερης περιστάσεως. Αυτό συνάγεται ευθέως και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4139/2013, στην οποία αναφέρεται ότι η κρατήσασα στη νομολογία άποψη, σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση αξιώσεως του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση υφίσταται μόνον όταν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις αποδίδει παρωχημένες αντιλήψεις για τη σπουδαιότητα της εργασίας για τον άνθρωπο και ότι η εργασία αποτελεί κατ΄ εξοχήν έναν από τους σπουδαιότερους παράγοντες της αναπτύξεως της προσωπικότητας του ανθρώπου, η δε αξίωση για μισθούς υπερημερίας δεν αρκεί από μόνη της για την προστασία του δικαιώματος εργασίας. Το άρθρο 656 Α.Κ. εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση υπερημερίας, δηλαδή και στην περίπτωση που οφείλεται σε άκυρη απόλυση συνδικαλιστικού στελέχους.
Κυριότερες διατάξεις:
Ν.1264/1982 άρθρα 14 και 15
Α.Κ. άρθρα 69, 79, 92, 180, 281 και 656
Ν. 4139/2013 άρθρα 61 και 98
Κ.Πολ.Δ. άρθρα 335, 338-340 και 559 αρ. 1, 8, 11γ και 19
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΑΠ 424_2016 | 158.54 KB |