Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Covid-19
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2018
2017
2006-2016
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 901 - 936 of 1067
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμοί του επιπεφυκότος λόγω έκθεσης σε υπεριώδεις ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
Conjunctival ailments following exposure to ultraviolet radiation
Μετάφραση:
Conjunctival ailments following exposure to ultraviolet radiation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
Irritation
Μετάφραση:
Irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός της αναπνευστικής οδού
Αγγλικός όρος:
Respiratory tract irritation (RTI)
Μετάφραση:
Respiratory tract irritation (RTI)
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin irritation
Μετάφραση:
Skin irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός των οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye irritation
Μετάφραση:
Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Irritating substances (Xi)
Μετάφραση:
Irritating substances (Xi)
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστική δερματίτιδα
Αγγλικός όρος:
Irritant contact dermatitis
Μετάφραση:
Irritant contact dermatitis
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικό
Αγγλικός όρος:
Irritant
Μετάφραση:
Irritant
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικό για τους οφθαλμούς
Αγγλικός όρος:
Eye irritation
Μετάφραση:
Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Έρευνα (π.χ. ατυχήματος)
Αγγλικός όρος:
Investigation
Μετάφραση:
Investigation
Ελληνικός όρος:
Έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διαδικασιών παρασκευής
Αγγλικός όρος:
Product and Process Orientated Research and Development, PPORD
Μετάφραση:
Product and Process Orientated Research and Development, PPORD
Ελληνικός όρος:
Έρευνα στον τομέα της ΕΑΥ
Αγγλικός όρος:
OSH research
Μετάφραση:
OSH research
Ελληνικός όρος:
Έρευνες παρέμβασης
Αγγλικός όρος:
Intervention studies
Μετάφραση:
Intervention studies
Ελληνικός όρος:
Ερευνητής
Αγγλικός όρος:
Researcher
Μετάφραση:
Researcher
Ελληνικός όρος:
Ερμηνεία
Αγγλικός όρος:
Interpretation
Μετάφραση:
Interpretation
Ελληνικός όρος:
Ερμηνεία των αποτελεσμάτων
Αγγλικός όρος:
Interpretation of results
Μετάφραση:
Interpretation of results
Ελληνικός όρος:
Ερμηνευτικό έγγραφο
Αγγλικός όρος:
Interpretive document
Μετάφραση:
Interpretive document
Ελληνικός όρος:
Ερμητικά κλειστή δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Hermetically closed tank
Μετάφραση:
Hermetically closed tank
Ελληνικός όρος:
Ερμητικά κλειστό
Αγγλικός όρος:
Hermetically closed, tightly closed
Μετάφραση:
Hermetically closed, tightly closed
Ελληνικός όρος:
Ερπυσμός
Αγγλικός όρος:
Creeping
Μετάφραση:
Creeping
Ελληνικός όρος:
Ερπυστριοφόροι προωθητές
Αγγλικός όρος:
Tractor-dozers
Μετάφραση:
Tractor-dozers
Ελληνικός όρος:
Ερύθημα
Αγγλικός όρος:
Erythema
Μετάφραση:
Erythema
Ελληνικός όρος:
Ερυθρά ίλυς από την παραγωγή αλουμίνας
Αγγλικός όρος:
Red mud from alumina production
Μετάφραση:
Red mud from alumina production
Ελληνικός όρος:
Ερυθρόζη
Αγγλικός όρος:
Erythrose
Μετάφραση:
Erythrose
Ελληνικός όρος:
Ερυθρότητα
Αγγλικός όρος:
Redness
Μετάφραση:
Redness
Ελληνικός όρος:
Ερωτηματολόγιο
Αγγλικός όρος:
Questionnaire
Μετάφραση:
Questionnaire
Ελληνικός όρος:
Εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ester
Μετάφραση:
Ester
Ελληνικός όρος:
Εστέρες του νιτρικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Nitric acid esters
Μετάφραση:
Nitric acid esters
Ελληνικός όρος:
Εστερική γόμα
Αγγλικός όρος:
Ester gum
Μετάφραση:
Ester gum
Ελληνικός όρος:
Εστερικό κόμμι
Αγγλικός όρος:
Ester Gum
Μετάφραση:
Ester Gum
Ελληνικός όρος:
Εσχαρίσματα
Αγγλικός όρος:
Screenings
Μετάφραση:
Screenings
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικά τραύματα
Αγγλικός όρος:
Internal injuries
Μετάφραση:
Internal injuries
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικές μέθοδοι
Αγγλικός όρος:
In house methods
Μετάφραση:
In house methods
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική αγορά
Αγγλικός όρος:
Internal market
Μετάφραση:
Internal market
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική διασταύρωση
Αγγλικός όρος:
Intersystem crossing (X)
Μετάφραση:
Intersystem crossing (X)
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική εγκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Installation work
Μετάφραση:
Installation work
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
22
Page
23
Page
24
Page
25
Τρέχουσα σελίδα
26
Page
27
Page
28
Page
29
Page
30
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »