Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 392
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βραχεία αποκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Short-term relief
Μετάφραση:
Short-term relief
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Broncho-pulmonary ailments
Μετάφραση:
Broncho-pulmonary ailments
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικές παθήσεις και βρογχοπνευμονικοί καρκίνοι μετά από έκθεση
Αγγλικός όρος:
Broncho-pulmonary ailments and cancers associated with exposure
Μετάφραση:
Broncho-pulmonary ailments and cancers associated with exposure
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικές παθήσεις που προκαλούνται από σκόνη σκωριών Thomas
Αγγλικός όρος:
Broncho-pulmonary ailments caused by dusts from basic slags
Μετάφραση:
Broncho-pulmonary ailments caused by dusts from basic slags
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικές παθήσεις οφειλόμενες σε σκόνες περιτετηγμένων μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Broncho-pulmonary ailments caused by dusts from sintered metals
Μετάφραση:
Broncho-pulmonary ailments caused by dusts from sintered metals
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικές παθήσεις που οφείλονται σε σκόνες ή ατμούς αργιλίου ή των ενώσεών του
Αγγλικός όρος:
Broncho-pulmonary ailments caused by dusts or fumes from aluminium or compounds thereof
Μετάφραση:
Broncho-pulmonary ailments caused by dusts or fumes from aluminium or compounds thereof
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικές παθήσεις που οφείλονται σε τεχνητές ορυκτές ίνες
Αγγλικός όρος:
Broncho-pulmonary ailments caused by man-made mineral fibres
Μετάφραση:
Broncho-pulmonary ailments caused by man-made mineral fibres
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικές παθήσεις που οφείλονται σε συνθετικές ίνες
Αγγλικός όρος:
Broncho-pulmonary ailments caused by synthetic fibres
Μετάφραση:
Broncho-pulmonary ailments caused by synthetic fibres
Ελληνικός όρος:
Βρουκέλλωση
Αγγλικός όρος:
Brucellosis
Μετάφραση:
Brucellosis
Ελληνικός όρος:
Βαρηκοΐα ή κώφωση λόγω βλαπτικού θορύβου
Αγγλικός όρος:
Hypoacousis or deafness caused by noise
Μετάφραση:
Hypoacousis or deafness caused by noise
Ελληνικός όρος:
Βλάβες του μηνίσκου ύστερα από εκτεταμένες περιόδους εργασίες σε γονατιστή θέση ή ανακούρκουδα
Αγγλικός όρος:
Meniscus lesions following extended periods of work in a kneeling or squatting position
Μετάφραση:
Meniscus lesions following extended periods of work in a kneeling or squatting position
Ελληνικός όρος:
Βαλίνη
Αγγλικός όρος:
Valin
Μετάφραση:
Valin
Ελληνικός όρος:
Βαγάσση
Αγγλικός όρος:
Bagasse
Μετάφραση:
Bagasse
Ελληνικός όρος:
Βαγόνι
Αγγλικός όρος:
Wagon
Μετάφραση:
Wagon
Ελληνικός όρος:
Βαγοτομή
Αγγλικός όρος:
Vagotomy
Μετάφραση:
Vagotomy
Ελληνικός όρος:
Βαζελίνη
Αγγλικός όρος:
Vaseline
Μετάφραση:
Vaseline
Ελληνικός όρος:
Βαθμοί ελευθερίας
Αγγλικός όρος:
Degrees of freedom
Μετάφραση:
Degrees of freedom
Ελληνικός όρος:
Βαθμολογημένο χαρτί
Αγγλικός όρος:
Ruled chart paper
Μετάφραση:
Ruled chart paper
Ελληνικός όρος:
Βαθμονόμηση
Αγγλικός όρος:
Calibration
Μετάφραση:
Calibration
Ελληνικός όρος:
Βαθμονομητής
Αγγλικός όρος:
Calibrant
Μετάφραση:
Calibrant
Ελληνικός όρος:
Βαθμός
Αγγλικός όρος:
Grade
Μετάφραση:
Grade
Ελληνικός όρος:
Βαθμός αποθείωσης
Αγγλικός όρος:
Desulphurisation rate
Μετάφραση:
Desulphurisation rate
Ελληνικός όρος:
Βαθμός διασποράς
Αγγλικός όρος:
Degree of dispersion
Μετάφραση:
Degree of dispersion
Ελληνικός όρος:
Βαθμός έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Extent of exposure
Μετάφραση:
Extent of exposure
Ελληνικός όρος:
Βαθμός λεπτομέρειας
Αγγλικός όρος:
Level of detail
Μετάφραση:
Level of detail
Ελληνικός όρος:
Βαθμός προστασίας περιβλημάτων
Αγγλικός όρος:
Degree of protection of enclosures
Μετάφραση:
Degree of protection of enclosures
Ελληνικός όρος:
Βαθύς ήχος
Αγγλικός όρος:
Bass
Μετάφραση:
Bass
Ελληνικός όρος:
Βάκιλλος
Αγγλικός όρος:
Bacillus
Μετάφραση:
Bacillus
Ελληνικός όρος:
Βακτήριο ή βακτηρίδιο
Αγγλικός όρος:
Bacterium
Μετάφραση:
Bacterium
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα
Αγγλικός όρος:
Valve
Μετάφραση:
Valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα αντεπιστροφής
Αγγλικός όρος:
Non return valve
Μετάφραση:
Non return valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety valve
Μετάφραση:
Safety valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα εισαγωγής
Αγγλικός όρος:
Inlet valve
Μετάφραση:
Inlet valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα εξαγωγής
Αγγλικός όρος:
Outlet valve
Μετάφραση:
Outlet valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα θραύσης
Αγγλικός όρος:
Rupture valve
Μετάφραση:
Rupture valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα καθόδου
Αγγλικός όρος:
Down acting valve
Μετάφραση:
Down acting valve
Σελιδοποίηση
Τρέχουσα σελίδα
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »