Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 433 - 468 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα των αρωματικών υδρογονανθράκων
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives of the aromatic hydrocarbons
Μετάφραση:
Halogenated derivatives of the aromatic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένες οργανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Halogenated organic compounds
Μετάφραση:
Halogenated organic compounds
Ελληνικός όρος:
Αλογόνωση
Αγγλικός όρος:
Halogenation
Μετάφραση:
Halogenation
Ελληνικός όρος:
Αλοθάνιο
Αγγλικός όρος:
Halothane
Μετάφραση:
Halothane
Ελληνικός όρος:
Αλοιφή
Αγγλικός όρος:
Ointment
Μετάφραση:
Ointment
Ελληνικός όρος:
Αλουμινόχαρτο
Αγγλικός όρος:
Aluminium foil
Μετάφραση:
Aluminium foil
Ελληνικός όρος:
Αλόφιλα
Αγγλικός όρος:
Halophiles
Μετάφραση:
Halophiles
Ελληνικός όρος:
Αλταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Altaric acid
Μετάφραση:
Altaric acid
Ελληνικός όρος:
Αλτρόζη
Αγγλικός όρος:
Altrose
Μετάφραση:
Altrose
Ελληνικός όρος:
Αλυσίδα ηλεκτρικής ασφάλειας (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Electric safety chain
Μετάφραση:
Electric safety chain
Ελληνικός όρος:
Αλυσιδωτός αορτήρας
Αγγλικός όρος:
Chain sling
Μετάφραση:
Chain sling
Ελληνικός όρος:
Αλυσοπρίονο
Αγγλικός όρος:
Chain saw
Μετάφραση:
Chain saw
Ελληνικός όρος:
Αμάλγαμα
Αγγλικός όρος:
Amalgam
Μετάφραση:
Amalgam
Ελληνικός όρος:
Αμελητέος
Αγγλικός όρος:
Negligible
Μετάφραση:
Negligible
Ελληνικός όρος:
Αμερικανική Εταιρεία των Κυβερνητικών Υγιεινολόγων Βιομηχανίας
Αγγλικός όρος:
American Conference of Government Industrial Hygienists, ACGIH
Μετάφραση:
American Conference of Government Industrial Hygienists, ACGIH
Ελληνικός όρος:
Αμερικανική Υπηρεσία αρμόδια για τη μελέτη των τοξικών ενώσεων στην ανθρώπινη υγεία
Αγγλικός όρος:
Agency for Toxic Substances and Disease Registry (U.S), ATSDR
Μετάφραση:
Agency for Toxic Substances and Disease Registry (U.S), ATSDR
Ελληνικός όρος:
Αμερικανικός Βιομηχανικός Σύνδεσμος Υγιεινής (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
American Industrial Hygiene Association (USA), AIHA
Μετάφραση:
American Industrial Hygiene Association (USA), AIHA
Ελληνικός όρος:
Αμερικανικός Σύλλογος για Δοκιμές και Υλικά
Αγγλικός όρος:
American Society for Testing and Materials, ASTM
Μετάφραση:
American Society for Testing and Materials, ASTM
Ελληνικός όρος:
Αμερίκιο
Αγγλικός όρος:
Americium, Am
Μετάφραση:
Americium, Am
Ελληνικός όρος:
Αμερόληπτο δείγμα
Αγγλικός όρος:
Unbiased sample
Μετάφραση:
Unbiased sample
Ελληνικός όρος:
Αμεροληψία
Αγγλικός όρος:
Impartiality
Μετάφραση:
Impartiality
Ελληνικός όρος:
Άμεση σύνδεση
Αγγλικός όρος:
On-line
Μετάφραση:
On-line
Ελληνικός όρος:
Άμεσο ακουστικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Direct (acoustical) field
Μετάφραση:
Direct (acoustical) field
Ελληνικός όρος:
Άμεσος περιέκτης
Αγγλικός όρος:
Immediate container
Μετάφραση:
Immediate container
Ελληνικός όρος:
Αμίαντος
Αγγλικός όρος:
Asbestos
Μετάφραση:
Asbestos
Ελληνικός όρος:
Αμιαντοτσιμέντο
Αγγλικός όρος:
Asbestos-cement
Μετάφραση:
Asbestos-cement
Ελληνικός όρος:
Αμιάντωση
Αγγλικός όρος:
Asbestosis
Μετάφραση:
Asbestosis
Ελληνικός όρος:
Αμίδια και παράγωγά τους
Αγγλικός όρος:
Amides and their derivatives
Μετάφραση:
Amides and their derivatives
Ελληνικός όρος:
Αμιδικό ιόν
Αγγλικός όρος:
Amide ion
Μετάφραση:
Amide ion
Ελληνικός όρος:
Αμίνη
Αγγλικός όρος:
Amine
Μετάφραση:
Amine
Ελληνικός όρος:
Αμινο-1,1-αζωβενζόλιο 4-
Αγγλικός όρος:
4-amino-1,1-azobenzene, p-aminoazobenzene
Μετάφραση:
4-amino-1,1-azobenzene, p-aminoazobenzene
Ελληνικός όρος:
Αμινο-1,2,4-τριαζόλη 3-
Αγγλικός όρος:
3-amino-1,2,4-triazole, Amitrole
Μετάφραση:
3-amino-1,2,4-triazole, Amitrole
Ελληνικός όρος:
Αμινο-3,5,6-τριχλωρο πικολιμικό οξύ 4-
Αγγλικός όρος:
4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, Picloram, ATCP
Μετάφραση:
4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, Picloram, ATCP
Ελληνικός όρος:
Αμινο-4-μεθυλο-πεντανικό οξύ 2-
Αγγλικός όρος:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Μετάφραση:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Ελληνικός όρος:
Αμινοαζωβενζόλιο 4-
Αγγλικός όρος:
p-aminoazobenzene, 4-amino-1,1-azobenzene
Μετάφραση:
p-aminoazobenzene, 4-amino-1,1-azobenzene
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Μετάφραση:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
9
Page
10
Page
11
Page
12
Τρέχουσα σελίδα
13
Page
14
Page
15
Page
16
Page
17
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »