Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 505 - 540 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αμοσίτης
Αγγλικός όρος:
Amosite
Μετάφραση:
Amosite
Ελληνικός όρος:
Αμπέρ
Αγγλικός όρος:
Ampere
Μετάφραση:
Ampere
Ελληνικός όρος:
Αμυγδαλέλαιο
Αγγλικός όρος:
Almond oil
Μετάφραση:
Almond oil
Ελληνικός όρος:
Αμυγδαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Mandelic acid
Μετάφραση:
Mandelic acid
Ελληνικός όρος:
Αμυγδαλονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Mandelonitrile
Μετάφραση:
Mandelonitrile
Ελληνικός όρος:
Αμυλάση
Αγγλικός όρος:
Amylase
Μετάφραση:
Amylase
Ελληνικός όρος:
Άμυλο
Αγγλικός όρος:
Starch
Μετάφραση:
Starch
Ελληνικός όρος:
Αμυλόζη
Αγγλικός όρος:
Amylose
Μετάφραση:
Amylose
Ελληνικός όρος:
Αμυλομεθυλαιθέρας tert-
Αγγλικός όρος:
Tert-amyl methyl ether, TAME
Μετάφραση:
Tert-amyl methyl ether, TAME
Ελληνικός όρος:
Αμυλοπηκτίνη
Αγγλικός όρος:
Amylopectin
Μετάφραση:
Amylopectin
Ελληνικός όρος:
Αμφεταμίνη
Αγγλικός όρος:
Amphetamine
Μετάφραση:
Amphetamine
Ελληνικός όρος:
Αμφιβολία
Αγγλικός όρος:
Doubt
Μετάφραση:
Doubt
Ελληνικός όρος:
Αμφίπλευρα ακουστός
Αγγλικός όρος:
Binaural
Μετάφραση:
Binaural
Ελληνικός όρος:
Αμφιστιβάδα
Αγγλικός όρος:
Bilayer
Μετάφραση:
Bilayer
Ελληνικός όρος:
Αμφολύτης
Αγγλικός όρος:
Ampholyte
Μετάφραση:
Ampholyte
Ελληνικός όρος:
Αμφολυτικό ρυθμιστικό διάλυμα
Αγγλικός όρος:
Ampholytic buffer
Μετάφραση:
Ampholytic buffer
Ελληνικός όρος:
Αναβατήρες
Αγγλικός όρος:
Hoists
Μετάφραση:
Hoists
Ελληνικός όρος:
Αναβατόριο φορτίων
Αγγλικός όρος:
Hoist
Μετάφραση:
Hoist
Ελληνικός όρος:
Αναγγελία ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Notification of accidents
Μετάφραση:
Notification of accidents
Ελληνικός όρος:
Ανάρρωση
Αγγλικός όρος:
Recovery
Μετάφραση:
Recovery
Ελληνικός όρος:
Αναγνώριση
Αγγλικός όρος:
Recognition
Μετάφραση:
Recognition
Ελληνικός όρος:
Αναγνώριση κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Hazard identification, Identification of hazard
Μετάφραση:
Hazard identification, Identification of hazard
Ελληνικός όρος:
Αναγνωρισμένες επαγγελματικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Recognised occupational diseases
Μετάφραση:
Recognised occupational diseases
Ελληνικός όρος:
Αναγνωριστικοί κωδικοί προϊόντος
Αγγλικός όρος:
Product identifiers
Μετάφραση:
Product identifiers
Ελληνικός όρος:
Αναγωγή
Αγγλικός όρος:
Reduction
Μετάφραση:
Reduction
Ελληνικός όρος:
Ανάδευση
Αγγλικός όρος:
Stirring
Μετάφραση:
Stirring
Ελληνικός όρος:
Αναδιάταξη
Αγγλικός όρος:
Disproportionation
Μετάφραση:
Disproportionation
Ελληνικός όρος:
Ανάδοχος
Αγγλικός όρος:
Contractor
Μετάφραση:
Contractor
Ελληνικός όρος:
Ανάδοχος του έργου
Αγγλικός όρος:
Project contractor
Μετάφραση:
Project contractor
Ελληνικός όρος:
Αναδρομική εκτίμηση έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Retrospective exposure assessment
Μετάφραση:
Retrospective exposure assessment
Ελληνικός όρος:
Αναδρομική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Retrospective study
Μετάφραση:
Retrospective study
Ελληνικός όρος:
Αναερόβιες συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Anaerobic conditions
Μετάφραση:
Anaerobic conditions
Ελληνικός όρος:
Αναεροβική βιοαποδόμηση
Αγγλικός όρος:
Anaerobic biodegradation
Μετάφραση:
Anaerobic biodegradation
Ελληνικός όρος:
Αναζήτηση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Job search
Μετάφραση:
Job search
Ελληνικός όρος:
Ανάθεση
Αγγλικός όρος:
Delegation
Μετάφραση:
Delegation
Ελληνικός όρος:
Ανάθεση καθηκόντων
Αγγλικός όρος:
Allocation of functions
Μετάφραση:
Allocation of functions
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
11
Page
12
Page
13
Page
14
Τρέχουσα σελίδα
15
Page
16
Page
17
Page
18
Page
19
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »