Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 649 - 684 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Άνεργος
Αγγλικός όρος:
Unemployed
Μετάφραση:
Unemployed
Ελληνικός όρος:
Ανηγμένη μάζα
Αγγλικός όρος:
Reduced mass
Μετάφραση:
Reduced mass
Ελληνικός όρος:
Ανηθέλαιο
Αγγλικός όρος:
Anethole, oil of aniseed, 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Μετάφραση:
Anethole, oil of aniseed, 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Ελληνικός όρος:
Ανηθόλη
Αγγλικός όρος:
Anethole, oil of aniseed, 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Μετάφραση:
Anethole, oil of aniseed, 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Ελληνικός όρος:
Ανησυχητική ουσία
Αγγλικός όρος:
Substance of concern
Μετάφραση:
Substance of concern
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικές, βιοσυσσωρεύσιμες και τοξικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Persistent, Bioaccumulative, Toxic substances, PBT
Μετάφραση:
Persistent, Bioaccumulative, Toxic substances, PBT
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικός
Αγγλικός όρος:
Persistent
Μετάφραση:
Persistent
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικότητα
Αγγλικός όρος:
Persistency
Μετάφραση:
Persistency
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικότητα (π.χ. επικύρωση αναλυτικών μεθόδων)
Αγγλικός όρος:
Ruggedness, robustness
Μετάφραση:
Ruggedness, robustness
Ελληνικός όρος:
Ανθεκτικότητα ή αντοχή στον χρόνο (π.χ. υλικών)
Αγγλικός όρος:
Durability
Μετάφραση:
Durability
Ελληνικός όρος:
Ανθοφυλλίτης
Αγγλικός όρος:
Antophyllite
Μετάφραση:
Antophyllite
Ελληνικός όρος:
Άνθρακας
Αγγλικός όρος:
Carbon, C
Μετάφραση:
Carbon, C
Ελληνικός όρος:
Ανθρακένιο
Αγγλικός όρος:
Anthracene
Μετάφραση:
Anthracene
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium carbonate
Μετάφραση:
Ammonium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium carbonate
Μετάφραση:
Calcium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium carbonate
Μετάφραση:
Barium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium carbonate
Μετάφραση:
Beryllium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron carbonate
Μετάφραση:
Boron carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό διφαινύλιο
Αγγλικός όρος:
Diphenyl carbonate
Μετάφραση:
Diphenyl carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium carbonate
Μετάφραση:
Potassium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό λίθιο
Αγγλικός όρος:
Lithium carbonate
Μετάφραση:
Lithium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese carbonate
Μετάφραση:
Manganese carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium carbonate
Μετάφραση:
Magnesium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carbonic acid
Μετάφραση:
Carbonic acid
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικό χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium carbonate
Μετάφραση:
Chromium carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl carbonate
Μετάφραση:
Ethyl carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead carbonate
Μετάφραση:
Lead carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακικός χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper carbonate
Μετάφραση:
Copper carbonate
Ελληνικός όρος:
Ανθρακινόνη
Αγγλικός όρος:
Anthraquinone
Μετάφραση:
Anthraquinone
Ελληνικός όρος:
Ανθρακίτης
Αγγλικός όρος:
Anthracite
Μετάφραση:
Anthracite
Ελληνικός όρος:
Ανθρακούχος χάλυβας
Αγγλικός όρος:
Carbon steel
Μετάφραση:
Carbon steel
Ελληνικός όρος:
Ανθρακοφουράνιο
Αγγλικός όρος:
Carbofuran
Μετάφραση:
Carbofuran
Ελληνικός όρος:
Ανθράκωση
Αγγλικός όρος:
Anthracosis
Μετάφραση:
Anthracosis
Ελληνικός όρος:
Ανθρανιλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Anthranilic acid
Μετάφραση:
Anthranilic acid
Ελληνικός όρος:
Ανθρόνη
Αγγλικός όρος:
Anthrone
Μετάφραση:
Anthrone
Ελληνικός όρος:
Ανθρώπινα κρούσματα
Αγγλικός όρος:
Human cases
Μετάφραση:
Human cases
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
Τρέχουσα σελίδα
19
Page
20
Page
21
Page
22
Page
23
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »